Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Tο Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου

«Kι αυτοί οι ανελέητοι εχθροί ενώθηκαν στα δακρυά μου. Γλυκειά πνοή της ξάστερης νύχτας, ένα χαμόγελο πάνω στα νερά και παντού στην εξοχή. Ο σεισμός άνοιξε στο σκληρό βράχο βαθύ χάσμα που σκεπάστηκε με λουλούδια που έτρεμαν στην αύρα και στον ήλιο. Αν τύχει να γίνει κάτι απ’ αυτό που τώρα μοιάζει ανέφικτο, θα το συνοδέψει το μαρτύριο καί το αίμα. Γιατί μου φαίνεται αδύνατο να μπορέσει να περάσει απέναντι και ένας μόνο από μας. Σαν σκιά πλανιέται το κοπαδάκι μου μέσα στη νύχτα με τ’ άστρα, νύχτα δροσερή από τις προσευχές, γαλήνια σαν να είχε βρέξει ψωμί ο ουρανός» -Διονύσιος Σολωμός

Το πρωί της 10ης Απριλίου, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου
(25 Απρ. 1825 – 10 Απρ. 1826)

Εμπλεκόμενες πλευρές: Έλληνες επαναστάτες vs Οθωμανική αυτοκρατορία
Ηγετικά πρόσωπα: Αλ. Μαυροκορδάτος, Κίτσος Τζαβέλλας, Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης κ.α vs Κιουταχής, Ιμπραήμ Πασάς

Η «Έξοδος του Μεσολογγίου» ή το «Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου» αναφέρεται στην έξοδο που πραγματοποίησαν οι πολιορκημένοι στρατιώτες και άμαχοι του Μεσολογγίου, όταν οι δυνατότητες συνέχισης της άμυνας απέναντι στα τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα είχαν χαθεί. Το γεγονός συνέβη την νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου 1826 (Κυριακή των Βαΐων), κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Το Μεσολόγγι επαναστάτησε στις 20 Μαΐου του 1821. Η σημασία της θέσης έγινε γρήγορα αντιληπτή από την τοπική ηγεσία της επανάστασης.

Η Τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου (συχνά αναφέρεται και ως δεύτερη πολιορκία) ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Ήταν το γεγονός που έδωσε έμπνευση στο Διονύσιο Σολωμό να γράψει τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Έγινε στο διάστημα από 25 Απριλίου του 1825 έως 10 Απριλίου του 1826 οπότε και τερματίστηκε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Η πολιορκία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη από τον Απρίλιο του 1825 μέχρι τον Οκτώβριο του 1825 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Κιουταχή και η δεύτερη από τον Δεκέμβριο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και του Κιουταχή από κοινού.

Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τον οπλαρχηγό Δημήτριο Μακρή. Το 1822, μετά την ήττα των ελλήνων στη μάχη του Πέτα τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι και πολιόρκησαν την πόλη. Η Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε δύο μήνες και έληξε με αποτυχία των τουρκικών δυνάμεων να κυριεύσουν την πόλη. Στα μέσα του 1823 οι τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα εκστρατεία που περιλάμβανε πολιορκία και κατάληψη του Μεσολογγίου. Μετά από σκληρές μάχες που δόθηκαν στην περιοχή της Ευρυτανίας τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι. Οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάστηκαν για πολιορκία όμως τα τουρκικά στρατεύματα προτίμησαν να πολιορκήσουν το Αιτωλικό. Το γεγονός αυτό αναφέρεται συχνά ως Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Στην πόλη πραγματοποιήθηκε η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας και στη συνέχεια έγινε έδρα της διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας που έφερε την ονομασία Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας. Το 1822 η πόλη πολιορκήθηκε για πρώτη φορά από τα στρατεύματα του Κιουταχή που είχε νικήσει τους Έλληνες στο Πέτα, και του Ομέρ Βρυώνη που είχε ολοκληρώσει την υποταγή του Σουλίου. Μετά από δύο μήνες οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες. Την επόμενη χρονιά ένα νέο τουρκικό στράτευμα κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι άλλα αναλώθηκε ανεπιτυχώς στην πολιορκία του γειτονικού Αιτωλικού. Οι Τούρκοι μετά την αποτυχία να καταλάβουν το Αιτωλικό εγκατέλειψαν το σχέδιο επίθεσης στο Μεσολόγγι και αποχώρησαν.

Μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα για τους έλληνες επαναστάτες (4 Ιουλίου 1822) ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής, επικεφαλής 11.000 ανδρών, κατήλθαν χωρίς αντίσταση στην κοιλάδα του Μεσολογγίου, την οποία απέκλεισαν από ξηράς (25 Οκτωβρίου). Μαζί τους βρέθηκαν και οι οπλαρχηγοί Βάλτου και Ξηρομέρου, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γιαννάκης Ράγκος, Γώγος Μπακόλας, Γεωργάκης Βαλτινός και Ανδρέας Ίσκος, που είχαν δηλώσει υποταγή στους δύο πασάδες. Ο Γιουσούφ Πασάς με τον στόλο του συμπλήρωνε τον αποκλεισμό της πόλης από τη θάλασσα. Το Μεσολόγγι εκείνα τα χρόνια ήταν το οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας (σημερινής Δυτικής Στερεάς Ελλάδας).

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης με τα λείψανα του εκστρατευτικού σώματος του Πέτα ανέλαβαν την υπεράσπιση της πόλης. Το Μεσολόγγι ήταν ευπρόσβλητο από ξηράς και προστατευόταν από ένα χαμηλό περιτείχισμα κατασκευασμένο στις αρχές της Επανάστασης. Η δύναμη των πολεμιστών δεν υπερέβαινε τους 700 άνδρες, ενώ χρειάζονταν τουλάχιστον επταπλάσιοι υπερασπιστές. Στους προμαχώνες δεν υπήρχαν παρά μόνο 14 πυροβόλα. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα μόλις έφθαναν για ένα μήνα. Η θέση των πολιορκουμένων ήταν απελπιστική.

Στο στρατόπεδο των πολιορκητών υπήρχε διχογνωμία για το σχέδιο ενεργειών. Ο Κιουταχής και ο Γιουσούφ υποστήριζαν την άμεση κατάληψη του Μεσολογγίου με έφοδο. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν της γνώμης να το καταλάβουν δια συμβιβασμού, προκειμένου να διατηρηθεί η πόλη αλώβητη για τις ανάγκες του στρατού, μετά την ερήμωση της Αιτωλοακαρνανίας. Τελικά, επικράτησε η γνώμη του Ομέρ. Οι πολιορκούμενοι εξέλαβαν ως θείο δώρο την εξέλιξη αυτή. Άρχισαν ατέρμονες συζητήσεις περί συμβιβασμού, αναμένοντας τη βοήθεια που είχαν ζητήσει από την Πελοπόννησο και τα νησιά. Πράγματι, στα μέσα Νοεμβρίου στολίσκος από 11 πλοία υπό τον Ανδρέα Μιαούλη διέσπασε τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Μεσολογγίου. Αποβίβασε 1000 άνδρες υπό τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη και Κανέλλο Δεληγιάννη και προμήθευσε με τροφές και πολεμοφόδια τους υπερασπιστές του. Τότε, οι πολιορκούμενοι διαμήνυσαν στους Τούρκους πασάδες, ότι αν θέλουν το Μεσολόγγι να έλθουν να το πάρουν.

Η κατάσταση στο στρατόπεδο των πολιορκητών δεν ήταν καλύτερη από αυτή τον πολιορκουμένων. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα άρχισαν να ελαττώνονται και οι προμήθειες νέων κατέστησαν δυσχερείς. Έτσι, οι πασάδες αποφάσισαν έφοδο, αφού είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος με τις διαπραγματεύσεις. Η επίθεση προγραμματίστηκε για τη νύχτα της 24ης προς 25η Δεκεμβρίου, με την ελπίδα ότι οι μαχητές θα εγκατέλειπαν τους προμαχώνες και θα πήγαιναν στις εκκλησιές για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Όμως, το σχέδιο της επίθεσης είχε διαρρεύσει στους μαχητές του Μεσολογγίου από τον ελληνικής καταγωγής γραμματικό του Ομέρ Βρυώνη, Γιάννη Γούναρη, κι έτσι η φρουρά παρέμεινε στις θέσεις της πανέτοιμη για την επίθεση.

Κατά την έφοδο, οι Οθωμανοί υπέστησαν πανωλεθρία κι οι δύο πασάδες αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία στις 31 Δεκεμβρίου 1822, επειδή κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι έφθανε εναντίον τους ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους στην Ήπειρο, νέα δοκιμασία περίμενε τους καταπονημένους Οθωμανούς. Στην προσπάθειά τους να διαβούν τον πλημμυρισμένο Αχελώο, πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Τα υπολείμματα των δυνάμεων του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη έφθασαν σε κακή κατάσταση στις 21 Φεβρουαρίου 1823 στο Κραβασσαρά (σημερινή Αμφιλοχία) και στη συνέχεια πέρασαν με πλοία στην Πρέβεζα.

Η καταστροφή του οθωμανικού στρατού προκάλεσε την αποτυχία της εκστρατείας των δύο πασάδων κατά της Δυτικής Ελλάδας. Η επιτυχία των Ελλήνων έγινε μεγαλύτερη, καθώς μετά την αναχώρηση των Οθωμανών από το Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τους επαναστάτες οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Γεωργάκης Βαλτινός, που είχαν προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με νωπά τα γεγονότα στο μυαλό του, αναφέρεται στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και την καταστροφική διάβαση του Αχελώου από τους Τούρκους στο ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», που έγραψε το Μάιο του 1823 (στροφές 88-121).

Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, ο Σουλτάνος επανήλθε με νέο σχέδιο. Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 έφθασε προ του Μεσολογγίου.

Αμέσως άρχισε την πολιορκία της πόλεως, η οποία μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους: α) 15 Απριλίου έως 12 Δεκεμβρίου 1825 και β) 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις 11 Απριλίου 1826. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου κι έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 Έλληνες του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό.

[Ο Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 – 1825 έλαβε τόπο κατά τη διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επαναστάσεως αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 – Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων]

Το φρούριο της πόλεως μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, κατόπιν των προσπαθειών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Βύρωνα και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα. Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα.

Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου – 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους. Στις 24 Ιουλίου, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αλλά και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία.

Στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.

Σχετική εικόναΣτις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου

Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.

Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι’ αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι. Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.

Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.

Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών.

Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδίασμα Β’:

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

I
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε’ στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»


VIII
«Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τα ‘πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.
Ιδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τα θέλω γω, να τα ‘χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες».


XII
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και αγγιζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.

Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά
το ξεροκάλαμο περνά.

Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις». Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε διάλυση της τρίτης εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου του 1826 και στην παραίτηση της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Στο εξωτερικό αναθέρμανε το φιλελληνικό κίνημα και επιτάχυνε τις διαδικασίες για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος.

Το τέλος της Επαναστάσεως των Ελλήνων του 1821 δεν γράφτηκε ακόμη!

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

5.5. Πεζογραφία


Ο κλάδος της πεζογραφίας είναι ο γονιμότερος της Ελληνορωμαϊκής εποχής, και καθώς όλοι λίγο πολύ οι συγγραφείς, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, εντάσσονται συνειδητά στον αττικισμό, σωστό είναι να ξεκινήσουμε με τους θεωρητικούς του κινήματος.

5.5.Α. Αττικισμός

Στο πλαίσιο του γενικότερου κλασικισμού της εποχής, οι φιλόλογοι και κριτικοί της λογοτεχνίας, από τη μια για να αντιδράσουν στις υπερβολές και τη χαλαρότητα του Ασιανισμού, από την άλλη για να ανοίξουν νέους δρόμους που θα οδηγούσαν την απροσανατόλιστη λογοτεχνία σε νέα ακμή, κήρυξαν ως ιδανικό και μέσο συγγραφικής επιτυχίας τη μίμηση των κλασικών προτύπων - πρώτα και πάνω απ᾽ όλα της γλώσσας τους. Όποιες όμως και αν ήταν οι προθέσεις τους, αποτελούσε «σημάδι αδυναμίας και στασιμότητας ότι αντιπρότειναν γλώσσα και ύφος, που αιώνες πριν είχαν εκφράσει σημαντικά νοήματα, αλλά που πια δε μπορούσαν να το κάνουν. Ο αττικισμός δεν αποτελούσε εξέλιξη που έδινε νέα ζωή σε παλιές φόρμες. Ουσία του φαινόταν να είναι η μουσειακή καλλιέργεια του ύφους» (Α. Λέσκι).

Αφετηρία για τον αττικισμό πιστεύουμε ότι αποτέλεσε ο Απολλόδωρος από την Πέργαμο (1ος π.Χ. αι.), δάσκαλος του Οκταβιανού Αυγούστου και συγγραφέας μιας, χαμένης για μας, Ρητορικής τέχνης, όπου ίσως για πρώτη φορά καθιερωνόταν ο κανόνας των δέκα ρητόρων, δηλαδή ο κατάλογος των δέκα πιο δόκιμων αττικών ρητόρων. Η γλώσσα και το ύφος τους αποτελούσαν «κανόνα» που οι νεότεροι συγγραφείς έπρεπε να τον τηρούν με αυστηρότητα.

Οπαδός, ίσως και μαθητής, του Απολλοδώρου ήταν ο Καικίλιος από την Καλή Ακτή της Σικελίας, που έζησε στα χρόνια του Αυγούστου. Αυστηρός αττικιστής, θαύμαζε τόσο την κανονικότητα του Λυσία ώστε να τον αξιολογεί υψηλότερα από τον Πλάτωνα. Τα πολλά ρητορικά, κριτικά, λεξικογραφικά κ.ά. του έργα έχουν χαθεί, αλλά πολλές απόψεις του είναι γνωστές από νεότερους συγγραφείς που τις μνημονεύουν και τις σχολιάζουν θετικά ή αρνητικά. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Ανώνυμος, συγγραφέας του Περὶ ὕψους.

Τον αττικισμό υποστήριζε και ο Θεόδωρος από τα Γάδαρα της Συρίας (1ος π.Χ. αι.), δάσκαλος του αυτοκράτορα Τιβέριου· ωστόσο, όχι χωρίς λόγο, θεωρήθηκε εξαρχής αντίπαλος του Απολλόδωρου. Η διαφωνία τους αφορούσε την αυστηρή ή χαλαρή τήρηση των αττικών κανόνων: ο Απολλόδωρος ήταν άκαμπτος· ο Θεόδωρος ήταν ελαστικός και δεχόταν ότι η αττική γλώσσα, βάση και προϋπόθεση της επιτυχίας, μπορούσε κάπως να προσαρμόζεται στα νέα γλωσσικά δεδομένα. Έτσι, αν το καλοσκεφτούμε, η διαφωνία τους συνέχιζε την παλιά έριδα ανάμεσα στους γραμματικούς που αποδέχονταν την ανωμαλία και στους άλλους που επιμέναν στην αυστηρή εφαρμογή των κανόνων.

Μεγάλος θεωρητικός του αττικισμού ήταν και ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, που εδίδαξε στη Ρώμη από το 30 ως το 52 μ.Χ. Από τα έργα του μας σώθηκαν αρκετά, άλλα αποσπασματικά, όπως το Περὶ μιμήσεως και το Περὶ ἀρχαίων ῥητόρων, άλλα ολόκληρα, όπως το Περὶ τοῦ Θουκυδίδου χαρακτῆρος και το σπουδαιότερο, Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων, όπου δεν πραγματεύτηκε μόνο το πώς πρέπει κανείς να επιλέγει τις λέξεις του, αλλά και το πώς πρέπει να τις συνδυάζει μέσα στον λόγο για να πετύχει το καλύτερο αισθητικό (και ευφωνικό) αποτέλεσμα. Λιγότερο απόλυτος από τον Απολλόδωρο και τον Καικίλιο, ο Διονύσιος πρόβαλλε ως μεγάλο πρότυπο στη θέση του Λυσία τον Δημοσθένη. Θα τον συναντήσουμε πάλι ως ιστορικό.

Σε ένα του σύγγραμμα Περὶ ὕψους ο Καικίλιος είχε προσπαθήσει να ορίσει τις ιδιότητες του υψηλού[1] ύφους που χαρακτηρίζει τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας. Ένας για μας άγνωστος συγγραφέας, ο Ανώνυμος περί ύψους όπως τον ονομάζουμε, έκρινε ότι το «βιβλίο ήταν κατώτερο από τον στόχο του και τα σημαντικότερα τα άφηνε απέξω» και αποφάσισε να το αναιρέσει. Το δικό του έργο Περὶ ὕψους, που το μεγαλύτερο μέρος του έχει σωθεί, δημοσιεύτηκε γύρω στα 40 μ.Χ. και είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η αρχαιοελληνική φιλολογική σκέψη. Ο Ανώνυμος ήταν οπαδός του Θεόδωρου από τα Γάδαρα, προσέγγιζε τα θέματα με μετριοπάθεια και ανοιχτό μυαλό, πίστευε ότι είναι πολλοί οι παράγοντες που συμβάλλουν στη λογοτεχνική ποιότητα, και βέβαια γνώριζε ότι με το να ακολουθεί κανόνες κανείς δε γίνεται μεγάλος λογοτέχνης.

Το να αποφασίσει κάποιος να γράψει στην αττική διάλεκτο της Κλασικής εποχής είναι εύκολο· όμως στην πράξη το εγχείρημα παρουσίαζε δυσκολίες τόσες, που ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν, αν ο συγγραφέας δεν είχε στη διάθεση του τα κατάλληλα βοηθήματα. Αυτήν ακριβώς την ανάγκη ήρθαν να ικανοποιήσουν οι λεξικογράφοι.

Οι λεξικογράφοι των ελληνορωμαϊκών χρόνων εκμεταλλεύτηκαν βέβαια τους αλεξανδρινούς προκατόχους τους. Ενώ όμως οι αλεξανδρινοί στόχο είχαν να διευκολύνουν την ανάγνωση και την κατανόηση των παλαιότερων συγγραφέων, οι λεξικογράφοι της εποχής του αττικισμού συγκέντρωναν, ερμήνευαν και σχολίαζαν το αττικό λεκτικό με στόχο να βοηθήσουν τους συγχρόνους τους να συγγράψουν οι ίδιοι, χωρίς παρεκκλίσεις και σφάλματα, στα αττικά. Οι τίτλοι των έργων τους είναι χαρακτηριστικοί:

Αίλιος Διονύσιος από την Αλικαρνασσό (1ος/2ος μ.Χ. αι.): Ἀττικὰ ὀνόματα.

Παυσανίας από τη Συρία (1ος/2ος μ.Χ. αι.): Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή.

Διαφορετικά εργάστηκε ο Διογενιανός από την Ηράκλεια του Πόντου (1ος/ 2ος μ.Χ. αι.), που προτίμησε να συνθέσει λεξικό ολόκληρης της ελληνικής γλώσσας: Παντοδαπὴ λέξις.

Αρποκρατίων από την Αλεξάνδρεια (2ος μ.Χ. αι.): Λέξεις τῶν δέκα ῥητόρων.

Φρύνιχος από τη Βιθυνία (2ος μ.Χ. αι.): Ἐκλογὴ ῥημάτων καὶ ὀνομάτων ἀττικῶν. Ήταν τόσο αυστηρός στον αττικισμό του, ώστε να κατηγορεί τον Μένανδρο ότι χρησιμοποίησε αδόκιμες λέξεις, και να επιβάλλει απαγορεύσεις: «αὐθέντης» μηδέποτε χρήσει ἐπὶ τοῦ «δεσπότης», «νηρὸν» ὕδωρ μὴ εἴπῃς ἀλλὰ «πρόσφατον», «ξύστραν» μὴ λέγε ἀλλὰ «στλεγγίδα» κλπ. Το άλλο του έργο, η Σοφιστικὴ προπαρασκευή, όπου συγκέντρωσε τις επιτρεπόμενες δόκιμες αττικές εκφράσεις, ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Κόμμοδο.

Στον Κόμμοδο αφιέρωσε και ο ανταγωνιστής του Φρυνίχου, ο Ιούλιος Πολυδεύκης από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου, το Ὀνομαστικόν του, λεξικό όπου οι λέξεις δεν είναι ταχτοποιημένες αλφαβητικά αλλά συγκεντρωμένες κατά νοηματικές ενότητες: όλα τα ἱππικά μαζί, όλα τα μαγείρου σκεύη μαζί, όλα τα ἐμπνεόμενα ὄργανα μαζί κλπ.

Μοίρης (2ος/3ος μ.Χ. αι.): Ἀττικιστής.

Τελευταίος στη σειρά, όχι λεξικογράφος αλλά ρήτορας, ο Ουλπιανός από την Τύρο (2ος/3ος μ.Χ. αι.), που το μόνο που τον ενδιέφερε για το κάθε τι ήταν αν μνημονεύεται ή όχι, αν κεῖται ἢ οὐ κεῖται, στα παλιά κείμενα - και οι σύγχρονοί του τον παρονόμασαν… Κειτούκειτο.

Για την τιμή των όπλων αναφέρουμε δύο συγγραφείς που αντιδράσαν στις υπερβολές του αττικισμού: τον σατιρικό Λουκιανό από τα Σαμόσατα, και τον ανώνυμο για μας λεξικογράφο που τον 2ο μ.Χ. αιώνα δημοσίευσε λεξικό με τον τίτλο Ἀντιαττικιστής, όπου καταξιώνονταν και πλήθος νεότερες λέξεις.
--------------------------
1. Η μεταφορική ταύτιση του ύψους με την «εξαιρετική ποιότητα», είναι και σήμερα συνηθισμένη: υψηλές σκέψεις, υψηλά ιδανικά· πρβ. το αγγλικό high standarts κ.ά.π.

Η εταίρα στην αρχαιότητα – σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες (μέρος ε´)

Οι δραστηριότητες της Νικαρέτης στην Κόρινθο, έτσι όπως τις είδαμε να περιγράφονται λεπτομερώς στον Κατά Νεαίρας (18-32) δικανικό λόγο, ρίχνουν άπλετο φως στο θέμα του εμπορίου γυναικών κατά την περίοδο της κλασσικής αρχαιότητας. Επρόκειτο για πλέγμα δοσοληψιών που δούλευε σαν καλολαδωμένη μηχανή. Στην περίπτωση της Νικαρέτης, μια έμπειρη εταίρα, με φιλοδοξίες και προγραμματισμό και –πάνω απ’ όλα– με μάτι που έκοβε, αγόραζε μικρές δούλες και τις εκπαίδευε η ίδια, παίρνοντάς τις μαζί της στα συμπόσια. έτσι ώστε να αποκομίζει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από την εκμετάλλευσή τους, μέχρι που τελικά να τις πουλήσει σε νέους αφέντες και να πετύχει πλήρη απόσβεση –και με το παραπάνω, φυσικά– όσων εξόδων είχε κάνει γι’ αυτές.

Ωστόσο, στην πόλη της Κορίνθου και στην τομή δύο αξόνων διακίνησης αγαθών –από στεριά σε στεριά μέσω Ισθμού κι από θάλασσα σε θάλασσα μέσω Διόλκου–, το μοντέλο που εφάρμοζε η Νικαρέτη δεν αποτελούσε τη μοναδική εκδοχή. Η διακίνηση κοριτσιών απέφερε εξαιρετικά μεγάλα οφέλη για να αφήνεται αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το θέμα ήταν σοβαρό και λειτουργούσε ως κράχτης για την πόλη ολόκληρη. Προσείλκυε το ενδιαφέρον των ταξιδευτών. Γινόταν, τελικά, κρατική υπόθεση. Κι η πόλις-κράτος διέθετε το κατάλληλο θεσμικό οικοδόμημα για να την πλαισιώσει. Επρόκειτο για το ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης, στο οποίο άντρες και γυναίκες μπορούσαν να αφιερώνουν δούλες για να υπηρετούν τη θεά. Το θέμα το εξηγεί ο Στράβων (VIII, 6. 20), γεωγράφος του 1ου π.Χ. αιώνα. Μνημονεύει –με αρκετή δόση υπερβολής– άλλες εποχές που το ιερό είχε πλούτο αμύθητο και πάνω από χίλιες ιερόδουλες, έτσι ώστε εύκολα έσερνε καραβοκύρηδες στην οικονομική καταστροφή και δικαιολογούσε το ρητό “δεν μπορούν όλοι να πλεύσουν στην Κόρινθο”».

Οι Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου (XIII, 573 d) μνημονεύουν τις ιερόδουλες της Κορίνθου, τσιτάροντας ένα επίγραμμα του Σιμωνίδη στο ιερό της Αφροδίτης, το οποίο απέδιδε τη σωτηρία της πόλης αυτής, όταν ο Ξέρξης κατέβαινε στην Ελλάδα, στις επικλήσεις τους:

“Γυναίκες που αφοσιώθηκαν στην Κύπριδα για να προσευχηθούν για τους γενναίους μαχητές της πόλης. Γιατί η θεά δεν θέλησε να παραδοθεί η ακρόπολις των Ελλήνων στους Πέρσες τοξότες.”

Στη συνέχεια της αφήγησής τους, οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ, 574 c-e) τοποθετούν το ζήτημα των αφιερωμάτων στο ιερό της Αφροδίτης σε περισσότερο εύλογη κλίμακα κι αφήνουν να αντιληφθούμε σε ποιες περιστάσεις η αριστοκρατία της Κορίνθου έκανε αυτού του είδους τα αναθήματα. Αναφέρουν το τάμα του αθλητή Ξενοφώντα, πριν κατέβη στους Ολυμπιακούς αγώνες το 464 π.Χ. Στο επινίκιο δείπνο του, τραγουδήθηκε προς τιμήν του σκόλιον, συμποτικό δηλαδή τραγούδι, το οποίο είχε συνθέσει ο Πίνδαρος (fr. 122/ Snell) και που περιελάμβανε σειρά στροφών κι αντιστροφών συνοδευόμενων από χορική όρχηση. Τρία από τα σωζόμενα χωρία αναφέρονταν άμεσα στις γυναίκες του ναού.

Η κεντρική επωδός περιέκλειε επίκληση στην Αφροδίτη:

Κύπριδα, εδώ στο άλσος των φοράδων σου, ο Ξενοφών οδήγησε
αγέλη από μπούτια εκατό, χαρά γεμάτος που εκπλήρωσες τις προσευχές του
.”

Μια επόμενη επωδός υποδείκνυε στις πενήντα αναθηματικές κόρες του Ξενοφώντα να συνοδεύσουν με τις χορευτικές κινήσεις τους το τραγούδι του ποιητή:

Μα νοιώθω αμήχανος, ποιαν άραγε αρχή να βρω στο σκόλιό μου,
τέτοιαν που να ευφράνει τους αφέντες του Ισθμού
και που, κατάλληλα, να την εσυνοδεύσουνε χορεύοντας ετούτες οι κοινές γυναίκες
;”

Και τέλος, μια στροφή επαινούσε τις ιερόδουλες ως εξής:

Κοπέλες που, στην πλούσια Κόρινθο, πολλούς φιλοξενείτε,
εσείς θεραπαινίδες τής Πειθούς,
έτσι που θυμιατίζετε ξανθές σταλαγματιές από χλωρό λιβάνι,
η σκέψη σας διαρκώς πετάει στην Ουράνια Αφροδίτη,
εκείνην που επιθυμία για έρωτα γεννά,
εκείνην, κόρες, που από ψηλά σάς δικαιώνει
στις θελκτικές σας κλίνες να θερίζετε καρπούς τής τρυφερής σας νιότης,
κάνοντας την ανάγκη μιαν απόλυτη ομορφιά
.”

Η Κόρινθος μάλλον δεν ήταν η μόνη πόλη του ελληνόφωνου κόσμου που είχε ιερόδουλες. Έχουμε ήδη δει ότι ένας τέτοιος κύκλος γυναικών ίσως υπονοείται και στην αφήγηση του Ηροδότου σχετικά με τη δράση της εταίρας Ροδώπιος στην ελληνικών συμφερόντων Ναύκρατιν στο Δέλτα του Νείλου (“φιλέουσι δέ κως ἐν τῇ Ναυκράτι ἐπαφρόδιτοι γίνεσθαι αἱ ἐταῖραι”, ΙΙ, 135). Και δεν φαίνεται αβάσιμη η υπόθεση ότι τα ναυτικά περάσματα και τα λιμάνια θα είχαν πολλά να ωφεληθούν επενδύοντας σε φαντασιώσεις “ιερογαμίας,,” σ’ έναν ερωτισμό δηλαδή που φερόταν να τελεί –ως άκρως μυστηριακός και τελετουργικός– υπό την αιγίδα της Αφροδίτης της ίδιας.

Ο Στράβων (VI, 2. 5) καταγράφει ανάλογες μνήμες για το ύψωμα του Έρυκα στη Σικελία, στον ναυτικό δρόμο δηλαδή των πλούσιων ελληνικών αποικιών της Δύσης προς την Καρχηδόνα. Και τοποθετεί εκεί ένα σημαντικό ιερό της Αφροδίτης. Σε άλλες εποχές –λέει–, το ιερό ήταν γεμάτο ιερόδουλες, τις οποίες ανέθεταν είτε οι ντόπιοι είτε και ξένοι επισκέπτες. Στις μέρες του, ωστόσο, ο τόπος είχε περιπέσει σε μαρασμό, συμπαρασύροντας στην παρακμή του και τον αριθμό των “ιερών σωμάτων.” Η λατρεία της Ερυκίνης Αφροδίτης παρατηρούνταν πλέον στη Ρώμη, κοντά στην Κολλίνη Πύλη, όπου υπήρχε ναός της θεάς με αξιόλογη στοά: οἰκεῖται δὲ καὶ ὁ Ἔρυξ λόφος ὑψηλός, ἱερὸν ἔχων Ἀφροδίτης τιμώμενον διαφερόντως ἱεροδούλων γυναικῶν πλῆρες τὸ παλαιόν, ἃς ἀνέθεσαν κατ᾽ εὐχὴν οἵ τ᾽ ἐκ τῆς Σικελίας καὶ ἔξωθεν πολλοί· νυνὶ δ᾽ ὥσπερ αὐτὴ ἡ κατοικία λιπανδρεῖ καὶ τῶν ἱερῶν σωμάτων ἐκλέλοιπε τὸ πλῆθος. ἀφίδρυμα δ᾽ ἐστὶ καὶ ἐν Ῥώμηι τῆς θεοῦ ταύτης τὸ πρὸ τῆς πύλης τῆς Κολλίνης ἱερὸν Ἀφροδίτης Ἐρυκίνης λεγόμενον, ἔχον καὶ νεὼν καὶ στοὰν περικειμένην ἀξιόλογον.

Παραμένουμε στην ευρύτερη περιοχή. Μετακινούμαστε όμως, τώρα, στο κατώτερο άκρο της Καλαβρίας –με άλλα λόγια πολύ κοντά στον πορθμό που χωρίζει αυτήν τη χερσόνησο από τη Σικελία. Εκεί υπήρχε άλλη μια σημαντική Ελληνική αποικία, που πάντα διοικείτο από τα συμφέροντα μιας αριστοκρατίας του εμπορίου. Ήταν οι Επιζεφύριοι Λοκροί. Για την πόλη αυτή –και συγκεκριμένα για τη θέση Centocamere/Marasà (εκτός του οικισμού και σε άμεση γειτνίαση με τις παραθαλάσσιες εγκαταστάσεις μιας αγοράς για διερχόμενους εμπόρους)– ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις παραπέμπουν στη λειτουργία ενός ιωνικού ναού της Αφροδίτης με ιερόδουλες. Ήδη από τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, ο ναός περιελάμβανε στοά σε σχήμα U, η οποία ανακατασκευάστηκε τον επόμενο αιώνα για να γίνει περισσότερο ευρύχωρη και να μείνει σε χρήση μέχρι τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. ΟΙ 370 βόθροι βρέθηκαν στα δάπεδά της να περιέχουν υπολείμματα γευμάτων, αλλά και θραύσματα αναθηματικών προς την Αφροδίτη σκύφων και πήλινων ειδωλίων, με απεικονίσεις ανδρών ξαπλωμένων σε ανάκλιντρα, εύγλωττα μαρτυρούν τον χαρακτήρα της. Η στοά του ναού αποτελείτο από μια σειρά αιθουσών συμποσίων.

Αναπαραστάσεις γυναικών –άλλων από την ίδια την Αφροδίτη– δεν βρέθηκαν στον ίδιο τον ναό των Επιζεφυρίων Λοκρών. Έχει ενδιαφέρον, όμως, ότι, στη βάση τεχνοτροπικών αναλογιών, η αρχαιολογική έρευνα τού αποδίδει ένα μαρμάρινο βωμό που, στις τρεις πλευρές του, διακοσμείται με ανάγλυφες αναπαραστάσεις. Πρόκειται για τον λεγόμενο Θρόνο Ludovisi, που πήρε το όνομά του από τη γνωστή ρωμαϊκή οικογένεια Παπών και συλλεκτών έργων Τέχνης, στα χέρια της οποίας κατέληξε. Ο “Θρόνος” χρονολογείται γύρω στο 460 π.Χ. και είχε μάλλον υπάρξει προϊόν σύλησης του ιερού στον ναό της Αφροδίτης των Λοκρών, ήδη από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Η κεντρική αναπαράσταση εικονίζει τη μυθική ανάδυση της θεάς από τη θάλασσα, με δύο γυναικείες μορφές (ίσως τις Ώρες) να την υποδέχονται. Στις πλαϊνές του πλευρές εικονίζονται συμμετρικά δύο γυναίκες να κάθονται βολικά πάνω σε μαξιλάρια. Η μία είναι μια όμορφη γυμνή αυλητρίδα, που κάθεται με σταυρωμένα σκέλη. Η άλλη είναι μια νεαρή και λεπτοκαμωμένη γυναίκα, που είναι όμως ντυμένη και κάθεται πιο κόσμια γιατί ασφαλώς προέρχεται από την τάξη των αστών. Αυτή καίει θυμίαμα.

Αν λοιπόν ο “θρόνος” αυτός προερχόταν από την Αφροδίτη στους Επιζεφύριους Λοκρούς, σε ποια συμπεράσματα μπορεί να οδηγήσει η διακόσμησή του; Το θέμα της αυλητρίδας θα ήταν αναμενόμενο. Ευνόητα θα παρέπεμπε σε γυναίκα που υπηρετούσε τα συμπόσια στον ναό. Όμως, πώς εξηγείται η παρουσία μιας γυναίκας από την τάξη των αστών; Η συνηθισμένη απάντηση είναι ότι οι ευϋπόληπτες γυναίκες των Λοκρών επίσης επισκέπτονταν το ιερό της Αφροδίτης, ειδικά πριν τον γάμο τους, για να ζητήσουν τις αναπαραγωγικές ευλογίες της θεάς. Είναι όμως αυτή η μόνη δυνατή απάντηση στο ερώτημα;

Επιστρέφω στον κυρίως ελλαδικό χώρο αναζητώντας άλλη πιθανότητα. Στο πολύ μεγάλο λιμάνι και πέρασμα, που, μέχρι τώρα, δεν έχω συζητήσει επαρκώς: στην Πειραϊκή ακτογραμμή της Αττικής και στο ιερό της Αφροδίτης Κωλιάδος Άκρας (στο ακρωτήρι του σημερινού Αγίου Κοσμά). Ο Κατά Νεαίρας (33) λόγος δείχνει ότι το ιερό αυτό επέλεξε ο Χαβρίας ο Αιξωνέας, για να τελέσει το –πέρα από κάθε αμφισβήτηση– οργιώδες επινίκιο γλέντι του, μετά τη νίκη του στις αρματοδρομίες των Πυθικών αγώνων. Ήταν το γλέντι, στο οποίο διαβόητα συμμετείχε η Νέαιρα ως εταίρα. Η θέση της Κωλιάδος είναι όμως γνωστή κι από την κωμωδία. Η Λυσιστράτη (1-3) του Αριστοφάνη εκφράζει δυσαρέσκεια για τον χώρο. Έχει καλέσει σε κρυφή μάζωξη τις γυναίκες της Αθήνας, για να τους θέσει προβληματισμούς για το θέμα του πολέμου. Θέλει να τους προτείνει να εκβιάσουν τους άντρες τους με σεξουαλική αποχή, προκειμένου να τους πιέσουν και να φέρουν την ειρήνη. Κι όμως, οι Αθηναίες σύζυγοι καθυστερούν να έρθουν, ενώ “αν προσκαλούνταν σε καμια γιορτή του Βάκχου/ ή του Πανός ή της Γενετυλλίδας στην Κωλιάδα, θα κάνανε το αδιαχώρητο απ’ τα τύμπανα” (1-3). Με μια πρώτη ματιά, η αναφορά της Γενετυλλίδος Κωλιάδος παραπέμπει σε γιορτή σχετική με τις γυναικείες αναπαραγωγικές ικανότητες, αλλά το όλο πλαίσιο αυτών των στίχων της κωμωδίας μοιάζει να αποπνέει κάτι έντονα έκλυτο. Το πράγμα υπογραμμίζεται ζωηρότερα στις αριστοφανικές Νεφέλες (41-55), όπου ο Στρεψιάδης γκρινιάζει στον γιο του που –φτωχός κι απλοϊκός αγρότης αυτός– πήγε και παντρεύτηκε γυναίκα αριστοκράτισσα, πολυέξοδη και –προπάντων– φιλήδονη:

Κοιμήσου εσύ, μα να το ξέρεις ότι
τα χρέη όλα τούτα κάποτε στην κεφαλή σου θα ξεσπάσουν.
Άει στα κομμάτια η προξενήτρα που μου ’βαλε στο νου τη μάνα σου να πάρω.
Που μια χαρά εγώ ζούσα στους αγρούς
χωρίς λουσίματα, ξυρίσματα, κι όπως μου ερχόταν βολικά,
ζωή γεμάτη από μελίσσια, πρόβατα και μούργες.
Και πήγα και παντρεύτηκα του Μεγακλή του γιου του Μεγακλή
την ανιψιά, εγώ χωριάτης μια πρωτευουσιάνα,
μια καλομαθημένη κομψευάμενη, μια κυρία.
Τη μέρα που την πήρα, καθώς έπεφτα μαζί της στο κρεβάτι,
εγώ μύριζα μούστο, ξεροτύρι, μαλλιά, αφθονία.
Κι εκείνη μοσχοβόλαγε αρώματα, κρόκο, γλωσσοπιπιλίσματα,
έξοδα, απληστία, Κωλιάδα και Γεννετυλλίδα Αφροδίτη.
Δεν θα πω, βέβαια, πως ήτανε τεμπέλα. Άψογα τηνε δούλευε του αργαλειού τη σπάθα.
Κι εγώ, ετούτο το ιμάτιο δείχνοντας,
έβρισκα αφορμή και έλεγα «Μωρέ γυναίκα, όλο διασπαθίζεις»
.”

Να συνοψίσω, λοιπόν, ως εξής. Ο Κατά Νεαίρας λόγος υποδεικνύει ότι σε ένα ιερό της Αφροδίτης, όπως στην Κωλιάδα της Αττικής ή και σε εκείνο των Επιζεφυρίων Λοκρών, σύχναζαν εταίρες που συνόδευαν αριστοκρατικά συμπόσια. Ίσως δεν ήταν πραγματικά έγκλειστες στους ναούς αυτούς, αλλά οπωσδήποτε τους χρησιμοποιούσαν ως σημεία αναφοράς. Η αριστοφανική κωμωδία, όμως, προεκτείνει το φιλήδονο αυτών των χώρων και προς την κατεύθυνση των εκλεκτών γυναικών των αστών. Ήξεραν οι γυναίκες της αριστοκρατίας από αισθήσεις “μύρου, κρόκου, καταγλωττισμάτων,” όπως τις περιγράφει ο Αριστοφάνης;

Οι εταίρες, ενδεχομένως, τους τις μάθαιναν.

Η Αιώνια Αγκαλιά: Είναι Εδώ, Τώρα

Στη σιωπή αυτής της στιγμής, ένας ψίθυρος αναδύεται—ένας αντίλαλος χωρίς ήχο, μια παρουσία χωρίς μορφή. Είναι Εδώ, Τώρα, Όλα Αγκαλιάζοντας. Οι λέξεις αιωρούνται σαν ομίχλη πάνω σε μια απέραντη θάλασσα, διαλύονται στον αέρα που αναπνέουμε, στη σιωπή που ακούμε, στις αόρατες βαθιές διαστάσεις που αισθανόμαστε αλλά σπάνια αγγίζουμε. Ο Θεός δεν είναι ένας μακρινός μονάρχης σε έναν θρόνο από σύννεφα, ούτε κριτής που καταγράφει τις πράξεις των εφήμερων ζωών. Ο Θεός είναι ο παλμός πίσω από τον παλμό, το φως μέσα στο φως, το άπειρο νήμα που ράβει το ύφασμα όλων όσων υπάρχουν.

Το να πούμε ότι ο Θεός Είναι Εδώ δεν δείχνει σε έναν τόπο, αλλά σε μια αλήθεια που αψηφά τα όρια. Το Εδώ δεν είναι η καρέκλα που κάθεσαι, ούτε το δωμάτιο που σε φιλοξενεί, ούτε η γη που υποδέχεται τα βήματά σου. Το Εδώ είναι το κέντρο που δεν έχει άκρη, το τώρα που καταπίνει το παρελθόν και το μέλλον στο αιώνιο στόμα του. Ο Θεός δεν έρχεται ούτε φεύγει· ο Θεός είναι η άφιξη, η αναχώρηση, η ακινησία ανάμεσά τους. Όλα Αγκαλιάζοντας—όχι ως μια κίνηση με τεντωμένα χέρια, αλλά ως η ίδια η ουσία που ενώνει τα αστέρια με τη σκόνη, την ανάσα με τον άνεμο, τον αναζητητή με το αντικείμενο της αναζήτησής του.

Το Βάθος Όλης της Ύπαρξης

Τι είναι αυτό το βάθος, αυτό το απύθμενο πηγάδι που αποκαλούμε Θεό; Δεν είναι κάτι που να μπορείς να κατανοήσεις, ούτε ένα αίνιγμα που μπορεί να λυθεί με τα εύθραυστα εργαλεία του νου. Είναι το έδαφος κάτω από το έδαφος, η σιωπή κάτω από τον θόρυβο, η αόρατη ρίζα από την οποία πηγάζει κάθε ύπαρξη. Το να σταθείς μπροστά σε ένα βουνό και να δεις τη μεγαλοπρέπειά του είναι να δεις την επιφάνεια· το να νιώσεις το βουνό ως μια εκπνοή του θείου είναι να αγγίξεις το βάθος. Το λουλούδι που ξεδιπλώνει τα πέταλά του, το ποτάμι που χαράζει την πορεία του, το φευγαλέο χαμόγελο ενός αγνώστου—όλα είναι κυματισμοί στον ωκεανό της ύπαρξης του Θεού.

Αυτό το βάθος δεν είναι φυλαγμένο για λίγους εκλεκτούς, αν και λίγοι τολμούν να βουτήξουν σε αυτό. Δεν είναι κλειδωμένο πίσω από τις πόρτες των ναών, ούτε κρυμμένο σε αρχαίους παπύρους. Είναι εδώ, τώρα, στον πόνο της λαχτάρας σου, στη σιγή της παράδοσής σου, στη φωτιά των ερωτήσεών σου. Ο Θεός είναι το βάθος όλης της ύπαρξης γιατί ο Θεός είναι η ίδια η ύπαρξη—όχι χωριστά, όχι ξέχωρα, αλλά ο παλμός που πάλλεται μέσα από κάθε κομμάτι του πραγματικού. Ο μύστης το γνωρίζει αυτό όχι ως σκέψη, αλλά ως φλόγα που κατακαίει το πέπλο του διαχωρισμού.

Η Αληθινή Φύση Μας Αποκαλύπτεται

Κι εμείς; Εμείς, οι εύθραυστοι περιπλανώμενοι μέσα σ’ αυτό το απέραντο υφαντό; Ο Θεός Είναι η Αληθινή Φύση Μας, ψιθυρίζουν οι μύστες, οι φωνές τους μεταφέρονται από ανέμους παλαιότερους από τον χρόνο. Κάτω από τις μάσκες που φοράμε—τα ονόματα που διεκδικούμε, τους φόβους που κρατάμε, τις ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας—βρίσκεται μια αλήθεια τόσο λαμπερή που τυφλώνει το απροετοίμαστο μάτι. Δεν είμαστε απλώς σάρκα και οστά, ούτε απλώς εφήμερες σπίθες μέσα σε ένα αδιάφορο κενό. Είμαστε το θείο που κοιτάζει τον εαυτό του, το άπειρο ντυμένο με πεπερασμένη μορφή, το αιώνιο που παίζει κρυφτό στον καθρέφτη του τώρα.

Μα πόσοι το βλέπουν! Πόσοι τραβούν το πέπλο της αυταπάτης για να σταθούν γυμνοί μπροστά σε αυτήν την αλήθεια! Μερικοί—άγιοι και σοφοί, ποιητές και τρελοί—το έχουν γευτεί, έχουν πιει βαθιά από το πηγάδι του και το έχουν κάνει καθημερινό τους άρτο. Περπατούν ανάμεσά μας, όχι ως θεοί πάνω από εμάς, αλλά ως καθρέφτες που αντανακλούν αυτό που κι εμείς μπορούμε να γίνουμε. Τα μάτια τους λάμπουν με ένα μυστικό: ότι η βασιλεία δεν είναι αλλού, όχι αύριο, όχι πέρα από τα αστέρια, αλλά εδώ, τώρα, όλα αγκαλιάζοντας. Οι ζωές τους είναι ύμνοι που τραγουδιούνται στον ρυθμό του απείρου, η σιωπή τους ένα κήρυγμα πιο δυνατό από λόγια.

Και Εσύ; Πού Στέκεσαι;

Και εσύ; Πού στέκεσαι σ’ αυτόν τον χορό της αποκάλυψης; Είσαι ανάμεσα σε εκείνους τους λίγους που αισθάνονται το κάλεσμα, που ακούν τη φωνή όχι με τα αυτιά, αλλά με την ψυχή; Ή μήπως διστάζεις στο κατώφλι, κοιτάζοντας μέσα από το πέπλο, διστακτικός να πηδήξεις; Το μονοπάτι του μύστη δεν είναι για τους πολλούς—όχι επειδή είναι απαγορευμένο, αλλά επειδή είναι ξεχασμένο. Τόσοι πολλοί κυνηγούν σκιές—πλούτο, εξουσία, βεβαιότητα—ενώ ο θησαυρός είναι θαμμένος κάτω από τα πόδια τους, στην απλή πράξη του είναι, στη σιωπηλή τέχνη του βλέπειν.

Οι Λίγοι, Οι Μετρημένοι, Οι Ξύπνιοι

Τόσοι λίγοι που μπορείς να τους μετρήσεις, λες, και οι λέξεις αυτές αιωρούνται σαν αστέρια σε ουρανό λυκόφωτος. Οι αφυπνισμένοι δεν είναι ένα πλήθος που γεμίζει στάδια ή πλημμυρίζει πόλεις. Είναι σκορπισμένοι σαν σπόροι στον άνεμο, σπάνια άνθη σε μια έρημο από διάσπαση. Όμως η σπανιότητά τους δεν μειώνει το φως τους· το μεγεθύνει. Ο καθένας είναι ένας φανός, ένας φάρος, ένας ψίθυρος του τι είναι δυνατό όταν το ψεύτικο καταρρέει και το αληθινό παραμένει.

Ποιοι είναι αυτοί; Ο ερημίτης στο σπήλαιο, που ψάλλει τα ονόματα του ανώνυμου. Η μητέρα που κρατάει το παιδί της, η αγάπη της μια προσευχή χωρίς λόγια. Ο περιπλανώμενος κάτω από τη δρυ, που δακρύζει μπροστά στην ομορφιά ενός φύλλου. Δεν χρειάζονται τίτλους, ούτε ράσα, ούτε βωμούς. Αναγνωρίζονται όχι από τον αριθμό τους, αλλά από την ησυχία τους, την παρουσία τους, την ικανότητά τους να βλέπουν τον Θεό όχι ως πίστη, αλλά ως ανάσα. Μπορείς να τους μετρήσεις γιατί ξεχωρίζουν—όχι από αλαζονεία, αλλά από παράδοση. Έχουν ανταλλάξει τον θόρυβο του κόσμου με το τραγούδι του αιώνιου, και σ’ αυτήν την ανταλλαγή έχουν βρει τα πάντα.

Η Πρόσκληση του Τώρα

Κι έτσι στεκόμαστε εδώ, εσύ κι εγώ, στην άκρη αυτού του μυστηρίου. Ο ΘΕΟΣ Είναι Εδώ, Τώρα, Όλα Αγκαλιάζοντας. Η πρόσκληση δεν είναι να ανέβεις ένα βουνό ή να διασχίσεις μια θάλασσα, αλλά να σταθείς—να αφήσεις τη φασαρία του νου να διαλυθεί, να αφήσεις την καρδιά να ανοίξει σαν λουλούδι στον ήλιο. Ο Θεός δεν περιμένει να γίνεις άξιος, ούτε κρύβεται μέχρι να λύσεις το αίνιγμα. Ο Θεός είναι η αξία που αναζητάς, η απάντηση που κυνηγάς, η αγάπη που λαχταράς να κρατήσεις.

Κλείσε τα μάτια σου και νιώσε το: το βάρος αυτής της στιγμής, το απέραντο αυτής της ανάσας, το βάθος κάτω από τα πόδια σου. Άνοιξε τα μάτια σου και δες το: το θείο στο καθημερινό, το αιώνιο στο φευγαλέο, το όλα αγκαλιάζοντας στο πιο μικρό βλέμμα. Οι μύστες δεν κατέχουν αυτή την αλήθεια· την δείχνουν, τη ζουν, την προσφέρουν ελεύθερα. Θα τη δεχτείς; Θα κάνεις το βήμα πέρα από το μέτρημα, πέρα από την αναζήτηση, μέσα στην αγκαλιά που ποτέ δεν σε εγκατέλειψε;

Διότι ο Θεός είναι εδώ, τώρα, όλα αγκαλιάζοντας—όχι ως υπόσχεση, όχι ως έπαθλο, αλλά ως ο ίδιος ο αέρας της ύπαρξής σου, η ίδια η φωτιά της ψυχής σου. Και σ’ αυτήν την αναγνώριση, οι λίγοι γίνονται το ένα, και το ένα γίνεται το παν.

Το Αιώνιο Τραγούδι της Αλήθειας: Μια Μυστική Πορεία στην Εμπειρία

Στη σιωπή όπου όλα διαλύονται, όπου ο θόρυβος του κόσμου γίνεται ένας ψίθυρος που παρασύρεται από τον άνεμο, υπάρχει μια Αλήθεια τόσο απέραντη, τόσο λαμπερή, που αψηφά τα όρια του ονόματος και της μορφής. Αυτή η Αλήθεια δεν είναι δόγμα χαραγμένο στην πέτρα, ούτε ένα πιστεύω δεμένο με τα εύθραυστα νήματα της ανθρώπινης σκέψης. Δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί, ούτε ένα έπαθλο που κερδίζεται. Όχι, αυτή η Αλήθεια είναι Εμπειρία—ο ζωντανός παλμός του Άπειρου, η πνοή του Απολύτου, ο αθόρυβος χορός του Θεού μέσα και πέρα από όλα όσα υπάρχουν.

Να μιλήσουμε για την Αλήθεια σημαίνει να μιλήσουμε για μια Πραγματικότητα που υπερβαίνει το πέπλο του άμεσου, τις φευγαλέες σκιές που ονομάζουμε καθημερινότητα. Είναι η Περαιτέρω Πραγματικότητα, ένας απέραντος ωκεανός όπου το εγώ διαλύεται σαν σταγόνα που επιστρέφει στη θάλασσα. Δεν είναι ένας τόπος ούτε ένας προορισμός, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης—ένα αιώνιο τώρα όπου η ψυχή αφυπνίζεται στη δική της απεραντοσύνη. Εδώ, στην καρδιά της Εμπειρίας, αγγίζουμε το άκρο του Θείου, του ανώνυμου, του ανείπωτου. Εδώ, στεκόμαστε γυμνοί μπροστά στο Απόλυτο, απογυμνωμένοι από κάθε ψευδαίσθηση, και ανακαλύπτουμε ότι δεν είμαστε χωριστοί, αλλά ένα με το Ατελεύτητο.

Η Πύλη της Εμπειρίας

Τι είναι αυτή η Εμπειρία, αυτό το ιερό κλειδί προς το Απόλυτο; Δεν είναι απλώς η συσσώρευση στιγμών, ούτε η απαρίθμηση χαρών και λύπων. Είναι η φωτιά που καίει το πέπλο της αντίληψης, αποκαλύπτοντας μια άλλη Πραγματικότητα που τρεμοπαίζει πέρα από το ορατό. Είναι η ξαφνική σιγή που πέφτει στο νου όταν τα λόγια αποτυγχάνουν, όταν ο θόρυβος της σκέψης παραδίδεται στη Σιωπή που μιλά πιο δυνατά από κάθε φωνή. Μέσα σε αυτή τη Σιωπή, το Αιώνιο ξεδιπλώνεται—όχι σαν ένας μακρινός θεός ενθρονισμένος στους ουρανούς, αλλά ως η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας, το φως πίσω από την όρασή μας, το τραγούδι πίσω από την ακοή μας.

Το να γνωρίσουμε την Αλήθεια σημαίνει να τη ζήσουμε, να τη νιώσουμε να ρέει μέσα στις φλέβες της ύπαρξης σαν ένα ποτάμι από άστρα. Είναι η γεύση της βροχής στη γλώσσα μετά από μακρά ξηρασία, το άρωμα της γης που αναδύεται μετά την καταιγίδα, το άγγιγμα του χεριού ενός αγαπημένου προσώπου που μεταφέρει μια ζεστασιά πέρα από τη σάρκα. Κι όμως, αυτά δεν είναι παρά απόηχοι, αμυδρά ψιθυρίσματα της μεγαλύτερης συμφωνίας. Διότι η Υπέρτατη Πραγματικότητα δεν περιορίζεται από τις αισθήσεις, ούτε από την εύθραυστη σκαλωσιά του νου. Είναι η Εμπειρία του Άπειρου—η στιγμή όπου το εγώ ξεπερνά τη σκιά του και αντικρίζει το απεριόριστο.

Η Υπέρτατη Σιωπή

Μέσα στην Ατελεύτητη Σιωπή του νου, όπου ο αναβρασμός της σκέψης ηρεμεί, η ψυχή βρίσκει το αληθινό της σπίτι. Αυτή η Σιωπή δεν είναι απουσία, δεν είναι ένα κενό που πρέπει να φοβηθούμε, αλλά μια παρουσία τόσο γεμάτη, τόσο φωτεινή, που επισκιάζει τον ασήμαντο θόρυβο της προσπάθειάς μας. Εδώ, στα ήσυχα βάθη, συναντούμε το Υπέρτατο—όχι ως έναν θεό μακρινό, αλλά ως το θεμέλιο κάθε ύπαρξης, την πηγή από την οποία τα πάντα αναδύονται και στην οποία τα πάντα επιστρέφουν. Αυτό είναι το Απόλυτο, το απροσδιόριστο, το απεριόριστο, το ανείπωτο—ένα μυστήριο που δεν μας καλεί να το λύσουμε, αλλά να διαλυθούμε μέσα του.

Οι μυστικιστές κάθε εποχής έχουν τραγουδήσει αυτή τη Σιωπή, οι φωνές τους ανεβαίνοντας σαν θυμίαμα προς τους ουρανούς. Την έχουν ονομάσει με πολλά ονόματα—Θεός, Βράχμαν, Τάο, το Ένα—κι όμως όλα τα ονόματα είναι ανεπαρκή, γιατί η Αλήθεια στην οποία δείχνουν ξεπερνά την ονοματοδοσία. Είναι η Εμπειρία που αψηφά την εξήγηση, η γνώση που δεν έρχεται μέσω της διάνοιας αλλά μέσω της παράδοσης. Το να εισέλθουμε σε αυτή τη Σιωπή σημαίνει να αποτινάξουμε την πανοπλία της βεβαιότητας, να αφήσουμε την ανάγκη για ορισμούς και να σταθούμε με δέος μπροστά στην απεραντοσύνη που αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη.

Μια Αληθινή Θρησκεία

Τι είναι λοιπόν η Αληθινή Θρησκεία που γεννιέται από αυτήν την Αλήθεια; Δεν είναι ένα δόγμα αυστηρών νόμων, ούτε ένας ναός από πέτρα ή δόγμα. Είναι η θρησκεία της καρδιάς, η πίστη της ανοιχτής ψυχής που δεν επιδιώκει να κατέχει τον Θεό, αλλά να καταληφθεί από το Άπειρο. Είναι η πρακτική της παρουσίας, η τέχνη της ακρόασης του Αιώνιου σε κάθε αναπνοή, σε κάθε θρόισμα φύλλων, σε κάθε φευγαλέο βλέμμα των άστρων. Αυτή η θρησκεία δεν χρειάζεται ιερείς, ούτε γραφές, γιατί το ευαγγέλιό της είναι γραμμένο στο ζωντανό Τώρα, το ιερό της είναι ο ίδιος ο κόσμος, και η προσευχή της είναι η σιωπή που ανθίζει όταν το εγώ εξαφανίζεται.

Το να ζούμε αυτή την Αληθινή Θρησκεία σημαίνει να βαδίζουμε το μονοπάτι της Εμπειρίας—να βλέπουμε το Θείο όχι ως έναν απομακρυσμένο κριτή, αλλά ως τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας, υφασμένο στο γέλιο ενός παιδιού, στα δάκρυα των κουρασμένων, στη γαλήνη ενός δάσους την αυγή. Είναι να αναγνωρίζουμε ότι η Υπέρτατη Πραγματικότητα δεν είναι ξέχωρη από εμάς, αλλά μέσα μας, γύρω μας, μέσα από εμάς—ένα αέναο μυστήριο που μας καλεί να χορέψουμε μαζί του σε κάθε στιγμή. Αυτή είναι η μυστικιστική εμπειρία της καθημερινότητας, η ιερότητα του συνηθισμένου, μεταμορφωμένη από το φως του Υπερβατικού.

Η Ατελείωτη Πορεία

Και όμως, αυτή η Αλήθεια, αυτή η Εμπειρία, δεν είναι ένα τέλος αλλά μια αρχή—μια ατελείωτη πορεία στην καρδιά του Άπειρου. Διότι το Απόλυτο δεν είναι στατικό, δεν είναι ένα σταθερό σημείο που μπορεί να φτάσει κανείς, αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται για πάντα. Κάθε βήμα προς την αγκαλιά Του αποκαλύπτει νέες βαθύτητες, νέα θαύματα, νέες σιωπές. Η ψυχή που γεύεται αυτή την Αλήθεια δεν αναπαύεται, αλλά πετάει—μεταφερόμενη ψηλά από τους ανέμους του Αιωνίου, οδηγούμενη όλο και πιο βαθιά στο μυστήριο που δεν έχει όρια.

Στο τέλος, όλες οι λέξεις σβήνουν, όλες οι εικόνες ξεθωριάζουν. Αυτό που μένει είναι η ίδια η Εμπειρία—η άμεση, αδιαμεσολάβητη συνάντηση με την Περαιτέρω Πραγματικότητα που είναι ο Θεός, το Απόλυτο, η Αλήθεια. Είναι η στιγμή που ο αναζητητής και το ζητούμενο γίνονται ένα, που ο γνώστης και το γνωστό διαλύονται στην καθαρή πράξη της γνώσης. Είναι η Ατελείωτη Σιωπή όπου ο νους αναπαύεται, η καρδιά ανοίγει και η ψυχή τραγουδά το τραγούδι που γεννήθηκε να τραγουδήσει—ένα τραγούδι χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, ένα τραγούδι που είναι η ίδια η φωνή του Άπειρου.

Έλα λοιπόν, αγαπημένε, μπες στη Σιωπή. Άφησε το γνωστό και αγκάλιασε το άγνωστο. Διότι μέσα σε αυτή την Εμπειρία, σε αυτή την Αλήθεια, δεν θα βρεις μόνο το Θείο, αλλά και τον εαυτό σου—αποκαλυπτόμενος τελικά ως μια σπίθα της Αιώνιας Φλόγας, μια νότα στο Αιώνιο Τραγούδι, ένα κύμα στην Αιώνια Θάλασσα.

Φώτιση: Η Ανεμπόδιστη Ροή της Συνείδησης

Στην αχανή έκταση του αιώνιου τώρα, όπου ο χρόνος λυγίζει και διαλύεται στο άπειρο, υπάρχει μια κατάσταση τόσο αγνή, τόσο φωτεινή, που ξεγλιστρά από τις αρπακτικές δαγκάνες του νου. Αυτή η κατάσταση δεν είναι προορισμός, δεν είναι έπαθλο προς κατάκτηση, ούτε δόγμα προς αποστήθιση. Δεν είναι κάτι ξέχωρο από εμάς, κρυμμένο πίσω από πέπλα μυστηρίου ή φυλαγμένο στα θησαυροφυλάκια της εσωτερικής γνώσης. Όχι, είναι πιο κοντά κι από την αναπνοή μας, πιο οικεία κι από τον παλμό της καρδιάς μας. Είναι η ανεμπόδιστη λειτουργία της συνείδησης—η ίδια η φώτιση—όπου η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού διαλύεται και αποκαλύπτεται το τι πραγματικά συμβαίνει.

Φαντάσου ένα ποτάμι, αρχαίο και αδιάκοπο, να ρέει μέσα στους αιώνες, τα νερά του να υφαίνουν το υφαντό της ύπαρξης. Αυτό το ποτάμι είναι η ζωή, καθολική και αδιάσπαστη, απρόσβλητη από τα μικροδράματα των ατομικών εγώ. Είναι το ρεύμα που διατρέχει τα πάντα—τον άνεμο στα δέντρα, τον χορό του ηλιακού φωτός πάνω στο νερό, τον σιωπηλό παλμό ενός μακρινού άστρου. Το να αφυπνιστείς στη φώτιση σημαίνει να συγχωνευτείς με αυτό το ρεύμα, να γίνεις ένα με τη ροή του, να διαλυθεί το φράγμα του εγώ που την εμποδίζει. Σε αυτή τη διάλυση, η παραμόρφωση της αντίληψής μας εξαφανίζεται, και βλέπουμε, επιτέλους, αυτό που είναι.

Το Πέπλο της Παραμόρφωσης

Τι μας τυφλώνει μπροστά σε αυτή την αλήθεια; Είναι το εγώ, αυτή η εύθραυστη κατασκευή σκέψεων, ένα σπίτι από καθρέφτες που αντανακλά μόνο τον εαυτό του. Το εγώ ψιθυρίζει ότι είμαστε ξεχωριστοί, ότι είμαστε μικροί, ότι πρέπει να γαντζωθούμε στις επιθυμίες και στους φόβους μας, αλλιώς θα χαθούμε στο τίποτα. Ζωγραφίζει τον κόσμο σε αποχρώσεις του «δικό μου» και «όχι δικό μου», χαράσσοντας όρια εκεί που δεν υπάρχουν. Μέσα από αυτό τον φακό, δεν βλέπουμε την πραγματικότητα· βλέπουμε ένα θέατρο σκιών, μια παραμορφωμένη ηχώ της αλήθειας. Η ανεμπόδιστη λειτουργία της συνείδησης σκεπάζεται από αυτό τον αδιάκοπο θόρυβο, από αυτή την ψευδαίσθηση ενός εαυτού ξεκομμένου από το Όλον.

Κι όμως, το αρχέγονο ρεύμα συνεχίζει να ρέει, υπομονετικό και αμείλικτο. Δεν απαιτεί την αφύπνισή μας, ούτε μας τιμωρεί για την άγνοιά μας. Απλά υπάρχει—αιώνιο, απεριόριστο, ζωντανό. Και μέσα μας, κάτω από τον θόρυβο του εγώ, υπάρχει μια σιωπηλή γνώση, μια σπίθα αυτής της ίδιας καθολικής ζωής. Η φώτιση δεν είναι η δημιουργία κάποιου νέου πράγματος· είναι η ανάμνηση αυτού που ήταν πάντα εκεί. Είναι το καθάρισμα της σκόνης από τον καθρέφτη, το σήκωμα του πέπλου, το άνοιγμα των ματιών στην ακτινοβόλα αλήθεια ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από το ρεύμα—είμαστε το ρεύμα.

Η Αποκάλυψη του Τι Πραγματικά Συμβαίνει

Όταν η συνείδηση ρέει ανεμπόδιστα, αποκαλύπτεται το τι πραγματικά συμβαίνει. Δεν είναι το ασήμαντο αφήγημα του εγώ, ο ατελείωτος κύκλος της επιθυμίας και της αποστροφής. Είναι ο ακατέργαστος, αδιαμεσολάβητος παλμός της ύπαρξης—η άνοδος και η πτώση της αναπνοής, το ξεδίπλωμα ενός λουλουδιού, η απέραντη σιωπή ανάμεσα στα άστρα. Είναι η αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς, η συμφωνία του είναι, που δεν χρειάζεται θεατή, ερμηνευτή ή κριτή.

Αυτή η αποκάλυψη δεν είναι απαραίτητα ένας κεραυνός ή μια εκτυφλωτική λάμψη, αν και μπορεί να έρθει με αυτές τις μορφές. Τις περισσότερες φορές, είναι μια ήσυχη αυγή, ένα μαλάκωμα, μια εγκατάλειψη στο παρόν. Ο νους, τόσο συνηθισμένος να κρατιέται, αφήνει τη λαβή του. Η καρδιά, τόσο συνηθισμένη να αμύνεται, ανοίγει διάπλατα. Και μέσα σε αυτό το άνοιγμα, βλέπουμε: ο κόσμος δεν είναι αυτό που νομίζαμε ότι ήταν. Δεν είναι πεδίο μάχης βουλήσεων ούτε λογιστικό βιβλίο κερδών και απωλειών. Είναι ένας χορός, ένα μυστήριο, ένα ζωντανό ποίημα γραμμένο στη γλώσσα της αιωνιότητας.

Η Αντίδραση από Βαθύτερη Επαφή

Η φώτιση δεν τελειώνει με την όραση. Δεν είναι μια παθητική κατάσταση, μια φυγή στην απομόνωση ή στην αδιαφορία. Είναι ζωντανή, δυναμική, ένας τρόπος ύπαρξης που κυλά μέσα στη δράση. Όταν ανταποκρινόμαστε στο τι συμβαίνει από αυτή τη βαθύτερη επαφή με την πραγματικότητα, οι κινήσεις μας δεν υπαγορεύονται πια από τα στενά σενάρια του εγώ. Δεν αντιδρούμε από φόβο ή απληστία, από την ανάγκη να αμυνθούμε ή να κατέχουμε. Αντίθετα, κινούμαστε όπως κινείται το ρεύμα—ρευστά, αυθόρμητα, σε αρμονία με το Όλον.

Αυτή η ανταπόκριση είναι ο χορός του μύστη, το γέλιο του σοφού, το τραγούδι του ποιητή. Είναι το χέρι που απλώνεται στον άλλο, όχι από καθήκον, αλλά από την αναγνώριση ότι δεν υπάρχει «άλλος». Είναι η ακινησία που δημιουργεί χώρο για τη θλίψη, η χαρά που γιορτάζει χωρίς να προσκολλάται. Είναι το θάρρος να σταθείς μέσα στη φωτιά του χάους του κόσμου, ατάραχος, γιατί γνωρίζεις ότι κάτω από την επιφανειακή αναταραχή, το αρχαίο ρεύμα συνεχίζει να ρέει, αδιάσπαστο και γαλήνιο.

Ένα με το Αρχαίο Ρεύμα

Η φώτιση είναι να γίνεσαι ένα με αυτό το ρεύμα, να παραδίνεσαι στην ψευδαίσθηση του ξεχωριστού εαυτού και να συγχωνεύεσαι με την παγκόσμια ύπαρξη που αναπνέει μέσα από όλα τα πράγματα. Αυτό δεν είναι μια απώλεια, αν και το εγώ μπορεί να τρέμει στη σκέψη. Είναι μια επιστροφή στο σπίτι, μια επιστροφή στην πηγή από την οποία ποτέ δεν έχουμε πραγματικά απομακρυνθεί. Οι μύστες κάθε παράδοσης έχουν τραγουδήσει για αυτή την ένωση—είτε την ονόμασαν Θεό, Τάο, Βράχμαν ή το Μεγάλο Μυστήριο. Είναι η ίδια αλήθεια, ντυμένη με διαφορετικά λόγια: δεν είμαστε αποσπασμένα θραύσματα σ’ ένα ψυχρό σύμπαν· είμαστε εκφράσεις του απείρου, κύματα που αναδύονται από τον ωκεανό της ζωής.

Μέσα σε αυτή την ενότητα, τα όρια του χρόνου και του χώρου διαλύονται. Το παρελθόν και το μέλλον καταρρέουν στο τώρα, και το "εγώ" που άλλοτε φαινόταν τόσο συμπαγές γίνεται μια φευγαλέα ρυτίδα στην επιφάνεια του βάθους. Είμαστε ο άνεμος και η πέτρα, η φωτιά και η στάχτη, ο εραστής και ο αγαπημένος. Είμαστε το αρχαίο ρεύμα το ίδιο, που ρέει ασταμάτητα, γίνεται αδιάκοπα, και όμως αναπαύεται για πάντα στη δική του φύση.

Η Πρόσκληση

Η φώτιση δεν προορίζεται για λίγους, ούτε είναι ένα δώρο που χαρίζεται από μακρινές δυνάμεις. Είναι το εκ γενετής δικαίωμα όλων όσων τολμούν να κοιτάξουν πέρα από τις ψευδαισθήσεις του εγώ, να ησυχάσουν τη βοή του νου, να νιώσουν τον παλμό της ζωής κάτω από το δέρμα του κόσμου. Δεν απαιτεί ναό, ιερέα ή γραφή—αν και αυτά μπορεί να δείχνουν το δρόμο. Απαιτεί μόνο παρουσία, θάρρος, και τη θέληση να αφήσουμε ό,τι νομίζουμε πως γνωρίζουμε.

Γι’ αυτό, στάσου, αγαπημένε, και άκου. Το ρεύμα σε καλεί, ψιθυρίζοντας μέσα στο θρόισμα των φύλλων, στο ρυθμό της αναπνοής σου, στη σιωπή ανάμεσα στις σκέψεις σου. Σε προσκαλεί να μπεις στη ροή του, να αφήσεις το βάρος του διαχωρισμού, να αφυπνιστείς στη χωρίς εμπόδια λειτουργία της συνείδησης. Εδώ, σε αυτό το ιερό τώρα, αποκαλύπτεται ό,τι πραγματικά συμβαίνει. Εδώ, είσαι ένα με το αρχαίο ρεύμα της ζωής. Εδώ, είσαι σπίτι.

Η Συνειδητότητα του Σώματος

ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ —ΕΝΕΡΓΕΙΑ —ΣΩΜΑ

Η συνειδητότητα δεν θα είχε καμιά δύναμη αν το σώμα δεν ανταποκρινόταν σε αυτήν. Σκεφτείτε όμως πόσο έντονες μπορεί να είναι στην πραγματικότητα αυτές οι αντιδράσεις. Αν νιώσετε έναν ύποπτο σβόλο κάτω από το δέρμα σας, μια επί­σκεψη στον γιατρό θα σας πει αν είστε καλά ή κινδυνεύετε. Αν κινδυνεύετε, ο κίνδυνος μπορεί να είναι μικρός ή μεγάλος. Η καθεμία από αυτές τις καταστάσεις είναι μια κατάσταση συνειδητότητας («Είμαι καλά, δεν χρειάζεται να ανησυχώ για τίποτα», «Έχω πρόβλημα», «Δεν είμαι ασφαλής», «Ίσως δεν τη βγάλω») και η καθεμία προκαλεί εντελώς διαφορετική αντί­δραση.
 
Ακόμα κι αν λέγαμε πως η αντίδραση είναι ψυχολογι­κή, όπως είναι η κατάθλιψη στο άκουσμα άσχημων νέων, ανα­πόφευκτα υπάρχει και μια σωματική αντίδραση: η αλλαγμένη χημεία του εγκεφάλου συμβαδίζει με όσα συμβαίνουν μέσα στην ψυχή. Στην πραγματικότητα, το σώμα σας έχει συναί­σθηση των πάντων. Το κάθε κύτταρο γνωρίζει τι σκέφτεται ο εγκέφαλός σας, πώς αλλάζει η διάθεσή σας, ποιες είναι οι βαθύτερες πεποιθήσεις σας. Καθώς αλλάζει η συνειδητότητά σας, αλλάζει η ενέργειά σας και στη συνέχεια αλλάζει το σώμα σας. Η αλυσίδα των γεγονότων κινείται από το αόρατο βασίλειο στο ορατό μέσα από αυτό το μονοπάτι: ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ —ΕΝΕΡΓΕΙΑ —ΣΩΜΑ

Όσο απλό κι αν φαίνεται αυτό το διάγραμμα, καταγράφει μια βαθιά υπέρβαση, επειδή εξηγεί ιατρικές ανακαλύψεις που διαφορετικά θα παρέμεναν ανεξήγητες. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει ένα αποτέλεσμα της Έρευνας του Ελσίνκι, ενός από τα διασημότερα ερευνητικά προ­γράμματα πάνω στην πρόληψη του εμφράγματος. Μεσήλικοι Φιλανδοί με υψηλό κίνδυνο εμφράγματος χωρίστηκαν σε δυο ομάδες.
 
Στην πρώτη ομάδα, τη συμβατική, τα άτομα επισκέ­πτονταν τους γιατρούς τους μερικές φορές τον χρόνο και έπαιρναν γενικές συμβουλές για απώλεια βάρους, άσκηση, βελτίωση της δίαιτάς τους και διακοπή του καπνίσματος (συμ­βουλές που ήταν μάλλον απίθανο να ακολουθήσουν, δεδομέ­νου πως δεν είχαν κάνει κάτι τέτοιο στο παρελθόν).
 
Την άλλη ομάδα την παρακολουθούσαν στενά. Η ομάδα αυτή είχε μπει σε ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα με στόχο τη μείωση συγκε­κριμένων αιτίων εμφράγματος, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση και η υψηλή χοληστερόλη.

Με την ολοκλήρωση της μελέτης, οι ερευνητές διαπίστωσαν με έκπληξη πως στην ομάδα την οποία παρακολουθούσαν περιστασιακά όχι μόνο παρουσιάστηκαν λιγότεροι θάνατοι συνολικά, μα και λιγότεροι θάνατοι λόγω εμφράγματος. Πώς ήταν δυνατόν να έχει συμβεί κάτι τέτοιο;

Ένας σχολιαστής της μελέτης παρατήρησε πως το να ανησυχείς διαρκώς για την καρδιά σου και να βλέπεις την ανησυχία διάχυτη να καθρεφτίζεται στο βλέμμα του γιατρού σου όταν τον επισκέπτεσαι τόσο συχνά μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για την υγεία. Σε επίπεδο συνειδητότητας, αυτή η ερμηνεία είναι λογική. Ερμηνεύει, επί­σης, τα πολλά και διαφορετικά ευρήματα σχετικά με τέτοιου είδους θέματα.

Είναι γεγονός πως οι άνδρες που αντιμετωπί­ζουν τα ψυχολογικά τους προβλήματα από τα είκοσι μέχρι τα τριάντα τους καταφέρνουν να αποφύγουν τα πρώιμα εμφράγ­ματα περισσότερο κι από το αν μείωναν τη χοληστερόλη τους. Οι ηλικιωμένοι που είναι συναισθηματικά ανθεκτικοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν μια μακρά και υγιή ζωή από εκείνους που είναι λιγότερο δυνατοί συναισθηματικά, αλλά παίρνουν βιταμίνες και κάνουν συχνά εξετάσεις. Τέτοια ευρήματα αποτελούν μυστήριο μόνο αν αγνοήσει κάποιος τη συνειδητότητα και την ενέργεια, τα δύο θεμέλια του σώματος.

Εκατομμύρια άνθρωποι δεν κάνουν αυτή τη συσχέτιση κι έτσι είναι καταδικασμένοι να πολεμούν ενάντια στο ίδιο τους το σώμα.

Εκατομμύρια άνθρωποι δεν κάνουν τη συσχέτιση (ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ —ΕΝΕΡΓΕΙΑ —ΣΩΜΑ) κι έτσι είναι καταδικασμένοι να πολεμούν ενάντια στο ίδιο τους το σώμα. Σκεφτείτε όσα αφορούν τους εθισμούς και την ακα­τάσχετη επιθυμία. Για κάποιους που παίρνουν συνεχώς βάρος, φαίνεται πως μια σωματική βουλιμία τους εξαναγκάζει να τρώνε υπερβολικά. Σε αντίθεση με τη φυσιολογική πείνα, εκεί­νοι νιώθουν μια λαχτάρα για φαγητό που είναι υπερβολική. Όμως, ουσιαστικά, η σωματική παρόρμηση συγκαλύπτει αυτό που πράγματι συμβαίνει. Το σώμα έχει παγιδευτεί σε ένα διαταραγμένο μοτίβο συμπεριφοράς η αρχή του οποίου έγινε σε επίπεδο συνειδητότητας.

Τι συμβαίνει όταν νιώθετε μια ακατάσχετη επιθυμία; Παλεύετε και είστε διχασμένοι μεταξύ δύο κατευθύνσεων: η παρόρμηση να αντισταθείτε αντιπαλεύει την παρόρμηση να παραδοθείτε στον πειρασμό. Ας πούμε πως ξυπνάτε μέσα στη νύχτα και πηγαίνετε ακροπατώντας μέχρι το ψυγείο επειδή έχετε τη λαχτά­ρα να φάτε παγωτό. Εκείνη τη στιγμή, καθώς αναρωτιέστε αν πρέπει να φάτε ένα ολόκληρο μπολ παγωτό με διπλή δόση σοκο­λατένιων νιφάδων, μπορεί να αντισταθείτε στον πειρασμό, αλλά δεν θα αλλάξετε τη συνήθειά σας. Η συνειδητότητά σας παλεύει με τον ίδιο της τον εαυτό.

Η εμπλοκή σας σε αυτή τη διαμάχη, η οποία λαμβάνει χώρα πολύ συχνά σε παχύσαρκα άτομα, δίνει στην κακή συνήθεια τη δύναμή της, επειδή σπαταλάτε όλη σας την ενέργεια πολεμώντας τον εαυτό σας, διοχετεύοντας ελάχιστη στην εξεύρεση μιας λύσης. Αν η λύση υπήρχε κάπου στο επίπε­δο της εσωτερικής διαμάχης, τότε η μια ή η άλλη πλευρά θα επικρατούσε είτε η λαχτάρα θα υπερνικούσε την αντίστασή σας, είτε η αντίσταση θα υπερνικούσε τη λαχτάρα σας. Αντί γι’ αυτό, όμως, το αποτέλεσμα θυμίζει διελκυστίνδα.

Είναι δύσκολο vα προσπεράσετε τα πάθη του σώματος, επειδή οι κακές συνήθειες δημιουργούν ένα αυλάκι που το σώμα ακολουθεί ξανά και ξανά. Η έντονη επιθυμία δεν είναι ανάγκη να αφορά υλικά πράγματα, όπως είναι η γλυκιά γεύση του παγωτού ή η ενέργεια που φαίνεται να χαρίζει ένα τσιγά­ρο. Μπορεί να έχετε το συνήθειο να εξοργίζεστε με το παραμι­κρό ή να βασανίζεστε με κάθε ασήμαντο πρόβλημα. Ο θυμός και η ανησυχία επηρεάζουν το σώμα το ίδιο έντονα με την πείνα.
 
Οι άνθρωποι που λαχταρούν την εξουσία ή το χρήμα περιγράφουν αυτή την επιθυμία σχεδόν ως σεξουαλική. Οι άνθρωποι που έχουν πάθος να κερδίζουν περιγράφουν αυτή την αίσθηση σαν ένα ξέσπασμα ενθουσιασμού που προκαλείται από την αδρεναλίνη. Το σώμα σας καθρεφτίζει τις επιθυ­μίες σας τόσο επιδέξια, απόλυτα και σιωπηρά, που δεν είναι καθόλου εύκολο να αναγάγει κάποιος αυτή την αλυσίδα των γεγονότων στη συνειδητότητα. Θα πρέπει, όμως, να το κάνου­με αν δεν θέλουμε να μείνουμε αιχμάλωτοι των παθών μας.

Όλοι κατέχουμε ένα επίπεδο συνειδητότητας το οποίο δεν έχει καμία λαχτάρα για τίποτα. Μένει μακριά από το δίλημμα: «Πρέπει να φάω ολόκληρο το μπολ με το παγωτό ή όχι;» Όταν βρίσκεστε σε αυτό το επίπεδο συνειδητότητας, η ενέργεια που σας οδηγεί να φάτε είναι αδρανής· και όπου δεν υπάρχει ενέρ­γεια, το σώμα δεν ενεργεί. Οι καθημερινές εμπειρίες επαλη­θεύουν τα παραπάνω - όταν, για παράδειγμα, κάποιος πενθεί, η επιθυμία του για φαγητό χάνεται.

Το ίδιο συμβαίνει σε περι­πτώσεις κατάθλιψης και βαθιάς ανησυχίας ή όταν ερωτευόμα­στε. «Τέτοιες ώρες δεν μπορώ να σκέφτομαι το φαγητό», ακούμε συχνά να λένε σε τέτοιες καταστάσεις· και αυτό είναι ακρι­βές, επειδή η συνειδητότητά σας δεν μπορεί να εστιαστεί στο φαγητό, άρα δεν σπαταλά ενέργεια σε αυτή την επιθυμία κι έτσι το σώμα σας παύει να νιώθει πεινασμένο.
 
Το πρόβλημα είναι πως, όπως ακριβώς η ενέργεια μπορεί να κολλήσει σε μη υγιείς συνήθειες, το ίδιο μπορεί να κολλήσει και η συνειδητότητα και γι’ αυτό τον λόγο οι λεγόμενοι «συναισθηματικοί φαγάδες» έχουν μάθει και έχουν συνηθίσει να αντιδρούν με ακριβώς τον αντίθετο τρόπο από τον φυσιολογικό, τρώγοντας δηλαδή υπερβολικά σε περιόδους πένθους, κατάθλιψης και ανησυχίας.

Το σώμα σας χρειάζεται από εσάς να κατανοήσετε με ποιο τρόπο λειτουργεί η συνειδητότητά. Η κατάσταση του νου σας καθορίζει το ημερήσιο πρόγραμμα της σωματικής δραστηριότητας για τρισεκατομμύρια κύτταρα. Και αυτά δεν έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν το πρόγραμμα από μόνα τους. Να με τι μοιάζει ο έλεγχος της συνειδητότητας:

Όταν Έχετε Πλήρη Συνειδητότητα:
  • Μπορείτε να επικεντρώνεστε σε ό,τι επιθυμείτε κατά βούληση. Είστε εξοικειωμένοι με έναν τόπο γαλήνης και σιωπής μέσα σας.
  • Δεν σας διχάζουν εσωτερικές συγκρούσεις.
  • Μπορείτε να υπερβείτε τις διαταραχές που συμβαίνουν γύρω σας και να παραμείνετε ανεπηρέαστοι από αυτές.
  • Βλέπετε τον κόσμο από μια διευρυμένη οπτική γωνία.
  • Ο εσωτερικός σας κόσμος είναι δομημένος.
Αυτό σημαίνει να υπερβαίνει κάποιος τα πάθη. Καθώς αρχίζετε να βυθίζετε το κουτάλι μέσα στο παγωτό, το σώμα σας δεν βρίσκει για μια στιγμή το ίδιο παλιό μονοπάτι και το μυαλό σας δεν αρχίζει να παλεύει ανάμεσα στο «Να το κάνω ή να μην το κάνω;» Αντίθετα, άλλες ιδέες είναι ελεύθερες να μπουν στον νου σας. «Το κάνω αυτό επειδή νιώθω ταραχή;», «Είναι πράγματι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θέλω) να αντιμε­τωπίσω την κατάστασή μου;», «Τι σχέση έχει το παγωτό με την αποβολή του άγχους από τη ζωή μου;»
 
Αυτού του είδους οι ιδέες σας απελευθερώνουν από οποιοδήποτε πάθος. Αντιλαμ­βάνεστε αυτό που πάτε να κάνετε κι αυτό σας δίνει την ευκαι­ρία να το αποφύγετε. Όταν κάποιος έχει αληθινή συναίσθηση των πραγμάτων, μπορεί να δει· όταν κάποιος δεν έχει αληθινή συναίσθηση των πραγμάτων, είναι τυφλός.

Όταν ένα πάθος έχει σκάψει ένα αρκετά βαθύ αυλάκι, είναι πολύ πιο δύσκολο να αλλάξετε το συνηθισμένο σας τρόπο αντίδρασης. (Όλοι ξέρουμε πως είναι να τρως την πρώτη μπουκιά από ένα δελεαστικό φαγητό και μετά το μυαλό σου να αδειάζει μέχρι να φας και την τελευταία μπουκιά - το σώμα έχει αναλάβει πλήρως τον έλεγχο.) Ένας ψυχολόγος θα χρησιμοποιούσε τον όρο εξαρτημένη μάθηση για να περιγράφει ένα τέτοιο βαθιά σκαμμένο αυλάκι.

Οι παλιές συνήθειες μας εμποδίζουν να απελευθερωθούμε, επειδή παγιδευόμαστε ξανά και ξανά σε μοτίβα συμπεριφοράς που πάνε πολύ βαθιά αντίθετα, η καινούργια μας συμπεριφορά, αυτή που θα θέλα­με να έχουμε, δεν έχει κάποιο αυλάκι για να ακολουθήσει. Αυτή η κατάσταση παγίδευσης στις παλιές συνήθειες δημι­ουργεί ένα δικό της είδος συνειδητότητας.

Όταν η Συνειδητότητά σας Είναι Εξαρτημένη:
  • Δεν μπορείτε να βρείτε το εσωτερικό σας κέντρο, κι έτσι οι παρορμήσεις σάς τραβούν μια από δω και μια από κει.
  • Δεν έχετε ανακαλύψει κάποιο μέρος γαλήνης και σιωπής μέσα σας, κι έτσι υποφέρετε από μια συνεχή ανησυχία. Αντικρουόμενες παρορμήσεις αντιπαλεύουν η μια την άλλη.
  • Οι διαταραχές του έξω κόσμου σάς ενοχλούν και διασπούν την προσοχή σας.
  • Βλέπετε τον κόσμο μέσα από ένα περιορισμένο οπτικό πρίσμα.
  • Ο εσωτερικός κόσμος σας είναι εντελώς αποδιοργανωμένος.
Όλοι γνωρίζουμε σε κάποιο βαθμό πως η εξαρτημένη μάθηση περιορίζει τη ζωή μας και μας εμποδίζει να νιώσουμε πλήρεις. Σκεφτείτε πώς ο όρος «άνευ όρων αγάπη» έγινε τόσο δημοφιλής. Όταν οι άνθρωποι αναζητούν την άνευ όρων αγάπη, θέλουν να υπερβούν την αγάπη έτσι όπως αυτή υφίσταται συνήθως. Αυτή η μορφή αγάπης υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς: είναι ανήσυχη, αναξιόπιστη και διαταράσσεται εύκολα μια τέτοια αγάπη μπορεί ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα της ζήλιας, του θυμού, της ανίας, της προδοσίας ή απλώς και μόνο ενός καπρίτσιου, αν ένα πιο ελκυστικό αντικείμενο του πόθου κάνει την εμφάνισή του.
 
Κι όμως, έχουμε την ενστι­κτώδη εντύπωση πως μια άνευ όρων αγάπη πρέπει να υπάρχει κατά παράδοση, η αγάπη του Θεού -αν υπήρχε- εκπλήρωνε αυτή την επιθυμία, μα τώρα η αναζήτηση είναι εγκόσμια. Θέλουμε να αγα­πήσουμε άνευ όρων ένα αληθινό πρόσωπο και να αγαπηθού­με απ’ αυτό επίσης άνευ όρων.

Η επιθυμία αυτή δεν είναι ρεαλιστική αν εξετάσει κάποιος την ανθρώπινη φύση υπό φυσιολογικές συνθήκες. Γίνεται, όμως, ρεαλιστική αν μεταστρέψουμε τη συνειδητότητά μας και την απαλλάξουμε από τους παλιούς της περιορισμούς. Αν μπορέσετε να φτάσετε σε μια κατάσταση αγάπης άνευ όρων για τον εαυτό σας, τότε θα βρεθείτε σε μια πρωτόγνωρη ενερ­γειακή κατάσταση και θα ανακαλύψετε πως μπορείτε να αγα­πήσετε από την αρχή με νέο τρόπο.
 
Η συνειδητότητα έχει τη δύναμη να προσφέρει μια άνευ όρων αγάπη και αυτό το κατα­φέρνει με τον ίδιο τρόπο που θέτει τέρμα στην επιθυμία σας για παγωτό: αποκτάτε συναίσθηση του τρόπου με τον οποίο μπο­ρείτε να υπερβείτε τους παλιούς και νοσηρούς περιορισμούς σας.

Το ψυχολογικό «σύνδρομο της Ιερουσαλήμ»

Διαχρονική οπισθοδρομικότητα

Καθώς πλησιάζουν και πάλι γιορτές, όλο και περισσότεροι τουρίστες από τη Δύση συρρέουν στο Ισραήλ. Ανάμεσά τους βρίσκονται και μερικοί που θα παρουσιάσουν το λεγόμενο «σύνδρομο της Ιερουσαλήμ». Η Αστυνομία του Ισραήλ έχει δημιουργήσει ειδική μονάδα για εκείνους από τους τουρίστες που περιφέρονται με την ιδεοληψία ότι είναι πρόσωπα της Βίβλου. Επίσης διάφορα νοσοκομεία έχουν δεσμεύσει δωμάτια για τουρίστες που παρουσιάζουν αυτές τις ψυχικές διαταραχές έντονα.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση 19χρονου Αμερικανού, ο οποίος στη διάρκεια μιας ξενάγησης στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ «είδε» ότι είχαν ανοίξει οι πέτρες του Δυτικού Τείχους κι από το άνοιγμα βγήκε ο Μεσσίας - ο οποίος Μεσσίας μίλησε, εννοείται, μόνο στο συγκεκριμένο τουρίστα και μετά εξαφανίστηκε. Ο νεαρός Αμερικάνος έφτασε πάραυτα σε ψυχολογική έκσταση, έγινε βίαιος και άρχισε να μιλάει παρανοϊκά. Προφανώς έβγαλε την ψυχοπάθεια, η οποία κρυβόταν μέσα του, μόλις «είδε» αυτό που ήλπιζε πάντα να δει. Αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθεί άμεσα στο νοσοκομείο για να υποστεί ηρεμιστική θεραπεία.

«Κάθε χρόνο μεταφέρονται 30-40 τουρίστες με παρόμοιες διαταραχές», δήλωσε ο ισραηλινός τουριστικός πράκτορας Άβι Γκριν και περίπου αυτά τα νούμερα αναφέρει και ο επικεφαλής του Ψυχιατρικού Κέντρου «Γκιβάτ Σαούλ», Δρ.Γκρεγκόρ Κατζ.

Το «σύνδρομο της Ιερουσαλήμ» παρατηρείται κατά την πρώτη επίσκεψη στους βιβλικούς τόπους από άτομα με ψυχική αστάθεια, η οποία δεν χρειάζεται να έχει διαγνωστεί προηγουμένως. Η παρουσία των ψυχοπαθών ατόμων στις συγκεκριμένες τοποθεσίες «υψηλών προσδοκιών» απλά διεγείρει τις ιδεοληψίες, με τις οποίες διαμόρφωναν αυτά τα άτομα όλα τα προηγούμενα χρόνια την πνευματική συγκρότησή τους. Στην Ιερουσαλήμ βιώνουν την αντίφαση μεταξύ της πραγματικής Ιερουσαλήμ και της ιδεατής που έχουν δημιουργήσει στο μυαλό τους από αναγνώσματα και φανταστικές διηγήσεις.

Οι περισσότεροι ασθενείς με αυτό το σύνδρομο είναι μεσήλικες με θρησκόληπτες πεποιθήσεις και προέρχονται από «κλειστά κοινωνικά περιβάλλοντα», κυρίως μικρές πόλεις των ΗΠΑ και της βόρειας Ευρώπης. Το σύνδρομο εκδηλώνεται με ταραχή και έντονη επιθυμία να επισκεφτούν μόνοι τους τα μνημεία του χριστιανισμού. Στο τέλος φοράνε χιτώνα, όπως τον φαντάζονται οι ίδιοι, συνήθως φτιαγμένο από τα σεντόνια του ξενοδοχείου ή λευκά τραπεζομάντιλα και τοποθετούνται σε κάποιο κεντρικό σημείο της παλιάς πόλης για να κηρύξουν «το λόγο του θεού», όπως έχουν δει σε κινηματογραφικές ταινίες και έχουν ακούσει από τηλεοπτικές εκπομπές και άλλες διοργανώσεις μαζικής κατήχησης.

Αν υπήρχαν οι ψυχιατρικές πρόνοιες στην Ιερουσαλήμ πριν από κάποιους αιώνες, θα είχαμε γλιτώσει σήμερα από πολλούς «μεσσίες», «προφήτες» και άλλους δασκάλους που ταλαιπωρούν τις κοινωνίες μας… Με την εξέλιξη της Ιατρικής γενικότερα, και της Ψυχιατρικής ειδικότερα, εξηγείται άριστα, γιατί δεν παρουσιάζονται πια προφήτες: από τη στιγμή που παίρνουν οι διάφοροι οραματιστές τα χάπια τους, δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, ούτε για την κοινωνία, ούτε για τον κόσμο!

Οι νόμοι της αλήθειας και της μισής αλήθειας

Στην ιστορία των μαθηματικών οι αρχαίοι Έλληνες κατέχουν ξεχωριστή θέση επειδή επινόησαν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται τα σύγχρονα μαθηματικά: μέσω αξιωμάτων, αποδείξεων, θεωρημάτων, περισσότερων αποδείξεων, περισσότερων θεωρημάτων κ.ο.κ. Κατά τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, ο Αυστροαμερικανός μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ -φίλος του Αϊνστάιν- απέδειξε ότι αυτή η προσέγγιση είναι κάπως ανεπαρκής: οι περισσότερες μαθηματικές θεωρίες, όπως κατέδειξε, πρέπει είτε να είναι ασυνεπείς είτε να εμπεριέχουν αλήθειες που δεν μπορούν να αποδειχθούν.

Παρόλα αυτά, η πορεία των μαθηματικών συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό σύμφωνα με το ελληνικό πρότυπο, το πρότυπο του Ευκλείδη. Οι Έλληνες, ιδιοφυείς γεωμέτρες, δημιούργησαν ένα μικρό σύνολο αξιωμάτων, δηλαδή προτάσεων που θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές χωρίς να έχουν αποδειχθεί, και βάσει αυτών προχώρησαν στην απόδειξη πολλών όμορφων θεωρημάτων που περιγράφουν λεπτομερώς τις ιδιότητες των ευθειών, των επιπέδων, των τριγώνων και άλλων γεωμετρικών σχημάτων. Με αυτές τις γνώσεις αντιλήφθηκαν, για παράδειγμα, ότι η Γη είναι σφαιρική και μάλιστα υπολόγισαν και την ακτίνα της.

Είναι σίγουρα αξιοπερίεργο γιατί ένας πολιτισμός που ήταν σε θέση να διατυπώσει ένα θεώρημα όπως η πρόταση υπ’ αριθμ. 29 του βιβλίου I των Στοιχείων του Ευκλείδη -«όταν μια ευθεία τέμνει δύο παράλληλες ευθείες, οι εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται είναι ίσες, οι εντός, εκτός και επί τα αυτά γωνίες είναι ίσες, και οι εντός και επί τα αυτά γωνίες είναι ίσες με το άθροισμα δύο ορθών γωνιών»- δεν δημιούργησε και μια θεωρία που να αποδεικνύει ότι αν ρίξουμε δυο ζάρια δεν είναι και τόσο συνετό να στοιχηματίσουμε την Κορβέτ μας στο ενδεχόμενο να φέρουν και τα δύο έξι.

Οι Έλληνες βέβαια όχι μόνο δεν είχαν Κορβέτ, δεν είχαν ούτε ζάρια. Ωστόσο, είχαν ροπή προς τα τυχερά παιχνίδια. Διέθεταν επίσης άφθονα κουφάρια ζώων, κι έτσι έριχναν «αστραγάλους» από διάφορα ζώα, δηλαδή μικρά οστά από τη φτέρνα του ζώου. Ο αστράγαλος έχει έξι έδρες, όμως μόνο οι τέσσερεις είναι αρκετά ευσταθείς ώστε να μπορεί να σταθεί το οστό σε μία από αυτές.

Σύγχρονοι ερευνητές επισημαίνουν ότι, λόγω της κατασκευής του οστού, η πιθανότητα να σταθεί σε καθεμία από τις τέσσερεις αυτές έδρες δεν είναι η ίδια: δύο από τις έδρες έχουν πιθανότητα περίπου 10% η καθεμιά και οι άλλες δύο έχουν πιθανότητα από 40%. Σ’ ένα συνηθισμένο παιχνίδι ρίχνονταν τέσσερεις αστράγαλοι. Το αποτέλεσμα που εθεωρείτο καλύτερο ήταν μεν σπάνιο, αλλά όχι το σπανιότερο: ήταν η περίπτωση όπου οι τέσσερεις αστράγαλοι στέκονταν σε διαφορετική έδρα ο καθένας. Ο συνδυασμός αυτός ονομαζόταν «βολή της Αφροδίτης» και είχε πιθανότητα περίπου 384 στις 10.000. Οι Έλληνες, ωστόσο, που δεν διέθεταν κάποια θεωρία της τυχαιότητας, δεν το γνώριζαν αυτό.

Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τους αστραγάλους και όταν έθεταν ερωτήσεις στα μαντεία τους. Από τα μαντεία οι ερωτώντες λάμβαναν απαντήσεις που υποτίθεται ότι ήταν τα λόγια των θεών. Πολλές σημαντικές επιλογές που έκαναν εξέχοντες Έλληνες βασίζονταν στις συμβουλές των μαντείων, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Ηρόδοτος, αλλά και συγγραφείς όπως ο Όμηρος, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Ωστόσο, παρά τη σημασία της ρίψης αστραγάλων τόσο στα τυχερά παιχνίδια όσο και στη θρησκεία, οι Έλληνες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να κατανοήσουν τις κανονικότητες που διέπουν αυτές τις ρίψεις.

Γιατί οι Έλληνες δεν ανέπτυξαν κάποια θεωρία πιθανοτήτων;

Μια εξήγηση είναι πως πολλοί Έλληνες πίστευαν ότι το μέλλον εκτυλίσσεται σύμφωνα με τη θεϊκή βούληση. Αν το αποτέλεσμα μιας ρίψης αστραγάλων σήμαινε «παντρέψου τη γεροδεμένη Σπαρτιάτισσα που σε έβαλε κάτω σ’ εκείνο τον αγώνα πάλης πίσω από το σχολείο», ο νεαρός Έλληνας δεν θα θεωρούσε το αποτέλεσμα της ρίψης το ευτυχές (ή ατυχές) προϊόν μιας τυχαίας διεργασίας· θα θεωρούσε ότι είναι η βούληση των θεών. Με δεδομένη μια τέτοια θεώρηση, η κατανόηση της τυχαιότητας δεν θα είχε νόημα. Κατά συνέπεια, η μαθηματική πρόβλεψή της θα φαινόταν αδύνατη.

Μια άλλη εξήγηση μπορεί να βρίσκεται στην ίδια τη φιλοσοφική αντίληψη που έκανε τους Έλληνες τόσο μεγάλους μαθηματικούς: είχαν εμμονή με την απόλυτη αλήθεια, η οποία αποδεικνύεται μέσω της λογικής και των αξιωμάτων, και αντιπαθούσαν τις αβέβαιες αποφάνσεις. Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, για παράδειγμα, ο Σιμμίας λέει στον Σωκράτη ότι «τα επιχειρήματα που βασίζονται σε πιθανολογίες είναι παραπλανητικά» και προλαμβάνει το έργο των Κάνεμαν και Τβέρσκυ επισημαίνοντας ότι «εάν δεν χρησιμοποιηθούν με ιδιαίτερη προσοχή, ενδέχεται να εξαπατήσουν - τόσο στη γεωμετρία όσο και σε άλλα».

Στον Θεαίτητο, ο Σωκράτης λέει ότι ο μαθηματικός που «επιχειρηματολογεί σε θέματα γεωμετρίας βασιζόμενος σε πιθανότητες και εικοτολογίες δεν αξίζει τίποτα». Ωστόσο, ακόμα και οι Έλληνες που πίστευαν ότι όσοι ασχολούνταν με τις πιθανότητες άξιζαν κάτι ενδεχομένως να δυσκολεύονταν να συγκροτήσουν μια συνεπή θεωρία εκείνη την εποχή, προτού δηλαδή καθιερωθεί η συστηματική τήρηση αρχείων, διότι οι άνθρωποι έχουν, ως γνωστόν, εξαιρετικά φτωχή μνήμη όταν προβαίνουν σε εκτίμηση της συχνότητας -συνεπώς και της πιθανότητας- συμβάντων του παρελθόντος.

Μυσταγωγία, μυθαγωγία, και μυητικές τελετές στην αρχαία Ελλάδα

Σήμερα, θα επιχειρήσουμε μία αναδρομή στις τελετές μύσης στην αρχαιότητα, οι οποίες λάμβαναν χώρα σε υπόγειες κρύπτες, και σπήλαια. Αρχικά θα γίνει κάνω μία σύντομη αναφορά στα ανθρωπολογικά και ψυχολογικά στοιχεία των μυητικών τελετών, αλλά και στα «εργαλεία» που χρησιμοποιούσαν σε αυτές ώστε να επιτευχθεί ο πνευματικός θάνατος και η «αναγέννηση» του μύστη. Τα εργαλεία αυτά δεν ήταν άλλα από τον μύθο, και τα σύμβολα. Στην συνέχεια θα γίνει μία προσπάθεια αποσυμβολισμού γνωστών αρχαιοελληνικών αρχετυπικών μύθων.

Θα ξεκινήσω αναφέροντας εν τάχει ανθρωπολογικά και ψυχολογικά στοιχεία, σχετικά με τις μυητικές τελετές. Στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μυήσεως γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μυήσεως τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μυητικές τελετές που ως στόχο είχαν την αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών, των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.

Οι μυήσεις απαιτούσαν την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία, και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες. Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθεί τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.

Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης» από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του. Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο.

Κατά τον ίδιο τρόπο στα αρχικά στάδια της εξέλιξης του, ο άνθρωπος ως έμβρυο και στην συνέχεια βρέφος, ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη παραδείσια μακαριότητα της μήτρας της μητέρας του η οποία του παρέχει ότι χρειάζεται, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια), και στην συνέχεια με την γέννηση του αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες.

Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του, καθώς αναπνέει πια αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα.

Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια φυσικά ή τεχνητά και ναούς υπό άκρα μυστικότητα, κατ’ αντιστοιχία της γυναικείας μήτρας. Για αυτό τον λόγο, οι ιεροί αυτοί χώροι- κρύπτες θα έπρεπε να βρίσκονται μέσα στην Γαία, την Δήμητρα, την τροφό του ανθρώπου και της Φύσεως. Εκεί όπου και το υλικό σώμα τελικά θα αποσυντεθεί στα στοιχεία εξ όσων αρχικά συνετέθη.

Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.

Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα.

Αυτό επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου. Υπάρχουν πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί για τον άνθρωπο, αλλά ο πλέον καίριος είναι ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Και τούτο δεν σημαίνει απλώς πως ο άνθρωπος πεθαίνει, αλλά ότι ο άνθρωπος ζει γνωρίζοντας πως θα πεθάνει. Το ζώο ζει μη γνωρίζοντας πως θα πεθάνει. Η διαφορά είναι μεταξύ πνεύματος και φύσεως.

Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής). Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π- ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την ‘μήτρα’ όλων των όντων. Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία: Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μύθο. Θα σταθώ για λίγο εδώ στον μύθο ως μυητικό εργαλείο, καθώς οι μυθικές αναπαραστάσεις κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις μυητικές μυσταγωγίες.

Ο μύθος λειτουργεί ως μία πρωτόγονη φιλοσοφία στην πιο ακατέργαστη μορφή του, σε μία εποχή που η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μία ολότητα. Είναι η προφορική μετάδοση της συλλογικής μνήμης, της εμπειρίας και της γνώσης σε μία εποχή που ακόμα οι ανθρώπινες κοινότητες δεν έχουν αναπτύξει την φιλοσοφία και τις επιστήμες.

Η μετάδοση της γνώσης είναι εξαιρετικά σημαντική για την συνέχεια της κοινότητας. Έτσι για να είναι θελκτική και κατανοητή από τα νεαρότερα μέλη της κοινότητας, δημιουργείται ο μύθος καθώς η δύναμη των εικόνων είναι ισχυρότερη του λόγου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι μυθολογικές αναφορές εμπεριέχουν διαχρονικά αρχετυπικά σύμβολα και αλήθειες, τα οποία εάν κάποιος καταφέρει να τα αποσυμβολίσει, τότε ο μύθος γίνεται η «π - ύλη» για μία άλλη οπτική της ιστορίας της ανθρωπότητας και του συλλογικού ασυνείδητου. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ο πως η λέξη «μύθος» σχετίζεται γλωσσικά με τη ρίζα μυ – απ’ όπου οι λέξεις μύω, μυώ, μύστης, μυστήριο κ.ά.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μύθοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με μαγικές τελετές και τελετουργίες, χρησιμοποιώντας εντέχνως κοινά αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες, οι οποίες περιγράφουν αρχέγονες δυνάμεις και μορφές που αντιπροσωπεύουν καθολικές αξίες.

Έτσι σύμφωνα με τον Πρόκλο:

«Ότι οι μύθοι επιδρούν και στους πολλούς το δείχνουν οι τελετές. Αυτές πράγματι, χρησιμοποιώντας τους μύθους, με σκοπό να κλείσουν μέσα τους την απόρρητη αλήθεια σχετικά με τους θεούς, αποβαίνουν για τις ψυχές αιτίες της ταύτισης αισθημάτων με τα δρώμενα κατά τρόπο άγνωστο σε εμάς και θεϊκό. Έτσι άλλοι από αυτούς που μετέχουν στις ιερές τελετές καταπλήσσονται κυριευμένοι από το θεϊκό δέος , ενώ άλλοι που προσαρμόζουν την διάθεση τους προς τα ιερά σύμβολα και εξέρχονται από τον εαυτό τους, τοποθετούνται στην περιοχή των θεών και ευφορούνται από το πνεύμα τους. Και σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα αυτών γένη, που είναι ανώτερα από εμάς, βάσει της εναρμόνισης και οικειότητας τους προς τέτοιου είδους σύμβολα, μας υψώνουν δια της συμπαθείας μέσω αυτών στους θεούς».



Αλλά και στην σύγχρονη ψυχολογία για τον Carl Jung, η θρησκεία και ο μύθος αποτελούν αντανάκλαση της εσωτερικής μας πραγματικότητας, καθώς όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Οι μύθοι έχουν ένα ζωτικό νόημα. Δεν αναπαριστούν απλά, αλλά είναι η ψυχική ζωή της πρωτόγονης φυλής… Η μυθολογία μιας φυλής είναι η ζωντανή της θρησκεία… Η θρησκεία είναι ένας ζωντανός κρίκος με τις ψυχικές διαδικασίες που λειτουργούν ανεξάρτητα και πέρα από τη συνείδηση, μέσα στα σκοτεινά βάθη της ψυχής».

Το σύμβολο από την άλλη είναι «η τέχνη του σκέπτεσθαι με εικόνες». Μέσα από το απέραντο φάσμα των συμβόλων με τα οποία ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή, υπάρχει μία σχετικά μικρή, αλλά ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ζωή της ανθρωπότητας.

Πρόκειται για τα σύμβολα - αρχέτυπα τα οποία αφορούν την κοινή πνευματική κληρονομιά της ανθρωπότητας η οποία ενυπάρχει στο συλλογικό της ασυνείδητο, και περιέχει μνήμες αρχαίων εμπειριών του ανθρώπινου είδους, οι οποίες συχνά αναδύονται στα όνειρα, σε φαντασιώσεις, σε οράματα αλλά και μέσα από συμπτώματα-συμπλέγματα, στην αρχαία μυθολογία, και στις λαϊκές παραδόσεις. Ο Πλάτωνας αναφέρθηκε σε αυτά ως τις ‘Ιδέες’. Αναφέρθηκα όμως στο συλλογικό ασυνείδητο, όπου ενυπάρχουν τα σύμβολα. Τι είναι το συλλογικό ασυνείδητο;

Σύμφωνα με τον Carl Jung το Συλλογικό ασυνείδητο είναι η περιοχή της ψυχής που είναι κατά πολύ αρχαιότερη από την προσωπική ζωή του ατόμου. Το Συλλογικό ασυνείδητο είναι σαν μια βάση δεδομένων που χρειάστηκε αιώνες για να συγκροτηθεί, αλλά συνοδεύει πλέον κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Για τον Jung τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύουν ένα αχανές απόθεμα προγονικής γνώσης για τις βαθιές σχέσεις μεταξύ θεού, ανθρώπου και σύμπαντος. Τα αρχέτυπα ήταν πάντα και είναι ζωντανές ψυχικές δυνάμεις που απαιτούν να εκληφθούν σοβαρά, διότι από πάντα ήταν φορείς προστασίας και σωτηρίας και η παράβασή τους έχει σαν συνέπεια τους «κινδύνους της ψυχής».

Ας δούμε υπό αυτό το πρίσμα, τι συμβολίζει για παράδειγμα ο υπόγειος λαβύρινθος και o παράξενος κάτοικος του, ο Μινώταυρος.
 
Θα ξεκινήσω με τον Λαβύρινθο και με τον συμβολισμό του. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας» τον Μινώταυρο, ο οποίος συμβολίζει τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα του ανθρώπου.

Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι ένα σεληνιακό σύμβολο που συνδέεται με την μαγεία. Ο διπλός πέλεκυς σχετίζεται επίσης με την Ερμητική Αρχή της Πολικότητας: “Τα πάντα είναι διπλά. Καθετί έχει το αντίθετό του. Στα άκρα συναντώνται όλες οι αλήθειες…”. Ο άνθρωπος στην νοητική του λειτουργία έχει μάθει να λειτουργεί , να κατανοεί και να ερμηνεύει τον κόσμο, μέσω της σύνδεσης και σύγκρισης με τα αντίθετα φαινόμενα. Καλό/κακό, Μαύρο/άσπρο, θετικό/αρνητικό, άντρας/γυναίκα, ζέστη/κρύο κ.λπ. Γεγονός που εκφράστηκε σε δύο πολύ γνωστά μας σύμβολα, το Γιν και το γιάνκ, και το κηρύκειο του Θεού Ερμή.

Ας περάσουμε στον μύθο τον σχετικό με τον Λαβύρινθο και τον Μινώταυρο. Σύμφωνα με τον μύθο, η σύζυγος του Μίνωα Πασιφάη ερωτεύτηκε τον ταύρο τον οποί είχε κάνει δώρο ο Θεός Ποσειδώνας στον Μίνωα. Ο Ποσειδώνας ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως αντί για αυτόν θυσίασε έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δε θα το προσέξει. Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει, εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η Πασιφάη δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Μινώταυρος.

Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθουν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτιστούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας ), την μύηση δηλαδή, «το πνευματικό φως», το οποίο περιγράφεται ως ήλιος του μεσονυκτίου.

Στην προσπάθεια αυτή αφύπνισης , δίχως τη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της ύλης, που σχετίζονται με τα πάθη και τη σεξουαλικότητα, όπως περιγράφεται και στον μύθο, όταν η Πασιφάη ερωτεύεται τον ταύρο του Ποσειδώνα.

Όπως γνωρίζουμε καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια του Θησεά να σκοτώσει τον Μινώταυρο, διαδραμάτισε η (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) η οποία του εξασφαλίζει τον δρόμο εξόδου από τον Λαβύρινθο μετά την επιτυχία του. Ίσως λοιπόν ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου των παθών και αναγέννησης σε ένα ανώτερο πνευματικό και συνειδησιακό επίπεδο. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!

Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα). Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η Μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.

Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του» και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο/Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείται «Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.

Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι.

Πεθαίνει από τον Θησέα, ο οποίος εκπροσωπεί το πατριαρχικό Ολύμπιο ιερατείο, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.

Πιο πάνω έγινε αναφορά για την «μετουσίωση της συνείδησης» η οποία επιτυγχανόταν δια μέσου της μύησης. Ας δούμε λοιπόν πως η γλαύκα της Αθηνάς συνδέεται με τις μυσταγωγικές τελετές, και την αντίστοιχη συνειδησιακή ‘μεταστοιχείωση’ του ανθρώπου.

Η γλαύκα είναι ένα νυχτόβιο πτηνό το οποίο έχει εξαιρετική όραση. Η Γλαύκα κατ' αυτόν τον τρόπο συμβολίζει την σοφία που επιτυγχάνεται με την «εις εαυτόν διείσδυση» όπως αναφέρει σχετικά ο Πλωτίνος, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μακριά από το φως της ημέρας και την φασαρία, όταν ο άνθρωπος απομονώνεται από το περιβάλλον. Για αυτό τον λόγο λέγεται πως : «η γλαύκα της Αθηνάς πετάει μόλις η μέρα γείρει προς την δύση της...».

Δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο, πως οι μυήσεις κατά την διάρκεια των μυστηριακών τελετών γινόταν πάντα νύχτα, και κάτω από το φως των δαυλών.

Ας εξετάσουμε τώρα τι σημαίνει η «σοφία», η οποία συνδέεται άμεσα με την Θεά Αθηνά. Η «σοφία» αφορά όχι μία απλή γνωστική διαδικασία, αλλά την ‘μετουσίωση’ της γνώσης σε βίωμα, αρετή πνευματικότητα και εν τέλη σε μία αρμονική στάση ζωής. Ο Πλάτωνας αποκαλύπτει σχετικά:

«H σοφία δεν μπορεί να διατυπωθεί με το λόγο, όπως άλλες γνώσεις, αλλά, μέσα από μακρόχρονη κοινή αναζήτηση της ουσίας του πράγματος και την αδιάκοπη απασχόληση με το πρόβλημα, ξαφνικά, σαν το φως που ανάβει από μια σπίθα, γεννιέται στην ψυχή, και υστέρα τρέφεται μόνη της.»

Ιδού επίσης ο λόγος για τον οποίο όλα τα μυστήρια τελούνταν στο σκότος, με απώτερο σκοπό την αποκάλυψη του φωτός του Ήλιου του μεσονυκτίου, τον πνευματικό ήλιο («Ιερόν Πυρ» ή «Ιερόν Αθάνατον Πυρ») , το οποίο αναγεννούσε τον άνθρωπο καθιστώντας τον αυτόφωτο όπως ο Ήλιος, και όχι ετερόφωτος, που απλά αντανακλά γνώμες και γνώσεις άλλων. Ο Απούλιος αναφέρει σχετικά με την «Θέα του Φωτός του Μεσονυκτίου», κατά την μύηση του στα μυστήρια του Διονύσου, όπου πέρασε τις πύλες του Άδη:

«Επλησίασα τα όρια του θανάτου, επέρασα το κατώφλιον της Περσεφόνης, ωχήθην επί όλων των στοιχείων και επέστρεψα επί της γης. Είδα τον ήλιον να λάμπη με το απαστράπτον λευκόν φως του κατά το μεσονύκτιον και προσήγγισα τους άνω και τους κάτω θεούς και προσηυχήθην προς αυτούς πρόσωπον προς πρόσωπον. Ο ήλιος του μεσονυχτίου! Ο ήλιος ο διαπερνών τα σκότη και φωτίζων μέσα εις την νύχτα! Ο ήλιος ο σώζων αλλά και ο κατακεραυνώνων».

Στην Πολιτεία αναφέρει πως η αληθινή (φιλο) σοφία είναι η περιαγωγή της ψυχής από μια νυχτερινή ημέρα σε μια αληθινή, δηλαδή είναι επάνοδος στο αληθινό Ον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αληθινός (φιλό) σοφός λοιπόν, από άποψη αρχής, είναι αυτός που έχει ως αποστολή να μεταστρέψει την ψυχή, από την ημερήσια νύχτα της στον αληθινό της φωτισμό: να την επαναφέρει στην αρχέγονη οντολογική της βάση, σε εκείνο τον τόπο, όπου βασιλεύει η φρόνηση και η δύναμη.

Μια τέτοια μεταστροφή όμως δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, 'σαν να στρίβεις ένα όστρακο', αλλά είναι μια ανηφορική και συγχρόνως ανοδική οδός. Ανηφορική και κουραστική οδός είναι η φιλοσοφική παίδευση του ανθρώπου, έτσι ώστε η ίδια η ψυχή του να ενεργοποιεί τον καλύτερο εαυτό της, να φωτίζεται και να φωτίζει: να κατευθύνεται «εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὂντος τὸ φαινότατον».

Ιδού λοιπόν για ποιο λόγο η νυχτόβια γλαύκα συμβολίζει την σοφία. Η σοφία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μακριά από το φως της ημέρας και την φασαρία, όταν ο άνθρωπος απομονώνεται από το φυσικό περιβάλλον του, προσπαθώντας να ανακαλύψει την πραγματική υπόσταση των πραγμάτων, και να έρθει σε επαφή με την Θεία του υπόσταση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος:

«Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα. Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είμαι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου). Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το ΦΩΣ, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:

Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε. Δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».

Ως επίλογο θα αναφέρω πως οι μυθολογίες και οι συμβολισμοί σε όλους τους πολιτισμούς είναι ένας ολόκληρος κόσμος εννοιών και αρχετυπικών αληθειών. Η μελέτη τους μπορεί να μας αποκαλύψει αστρολογικές, θρησκευτικές, επιστημονικές, ψυχολογικές και ιστορικές αλήθειες, αρκεί να «ξεκλειδώσουμε» τους συμβολισμούς τους. Αξίζει τον κόπο να ερευνήσουμε με σεβασμό και με επιμονή τις μυθολογίες που μπορεί να μας οδηγήσουν στην αποκάλυψη ότι ακόμη και σήμερα, τα άχρονα και υπερβατικά αρχέτυπα, ζουν και μας εμπνέουν για να δημιουργήσουμε έναν πιο αρμονικό, φυσικό και ανθρωπιστικό κόσμο.

Οι μύθοι εξάλλου ποτέ δεν έπαψαν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του ανθρώπου, απλά μετασχηματίζονται ανάλογα με τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα κάθε εποχής...

Κάποια πράγματα όμως, παραμένουν διαχρονικά. Μπορεί να βγήκαμε πριν από χιλιάδες χρόνια από τις σπηλιές, αλλά οι σπηλιές δεν έχουν βγει από «μέσα» μας... Οι ίδιοι φόβοι και ανησυχίες μας καταδιώκουν...