4. -αλέος
§ 328. Ιδιόμορφη εξέλιξη της Ελληνικής είναι το -αλέος [1]. Πρέπει να είναι προέκταση του επιθήματος -αλος· όμως η διαδικασία τοποθετείται στην προϊστορική περίοδο και δεν μπορεί να ανιχνευτεί σε κανένα παλιό παράδειγμα· το νηφαλέος 'νηφάλιος' (μαρτυρείται μόλις στη μετακλασική εποχή) π.χ. είναι πάντως πρόσφατος μετασχηματισμός του κλασικού νηφάλιος και προϋποθέτει ήδη τον έτοιμο τύπο -αλέος.
§ 329. Ήδη στον Όμηρο το -αλέος είναι τόσο ανεξαρτητοποιημένο, που πρέπει να αρκεστούμε στην απόδειξη μιας σχέσης με άλλα επιθήματα, ιδίως με επιθήματα με n αλλά και με r, i, u:
ἰσχαλέος 'ξερός' (Όμ.) από το ἰσχνός 'ξερός' (ύστερα στον Ιπποκράτη ἰσχναλέος [2], πρβ. ἰσχαίνειν - ἰσχναίνειν § 220)·
κερδαλέος 'επικερδής, χρήσιμος, πανούργος' (Όμ.) από τα κερδαίνειν 'κερδίζω', κέρδος ουδ., κερδίων - κέρδιστος·
ἁρπαλέος 'επιθυμητός, ποθητός, ελκυστικός' (Όμ.) από το *ἀλπαλέος από το ἔπ-αλπνος 'ευχάριστος' (Πίνδ.) με προσαρμογή του πνεύματος (και της σημασίας;) στο ἁρπάζειν (πρβ. Ἅρπαλος Ἁρπαλίων)·
ἀργαλέος 'οδυνηρός, ενοχλητικός' (Όμ.) από το *ἀλγαλέος (πρβ. κεφαλ-αργία 'πονοκέφαλος' δίπλα στο κεφαλ-αλγία) από το ἄλγος ουδ. 'πόνος', πρβ. ἀλγίων ἄλγιστος όπως κερδίων κέρδιστος·
λευγαλέος 'θλιβερός, δύστυχος, άθλιος' (Όμ.) από το λυγρός 'άθλιος'·
θαρσαλέος θαρραλέος 'θαρραλέος, τολμηρός' (Όμ.) από το θάρσος ουδ., θρασύς.
§ 330. Η αναλογική περαιτέρω εξάπλωση του -αλέος ξεκινά απ' ό,τι φαίνεται μόλις μετά τον Όμηρο και εξαιτίας της ετυμολογικής συνάφειας των επιθημάτων με l και n (§ 219) συμβαδίζει για μεγάλο διάστημα με το -αίνειν (πρβ. § 220 κεξ.):
Ομάδα 'ξερός - υγρός, καυτός - κρύος':
διψαλέος 'διψασμένος' (ελληνιστ.) από το δίψα·
ῥευσταλέος 'ρευστός' (μαντείο στον Ευσέβιο) από το ῥευστός·
τινθαλέος 'βραστός, καυτός' (ελληνιστ., δια- Αριστοφ.) από το τινθός 'καυτός'·
κρυμαλέος 'παγωμένος' (μετακλασ.) από το κρυμός 'παγετός'.
Πρότυπα ήταν μεταξύ άλλων το προαναφερθέν ἰσχ(ν)αλέος, επίσης π.χ. το μυδαλέος 'υγρός, μουχλιασμένος' (Όμ.) από το μυδαίνειν 'υγραίνω', μύδρος 'λασπώδης μάζα, μεταλλικά κομμάτια', μυδᾶν 'είμαι υγρός'.
§ 331. Ένα μικρό παράρτημα σε αυτή την ομάδα είναι το 'ρυπαρός'· πρβ. τις διπλές σημασίες αὐσταλέος 'ξερός - βρώμικος, ατημέλητος', μυδαλέος 'υγρός - μουχλιασμένος': αἱμαλέος 'αιματοβαμμένος' (Παλ. Ανθολ., Νόννος) από το αἷμα [3]·
δεισαλέος 'λασπώδης, βορβορώδης' (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς) από το δεῖσα 'λάσπη, βόρβορος'.
Επίσης το -αίνειν θυμίζει η ομάδα 'εξασθενημένος':
κυφαλέος 'κυρτωμένος' (Παλ. Ανθολ.) από το κυφός 'κυρτός' κατά το παλιό γηραλέος 'γέρος, εξασθενημένος λόγω ηλικίας' (συχνό μετά τον Ανακρέοντα) από το γῆρας.
§ 332. Μία ακόμη ομάδα προέκυψε από το θαρσαλέος 'τολμηρός, θρασύς, θαρραλέος':
αὐχαλέος 'ματαιόδοξος, περήφανος' (Ξενοφάνης) από το αὐχεῖν 'καυχιέμαι'·
φοιταλέος 'παράφρων· που παρακινεί σε περιπλάνηση' (κλασ.) από το φοιτᾶν 'περιφέρομαι'.
Το αντώνυμο δειμαλέος 'φοβερός, τρομερός' (μετά τον Όμηρο), που ανήκει στο αρχαίο θέμα με n δεῖμα 'φόβος', προκάλεσε επίσης μιμήσεις, όπως π.χ.
ὀκναλέος 'διστακτικός, οκνηρός' (Νόννος) από το ὄκνος 'δισταγμός', ὀκνεῖν 'διστάζω'· πρβ. επίσης ως αντώνυμο το ὀτραλέος, που μνημονεύεται παρακάτω·
φυζαλέος 'φυγάδας, δειλός' (μεταγενέστεροι ποιητές) από το φύζα 'φυγή'.
§ 333. Περαιτέρω αναλογικοί σχηματισμοί είναι π.χ.
φρικαλέος (μετακλασικοί ποιητές) από τα φρίξ 'ανατριχίλα', φρίκη, κατά το ἀργαλέος λευγαλέος (δες § 329)·
ἑψαλέος 'μαγειρεμένος' (Νίκανδρος) από το ἕψειν 'μαγειρεύω' κατά το ὀπταλέος 'ψητός' (Όμ.) από το ὀπτανός 'ψητός', ὀπτάν-ιον 'φούρνος'·
τρυχαλέος 'σκισμένος' (Ησύχιος) από τα τρύχειν 'φθείρω', τρῦχος ουδ. 'κουρέλι', κατά το παλιό ῥωγαλέος 'ξεσκισμένος, κουρελιασμένος' (Όμ.) από το ῥωγ- ῥωγή 'σκίσιμο'·
ὠκαλέος 'ταχύς' (Ησύχιος) = ὠκύς κατά το ὀτραλέος 'ευκίνητος' (Όμ.) από το ὀτρύνειν 'ωθώ κάποιον να βιαστεί' (Όμ.).
§ 334. Όλα τα επίθετα σε -αλέος παρουσιάζουν την προσωδία - υ υ-. Η αιτία του φαινομένου είναι πολύ απλή: το επίθημα ανήκει στις σταθερές απαιτήσεις της δακτυλικής ποίησης· φαίνεται ότι ήταν γέννημα της ιωνικής διαλέκτου και από κει εισχώρησε από τη μια στα ομηρικά έπη και έτσι σε όλη την ποίηση που μιμούνταν τον Όμηρο και από την άλλη σε πιο περιορισμένη κλίμακα και στη μετακλασική κοινή γλώσσα. Στην αυστηρή αττική διάλεκτο παρέμεινε προφανώς εντελώς άγνωστο. Ακριβώς επειδή είναι ένα περισσότερο ή λιγότερο συνειδητό καλλιτεχνικό μέσο της ποίησης, οι αναλογικές διεργασίες μπορούν να αποκαλυφθούν σχετικά εύκολα.
---------------------
[1] Πρέπει να διακρίνεται από το -άλεος περιπτώσεων όπως ἀμυγδάλεος 'από αμυγδαλιά' (ελληνιστ.), ἀμυγδαλῆ 'αμύγδαλο, αμυγδαλιά' (κλασ.), που δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ἀμύγδαλον 'αμύγδαλο' με το -εος, -ῆ § 297.
[2] Ευστάθιος σ. 1863, 60: πρωτότυπον τοῦ ὕστερον ἰσχναλέου τὸ Ὁμηρικὸν ἰσχαλέον!
[3] Το παλιό θέμα με nτου αἷμα δεν πρέπει να υπολογιστεί εν όψει των μεταγενέστερων μαρτυρημένων τύπων του αἱμαλέος 'αιματοβαμμένος'· αντίθετα πρέπει να παραβάλουμε τη συμπλοκή αἱμαλέη ἐέρση, που χρησιμοποιεί συχνά ο Νόννος, με το ομηρικό αἵματι μυδαλέας (ἐέρσας) (Ιλ. Λ 54).
Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023
Στο τέλος θα χάσουμε τον εαυτό μας «για το καλό» μας
Ακούσαμε πολλά παραμύθια, πήξαμε σε λουλούδια και αγάπες για το καλό μας… Για το καλό μου να μη δίνω πολλά και να μη δίνομαι για να μη θεωρηθώ σίγουρη. Για το καλό σου να μη της στείλεις πρώτος μήνυμα, μη σε περάσει και για πέφτουλα. Για το καλό του ενώ το πάθος του είναι η μουσική και η κιθάρα να μην ακολουθήσει την αγάπη του γιατί το μέλλον είναι αβέβαιο του χώρου και να καταλήξει αυτό που σπούδασε, δάσκαλος.
Για το καλό μας όλοι εμείς να υπομένουμε τα «πρέπει» των άλλων. Για το καλό σας όλοι εσείς να μην εκφράζεστε ανοιχτά και να είστε μετρημένοι γιατί «τι θα πει ο κόσμος».
Για το καλό τους όλοι αυτοί να πάνε κόντρα στα θέλω και τις επιθυμίες τους, γιατί να… ενώ στο ίδιο καζάνι όλοι βράζουμε και από τα ίδια υλικά είμαστε φτιαγμένοι, «για το καλό μας» δεν πρέπει να διαφέρουμε, ούτε να ξεχωρίζουμε. Πρέπει να ακούμε καλά τους προφεσόρους και γκουρού εξαποδόσταλτους πάσης φύσεως και πιστά να ακολουθούμε τις συμβουλές και προτροπές τους.
Γονείς απολυταρχικοί. Δάσκαλοι δογματικοί. Φίλοι ξερόλες, φίδια φυτευτά. Σχέσεις τοξικές. Δεν υπάρχει περίπτωση έστω και ένα από όλα αυτά να μη σου έχει τύχει. Ή κάτι παρεμφερές εν πάση περιπτώσει. Άνθρωποι που με το έτσι θέλω τα νερά σου θολώνουν και με μιας αγγελικό προσωπείο φορούν γιατί σε ξέρουν καλά και «σ’ αγαπάνε» και σε νοιάζονται και φυσικά θέλουν μόνο το καλό σου! Γραφικό τουλάχιστον. Και δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου για τη συγκεκριμένη ατάκα που κάθε φορά που στα αυτιά μου ηχεί, νιώθω να με διαπερνάει ρεύμα ηλεκτρικό.
Αδιανόητο να προφασίζονται ορισμένοι το καλό των παιδιών τους και να μη στηρίζουν τις επιλογές τους, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό και να ξεσπάσουν τα απωθημένα τους. Αδιανόητο να προσπαθούν κάποιοι σύντροφοι «καλοί» να αποκόψουν τη σχέση τους από τις «κακές παρέες» γιατί «σου φουσκώνουν τα μυαλά». Αδιανόητο οι παιδαγωγοί αντί να σε ελευθερώνουν να σε κλείνουν σε κουτιά, να σε μυούν στην παπαγαλία και να σε κατευθύνουν σε γκρίζες σελίδες μιας ιστορίας με ένα σωρό παραλλαγές εξυμνώντας το «καλό» του έθνους. Αδιανόητο να πέφτεις στη λούμπα όλων αυτών και άλλων πολλών για ένα καλό ολότελα δικό σου…
Ήρθαν πολλοί έως τώρα που τα μυαλά σου ισοπέδωσαν με θεωρίες περί ηθικής, λογικής και καθωσπρεπισμού και άλλοι τόσοι θα ‘ρθουν που με το έτσι θέλω θα προσπαθήσουν να σε παραπλανήσουν για τα δικά τους οφέλη και τα γούστα τους, πάντοτε φορώντας μια μάσκα καλοσύνης φαινομενικής.
Να τους προσέχεις και να είσαι ανοιχτός, μα να φιλτράρεις τα λεγόμενά τους. Να αμφισβητείς. Και αυτό όχι από καχυποψία, αλλά να… καλύτερα να πατάς στα πόδια σου γερά κι ας κάνεις λάθη ανθρώπινα, παρά αύριο μεθαύριο να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο επειδή υπήρξες «έρμαιο» συνθηκών. Τότε, δε μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν.
Οι επιλογές είναι δικές σου και μόνο, όπως και όλα είναι στο χέρι σου.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα σκληρό και μη ρεαλιστικό από κάποιους αυτό το «όλα είναι στο χέρι σου». Κρίμα να μη συμφωνούμε, μα είναι. Ακούσαμε πολλά παραμύθια, πήξαμε σε λουλούδια και αγάπες για το καλό μας… για ένα καλό που πηγαίνει τις περισσότερες φορές κόντρα στο ίδιο μας το είναι, για ένα καλό που μας κάνει να ματώνουμε γιατί έτσι όπως μας πλασάρεται, δεν είναι εμείς, για ένα καλό που πάντοτε οι παντογνώστες που μας «λατρεύουν» θα μας επιβάλουν.
Όμως προσέξτε, αν πέσουμε στα δίχτυα του, δε θα ευθύνονται εκείνοι, μα εμείς και ΜΟΝΟ. Ας μη φερόμαστε ανόητα… Κι ας μην τρελαθούμε, εγκλωβίζοντας το παιδί μέσα μας και καταπιέζοντας τα πάθη και τις ανάγκες του. Ας μη χάσουμε σε τελική ανάλυση τον εαυτό μας «για το καλό μας». Κρίμα είναι…
Θεωρία Μεταφυσικής: Η Διασυνδεδεμένη Ταπισερί
1. Θεμελιώδης πραγματικότητα:
Το θεμέλιο της μεταφυσικής μας θεωρίας βρίσκεται στην έννοια της Θεμελιώδους Πραγματικότητας, η οποία περιλαμβάνει την υποκείμενη ουσία κάθε ύπαρξης. Υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας ενιαίος, διασυνδεδεμένος ιστός πραγματικότητας που υπερβαίνει μεμονωμένες οντότητες και φαινόμενα.
2. Οντολογική ενότητα:
Η Οντολογική Ενότητα είναι μια κεντρική αρχή που δηλώνει ότι όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι θεμελιωδώς αλληλένδετα και αχώριστα. Υποδηλώνει ότι υπάρχει μια υποκείμενη ενότητα που ενώνει τις διαφορετικές εκδηλώσεις της πραγματικότητας, δίνοντας έμφαση στην αλληλεξάρτηση όλων των όντων και των φαινομένων.
3. Η συνείδηση ως το έδαφος της ύπαρξης:
Σε αυτό το μεταφυσικό πλαίσιο, η Συνείδηση θεωρείται ως το θεμελιώδες έδαφος της ύπαρξης. Προτείνει ότι η συνείδηση δεν είναι απλώς ένα προϊόν του φυσικού κόσμου, αλλά μάλλον μια θεμελιώδης πτυχή της ίδιας της πραγματικότητας. Όλες οι οντότητες, τόσο αισθανόμενες όσο και μη, διαθέτουν έναν βαθμό συνείδησης, συμβάλλοντας στη διασυνδεδεμένη ταπισερί της ύπαρξης.
4. Αιτιότητα και εμφάνιση:
Η αιτιότητα και η ανάδυση είναι αλληλένδετες αρχές που περιγράφουν τη δυναμική φύση της πραγματικότητας. Η αιτιότητα υποδηλώνει ότι υπάρχουν περίπλοκες αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, ενώ η Ανάδυση αναγνωρίζει ότι νέες ιδιότητες, οντότητες και μοτίβα μπορούν να προκύψουν από τις αλληλεπιδράσεις και την οργάνωση απλούστερων συστατικών.
5. Πολυδιάστατη πραγματικότητα:
Αυτή η μεταφυσική θεωρία αναγνωρίζει την ύπαρξη πολλαπλών διαστάσεων πέρα από το παρατηρήσιμο φυσικό πεδίο. Θεωρεί ότι η πραγματικότητα περιλαμβάνει επίπεδα ή διαστάσεις που μπορεί να είναι απρόσιτες στη συνηθισμένη ανθρώπινη αντίληψη, ωστόσο επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις εμπειρίες και τις αλληλεπιδράσεις μας με τον κόσμο.
6. Η ψευδαίσθηση του χωρισμού:
Η ψευδαίσθηση του χωρισμού αμφισβητεί την αντίληψη των διακριτών ορίων μεταξύ του εαυτού και του άλλου, υποκειμένου και αντικειμένου. Υποστηρίζει ότι ο αντιληπτός διαχωρισμός είναι μια περιορισμένη προοπτική, και στην πραγματικότητα, υπάρχει μια βαθιά διασύνδεση μεταξύ όλων των όντων και των φαινομένων. Αυτή η αρχή ενθαρρύνει την ενσυναίσθηση, τη συμπόνια και την αίσθηση της αλληλένδετης ευθύνης.
7. Υπέρβαση και Μεταμόρφωση:
Η Υπέρβαση και ο Μετασχηματισμός υπογραμμίζουν την ικανότητα των ατόμων να επεκτείνουν τη συνείδησή τους και να ξεπεράσουν τις περιορισμένες προοπτικές. Υποδηλώνει ότι μέσω της αυτογνωσίας, της ενδοσκόπησης και των πνευματικών πρακτικών, μπορεί κανείς να ταξιδέψει πέρα από τα συμβατικά όρια, οδηγώντας σε προσωπική ανάπτυξη, διευρυμένη κατανόηση και βαθύτερη σύνδεση με τη διασυνδεδεμένη ταπετσαρία της πραγματικότητας.
8. Ηθικές επιπτώσεις:
Αυτό το μεταφυσικό πλαίσιο αναγνωρίζει τις ηθικές συνέπειες της αναγνώρισης της διασυνδεδεμένης φύσης της πραγματικότητας. Τονίζει τη σημασία της καλλιέργειας αρετών όπως η συμπόνια, ο σεβασμός και η αρμονία στις αλληλεπιδράσεις μας με άλλα όντα και το περιβάλλον. Προωθεί μια ολιστική και βιώσιμη προσέγγιση της ζωής, λαμβάνοντας υπόψη την ευημερία ολόκληρου του διασυνδεδεμένου ιστού της ύπαρξης.
9. Ενότητα στη Διαφορετικότητα:
Η Ενότητα μέσα στην Ποικιλία εξυμνεί τον πλούτο και την ποικιλομορφία της ύπαρξης ενώ αναγνωρίζει την υποκείμενη ενότητα που τη διαπερνά. Αναγνωρίζει ότι διαφορετικές προοπτικές, εμπειρίες και εκδηλώσεις συμβάλλουν στην ταπισερί της πραγματικότητας, ενισχύοντας την αίσθηση της εκτίμησης, της αρμονίας και της περιεκτικότητας.
10. Σύνοψη
Συνοψίζοντας, η θεωρία της μεταφυσικής «Διασυνδεδεμένης Ταπετσαρίας» προτείνει ότι η πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς αλληλένδετη και ενοποιημένη. Αναγνωρίζει το ρόλο της συνείδησης, της αιτιότητας και της ανάδυσης στη διαμόρφωση της πολυδιάστατης φύσης της ύπαρξης. Αμφισβητεί την ψευδαίσθηση του χωρισμού, ενθαρρύνει την υπέρβαση και τη μεταμόρφωση και υπογραμμίζει τις ηθικές συνέπειες της αναγνώρισης της διασύνδεσής μας. Τελικά, προωθεί μια ολιστική και περιεκτική προσέγγιση της ζωής, αγκαλιάζοντας την ενότητα στην διαφορετικότητα που ορίζει τη διασυνδεδεμένη ταπετσαρία της πραγματικότητας.
Το θεμέλιο της μεταφυσικής μας θεωρίας βρίσκεται στην έννοια της Θεμελιώδους Πραγματικότητας, η οποία περιλαμβάνει την υποκείμενη ουσία κάθε ύπαρξης. Υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας ενιαίος, διασυνδεδεμένος ιστός πραγματικότητας που υπερβαίνει μεμονωμένες οντότητες και φαινόμενα.
2. Οντολογική ενότητα:
Η Οντολογική Ενότητα είναι μια κεντρική αρχή που δηλώνει ότι όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι θεμελιωδώς αλληλένδετα και αχώριστα. Υποδηλώνει ότι υπάρχει μια υποκείμενη ενότητα που ενώνει τις διαφορετικές εκδηλώσεις της πραγματικότητας, δίνοντας έμφαση στην αλληλεξάρτηση όλων των όντων και των φαινομένων.
3. Η συνείδηση ως το έδαφος της ύπαρξης:
Σε αυτό το μεταφυσικό πλαίσιο, η Συνείδηση θεωρείται ως το θεμελιώδες έδαφος της ύπαρξης. Προτείνει ότι η συνείδηση δεν είναι απλώς ένα προϊόν του φυσικού κόσμου, αλλά μάλλον μια θεμελιώδης πτυχή της ίδιας της πραγματικότητας. Όλες οι οντότητες, τόσο αισθανόμενες όσο και μη, διαθέτουν έναν βαθμό συνείδησης, συμβάλλοντας στη διασυνδεδεμένη ταπισερί της ύπαρξης.
4. Αιτιότητα και εμφάνιση:
Η αιτιότητα και η ανάδυση είναι αλληλένδετες αρχές που περιγράφουν τη δυναμική φύση της πραγματικότητας. Η αιτιότητα υποδηλώνει ότι υπάρχουν περίπλοκες αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, ενώ η Ανάδυση αναγνωρίζει ότι νέες ιδιότητες, οντότητες και μοτίβα μπορούν να προκύψουν από τις αλληλεπιδράσεις και την οργάνωση απλούστερων συστατικών.
5. Πολυδιάστατη πραγματικότητα:
Αυτή η μεταφυσική θεωρία αναγνωρίζει την ύπαρξη πολλαπλών διαστάσεων πέρα από το παρατηρήσιμο φυσικό πεδίο. Θεωρεί ότι η πραγματικότητα περιλαμβάνει επίπεδα ή διαστάσεις που μπορεί να είναι απρόσιτες στη συνηθισμένη ανθρώπινη αντίληψη, ωστόσο επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις εμπειρίες και τις αλληλεπιδράσεις μας με τον κόσμο.
6. Η ψευδαίσθηση του χωρισμού:
Η ψευδαίσθηση του χωρισμού αμφισβητεί την αντίληψη των διακριτών ορίων μεταξύ του εαυτού και του άλλου, υποκειμένου και αντικειμένου. Υποστηρίζει ότι ο αντιληπτός διαχωρισμός είναι μια περιορισμένη προοπτική, και στην πραγματικότητα, υπάρχει μια βαθιά διασύνδεση μεταξύ όλων των όντων και των φαινομένων. Αυτή η αρχή ενθαρρύνει την ενσυναίσθηση, τη συμπόνια και την αίσθηση της αλληλένδετης ευθύνης.
7. Υπέρβαση και Μεταμόρφωση:
Η Υπέρβαση και ο Μετασχηματισμός υπογραμμίζουν την ικανότητα των ατόμων να επεκτείνουν τη συνείδησή τους και να ξεπεράσουν τις περιορισμένες προοπτικές. Υποδηλώνει ότι μέσω της αυτογνωσίας, της ενδοσκόπησης και των πνευματικών πρακτικών, μπορεί κανείς να ταξιδέψει πέρα από τα συμβατικά όρια, οδηγώντας σε προσωπική ανάπτυξη, διευρυμένη κατανόηση και βαθύτερη σύνδεση με τη διασυνδεδεμένη ταπετσαρία της πραγματικότητας.
8. Ηθικές επιπτώσεις:
Αυτό το μεταφυσικό πλαίσιο αναγνωρίζει τις ηθικές συνέπειες της αναγνώρισης της διασυνδεδεμένης φύσης της πραγματικότητας. Τονίζει τη σημασία της καλλιέργειας αρετών όπως η συμπόνια, ο σεβασμός και η αρμονία στις αλληλεπιδράσεις μας με άλλα όντα και το περιβάλλον. Προωθεί μια ολιστική και βιώσιμη προσέγγιση της ζωής, λαμβάνοντας υπόψη την ευημερία ολόκληρου του διασυνδεδεμένου ιστού της ύπαρξης.
9. Ενότητα στη Διαφορετικότητα:
Η Ενότητα μέσα στην Ποικιλία εξυμνεί τον πλούτο και την ποικιλομορφία της ύπαρξης ενώ αναγνωρίζει την υποκείμενη ενότητα που τη διαπερνά. Αναγνωρίζει ότι διαφορετικές προοπτικές, εμπειρίες και εκδηλώσεις συμβάλλουν στην ταπισερί της πραγματικότητας, ενισχύοντας την αίσθηση της εκτίμησης, της αρμονίας και της περιεκτικότητας.
10. Σύνοψη
Συνοψίζοντας, η θεωρία της μεταφυσικής «Διασυνδεδεμένης Ταπετσαρίας» προτείνει ότι η πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς αλληλένδετη και ενοποιημένη. Αναγνωρίζει το ρόλο της συνείδησης, της αιτιότητας και της ανάδυσης στη διαμόρφωση της πολυδιάστατης φύσης της ύπαρξης. Αμφισβητεί την ψευδαίσθηση του χωρισμού, ενθαρρύνει την υπέρβαση και τη μεταμόρφωση και υπογραμμίζει τις ηθικές συνέπειες της αναγνώρισης της διασύνδεσής μας. Τελικά, προωθεί μια ολιστική και περιεκτική προσέγγιση της ζωής, αγκαλιάζοντας την ενότητα στην διαφορετικότητα που ορίζει τη διασυνδεδεμένη ταπετσαρία της πραγματικότητας.
Η καλή διάθεση είναι επιλογή
«Δεν μας ενοχλεί το τι μας συμβαίνει, αλλά το τι θεωρούμε ότι μας συμβαίνει…» αναφέρει στο έργο του ο Έλληνας στωικός φιλόσοφος Επίκτητος. Η διαδικασία της αντίδρασης στα ερεθίσματα που δεχόμαστε καθορίζει τη διάθεση μας και είναι διαφορετική σε κάθε άνθρωπο. Για αυτό και κάποιοι μπορεί να βλέπουν ένα ποτήρι μισογεμάτο, άλλοι μισοάδειο και… κάποιοι άλλοι, όπως λέγεται χιουμοριστικά, κοιτούν αν έχει δαχτυλιές το ποτήρι…
Οι άνθρωποι αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στο ίδιο ερέθισμα, ή πολλές φορές μπορεί ο ίδιος άνθρωπος έχει άλλη αντίδραση στο ίδιο «πρόβλημα» και αυτό συμβαίνει γιατί η συναισθηματική μας διάθεση, επηρεάζεται από τα γεγονότα ανάλογα με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό τη δεδομένη στιγμή. Αυτό μας κάνει να δίνουμε διαφορετικές «διαστάσεις» στα θέματα που μας απασχολούν και όχι αυτές που ρεαλιστικά τους αναλογούν και δυστυχώς αυτή η διαδικασία γίνεται βαρόμετρο της διάθεσης μας.
Επιρροές στη διάθεση
Η συναισθηματική μας διάθεση, το πότε και το πόσο συχνά νιώθουμε μέσα σε μια μέρα χαρά, λύπη ή ανησυχία επηρεάζεται από δύο παράγοντες, αφενός τα γεγονότα που συμβαίνουν στο περιβάλλον μας και κυρίως τις σκέψεις που κάνουμε συνεχώς για τα γεγονότα. Αυτές οι σκέψεις γίνονται μέσα από το πρίσμα του πως «αντιλαμβανόμαστε» εμείς τον εαυτό μας και αυτό αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων και την… συλλογή εμπειριών που έχουμε.
Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τα πρώιμα παιδικά μας χρόνια, κάθε γεγονός που συμβαίνει, η μνήμη μας το «ερμηνεύει» αλιεύοντας παλαιότερα όμοια γεγονότα και σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και την «εικόνα» που έχουμε για εμάς. Επί παραδείγματι, ένα διαγώνισμα στο σχολείο, μπορεί για κάποιους να φαντάζει με παιχνίδι, ενώ για άλλους σημαίνει ένα τεστ δοκιμασίας της προσωπικής τους αξίας.
Είναι θετικό το γεγονός ότι δε γεννιόμαστε αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εσωστρεφείς ή εξωστρεφείς, τολμηροί ή διστακτικοί. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα «υιοθετούμε» μέσα από τις εμπειρίες μας στα πρώτα χρόνια της ζωής μας αλλά δεν μένουν πάνω μας σαν «σφραγίδα» αφού γνωρίζουμε πλέον και μέσα από την πρόοδο των νευροεπιστημών, ότι ο ασυνείδητος τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας και επομένως το περιβάλλον, μπορεί να αλλάξει, αρκεί να τον επεξεργαστούμε με τη σκέψη μας και να τον κάνουμε συνειδητό.
Το συναισθηματικό και το λογικό μυαλό
Το ανθρώπινο μυαλό, λειτουργεί σχεδόν όπως ένας πολύπλοκος ηλεκτρονικός υπολογιστής. Βέβαια υπάρχουν βασικές ομοιότητες και διαφορές με τα άψυχα μηχανήματα.
Μια ομοιότητα είναι πως το μυαλό όλων μας είναι «σχεδιασμένο» πάνω στο ίδιο βασικό σχέδιο. Υπάρχει για παράδειγμα πάντοτε ο «συναισθηματικός» και ο «λογικός» εγκέφαλος, οι οποίοι «συνεργάζονται» αρμονικά και συνέχεια.
Δεύτερη ομοιότητα είναι πως υπάρχουν πολλές «προσχεδιασμένες διαδικασίες» στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού μας, οι οποίες «παράγουν» χημικές ουσίες (νευροδιαβιβαστές), απαραίτητες, προκειμένου να διατηρούμε μία καλή συναισθηματική διάθεση. Ο συναισθηματικός εγκέφαλος προηγείται στη λήψη διαφόρων αποφάσεων διότι θα ήταν μοιραία χρονοβόρο, αν μπροστά σε έναν μεγάλο κίνδυνο δε νιώθαμε φόβο και καθόμασταν με τη λογική να τον επεξεργαστούμε. Οι υπολογιστές δε νιώθουν χαρά, φόβο ή άλλα συναισθήματα αλλά ευτυχώς εμείς, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι.
Τρίτον, ο «δικός μας» υπολογιστής κινείται με στόχο τη συναισθηματική ικανοποίηση και όχι με μαθηματική λογική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται οι συνήθειες, σε σχέσεις, πρόσωπα και καταστάσεις, που ενώ με «μαθηματικό» υπολογισμό μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ωφέλιμες, οι άνθρωποι προσκολλούνται σε αυτές λόγω του φόβου να ξεφύγουν και να προχωρήσουν δοκιμάζοντας κάτι καινούριο αλλά άγνωστο.
Τέταρτον, παρότι όλοι διαθέτουμε έναν παρόμοιο υπολογιστή φτιαγμένο από το ίδιο υλικό και «καλωδιωμένο» κατά το ίδιο πρότυπο (όπως η αντίδραση του φόβου απέναντι σε ότι θεωρείται απειλή για την επιβίωση), οι εμπειρίες που αποκτούνται κυρίως στα πρώιμα χρόνια της ζωής, επιδρούν πρόσθετα σε αυτή την καλωδίωση του υπολογιστή. Οι εμπειρίες αυτές μπορούν να διαμορφώσουν πεποιθήσεις, αξίες, συναισθηματικές αντιδράσεις, ακόμη και το αν κοιτάζοντας ένα ποτήρι το βλέπουμε μισογεμάτο ή μισοάδειο, μεταφορικά μιλώντας δηλαδή, τον υποκειμενικό τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντος.
Όταν επομένως γράφεται ένα κείμενο ψυχολογίας, μπορεί να απευθύνεται γενικά, διότι το μυαλό όλων μας έχει τις ίδιες βασικές ανάγκες, αλλά δεν μπορεί να απευθύνεται ειδικά, καθώς οι ξεχωριστές εμπειρίες κάθε ανθρώπου έχουν δημιουργήσει έναν υπολογιστή με τη δική του, μοναδική σε διάφορα σημεία «καλωδίωση».
«Προσχεδιασμένες διαδικασίες» προκειμένου να διατηρούμε μία καλή συναισθηματική διάθεση
Από τη φύση μας είμαστε φτιαγμένοι να έχουμε κάποιες βασικές ανάγκες, οι οποίες όταν ικανοποιούνται, εκκρίνονται «θετικές» χημικές ουσίες, που μας κάνουν να νιώθουμε ευχάριστα, ακόμη και ευτυχισμένοι. Μέσα σε αυτές τις ανάγκες πέρα από την πείνα και τη δίψα, είναι και το σεξουαλικό ένστικτο. Τα συναισθήματα συντροφικότητας γεννιούνται χάρη στις χημικές ουσίες που παράγονται στο ανθρώπινο μυαλό κατά τη διάρκεια του σεξ.
Η κινητική ορμή…
«Προερχόμαστε» από τη φύση και όπως σε άλλα έμβια όντα, το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ενστικτώδη εκδήλωση της εσωτερικής έκφρασης του ανθρώπου, που φανερώνεται με μια ποικιλία κινήσεων και αισθήσεων. Το παιχνίδι είναι μια γενική ένδειξη ζωής, γιατί δεν παίζουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Στον άνθρωπο όμως συνδυάζεται η ενστικτώδης ορμή για κίνηση και χαρά με την ανάγκη για δημιουργία.
Καθώς το μυαλό μας λειτουργεί πρώτα με το συναίσθημα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να «αντέξει» την επανάληψη μιας καθημερινής επαναλαμβανόμενης ρουτίνας περιμένοντας μία φορά το χρόνο να ξεφύγει σε κάποιες διακοπές. Όταν η επανάληψη της ίδιας καθημερινότητας «φθείρει» τη συναισθηματική διάθεση, το μυαλό μας χρειάζεται να προσμένει στο άμεσο μέλλον κάτι ευχάριστο, μέσα στην ίδια εβδομάδα έστω, προκειμένου να διατηρήσει την καλή διάθεση.
«Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σταθερά καλή διάθεση, αυτή που βιώνεις μόνιμα και όχι παροδικά. Διότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκεια, το θέμα είναι (και είναι εφικτό) να διατηρείς τη διάθεσή σου ακμαία κάθε μέρα», υπογράμμιζε ο Επίκουρος.
Βρείτε ενδιαφέρονται και το γέλιο σας μέσα από την επαφή
Το μυαλό έχει ανάγκη μία ποικιλία ερεθισμάτων μέσω των αισθήσεων. Η εξερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος, τα διάφορα ενδιαφέροντα και χόμπυ που φέρνουν πραγματική επαφή, επικοινωνία και κυρίως το γέλιο, βοηθούν το μυαλό να «παράγει» τις χημικές ουσίες που φέρνουν καλή διάθεση.
Η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία είναι «γραμμένη στα γονίδιά» μας ως φυσικό αντικαταθλιπτικό. Όχι, όμως μέσω του γραπτού λόγου, με τον οποίο γίνεται μεγάλο μέρος της επικοινωνίας σήμερα καθότι οι αισθήσεις και ο εγκέφαλος στερούνται με αυτόν τον απρόσωπο τρόπο και χάνουν αμέτρητα ερεθίσματα πληροφοριών, όπως η χροιά της φωνής, το βλέμμα των οικείων μας, η ανάγκη να αναγνωρίζεται η αξία μας και να λαμβάνουμε αποδοχή.
Όλοι κρυβόμαστε πίσω από τα προβλήματα μας και «βαριόμαστε» να αλλάξουμε. Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος δικαιολογιών και μεταφοράς ευθυνών στον… άλλον, αλλά δυστυχώς με αυτόν τον τρόπο επιλέγουμε ουσιαστικά την απομόνωση και την απομάκρυνση και κανείς δεν κάνει την αρχή της επαφής υπό τον φόβο της αλλαγής και της έκθεσης του εαυτού μας. Ένας μεγάλος εγωισμός συνήθως κρύβει φόβο να δείξουμε τις ευάλωτες πλευρές μας. Ταυτόχρονα όμως είναι και μία αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι έχουμε πολλές ευάλωτες πλευρές. Αυτές, όμως εκλείπουν μόνο όταν εξασκούμαστε και εξοικειωνόμαστε με αυτό που φοβόμαστε.
Η συναισθηματική διάθεση αυξάνει σταδιακά
Όταν η συναισθηματική μας διάθεση είναι μέτρια, για λόγους βιολογικούς, η συγκέντρωση της προσοχής μας είναι πιο δύσκολη. Το να προσπαθήσουμε, για παράδειγμα, να διαβάσουμε σε μία τέτοια στιγμή ένα βιβλίο, το οποίο απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έτσι συνήθως κάνουμε την «λάθος» επιλογή δηλαδή προτιμάμε την αλληλεπίδραση με μία οθόνη, η οποία όμως δεν «παράγει» κανένα χημικό της καλής διάθεσης. Το μυαλό όμως δε ξεγελιέται, αντιλαμβάνεται ότι δεν αλληλεπιδρούμε πραγματικά, καθώς γνωρίζει ότι απλά κοιτάμε μία οθόνη.
Πολλοί άνθρωποι μπορεί λόγω μέτριας διάθεσης να αποφεύγουν να βρεθούν με οικεία πρόσωπα νιώθοντας ότι μπορεί να ακούσουν προβλήματα άλλων και να δαπανήσουν «αρκετή ενέργεια» που πιστεύουν ότι δε διαθέτουν. Οι άνθρωποι που διατηρούν μία σταθερά καλή διάθεση όμως, προσπαθούν να κάνουν τους οικείους τους να γελάσουν, ώστε να «επωφεληθούν» από την ευχάριστη ατμόσφαιρα, που οι ίδιοι δημιουργούν.
Ακόμη και το γέλιο των άλλων συμβολίζει την αναγνώριση και την αποδοχή του εαυτού μας από τους άλλους, κάτι που είναι βασική μας ανάγκη, και βοηθά στο να «παραχθούν» τα φυσικά αντικαταθλιπτικά του μυαλού. Ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουαίην, φαίνεται να είχε συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό λέγοντας, «ο καλύτερος τρόπος να δίνεις κουράγιο στον εαυτό σου είναι να δίνεις κουράγιο στους άλλους». Μόνο όταν επιτύχουμε ένα επίπεδο καλής διάθεσης, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι που απαιτεί πιο «ισχυρή» καλή διάθεση και περισσότερη συγκέντρωση, όπως το διάβασμα ενός βιβλίου ή ένα ενδιαφέρον που απαιτεί περισσότερη ενέργεια όπως η άθληση.
Η καλή διάθεση είναι μέσα σου και είναι επιλογή
Ακόμη και η καλή διάθεση έχει επίπεδα και μοιάζει περισσότερο με σκαλοπάτια που ανεβαίνουμε σταδιακά. Χρειάζεται κάποιες φορές με τη λογική να ωθήσουμε τον εαυτό μας, ίσως και να τον πιέσουμε, να ανέβει ένα σκαλοπάτι το οποίο μπορεί να μην έχει τη διάθεση να το κάνει. Μόλις όμως ανεβούμε ένα, αποκτούμε τη δύναμη για ακόμη ένα ψηλότερο σκαλοπάτι. Έτσι, σύντομα, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι …η διάθεση μας είναι σαν μία σκάλα η οποία μπορεί να φτάσει πραγματικά πολύ ψηλά.
Είναι ακριβώς αυτό που εννοούσε ο Πυθαγόρας, έχοντας κατανοήσει τον τρόπο που φιλτράρει το μυαλό τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και τον τρόπο που η λογική μπορεί να μας κινητοποιήσει να αναζητήσουμε πράγματα που θα μας δημιουργήσουν θετικά συναισθήματα, λέγοντας, «Μην ψάχνεις την ευτυχία είναι πάντα μέσα σου».
Και όταν ο Γάλλος φιλόσοφος Michel de Montaigne έλεγε ότι, «Η αδιαμφισβήτητη απόδειξη σοφίας είναι η συνεχώς καλή διάθεση», εννοούσε ότι όταν ξέρουμε αυτό που πάντοτε συμβαίνει, ότι κάθε εξωτερικό ερέθισμα αγγίζει συναισθηματικά, κάτι που υπάρχει ήδη στο μυαλό μας, τότε μπορούμε με τη σκέψη μας να το αγνοήσουμε ή να επιλέξουμε να του δώσουμε την σημασία που του αναλογεί, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Οι άνθρωποι αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στο ίδιο ερέθισμα, ή πολλές φορές μπορεί ο ίδιος άνθρωπος έχει άλλη αντίδραση στο ίδιο «πρόβλημα» και αυτό συμβαίνει γιατί η συναισθηματική μας διάθεση, επηρεάζεται από τα γεγονότα ανάλογα με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό τη δεδομένη στιγμή. Αυτό μας κάνει να δίνουμε διαφορετικές «διαστάσεις» στα θέματα που μας απασχολούν και όχι αυτές που ρεαλιστικά τους αναλογούν και δυστυχώς αυτή η διαδικασία γίνεται βαρόμετρο της διάθεσης μας.
Επιρροές στη διάθεση
Η συναισθηματική μας διάθεση, το πότε και το πόσο συχνά νιώθουμε μέσα σε μια μέρα χαρά, λύπη ή ανησυχία επηρεάζεται από δύο παράγοντες, αφενός τα γεγονότα που συμβαίνουν στο περιβάλλον μας και κυρίως τις σκέψεις που κάνουμε συνεχώς για τα γεγονότα. Αυτές οι σκέψεις γίνονται μέσα από το πρίσμα του πως «αντιλαμβανόμαστε» εμείς τον εαυτό μας και αυτό αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων και την… συλλογή εμπειριών που έχουμε.
Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τα πρώιμα παιδικά μας χρόνια, κάθε γεγονός που συμβαίνει, η μνήμη μας το «ερμηνεύει» αλιεύοντας παλαιότερα όμοια γεγονότα και σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και την «εικόνα» που έχουμε για εμάς. Επί παραδείγματι, ένα διαγώνισμα στο σχολείο, μπορεί για κάποιους να φαντάζει με παιχνίδι, ενώ για άλλους σημαίνει ένα τεστ δοκιμασίας της προσωπικής τους αξίας.
Είναι θετικό το γεγονός ότι δε γεννιόμαστε αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εσωστρεφείς ή εξωστρεφείς, τολμηροί ή διστακτικοί. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα «υιοθετούμε» μέσα από τις εμπειρίες μας στα πρώτα χρόνια της ζωής μας αλλά δεν μένουν πάνω μας σαν «σφραγίδα» αφού γνωρίζουμε πλέον και μέσα από την πρόοδο των νευροεπιστημών, ότι ο ασυνείδητος τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας και επομένως το περιβάλλον, μπορεί να αλλάξει, αρκεί να τον επεξεργαστούμε με τη σκέψη μας και να τον κάνουμε συνειδητό.
Το συναισθηματικό και το λογικό μυαλό
Το ανθρώπινο μυαλό, λειτουργεί σχεδόν όπως ένας πολύπλοκος ηλεκτρονικός υπολογιστής. Βέβαια υπάρχουν βασικές ομοιότητες και διαφορές με τα άψυχα μηχανήματα.
Μια ομοιότητα είναι πως το μυαλό όλων μας είναι «σχεδιασμένο» πάνω στο ίδιο βασικό σχέδιο. Υπάρχει για παράδειγμα πάντοτε ο «συναισθηματικός» και ο «λογικός» εγκέφαλος, οι οποίοι «συνεργάζονται» αρμονικά και συνέχεια.
Δεύτερη ομοιότητα είναι πως υπάρχουν πολλές «προσχεδιασμένες διαδικασίες» στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού μας, οι οποίες «παράγουν» χημικές ουσίες (νευροδιαβιβαστές), απαραίτητες, προκειμένου να διατηρούμε μία καλή συναισθηματική διάθεση. Ο συναισθηματικός εγκέφαλος προηγείται στη λήψη διαφόρων αποφάσεων διότι θα ήταν μοιραία χρονοβόρο, αν μπροστά σε έναν μεγάλο κίνδυνο δε νιώθαμε φόβο και καθόμασταν με τη λογική να τον επεξεργαστούμε. Οι υπολογιστές δε νιώθουν χαρά, φόβο ή άλλα συναισθήματα αλλά ευτυχώς εμείς, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι.
Τρίτον, ο «δικός μας» υπολογιστής κινείται με στόχο τη συναισθηματική ικανοποίηση και όχι με μαθηματική λογική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται οι συνήθειες, σε σχέσεις, πρόσωπα και καταστάσεις, που ενώ με «μαθηματικό» υπολογισμό μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ωφέλιμες, οι άνθρωποι προσκολλούνται σε αυτές λόγω του φόβου να ξεφύγουν και να προχωρήσουν δοκιμάζοντας κάτι καινούριο αλλά άγνωστο.
Τέταρτον, παρότι όλοι διαθέτουμε έναν παρόμοιο υπολογιστή φτιαγμένο από το ίδιο υλικό και «καλωδιωμένο» κατά το ίδιο πρότυπο (όπως η αντίδραση του φόβου απέναντι σε ότι θεωρείται απειλή για την επιβίωση), οι εμπειρίες που αποκτούνται κυρίως στα πρώιμα χρόνια της ζωής, επιδρούν πρόσθετα σε αυτή την καλωδίωση του υπολογιστή. Οι εμπειρίες αυτές μπορούν να διαμορφώσουν πεποιθήσεις, αξίες, συναισθηματικές αντιδράσεις, ακόμη και το αν κοιτάζοντας ένα ποτήρι το βλέπουμε μισογεμάτο ή μισοάδειο, μεταφορικά μιλώντας δηλαδή, τον υποκειμενικό τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντος.
Όταν επομένως γράφεται ένα κείμενο ψυχολογίας, μπορεί να απευθύνεται γενικά, διότι το μυαλό όλων μας έχει τις ίδιες βασικές ανάγκες, αλλά δεν μπορεί να απευθύνεται ειδικά, καθώς οι ξεχωριστές εμπειρίες κάθε ανθρώπου έχουν δημιουργήσει έναν υπολογιστή με τη δική του, μοναδική σε διάφορα σημεία «καλωδίωση».
«Προσχεδιασμένες διαδικασίες» προκειμένου να διατηρούμε μία καλή συναισθηματική διάθεση
Από τη φύση μας είμαστε φτιαγμένοι να έχουμε κάποιες βασικές ανάγκες, οι οποίες όταν ικανοποιούνται, εκκρίνονται «θετικές» χημικές ουσίες, που μας κάνουν να νιώθουμε ευχάριστα, ακόμη και ευτυχισμένοι. Μέσα σε αυτές τις ανάγκες πέρα από την πείνα και τη δίψα, είναι και το σεξουαλικό ένστικτο. Τα συναισθήματα συντροφικότητας γεννιούνται χάρη στις χημικές ουσίες που παράγονται στο ανθρώπινο μυαλό κατά τη διάρκεια του σεξ.
Η κινητική ορμή…
«Προερχόμαστε» από τη φύση και όπως σε άλλα έμβια όντα, το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ενστικτώδη εκδήλωση της εσωτερικής έκφρασης του ανθρώπου, που φανερώνεται με μια ποικιλία κινήσεων και αισθήσεων. Το παιχνίδι είναι μια γενική ένδειξη ζωής, γιατί δεν παίζουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Στον άνθρωπο όμως συνδυάζεται η ενστικτώδης ορμή για κίνηση και χαρά με την ανάγκη για δημιουργία.
Καθώς το μυαλό μας λειτουργεί πρώτα με το συναίσθημα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να «αντέξει» την επανάληψη μιας καθημερινής επαναλαμβανόμενης ρουτίνας περιμένοντας μία φορά το χρόνο να ξεφύγει σε κάποιες διακοπές. Όταν η επανάληψη της ίδιας καθημερινότητας «φθείρει» τη συναισθηματική διάθεση, το μυαλό μας χρειάζεται να προσμένει στο άμεσο μέλλον κάτι ευχάριστο, μέσα στην ίδια εβδομάδα έστω, προκειμένου να διατηρήσει την καλή διάθεση.
«Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σταθερά καλή διάθεση, αυτή που βιώνεις μόνιμα και όχι παροδικά. Διότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκεια, το θέμα είναι (και είναι εφικτό) να διατηρείς τη διάθεσή σου ακμαία κάθε μέρα», υπογράμμιζε ο Επίκουρος.
Βρείτε ενδιαφέρονται και το γέλιο σας μέσα από την επαφή
Το μυαλό έχει ανάγκη μία ποικιλία ερεθισμάτων μέσω των αισθήσεων. Η εξερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος, τα διάφορα ενδιαφέροντα και χόμπυ που φέρνουν πραγματική επαφή, επικοινωνία και κυρίως το γέλιο, βοηθούν το μυαλό να «παράγει» τις χημικές ουσίες που φέρνουν καλή διάθεση.
Η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία είναι «γραμμένη στα γονίδιά» μας ως φυσικό αντικαταθλιπτικό. Όχι, όμως μέσω του γραπτού λόγου, με τον οποίο γίνεται μεγάλο μέρος της επικοινωνίας σήμερα καθότι οι αισθήσεις και ο εγκέφαλος στερούνται με αυτόν τον απρόσωπο τρόπο και χάνουν αμέτρητα ερεθίσματα πληροφοριών, όπως η χροιά της φωνής, το βλέμμα των οικείων μας, η ανάγκη να αναγνωρίζεται η αξία μας και να λαμβάνουμε αποδοχή.
Όλοι κρυβόμαστε πίσω από τα προβλήματα μας και «βαριόμαστε» να αλλάξουμε. Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος δικαιολογιών και μεταφοράς ευθυνών στον… άλλον, αλλά δυστυχώς με αυτόν τον τρόπο επιλέγουμε ουσιαστικά την απομόνωση και την απομάκρυνση και κανείς δεν κάνει την αρχή της επαφής υπό τον φόβο της αλλαγής και της έκθεσης του εαυτού μας. Ένας μεγάλος εγωισμός συνήθως κρύβει φόβο να δείξουμε τις ευάλωτες πλευρές μας. Ταυτόχρονα όμως είναι και μία αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι έχουμε πολλές ευάλωτες πλευρές. Αυτές, όμως εκλείπουν μόνο όταν εξασκούμαστε και εξοικειωνόμαστε με αυτό που φοβόμαστε.
Η συναισθηματική διάθεση αυξάνει σταδιακά
Όταν η συναισθηματική μας διάθεση είναι μέτρια, για λόγους βιολογικούς, η συγκέντρωση της προσοχής μας είναι πιο δύσκολη. Το να προσπαθήσουμε, για παράδειγμα, να διαβάσουμε σε μία τέτοια στιγμή ένα βιβλίο, το οποίο απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έτσι συνήθως κάνουμε την «λάθος» επιλογή δηλαδή προτιμάμε την αλληλεπίδραση με μία οθόνη, η οποία όμως δεν «παράγει» κανένα χημικό της καλής διάθεσης. Το μυαλό όμως δε ξεγελιέται, αντιλαμβάνεται ότι δεν αλληλεπιδρούμε πραγματικά, καθώς γνωρίζει ότι απλά κοιτάμε μία οθόνη.
Πολλοί άνθρωποι μπορεί λόγω μέτριας διάθεσης να αποφεύγουν να βρεθούν με οικεία πρόσωπα νιώθοντας ότι μπορεί να ακούσουν προβλήματα άλλων και να δαπανήσουν «αρκετή ενέργεια» που πιστεύουν ότι δε διαθέτουν. Οι άνθρωποι που διατηρούν μία σταθερά καλή διάθεση όμως, προσπαθούν να κάνουν τους οικείους τους να γελάσουν, ώστε να «επωφεληθούν» από την ευχάριστη ατμόσφαιρα, που οι ίδιοι δημιουργούν.
Ακόμη και το γέλιο των άλλων συμβολίζει την αναγνώριση και την αποδοχή του εαυτού μας από τους άλλους, κάτι που είναι βασική μας ανάγκη, και βοηθά στο να «παραχθούν» τα φυσικά αντικαταθλιπτικά του μυαλού. Ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουαίην, φαίνεται να είχε συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό λέγοντας, «ο καλύτερος τρόπος να δίνεις κουράγιο στον εαυτό σου είναι να δίνεις κουράγιο στους άλλους». Μόνο όταν επιτύχουμε ένα επίπεδο καλής διάθεσης, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι που απαιτεί πιο «ισχυρή» καλή διάθεση και περισσότερη συγκέντρωση, όπως το διάβασμα ενός βιβλίου ή ένα ενδιαφέρον που απαιτεί περισσότερη ενέργεια όπως η άθληση.
Η καλή διάθεση είναι μέσα σου και είναι επιλογή
Ακόμη και η καλή διάθεση έχει επίπεδα και μοιάζει περισσότερο με σκαλοπάτια που ανεβαίνουμε σταδιακά. Χρειάζεται κάποιες φορές με τη λογική να ωθήσουμε τον εαυτό μας, ίσως και να τον πιέσουμε, να ανέβει ένα σκαλοπάτι το οποίο μπορεί να μην έχει τη διάθεση να το κάνει. Μόλις όμως ανεβούμε ένα, αποκτούμε τη δύναμη για ακόμη ένα ψηλότερο σκαλοπάτι. Έτσι, σύντομα, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι …η διάθεση μας είναι σαν μία σκάλα η οποία μπορεί να φτάσει πραγματικά πολύ ψηλά.
Είναι ακριβώς αυτό που εννοούσε ο Πυθαγόρας, έχοντας κατανοήσει τον τρόπο που φιλτράρει το μυαλό τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και τον τρόπο που η λογική μπορεί να μας κινητοποιήσει να αναζητήσουμε πράγματα που θα μας δημιουργήσουν θετικά συναισθήματα, λέγοντας, «Μην ψάχνεις την ευτυχία είναι πάντα μέσα σου».
Και όταν ο Γάλλος φιλόσοφος Michel de Montaigne έλεγε ότι, «Η αδιαμφισβήτητη απόδειξη σοφίας είναι η συνεχώς καλή διάθεση», εννοούσε ότι όταν ξέρουμε αυτό που πάντοτε συμβαίνει, ότι κάθε εξωτερικό ερέθισμα αγγίζει συναισθηματικά, κάτι που υπάρχει ήδη στο μυαλό μας, τότε μπορούμε με τη σκέψη μας να το αγνοήσουμε ή να επιλέξουμε να του δώσουμε την σημασία που του αναλογεί, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Όταν οι γονείς διαφωνούν μπροστά στο παιδί
Σε κάθε οικογένεια, όπως είναι φυσικό, κάποιες φορές υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των μελών της, δηλαδή μεταξύ γονιών-παιδιών αλλά και μεταξύ των ίδιων των γονιών. Εξάλλου, οι αντιθέσεις και ο γόνιμος διάλογος που προκύπτει από αυτές είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την ψυχολογική εξέλιξη του παιδιού.
Οι διαφωνίες μεταξύ των γονιών μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή, πολλές φορές μπροστά και στο παιδί. Αναμφίβολα, οι γονείς έχουν τις ιδιαιτερότητές τους και βιώνουν μια ποικιλία συναισθημάτων, θετικών και αρνητικών. Zώντας, λοιπόν, σε μια καθημερινότητα που συνήθως απέχει από τις επιθυμίες τους, δεν είναι δύσκολο να δημιουργηθούν θέματα ή καταστάσεις που τους προκαλούν δυσαρέσκεια.
Kάποιες φορές, ξεσπά φασαρία και συχνά ο ένας εκτοξεύει άσχημες φράσεις ή λέξεις προς το σύντροφό του, που εκ των υστέρων τους φέρνουν σε δύσκολη θέση, ιδιαίτερα όταν μάρτυρες αυτών των καθόλου κολακευτικών σκηνών είναι τα παιδιά. Έπειτα από ένα τέτοιο περιστατικό οι γονείς κατακλύζονται από ενοχές. Σκέφτονται πώς θα μπορούσαν να το αποφύγουν, πώς θα καταφέρουν την επόμενη φορά να συγκρατηθούν κ.λπ.
Αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε ποια είναι η επίδραση των διαφωνιών που έχουν οι γονείς στην ψυχοσύνθεση του παιδιού. Tο παιδί προσχολικής ηλικίας δεν κατανοεί πάντοτε την αιτία ενός καβγά, συνήθως αναστατώνεται από το βίαιο τόνο τη φωνής των γονιών και τρομοκρατείται από το κύμα επιθετικότητάς τους. Όταν οι γονείς μαλώνουν, παρατηρούμε ότι συχνά το παιδί παρεμβαίνει, μιλά δυνατά και προσπαθεί να διακόψει τη διένεξη.
Aυτό είναι μια αντίδραση ενστικτώδης που κάνουν πολλά παιδιά, ακόμη και τα πολύ μικρά, η οποία μπορεί να είναι αποτελεσματική. Άλλοτε, την ώρα της φασαρίας, προσπαθεί να δώσει δίκιο στον ένα γονιό, θέλοντας έτσι να δοθεί τέλος στη βίαιη σκηνή.
Mεγαλώνοντας, αποκτά μια πιο έντονη διάθεση κριτικής, η οποία κορυφώνεται στην εφηβεία, όταν προσπαθεί να κατανοήσει τη σχέση των γονιών του. Είναι βέβαιο ότι αυτή η σχέση αποτελεί ορόσημο στη ζωή του και πρότυπο για τη σχέση του με το άλλο φύλο.
Kάποιοι γονείς παίρνουν το μήνυμα του παιδιού, ηρεμούν και προσπαθούν να αμβλύνουν την κρίση. Φυσικά, όταν ηρεμήσουν, είναι απαραίτητο να δώσουν κάποιες απαντήσεις. Nα του εξηγήσουν ότι και το ίδιο κάποιες φορές διαφωνεί ή και μαλώνει με τους φίλους του, όμως μετά τα ξαναβρίσκουν.
Tο ίδιο συμβαίνει με τη μαμά και τον μπαμπά.
Kάποιοι άλλοι γονείς είναι τόσο θυμωμένοι, που δεν καταλαβαίνουν ότι πρέπει να δώσουν ένα τέλος και συνεχίζουν αγνοώντας την αντίδραση του παιδιού και θεωρώντας ότι αυτό είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει. Aυτό, όμως, είναι τεράστιο σφάλμα. Το παιδί, όσο μικρό κι αν είναι, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, βλέπει την ένταση και νιώθει ανασφάλεια, φόβο και άγχος. Aν οι φασαρίες των γονιών είναι συχνές, το παιδί μπορεί να παρουσιάσει διάφορα ψυχοπαθολογικά στοιχεία στη συμπεριφορά του.
Tι πρέπει να γνωρίζετε…
Οι διαφωνίες μεταξύ των γονιών μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή, πολλές φορές μπροστά και στο παιδί. Αναμφίβολα, οι γονείς έχουν τις ιδιαιτερότητές τους και βιώνουν μια ποικιλία συναισθημάτων, θετικών και αρνητικών. Zώντας, λοιπόν, σε μια καθημερινότητα που συνήθως απέχει από τις επιθυμίες τους, δεν είναι δύσκολο να δημιουργηθούν θέματα ή καταστάσεις που τους προκαλούν δυσαρέσκεια.
Kάποιες φορές, ξεσπά φασαρία και συχνά ο ένας εκτοξεύει άσχημες φράσεις ή λέξεις προς το σύντροφό του, που εκ των υστέρων τους φέρνουν σε δύσκολη θέση, ιδιαίτερα όταν μάρτυρες αυτών των καθόλου κολακευτικών σκηνών είναι τα παιδιά. Έπειτα από ένα τέτοιο περιστατικό οι γονείς κατακλύζονται από ενοχές. Σκέφτονται πώς θα μπορούσαν να το αποφύγουν, πώς θα καταφέρουν την επόμενη φορά να συγκρατηθούν κ.λπ.
Αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε ποια είναι η επίδραση των διαφωνιών που έχουν οι γονείς στην ψυχοσύνθεση του παιδιού. Tο παιδί προσχολικής ηλικίας δεν κατανοεί πάντοτε την αιτία ενός καβγά, συνήθως αναστατώνεται από το βίαιο τόνο τη φωνής των γονιών και τρομοκρατείται από το κύμα επιθετικότητάς τους. Όταν οι γονείς μαλώνουν, παρατηρούμε ότι συχνά το παιδί παρεμβαίνει, μιλά δυνατά και προσπαθεί να διακόψει τη διένεξη.
Aυτό είναι μια αντίδραση ενστικτώδης που κάνουν πολλά παιδιά, ακόμη και τα πολύ μικρά, η οποία μπορεί να είναι αποτελεσματική. Άλλοτε, την ώρα της φασαρίας, προσπαθεί να δώσει δίκιο στον ένα γονιό, θέλοντας έτσι να δοθεί τέλος στη βίαιη σκηνή.
Mεγαλώνοντας, αποκτά μια πιο έντονη διάθεση κριτικής, η οποία κορυφώνεται στην εφηβεία, όταν προσπαθεί να κατανοήσει τη σχέση των γονιών του. Είναι βέβαιο ότι αυτή η σχέση αποτελεί ορόσημο στη ζωή του και πρότυπο για τη σχέση του με το άλλο φύλο.
Kάποιοι γονείς παίρνουν το μήνυμα του παιδιού, ηρεμούν και προσπαθούν να αμβλύνουν την κρίση. Φυσικά, όταν ηρεμήσουν, είναι απαραίτητο να δώσουν κάποιες απαντήσεις. Nα του εξηγήσουν ότι και το ίδιο κάποιες φορές διαφωνεί ή και μαλώνει με τους φίλους του, όμως μετά τα ξαναβρίσκουν.
Tο ίδιο συμβαίνει με τη μαμά και τον μπαμπά.
Kάποιοι άλλοι γονείς είναι τόσο θυμωμένοι, που δεν καταλαβαίνουν ότι πρέπει να δώσουν ένα τέλος και συνεχίζουν αγνοώντας την αντίδραση του παιδιού και θεωρώντας ότι αυτό είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει. Aυτό, όμως, είναι τεράστιο σφάλμα. Το παιδί, όσο μικρό κι αν είναι, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, βλέπει την ένταση και νιώθει ανασφάλεια, φόβο και άγχος. Aν οι φασαρίες των γονιών είναι συχνές, το παιδί μπορεί να παρουσιάσει διάφορα ψυχοπαθολογικά στοιχεία στη συμπεριφορά του.
Tι πρέπει να γνωρίζετε…
- Όσο μικρό κι αν είναι το παιδί, καταλαβαίνει τη φασαρία και επηρεάζεται από αυτή.
- Πρέπει να τους εξηγείτε ότι και οι μεγάλοι κάποιες φορές μαλώνουν, όμως μετά συμφιλιώνονται. Aν παρίσταται σε μια φασαρία, είναι σκόπιμο να δει και τη συμφιλίωση.
- H σιωπή και η απόκρυψη των διαφωνιών είναι εξίσου επιζήμια. H επιθετικότητα βρίσκει άλλους τρόπους έκφρασης.
- Πρέπει ν’ αποφεύγετε να το ανακατεύετε στους καβγάδες που σας αφορούν και να μη μειώνετε ο ένας τον άλλον, προσπαθώντας να κερδίσετε την εύνοιά του.
Η ζωή δεν εξαρτάται από την τύχη. Εξαρτάται από τις επιλογές μας
Κάποιος είπε ότι η μοίρα μας δεν εξαρτάται από την τύχη αλλά είναι αποτέλεσμα των συνεχόμενων επιλογών που κάνουμε στη ζωή μας. Οι ευκαιρίες , δεν είναι κάτι που πρέπει να περιμένουμε σαν αποτέλεσμα τύχης ή συγκυριών. Τις ευκαιρίες στη ζωή μας πρέπει να τις δημιουργούμε ΕΜΕΙΣ για τον εαυτό μας. Το μέλλον μας είναι κάτι που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε και δυστυχώς μόνο όταν αρχίσουμε να λειτουργούμε με αυτή την πεποίθηση και πάψουμε να είμαστε μοιρολάτρες θα δούμε την ζωή μας να αλλάζει δραματικά και να αρχίζει να μοιάζει με εκείνη την ζωή που ονειρευτήκαμε για τον εαυτό μας.
Όλα αυτά που θα θέλαμε να μας συμβούν λοιπόν, δεν μας συμβαίνουν γιατί εμείς δεν τα προκαλούμε για να μας συμβούν – γιατί εμείς δεν έχουμε κάνει τις σωστές επιλογές που θα μας οδηγήσουν στην εκπλήρωση των στόχων και των ονείρων μας. Η κάθε επιλογή μας έχει τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματα της στην ζωή μας, είτε αυτά είναι θετικά είτε αρνητικά. Το σύνολο των επιπτώσεων των επιλογών μας είναι αυτό που καθορίζει το ποιοι είμαστε και το τι έχουμε πετύχει.
Πολλοί λένε ότι η ζωή μας είναι αποτέλεσμα του χαρακτήρα μας. Αλλά αν το δείτε πιο προσεκτικά ο ίδιος μας ο χαρακτήρας διαμορφώνεται και αυτός από τις επιλογές μας. Πάρτε για παράδειγμα την επιλογή που ο καθένας μας έχει για την μόρφωση ή για την πνευματικότητα. Είναι επιλογή μας το αν θα σπουδάσουμε ή όχι. Είναι επιλογή μας το αν θα επιθυμήσουμε να εμβαθύνουμε στο νόημα της ζωής ή αν θα παραμείνουμε επιφανειακοί και λάτρεις της ύλης. Είναι επιλογή μας εάν θα προσπαθήσουμε να σώσουμε τον γάμο μας ή να διατηρήσουμε τη σχέση μας ή αν θα προκόψουμε στην δουλειά μας ή ακόμα εάν θα ευτυχήσουμε ή θα δυστυχήσουμε στη ζωή μας. Ναι, ακόμα και αυτή η ευτυχία εξαρτάται από την επιλογή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Είναι το ποτήρι μας μισό – άδειο ή μισό – γεμάτο; Είμαστε επιτυχημένοι γιατί αξίζουμε την επιτυχία ή είμαστε αποτυχημένοι γιατί είμαστε άτυχοι; Τελικά, είμαστε υπεύθυνοι για όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή μας….
Κάποιοι θα πουν : «Δεν επέλεξα να μην έχω χρήματα , δεν έχω επιλέξει να είμαι άρρωστος, δεν έχω επιλέξει να είμαι δυστυχισμένος….!» Ναι , σαφώς , κανένας δεν επιλέγει να είναι φτωχός, αλλά όμως επιλέγει να ξοδεύει περισσότερα από όσα κερδίζει και να είναι χρεωμένος μέχρι τον λαιμό ή επιλέγει να επιθυμεί πράγματα χωρίς να σκέφτεται τρόπους για να τα αποκτήσει. Κανένας δεν επιλέγει να είναι άρρωστος αλλά είναι επιλογή του μια ζωή να καπνίζει , να μην ασκείται , να καταναλώνει βλαβερά φαγητά , να κάνει κατάχρηση αλκοόλ και είναι μόνιμα αγχωμένος. Όσο για την δυστυχία κανείς δεν θα ήθελε να είναι δυστυχισμένος αλλά δεν προσέχει το πως φέρεται στο / στη σύντροφο του, έχει παραμελήσει την οικογένεια και τους φίλους του , έχει γίνει εργασιομανής και έχει μείνει μόνος, έχει γίνει πικρόχολος ,απότομος και εριστικός. Μετά λοιπόν φταιει η μοίρα; Όχι… δεν φταίει καμία μοίρα και καμία σκοτεινή συνωμοσία του σύμπαντος που μας θέλει να δυστυχούμε , να αποτυγχάνουμε , να χωρίζουμε , να πονάμε και να υποφέρουμε. ΕΜΕΙΣ ΦΤΑΙΜΕ! Εμείς και οι λανθασμένες επιλογές μας….
Δυστυχώς είναι δύσκολο να καταλάβουμε την στιγμή που κάνουμε μια επιλογή ή που παίρνουμε μια απόφαση, το αντίκτυπο που η επιλογή αυτή θα έχει στην μετέπειτα ζωή μας. Δεν γνωρίζουμε εάν η επιλογή μας θα μας φέρει επιτυχία και ευτυχία ή προβλήματα και δυστυχία, έτσι δεν είναι; Αλλά πάντα θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να επιλέγουμε και το θάρρος να διορθώνουμε τις λανθασμένες μας επιλογές. Οι λανθασμένες επιλογές δεν διορθώνονται με άλλα λάθη, αλλά με μια καινούργια και αντικειμενική αντιμετώπιση της ζωής μας και των καταστάσεων στις οποίες κατά καιρούς βρισκόμαστε. Οι σωστές εκτιμήσεις, οδηγούν στις σωστές επιλογές.
Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την σημασία που έχουν οι επιλογές μας – η ελεύθερη βούληση μας – το δώρο αυτό που μας δόθηκε αλλά που δυστυχώς επιλέγουμε να μην το χρησιμοποιούμε. Πολλές φορές αποφασίζουμε χωρίς να σκεφτούμε. Άλλες φορές πάλι δεν δίνουμε σημασία στις αποφάσεις μας και έχουμε μια περίεργη πεποίθηση ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό αυτό που θα αποφασίσουμε , ότι δεν θα μας επηρεάσει. Μας είναι πιο εύκολο να ρίξουμε το φταίξιμο ( και την ευθύνη) της ζωής μας στους άλλους, στην ατυχία , στην μοίρα και σε χιλιάδες άλλα πράγματα… εκτός από τον εαυτό μας. Μόλις συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας και μόλις καταλάβουμε την δύναμη που οι επιλογές μας μπορούν να μας χαρίσουν μόνο τότε μπορούμε να αλλάξουμε την ζωή μας. Είναι στο χέρι μας να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι τώρα και που δεν μας βγήκε σε καλό και είναι στο χέρι μας να τολμήσουμε και να δώσουμε μια γροθιά στο χθες συνθλίβοντας το και κτίζοντας πάνω στα συντρίμμια του την καινούργια μας ζωή. Είναι στο χέρι μας να μείνουμε βολεμένοι στην δυστυχία μας ή να τολμήσουμε το άγνωστο που θα μας οδηγήσει στην ευτυχία μας.
Η ευτυχία μας και η επίτευξη των στόχων μας στηρίζεται και στην ψυχική μας κατάσταση. Εάν έχουμε καταφέρει να απαλλαγούμε από τους φόβους μας, τον θυμό μας και την άρνηση, εάν έχουμε το θάρρος να ζούμε την κάθε μας στιγμή και εάν έχουμε την δύναμη να δημιουργούμε την δική μας πραγματικότητα βασισμένη στις προσωπικές μας αξίες, εάν δεν απορρίπτουμε την ευτυχία μας αλλά την αγκαλιάζουμε και την ενθαρρύνουμε καθημερινά τότε είμαστε και ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι αλλά και εσωτερικά γαλήνιοι. Είναι δική μας επιλογή το να μετατρέπουμε κάθε γεγονός στην ζωή μας σε πηγή μάθησης, σε ελπίδα, σε δύναμη για να ξεκινήσουμε ένα καινούργιο αγώνα.
Πρόσφατα έπιασα τον εαυτό μου να κατηγορεί την τύχη ή μάλλον την ατυχία για κάτι που μου συνέβηκε. Πόσοι από εμάς καθημερινά βασανιζόμαστε ή στεναχωριόμαστε με κάποιο γεγονός; Τη σχέση μας, την δουλειά μας, τα οικονομικά μας, την οικογένεια μας κ.λπ.; Σίγουρα οι περισσότεροι από εμάς. Μόλις λοιπόν μου πέρασε η απογοήτευση και τα νεύρα , αφού μίλησα με τον εαυτό μου και έκανα τον απολογισμό μου κατάλαβα πως οδηγήθηκα σε αυτή την “ατυχία” γιατί επέλεξα να ακούσω λόγια που πραγματικά δεν πίστευα, γιατί επέλεξα να δείξω εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που ήξερα πως δεν είχαν βαρύτητα λόγου και γιατί επέλεξα να παραμένω σε μια κατάσταση που μου φέρνει δυστυχία, απογοήτευση και με φορτίζει με συνεχή αρνητική ενέργεια! Ωραία μέχρι εδώ…αλλά τι κάνω γι' αυτό; Η κατανόηση των λανθασμένων επιλογών δεν είναι αρκετή αλλά είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή εάν συνοδεύεται και από καινούργιες “διορθωτικές” επιλογές που θα με έβγαζαν από τον φαύλο κύκλο.
Βήμα πρώτο: Εκανα λάθος… το παραδέχομαι και φέρω εγώ και κανένας άλλο την ευθύνη της κατάσταση αυτής! Πόσο σοβαρό ήταν το λάθος μου; Μου έγινε το πάθημα, μάθημα; Τι μαθήματα έχω πάρει;
Βήμα δεύτερο: Πως μπορώ να διορθώσω το λάθος μου; Ποιες θα πρέπει να είναι οι επιλογές μου; Προσπαθώ να μην τα βάλω κάτω με την “ατυχία” μου. Τι είναι αυτό που αν άλλαζε θα με έκανε να νιώσω καλύτερα; Να αρχίσω επιτέλους να ακούω την διαίσθηση μου και τις πραγματικές μου επιθυμίες για το θέμα που με απασχολεί. Και ακόμα και αν οι επιθυμίες μου με φοβίζουν… θα πρέπει να βρω το θάρρος και το κουράγιο να τις αντιμετωπίσω και να κάνω ένα βήμα πάνω από το πρόβλημα που με βασανίζει.
Βήμα τρίτο: Εάν οι κινήσεις που επέλεξα να κάνω δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα θα πρέπει να είμαι σε θέση να σκεφτώ καινούργιους τρόπους αντιμετώπισης και να κάνω καινούργιες κινήσεις.
Αυτός είναι ένας πολύ απλός τρόπος εξέτασης και αναθεώρησης επιλογών που μπορεί να γίνει εξαιρετικά πολύπλοκος ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο καθένας μας. Η ουσία σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει όμως η ίδια: Αυτοκριτική -Δράση – Επανεξέταση επιλογών.
Η ζωή είναι μια ασύλληπτα υπέροχη περιπέτεια. Την έχετε ποτέ δει έτσι ή απλά την αντιμετωπίζετε σαν ένα σκληρό αγώνα που σας πληγώνει και σας εξαντλεί; Η ζωή που όλοι ζούμε είναι δική μας επιλογή, με τα καλά της, με τα στραβά της , με τα λάθη της και τις επιτυχίες της. Είναι όμορφο να έχουμε την επίγνωση, ότι παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, παρ ‘όλες τις δυσκολίες , πάντα υπάρχει κάτι που θα μας κάνει να χαμογελάσουμε και κάτι που θα αξίζει έστω και στιγμιαία να μας φέρει την ευτυχία. Είναι σημαντικό να έχουμε την επίγνωση ότι στα χέρια μας κρατάμε εκείνο το μαγικό ραβδάκι που μπορεί να μετατρέψει την αναποδιά σε απίστευτη τύχη , την στεναχώρια σε γνώση , την απογοήτευση σε αυτοπροστασία, τον πόνο σε δημιουργία και την αδυναμία σε τεράστια πηγή δύναμης. Αν λοιπόν νιώσετε πως κάτι στη ζωή σας, σας κάνει δυστυχισμένους, κάντε μια γερή αυτοκριτική, πάρτε τα μέτρα σας επιλέγοντας τις επόμενες σας κινήσεις και παρακολουθήστε την εξέλιξη της κατάστασης λαμβάνοντας τις ανάλογες επιπρόσθετες αποφάσεις που θα σας οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μην ξεχνάτε: η ζωή μας είναι οι επιλογές μας γι αυτό επιλέξτε να μάθετε, επιλέξτε να γελάσετε, επιλέξτε να ερωτευτείτε, επιλέξτε να κλάψετε και να πονέσετε , επιλέξτε να αγαπήσετε… επιλέξτε να την ζήσετε έτσι όπως εσείς θέλετε και έτσι όπως σας αξίζει!
Όλα αυτά που θα θέλαμε να μας συμβούν λοιπόν, δεν μας συμβαίνουν γιατί εμείς δεν τα προκαλούμε για να μας συμβούν – γιατί εμείς δεν έχουμε κάνει τις σωστές επιλογές που θα μας οδηγήσουν στην εκπλήρωση των στόχων και των ονείρων μας. Η κάθε επιλογή μας έχει τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματα της στην ζωή μας, είτε αυτά είναι θετικά είτε αρνητικά. Το σύνολο των επιπτώσεων των επιλογών μας είναι αυτό που καθορίζει το ποιοι είμαστε και το τι έχουμε πετύχει.
Πολλοί λένε ότι η ζωή μας είναι αποτέλεσμα του χαρακτήρα μας. Αλλά αν το δείτε πιο προσεκτικά ο ίδιος μας ο χαρακτήρας διαμορφώνεται και αυτός από τις επιλογές μας. Πάρτε για παράδειγμα την επιλογή που ο καθένας μας έχει για την μόρφωση ή για την πνευματικότητα. Είναι επιλογή μας το αν θα σπουδάσουμε ή όχι. Είναι επιλογή μας το αν θα επιθυμήσουμε να εμβαθύνουμε στο νόημα της ζωής ή αν θα παραμείνουμε επιφανειακοί και λάτρεις της ύλης. Είναι επιλογή μας εάν θα προσπαθήσουμε να σώσουμε τον γάμο μας ή να διατηρήσουμε τη σχέση μας ή αν θα προκόψουμε στην δουλειά μας ή ακόμα εάν θα ευτυχήσουμε ή θα δυστυχήσουμε στη ζωή μας. Ναι, ακόμα και αυτή η ευτυχία εξαρτάται από την επιλογή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Είναι το ποτήρι μας μισό – άδειο ή μισό – γεμάτο; Είμαστε επιτυχημένοι γιατί αξίζουμε την επιτυχία ή είμαστε αποτυχημένοι γιατί είμαστε άτυχοι; Τελικά, είμαστε υπεύθυνοι για όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή μας….
Κάποιοι θα πουν : «Δεν επέλεξα να μην έχω χρήματα , δεν έχω επιλέξει να είμαι άρρωστος, δεν έχω επιλέξει να είμαι δυστυχισμένος….!» Ναι , σαφώς , κανένας δεν επιλέγει να είναι φτωχός, αλλά όμως επιλέγει να ξοδεύει περισσότερα από όσα κερδίζει και να είναι χρεωμένος μέχρι τον λαιμό ή επιλέγει να επιθυμεί πράγματα χωρίς να σκέφτεται τρόπους για να τα αποκτήσει. Κανένας δεν επιλέγει να είναι άρρωστος αλλά είναι επιλογή του μια ζωή να καπνίζει , να μην ασκείται , να καταναλώνει βλαβερά φαγητά , να κάνει κατάχρηση αλκοόλ και είναι μόνιμα αγχωμένος. Όσο για την δυστυχία κανείς δεν θα ήθελε να είναι δυστυχισμένος αλλά δεν προσέχει το πως φέρεται στο / στη σύντροφο του, έχει παραμελήσει την οικογένεια και τους φίλους του , έχει γίνει εργασιομανής και έχει μείνει μόνος, έχει γίνει πικρόχολος ,απότομος και εριστικός. Μετά λοιπόν φταιει η μοίρα; Όχι… δεν φταίει καμία μοίρα και καμία σκοτεινή συνωμοσία του σύμπαντος που μας θέλει να δυστυχούμε , να αποτυγχάνουμε , να χωρίζουμε , να πονάμε και να υποφέρουμε. ΕΜΕΙΣ ΦΤΑΙΜΕ! Εμείς και οι λανθασμένες επιλογές μας….
Δυστυχώς είναι δύσκολο να καταλάβουμε την στιγμή που κάνουμε μια επιλογή ή που παίρνουμε μια απόφαση, το αντίκτυπο που η επιλογή αυτή θα έχει στην μετέπειτα ζωή μας. Δεν γνωρίζουμε εάν η επιλογή μας θα μας φέρει επιτυχία και ευτυχία ή προβλήματα και δυστυχία, έτσι δεν είναι; Αλλά πάντα θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να επιλέγουμε και το θάρρος να διορθώνουμε τις λανθασμένες μας επιλογές. Οι λανθασμένες επιλογές δεν διορθώνονται με άλλα λάθη, αλλά με μια καινούργια και αντικειμενική αντιμετώπιση της ζωής μας και των καταστάσεων στις οποίες κατά καιρούς βρισκόμαστε. Οι σωστές εκτιμήσεις, οδηγούν στις σωστές επιλογές.
Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την σημασία που έχουν οι επιλογές μας – η ελεύθερη βούληση μας – το δώρο αυτό που μας δόθηκε αλλά που δυστυχώς επιλέγουμε να μην το χρησιμοποιούμε. Πολλές φορές αποφασίζουμε χωρίς να σκεφτούμε. Άλλες φορές πάλι δεν δίνουμε σημασία στις αποφάσεις μας και έχουμε μια περίεργη πεποίθηση ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό αυτό που θα αποφασίσουμε , ότι δεν θα μας επηρεάσει. Μας είναι πιο εύκολο να ρίξουμε το φταίξιμο ( και την ευθύνη) της ζωής μας στους άλλους, στην ατυχία , στην μοίρα και σε χιλιάδες άλλα πράγματα… εκτός από τον εαυτό μας. Μόλις συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας και μόλις καταλάβουμε την δύναμη που οι επιλογές μας μπορούν να μας χαρίσουν μόνο τότε μπορούμε να αλλάξουμε την ζωή μας. Είναι στο χέρι μας να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι τώρα και που δεν μας βγήκε σε καλό και είναι στο χέρι μας να τολμήσουμε και να δώσουμε μια γροθιά στο χθες συνθλίβοντας το και κτίζοντας πάνω στα συντρίμμια του την καινούργια μας ζωή. Είναι στο χέρι μας να μείνουμε βολεμένοι στην δυστυχία μας ή να τολμήσουμε το άγνωστο που θα μας οδηγήσει στην ευτυχία μας.
Η ευτυχία μας και η επίτευξη των στόχων μας στηρίζεται και στην ψυχική μας κατάσταση. Εάν έχουμε καταφέρει να απαλλαγούμε από τους φόβους μας, τον θυμό μας και την άρνηση, εάν έχουμε το θάρρος να ζούμε την κάθε μας στιγμή και εάν έχουμε την δύναμη να δημιουργούμε την δική μας πραγματικότητα βασισμένη στις προσωπικές μας αξίες, εάν δεν απορρίπτουμε την ευτυχία μας αλλά την αγκαλιάζουμε και την ενθαρρύνουμε καθημερινά τότε είμαστε και ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι αλλά και εσωτερικά γαλήνιοι. Είναι δική μας επιλογή το να μετατρέπουμε κάθε γεγονός στην ζωή μας σε πηγή μάθησης, σε ελπίδα, σε δύναμη για να ξεκινήσουμε ένα καινούργιο αγώνα.
Πρόσφατα έπιασα τον εαυτό μου να κατηγορεί την τύχη ή μάλλον την ατυχία για κάτι που μου συνέβηκε. Πόσοι από εμάς καθημερινά βασανιζόμαστε ή στεναχωριόμαστε με κάποιο γεγονός; Τη σχέση μας, την δουλειά μας, τα οικονομικά μας, την οικογένεια μας κ.λπ.; Σίγουρα οι περισσότεροι από εμάς. Μόλις λοιπόν μου πέρασε η απογοήτευση και τα νεύρα , αφού μίλησα με τον εαυτό μου και έκανα τον απολογισμό μου κατάλαβα πως οδηγήθηκα σε αυτή την “ατυχία” γιατί επέλεξα να ακούσω λόγια που πραγματικά δεν πίστευα, γιατί επέλεξα να δείξω εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που ήξερα πως δεν είχαν βαρύτητα λόγου και γιατί επέλεξα να παραμένω σε μια κατάσταση που μου φέρνει δυστυχία, απογοήτευση και με φορτίζει με συνεχή αρνητική ενέργεια! Ωραία μέχρι εδώ…αλλά τι κάνω γι' αυτό; Η κατανόηση των λανθασμένων επιλογών δεν είναι αρκετή αλλά είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή εάν συνοδεύεται και από καινούργιες “διορθωτικές” επιλογές που θα με έβγαζαν από τον φαύλο κύκλο.
Βήμα πρώτο: Εκανα λάθος… το παραδέχομαι και φέρω εγώ και κανένας άλλο την ευθύνη της κατάσταση αυτής! Πόσο σοβαρό ήταν το λάθος μου; Μου έγινε το πάθημα, μάθημα; Τι μαθήματα έχω πάρει;
Βήμα δεύτερο: Πως μπορώ να διορθώσω το λάθος μου; Ποιες θα πρέπει να είναι οι επιλογές μου; Προσπαθώ να μην τα βάλω κάτω με την “ατυχία” μου. Τι είναι αυτό που αν άλλαζε θα με έκανε να νιώσω καλύτερα; Να αρχίσω επιτέλους να ακούω την διαίσθηση μου και τις πραγματικές μου επιθυμίες για το θέμα που με απασχολεί. Και ακόμα και αν οι επιθυμίες μου με φοβίζουν… θα πρέπει να βρω το θάρρος και το κουράγιο να τις αντιμετωπίσω και να κάνω ένα βήμα πάνω από το πρόβλημα που με βασανίζει.
Βήμα τρίτο: Εάν οι κινήσεις που επέλεξα να κάνω δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα θα πρέπει να είμαι σε θέση να σκεφτώ καινούργιους τρόπους αντιμετώπισης και να κάνω καινούργιες κινήσεις.
Αυτός είναι ένας πολύ απλός τρόπος εξέτασης και αναθεώρησης επιλογών που μπορεί να γίνει εξαιρετικά πολύπλοκος ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο καθένας μας. Η ουσία σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει όμως η ίδια: Αυτοκριτική -Δράση – Επανεξέταση επιλογών.
Η ζωή είναι μια ασύλληπτα υπέροχη περιπέτεια. Την έχετε ποτέ δει έτσι ή απλά την αντιμετωπίζετε σαν ένα σκληρό αγώνα που σας πληγώνει και σας εξαντλεί; Η ζωή που όλοι ζούμε είναι δική μας επιλογή, με τα καλά της, με τα στραβά της , με τα λάθη της και τις επιτυχίες της. Είναι όμορφο να έχουμε την επίγνωση, ότι παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, παρ ‘όλες τις δυσκολίες , πάντα υπάρχει κάτι που θα μας κάνει να χαμογελάσουμε και κάτι που θα αξίζει έστω και στιγμιαία να μας φέρει την ευτυχία. Είναι σημαντικό να έχουμε την επίγνωση ότι στα χέρια μας κρατάμε εκείνο το μαγικό ραβδάκι που μπορεί να μετατρέψει την αναποδιά σε απίστευτη τύχη , την στεναχώρια σε γνώση , την απογοήτευση σε αυτοπροστασία, τον πόνο σε δημιουργία και την αδυναμία σε τεράστια πηγή δύναμης. Αν λοιπόν νιώσετε πως κάτι στη ζωή σας, σας κάνει δυστυχισμένους, κάντε μια γερή αυτοκριτική, πάρτε τα μέτρα σας επιλέγοντας τις επόμενες σας κινήσεις και παρακολουθήστε την εξέλιξη της κατάστασης λαμβάνοντας τις ανάλογες επιπρόσθετες αποφάσεις που θα σας οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μην ξεχνάτε: η ζωή μας είναι οι επιλογές μας γι αυτό επιλέξτε να μάθετε, επιλέξτε να γελάσετε, επιλέξτε να ερωτευτείτε, επιλέξτε να κλάψετε και να πονέσετε , επιλέξτε να αγαπήσετε… επιλέξτε να την ζήσετε έτσι όπως εσείς θέλετε και έτσι όπως σας αξίζει!
Η Δύναμη των Συμβόλων
Είναι γεγονός η ισχυρή έλξη που ασκούν τα σύμβολα πάνω στους ανθρώπους. Ακόμη και σήμερα – σε μια εποχή κατά την οποία οι υλιστικές απόψεις κυριαρχούν στην ανθρώπινη λογική – πολλά αρχαία σύμβολα όπως το ανκ, το γιν/γιανγκ, τα σχέδια των βορειοαμερικανών Ινδιάνων, οι πυραμίδες, οι μορφές της Ανατολής, κλπ. είναι τόσο δημοφιλή που ο κατάλογος των κοσμηματοπωλείων τα έχει ανάμεσα σ΄αυτά που πωλούνται περισσότερο και οι διακοσμητές ανάμεσα στα φαβορί τους. Ποια είναι η κρυφή δύναμη ορισμένων στοιχείων των παλιών πολιτισμών που ακόμη εξακολουθούν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δικής μας καθημερινής κοινωνίας; Αυτό είναι ένα άρθρο πάνω στο μεταφυσικό περιεχόμενο των συμβόλων και στους λόγους για τους οποίους συνεχίζουν να ασκούν τόσο βαθειά έλξη.
Η Συμβολολογία – η μελέτη δηλ. των συμβόλων – φαίνεται να είναι μια ύλη πολύ περίπλοκη. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον ότι κατά κάποιο τρόπο, όλοι έχουμε κάποια γνώση γύρω από αυτή, και, χωρίς να το ξέρουμε, χρησιμοποιούμε λίγη διαίσθηση όταν καθημερινά περιτριγυριζόμαστε από σύμβολα, με το να τα χρησιμοποιούμε και να τα φοράμε επάνω μας.
Η λέξη σύμβολο σημαίνει «αυτό που περιέχει κάτι περισσότερο». Ένα σύμβολο μεταβιβάζει, αντανακλά, και έχει ειπωθεί ότι το καλύτερο σύμβολο είναι «αυτό που μεταβιβάζει στην πιο καθαρή μορφή εκείνο το οποίο αντανακλά και εκείνο που δεν κρατάει σχεδόν τίποτα για τον εαυτό του…
Υπάρχει μια ιδέα που είναι βασική για την κατανόηση των συμβόλων. Είναι το ότι αυτό που βλέπουμε στον υλικό κόσμο έχει το αντίστοιχο του στον αόρατο κόσμο. Δεν πρόκειται για μια νέα θεωρία. Αυτή η αντίληψη είναι παρούσα σ΄ όλους τους αρχαίους πολιτισμούς.
Ο δυτικός φιλόσοφος που την περιγράφει με τον σαφέστερο τρόπο είναι ο μεγάλος Πλάτων, ο οποίος έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα π.Χ. στην Αρχαία Ελλάδα.
Ο Πλάτων μιλούσε για τα ονομαζόμενα «Αρχέτυπα». Η έννοια των αρχετύπων είναι κάτι που μερικές φορές ονομάζεται «μορφές» – πράγμα το οποίο είναι κακή μετάφραση από τα ελληνικά – ή «Ιδέες» – που είναι μια πολύ καλύτερη μετάφραση. Αυτή η έννοια λέει ότι τα «αρχέτυπα» ή οι «ιδέες» βρίσκονται πολύ πιο πέρα από τον υλικό κόσμο που καθημερινά βλέπουμε, αγγίζουμε, μυρίζουμε, γευόμαστε ή ακούμε. Όλα όσα βρίσκονται γύρω μας σ΄ αυτή τη γη είναι η αντανάκλαση της «ιδέας» του εν λόγω πράγματος.
Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε μια σφαίρα, αυτή είναι η εκδήλωση της ιδέας της εν λόγω σφαίρας. Εχετε δει καμμιά φορά ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο; Ή ένα ακριβές τετράγωνο; Ή ένα κύκλο χωρίς την παραμικρή απόκλιση; Οχι, δεν τα έχετε δει, αφού δεν μπορούν να δημιουργηθούν στον εκδηλωμένο κόσμο. Δεν έχει σημασία ο κύκλος, το ισόπλευρο τρίγωνο, το τετράγωνο ή το ορθογώνιο που μου δείχνετε, πάντοτε μπορούμε να ανακαλύψουμε κάποια ατέλεια. Δεν έχει σημασία με πόση ακρίβεια τα κατασκευάζετε, πάντα θα έχουν κάποιο λάθος.
Οι τέλειες γεωμετρικές μορφές δεν υπάρχουν σ΄ αυτό τον κόσμο. Οι ιδέες αυτών των γεωμετρικών μορφών υπάρχουν (και είναι τέλειες), αλλά όχι τα φυσικά αντικείμενα. Η μαθηματική περιγραφή (ακόμη μια φορά, τέλεια) του ισόπλευρου τριγώνου είναι πραγματική. Η μαθηματική περιγραφή του τέλειου κύκλου, ναι, υπάρχει. Η ιδέα υπάρχει, αλλά η ενσάρκωση αυτής της ιδέας σ΄ αυτό τον κόσμο είναι ατελής.
Αυτή η έννοια της ενσαρκωμένης ιδέας αποτελεί τη βάση για να καταλάβουμε τι είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο είναι «μεταφυσικό». Υπερβαίνει το φυσικό επίπεδο.
Αν παρατηρήσουμε το Σύμπαν, θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το ίδιο είναι ένα σύμβολο. Σ΄αυτό υπάρχει μια απίστευτη Ομορφιά την οποία όταν αρχίζουμε να εξετάζουμε και προσπαθούμε να καταλάβουμε, θα ανακαλύψουμε ότι είναι η απεικόνιση ενός Κάτι που βρίσκεται πολύ μακριά.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να καταλάβουμε τα σύμβολα, είναι να βγάλουμε τη συνείδησή μας από αυτό τον κόσμο – έστω για λίγο. Πρέπει να ανυψωθούμε εξίσου, όπως όταν θέλουμε να δούμε αυτό που μας περιβάλλει, πρέπει να ανεβούμε σ΄ ένα δένδρο, μια πυραμίδα ή ένα βουνό για να μπορέσουμε να παρατηρήσουμε ό,τι βρίσκεται μακριά.
Αν λιμνάσουμε στη δική μας πολιτιστική άποψη, ή για να το πούμε με άλλο τρόπο, αν η μοναδική άποψη που μπορούμε να αντιληφθούμε, είναι η δική μας – η οποία σφυρηλατήθηκε από την κοινωνία, την κουλτούρα, τη θρησκεία ή την πολιτική μέσα στις οποίες διαμορφωθήκαμε – τότε όλα θα μας φανούν παράξενα. Δεν θα μπορέσουμε να δούμε ή να κατανοήσουμε τα σύμβολα, μόνο πράγματα που θα μας φανούν παράξενα. Ετσι, ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε με ειλικρίνεια. Αυτό απαιτεί να πάμε λίγο ψηλότερα και να έχουμε ανώτερη προοπτική, μια κατανόηση λίγο πιο διεισδυτική, λίγο βαθύτερη.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη παλιά επιστήμη που είναι γνωστή ως Συμβολολογία, ας φέρουμε το παράδειγμα ενός αρκετά δημοφιλούς συμβόλου της εποχής μας: του Ανκ. Διακρίνεται σαν κύκλος ή οβάλ τοποθετημένος πάνω σ΄ ένα «Τ» κεφαλαίο. Γιατί το Ανκ, το οποίο δεν συνδέεται με καμιά ζωντανή θρησκεία για δυο χιλιάδες χρόνια, είναι ένα αγαπητό και πολυφορεμένο κομμάτι στη βιομηχανία του κοσμήματος;
Το ανκ προέρχεται από την αρχαία Αίγυπτο. Σε όλους τους ναούς κατά μήκος του Νείλου βρίσκεται στα χέρια των Θεών και αντιπροσωπεύει την Αιώνια ζωή. Το ονόμαζαν Κλειδί της Ζωής, κλειδί των Μυστηρίων της Φύσης. Το χρησιμοποιούσαν για να ανοίγουν πόρτες ανάμεσα στον ορατό και τον αόρατο κόσμο. Οσο για το εξατομικευμένο ανθρώπινο ον, αναφέρεται στη διαφορά ανάμεσα στη φυσική και την πνευματική ύπαρξη.
Σύμφωνα με τους αρχαίους Αιγύπτιους, σκοπός της ζωής είναι η Πνευματική Εξέλιξη. Η ενσαρκωμένη ύπαρξη αντιπροσωπεύει μια διαδικασία μαθητείας, μια τεράστια σχολική αίθουσα. Το ανκ σχετίζεται με το άνοιγμα της πόρτας ανάμεσα στη φυσική ζωή και την πνευματική ζωή. Ωστόσο, η είσοδος σ΄ αυτό τον κόσμο απαιτεί εξαγνισμό και εκπαίδευση. Εξαγνισμό για να καταστρέψει κανείς τις λανθασμένες και τις κακώς εννοούμενες συμπεριφορές που μας εμποδίζουν να αναπτύξουμε πλήρως το δυναμικό μας, και εκπαίδευση για να φέρουμε στο φως τις αρετές και τα χαρίσματα που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση. Αναλύοντας τα στοιχεία που συνθέτουν το ανκ, βλέπουμε ότι είναι ο συνδυασμός δύο συμβόλων: ενός κύκλου και ενός «Τ» ή σταυρού Ταυ.
Ο κύκλος αντιπροσωπεύει την τελειότητα, τον πνευματικό κόσμο ή την Αιωνιότητα.
Ο σταυρός αντιπροσωπεύει το ενσαρκωμένο Πνεύμα ή τον Εκδηλωμένο Κόσμο.
Ο σταυρός είναι ο συνδυασμός μιας κάθετης και μια οριζόντιας γραμμής. Η οριζόντια γραμμή είναι το γιν. Το γιν είναι ο τόπος όπου μπορεί να αναδυθεί η ζωή. Η κάθετη γραμμή είναι Γιανγκ, όπως μια Ηλιακή ακτίνα που κατεβαίνει. Για να μπορέσει να υπάρξει ζωή, είναι απαραίτητη η παρουσία και των δύο πραγμάτων, χρειάζεται μια μήτρα, η Μητέρα Γη, από την οποία μπορεί να αναδυθεί η ζωή, και είναι αναγκαίο να έχει τη ώθηση της ζωής. Η οριζόντια γραμμή είναι σαν την επιφάνεια του ωκεανού και η κάθετη γραμμή είναι σαν την αστραπή. Και οι δύο συνδυάζονται για να σχηματίσουν το σταυρό ή, στην περίπτωση του ανκ, το Ταυ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο κύκλος. Από τεχνική άποψη, το γεγονός ότι το ανκ είναι συνδυασμός δύο ιερών συμβόλων το μετατρέπει σε έμβλημα.
Το να μελετά κανείς τη γλώσσα των συμβόλων, σημαίνει να μαθαίνει για τη Φύση, για τους νόμους που διέπουν το Σύμπαν. Το ανκ είναι ένα από τα τόσα σύμβολα που προορίζονται για να διδάξουν και να βοηθήσουν στη πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου ή για να καταγράψουν κάποιο ιστορικό μάθημα με εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Εκτός από αυτά, υπάρχουν σύμβολα πέρα από τα συνηθισμένα και εμβλήματα που αντιπροσωπεύουν σχολές σκέψης ή θρησκείες. Τα ιερογλυφικά και τα ιδεογράμματα όλων των αρχαίων πολιτισμών είναι επίσης σύμβολα.
Η ίδια η φύση είναι γεμάτη σύμβολα. Το λουλούδι, τα αποτυπώματα στις φλέβες ενός φύλλου, τα σημάδια σ΄ ένα ζώο ή ένα έντομο, οι αστερισμοί στο νυκτερινό ουρανό, είναι όλα σύμβολα. Και τι να πούμε για τα όνειρά σας, τα οράματά σας και το έργο που πραγματοποιείται στη διάρκεια της ζωής σας, δεν θα μπορούσαν ίσως να είναι και αυτά σύμβολα; Ναι είναι. Ζούμε σ΄ ένα κόσμο συμβόλων.
Μπορούν να μας βοηθήσουν τα ιερά σύμβολα; Ναι, μπορούν να μας θυμίσουν την αόρατη πλευρά μας. Μπορούν να μας θυμίσουν ότι έχουμε μια αθάνατη ψυχή. Και σε πολλές περιπτώσεις, αν απεικονίζονται ωραία, μπορούν να μας εμπνεύσουν. Αλλά η σοφία είναι πολύ πιο ισχυρή από οποιοδήποτε σύμβολο ή φυλαχτό. Η σοφία είναι το αληθινό ανκ, το κλειδί προς τις αόρατες διαστάσεις, το κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες.
Ο καλύτερος τρόπος για να φθάσει κανείς στα μυστικά των συμβόλων είναι να ακολουθήσει την ελληνική σύσταση του «γνώθι σ΄ αυτόν», που ισούται με το να ανακαλύψει το μυστήριο πίσω από ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα: το Ανθρώπινο Ον, το οποίο είναι ένα Σύμβολο της Αθάνατης Ψυχής και ένα Σύμβολο του Σύμπαντος.
Η Συμβολολογία – η μελέτη δηλ. των συμβόλων – φαίνεται να είναι μια ύλη πολύ περίπλοκη. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον ότι κατά κάποιο τρόπο, όλοι έχουμε κάποια γνώση γύρω από αυτή, και, χωρίς να το ξέρουμε, χρησιμοποιούμε λίγη διαίσθηση όταν καθημερινά περιτριγυριζόμαστε από σύμβολα, με το να τα χρησιμοποιούμε και να τα φοράμε επάνω μας.
Η λέξη σύμβολο σημαίνει «αυτό που περιέχει κάτι περισσότερο». Ένα σύμβολο μεταβιβάζει, αντανακλά, και έχει ειπωθεί ότι το καλύτερο σύμβολο είναι «αυτό που μεταβιβάζει στην πιο καθαρή μορφή εκείνο το οποίο αντανακλά και εκείνο που δεν κρατάει σχεδόν τίποτα για τον εαυτό του…
Υπάρχει μια ιδέα που είναι βασική για την κατανόηση των συμβόλων. Είναι το ότι αυτό που βλέπουμε στον υλικό κόσμο έχει το αντίστοιχο του στον αόρατο κόσμο. Δεν πρόκειται για μια νέα θεωρία. Αυτή η αντίληψη είναι παρούσα σ΄ όλους τους αρχαίους πολιτισμούς.
Ο δυτικός φιλόσοφος που την περιγράφει με τον σαφέστερο τρόπο είναι ο μεγάλος Πλάτων, ο οποίος έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα π.Χ. στην Αρχαία Ελλάδα.
Ο Πλάτων μιλούσε για τα ονομαζόμενα «Αρχέτυπα». Η έννοια των αρχετύπων είναι κάτι που μερικές φορές ονομάζεται «μορφές» – πράγμα το οποίο είναι κακή μετάφραση από τα ελληνικά – ή «Ιδέες» – που είναι μια πολύ καλύτερη μετάφραση. Αυτή η έννοια λέει ότι τα «αρχέτυπα» ή οι «ιδέες» βρίσκονται πολύ πιο πέρα από τον υλικό κόσμο που καθημερινά βλέπουμε, αγγίζουμε, μυρίζουμε, γευόμαστε ή ακούμε. Όλα όσα βρίσκονται γύρω μας σ΄ αυτή τη γη είναι η αντανάκλαση της «ιδέας» του εν λόγω πράγματος.
Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε μια σφαίρα, αυτή είναι η εκδήλωση της ιδέας της εν λόγω σφαίρας. Εχετε δει καμμιά φορά ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο; Ή ένα ακριβές τετράγωνο; Ή ένα κύκλο χωρίς την παραμικρή απόκλιση; Οχι, δεν τα έχετε δει, αφού δεν μπορούν να δημιουργηθούν στον εκδηλωμένο κόσμο. Δεν έχει σημασία ο κύκλος, το ισόπλευρο τρίγωνο, το τετράγωνο ή το ορθογώνιο που μου δείχνετε, πάντοτε μπορούμε να ανακαλύψουμε κάποια ατέλεια. Δεν έχει σημασία με πόση ακρίβεια τα κατασκευάζετε, πάντα θα έχουν κάποιο λάθος.
Οι τέλειες γεωμετρικές μορφές δεν υπάρχουν σ΄ αυτό τον κόσμο. Οι ιδέες αυτών των γεωμετρικών μορφών υπάρχουν (και είναι τέλειες), αλλά όχι τα φυσικά αντικείμενα. Η μαθηματική περιγραφή (ακόμη μια φορά, τέλεια) του ισόπλευρου τριγώνου είναι πραγματική. Η μαθηματική περιγραφή του τέλειου κύκλου, ναι, υπάρχει. Η ιδέα υπάρχει, αλλά η ενσάρκωση αυτής της ιδέας σ΄ αυτό τον κόσμο είναι ατελής.
Αυτή η έννοια της ενσαρκωμένης ιδέας αποτελεί τη βάση για να καταλάβουμε τι είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο είναι «μεταφυσικό». Υπερβαίνει το φυσικό επίπεδο.
Αν παρατηρήσουμε το Σύμπαν, θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το ίδιο είναι ένα σύμβολο. Σ΄αυτό υπάρχει μια απίστευτη Ομορφιά την οποία όταν αρχίζουμε να εξετάζουμε και προσπαθούμε να καταλάβουμε, θα ανακαλύψουμε ότι είναι η απεικόνιση ενός Κάτι που βρίσκεται πολύ μακριά.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να καταλάβουμε τα σύμβολα, είναι να βγάλουμε τη συνείδησή μας από αυτό τον κόσμο – έστω για λίγο. Πρέπει να ανυψωθούμε εξίσου, όπως όταν θέλουμε να δούμε αυτό που μας περιβάλλει, πρέπει να ανεβούμε σ΄ ένα δένδρο, μια πυραμίδα ή ένα βουνό για να μπορέσουμε να παρατηρήσουμε ό,τι βρίσκεται μακριά.
Αν λιμνάσουμε στη δική μας πολιτιστική άποψη, ή για να το πούμε με άλλο τρόπο, αν η μοναδική άποψη που μπορούμε να αντιληφθούμε, είναι η δική μας – η οποία σφυρηλατήθηκε από την κοινωνία, την κουλτούρα, τη θρησκεία ή την πολιτική μέσα στις οποίες διαμορφωθήκαμε – τότε όλα θα μας φανούν παράξενα. Δεν θα μπορέσουμε να δούμε ή να κατανοήσουμε τα σύμβολα, μόνο πράγματα που θα μας φανούν παράξενα. Ετσι, ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε με ειλικρίνεια. Αυτό απαιτεί να πάμε λίγο ψηλότερα και να έχουμε ανώτερη προοπτική, μια κατανόηση λίγο πιο διεισδυτική, λίγο βαθύτερη.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη παλιά επιστήμη που είναι γνωστή ως Συμβολολογία, ας φέρουμε το παράδειγμα ενός αρκετά δημοφιλούς συμβόλου της εποχής μας: του Ανκ. Διακρίνεται σαν κύκλος ή οβάλ τοποθετημένος πάνω σ΄ ένα «Τ» κεφαλαίο. Γιατί το Ανκ, το οποίο δεν συνδέεται με καμιά ζωντανή θρησκεία για δυο χιλιάδες χρόνια, είναι ένα αγαπητό και πολυφορεμένο κομμάτι στη βιομηχανία του κοσμήματος;
Το ανκ προέρχεται από την αρχαία Αίγυπτο. Σε όλους τους ναούς κατά μήκος του Νείλου βρίσκεται στα χέρια των Θεών και αντιπροσωπεύει την Αιώνια ζωή. Το ονόμαζαν Κλειδί της Ζωής, κλειδί των Μυστηρίων της Φύσης. Το χρησιμοποιούσαν για να ανοίγουν πόρτες ανάμεσα στον ορατό και τον αόρατο κόσμο. Οσο για το εξατομικευμένο ανθρώπινο ον, αναφέρεται στη διαφορά ανάμεσα στη φυσική και την πνευματική ύπαρξη.
Σύμφωνα με τους αρχαίους Αιγύπτιους, σκοπός της ζωής είναι η Πνευματική Εξέλιξη. Η ενσαρκωμένη ύπαρξη αντιπροσωπεύει μια διαδικασία μαθητείας, μια τεράστια σχολική αίθουσα. Το ανκ σχετίζεται με το άνοιγμα της πόρτας ανάμεσα στη φυσική ζωή και την πνευματική ζωή. Ωστόσο, η είσοδος σ΄ αυτό τον κόσμο απαιτεί εξαγνισμό και εκπαίδευση. Εξαγνισμό για να καταστρέψει κανείς τις λανθασμένες και τις κακώς εννοούμενες συμπεριφορές που μας εμποδίζουν να αναπτύξουμε πλήρως το δυναμικό μας, και εκπαίδευση για να φέρουμε στο φως τις αρετές και τα χαρίσματα που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση. Αναλύοντας τα στοιχεία που συνθέτουν το ανκ, βλέπουμε ότι είναι ο συνδυασμός δύο συμβόλων: ενός κύκλου και ενός «Τ» ή σταυρού Ταυ.
Ο κύκλος αντιπροσωπεύει την τελειότητα, τον πνευματικό κόσμο ή την Αιωνιότητα.
Ο σταυρός αντιπροσωπεύει το ενσαρκωμένο Πνεύμα ή τον Εκδηλωμένο Κόσμο.
Ο σταυρός είναι ο συνδυασμός μιας κάθετης και μια οριζόντιας γραμμής. Η οριζόντια γραμμή είναι το γιν. Το γιν είναι ο τόπος όπου μπορεί να αναδυθεί η ζωή. Η κάθετη γραμμή είναι Γιανγκ, όπως μια Ηλιακή ακτίνα που κατεβαίνει. Για να μπορέσει να υπάρξει ζωή, είναι απαραίτητη η παρουσία και των δύο πραγμάτων, χρειάζεται μια μήτρα, η Μητέρα Γη, από την οποία μπορεί να αναδυθεί η ζωή, και είναι αναγκαίο να έχει τη ώθηση της ζωής. Η οριζόντια γραμμή είναι σαν την επιφάνεια του ωκεανού και η κάθετη γραμμή είναι σαν την αστραπή. Και οι δύο συνδυάζονται για να σχηματίσουν το σταυρό ή, στην περίπτωση του ανκ, το Ταυ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο κύκλος. Από τεχνική άποψη, το γεγονός ότι το ανκ είναι συνδυασμός δύο ιερών συμβόλων το μετατρέπει σε έμβλημα.
Το να μελετά κανείς τη γλώσσα των συμβόλων, σημαίνει να μαθαίνει για τη Φύση, για τους νόμους που διέπουν το Σύμπαν. Το ανκ είναι ένα από τα τόσα σύμβολα που προορίζονται για να διδάξουν και να βοηθήσουν στη πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου ή για να καταγράψουν κάποιο ιστορικό μάθημα με εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Εκτός από αυτά, υπάρχουν σύμβολα πέρα από τα συνηθισμένα και εμβλήματα που αντιπροσωπεύουν σχολές σκέψης ή θρησκείες. Τα ιερογλυφικά και τα ιδεογράμματα όλων των αρχαίων πολιτισμών είναι επίσης σύμβολα.
Η ίδια η φύση είναι γεμάτη σύμβολα. Το λουλούδι, τα αποτυπώματα στις φλέβες ενός φύλλου, τα σημάδια σ΄ ένα ζώο ή ένα έντομο, οι αστερισμοί στο νυκτερινό ουρανό, είναι όλα σύμβολα. Και τι να πούμε για τα όνειρά σας, τα οράματά σας και το έργο που πραγματοποιείται στη διάρκεια της ζωής σας, δεν θα μπορούσαν ίσως να είναι και αυτά σύμβολα; Ναι είναι. Ζούμε σ΄ ένα κόσμο συμβόλων.
Μπορούν να μας βοηθήσουν τα ιερά σύμβολα; Ναι, μπορούν να μας θυμίσουν την αόρατη πλευρά μας. Μπορούν να μας θυμίσουν ότι έχουμε μια αθάνατη ψυχή. Και σε πολλές περιπτώσεις, αν απεικονίζονται ωραία, μπορούν να μας εμπνεύσουν. Αλλά η σοφία είναι πολύ πιο ισχυρή από οποιοδήποτε σύμβολο ή φυλαχτό. Η σοφία είναι το αληθινό ανκ, το κλειδί προς τις αόρατες διαστάσεις, το κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες.
Ο καλύτερος τρόπος για να φθάσει κανείς στα μυστικά των συμβόλων είναι να ακολουθήσει την ελληνική σύσταση του «γνώθι σ΄ αυτόν», που ισούται με το να ανακαλύψει το μυστήριο πίσω από ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα: το Ανθρώπινο Ον, το οποίο είναι ένα Σύμβολο της Αθάνατης Ψυχής και ένα Σύμβολο του Σύμπαντος.
Ο επί Γης Παράδεισος είναι μια κατάσταση την οποία μπορεί να δημιουργήσει ο καθένας μας
Ο επί Γης Παράδεισος δεν είναι κάποιος μυστηριώδης, υπερφυσικός τόπος στον οποίο ελπίζουμε. Δεν είναι κάποιο αποκλειστικό βασίλειο, μόνο για άγιους, για μάντεις και σοφούς. Κάθε άλλο. Ανακάλυψα -κι εδώ που τα λέμε, έζησα ενδιαφέρουσα και έντονη ζωή όλα αυτά τα χρόνια- ότι ο επί Γης Παράδεισος είναι μια κατάσταση την οποία μπορεί να δημιουργήσει ο καθένας μας».
Ο δισεκατομμυριούχος οδηγούσε τώρα τη συζήτηση σε βαθύτερα νερά…
«Αισθάνομαι, κυριολεκτικά, ευλογημένος στη ζωή μου». «Το μεγαλύτερο μέρος της το ζω σε έναν μαγικό κόσμο»…
«Έμαθα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ήττα από το να είσαι επιτυχημένος χωρίς να αισθάνεσαι πλούτο ψυχής»…
«Μολονότι ήμουν πάντα παθιασμένος με την πρόοδο των εταιρειών μού και την επέκταση των εμπορικών συμφερόντων μου —κυρίως για να διαπιστώνω μέχρι πού μπορώ να φτάσω και για να τροφοδοτώ το φιλανθρωπικό έργο μου—, είμαι εξίσου αφοσιωμένος στην απόλαυση της κάθε μαγικής πλευράς της ζωής. Κέρδη χωρίς χαρά δεν είναι τίποτα»…
«Αγαπάω τη δουλειά μου πάρα πολύ. Και ευχαριστιέμαι πολύ τα αγαθά που έχω. Αλλά δεν χρειάζομαι τίποτε από αυτά. ‘Έχω τα ατομικά μου πράγματα και τη δημόσια φήμη ως επιχειρηματίας με παγκόσμια εμβέλεια. Όμως δεν ταυτίζομαι με αυτά. Δεν είμαι εξαρτημένος με τίποτε από αυτά. Καθώς γερνάω, εξακολουθώ να αγαπάω πάρα πολύ τις απολαύσεις αυτού του κόσμου αλλά δεν τις έχω ανάγκη για την ευτυχία μου και την εσωτερική μου ειρήνη. Έχω φτάσει να αντιμετωπίζω τα πάντα σαν μεγάλο παιχνίδι, ένα είδος σπορ.
»Έχω τα πράγματα υπό την κατοχή μού, δεν είμαι εγώ υπό την κατοχή των πραγμάτων», συνέχισε ο βαρόνος των επιχειρήσεων. «Και μολονότι κινούμαι μέσα στον κόσμο, απολαμβάνω και τη μοναξιά, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά -όπως εδώ, στην εμπειρία των θαυμάτων της φύσης σε αυτή την ονειρική κοιλάδα του Φρανσχέκ. Και όλο αυτό ανήκει επίσης στον τρόπο που ζω εγώ το μοντέλο των δίδυμων κύκλων. Δημιουργώ κύκλο για να απολαμβάνω τη ζωή ολοκληρωτικά…
«Θεέ μου, η ζωή είναι όμορφη. Μη χάσετε καμία ευκαιρία να γευτείτε πόσο τέλεια και πόσο απίστευτη είναι. Είναι όλες εκεί και σας περιμένουν – ανεξάρτητα από το τι μπορεί να περνάτε. Επειδή ο χρόνος που ζούμε, όλοι μας, είναι δανεικός. Και η ζωή περνάει από μπροστά μας σαν θύελλα. Κι εσείς, θα γεράσετε πριν το καταλάβετε» … είπε χαμογελώντας.
«Η Ουτοπία, η Σάνγκρι-Λα, η Νιρβάνα, ο επί Γης Παράδεισος είναι απλώς ονομασίες μιας κατάστασης της ύπαρξης, όχι κάποιου μέρους που μπορούμε να επισκεφθούμε. Θα μπείτε στη μαγεία της ζωής και θα αρχίσετε να νιώθετε καθημερινά την απόλυτη μακαριότητα μόλις ανακτήσετε την έμφυτη δύναμη που περιμένει στον πυρήνα της ύπαρξής σας. Και όταν δεν αναβάλλετε να δείχνετε ευγνωμοσύνη ακόμη και για την πιο μικρή από τις καθημερινές ευλογίες που απολαμβάνετε. Θα αρχίσετε να γίνεστε κάτι σαν μάγοι και θα γίνετε μαγνήτες θαυμάτων»…
Η ζωή μου είναι γενικά ένα ήρεμο ποτάμι ομορφιάς. Και ανακάλυψα ότι αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσο πολλά χρήματα έχω. Έχει να κάνει περισσότερο με την αναζήτηση της εκπλήρωσης στα πιο μικρά από όλα τα πράγματα. Για παράδειγμα, στον τρόπο που με ζέσταινε και μου έδινε έμπνευση η φωτιά χθες βράδυ. Έχει να κάνει με τον πολύ χρόνο που περνάω στη φύση, αδιάφορο αν είναι σε αμπέλια όπως αυτά εδώ», είπε δείχνοντας με το δάχτυλο τα κρασοστάφυλα που γέμιζαν την κοιλάδα, «ή με βόλτες στο δάσος, με ορειβασία, με ώρες που περνάω στην παραλία ή διασχίζοντάς τους αμμόλοφους στη γυμνή έρημο. Έχει να κάνει με την επανασύνδεση με το δέος, το θαύμα, το μεγαλείο που διαθέτει κάθε άνθρωπος μέσα του, την επανασύνδεση που πραγματοποιείται όταν επισκεπτόμαστε καλλιτεχνικά εκθέματα κι αφήνουμε την ενέργεια και τη μεγαλοφυΐα των δημιουργών να προσφέρουν έμπνευση στη νοοτροπία, στην καρδιοτροπία, στην υγειοτροπία και την ψυχοτροπία μας. Έχει να κάνει με τη διατροφή με αγνά τρόφιμα, μαγειρεμένα απλά, παρέα με ενδιαφέροντες, αυθεντικούς καλόκαρδους, δημιουργικούς και συμπονετικούς ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις καλά. Η είσοδος στον χώρο αυτής της μαγείας έχει επίσης μεγάλη σχέση με τον αποχαιρετισμό του παρελθόντος, με την αποδοχή του παρόντος και την επιστροφή στη δημιουργικότητα, την αθωότητα, τη ζωντάνια και την τρυφερότητα που νιώθατε αναπόσπαστο κομμάτι σας όταν ήσαστε παιδιά. Οι ενήλικοι είναι παρηκμασμένα παιδιά. Ο επί Γης Παράδεισος θα εμφανιστεί φυσιολογικά στην καρδιά σας όταν θα έχετε την ευφυΐα και τη γενναιότητα να αρχίσετε να ανοίγετε ξανά την καρδιά σας. Όπως κάνατε όταν ήσαστε μικρά παιδιά».
«Αισθάνομαι, κυριολεκτικά, ευλογημένος στη ζωή μου». «Το μεγαλύτερο μέρος της το ζω σε έναν μαγικό κόσμο»…
«Έμαθα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ήττα από το να είσαι επιτυχημένος χωρίς να αισθάνεσαι πλούτο ψυχής»…
«Μολονότι ήμουν πάντα παθιασμένος με την πρόοδο των εταιρειών μού και την επέκταση των εμπορικών συμφερόντων μου —κυρίως για να διαπιστώνω μέχρι πού μπορώ να φτάσω και για να τροφοδοτώ το φιλανθρωπικό έργο μου—, είμαι εξίσου αφοσιωμένος στην απόλαυση της κάθε μαγικής πλευράς της ζωής. Κέρδη χωρίς χαρά δεν είναι τίποτα»…
«Αγαπάω τη δουλειά μου πάρα πολύ. Και ευχαριστιέμαι πολύ τα αγαθά που έχω. Αλλά δεν χρειάζομαι τίποτε από αυτά. ‘Έχω τα ατομικά μου πράγματα και τη δημόσια φήμη ως επιχειρηματίας με παγκόσμια εμβέλεια. Όμως δεν ταυτίζομαι με αυτά. Δεν είμαι εξαρτημένος με τίποτε από αυτά. Καθώς γερνάω, εξακολουθώ να αγαπάω πάρα πολύ τις απολαύσεις αυτού του κόσμου αλλά δεν τις έχω ανάγκη για την ευτυχία μου και την εσωτερική μου ειρήνη. Έχω φτάσει να αντιμετωπίζω τα πάντα σαν μεγάλο παιχνίδι, ένα είδος σπορ.
»Έχω τα πράγματα υπό την κατοχή μού, δεν είμαι εγώ υπό την κατοχή των πραγμάτων», συνέχισε ο βαρόνος των επιχειρήσεων. «Και μολονότι κινούμαι μέσα στον κόσμο, απολαμβάνω και τη μοναξιά, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά -όπως εδώ, στην εμπειρία των θαυμάτων της φύσης σε αυτή την ονειρική κοιλάδα του Φρανσχέκ. Και όλο αυτό ανήκει επίσης στον τρόπο που ζω εγώ το μοντέλο των δίδυμων κύκλων. Δημιουργώ κύκλο για να απολαμβάνω τη ζωή ολοκληρωτικά…
«Θεέ μου, η ζωή είναι όμορφη. Μη χάσετε καμία ευκαιρία να γευτείτε πόσο τέλεια και πόσο απίστευτη είναι. Είναι όλες εκεί και σας περιμένουν – ανεξάρτητα από το τι μπορεί να περνάτε. Επειδή ο χρόνος που ζούμε, όλοι μας, είναι δανεικός. Και η ζωή περνάει από μπροστά μας σαν θύελλα. Κι εσείς, θα γεράσετε πριν το καταλάβετε» … είπε χαμογελώντας.
«Η Ουτοπία, η Σάνγκρι-Λα, η Νιρβάνα, ο επί Γης Παράδεισος είναι απλώς ονομασίες μιας κατάστασης της ύπαρξης, όχι κάποιου μέρους που μπορούμε να επισκεφθούμε. Θα μπείτε στη μαγεία της ζωής και θα αρχίσετε να νιώθετε καθημερινά την απόλυτη μακαριότητα μόλις ανακτήσετε την έμφυτη δύναμη που περιμένει στον πυρήνα της ύπαρξής σας. Και όταν δεν αναβάλλετε να δείχνετε ευγνωμοσύνη ακόμη και για την πιο μικρή από τις καθημερινές ευλογίες που απολαμβάνετε. Θα αρχίσετε να γίνεστε κάτι σαν μάγοι και θα γίνετε μαγνήτες θαυμάτων»…
Η ζωή μου είναι γενικά ένα ήρεμο ποτάμι ομορφιάς. Και ανακάλυψα ότι αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσο πολλά χρήματα έχω. Έχει να κάνει περισσότερο με την αναζήτηση της εκπλήρωσης στα πιο μικρά από όλα τα πράγματα. Για παράδειγμα, στον τρόπο που με ζέσταινε και μου έδινε έμπνευση η φωτιά χθες βράδυ. Έχει να κάνει με τον πολύ χρόνο που περνάω στη φύση, αδιάφορο αν είναι σε αμπέλια όπως αυτά εδώ», είπε δείχνοντας με το δάχτυλο τα κρασοστάφυλα που γέμιζαν την κοιλάδα, «ή με βόλτες στο δάσος, με ορειβασία, με ώρες που περνάω στην παραλία ή διασχίζοντάς τους αμμόλοφους στη γυμνή έρημο. Έχει να κάνει με την επανασύνδεση με το δέος, το θαύμα, το μεγαλείο που διαθέτει κάθε άνθρωπος μέσα του, την επανασύνδεση που πραγματοποιείται όταν επισκεπτόμαστε καλλιτεχνικά εκθέματα κι αφήνουμε την ενέργεια και τη μεγαλοφυΐα των δημιουργών να προσφέρουν έμπνευση στη νοοτροπία, στην καρδιοτροπία, στην υγειοτροπία και την ψυχοτροπία μας. Έχει να κάνει με τη διατροφή με αγνά τρόφιμα, μαγειρεμένα απλά, παρέα με ενδιαφέροντες, αυθεντικούς καλόκαρδους, δημιουργικούς και συμπονετικούς ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις καλά. Η είσοδος στον χώρο αυτής της μαγείας έχει επίσης μεγάλη σχέση με τον αποχαιρετισμό του παρελθόντος, με την αποδοχή του παρόντος και την επιστροφή στη δημιουργικότητα, την αθωότητα, τη ζωντάνια και την τρυφερότητα που νιώθατε αναπόσπαστο κομμάτι σας όταν ήσαστε παιδιά. Οι ενήλικοι είναι παρηκμασμένα παιδιά. Ο επί Γης Παράδεισος θα εμφανιστεί φυσιολογικά στην καρδιά σας όταν θα έχετε την ευφυΐα και τη γενναιότητα να αρχίσετε να ανοίγετε ξανά την καρδιά σας. Όπως κάνατε όταν ήσαστε μικρά παιδιά».
Μαστίγωσε τη θάλασσα – Η ύβρις του Ξέρξη όταν περνούσε τον Ελλήσποντο
Ο Ξέρξης Α΄ ήταν βασιλιάς της Περσίας και φαραώ της Αιγύπτου, ένας από τους κορυφαίους βασιλείς από την περσική δυναστεία των Αχαιμενιδών. Το όνομά του είναι παραφθορά του αρχαίου περσικού Χσαγιαρσά και σημαίνει Κυρίαρχος Ηρώων. Βασίλεψε από το 486 π.Χ. έως το 465 π.Χ.
Η απόφαση για εισβολή στην Ελλάδα
Ο πατέρας του Ξέρξη του άφησε πριν πεθάνει μια διαταγή: να τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους υπόλοιπους Έλληνες για τη ντροπή που προξένησαν στην μεγάλη τους αυτοκρατορία. Ο Ξέρξης βέβαια δεν χρειαζόταν να δεσμευτεί από αυτή την υπόσχεση για να επιτεθεί στην Ελλάδα. Στο τρίτο έτος της βασιλείας του, λοιπόν, συγκάλεσε συνέδριο με τη συμμετοχή των αρχόντων και των ευγενών όλων των επαρχιών της χώρας αλλά και των ξένων ευγενών, που είχαν δηλώσει υποταγή στη Περσία. Στο συνέδριο ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις. Ο θείος του αυτοκράτορα, αδελφός του Δαρείου, Αρτάβανος δεν επιθυμούσε την επίθεση στην Ελλάδα και εκπροσωπούσε τους ευγενείς που δεν επιθυμούσαν άλλη ήττα μετά τον Μαραθώνα. Από την άλλη πλευρά, τη μερίδα των στρατηγών, εκπρόσωπος ήταν ο στρατηγός Μαρδόνιος, ξάδελφος και γαμπρός του αυτοκράτορα. Ακόμα στην αυτοκρατορική αυλή του Ξέρξη υπήρχαν και ορισμένοι ευγενείς από την Ελλάδα, που έχασαν τους θρόνους τους και έλπιζαν ότι αν βοηθούσαν τον Πέρση αυτοκράτορα στην εισβολή του, θα κέρδιζαν το θρόνο τους πάλι. Μερικοί από αυτούς ήταν: ο Δημάρατος, έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Αιαντίδης, γαμπρός του έκπτωτου τυράννου της Αθήνας, Ιππία, η οικογένεια των Αλευαδών, έκπτωτη δυναστεία που ηγούνταν του Κοινού των Θεσσαλών, και ο μάντης Ονομάκριτος, ο οποίος είχε πληρωθεί από οικογένειες έκπτωτων ευγενών για να δίνει ευνοϊκούς χρησμούς στο Ξέρξη ώστε να πειστεί να εκστρατεύσει στην Ελλάδα. Το συνέδριο κράτησε έξι μήνες και αποφασίστηκε τελικά η επίθεση κατά της Ελλάδας ενώ στο τέλος του συνεδρίου παρατέθηκε συμπόσιο επτά ημερών.
Η εισβολή στην Ελλάδα
Ο Ξέρξης ξεκίνησε αμέσως τις προετοιμασίες για να πολεμήσει τους Έλληνες και η εκστρατεία προετοιμαζόταν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο περσικός στρατός, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε 1.700.000 πεζούς άνδρες και 100.000 βοηθητικό προσωπικό που προέρχονταν από 46 έθνη ενώ ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει 700.000 πεζούς και 400.000 ιππείς. Οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν αυτούς τους αριθμούς εξαιρετικά διογκωμένους.
Την ηγεσία όλου του πεζικού είχαν οι Μαρδόνιος και Τριτανταίχμης, εξάδελφοι του Ξέρξη, ο Μασίστης, μικρότερος αδελφός του βασιλιά, ο Μεγαβύζος και ο Σμερδομένης. Το ιππικό διοικούσαν οι αδελφοί Τίθαιος και Αρμαμίθρας, γιοι του στρατηγού Δάτη, που είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα. Την επίλεκτη προσωπική σωματοφυλακή του Ξέρξη, τους 10.000 «Αθάνατους» διοικούσε ο Υδάρνης. Ο περσικός στόλος προερχόταν από τις υποτελείς περιοχές της Περσικής Αυτοκρατορίας, καθώς οι Πέρσες δεν ήταν ναυτικός λαός. Την ανώτερη ηγεσία του στόλου είχε ο Αριαμένης.
Ο Ξέρξης με το στρατό του πέρασε χωρίς δυσκολία τον Ελλήσποντο, με γέφυρες που κατασκεύασαν οι μηχανικοί του. Τη πρώτη φορά οι γέφυρες κατέρρευσαν ύστερα από τρικυμία και έτσι ο Ξέρξης αποκεφάλισε τους μηχανικούς του και διέταξε να μαστιγώσουν τη θάλασσα γιατί δεν υπάκουσε στις διαταγές του, ενώ της πέταξε και αλυσίδες για να τη δέσουν. Ακόμα για να περάσει ο στόλος του άνοιξε μια διώρυγα στη χερσόνησο του Άθω και έθεσε επικεφαλής του έργου, τους Βούβαρη του Μεγαβάζου και Αρταχαίη του Αρταίου. Πέρασε χωρίς προβλήματα τη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και έφτασε στις Θερμοπύλες, όπου αντιμετώπισε τους 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα και τους 700 Θεσπιείς του Δημόφιλου στην τελική φάση της μάχης. Μετά τη νίκη του στις Θερμοπύλες έφτασε στην Αθήνα και την κατέλαβε. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει πρόσφυγες στα γύρω νησιά.
Ο τεράστιος στόλος του Ξέρξη, που στο μεταξύ είχε πάθει μεγάλες καταστροφές από τρικυμίες και από τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο με τους Αθηναίους, κατανικήθηκε στην περίφημη ναυμαχία της Σαλαμίνας στα 480 π.Χ. Αφήνοντας τον γαμπρό του Μαρδόνιο στην Ελλάδα, που νικήθηκε κι αυτός στη μάχη των Πλαταιών στα 479 π.Χ., ο Ξέρξης γύρισε στις Σάρδεις. Η μάχη της Μυκάλης το 479 π.Χ., ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την εκστρατεία του Ξέρξη, καθώς ύστερα από αυτή οι δυνάμεις του αποσύρθηκαν στην Περσία και οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν απελευθερωτικό αγώνα στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Το τέλος του Ξέρξη Α΄
Ο Ξέρξης Α΄ μετά την ήττα στη Σαλαμίνα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Βαβυλώνα για να καταπνίξει νέα επανάσταση που υποκινούσαν οι ιερείς του Μαρδούκ. Ύστερα από την καταστολή της επανάστασης σκότωσε τους αυλικούς του που, όσο έλειπε, έκλεψαν το βασιλικό θησαυρό του. Τα νέα για τις ήττες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη τον συντάραξαν ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό του και να περνάει ώρες μελετώντας πολεοδομικά σχέδια καθώς είχε στο μυαλό του την ανοικοδόμηση της Περσέπολης και τη δημιουργία ενός θαυμαστού πολεοδομικού συγκροτήματος εκεί. Όμως καθώς ήταν κλειστός στον εαυτό του και εύκολος στόχος των ραδιούργων εμφανίστηκαν πολλοί επίδοξοι διάδοχοί του. Αυτός αγανακτισμένος και στα όρια της παράνοιας δολοφόνησε όλους τους επίδοξους διαδόχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και αρκετοί στενοί συγγενείς του. Τελικά έπεσε ο ίδιος θύμα μιας αυλικής συνωμοσίας το 465 π.Χ.. Μετά από εικοσάχρονη βασιλεία, δολοφονήθηκε από τον Αρτάβανο που φιλοδοξούσε να ανέβει στο θρόνο της Περσίας. Ο Αρτάβανος βασίλεψε για ένα χρόνο μέχρι που ο γιος του Ξέρξη Α΄, ο Αρταξέρξης ο Μακρόχειρ, τον παραμέρισε για να ανεβεί ο ίδιος στο θρόνο το 464 π.Χ.
Η απόφαση για εισβολή στην Ελλάδα
Ο πατέρας του Ξέρξη του άφησε πριν πεθάνει μια διαταγή: να τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους υπόλοιπους Έλληνες για τη ντροπή που προξένησαν στην μεγάλη τους αυτοκρατορία. Ο Ξέρξης βέβαια δεν χρειαζόταν να δεσμευτεί από αυτή την υπόσχεση για να επιτεθεί στην Ελλάδα. Στο τρίτο έτος της βασιλείας του, λοιπόν, συγκάλεσε συνέδριο με τη συμμετοχή των αρχόντων και των ευγενών όλων των επαρχιών της χώρας αλλά και των ξένων ευγενών, που είχαν δηλώσει υποταγή στη Περσία. Στο συνέδριο ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις. Ο θείος του αυτοκράτορα, αδελφός του Δαρείου, Αρτάβανος δεν επιθυμούσε την επίθεση στην Ελλάδα και εκπροσωπούσε τους ευγενείς που δεν επιθυμούσαν άλλη ήττα μετά τον Μαραθώνα. Από την άλλη πλευρά, τη μερίδα των στρατηγών, εκπρόσωπος ήταν ο στρατηγός Μαρδόνιος, ξάδελφος και γαμπρός του αυτοκράτορα. Ακόμα στην αυτοκρατορική αυλή του Ξέρξη υπήρχαν και ορισμένοι ευγενείς από την Ελλάδα, που έχασαν τους θρόνους τους και έλπιζαν ότι αν βοηθούσαν τον Πέρση αυτοκράτορα στην εισβολή του, θα κέρδιζαν το θρόνο τους πάλι. Μερικοί από αυτούς ήταν: ο Δημάρατος, έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Αιαντίδης, γαμπρός του έκπτωτου τυράννου της Αθήνας, Ιππία, η οικογένεια των Αλευαδών, έκπτωτη δυναστεία που ηγούνταν του Κοινού των Θεσσαλών, και ο μάντης Ονομάκριτος, ο οποίος είχε πληρωθεί από οικογένειες έκπτωτων ευγενών για να δίνει ευνοϊκούς χρησμούς στο Ξέρξη ώστε να πειστεί να εκστρατεύσει στην Ελλάδα. Το συνέδριο κράτησε έξι μήνες και αποφασίστηκε τελικά η επίθεση κατά της Ελλάδας ενώ στο τέλος του συνεδρίου παρατέθηκε συμπόσιο επτά ημερών.
Η εισβολή στην Ελλάδα
Ο Ξέρξης ξεκίνησε αμέσως τις προετοιμασίες για να πολεμήσει τους Έλληνες και η εκστρατεία προετοιμαζόταν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο περσικός στρατός, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε 1.700.000 πεζούς άνδρες και 100.000 βοηθητικό προσωπικό που προέρχονταν από 46 έθνη ενώ ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει 700.000 πεζούς και 400.000 ιππείς. Οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν αυτούς τους αριθμούς εξαιρετικά διογκωμένους.
Την ηγεσία όλου του πεζικού είχαν οι Μαρδόνιος και Τριτανταίχμης, εξάδελφοι του Ξέρξη, ο Μασίστης, μικρότερος αδελφός του βασιλιά, ο Μεγαβύζος και ο Σμερδομένης. Το ιππικό διοικούσαν οι αδελφοί Τίθαιος και Αρμαμίθρας, γιοι του στρατηγού Δάτη, που είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα. Την επίλεκτη προσωπική σωματοφυλακή του Ξέρξη, τους 10.000 «Αθάνατους» διοικούσε ο Υδάρνης. Ο περσικός στόλος προερχόταν από τις υποτελείς περιοχές της Περσικής Αυτοκρατορίας, καθώς οι Πέρσες δεν ήταν ναυτικός λαός. Την ανώτερη ηγεσία του στόλου είχε ο Αριαμένης.
Ο Ξέρξης με το στρατό του πέρασε χωρίς δυσκολία τον Ελλήσποντο, με γέφυρες που κατασκεύασαν οι μηχανικοί του. Τη πρώτη φορά οι γέφυρες κατέρρευσαν ύστερα από τρικυμία και έτσι ο Ξέρξης αποκεφάλισε τους μηχανικούς του και διέταξε να μαστιγώσουν τη θάλασσα γιατί δεν υπάκουσε στις διαταγές του, ενώ της πέταξε και αλυσίδες για να τη δέσουν. Ακόμα για να περάσει ο στόλος του άνοιξε μια διώρυγα στη χερσόνησο του Άθω και έθεσε επικεφαλής του έργου, τους Βούβαρη του Μεγαβάζου και Αρταχαίη του Αρταίου. Πέρασε χωρίς προβλήματα τη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και έφτασε στις Θερμοπύλες, όπου αντιμετώπισε τους 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα και τους 700 Θεσπιείς του Δημόφιλου στην τελική φάση της μάχης. Μετά τη νίκη του στις Θερμοπύλες έφτασε στην Αθήνα και την κατέλαβε. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει πρόσφυγες στα γύρω νησιά.
Ο τεράστιος στόλος του Ξέρξη, που στο μεταξύ είχε πάθει μεγάλες καταστροφές από τρικυμίες και από τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο με τους Αθηναίους, κατανικήθηκε στην περίφημη ναυμαχία της Σαλαμίνας στα 480 π.Χ. Αφήνοντας τον γαμπρό του Μαρδόνιο στην Ελλάδα, που νικήθηκε κι αυτός στη μάχη των Πλαταιών στα 479 π.Χ., ο Ξέρξης γύρισε στις Σάρδεις. Η μάχη της Μυκάλης το 479 π.Χ., ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την εκστρατεία του Ξέρξη, καθώς ύστερα από αυτή οι δυνάμεις του αποσύρθηκαν στην Περσία και οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν απελευθερωτικό αγώνα στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Το τέλος του Ξέρξη Α΄
Ο Ξέρξης Α΄ μετά την ήττα στη Σαλαμίνα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Βαβυλώνα για να καταπνίξει νέα επανάσταση που υποκινούσαν οι ιερείς του Μαρδούκ. Ύστερα από την καταστολή της επανάστασης σκότωσε τους αυλικούς του που, όσο έλειπε, έκλεψαν το βασιλικό θησαυρό του. Τα νέα για τις ήττες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη τον συντάραξαν ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό του και να περνάει ώρες μελετώντας πολεοδομικά σχέδια καθώς είχε στο μυαλό του την ανοικοδόμηση της Περσέπολης και τη δημιουργία ενός θαυμαστού πολεοδομικού συγκροτήματος εκεί. Όμως καθώς ήταν κλειστός στον εαυτό του και εύκολος στόχος των ραδιούργων εμφανίστηκαν πολλοί επίδοξοι διάδοχοί του. Αυτός αγανακτισμένος και στα όρια της παράνοιας δολοφόνησε όλους τους επίδοξους διαδόχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και αρκετοί στενοί συγγενείς του. Τελικά έπεσε ο ίδιος θύμα μιας αυλικής συνωμοσίας το 465 π.Χ.. Μετά από εικοσάχρονη βασιλεία, δολοφονήθηκε από τον Αρτάβανο που φιλοδοξούσε να ανέβει στο θρόνο της Περσίας. Ο Αρτάβανος βασίλεψε για ένα χρόνο μέχρι που ο γιος του Ξέρξη Α΄, ο Αρταξέρξης ο Μακρόχειρ, τον παραμέρισε για να ανεβεί ο ίδιος στο θρόνο το 464 π.Χ.
Τα αγκάθια της ύπαρξής μας
Τέσσερις είναι απόλυτες υπαρξιακές ανησυχίες. Αυτές είναι υπεύθυνες για τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνει ο κάθε άνθρωπος, στο υπαρξιακό πλαίσιο αναφοράς, ενώ έχουν βαρύνουσα σημασία σε μία ενδεχόμενη προσπάθεια ψυχοθεραπείας. Ποιες είναι όμως αυτές οι 4 ανησυχίες; Δεν είναι άλλες από τον θάνατο, την ελευθερία, την απομόνωση και την έλλειψη νοήματος στη ζωή.
Ο θάνατος: Είναι η πιο οφθαλμοφανής απόλυτη ανησυχία. Είναι προφανές σε όλους ότι ο θάνατος θα έρθει και ότι δεν υπάρχει διαφυγή. Είναι μια φοβερή αλήθεια στην οποία τα άτομα αποκρίνονται με τρόμο και συχνά αναπτύσσουν άμυνες, που επηρεάζουν σημαντικά το χαρακτήρα τους. Το παιδί από μικρή ηλικία είναι απασχολημένο με το θάνατο και η εξάλειψη του τρόμου του θανάτου είναι ένα σημαντικό αναπτυξιακό στάδιο στη ζωή του. Συχνά ψυχοπαθολογικά συμπτώματα οφείλονται σε αδυναμία υπέρβασης του φόβου του θανάτου.
Ελευθερία: Φυσιολογικά δεν θα θεωρούσαμε την ελευθερία ως πηγή ανησυχίας. Μάλλον το αντίθετο. Η ελευθερία θεωρείται γενικά μια θετική έννοια. Η ιστορία του δυτικού πολιτισμού σημαδεύτηκε από λαχτάρα και αγώνα για ελευθερία, ωστόσο στο υπαρξιακό πλαίσιο η έννοια της ελευθερίας τρομάζει. Η ελευθερία αναφέρεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και συγγραφέας του δικού του κόσμου, του δικού του σχεδιασμού ζωής, των δικών του επιλογών και δράσεων. Αν είναι αλήθεια ότι δημιουργούμε τον Εαυτό μας και το δικό μας κόσμο, αυτό σημαίνει ότι δεν πατάμε σε στέρεο έδαφος και κάτω μας υπάρχει μια άβυσσος, το τίποτα. Σε αντίθεση με την καθημερινή μας εμπειρία, είμαστε περαστικοί από τη ζωή, ερχόμαστε και φεύγουμε από ένα σύμπαν που δεν είναι συνεκτικό, ούτε δομημένο με ένα μεγάλο σχέδιο. Η άσκηση της ελευθερίας ανοίγει το δρόμο για την ανάδειξη της ευθύνης, που αποτελεί σημαντική πηγή άγχους για τους ανθρώπους. Τ’ άτομα διαφέρουν σημαντικά ως προς το βαθμό ευθύνης που μπορούν να αναλάβουν στη ζωή τους. Μερικοί ρίχνουν την ευθύνη για ότι τους συμβαίνει στους άλλους, στις συνθήκες της ζωής, στα αφεντικά και στις συζύγους τους. Άλλοι την αρνούνται τελείως θεωρώντας τους Εαυτούς τους «αθώα θύματα» που πάσχουν από εξωτερικά γεγονότα, αδιαφορώντας ενδεχομένως αν οι ίδιοι έχουν βάλει σε κίνηση τα γεγονότα αυτά.Ορισμένοι δεν διστάζουν να αρνηθούν τελείως την ύπαρξη της ευθύνης τους, βγάζοντας την τελείως «απ’ το μυαλό τους», σα να μην είναι υπόλογοι της συμπεριφοράς τους. Μια άλλη πτυχή της ελευθερίας είναι η θέληση. Η θέληση περνά από την επιθυμία, στην απόφαση και τελικά στη δράση. Πολλά άτομα έχουν τεράστιες δυσκολίες να εκφράσουν επιθυμίες. Άλλα μπορεί να είναι εξαιρετικά σαφή για το τι θέλουν, αλλά δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν ή να επιλέξουν και πολύ περισσότερο να δράσουν. Συχνά βιώνουν τη λήψη αποφάσεων ως πανικό. Μπορεί να επιχειρήσουν να μεταβιβάσουν το δικαίωμα της απόφασης σε κάποιον άλλον ή να ενεργήσουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η απόφαση να παίρνεται γι’ αυτούς από τις περιστάσεις. Το πέρασμα από την ελευθερία, στην επιθυμία, στην απόφαση, στη δράση, είναι για πολλούς ανθρώπους μια επώδυνη διαδικασία, που προτιμούν να αποφεύγουν.
Η απομόνωση: Μια τρίτη απόλυτη ανησυχία είναι η απομόνωση. Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση της υπαρξιακής από τους άλλους τύπους απομόνωσης. Η διαπροσωπική απομόνωση αναφέρεται στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ του «Εαυτού» και των άλλων ανθρώπων, λόγω έλλειψης κοινωνικών δεξιοτήτων και ψυχοπαθολογίας στο θέμα της οικειότητας. Η υπαρξιακή απομόνωση είναι ένας όρος, που καθιερώθηκε για πρώτη φορά από τον Φρόιντ και αναφέρεται στο γεγονός ότι είμαστε απομονωμένοι από κομμάτια του Εαυτού μας. Θύλακες του Εαυτού μας, εμπειρίες, συναισθήματα και επιθυμίες, διασπώνται από τη συνείδηση και αγνοούμε ότι υπάρχουν. Ωστόσο, λειτουργούν υπόγεια και ταράζουν τη ζωή μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Ο στόχος της ψυχοθεραπείας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να βοηθήσει τα άτομα αυτά να ανακτήσουν και να επανενώσουν τα αποσχισμένα τμήματα του Εαυτού τους.
Πολλοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την απομόνωση μέσω της διάχυσης. Αποφεύγουν την προσωπική τους ανάπτυξη και την αίσθηση απομόνωσης που τη συνοδεύει, προτιμώντας να μαλακώσουν τα όρια του Εγώ τους, να ελαχιστοποιήσουν τις επιθυμίες τους και να ζήσουν μέσα από τη ζωή ενός άλλου ατόμου. Άλλοι μπορεί να διαχυθούν σε μια ομάδα, μια αιτία, μια χώρα, ένα έργο. Με το να είναι κανείς όπως οι άλλοι, να ταιριάζει στο ντύσιμο, στην ομιλία και στα έθιμα, να μην έχει δικές του σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες, σώζεται από την απομόνωση του μοναχικού του Εαυτού. Μια άλλη συνηθισμένη απάντηση στην απομόνωση είναι η ψυχαναγκαστική σεξουαλικότητα. Τα σεξουαλικά καταναγκαστικά άτομα δεν σχετίζονται με όλη την Ύπαρξη των άλλων, αλλά μόνο με το τμήμα της που ικανοποιεί τις ατομικές τους ανάγκες. Ειδικότερα, ενδιαφέρονται μόνο για τα τμήματα εκείνα που διευκολύνουν την αποπλάνηση και τη σεξουαλική πράξη.
Η έλλειψη νοήματος: Η τέταρτη τελική ανησυχία είναι η έλλειψη νοήματος. Εάν κάθε άτομο είναι μόνο, ζει στον κόσμο του, μέσα σ’ ένα αδιάφορο σύμπαν και τελικά πεθαίνει μόνο του, τότε τι νόημα μπορεί να ‘χει η ζωή; Γιατί ζούμε; Αν δεν υπάρχει σχεδιασμένη προαποφασισμένη ζωή, τότε ο καθένας πρέπει να οικοδομήσει το δικό του νόημα στη ζωή. Το ερώτημα όμως είναι, «μπορεί ο καθένας να δημιουργήσει ένα αυτόνομο νόημα για να αντέξει τη ζωή του»;
Ο άνθρωπος φαίνεται να απαιτεί νόημα. Η νευροψυχολογική μας οργάνωση είναι τέτοια, που τυποποιεί τα τυχαία ερεθίσματα. Τα οργανώνει αυτόματα σε σχήμα και ουσία. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν ελλιπή κύκλο, τον φανταζόμαστε αυτόματα πλήρη. Όταν μια οποιαδήποτε κατάσταση δεν σχηματοποιείται, βιώνουμε δυσφορία. Με τον ίδιο τρόπο που οργανώνουμε τυχαία ερεθίσματα, αντιμετωπίζουμε και τις υπαρξιακές καταστάσεις. Σε ένα άτακτο κόσμο νοιώθουμε ασταθείς και ψάχνουμε σχέδιο. Η τέταρτη εσωτερική σύγκρουση πηγάζει από αυτό το δίλημμα: Πως ένα Ον που απαιτεί νόημα, μπορεί να βρει νόημα σε ένα σύμπαν που δεν έχει κανένα νόημα;
Ελευθερία: Φυσιολογικά δεν θα θεωρούσαμε την ελευθερία ως πηγή ανησυχίας. Μάλλον το αντίθετο. Η ελευθερία θεωρείται γενικά μια θετική έννοια. Η ιστορία του δυτικού πολιτισμού σημαδεύτηκε από λαχτάρα και αγώνα για ελευθερία, ωστόσο στο υπαρξιακό πλαίσιο η έννοια της ελευθερίας τρομάζει. Η ελευθερία αναφέρεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και συγγραφέας του δικού του κόσμου, του δικού του σχεδιασμού ζωής, των δικών του επιλογών και δράσεων. Αν είναι αλήθεια ότι δημιουργούμε τον Εαυτό μας και το δικό μας κόσμο, αυτό σημαίνει ότι δεν πατάμε σε στέρεο έδαφος και κάτω μας υπάρχει μια άβυσσος, το τίποτα. Σε αντίθεση με την καθημερινή μας εμπειρία, είμαστε περαστικοί από τη ζωή, ερχόμαστε και φεύγουμε από ένα σύμπαν που δεν είναι συνεκτικό, ούτε δομημένο με ένα μεγάλο σχέδιο. Η άσκηση της ελευθερίας ανοίγει το δρόμο για την ανάδειξη της ευθύνης, που αποτελεί σημαντική πηγή άγχους για τους ανθρώπους. Τ’ άτομα διαφέρουν σημαντικά ως προς το βαθμό ευθύνης που μπορούν να αναλάβουν στη ζωή τους. Μερικοί ρίχνουν την ευθύνη για ότι τους συμβαίνει στους άλλους, στις συνθήκες της ζωής, στα αφεντικά και στις συζύγους τους. Άλλοι την αρνούνται τελείως θεωρώντας τους Εαυτούς τους «αθώα θύματα» που πάσχουν από εξωτερικά γεγονότα, αδιαφορώντας ενδεχομένως αν οι ίδιοι έχουν βάλει σε κίνηση τα γεγονότα αυτά.Ορισμένοι δεν διστάζουν να αρνηθούν τελείως την ύπαρξη της ευθύνης τους, βγάζοντας την τελείως «απ’ το μυαλό τους», σα να μην είναι υπόλογοι της συμπεριφοράς τους. Μια άλλη πτυχή της ελευθερίας είναι η θέληση. Η θέληση περνά από την επιθυμία, στην απόφαση και τελικά στη δράση. Πολλά άτομα έχουν τεράστιες δυσκολίες να εκφράσουν επιθυμίες. Άλλα μπορεί να είναι εξαιρετικά σαφή για το τι θέλουν, αλλά δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν ή να επιλέξουν και πολύ περισσότερο να δράσουν. Συχνά βιώνουν τη λήψη αποφάσεων ως πανικό. Μπορεί να επιχειρήσουν να μεταβιβάσουν το δικαίωμα της απόφασης σε κάποιον άλλον ή να ενεργήσουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η απόφαση να παίρνεται γι’ αυτούς από τις περιστάσεις. Το πέρασμα από την ελευθερία, στην επιθυμία, στην απόφαση, στη δράση, είναι για πολλούς ανθρώπους μια επώδυνη διαδικασία, που προτιμούν να αποφεύγουν.
Η απομόνωση: Μια τρίτη απόλυτη ανησυχία είναι η απομόνωση. Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση της υπαρξιακής από τους άλλους τύπους απομόνωσης. Η διαπροσωπική απομόνωση αναφέρεται στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ του «Εαυτού» και των άλλων ανθρώπων, λόγω έλλειψης κοινωνικών δεξιοτήτων και ψυχοπαθολογίας στο θέμα της οικειότητας. Η υπαρξιακή απομόνωση είναι ένας όρος, που καθιερώθηκε για πρώτη φορά από τον Φρόιντ και αναφέρεται στο γεγονός ότι είμαστε απομονωμένοι από κομμάτια του Εαυτού μας. Θύλακες του Εαυτού μας, εμπειρίες, συναισθήματα και επιθυμίες, διασπώνται από τη συνείδηση και αγνοούμε ότι υπάρχουν. Ωστόσο, λειτουργούν υπόγεια και ταράζουν τη ζωή μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Ο στόχος της ψυχοθεραπείας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να βοηθήσει τα άτομα αυτά να ανακτήσουν και να επανενώσουν τα αποσχισμένα τμήματα του Εαυτού τους.
Πολλοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την απομόνωση μέσω της διάχυσης. Αποφεύγουν την προσωπική τους ανάπτυξη και την αίσθηση απομόνωσης που τη συνοδεύει, προτιμώντας να μαλακώσουν τα όρια του Εγώ τους, να ελαχιστοποιήσουν τις επιθυμίες τους και να ζήσουν μέσα από τη ζωή ενός άλλου ατόμου. Άλλοι μπορεί να διαχυθούν σε μια ομάδα, μια αιτία, μια χώρα, ένα έργο. Με το να είναι κανείς όπως οι άλλοι, να ταιριάζει στο ντύσιμο, στην ομιλία και στα έθιμα, να μην έχει δικές του σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες, σώζεται από την απομόνωση του μοναχικού του Εαυτού. Μια άλλη συνηθισμένη απάντηση στην απομόνωση είναι η ψυχαναγκαστική σεξουαλικότητα. Τα σεξουαλικά καταναγκαστικά άτομα δεν σχετίζονται με όλη την Ύπαρξη των άλλων, αλλά μόνο με το τμήμα της που ικανοποιεί τις ατομικές τους ανάγκες. Ειδικότερα, ενδιαφέρονται μόνο για τα τμήματα εκείνα που διευκολύνουν την αποπλάνηση και τη σεξουαλική πράξη.
Η έλλειψη νοήματος: Η τέταρτη τελική ανησυχία είναι η έλλειψη νοήματος. Εάν κάθε άτομο είναι μόνο, ζει στον κόσμο του, μέσα σ’ ένα αδιάφορο σύμπαν και τελικά πεθαίνει μόνο του, τότε τι νόημα μπορεί να ‘χει η ζωή; Γιατί ζούμε; Αν δεν υπάρχει σχεδιασμένη προαποφασισμένη ζωή, τότε ο καθένας πρέπει να οικοδομήσει το δικό του νόημα στη ζωή. Το ερώτημα όμως είναι, «μπορεί ο καθένας να δημιουργήσει ένα αυτόνομο νόημα για να αντέξει τη ζωή του»;
Ο άνθρωπος φαίνεται να απαιτεί νόημα. Η νευροψυχολογική μας οργάνωση είναι τέτοια, που τυποποιεί τα τυχαία ερεθίσματα. Τα οργανώνει αυτόματα σε σχήμα και ουσία. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν ελλιπή κύκλο, τον φανταζόμαστε αυτόματα πλήρη. Όταν μια οποιαδήποτε κατάσταση δεν σχηματοποιείται, βιώνουμε δυσφορία. Με τον ίδιο τρόπο που οργανώνουμε τυχαία ερεθίσματα, αντιμετωπίζουμε και τις υπαρξιακές καταστάσεις. Σε ένα άτακτο κόσμο νοιώθουμε ασταθείς και ψάχνουμε σχέδιο. Η τέταρτη εσωτερική σύγκρουση πηγάζει από αυτό το δίλημμα: Πως ένα Ον που απαιτεί νόημα, μπορεί να βρει νόημα σε ένα σύμπαν που δεν έχει κανένα νόημα;
Ἡ παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας καί ἡ εὐθύνη τῶν πολιτῶν της.
Τὸ κατωτέρω κείμενο εἶναι μία σύντομη σπουδή καί κριτική στήν Δημοκρατία∙ καί κυρίως στήν ἄκρατη, ριζοσπαστική, Ἀθηναϊκή Δημοκρατία μετά τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐφιάλτη. Πρόθεσή μας εἶναι νά καταδείξουμε τήν εὐθύνη τῶν πολιτῶν καί ὄχι μόνο τῶν ἡγετῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας γιά τήν πτώση καί τήν παρακμή της. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό πολίτευμα τῆς εὐθύνης, ἀτομικῆς καί συλλογικῆς. Γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία της εὐθύνονται ὄχι μόνο οἱ ἡγέτες, ἀλλά καί ὁ λαός, οἱ πολῖτες. Προϋπόθεση sine qua non τῆς δημοκρατίας εἶναι ὄχι μόνο ἡ ἐνεργός, ἀλλά καί ἡ νηφάλια, ἡ νουνεχής, ἡ ἔμφρων συμμετοχή τῶν πολιτῶν στά δημοκρατικά δρώμενα. Ὅ,τιδήποτε ὑπερβαίνει τήν λογική καί τό μέτρο ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ καταστροφή τό εὐπαθές πολίτευμα τῆς δημοκρατίας.Τό γενικῶς ἐπικρατοῦν πνεῦμα μιᾶς κοινωνίας, αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Μάξ Βέμπερ, «νομολογική γνώση» μιᾶς κοινωνίας (πού καθορίζει στά ἐπιμέρους ἄτομα τί εἶναι καλό καί τί κακό, τί εἶναι ἐπιτρεπτό καί τί ἀνεπίτρεπτο, τί εἶναι νόμιμο καί τί ἀθέμιτο), τό διαμορφώνει ἡ κοινωνία στό σύνολό της καί σχετικῶς μικρότερη συμμετοχή ἔχουν στήν διαμόρφωσή του οἱ ἐκλεγμένοι πολιτικοί (βεβαίως σημαντική εἶναι καί ἡ συμβολή τῶν Μ.Μ.Ε., ἀλλά καί αὐτά, καθορίζουν βεβαίως, ἀλλά καί καθορίζονται ἀπό τήν κοινή γνώμη τῆς κοινωνίας).
Βεβαίως ἔχει λεχθεῖ ἀπό τόν Ἰσοκράτη ὅτι τό ἦθος τῶν ἀρχόντων διαμορφώνει τό ἦθος τῶν ἀρχομένων, ἀλλά σέ μία δημοκρατική καί «ἀνοικτή» κοινωνία ἰσχύει ἐξίσου καί τό ἀντίστροφο, ὅτι τό ἦθος τῶν ἀρχομένων διαμορφώνει τό ἦθος τῶν ἀρχόντων. Στήν οὐσία πρόκειται γιά δυναμική ἀλληλεπίδραση καί ἀλληλεπενέργεια. Μάλιστα τολμῶ νά πῶ ὅτι περισσότερο εὐθυγραμμίζονται οἱ πολιτικοί πρός τό γενικώτερο πνεῦμα τοῦ λαοῦ, παρά ὅτι ὁ λαός εὐθυγραμμίζεται πρός τό γενικώτερο πνεῦμα τῶν πολιτικῶν.
Τοὐλάχιστον τοῦτο ἰσχυρίζεται ὁ Γύλιππος, ὁ Λακεδαιμόνιος στρατηγός, στόν λόγο του μετά τήν συντριπτική ἧττα τῶν Ἀθηναίων στήν Σικελία καί τήν ἄνευ ὅρων παράδοσή τους στούς Συρακουσίους, ἀντικρούοντας τήν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Συρακοσίου Νικολάου ὅτι πρέπει νά δείξουν φιλανθρωπία στούς Ἀθηναίους, ἐπειδή παρεσύρθησαν ἀπό τόν Ἀλκιβιάδη:
«Ἀλλ᾿εὑρήσομεν τούς συμβούλους κατά τό πλεῖστον στοχαζομένους τῆς τῶν ἀκουόντων βουλήσεως, ὥσθ᾿ ὁ χειροτονῶν τῷ ῥήτορι λόγον οἰκεῖον ὑποβάλλει τῆς ἑαυτοῦ προαιρέσεως. οὐ γάρ ὁ λέγων κύριος τοῦ πλήθους, ἀλλ᾿ ὁ δῆμος ἐθίζει τόν ῥήτορα τά βέλτιστα λέγειν χρηστά βουλευόμενος».[1]
«Διαπιστώνουμε, ὅμως, ὅτι τίς περισσότερες φορές οἱ εἰσηγητές ἐκφράζουν τήν θέληση τῶν ἀκροατῶν, ἔτσι ὥστε ὁ ψηφοφόρος νά ὑποβάλλει στόν ρήτορα τά λόγια πού ταιριάζουν μέ τίς δικές του ἐπιθυμίες. Διότι ὁ ὁμιλητής δέν εἶναι κύριος τοῦ πλήθους, ἀλλά ὁ λαός συνηθίζει τόν ρήτορα νά προτείνει τό καλύτερο, μέ τό νά υἱοθετεῖ τά σωστά».
Ἡ μετοχή βουλευόμενος εἶναι ὑποθετική μετοχή. Ἀπαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση γιά νά προτείνει καί νά λέγει τά βέλτιστα ὁ ρήτωρ εἶναι ὁ λαός νά βουλεύεται (=νά σκέπτεται) χρηστά, διότι ὁ λαός κατευθύνει τόν ρήτορα καί ὄχι τό ἀντίθετο. Σημειωτέον ὅτι ὁ “ρήτωρ” εἶναι ὁ πολιτικός ἡγέτης στήν πολιτική ὁρολογία τῆς ἀρχαιότητος.
Ἀκόμη καί στήν ἔσω φιλοσοφία κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός ἐγκαθιστᾶ ἄρχοντες ἀναλόγως τοῦ ποιοῦ τῶν πολιτῶν. Ἄν οἱ πολῖτες εἶναι χρηστοί ἔχουν χρηστούς ἄρχοντες, ἄν οἱ πολῖτες εἶναι φαῦλοι ἔχουν φαύλους ἄρχοντες. Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι:
«Οἱ ἄξιοι ἄρχοντες προωθοῦνται στίς πόλεις πού τούς ἀξίζουν, ἐνῶ οἱ ἀνάξιοι, μέ παραχώρηση, ἤ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, προχειρίζονται στούς ἀνάξιους πολίτες. Γι᾿ αὐτό, ἄν δεῖς κάποιον ἀνάξιο καί πονηρό ἄρχοντα ἤ ἐπίσκοπο, μή ἀπορήσεις, καί μή συκοφαντεῖς τό Θεό ἀλλά μᾶλλον πίστευε, ὅτι παραδοθήκαμε σέ τέτοιους τυράννους, πού καί ἡ κακία τους δέν εἶναι ἀνάλογη μέ τό κακό ποὐ μᾶς ἀξίζει»[2].
Ὥστε ὁ Θεός προωθεῖ ἄρχοντες, ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῶν πολιτῶν. Στούς καλούς πολῖτες προωθεῖ καλούς ἄρχοντες καί στούς κακούς παραχωρεῖ (ἀνέχεται) κακούς ἄρχοντες». Προσέτι καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας διατυπώνει τήν γνώμη ὅτι «δίδωσιν ἄρχοντα τοῖς πονηροῖς κατά τάς καρδίας αὐτῶν»[3]. «δίνει ὁ Θεός στούς πονηρούς ἄρχοντα σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τους».
Βέβαια θά μποροῦσε νά ἀντιτείνει κάποιος ὅτι σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο ἡ ἐξουσία, ἡ κάθε ἐξουσία, εἶναι ἀπό τόν Θεό ἐγκαθιδρυμένη: «αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. ιγ´1). Ὅμως ἐδῶ, σύμφωνα μέ τή Πατερική ἑρμηνεία, ἐννοεῖται ὅτι ἀπό τόν Θεό εἶναι ἐγκαθιδρυμένος ὁ ἀπρόσωπος θεσμός τῆς ἐξουσίας καί ὄχι οἱ κατέχοντες τήν ἐξουσία, δηλαδή οἱ ἄρχοντες. Κατά τό Πατερικόν λόγιον: «Οὐ γάρ εἶπε οὐκ ἔστιν ἄρχων καί ἐξουσιαστής, ἀλλ᾿ εἶπεν οὐκ ἔστι ἐξουσία εἰ μή ὑπό Θεοῦ».[4]
Ἀκόμη ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι: «Πολλάκις ἀκρισία δήμου τόν χείριστον εἰς ἀρχήν προεστήσατο»[5]. Ἡ ἀκρισία τοῦ λαοῦ πολλές φορές ἐγκαθιστᾶ στήν ἐξουσία τόν χειρότερο. Μάλιστα ὁ Βασίλειος, σχολιάζοντας τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος, λέγει «ἄλογοι αἱ συντυχίαι τῶν κλήρων ἐπί τόν πάντων ἔσχατον πολλάκις τό κράτος φέρουσαι»[6]. Οἱ συμπτώσεις τῶν κλήρων εἶναι ἄλογες/ἐξωλογικές καί δίδουν τήν ἐξουσία στόν τελευταῖο ὅλων. Ἡ ἔλλειψη λοιπόν κρίσεως, ἡ ἀπερισκεψία τοῦ δήμου, ἀλλά καί ἡ κλήρωση πολλές φορές τούς χειρότερους ἀνέδειξαν στήν ἐξουσία.
Τά ἱστορικά παραδείγματα συλλογικῆς ἀκρισίας μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα εἶναι πάμπολλα. Θά ἀναφερθῶ στήν περίπτωση τῆς κλασσικῆς, δημοκρατικῆς Ἀθήνας. Ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀπεφάσισε ἐλευθέρως καί οἰκειοθελῶς τήν καταστροφική γι᾿ αὐτόν Σικελική ἐκστρατεία:
«Ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσι ὁμοίως ἐκπλεῦσαι… ὥστε διά τήν ἄγαν τῶν πλειόνων ἐπιθυμίαν, εἴ τῳ ἄρα καί μή ἤρεσκε, δεδιώς μή ἀντιχειροτονῶν κακόνους δόξειεν εἶναι τῇ πόλει ἡσυχίαν ἦγεν»[7] γράφει ὁ Θουκυδίδης.
«Καί πάντες ἀνεξαιρέτως κατελήφθησαν ἀπό ζωηροτάτην ἐπιθυμίαν νά μετάσχουν τῆς ἐκστρατείας… οὕτως ὥστε, ἕνεκα τοῦ γενικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, οἱ τυχόν διαφωνοῦντες, φοβούμενοι μήπως καταψηφίζοντες θεωρηθοῦν κακοί πατριῶται, ἐσιώπων».[8]
Ἡ ἀμνήστευση τοῦ λαοῦ ἀπό τίς ἀπαραμείωτες εὐθύνες του γιά τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἡ κολακεία καί ἡ ἄκριτη καί ἄμετρη ἱκανοποίηση τῶν ὁποιοδήποτε ὑπερβολῶν του ὁδηγεῖ στήν ἀπορρύθμιση τῆς δημοκρατίας. Αὐτό ἀποτελεῖ τήν πικρή, ἀλλά πολύτιμη ἐμπειρία ἀπό τήν τραγική μοῖρα τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Ὅσο προΐστατο αὐτῆς ὁ Περικλῆς λειτουργοῦσε ὁμαλά. Ὁ Θουκυδίδης λέγει γιά τόν Περικλῆ:
«Αἴτιον δ᾿ ἦν ὅτι ἐκεῖνος μέν δυνατός ὤν τῷ τε ἀξιώματι καί τῇ γνώμῃ, χρημάτων τε διαφανῶς ἀδωρότατος γενόμενος, κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε, διά τό μή κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τήν δύναμιν πρός ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ᾿ ἔχων ἐπ᾿ ἀξιώσει καί πρός ὀργήν τι ἀντιπεῖν»[9]
«Αἰτία τούτου ἦτον ὅτι ὁ Περικλῆς, ἔχων μεγάλην ἐπιρροήν, πηγάζουσαν ἀπό τήν πρός αὐτόν κοινήν ἐκτίμησιν καί τήν προσωπικήν του ἱκανότητα, καί πασιφανῶς ἀναδειχθείς εἰς ὕψιστον βαθμόν ἀνώτερος χρημάτων, συνεκράτει τόν λαόν, μολονότι σεβόμενος τάς ἐλευθερίας του, καί αὐτός μᾶλλον ὡδήγει αὐτόν παρά ὡδηγεῖτο ἀπό αὐτόν. Καθόσον μή ἐπιδιώκων ν᾿ ἀποκτήσῃ ἐπιρροήν δι᾿ ἀθεμίτων μέσων, δέν ὡμίλει πρός κολακείαν, ἀλλά στηριζόμενος εἰς τήν κοινήν πρός αὐτόν ἐκτίμησιν, ἠδύνατο ν᾿ ἀντιταχθῇ κατ᾿ αὐτῶν, προκαλῶν ἐν ἀνάγκῃ καί τήν ὀργήν των.»[10]
Οἱ μετά ἀπό αὐτόν πολιτικοί ἡγέτες κολάκευαν τόν δῆμο ὁδηγώντας τον στήν καταστροφή. Γράφει ὁ Θουκυδίδης:
«Ἐνῷ οἱ διάδοχοί του, ὄντες μᾶλλον ἴσοι ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον, ἐπιδιώκοντες ὅμως ἕκαστος νά γίνῃ πρῶτος, ἦσαν ἕτοιμοι καί αὐτήν τήν κατεύθυνσιν τῶν δημοσίων ὑποθέσεων νά θυσιάζουν εἰς τάς ἑκάστοτε ὀρέξεις τοῦ πλήθους. Τοιαύτη ὅμως ἀδυναμία, ὅπως εἶναι ἑπόμενον, προκειμένου περί πόλεως μεγάλης καί ἀσκούσης ἡγεμονίαν, ὡδήγησε καί εἰς ἄλλα πολλά σφάλματα καί εἰς τήν Σικελικήν ἐκστρατείαν, τῆς ὁποίας ἡ ἀποτυχία ὠφείλετο ὄχι τόσον εἰς κακόν ὑπολογισμόν, λαμβανομένης ὑπ᾿ ὄψιν τῆς δυνάμεως τοῦ ἐχθροῦ, ὅσον εἰς τό ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι διά τήν ἐκστρατείαν, μετά τήν ἀποστολήν της, δέν εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τό συμφέρον της, ἀλλά κατεγίνοντο νά διαβάλλουν οἱ μέν τούς δέ, διά νά ἐπιτύχουν τήν λαϊκήν ἡγεσίαν, καί ὡς ἐκ τούτου ὄχι μόνον ἔγιναν αἰτία τῆς χαλαρώσεως τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, ἀλλά καί διά πρώτην φοράν ἀνεφύησαν εἰς τήν πόλιν ἐσωτερικαί διχόνοιαι.
Ἐν τούτοις οἱ Ἀθηναῖοι, μετά τήν ἀπώλειαν τοῦ στρατοῦ των καί τοῦ μεγαλητέρου μέρους τοῦ στόλου των εἰς τήν Σικελίαν, καί ἐνῷ οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί ἐλυμαίνοντο ἤδη τήν πόλιν, κατώρθωσαν ὅμως ν᾿ ἀνθέξουν ἐπί δέκα ἔτη, ὄχι μόνον κατά τῶν ἀρχικῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ἐκ Σικελίας, ὅσοι ἡνώθησαν μέ αὐτούς, ἀκόμη δέ καί κατά τῶν περισσοτέρων συμμάχων των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπαναστατήσει, βραδύτερον δέ καί κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κύρου, υἱοῦ τοῦ Βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἡνώθη μέ τούς Πελοποννησίους καί παρεῖχεν εἰς αὐτούς χρήματα διά τόν στόλον των, καί τότε μόνον ὑπέκυψαν, ὅταν, συνεπείᾳ τῶν προσωπικῶν των διενέξεων, συνεκρούσθησαν πρός ἀλλήλους καί αὐτοκατεστράφησαν.»[11]
Εἶναι χαρακτηριστική τῆς νοοτροπίας τῶν Ἀθηναίων ἡ ἰταμή δικαιολογία πού προέβαλαν μετά τήν ναυμαχία στίς Ἀργινοῦσες, ὅταν οἱ στρατηγοί μετά τήν περιφανῆ νίκη τους ἐναντίον τῶν Λακεδαιμονίων, λόγῳ τῆς θαλασσοταραχῆς δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς, γιά τήν καταστρατήγηση τοῦ νόμου νά δικασθοῦν ὅλοι μαζί καί ὄχι ὁ κάθε ἕνας χωριστά, ὅπως ὅριζε καί προέβλεπε ὁ νόμος:
«τό πλῆθος ἐβόα δεινόν εἶναι εἰ μή τις ἐάσει τόν δῆμον πράττειν ὅ ἄν βούληται»[12].
«Οἱ πιό πολλοί φώναξαν ὅτι εἶναι ἀνήκουστο νά μήν ἀφήνουν τόν λαό νά κάνει ὅ,τι θέλει»[13].
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης γράφει ἐπ᾽ αὐτοῦ χαρακτηριστικά:
«Οὕτως δ᾽ ὁ δῆμος τότε παρεφρόνησε, καί παροξυνθείς ἀδίκως ὑπό τῶν δημαγωγῶν τήν ὀργήν ἀπέσκηψεν εἰς ἄνδρας οὐ τιμωρίας, ἀλλά πολλῶν ἐπαίνων καί στεφάνων ἀξίους»[14]:
«Τόσο πολύ παρεφρόνησε τότε ὁ λαός καί παρεσύρθη σέ μία ἄδικη πρόκλησι ἀπό τούς δημαγωγούς, ὥστε ἐκόρεσε τήν ὀργή του πάνω σέ ἀνθρώπους πού ἦσαν ἄξιοι ὄχι τιμωρίας, ἀλλά πολλῶν ἐπαίνων καί στεφάνων.»[15]
Ἡ συντριβή τῆς Ἀθήνας ὀφειλόταν στήν ἐξαχρείωση τοῦ ἤθους πολιτικῶν ἡγετῶν καί πολιτῶν καί στήν ἀμοιβαία καταστροφική ἀλληλεπίδρασή τους. Ἡ ἐπίρριψη τῆς εὐθύνης ἀποκλειστικά μόνο στούς πολιτικούς ἡγέτες διαστρέφει τήν ἀλήθεια τῆς πραγματικότητος, ἀφοῦ αὐτοί πολιτεύονται ὄχι ἐρήμην τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἐναρμονιζόμενοι καί στοιχοῦντες ἐπακριβῶς πρός τίς διαθέσεις καί τίς ὀρέξεις αὐτοῦ. Ἐάν τό σύνολον τῶν πολιτῶν ὑγιαίνει, πολιτεύονται ὀρθῶς καί οἱ ἐκλεγμένοι ἄρχοντες, εἰ δ᾿ ἄλλως ἀποβάλλονται ἀπό τόν πολιτικό ὀργανισμό ὡς νοσοῦντα μέλη αὐτοῦ. Εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιβιώσουν διεφθαρμένοι πολιτικοί σ᾿ ἕνα ἀδιάφθορο σῶμα πολιτῶν. Τοὐναντίον ἐάν ἡ κοινωνία νοσεῖ στό σύνολό της μοιραῖα νοσοῦν καί οἱ ἡγέτες της.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ὅσο ἐπολιτεύετο χρηστῶς ἐκίνησε τήν μῆνι τῶν συμπολιτῶν του, ἐνῶ ὅταν συμμορφώθηκε μέ τήν διαφθορά καί ἀναλόγως ἐπολιτεύθηκε ἐπέσυρε τόν ἔπαινο αὐτῶν.
«Τῶν δέ δημοσίων προσόδων αἱρεθείς ἐπιμελητής οὐ μόνον τούς καθ᾿ αὐτόν, ἀλλά καί τούς πρό αὐτοῦ γενομένους ἄρχοντας ἀπεδείκνυε πολλά νενοσφισμένους, καί μάλιστα τόν Θεμιστοκλέα· Σοφός γάρ ἀνήρ, τῆς δέ χειρός οὐ κρατῶν. Διό καί συναγαγών πολλούς ἐπί τόν Ἀριστείδην ἐν ταῖς εὐθύναις διώκων κλοπῆς καταδίκῃ περιέβαλεν, ὥς φησιν Ἰδομενεύς. Ἀγανακτούντων δέ τῶν πρώτων ἐν τῇ πόλει καί βελτίστων, οὐ μόνον ἀφείθη τῆς ζημίας, ἀλλά καί πάλιν ἄρχων ἐπί τήν αὐτήν διοίκησιν ἀπεδείχθη. Προσποιούμενος δέ τῶν προτέρων μεταμέλειν αὐτῷ καί μαλακώτερον ἐνδιδούς ἑαυτόν, ἤρεσκεν τοῖς τά κοινά κλέπτουσιν οὐκ ἐξελέγχων οὐδ᾿ ἀκριβολογούμενος, ὥστε καταπιμπλαμένους τῶν δημοσίων ὑπερεπαινεῖν τόν Ἀριστείδην καί δεξιοῦσθαι τόν δήμον ὑπέρ αὐτοῦ, σπουδάζοντας ἄρχοντα πάλιν αἱρεθῆναι. Μελλόντων δέ χειροτονεῖν ἐπετίμησε τοῖς Ἀθηναίοις· «Ὅτε μέν γάρ,» ἔφη, «πιστῶς καί καλῶς ὑμῖν ἦρξα, προυπηλακίσθην· ἐπει δέ πολλά τῶν κοινῶν καταπροεῖμαι τοῖς κλέπτουσι θαυμαστός εἶναι δοκῶ πολίτης. Αὐτός μέν οὖν αἰσχύνομαι τῇ νῦν τιμῇ μᾶλλον ἤ τῇ πρώην καταδίκῃ, συνάχθομαι δ᾿ ὑμῖν, παρ᾿ οἷς ἐνδοξότερόν ἐστι τοῦ σῴζειν τά δημόσια τό χαρίζεσθαι τοῖς πονηροῖς»[16]:
«Ὅταν τόν ἐξέλεξαν ἐπιμελητή τῶν δημοσίων ἐσόδων, ἐφανέρωσε ὅτι ὄχι μόνον οἱ σύγχρονοί του ἄρχοντες, ἀλλά καί οἱ προηγούμενοι εἶχαν κάμει καταχρήσεις, καί πρό πάντων ὁ Θεμιστοκλῆς “ἄνθρωπος σοφός, ἀλλά πού δέν εἶναι κύριος τοῦ χεριοῦ του”. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεμιστοκλῆς, ἀφοῦ συνεκέντρωσε πολλούς κατά τοῦ Ἀριστείδου, ὅταν ἔκανε τήν λογοδοσία του, τόν κατηγόρησε, καί κατόρθωσε νά τόν καταδικάσουν γιά κλοπή, καθώς λέγει ὁ Ἰδομενεύς. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἀριστοκρατικοί καί οἱ καλύτεροι πολῖτες ἀγανάκτησαν γι᾿ αὐτό, ὄχι μονάχα τοῦ χαρίστηκε τό πρόστιμο, ἀλλά ἐξελέγη καί πάλι ἄρχων στήν ἴδια ἐξουσία. Ὕστερα, προσποιήθηκε πώς μετάνοιωσε γιά τόν τρόπο πού διοίκησε πρωτύτερα, καί φερόταν πολύ μαλακώτερος· ἔτσι ἄρεσε σέ ἐκείνους πού ἔκλεβαν τό δημόσιο χρῆμα, γιατί οὔτε τούς ἔκανε ἔλεγχο, οὔτε ἀκριβολογοῦσε, ὥστε ἐκείνοι ἐχόρταιναν ἀπό τά δημόσια καί ἐπαινοῦσαν μέ τό παραπάνω τόν Ἀριστείδη, καί περιποιόταν τό λαό, ζητώντας νά τόν ἐκλέξη καί πάλι ἄρχοντα. Καί τή στιγμή πού ἐπρόκειτο νά τόν ἐκλέξουν, ὁ ἴδιος κατηγόρησε τούς Ἀθηναίους καί τούς εἶπε: «Τότε πού διοίκησα καλά καί πιστά, μέ ἐξευτελίσατε· τώρα πού ἄφησα νά κλέβουν τό δημόσιο χρῆμα, σᾶς φαίνομαι ἀξιοθαύμαστος πολίτης. Γιά τόν ἑαυτό μου ντρέπομαι περισσότερο γιά τή σημερινή τιμή, παρά γιά τήν καταδίκη μου τότε. Λυποῦμαι ὅμως γιά λογαριασμό σας, γιατί θεωρεῖτε ἐνδοξότερο τό νά χαρίζεται κανείς στούς κακούς, παρά τό νά σώζη τό συμφέρον τοῦ δημοσίου».[17]
Ἀκόμη ὁ Ἰσοκράτης, τόν 4ο αἰῶνα, ὅταν πλέον ἡ παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας ἦταν πασιφανής, κατηγορεῖ τούς Ἀθηναίους:
«…καί γάρ τοι πεποιήκατε τούς ῥήτορας μελετᾶν καί φιλοσοφεῖν οὐ τά μέλλοντα τῇ πόλει συνοίσειν (=αὐτά πού συμφέρουν), ἀλλ᾿ ὅπως ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους ἐροῦσιν»[18]:
«Ἔτσι ὅμως ἔχετε κάνει τούς ρήτορες νά ἐρευνοῦν καί νά φροντίζουν ὄχι ἐκεῖνα πού θά εἶναι συμφέροντα (πλεονεκτήματα) στήν πόλη ἀλλά πῶς θά ἐκφωνήσουν λόγους πού θά σᾶς εἶναι ἀρεστοί»[19].
Καί ἐπιπλέον θεωρεῖ ὁ Ἰσοκράτης ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι τῆς ἐποχῆς του ἐνόμιζαν:
«…τήν μέν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τήν δέ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τήν δέ παρρησίαν (=ἀθυροστομία) ἰσονομίαν, τήν δέ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν…»[20]
Γράφω αὐτά τά αὐτονόητα καί κοινότοπα γιατί ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες συνηθίζουμε νά ἀποδίδουμε τήν κακοδαιμονία τῆς Ἑλλάδος στούς «διεφθαρμένους» πολιτικούς, ἀποσιωπώντας τίς δικές μας εὐθῦνες, ἀφοῦ ἐμεῖς τούς ψηφίζουμε, τούς στηρίζουμε καί ἐν γένει, ἐάν δέν ἀποδεχόμαστε τήν πολιτική τους, ὁπωσδήποτε τήν ἀνεχόμαστε. Συνηθίζουμε νά θέτουμε στό ἀπυρόβλητο τόν λαό, ἀποδίδοντάς του τούς στίχους τοῦ ποιητῆ, “πάντα εὐκολόπιστε καί πάντα προδομένε”. Γιατί ὅμως ὁ λαός νά δείχνει τέτοια εὐκολοπιστία; Τοῦ συγχωρεῖται τέτοια ἐπιπολαιότητα; Τί λέει ὁ Γύλιππος στόν ἀνωτέρω μνημονευθέντα λόγο του, κατηγορώντας τούς Ἀθηναίους;
«Καί γενικά, ἄν διέπραξαν τήν ἀδικία (ἐννοεῖ τήν πάνδημη ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Σικελίας) μέ πλήρη ἐπίγνωση, γι᾿ αὐτή τους τήν πρόθεση εἷναι ἄξιοι τιμωρίας, ἄν πάλι κήρυξαν τόν πόλεμο χωρίς σοβαρή σκέψη (εἰκῇ βουλευσάμενοι στό πρωτότυπο), οὔτε σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση πρέπει νά ἀπαλλαγοῦν γιά νά μή συνηθίζουν νά παίζουν μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων»[21].
Ἡ Δημοκρατία ἀπαιτεῖ ὑψηλή αἴσθηση εὐθύνης ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν, εἰ δ᾿ ἄλλως εἶναι καταστροφική. Τό δημοκρατικό πολίτευμα εἶναι ἕνα αἰσιόδοξο, ἀλλά καί ἀπαιτητικό πολίτευμα: προϋποθέτει τήν διανοητική καί πνευματική ὡριμότητα καί τήν ἠθική ἀκεραιότητα τῶν πολιτῶν. Ἡ ὁμαλή λειτουργία τῆς Δημοκρατίας δέν προϋποθέτει μόνο τούς ἀνάλογους θεσμούς, ἀλλά ἐξίσου καί τό ἀνάλογο ἦθος τῶν πολιτῶν. Καί τό δημοκρατικό ἦθος, ἐκτός τῶν ἄλλων στοιχείων πού πρέπει νά ἔχει, πρέπει ὁπωσδήποτε νά περιλαμβάνει ὑψηλή αἴσθηση τῆς εὐθύνης καί τοῦ μέτρου. Ἀνευθυνότητα καί ἀμετρία τῶν πολιτῶν δυναμιτίζουν τά θεμέλια τῆς Δημοκρατίας.
«Ἡ γάρ ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἤ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καί ἰδιώτῃ καί πόλει» γράφει ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία 564a.
«Γιατί, καθώς φαίνεται, ἡ ὑπερβολική ἐλευθερία γυρίζει σέ ὑπερβολική δουλεία καί γιά τόν πολίτη καί γιά τήν πόλη»[22].
Ὁ Πλάτων διαζωγραφίζει ὡς ἑξῆς τίς ἐπιπτώσεις τῆς ἄκρατης ἐλευθερίας καί τίς ἀμφίδρομες σχέσεις μεταξύ τῶν ἀρχόντων καί τῶν ἀρχομένων.
«Ὅταν, θαρρῶ, μιά δημοκρατημένη πόλη διψασμένη γιά ἐλευθερία τύχη νά εὕρη προϊσταμένους πού εἶναι κακοί οἰνοχόοι καί, πίνοντας ἄκρατη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο πρέπει τήν ἐλευθερία, μεθύση, τότε πιά τούς ἄρχοντές της, ἄν δέν εἶναι πολύ ἐπιεικεῖς κι᾿ ἄν δέν τῆς δίνουν ἐλευθερία χωρίς μέτρο, τούς βάζει τιμωρίες κατηγορόντας τους ὡς μιαρούς καί ὁλιγαρχικούς. Στ’ αλήθεια, εἶπε, αὐτό τό κάνουν. Τούς πολίτες, εἶπα, ὅσοι δείχνουν ὑπακοή στούς ἄρχοντες τούς ποδοπατοῦν, ἐπειδή τούς θεωροῦν ἐραστές τῆς δουλείας καί τιποτένιους, τούς ἄρχοντες πάλι πού φέρνονται ὡσάν νά εἶναι ἀρχόμενοι καί τούς ἀρχομένους πού φέρνονται ὡσάν νά εἶναι ἄρχοντες, αὐτούς καί στίς ἰδιωτικές συγκεντρώσεις καί στίς δημόσιες συνελεύσεις τούς ἐπαινοῦν καί τούς τιμοῦν…
Αὐτά, εἶπα ἐγώ, γίνονται καί ἀκόμη κι᾿ ἄλλα μικροπράγματα ὡσάν αὐτά· μέσα σέ μιά τέτοια κατάσταση ὁ δάσκαλος φοβᾶται τούς μαθητές καί τούς χαϊδεύει, οἱ μαθητές δέν δείχνουν κανένα σεβασμό οὔτε στούς δασκάλους οὔτε δά καί στούς παιδαγωγούς· καί γενικά οἱ νέοι παίρνουν τό ὕφος τῶν ἀνθρώπων τῆς προχωρημένης ἡλικίας καί προσπαθοῦν καί στά λόγια καί στά ἔργα νά τούς ξεπεράσουν, οἱ γέροι ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ῥίχνοντας τόν ἑαυτό τους στό ἐπίπεδο τῶν νέων θέλουν νά εἶναι ἀνεξάντλητη πηγή εὐτραπελίας καί λεπτῶν χαριεντισμῶν καί ἀντιγράφουν τή νεανική συμπεριφορά, γιά νά μή δίνουν τήν ἐντύπωση πώς εἶναι ἄνθρωποι δυσάρεστοι καί δεσποτικοί»[23].
Βλέπουμε λοιπόν πῶς ὁ Πλάτων περιγράφει τήν φαύλη κατάσταση στήν παρηκμασμένη δημοκρατία, ὅπου οἱ φορεῖς τῆς ἐξουσίας (ἄρχοντες, γονεῖς, δάσκαλοι) καί οἱ ὑποκείμενοι σ᾿ αὐτήν (ἀρχόμενοι, παιδιά, μαθητές) ἀλληλεπενεργοῦν καταστροφικά παρασύροντες ἀλλήλους στήν διαφθορά. Πράγματι στήν δημοκρατία ὑπάρχει μία ἀμφίδρομη σχέση ἐπιδράσεως μεταξύ ἀρχόντων καί ἀρχομένων καί ὄχι μονομερής σχέση ἐπιδράσεως τῶν ἀρχόντων ἐπί τῶν ἀρχομένων, ὅπως ἀφελῶς θεωροῦν πολλοί.
Ἡ διαφθορά, ἡ ἀνευθυνότητα, ἡ ἀμετρία, καί ἡ μαξιμαλιστική διεκδικητικότητα τῶν πολιτῶν ἐπηρεάζει ἀνάλογα τό ἦθος τῶν ἀρχόντων καί προκαλεῖ τήν ἀνάλογη διαχείριση τῆς ἐξουσίας ἐκ μέρους τους. Τοῦτο προσπαθοῦσαν νά ποῦν οἱ τραγικοί ποιητές στούς Ἀθηναίους γιά τήν ἄκρατη Δημοκρατία τους: Ὅταν τό κακό ὑπερβεῖ ὁρισμένα ὅρια, τότε γίνεται ἀθεράπευτο.Ὑπάρχει ἕνα ἀμετακίνητο ὅριο στήν ἀνθρώπινη δράση, εἴτε στήν πολιτική εἴτε στή γενικώτερη διάστασή της, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ὁποίου ὁδηγεῖ ἀφεύκτως στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή.
Τήν ἴδια κριτική εἶχε ἀσκήσει καί ὁ Ἡρόδοτος στήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία διά στόματος δύο Περσῶν ἀριστοκρατῶν, τοῦ Μεγάβυζου καί τοῦ Ὀτάνη. Ὁ Μεγάβυζος ἀσκώντας κριτική στήν ἀπεριόριστη ἐξουσία τοῦ δήμου λέγει:
«Ὁμίλου γάρ ἀχρηίου οὐδέν ἐστι ἀσυνετώτερον οὐδέ ὑβριστότερον. Καίτοι τυράννου ὕβριν φεύγοντας ἄνδρας ἐς δήμου ἀκολάστου ὕβριν πεσεῖν ἐστί οὐδαμῶς ἀνασχετόν. Ὁ μέν γάρ εἴ τι ποιέει, γινώσκων ποιέει, τῷ δέ οὐδέ γινώσκειν ἔνι· κῶς γάρ ἄν γινώσκοι ὅς οὔτ᾿ ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλόν οὐδέν [οὐδ᾿] οἰκήιον, ὠθέει τε ἐμπεσών τά πρήγματα ἄνευ νόου, χειμάρρῳ ποταμῷ εἴκελος;»[24]:
«Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἀσύνετο καί πιό ἀλαζονικό ἀπό ἕνα ἀπαίδευτο πλῆθος. Εἶναι παράλογο νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι γιά νά ἀποφύγομε τήν ἀλαζονεία ἑνός τυράννου πρέπει νά καταλήξομε στήν ἀχαλίνωτη ἀλαζονεία τοῦ πλήθους. Ὁ τύραννος ὅ,τι πράττει τό πράττει ἐνσυνείδητα, ἐνῶ στό πλῆθος δέν ὑπάρχει οὔτε γνώση. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, ἀφοῦ δέν ἔμαθε τίποτε ποτέ του, οὔτε ξέρει ὁτιδήποτε τό σωστό ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, καί ὅταν ἀναμιχθεῖ στά πράγματα τά σπρώχνει μέ ἀσυλλόγιστη ὁρμή, σάν πλημμυρισμένος χείμμαρος;»[25]
Ὁ Ὀτάνης ἐξάλλου ἀποφαίνεται:
«Δήμου τε αὖ ἄρχοντος ἀδύνατα μή οὐ κακότητα ἐγγίνεσθαι»[26].
«Ἄν πάλι ὁ δῆμος ἔχει τήν ἐξουσία, εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἐξαχρειωθεῖ».[27]
Βεβαίως οἱ ἀνωτέρω θέσεις δέν ἰσχύουν καθολικά ἀλλά μερικῶς καί ἀναλόγως ἐάν ἰσχύουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, κυριώτερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἔλλειψη συνετῶν καί στιβαρῶν ἡγετῶν. Ἀλλά καί ὁ Θουκυδίδης δέν ὑστερεῖ σέ καυστικότητα ἀπέναντι στήν Δημοκρατία, ὅταν βάζει στόν Ἀλκιβιάδη τά ἑξῆς λόγια χαρακτηρίζοντας τή Δημοκρατία ὡς πανθομολογούμενη ἀνοησία:
«ἐπεί δημοκρατίαν γε καί ἐγιγνώσκομεν οἱ φρονοῦντες τι, καί αὐτός οὐδενός ἄν χεῖρον, ὅσῳ καί λοιδορήσαιμι. ἀλλά περί ὁμολογημένης ἀνοίας οὐδέν ἄν καινόν λέγοιτο». (Ἱστορίαι, Ζ, 89, 5):
«Διότι, βέβαια, τί σημαίνει κυριαρχία τοῦ πλήθους (δημοκρατία στό πρωτότυπο) τό γνωρίζαμε ὅσοι ἔχουμε μιά στάλα γνώση, καί μάλιστα ἐγώ ὁ ἴδιος καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, ἀφοῦ θά εἶχα καί τίς περισσότερες ἀφορμές γιά νά τήν κατακρίνω. Ἀλλά γιά μιά πανθομολογούμενη μωρία τίποτα καινούργιο δέν θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ».[28]
Ὁ χαρακτηρισμός τῆς δημοκρατίας ὡς ὁμολογημένης ἀνοίας ἀπό τόν Ἀλκιβιάδη, μαθητή τοῦ Σωκράτη, ἀπηχεῖ τίς ἀντιλήψεις γιά τή δημοκρατία τοῦ δασκάλου του, τοῦ Σωκράτη.
Ὡσαύτως καί στήν ψευδο-Ξενοφώντεια “Ἀθηναίων Πολιτεία” συναντοῦμε τήν ἴδια σκληρή καί ἀπαξιωτική γιά τήν δημοκρατία κριτική:
«1) Ὅσο γιά τό πολίτευμα τῶν Ἀθηναίων, δέν τούς ἐπαινῶ πού ἐπέλεξαν τή συγκεκριμένη μορφή. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι μέ τήν ἐπιλογή τους αὐτή προτίμησαν τήν εὐημερία τῶν φαύλων καί ὄχι τῶν χρηστῶν. Γιά τόν παραπάνω λόγο, λοιπόν, δέν τούς ἐπαινῶ. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἔτσι ἀποφάσισαν, θά δείξω ὅτι διαφυλάσσουν ἀποτελεσματικά τό σύστημά τους καί ὅτι, κατά τά ἄλλα, τά καταφέρνουν σέ ὅσα οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες τούς καταλογίζουν ἀποτυχία.
2) Τό πρῶτο πού θά πῶ εἶναι τοῦτο: στόν τόπο αὐτόν, ὁ φτωχός λαός θεωρεῖ πώς μέ τό δίκιο του ἀπολαμβάνει περισσότερα ἀπ’ὅσα οἱ εὐγενεῖς καί οἱ πλούσιοι, γιατί ὁ λαός εἶναι αὐτός πού ἐπανδρώνει τά πλοῖα καί προσφέρει στήν πόλη τή δύναμή της, καθώς καί οἱ κυβερνῆτες, οἱ κελευστές, οἱ πεντηκόνταρχοι, οἱ πρωράτες καί οἱ ναυπηγοί−αὐτοί εἶναι πού προσφέρουν στήν πόλη τή δύναμή της, πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ὁπλίτες, οἱ εὐγενεῖς καί οἱ χρηστοί».[29].
Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα βλέπουμε τή σαφῆ νύξη τοῦ συγγραφέα στόν ἰμπεριαλιστικό χαρακτῆρα τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, τήν ὁποία τῆς ἐξασφάλισε ἡ θαλασσοκρατορία. Οἱ ναῦτες σέ ἀντίθεση μέ τούς ὁπλίτες ἀνῆκαν στούς φτωχότερους Ἀθηναίους πολίτες καί ἀποτελοῦσαν τήν καρδιά τῆς δημοκρατικῆς μερίδας. Καί συνεχίζει ὁ ψευδο-Ξενοφῶν:
«Ἀφοῦ λοιπόν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, θεωρεῖται δίκαιο νά μετέχουν ὅλοι στά ἀξιώματα, εἴτε μέ κλήρωση, ὅπως γίνεται σήμερα, εἴτε μέ ἐκλογή, καί νά μπορεῖ νά ἀγορεύει ὅποιος πολίτης θέλει.
3 Ὑπάρχουν ὅμως ἀξιώματα πού ὅταν ἀσκοῦνται σωστά προσφέρουν ἀσφάλεια, ὅταν ὅμως ἀσκοῦνται λανθασμένα θέτουν σέ κίνδυνο ὁλόκληρο τόν λαό. Στά ἀξιώματα αὐτά ὁ δῆμος δέν ἐπιδιώκει καθόλου τή συμμετοχή του: κρίνουν πώς δέν τούς χρειάζεται νά μετέχουν μέ κλῆρο οὔτε στή στρατηγία οὔτε στήν ἱππαρχία. Ἀντιλαμβάνεται, βέβαια, ὁ δῆμος ὅτι τό κέρδος εἶναι μεγαλύτερο ἄν δέν ἀσκεῖ ὁ ἴδιος αὐτά τά ἀξιώματα, ἀλλά ἀφήνει νά τά ἀσκοῦν οἱ ἱκανότεροι. Ὁ δῆμος ἐνδιαφέρεται γιά τά ἀξιώματα πού ὑπάρχουν γιά τόν μισθό καί τό ἰδιωτικό ὄφελος.
4 Ὁρισμένοι πάλι ἀποροῦν γιατί παντοῦ μοιράζουν περισσότερα προνόμια στούς φαύλους, τούς φτωχούς καί τούς ποταπούς ἀπ’ὅ,τι στούς χρηστούς. Ἀλλά μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τρόπο θά ἀποδειχτεῖ ὅτι διασφαλίζουν τή δημοκρατία. Ὅταν εὐημεροῦν οἱ φτωχοί, οἱ ποταποί καί οἱ φαῦλοι, καί ὁ ἀριθμός τῶν ἱκανοποιημένων αὐξάνεται, τότε ἐνδυναμώνεται ἡ δημοκρατία. Ὅταν, ἀντίθετα, εὐημεροῦν οἱ πλούσιοι καί οἱ χρηστοί, τότε τά μέλη τοῦ δήμου καθιστοῦν ἰσχυρούς τούς ἀντιπάλους τους.
5 Γιατί σέ κάθε τόπο τό καλύτερο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι ἀντίθετο στή δημοκρατία. Ἀνάμεσα στούς καλύτερους θά συναντήσεις ἐλάχιστη ἀσυδοσία καί ἀδικία, μεγάλη ὅμως σχολαστικότητα στήν τήρηση τοῦ ἔντιμου τρόπου ζωῆς. Ἡ μάζα, ἀντίθετα, χαρακτηρίζεται ἀπό τεράστια ἀμάθεια, ἀταξία καί φαυλότητα. Γιατί ἡ φτώχεια τούς ἐξωθεῖ περισσότερο σέ πράξεις ἐπονείδιστες, καθώς καί ἡ ἀπαιδευσία καί ἡ ἀμάθεια, ἡ ὁποία, στήν περίπτωση ὀρισμένων, ὀφείλεται στή χρηματική ἔνδεια.
6 Θά μποροῦσε κανείς νά ὑποστηρίξει πώς δέν θά ἔπρεπε νά ἀφήνουν τούς πάντες νά ἀγορεύουν στήν ἐκκλησία ἤ νά συσκέπτονται στή βουλή, ἀλλά μόνο τούς εὐφυέστερους καί τούς καλύτερους. Ἀλλά καί σέ αὐτό τό θέμα οἱ Ἀθηναῖοι σκέφτονται ἄριστα, ἐπιτρέποντας τήν ἔκφραση γνώμης καί στούς φαύλους. Ἄν ἀγόρευαν καί συσκέπτονταν ἀποκλειστικά οἰ χρηστοί, αὐτό θά ἦταν καλό γιά τούς ὁμοίους τους, δέν θά ἦταν ὅμως καλό γιά τόν ὄχλο. Τώρα ὅμως, μέ τό νά μιλάει ὅποιος θέλει, κάθε παλιάνθρωπος ἀνεβαίνει στό βῆμα καί βρίσκει αὐτό πού εἶναι καλό γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς ὁμοίους του.
7 Θά ἔλεγε κάποιος: «Μά τί καλό γιά τόν ἴδιο ἤ γιά τόν δῆμο θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;» Ἐκεῖνοι ὅμως ἀντιλαμβάνονται πώς ὠφελεῖ περισσότερο νά εἶναι κανείς φαῦλος, ἀνόητος καί ἀφοσιωμένος παρά ἔντιμος, εὔστροφος καί ἐχθρικός».[30].
Ὁ ἀνωτέρω λίβελλος κατά τῆς δημοκρατίας καί προκατειλημμένος καί ἄδικος εἶναι. Ὅμως παρά τήν πρόδηλη ἐμπάθειά του περιέχει καί στοιχεῖα ἀληθείας. Ὅπως ἔχει γραφεῖ κατά τόν ψευδο-Ξενοφῶντα «ἡ δημοκρατία ἀντιπροσωπεύει τόν θρίαμβο τοῦ ἐπιτήδειου ἀνθρωπάκου[31]». Αὐτό εἶναι ἀναληθές ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀκμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας∙ ὅμως δέν ἀπέχει ὅμως πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια ὅσον ἀφορᾶ στήν παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας.
Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Πλούταρχος, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος, ὅταν πῆρε ὅλη τήν ἐξουσία στά χέρια του καί δέν εἶχε κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του μετά τήν μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ἀφηνίασε (ὅσο βέβαια ζοῦσε ὁ Περικλῆς τόν συγκρατοῦσε, μετά ἡ κατρακύλα…) Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καί ὁ Ἐφιάλτης, ὁ ὁποῖος κατέλυσε τήν δύναμη τῆς Βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, προσφέροντας, κατά τόν Πλάτωνα, στούς πολίτες ἄφθονο καί ἀνέρωτο κρασί ἐλευθερίας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου, ἀφηνιάσας, καθώς λένε οἱ κωμωδιογράφοι, ὁ λαός σάν ἄλογο ἄρχισε νά δαγκάνη…χωρίς νά τολμᾶ κανείς πλέον νά τόν πειθαρχήση[32].
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Σόλων, ὁ θεμελιωτής τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, ὅταν διεκήρυττε ὅτι ὁ λαός δέν χρειάζεται οὔτε ὑπερβολική ἐλευθερία, οὔτε καταναγκασμό:
«Δῆμος δ’ὧδε ἄν ἄριστα σύν ἡγεμόνεσσιν ἕποιτο/μήτε λίαν ἀνεθείς μήτε βιαζόμενος» (ἀπ. 6):
«Ὁ λαός μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο μπορεῖ νά ἀκολουθῆ ἄριστα τούς ἀρχηγούς του/ἐάν δέν ἀφίνεται ἐντελῶς ἀπεριόριστος καί ἐάν δέν περιορίζεται ὑπερβολικά»[33].
Ἡ μετοχή ἀνεθείς εἶναι τοῦ ἀνίημι πού σημαίνει χαλαρώνω, ἀφήνομαι ἐντελῶς ἐλεύθερος ἐξ οὗ καί ἄνεσις. Ἡ μετοχή βιαζόμενος τοῦ βιάζομαι πού σημαίνει καταναγκάζομαι. Ἄρα ὁ λαός δέν πρέπει οὔτε νά ἀφεθεῖ ἐντελῶς ἐλεύθερος οὔτε νά καταναγκασθεῖ. Ὁ ἡγέτης πρέπει νά βρεῖ τό κατάλληλο, τό προσῆκον μέτρο ἐλευθερίας καί περιορισμοῦ πού πρέπει νά δοθοῦν στόν λαό. Καί αὐτό εἶναι ἰδιαζόντως δύσκολο ἔργο. Ὁ Σόλων ὁμολογεῖ:
«Γνωμοσύνης δ’ἀφανές χαλεπώτατον νοῆσαι μέτρον/ὅ δή πάντων πείρατα μοῦνον ἔχει» (ἀπ. 16):
«Εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀντιληφθῆς τό ἀφανές μέτρο τῆς ὀρθῆς κρίσεως/τό ὁποῖο ὅμως μόνο του ἔχει τά πέρατα ὅλων τῶν πραγμάτων»[34].
Γι’ αὐτό καί ἡ Δημοκρατία ἐκτός τῶν ἄλλων εἶναι λίαν ἀπαιτητικό πολίτευμα: πρέπει οἱ ἡγέτες, κυρίως αὐτοί, ἀλλά καί ὁ λαός νά ἀναδιφήσουν τό ἀφανές μέτρον τῆς γνωμοσύνης=τῆς ὀρθῆς κρίσεως.
Εἶναι χαρακτηριστικό τῆς διορατικότητας τοῦ Σόλωνα ὅτι θέσπισε καί ἐνίσχυσε καί τίς δύο βουλές, καί τήν ἀριστοκρατική τοῦ Ἀρείου Πάγου καί τήν δημοκρατική τῶν 400. Ὁ Πλούταρχος γράφει σχετικά στόν βίο τοῦ Σόλωνος:
«Ἀφοῦ σύστησε τή βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου ἀπ’ὅσους εἶχαν χρηματίσει ἐνιαύσιοι ἄρχοντες, καθώς αὐτός, πού κι ὁ ἴδιος ἔλαβε μέρος, κι ἐπειδή ἔβλεπε τό λαό νά παραφουσκώνῃ καί νά ἀποθρασύνεται μέ τήν ἄφεση τῶν χρεῶν, ἔκαμε καί δεύτερη βουλή διαλέγοντας ἑκατό ἄνδρες ἀπό τήν κάθε φυλή – τέσσαρες ἦταν οἱ φυλές˙ σ’αὐτούς ὥρισε νά γνωματεύουν ἀπό πρίν γιά τά νομοσχέδια πού θά περνοῦσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ δήμου καί τίποτα νά μήν ἀφήσουν νά περνάῃ χωρίς πρωτήτερα αὐτοί νά τό ἐξετάσουν καί νά ποῦνε τή γνώμη τους. Ὅσο γιά τόν Ἄρειο Πάγο, τόν ὥρισε ἐπιτηρητή σέ ὅλα καί φρουρό τῆς δικαιοσύνης, γιατί νόμιζε πώς ἡ πολιτεία ἔχοντας δυό βουλές κι ἔτσι μοιάζοντας σά νἆχε ἀράξει μέ δύο ἄγκυρες, πολύ λιγώτερο θά ἀναταραζόταν κι ὁ λαός περισσότερο θά ἡρεμοῦσε. Οἱ περισσότεροι λοιπόν λένε πώς ὁ Σόλων, καθώς εἴπαμε, ἵδρυσε τή βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου»[35].
Ἡ βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου ὑπῆρχε βέβαια ἀπό παλαιοτάτων χρόνων πρό τοῦ Σόλωνος. Ἦταν ἀριστοκρατικός θεσμός καί ἦταν, μέχρι τή μεταρρύθμιση τῶν Ἐφιάλτη-Περικλῆ τό 462, ὁ ἐπιτηρητής καί ὁ φύλακας τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Μετά τή μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ὁ ὁποῖος ἀπεψίλωσε τόν Ἄρειο Πάγο σχεδόν ἀπό ὅλες τίς ἐξουσίες του, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀποβαίνει ὁ μόνος κύριος τῆς πολιτείας καί δέν ἔχει κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του. Ὁ Σόλων πίστευε στήν ὕπαρξη καί ταυτόχρονη καί συμπληρωματική λειτουργία καί τῶν δύο βουλῶν, καί τοῦ ἀριστοκρατικοῦ Ἀρείου Πάγου καί τῆς δημοκρατικῆς βουλῆς τῶν 400.
Μάλιστα ὁ Κλεισθένης μέ τίς μεταρρυθμίσεις του ἐνίσχυσε τή δημοκρατική βουλή καί ὅρισε νά ἔχει 500 βουλευτές, 50 ἀπό κάθε φυλή – οἱ φυλές, ἀντί γιά τέσσερις, ὅρισε ὁ Κλεισθένης νά εἶναι δέκα. Ἔτσι βλέπουμε ἡ Σολώνεια δημοκρατία νά εἶναι μετριοπαθής δημοκρατία καί μεμιγμένη μέ ἀριστοκρατικά στοιχεῖα. Ἡ Κλεισθένεια δημοκρατία εἶναι πιό διευρυμένη καί διαθέτει σέ μεγαλύτερο βαθμό τή συμμετοχή τοῦ δήμου διατηρώντας ταυτόχρονα ὁρισμένα ἀριστοκρατικά στοιχεῖα. Ἡ Περίκλεια δημοκρατία εἶναι μία ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία, ὅπου τήν ἐξουσία ἔχει ὁλοκληρωτικά ὁ δῆμος. Γράφω ἐπιγραμματικά τά ἀνωτέρω διότι σέ κάθε πολίτευμα πρέπει νά ἐξετάζουμε τόν «βαθμό» δημοκρατίας.
Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ ὡς ἰδανικό πολίτευμα ὄχι τήν ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία τοῦ Περικλῆ, ἀλλά τό πολίτευμα πού ἐπεκράτησε γιά μερικούς μῆνες, ἀπό τόν Ἰούνιο ὡς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 411 π.κ.ε. καί ἦταν μικτῆς ὑφῆς, συνδύαζε δηλ. ὀλιγαρχικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα:
«Καί φαίνεται ὅτι ὁ πρῶτος καιρός ἦταν μιά περίοδος πού τά πράγματα τῆς Ἀθήνας ἀντιμετωπίστηκαν μέ τόν καλύτερο τρόπο, ἐπί τῶν ἡμερῶν μου τουλάχιστον∙ διότι ἔγινε τότε ἕνας συγκερασμός ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας (ξύγκρασις ἐς τούς ὀλίγους καί τούς πολλούς), μέ τόν ὁποῖο ἀνορθώθηκε ἡ πόλη ἀπό μιά ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιπέσει.»[36]
Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ λοιπόν ὡς ὀρθή πολιτεία, ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα, τήν μεῖξιν Ὀλιγαρχίας καί Δημοκρατίας.
Ὡσαύτως καί ὁ Ἀριστοτέλης θεωροῦσε ὡς ἰδεώδη πολιτεία, ὄχι τήν ἀμιγῶς δημοκρατική, ἀλλά αὐτή πού συνδύαζε ἀριστοκρατικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα.[37]
Ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ Παναγιώτης Δαμάσκος γράφει:
«Ἡ καλύτερη μορφή διακυβέρνησης εἶναι τό μικτό ἤ μέσο πολίτευμα, μεῖγμα ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας, τό ὁποῖο ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλεῖ ἁπλῶς πολιτεία»[38].
Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἡ ἀρίστη πολιτεία τῶν βιβλίων 7 και 8 (τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἔργου Πολιτικά) οὐδεμία σχέση μπορεῖ νά ἔχει μέ τή δημοκρατία, καί μάλιστα μέ καμία περίοδο τῆς πραγματικῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Πρόκειται περί μιᾶς ὀλιγαρχίας ἤ «ἀριστοκρατικῆς ὀλιγαρχίας» ὑπό τήν ἀριστοτελική ἔννοια, δηλαδή περί τῆς πολιτείας τῶν ἀρίστων κατ’ἀρετήν»[39].
Ὁ Ἀριστοτέλης ἄλλωστε τήν «δημοκρατία» θεωρεῖ ὡς παρεκβατικό πολίτευμα τῆς «πολιτείας», τοῦ ὀρθοῦ πολιτεύματος καί «λαμβάνει τήν δημοκρατίαν ὡς συνώνυμον μέ τήν ὀχλοκρατίαν»[40]. Ἐξάλλου ὁ Ἀριστοτέλης ἀρνιόταν τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τῆς πολιτείας καί θεωροῦσε ὅτι αὐτά πρέπει νά ἀπονέμονται μέ κριτήριο τήν ἀξία, τά προσόντα καί τίς ἱκανότητες τοῦ πολίτη.[41]
Γιά τήν ἀντίθεση τοῦ Πλάτωνα στήν Αθηναϊκή Δημοκρατία τῆς ἐποχῆς του ὅ,τι καί νά λεχθεῖ εἶναι λίγο. Κατά τόν Κ. Καστοριάδη ὁ Πλάτων ἦταν ὁρκισμένος ἐχθρός τῆς Δημοκρατίας. Ὁ Leo Strauss λέγει γιά τήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα:
«Ἡ Πολιτεία, τό πιό φημισμένο πολιτικό σύγγραμμα τοῦ Πλάτωνα, τό πιό φημισμένο πολιτικό σύγγραμμα ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἶναι ἕνας ἀφηγηματικός διάλογος τό θέμα τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ δικαιοσύνη…Τό πιό δριμύ κατηγορητήριο πού ἐκφράστηκε ποτέ γιά τή δεσπόζουσα δημοκρατία, τήν καινοτόμο πολιτεία ἡ ὁποία εὐνοεῖ τήν καινοτομία, ἐκφράζεται στήν Πολιτεία χωρίς νά ὑψωθεῖ μιά φωνή πρός ὑπεράσπισή της»[42].
Ἀπό τήν ἀδυσώπητη κριτική τοῦ Πλάτωνος στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν ξεφεύγουν οὔτε οἱ πρωτεργάτες της, ὁ Περικλῆς καί ὁ Θεμιστοκλῆς. Ὁ Πλάτων ἀσκεῖ σκληρή κριτική καί στόν Περικλῆ:
«Ταυτί γάρ ἔγωγε ἀκούω, Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς καί δειλούς καί λάλους καί φιλαργύρους, εἰς μισθοφορίαν πρῶτον καταστήσαντα». (Γοργίας 515 e):
«Διότι ἐγώ τοὐλάχιστον αὐτό ἀκούω, ὅτι δηλαδή ὁ Περικλῆς ἔκαμε τούς Ἀθηναίους φυγοπόνους καί δειλούς καί φλυάρους καί φιλαργύρους, διότι πρῶτος εἰσήγαγε τήν πληρωμήν μισθῶν διά τάς εἰς τήν πόλιν προσφερομένας ὑπηρεσίας ὑπό τῶν πολιτῶν.»[43]
Ἰσχυρίζεται ὁ Πλάτων ὅτι ἔκανε ὁ Περικλῆς τούς Ἀθηναίους ἀργούς (=τεμπέληδες, ραθύμους, φυγοπόνους), διότι προτιμοῦσαν τόν δικαστικό μισθό ἀπό τά κέρδη πού προέρχονταν ἀπό τήν ἐργασία, ἐπειδή τόν μισθό αὐτό τόν ἐλάμβαναν ἀκόπως. Ὡσαύτως ὑποβάλλει σέ σκληρή κριτική ἐκτός ἀπό τόν Περικλῆ καί τόν Θεμιστοκλῆ καί τόν Κίμωνα (Γοργίας 529):
«Ἐγκωμιάζεις ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσφέρει στούς πολῖτες τῶν Ἀθηνῶν τροφές, ἐμφυσώντας τους τήν εὐχαρίστηση μέ ὅσα ἐπιθυμοῦσαν καί οἱ ἴδιοι οἱ πολῖτες ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτοί ἔχουν καταστήσει μεγαλοπρεπῆ τήν πόλη. Ὅτι ἡ πόλη ἔχει νοσηρά διογκωθεῖ καί εἶναι ὑποδόρια διεφθαρμένη, ἐξ αἰτίας ἐκείνων τῶν παλαιῶν πολιτικῶν, δέν τό ἀντιλαμβάνονται. Γιατί ἐκεῖνοι χωρίς σωφροσύνη καί δικαιοσύνη ἔχουν γεμίσει τήν πόλη μέ λιμάνια, ναυστάθμους, τείχη, φόρους καί ἀνάλογες φλυαρίες· ὅταν λοιπόν ἐπέλθει ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀσθένειας, θά κατηγορήσουν τούς τότε παρευρισκομένους συμβούλους, ἐνῶ τόν Θεμιστοκλῆ βέβαια καί τόν Κίμωνα καί τόν Περικλῆ, τούς πραγματικούς ὑπαιτίους τῶν κακῶν, θά τούς ἐγκωμιάσουν.»[44]
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω μποροῦμε βάσιμα νά συμπεράνουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν διανοητῶν τῆς ἀρχαιότητος δέν ἐμπιστευόταν τήν ἄκρατη-ριζοσπαστική Περίκλεια δημοκρατία. Θεωροῦσε ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα αὐτό πού συγκροτεῖται ἀπό δημοκρατικά καί ἀριστοκρατικά στοιχεῖα.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅπως σημειώνει ἡ Claude Mossé, δέν ὑπάρχει θεωρητικό κείμενο ὑπέρ τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας[45] κατά τήν κλασσική ἀρχαιότητα ‒ ἐξαίρεση ἀποτελεῖ κατά τήν γνώμη μου ὁ Ἐπιτάφιος τοῦ Περικλῆ-Θουκυδίδη. Οἱ φιλόσοφοι κατεδίκαζαν τήν δημοκρατία. Δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ἀθήνα θεωρητική ὑποστήριξη τῆς δημοκρατίας καί τῆς νομιμότητάς της.[46]
Ὁμοίως καί ὁ Moses Finley γράφει ὅτι οἱ διανοούμενοι ἀπεδοκίμαζαν τήν δημοκρατία καί ὅτι στήν ἀρχαιότητα καί μέχρι τόν 18ο αἰῶνα ὁ ὅρος «δημοκρατία» ἦταν ἀρνητικά φορτισμένος.[47] Οἱ φιλόσοφοι, οἱ τραγικοί ποιητές, οἱ ἱστορικοί καί οἱ ρήτορες ἦσαν ἐπιφυλακτικοί ἕως ἀρνητικοί ἔναντι τῆς ἄκρατης, ριζοσπαστικῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Κατά τήν Jaqueline De Romilly οἱ Ἀθηναῖοι στοχαστές ἔχοντας ἐμπειρία τῶν ἐγγενῶν ἀδυναμιῶν τῆς δημοκρατίας (ὅπως εἶναι ἐπί παραδείγματι ἡ δημαγωγία) ὁραματίσθηκαν μορφές διακυβέρνησης πού ἀφήνουν λιγώτερα περιθώρια στό λάθος καί τίς ἀκρότητες.[48]
Μποροῦμε βάσιμα νά ποῦμε ὅτι ἐξάπαντος οἱ εὐθύνες τῶν πολιτῶν εἶναι ἀπαραμείωτες καί κρισιμώτατες στίς δημοκρατικές κοινωνίες. Οἱ παγίδες τῆς ἀμετρίας καί τοῦ ἀλόγου ἐλλοχεύουν πάντοτε στήν πορεία τῆς δημοκρατίας. Τό μέτρο, ὁ λόγος, ὁ αὐτοπεριορισμός καί ἡ εὐβουλία εἶναι sine qua non ὅροι τῆς ὁμαλῆς καί εὔρυθμης λειτουργίας τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ὁ Moses Finley γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἡ αὐτονομία δέν εἶναι δυνατή παρά ἄν ἡ κοινωνία ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῶν νορμῶν της. Κατά συνέπεια, ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει αὐτό τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ νόρμα κι ὄχι ἐκείνη ἡ ἄλλη… Δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀποφύγει τό ἐρώτημα τῶν ὁρίων τῶν πράξεών της. Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ· εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου -ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας- καί ἕνα καθεστώς τραγικό. Ἡ μοίρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας δείχνει αὐτό τό πράγμα. Ἡ πτώση τῆς Ἀθήνας -ἡ ἧττα της στόν Πελοποννησιακό πόλεμο- ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὕβρεως τῶν Ἀθηναίων. Τώρα ἡ ὕβρις δέν ὑποθέτει ἁπλῶς τήν ἐλευθερία· ὑποθέτει ἐπίσης τήν ἀπουσία πάγιων νορμῶν, τήν θεμελιώδη ἀβεβαιότητα τῶν ἔσχατων σημασιῶν γιά τίς πράξεις μας. (Ἡ χριστιανική ἁμαρτία εἶναι, φυσικά μιά ἔννοια ἑτερονομίας). Ἡ παραβίαση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὕβρις, εἶναι ἕνα ὁρισμένο καί περιορισμένο παράπτωμα. Ἡ ὕβρις ὑπάρχει ὅταν ὁ αὐτοπεριορισμός εἶναι ἡ μόνη νόρμα, ὅταν παραβιάζονται ὅρια πού δέν ἦταν πουθενά ὁρισμένα.»[49]
Ὁμοίως καί ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης στό περισπούδαστο ἔργο του Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη γράφει:
«Ἡ ἀκατάσχετη ὁρμή γιά ἐλευθερία κατέστρεψε τελικά τή δημοκρατία καί μαζί μ’αὐτήν τήν Ἀθήνα. Ἐπιμένοντας νά αὐτοκαθορίζονται σέ βαθμό πού νά μήν ἀνέχονται κανέναν περιορισμό, ἔστω καί ἄν αὐτός ἀπέρρεε ἀπό τούς νόμους τῆς πολιτείας, οἱ Ἀθηναῖοι ὑπονόμευσαν τό πάτριο πολίτευμα καί δέν μποροῦσαν νά ἐφαρμόσουν μιά συνεπή καί ἀποτελεσματική ἐξωτερική πολιτική…Ἔτσι τό ὑψηλό ἰδεῶδες τῆς ἐλευθερίας πού ἔκανε τόν Ἀθηναῖο -καί κατ’ἐπέκταση τόν Ἕλληνα- ἱκανό νά ὀργανώσει πρῶτος αὐτός τόν πολιτικό βίο “μετά λόγου” ἦταν μοιραῖο νά κλείνει μέσα του τό σπέρμα τῆς κρίσης καί τῆς τελικῆς φθορᾶς. Ἡ ἐλευθερία καί ἡ δημοκρατία θεμελιώνονται στήν ἔννοια τοῦ μέτρου. Καί εἶναι εἰρωνεία τῆς ἱστορίας τό ὅτι ὁ λαός πού συνέλαβε αὐτή τήν ἔννοια καί τήν εἶδε ὡς ὑπέρτατη ἔκφραση τῶν πνευματικῶν του κατακτήσεων δέ στάθηκε ἱκανός νά τή μετουσιώσει γιά πολύ καιρό σέ πολιτική πράξη.»[50]
Οἱ Ρωμαῖοι μέ τό πρακτικό καί βαθιά συντηρητικό πνεῦμα πού τούς διέκρινε οὐδέποτε ἐγκαθίδρυσαν ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία Ἀθηναϊκοῦ τύπου. Τό Ρωμαϊκό πολίτευμα, ἡ res publica, στό ὁποῖο κατά τόν Πολύβιο ὀφειλόταν πρωτίστως καί κυρίως τό ρωμαϊκό μεγαλεῖο καί ἡ ρωμαϊκή κοσμοκρατορία, ἦταν τριμερές: οἱ δύο ὕπατοι, ἡ Σύγκλητος καί ὁ λαός (populus).
Μέ τόν θεσμό τῶν ὑπάτων, στούς ὁποίους προσιδίαζε ἡ dignitas (=ἀξία) εἶχε τά πλεονεκτήματα τῆς μοναρχίας, μέ τήν Σύγκλητο, στήν ὁποία προσιδίαζε ἡ auctoritas (=κῦρος) ἀντλοῦσε τά πλεονεκτήματα τῆς ἀριστοκρατίας, καί μέ τόν λαό (populus), στόν ὁποῖο προσιδίαζε ἡ libertas (=ἐλευθερία), προσεκτᾶτο τά πλεονεκτήματα τῆς δημοκρατίας[51]. Ἔτσι σ᾿ αὐτό τό “μικτό πολίτευμα” τά τρία μέρη ἀλληλοεπικαλύπτονταν ὀργανικά καί ἀλληλοσυμπληρώνoνταν ἁρμονικά ἀκόμη δέ καί ἀλληλοπεριορίζονταν δραστικά εἰς τρόπον ὥστε κανένα δέν μποροῦσε νά ὑπερισχύσει καί νά κατισχύσει πάνω στ᾿ ἄλλα δύο.
Διετηρεῖτο μία λεπτή ἰσορροπία δυνάμεων, ἐφόσον κάθε μέρος ἐξηρτᾶτο ἀπό τά ἄλλα δύο, γιά τήν ἐπιτυχῆ ἐκτέλεση τῶν λειτουργιῶν του.[52] Ἔτσι ἡ libertas τοῦ λαοῦ, οὐδέποτε ὑπερέβαλε καί ἐξουδετέρωσε τήν dignitas τῶν ὑπάτων ἤ τήν auctoritas τῆς Συγκλήτου. Σημειωθήτω ἐπί πλέον ὅτι τά ἀξιώματα τῆς πολιτείας στήν Ρώμη δέν ἦσαν κληρωτά, ὅπως ἦσαν κατά 95% στήν Ἀθήνα, ἀλλά αἱρετά.
Ἄς λεχθεῖ ἀκόμη ὅτι ὁ Πολύβιος, ὁ μεγάλος ἱστορικός καί θεωρητικός τοῦ ρωμαϊκοῦ πολιτεύματος, ἀσκεῖ δριμεῖα κριτική στό ἀθηναϊκό πολίτευμα. Καταλογίζει στό ἀθηναϊκό πολίτευμα ἄστατη φύση, ἀκυβερνησία, διχόνοια καί διχοστασία τῶν πολιτῶν:
Ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι ἡ κρίση μας καί γιά τό πολίτευμα τῶν Ἀθηναίων, γιατί καί οἱ Ἀθηναῖοι πολλές φορές ἴσως βρέθηκαν σέ ἀκμή -ἔλαμψαν πάρα πολύ χάρη στίς ἱκανότητες τοῦ Θεμιστοκλῆ- ἀλλά γρήγορα βρέθηκαν στήν ἄλλη ἄκρη, γιατί ἡ φύση τοῦ πολιτεύματός τους ἦταν ἄστατη. Γιατί πάντοτε ὁ λαός τῶν Ἀθηνῶν εἶναι σάν τά ἀκυβέρνητα σκάφη. Ὅταν δηλαδή οἱ ἐπιβάτες τῶν καραβιῶν ἀπό φόβο γιά τό ἀνοιχτό πέλαγος ἤ τήν καταιγίδα πού τούς κυκλώνει ἀποφασίζουν ὁλόψυχα νά συμφρονοῦν καί νά ὑπακούουν στόν κυβερνήτη, ὅλα πᾶνε πολύ καλά.
Ὅταν ὅμως, ξεθαρρεύοντας, ἀρχίσουν νά περιφρονοῦν τούς ἀξιωματικούς τοῦ καραβιοῦ καί νά διχονοοῦν, γιατί δέν ἔχουν ὅλοι πιά τήν ἴδια γνώμη, τότε λοιπόν, ἐπειδή οἱ μισοί θέλουν νά συνεχιστεῖ τό ταξίδι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι βιάζουν τόν κυβερνήτη νά πιάσει στεριά, καί σηκώνουν οἱ ἀπ’ ἐδῶ τά πανιά, ἐνῶ οἱ ἀπό κεῖ τούς ἐμποδίζουν καί φωνάζουν νά τά κατεβάσουν, τό θέαμα τῆς διχόνοιας καί διχοστασίας ἀνάμεσά τους εἶναι ἄθλιο γιά τούς ἔξω παρατηρητές, καί κινδυνεύουν ὅσοι ταξιδεύουν.
Γιά τοῦτο, ἐνῶ γλίτωσαν ἀπό τίς μεγαλύτερες θάλασσες καί τίς φοβερότερες τρικυμίες ναυαγοῦν στά λιμάνια, δίπλα στήν στεριά. Αὐτό ἀκριβῶς ἔχει συμβεῖ πάρα πολλές φορές μέ τήν Ἀθηναϊκή πολιτεία. Ἐνῶ ἀπομάκρυνε ἐντελῶς ἀρκετές φορές μέγιστους καί φοβερότατους κινδύνους, χάρη στή γενναιότητα τοῦ λαοῦ καί τῶν ἀρχόντων, στόν καιρό τῆς ἀσφάλειας καί τῆς ἡσυχίας ἀπρόσεχτα καί ἀδικαιολόγητα ἀστοχεῖ. Λοιπόν δέν χρειάζεται νά γίνει περισσότερος λόγος γιά τό πολίτευμα τῆς Ἀθήνας καί τῆς Θήβας, ἀφοῦ στίς πόλεις αὐτές ὁ ὄχλος τά διευθύνει ὅλα σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες του, οἱ Ἀθηναῖοι φοβερά ὀξεῖς καί πικροί, οἱ Θηβαῖοι μεγαλωμένοι μέσα στήν βία καί τά πάθη.[53]
Ὅμως καί ἡ σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία ἔχει συναισθανθεῖ τήν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ σημασία τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς τῶν πολιτῶν καί ἔχει ἐπιδοθεῖ μέ ἰδιαίτερη προσπάθεια στήν συγκρότηση θεωριῶν γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη (citizenship).[54] Ἀρκετοί σύγχρονοι πολιτικοί φιλόσοφοι, ἰδιαίτερα ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ᾽90 καί μετά, ἔχουν ἐπισημάνει τό γεγονός ὅτι ἡ εὔρυθμη λειτουργία τῶν συγχρόνων δημοκρατιῶν δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τό ἀντικειμενικό θεσμικό πλαίσιό τους, ἀλλά καί ἀπό τήν ἰδιαίτερη ψυχική ὑφή καί ποιότητα τῆς προσωπικότητας τῶν πολιτῶν τους. Γι᾿ αὐτό καί ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ὁλόκληρες θεωρίες γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη καί τίς ἀρετές πού πρέπει νά κοσμοῦν τήν δημοκρατική προσωπικότητά του. Ἐπί παραδείγματι ὁ William Galston θεωρεῖ ὅτι:
«Ὁ δημοκρατικός πολίτης πρέπει νά ἔχει τέσσερις τύπους πολιτειακῶν ἀρετῶν: α) γενικές ἀρετές: θάρρος· ὑπακοή στούς νόμους· ἀφοσίωση· β) κοινωνικές ἀρετές: ἀνεξαρτησία καί εὐρύτητα πνεύματος· γ) οἰκονομικές ἀρετές: ἠθική ἐργατικότητας· ἱκανότητα καθυστερήσεως τῆς προσωπικῆς ἀπόλαυσης καί προσαρμοστικότητα στήν οἰκονομική καί τεχνολογική ἀλλαγή· δ) πολιτικές ἀρετές: ἱκανότητα νά διακρίνει καί νά σέβεται τά δικαιώματα τῶν ἄλλων· προθυμία νά ἀπαιτεῖ μόνο αὐτό, γιά τό ὁποῖο ὑπάρχει δυνατότητα νά τοῦ δοθεῖ· ἱκανότητα ἀξιολογήσεως τῶν ἐπιδόσεων ὅσων κατέχουν ἀξιώματα καί προθυμία συμμετοχῆς στόν δημόσιο διάλογο.»[55]
Τό χαρακτηριστικό στήν ὅλη συζήτηση γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη καί τήν βαρύνουσα σημασία της εἶναι ὅτι ἐπ᾿ αὐτοῦ συμφωνοῦν τόσο οἱ φιλελεύθεροι (libertarians) ὅσο καί οἱ κοινοτιστές ἤ καλύτερα κοινωνιοκράτες (communitarians) καί μάλιστα ἀποτελεῖ τόν συνδετικό κρῖκο μεταξύ των.[56]
Γράφοντας τά ἀνωτέρω γιά τήν δημοκρατία τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας οὐδόλως ἀποσκοπῶ στήν ἄρνηση καί ἀποδοκιμασία τῆς Δημοκρατίας ὡς πολιτεύματος. Τοὐναντίον. Θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ Δημοκρατία εἶναι ἕνα αἰσιόδοξο ἀλλά ἀπαιτητικό καί εὐπαθές πολίτευμα. Στηρίζεται στήν πίστη της στόν Ἄνθρωπο ὡς ἔλλογο ὄν καί στίς δυνατότητές του. Προϋποθέτει τήν ἀρτιότητα καί ἀκεραιότητα τῶν πνευματικῶν καί ἠθικῶν λειτουργιῶν του. Ὅπως γράφει καί ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης:
«Ἡ ἐπιβίωση τῆς δημοκρατίας δέν εἶναι μόνο ζήτημα νομοθετικῶν ρυθμίσεων καί πολιτειακῶν δομῶν ἀλλά ταυτόγχρονα κάτι βαθύτερο: εἶναι ζήτημα εἰλικρινοῦς ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο καί συνεποῦς προσήλωσης στίς ἠθικές ἀξίες πού τόν προάγουν.»[57]
-----------------
Παραπομπές
[1] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, Βίβλος Τρισκεδαικάτη 31,2-3, ἐκδ. Κάκτος, τόμος ἕνατος, Ἀθήνα 1992, σελ. 100.
[2] Ν.Θ. Μπουγάτσου, Ἡ πολιτική ζωή καί σκέψη τῶν Ἑλλήνων πατέρων, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1986, σελ. 51.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Θεομήτωρ, Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 9, κείμενο-εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Παναγιώτη Νέλλα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1974, σελ. 156.
[4] Βλ. ΘΗΕ, τόμος 10ος, λῆμμα Πολιτεία.
[5] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον, Ὁμιλία 8, Ρ.G. 29, 173Α.
[6] Μ. Βασιλείου, ό.π., 173Α.
[7] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, βιβλίο ΣΤ΄, 24.
[8] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, ἐκδ. Ἐστίας, Ἀθῆναι χ.χ., σελ. 313.
[9] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Βιβλίο Β΄, 65, 8-10.
[10] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, Ἑστία, Ἀθῆναι, χ.χ, σελ. 111.
[11] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐλευθερίου Κ. Βενιζέλου, Ἐστία, Ἀθῆναι χ.χ. σελ. 111.
[12] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 1, 7, 12.
[13] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, τόμος Α΄, μετάφραση Ρόδη Ρούφου, Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2000, σ. 84.
[14] Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίον ΙΓ́΄, 102, 5.
[15] Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, τόμος Ι΄, μετάφρασις Ἀποστόλου Παπανδρέου, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθήνα 2011, σελ. 75.
[16] Πλουτάρχου, Ἀριστείδης, 4.
[17] Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης, εἰσαγωγή-μετάφραση Ἀνδρέα Ι. Πουρνάρα, ἐκδ, Πάπυρος, Ἀθήνα 1975, σελ. 271 καί 273.
[18] Ἰσοκράτους, Περί εἰρήνης 5.
[19] Ἰσοκράτη, Περί εἰρήνης, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δαυίδ Ἀντωνίου, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 1993, σελ. 27.
[20] Ἰσοκράτους, Ἀρεοπαγιτικός 20.
[21] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, Βίβλος Τρισκεδαικάτη 31,2-3, ἐκδ. Κάκτος, τόμος ἕνατος, Ἀθήνα 1992, σελ. 103.
[22] Πλάτωνος Πολιτεία, εἰσαγωγή, ἑρμηνεία, σημειώσεις Κ. Δ. Γεωργούλη, Γ΄ ἔκδοσις, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 268.
[23] Πλάτωνος Πολιτεία 562d- 563a. ΠλάτωνοςΠολιτεία, ό.π., σελ. 266-267.
[24] Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Θάλεια ΙΙΙ, 81.
[25] Ἡροδότου Ἱστορίαι, τόμος Β΄, Βιβλίο Γ΄, Θάλεια, μετάφραση Ἄγγελου Σ. Βλάχου, ἐκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 75.
[26] Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Θάλεια ΙΙΙ, 82.
[27] Ἡροδότου Ἱστορίαι, τόμος Β΄, Βιβλίο Γ΄, Θάλεια, μετάφραση Ἄγγελου Σ. Βλάχου, ἐκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 76.
[28] Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 909.
[29] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Βασίλη Λεντάκη, ἐκδόσεις Στιγμή, Ἀθήνα 2010, σελ. 29.
[30] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, ὅ.π., σελ. 29-31-33.
[31] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, ὅ.π., σελ. 18.
[32] Πλουτάρχου, ΠερικλῆςVII, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Θ. Παπακωνσταντίνου, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 17 καί 19.
[33] Κωνσταντίνου Βουδούρη, Ἱστορία τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα 1984, σελ. 78.
[34] Κωνσταντίνου Βουδούρη, ὅ.π., σελ. 78.
[35] Πλουτάρχου, Σόλων, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἀ. Λαζάρου,ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 41.
[36] Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 1177.
[37] Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1294 b.
[38] Παναγιώτη Κ. Δαμάσκου, Κοινωνική καί πολιτική φιλοσοφία, ἐκδ. Συμμετρία, Ἀθήνα 2009, σελ. 111.
[39] Γιώργου Ν. Οἰκονόμου, Ἡ Ἀριστοτελική πολιτεία, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2008, σελ. 100.
[40] Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, Ἐκδόσεις Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας Χαλκιδικῆς, Θεσσαλονίκη 1962, σελ.369.
[41] Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1278a 19-20, 1288a 14-15, 1294a 9-10.
[42] Leo Strauss, Ἡ πόλη καί ὁ ἄνθρωπος, μετάφραση Γιώργου Μερτίκα, ἐκδόσεις Κουκκίδα, Ἀθήνα 2020, σελ. 113-114.
[43] Πλάτωνος, Γοργίας, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Στ. Τζουμελέας, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σσ. 229-231
[44] Πλάτωνος, Γοργίας, πρόλογος Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλᾶ, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἠλίας Βαβούρας, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 665
[45] Claude Mossé, Μικρή ἱστορία τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας καί ἡ πρόσληψή της στούς αἰῶνες, μετάφραση Σώτη Τρανταφύλλου,ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2015, σελ. 30
[46] Claude Mossé, ὅ.π., σσ.187-188
[47] M.I. Finley, Ἡ ἀρχαία καί σύγχρονη Δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σσ. 73-74
[48] Jaqueline De Romilly, Πόσο ἐπίκαιρη εἶναι ἡ ἀθηναϊκή δγμοκρατία σήμερα;, ἑλληνικό κείμενο τῆς Ἑλένης Οἰκονόμου, ἐκδ. Ἐρμῆς 2009, σελ. 32
[49] M.I. Finley, Ἡ ἀρχαία καί σύγχρονη Δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σσ. 79-83
[50] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981, σελ. 39.
[51] Πολυβίου, Ἱστορίαι, βιβλ. ΣΤ΄, 11 κ.ἑξ.
[52] Janet Colemman, Ἡ ἱστορία τῆς πολιτικῆς σκέψης, μετφρ. Γιώργου Ε. Χρηστίδη, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2004, σελ. 461. Ἐπίσης βλ. Α.Croiset, Οἱ ἀρχαῖες Δημοκρατίες, μετφρ. Ἀ. Πάγκαλου, ἐκδ. Μορφές, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 237-238.
[53] Πολυβίου, Ἱστορία ἕκτη, 44, μετάφραση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 2000, σελ. 44-45.
[54] Βλ.Will Kymlicka, Ἡ πολιτική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας, εἰσαγωγή-μετάφραση Γρηγόρη Μολύβα, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2005, σελ. 401 κ.ἐξ.
[55] Will Kymlicka, ὅ.π., σελ. 406.
[56] Will Kymlicka, ὅ.π., σελ. 401.
[57] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, ὅ.π., σελ. 9.
Βεβαίως ἔχει λεχθεῖ ἀπό τόν Ἰσοκράτη ὅτι τό ἦθος τῶν ἀρχόντων διαμορφώνει τό ἦθος τῶν ἀρχομένων, ἀλλά σέ μία δημοκρατική καί «ἀνοικτή» κοινωνία ἰσχύει ἐξίσου καί τό ἀντίστροφο, ὅτι τό ἦθος τῶν ἀρχομένων διαμορφώνει τό ἦθος τῶν ἀρχόντων. Στήν οὐσία πρόκειται γιά δυναμική ἀλληλεπίδραση καί ἀλληλεπενέργεια. Μάλιστα τολμῶ νά πῶ ὅτι περισσότερο εὐθυγραμμίζονται οἱ πολιτικοί πρός τό γενικώτερο πνεῦμα τοῦ λαοῦ, παρά ὅτι ὁ λαός εὐθυγραμμίζεται πρός τό γενικώτερο πνεῦμα τῶν πολιτικῶν.
Τοὐλάχιστον τοῦτο ἰσχυρίζεται ὁ Γύλιππος, ὁ Λακεδαιμόνιος στρατηγός, στόν λόγο του μετά τήν συντριπτική ἧττα τῶν Ἀθηναίων στήν Σικελία καί τήν ἄνευ ὅρων παράδοσή τους στούς Συρακουσίους, ἀντικρούοντας τήν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Συρακοσίου Νικολάου ὅτι πρέπει νά δείξουν φιλανθρωπία στούς Ἀθηναίους, ἐπειδή παρεσύρθησαν ἀπό τόν Ἀλκιβιάδη:
«Ἀλλ᾿εὑρήσομεν τούς συμβούλους κατά τό πλεῖστον στοχαζομένους τῆς τῶν ἀκουόντων βουλήσεως, ὥσθ᾿ ὁ χειροτονῶν τῷ ῥήτορι λόγον οἰκεῖον ὑποβάλλει τῆς ἑαυτοῦ προαιρέσεως. οὐ γάρ ὁ λέγων κύριος τοῦ πλήθους, ἀλλ᾿ ὁ δῆμος ἐθίζει τόν ῥήτορα τά βέλτιστα λέγειν χρηστά βουλευόμενος».[1]
«Διαπιστώνουμε, ὅμως, ὅτι τίς περισσότερες φορές οἱ εἰσηγητές ἐκφράζουν τήν θέληση τῶν ἀκροατῶν, ἔτσι ὥστε ὁ ψηφοφόρος νά ὑποβάλλει στόν ρήτορα τά λόγια πού ταιριάζουν μέ τίς δικές του ἐπιθυμίες. Διότι ὁ ὁμιλητής δέν εἶναι κύριος τοῦ πλήθους, ἀλλά ὁ λαός συνηθίζει τόν ρήτορα νά προτείνει τό καλύτερο, μέ τό νά υἱοθετεῖ τά σωστά».
Ἡ μετοχή βουλευόμενος εἶναι ὑποθετική μετοχή. Ἀπαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση γιά νά προτείνει καί νά λέγει τά βέλτιστα ὁ ρήτωρ εἶναι ὁ λαός νά βουλεύεται (=νά σκέπτεται) χρηστά, διότι ὁ λαός κατευθύνει τόν ρήτορα καί ὄχι τό ἀντίθετο. Σημειωτέον ὅτι ὁ “ρήτωρ” εἶναι ὁ πολιτικός ἡγέτης στήν πολιτική ὁρολογία τῆς ἀρχαιότητος.
Ἀκόμη καί στήν ἔσω φιλοσοφία κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός ἐγκαθιστᾶ ἄρχοντες ἀναλόγως τοῦ ποιοῦ τῶν πολιτῶν. Ἄν οἱ πολῖτες εἶναι χρηστοί ἔχουν χρηστούς ἄρχοντες, ἄν οἱ πολῖτες εἶναι φαῦλοι ἔχουν φαύλους ἄρχοντες. Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι:
«Οἱ ἄξιοι ἄρχοντες προωθοῦνται στίς πόλεις πού τούς ἀξίζουν, ἐνῶ οἱ ἀνάξιοι, μέ παραχώρηση, ἤ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, προχειρίζονται στούς ἀνάξιους πολίτες. Γι᾿ αὐτό, ἄν δεῖς κάποιον ἀνάξιο καί πονηρό ἄρχοντα ἤ ἐπίσκοπο, μή ἀπορήσεις, καί μή συκοφαντεῖς τό Θεό ἀλλά μᾶλλον πίστευε, ὅτι παραδοθήκαμε σέ τέτοιους τυράννους, πού καί ἡ κακία τους δέν εἶναι ἀνάλογη μέ τό κακό ποὐ μᾶς ἀξίζει»[2].
Ὥστε ὁ Θεός προωθεῖ ἄρχοντες, ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῶν πολιτῶν. Στούς καλούς πολῖτες προωθεῖ καλούς ἄρχοντες καί στούς κακούς παραχωρεῖ (ἀνέχεται) κακούς ἄρχοντες». Προσέτι καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας διατυπώνει τήν γνώμη ὅτι «δίδωσιν ἄρχοντα τοῖς πονηροῖς κατά τάς καρδίας αὐτῶν»[3]. «δίνει ὁ Θεός στούς πονηρούς ἄρχοντα σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τους».
Βέβαια θά μποροῦσε νά ἀντιτείνει κάποιος ὅτι σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο ἡ ἐξουσία, ἡ κάθε ἐξουσία, εἶναι ἀπό τόν Θεό ἐγκαθιδρυμένη: «αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. ιγ´1). Ὅμως ἐδῶ, σύμφωνα μέ τή Πατερική ἑρμηνεία, ἐννοεῖται ὅτι ἀπό τόν Θεό εἶναι ἐγκαθιδρυμένος ὁ ἀπρόσωπος θεσμός τῆς ἐξουσίας καί ὄχι οἱ κατέχοντες τήν ἐξουσία, δηλαδή οἱ ἄρχοντες. Κατά τό Πατερικόν λόγιον: «Οὐ γάρ εἶπε οὐκ ἔστιν ἄρχων καί ἐξουσιαστής, ἀλλ᾿ εἶπεν οὐκ ἔστι ἐξουσία εἰ μή ὑπό Θεοῦ».[4]
Ἀκόμη ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι: «Πολλάκις ἀκρισία δήμου τόν χείριστον εἰς ἀρχήν προεστήσατο»[5]. Ἡ ἀκρισία τοῦ λαοῦ πολλές φορές ἐγκαθιστᾶ στήν ἐξουσία τόν χειρότερο. Μάλιστα ὁ Βασίλειος, σχολιάζοντας τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος, λέγει «ἄλογοι αἱ συντυχίαι τῶν κλήρων ἐπί τόν πάντων ἔσχατον πολλάκις τό κράτος φέρουσαι»[6]. Οἱ συμπτώσεις τῶν κλήρων εἶναι ἄλογες/ἐξωλογικές καί δίδουν τήν ἐξουσία στόν τελευταῖο ὅλων. Ἡ ἔλλειψη λοιπόν κρίσεως, ἡ ἀπερισκεψία τοῦ δήμου, ἀλλά καί ἡ κλήρωση πολλές φορές τούς χειρότερους ἀνέδειξαν στήν ἐξουσία.
Τά ἱστορικά παραδείγματα συλλογικῆς ἀκρισίας μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα εἶναι πάμπολλα. Θά ἀναφερθῶ στήν περίπτωση τῆς κλασσικῆς, δημοκρατικῆς Ἀθήνας. Ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀπεφάσισε ἐλευθέρως καί οἰκειοθελῶς τήν καταστροφική γι᾿ αὐτόν Σικελική ἐκστρατεία:
«Ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσι ὁμοίως ἐκπλεῦσαι… ὥστε διά τήν ἄγαν τῶν πλειόνων ἐπιθυμίαν, εἴ τῳ ἄρα καί μή ἤρεσκε, δεδιώς μή ἀντιχειροτονῶν κακόνους δόξειεν εἶναι τῇ πόλει ἡσυχίαν ἦγεν»[7] γράφει ὁ Θουκυδίδης.
«Καί πάντες ἀνεξαιρέτως κατελήφθησαν ἀπό ζωηροτάτην ἐπιθυμίαν νά μετάσχουν τῆς ἐκστρατείας… οὕτως ὥστε, ἕνεκα τοῦ γενικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, οἱ τυχόν διαφωνοῦντες, φοβούμενοι μήπως καταψηφίζοντες θεωρηθοῦν κακοί πατριῶται, ἐσιώπων».[8]
Ἡ ἀμνήστευση τοῦ λαοῦ ἀπό τίς ἀπαραμείωτες εὐθύνες του γιά τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἡ κολακεία καί ἡ ἄκριτη καί ἄμετρη ἱκανοποίηση τῶν ὁποιοδήποτε ὑπερβολῶν του ὁδηγεῖ στήν ἀπορρύθμιση τῆς δημοκρατίας. Αὐτό ἀποτελεῖ τήν πικρή, ἀλλά πολύτιμη ἐμπειρία ἀπό τήν τραγική μοῖρα τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Ὅσο προΐστατο αὐτῆς ὁ Περικλῆς λειτουργοῦσε ὁμαλά. Ὁ Θουκυδίδης λέγει γιά τόν Περικλῆ:
«Αἴτιον δ᾿ ἦν ὅτι ἐκεῖνος μέν δυνατός ὤν τῷ τε ἀξιώματι καί τῇ γνώμῃ, χρημάτων τε διαφανῶς ἀδωρότατος γενόμενος, κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε, διά τό μή κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τήν δύναμιν πρός ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ᾿ ἔχων ἐπ᾿ ἀξιώσει καί πρός ὀργήν τι ἀντιπεῖν»[9]
«Αἰτία τούτου ἦτον ὅτι ὁ Περικλῆς, ἔχων μεγάλην ἐπιρροήν, πηγάζουσαν ἀπό τήν πρός αὐτόν κοινήν ἐκτίμησιν καί τήν προσωπικήν του ἱκανότητα, καί πασιφανῶς ἀναδειχθείς εἰς ὕψιστον βαθμόν ἀνώτερος χρημάτων, συνεκράτει τόν λαόν, μολονότι σεβόμενος τάς ἐλευθερίας του, καί αὐτός μᾶλλον ὡδήγει αὐτόν παρά ὡδηγεῖτο ἀπό αὐτόν. Καθόσον μή ἐπιδιώκων ν᾿ ἀποκτήσῃ ἐπιρροήν δι᾿ ἀθεμίτων μέσων, δέν ὡμίλει πρός κολακείαν, ἀλλά στηριζόμενος εἰς τήν κοινήν πρός αὐτόν ἐκτίμησιν, ἠδύνατο ν᾿ ἀντιταχθῇ κατ᾿ αὐτῶν, προκαλῶν ἐν ἀνάγκῃ καί τήν ὀργήν των.»[10]
Οἱ μετά ἀπό αὐτόν πολιτικοί ἡγέτες κολάκευαν τόν δῆμο ὁδηγώντας τον στήν καταστροφή. Γράφει ὁ Θουκυδίδης:
«Ἐνῷ οἱ διάδοχοί του, ὄντες μᾶλλον ἴσοι ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον, ἐπιδιώκοντες ὅμως ἕκαστος νά γίνῃ πρῶτος, ἦσαν ἕτοιμοι καί αὐτήν τήν κατεύθυνσιν τῶν δημοσίων ὑποθέσεων νά θυσιάζουν εἰς τάς ἑκάστοτε ὀρέξεις τοῦ πλήθους. Τοιαύτη ὅμως ἀδυναμία, ὅπως εἶναι ἑπόμενον, προκειμένου περί πόλεως μεγάλης καί ἀσκούσης ἡγεμονίαν, ὡδήγησε καί εἰς ἄλλα πολλά σφάλματα καί εἰς τήν Σικελικήν ἐκστρατείαν, τῆς ὁποίας ἡ ἀποτυχία ὠφείλετο ὄχι τόσον εἰς κακόν ὑπολογισμόν, λαμβανομένης ὑπ᾿ ὄψιν τῆς δυνάμεως τοῦ ἐχθροῦ, ὅσον εἰς τό ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι διά τήν ἐκστρατείαν, μετά τήν ἀποστολήν της, δέν εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τό συμφέρον της, ἀλλά κατεγίνοντο νά διαβάλλουν οἱ μέν τούς δέ, διά νά ἐπιτύχουν τήν λαϊκήν ἡγεσίαν, καί ὡς ἐκ τούτου ὄχι μόνον ἔγιναν αἰτία τῆς χαλαρώσεως τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, ἀλλά καί διά πρώτην φοράν ἀνεφύησαν εἰς τήν πόλιν ἐσωτερικαί διχόνοιαι.
Ἐν τούτοις οἱ Ἀθηναῖοι, μετά τήν ἀπώλειαν τοῦ στρατοῦ των καί τοῦ μεγαλητέρου μέρους τοῦ στόλου των εἰς τήν Σικελίαν, καί ἐνῷ οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί ἐλυμαίνοντο ἤδη τήν πόλιν, κατώρθωσαν ὅμως ν᾿ ἀνθέξουν ἐπί δέκα ἔτη, ὄχι μόνον κατά τῶν ἀρχικῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ἐκ Σικελίας, ὅσοι ἡνώθησαν μέ αὐτούς, ἀκόμη δέ καί κατά τῶν περισσοτέρων συμμάχων των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπαναστατήσει, βραδύτερον δέ καί κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κύρου, υἱοῦ τοῦ Βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἡνώθη μέ τούς Πελοποννησίους καί παρεῖχεν εἰς αὐτούς χρήματα διά τόν στόλον των, καί τότε μόνον ὑπέκυψαν, ὅταν, συνεπείᾳ τῶν προσωπικῶν των διενέξεων, συνεκρούσθησαν πρός ἀλλήλους καί αὐτοκατεστράφησαν.»[11]
Εἶναι χαρακτηριστική τῆς νοοτροπίας τῶν Ἀθηναίων ἡ ἰταμή δικαιολογία πού προέβαλαν μετά τήν ναυμαχία στίς Ἀργινοῦσες, ὅταν οἱ στρατηγοί μετά τήν περιφανῆ νίκη τους ἐναντίον τῶν Λακεδαιμονίων, λόγῳ τῆς θαλασσοταραχῆς δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς, γιά τήν καταστρατήγηση τοῦ νόμου νά δικασθοῦν ὅλοι μαζί καί ὄχι ὁ κάθε ἕνας χωριστά, ὅπως ὅριζε καί προέβλεπε ὁ νόμος:
«τό πλῆθος ἐβόα δεινόν εἶναι εἰ μή τις ἐάσει τόν δῆμον πράττειν ὅ ἄν βούληται»[12].
«Οἱ πιό πολλοί φώναξαν ὅτι εἶναι ἀνήκουστο νά μήν ἀφήνουν τόν λαό νά κάνει ὅ,τι θέλει»[13].
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης γράφει ἐπ᾽ αὐτοῦ χαρακτηριστικά:
«Οὕτως δ᾽ ὁ δῆμος τότε παρεφρόνησε, καί παροξυνθείς ἀδίκως ὑπό τῶν δημαγωγῶν τήν ὀργήν ἀπέσκηψεν εἰς ἄνδρας οὐ τιμωρίας, ἀλλά πολλῶν ἐπαίνων καί στεφάνων ἀξίους»[14]:
«Τόσο πολύ παρεφρόνησε τότε ὁ λαός καί παρεσύρθη σέ μία ἄδικη πρόκλησι ἀπό τούς δημαγωγούς, ὥστε ἐκόρεσε τήν ὀργή του πάνω σέ ἀνθρώπους πού ἦσαν ἄξιοι ὄχι τιμωρίας, ἀλλά πολλῶν ἐπαίνων καί στεφάνων.»[15]
Ἡ συντριβή τῆς Ἀθήνας ὀφειλόταν στήν ἐξαχρείωση τοῦ ἤθους πολιτικῶν ἡγετῶν καί πολιτῶν καί στήν ἀμοιβαία καταστροφική ἀλληλεπίδρασή τους. Ἡ ἐπίρριψη τῆς εὐθύνης ἀποκλειστικά μόνο στούς πολιτικούς ἡγέτες διαστρέφει τήν ἀλήθεια τῆς πραγματικότητος, ἀφοῦ αὐτοί πολιτεύονται ὄχι ἐρήμην τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἐναρμονιζόμενοι καί στοιχοῦντες ἐπακριβῶς πρός τίς διαθέσεις καί τίς ὀρέξεις αὐτοῦ. Ἐάν τό σύνολον τῶν πολιτῶν ὑγιαίνει, πολιτεύονται ὀρθῶς καί οἱ ἐκλεγμένοι ἄρχοντες, εἰ δ᾿ ἄλλως ἀποβάλλονται ἀπό τόν πολιτικό ὀργανισμό ὡς νοσοῦντα μέλη αὐτοῦ. Εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιβιώσουν διεφθαρμένοι πολιτικοί σ᾿ ἕνα ἀδιάφθορο σῶμα πολιτῶν. Τοὐναντίον ἐάν ἡ κοινωνία νοσεῖ στό σύνολό της μοιραῖα νοσοῦν καί οἱ ἡγέτες της.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ὅσο ἐπολιτεύετο χρηστῶς ἐκίνησε τήν μῆνι τῶν συμπολιτῶν του, ἐνῶ ὅταν συμμορφώθηκε μέ τήν διαφθορά καί ἀναλόγως ἐπολιτεύθηκε ἐπέσυρε τόν ἔπαινο αὐτῶν.
«Τῶν δέ δημοσίων προσόδων αἱρεθείς ἐπιμελητής οὐ μόνον τούς καθ᾿ αὐτόν, ἀλλά καί τούς πρό αὐτοῦ γενομένους ἄρχοντας ἀπεδείκνυε πολλά νενοσφισμένους, καί μάλιστα τόν Θεμιστοκλέα· Σοφός γάρ ἀνήρ, τῆς δέ χειρός οὐ κρατῶν. Διό καί συναγαγών πολλούς ἐπί τόν Ἀριστείδην ἐν ταῖς εὐθύναις διώκων κλοπῆς καταδίκῃ περιέβαλεν, ὥς φησιν Ἰδομενεύς. Ἀγανακτούντων δέ τῶν πρώτων ἐν τῇ πόλει καί βελτίστων, οὐ μόνον ἀφείθη τῆς ζημίας, ἀλλά καί πάλιν ἄρχων ἐπί τήν αὐτήν διοίκησιν ἀπεδείχθη. Προσποιούμενος δέ τῶν προτέρων μεταμέλειν αὐτῷ καί μαλακώτερον ἐνδιδούς ἑαυτόν, ἤρεσκεν τοῖς τά κοινά κλέπτουσιν οὐκ ἐξελέγχων οὐδ᾿ ἀκριβολογούμενος, ὥστε καταπιμπλαμένους τῶν δημοσίων ὑπερεπαινεῖν τόν Ἀριστείδην καί δεξιοῦσθαι τόν δήμον ὑπέρ αὐτοῦ, σπουδάζοντας ἄρχοντα πάλιν αἱρεθῆναι. Μελλόντων δέ χειροτονεῖν ἐπετίμησε τοῖς Ἀθηναίοις· «Ὅτε μέν γάρ,» ἔφη, «πιστῶς καί καλῶς ὑμῖν ἦρξα, προυπηλακίσθην· ἐπει δέ πολλά τῶν κοινῶν καταπροεῖμαι τοῖς κλέπτουσι θαυμαστός εἶναι δοκῶ πολίτης. Αὐτός μέν οὖν αἰσχύνομαι τῇ νῦν τιμῇ μᾶλλον ἤ τῇ πρώην καταδίκῃ, συνάχθομαι δ᾿ ὑμῖν, παρ᾿ οἷς ἐνδοξότερόν ἐστι τοῦ σῴζειν τά δημόσια τό χαρίζεσθαι τοῖς πονηροῖς»[16]:
«Ὅταν τόν ἐξέλεξαν ἐπιμελητή τῶν δημοσίων ἐσόδων, ἐφανέρωσε ὅτι ὄχι μόνον οἱ σύγχρονοί του ἄρχοντες, ἀλλά καί οἱ προηγούμενοι εἶχαν κάμει καταχρήσεις, καί πρό πάντων ὁ Θεμιστοκλῆς “ἄνθρωπος σοφός, ἀλλά πού δέν εἶναι κύριος τοῦ χεριοῦ του”. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεμιστοκλῆς, ἀφοῦ συνεκέντρωσε πολλούς κατά τοῦ Ἀριστείδου, ὅταν ἔκανε τήν λογοδοσία του, τόν κατηγόρησε, καί κατόρθωσε νά τόν καταδικάσουν γιά κλοπή, καθώς λέγει ὁ Ἰδομενεύς. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἀριστοκρατικοί καί οἱ καλύτεροι πολῖτες ἀγανάκτησαν γι᾿ αὐτό, ὄχι μονάχα τοῦ χαρίστηκε τό πρόστιμο, ἀλλά ἐξελέγη καί πάλι ἄρχων στήν ἴδια ἐξουσία. Ὕστερα, προσποιήθηκε πώς μετάνοιωσε γιά τόν τρόπο πού διοίκησε πρωτύτερα, καί φερόταν πολύ μαλακώτερος· ἔτσι ἄρεσε σέ ἐκείνους πού ἔκλεβαν τό δημόσιο χρῆμα, γιατί οὔτε τούς ἔκανε ἔλεγχο, οὔτε ἀκριβολογοῦσε, ὥστε ἐκείνοι ἐχόρταιναν ἀπό τά δημόσια καί ἐπαινοῦσαν μέ τό παραπάνω τόν Ἀριστείδη, καί περιποιόταν τό λαό, ζητώντας νά τόν ἐκλέξη καί πάλι ἄρχοντα. Καί τή στιγμή πού ἐπρόκειτο νά τόν ἐκλέξουν, ὁ ἴδιος κατηγόρησε τούς Ἀθηναίους καί τούς εἶπε: «Τότε πού διοίκησα καλά καί πιστά, μέ ἐξευτελίσατε· τώρα πού ἄφησα νά κλέβουν τό δημόσιο χρῆμα, σᾶς φαίνομαι ἀξιοθαύμαστος πολίτης. Γιά τόν ἑαυτό μου ντρέπομαι περισσότερο γιά τή σημερινή τιμή, παρά γιά τήν καταδίκη μου τότε. Λυποῦμαι ὅμως γιά λογαριασμό σας, γιατί θεωρεῖτε ἐνδοξότερο τό νά χαρίζεται κανείς στούς κακούς, παρά τό νά σώζη τό συμφέρον τοῦ δημοσίου».[17]
Ἀκόμη ὁ Ἰσοκράτης, τόν 4ο αἰῶνα, ὅταν πλέον ἡ παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας ἦταν πασιφανής, κατηγορεῖ τούς Ἀθηναίους:
«…καί γάρ τοι πεποιήκατε τούς ῥήτορας μελετᾶν καί φιλοσοφεῖν οὐ τά μέλλοντα τῇ πόλει συνοίσειν (=αὐτά πού συμφέρουν), ἀλλ᾿ ὅπως ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους ἐροῦσιν»[18]:
«Ἔτσι ὅμως ἔχετε κάνει τούς ρήτορες νά ἐρευνοῦν καί νά φροντίζουν ὄχι ἐκεῖνα πού θά εἶναι συμφέροντα (πλεονεκτήματα) στήν πόλη ἀλλά πῶς θά ἐκφωνήσουν λόγους πού θά σᾶς εἶναι ἀρεστοί»[19].
Καί ἐπιπλέον θεωρεῖ ὁ Ἰσοκράτης ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι τῆς ἐποχῆς του ἐνόμιζαν:
«…τήν μέν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τήν δέ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τήν δέ παρρησίαν (=ἀθυροστομία) ἰσονομίαν, τήν δέ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν…»[20]
Γράφω αὐτά τά αὐτονόητα καί κοινότοπα γιατί ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες συνηθίζουμε νά ἀποδίδουμε τήν κακοδαιμονία τῆς Ἑλλάδος στούς «διεφθαρμένους» πολιτικούς, ἀποσιωπώντας τίς δικές μας εὐθῦνες, ἀφοῦ ἐμεῖς τούς ψηφίζουμε, τούς στηρίζουμε καί ἐν γένει, ἐάν δέν ἀποδεχόμαστε τήν πολιτική τους, ὁπωσδήποτε τήν ἀνεχόμαστε. Συνηθίζουμε νά θέτουμε στό ἀπυρόβλητο τόν λαό, ἀποδίδοντάς του τούς στίχους τοῦ ποιητῆ, “πάντα εὐκολόπιστε καί πάντα προδομένε”. Γιατί ὅμως ὁ λαός νά δείχνει τέτοια εὐκολοπιστία; Τοῦ συγχωρεῖται τέτοια ἐπιπολαιότητα; Τί λέει ὁ Γύλιππος στόν ἀνωτέρω μνημονευθέντα λόγο του, κατηγορώντας τούς Ἀθηναίους;
«Καί γενικά, ἄν διέπραξαν τήν ἀδικία (ἐννοεῖ τήν πάνδημη ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Σικελίας) μέ πλήρη ἐπίγνωση, γι᾿ αὐτή τους τήν πρόθεση εἷναι ἄξιοι τιμωρίας, ἄν πάλι κήρυξαν τόν πόλεμο χωρίς σοβαρή σκέψη (εἰκῇ βουλευσάμενοι στό πρωτότυπο), οὔτε σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση πρέπει νά ἀπαλλαγοῦν γιά νά μή συνηθίζουν νά παίζουν μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων»[21].
Ἡ Δημοκρατία ἀπαιτεῖ ὑψηλή αἴσθηση εὐθύνης ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν, εἰ δ᾿ ἄλλως εἶναι καταστροφική. Τό δημοκρατικό πολίτευμα εἶναι ἕνα αἰσιόδοξο, ἀλλά καί ἀπαιτητικό πολίτευμα: προϋποθέτει τήν διανοητική καί πνευματική ὡριμότητα καί τήν ἠθική ἀκεραιότητα τῶν πολιτῶν. Ἡ ὁμαλή λειτουργία τῆς Δημοκρατίας δέν προϋποθέτει μόνο τούς ἀνάλογους θεσμούς, ἀλλά ἐξίσου καί τό ἀνάλογο ἦθος τῶν πολιτῶν. Καί τό δημοκρατικό ἦθος, ἐκτός τῶν ἄλλων στοιχείων πού πρέπει νά ἔχει, πρέπει ὁπωσδήποτε νά περιλαμβάνει ὑψηλή αἴσθηση τῆς εὐθύνης καί τοῦ μέτρου. Ἀνευθυνότητα καί ἀμετρία τῶν πολιτῶν δυναμιτίζουν τά θεμέλια τῆς Δημοκρατίας.
«Ἡ γάρ ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἤ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καί ἰδιώτῃ καί πόλει» γράφει ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία 564a.
«Γιατί, καθώς φαίνεται, ἡ ὑπερβολική ἐλευθερία γυρίζει σέ ὑπερβολική δουλεία καί γιά τόν πολίτη καί γιά τήν πόλη»[22].
Ὁ Πλάτων διαζωγραφίζει ὡς ἑξῆς τίς ἐπιπτώσεις τῆς ἄκρατης ἐλευθερίας καί τίς ἀμφίδρομες σχέσεις μεταξύ τῶν ἀρχόντων καί τῶν ἀρχομένων.
«Ὅταν, θαρρῶ, μιά δημοκρατημένη πόλη διψασμένη γιά ἐλευθερία τύχη νά εὕρη προϊσταμένους πού εἶναι κακοί οἰνοχόοι καί, πίνοντας ἄκρατη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο πρέπει τήν ἐλευθερία, μεθύση, τότε πιά τούς ἄρχοντές της, ἄν δέν εἶναι πολύ ἐπιεικεῖς κι᾿ ἄν δέν τῆς δίνουν ἐλευθερία χωρίς μέτρο, τούς βάζει τιμωρίες κατηγορόντας τους ὡς μιαρούς καί ὁλιγαρχικούς. Στ’ αλήθεια, εἶπε, αὐτό τό κάνουν. Τούς πολίτες, εἶπα, ὅσοι δείχνουν ὑπακοή στούς ἄρχοντες τούς ποδοπατοῦν, ἐπειδή τούς θεωροῦν ἐραστές τῆς δουλείας καί τιποτένιους, τούς ἄρχοντες πάλι πού φέρνονται ὡσάν νά εἶναι ἀρχόμενοι καί τούς ἀρχομένους πού φέρνονται ὡσάν νά εἶναι ἄρχοντες, αὐτούς καί στίς ἰδιωτικές συγκεντρώσεις καί στίς δημόσιες συνελεύσεις τούς ἐπαινοῦν καί τούς τιμοῦν…
Αὐτά, εἶπα ἐγώ, γίνονται καί ἀκόμη κι᾿ ἄλλα μικροπράγματα ὡσάν αὐτά· μέσα σέ μιά τέτοια κατάσταση ὁ δάσκαλος φοβᾶται τούς μαθητές καί τούς χαϊδεύει, οἱ μαθητές δέν δείχνουν κανένα σεβασμό οὔτε στούς δασκάλους οὔτε δά καί στούς παιδαγωγούς· καί γενικά οἱ νέοι παίρνουν τό ὕφος τῶν ἀνθρώπων τῆς προχωρημένης ἡλικίας καί προσπαθοῦν καί στά λόγια καί στά ἔργα νά τούς ξεπεράσουν, οἱ γέροι ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ῥίχνοντας τόν ἑαυτό τους στό ἐπίπεδο τῶν νέων θέλουν νά εἶναι ἀνεξάντλητη πηγή εὐτραπελίας καί λεπτῶν χαριεντισμῶν καί ἀντιγράφουν τή νεανική συμπεριφορά, γιά νά μή δίνουν τήν ἐντύπωση πώς εἶναι ἄνθρωποι δυσάρεστοι καί δεσποτικοί»[23].
Βλέπουμε λοιπόν πῶς ὁ Πλάτων περιγράφει τήν φαύλη κατάσταση στήν παρηκμασμένη δημοκρατία, ὅπου οἱ φορεῖς τῆς ἐξουσίας (ἄρχοντες, γονεῖς, δάσκαλοι) καί οἱ ὑποκείμενοι σ᾿ αὐτήν (ἀρχόμενοι, παιδιά, μαθητές) ἀλληλεπενεργοῦν καταστροφικά παρασύροντες ἀλλήλους στήν διαφθορά. Πράγματι στήν δημοκρατία ὑπάρχει μία ἀμφίδρομη σχέση ἐπιδράσεως μεταξύ ἀρχόντων καί ἀρχομένων καί ὄχι μονομερής σχέση ἐπιδράσεως τῶν ἀρχόντων ἐπί τῶν ἀρχομένων, ὅπως ἀφελῶς θεωροῦν πολλοί.
Ἡ διαφθορά, ἡ ἀνευθυνότητα, ἡ ἀμετρία, καί ἡ μαξιμαλιστική διεκδικητικότητα τῶν πολιτῶν ἐπηρεάζει ἀνάλογα τό ἦθος τῶν ἀρχόντων καί προκαλεῖ τήν ἀνάλογη διαχείριση τῆς ἐξουσίας ἐκ μέρους τους. Τοῦτο προσπαθοῦσαν νά ποῦν οἱ τραγικοί ποιητές στούς Ἀθηναίους γιά τήν ἄκρατη Δημοκρατία τους: Ὅταν τό κακό ὑπερβεῖ ὁρισμένα ὅρια, τότε γίνεται ἀθεράπευτο.Ὑπάρχει ἕνα ἀμετακίνητο ὅριο στήν ἀνθρώπινη δράση, εἴτε στήν πολιτική εἴτε στή γενικώτερη διάστασή της, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ὁποίου ὁδηγεῖ ἀφεύκτως στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή.
Τήν ἴδια κριτική εἶχε ἀσκήσει καί ὁ Ἡρόδοτος στήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία διά στόματος δύο Περσῶν ἀριστοκρατῶν, τοῦ Μεγάβυζου καί τοῦ Ὀτάνη. Ὁ Μεγάβυζος ἀσκώντας κριτική στήν ἀπεριόριστη ἐξουσία τοῦ δήμου λέγει:
«Ὁμίλου γάρ ἀχρηίου οὐδέν ἐστι ἀσυνετώτερον οὐδέ ὑβριστότερον. Καίτοι τυράννου ὕβριν φεύγοντας ἄνδρας ἐς δήμου ἀκολάστου ὕβριν πεσεῖν ἐστί οὐδαμῶς ἀνασχετόν. Ὁ μέν γάρ εἴ τι ποιέει, γινώσκων ποιέει, τῷ δέ οὐδέ γινώσκειν ἔνι· κῶς γάρ ἄν γινώσκοι ὅς οὔτ᾿ ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλόν οὐδέν [οὐδ᾿] οἰκήιον, ὠθέει τε ἐμπεσών τά πρήγματα ἄνευ νόου, χειμάρρῳ ποταμῷ εἴκελος;»[24]:
«Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἀσύνετο καί πιό ἀλαζονικό ἀπό ἕνα ἀπαίδευτο πλῆθος. Εἶναι παράλογο νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι γιά νά ἀποφύγομε τήν ἀλαζονεία ἑνός τυράννου πρέπει νά καταλήξομε στήν ἀχαλίνωτη ἀλαζονεία τοῦ πλήθους. Ὁ τύραννος ὅ,τι πράττει τό πράττει ἐνσυνείδητα, ἐνῶ στό πλῆθος δέν ὑπάρχει οὔτε γνώση. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, ἀφοῦ δέν ἔμαθε τίποτε ποτέ του, οὔτε ξέρει ὁτιδήποτε τό σωστό ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, καί ὅταν ἀναμιχθεῖ στά πράγματα τά σπρώχνει μέ ἀσυλλόγιστη ὁρμή, σάν πλημμυρισμένος χείμμαρος;»[25]
Ὁ Ὀτάνης ἐξάλλου ἀποφαίνεται:
«Δήμου τε αὖ ἄρχοντος ἀδύνατα μή οὐ κακότητα ἐγγίνεσθαι»[26].
«Ἄν πάλι ὁ δῆμος ἔχει τήν ἐξουσία, εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἐξαχρειωθεῖ».[27]
Βεβαίως οἱ ἀνωτέρω θέσεις δέν ἰσχύουν καθολικά ἀλλά μερικῶς καί ἀναλόγως ἐάν ἰσχύουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, κυριώτερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἔλλειψη συνετῶν καί στιβαρῶν ἡγετῶν. Ἀλλά καί ὁ Θουκυδίδης δέν ὑστερεῖ σέ καυστικότητα ἀπέναντι στήν Δημοκρατία, ὅταν βάζει στόν Ἀλκιβιάδη τά ἑξῆς λόγια χαρακτηρίζοντας τή Δημοκρατία ὡς πανθομολογούμενη ἀνοησία:
«ἐπεί δημοκρατίαν γε καί ἐγιγνώσκομεν οἱ φρονοῦντες τι, καί αὐτός οὐδενός ἄν χεῖρον, ὅσῳ καί λοιδορήσαιμι. ἀλλά περί ὁμολογημένης ἀνοίας οὐδέν ἄν καινόν λέγοιτο». (Ἱστορίαι, Ζ, 89, 5):
«Διότι, βέβαια, τί σημαίνει κυριαρχία τοῦ πλήθους (δημοκρατία στό πρωτότυπο) τό γνωρίζαμε ὅσοι ἔχουμε μιά στάλα γνώση, καί μάλιστα ἐγώ ὁ ἴδιος καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, ἀφοῦ θά εἶχα καί τίς περισσότερες ἀφορμές γιά νά τήν κατακρίνω. Ἀλλά γιά μιά πανθομολογούμενη μωρία τίποτα καινούργιο δέν θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ».[28]
Ὁ χαρακτηρισμός τῆς δημοκρατίας ὡς ὁμολογημένης ἀνοίας ἀπό τόν Ἀλκιβιάδη, μαθητή τοῦ Σωκράτη, ἀπηχεῖ τίς ἀντιλήψεις γιά τή δημοκρατία τοῦ δασκάλου του, τοῦ Σωκράτη.
Ὡσαύτως καί στήν ψευδο-Ξενοφώντεια “Ἀθηναίων Πολιτεία” συναντοῦμε τήν ἴδια σκληρή καί ἀπαξιωτική γιά τήν δημοκρατία κριτική:
«1) Ὅσο γιά τό πολίτευμα τῶν Ἀθηναίων, δέν τούς ἐπαινῶ πού ἐπέλεξαν τή συγκεκριμένη μορφή. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι μέ τήν ἐπιλογή τους αὐτή προτίμησαν τήν εὐημερία τῶν φαύλων καί ὄχι τῶν χρηστῶν. Γιά τόν παραπάνω λόγο, λοιπόν, δέν τούς ἐπαινῶ. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἔτσι ἀποφάσισαν, θά δείξω ὅτι διαφυλάσσουν ἀποτελεσματικά τό σύστημά τους καί ὅτι, κατά τά ἄλλα, τά καταφέρνουν σέ ὅσα οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες τούς καταλογίζουν ἀποτυχία.
2) Τό πρῶτο πού θά πῶ εἶναι τοῦτο: στόν τόπο αὐτόν, ὁ φτωχός λαός θεωρεῖ πώς μέ τό δίκιο του ἀπολαμβάνει περισσότερα ἀπ’ὅσα οἱ εὐγενεῖς καί οἱ πλούσιοι, γιατί ὁ λαός εἶναι αὐτός πού ἐπανδρώνει τά πλοῖα καί προσφέρει στήν πόλη τή δύναμή της, καθώς καί οἱ κυβερνῆτες, οἱ κελευστές, οἱ πεντηκόνταρχοι, οἱ πρωράτες καί οἱ ναυπηγοί−αὐτοί εἶναι πού προσφέρουν στήν πόλη τή δύναμή της, πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ὁπλίτες, οἱ εὐγενεῖς καί οἱ χρηστοί».[29].
Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα βλέπουμε τή σαφῆ νύξη τοῦ συγγραφέα στόν ἰμπεριαλιστικό χαρακτῆρα τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, τήν ὁποία τῆς ἐξασφάλισε ἡ θαλασσοκρατορία. Οἱ ναῦτες σέ ἀντίθεση μέ τούς ὁπλίτες ἀνῆκαν στούς φτωχότερους Ἀθηναίους πολίτες καί ἀποτελοῦσαν τήν καρδιά τῆς δημοκρατικῆς μερίδας. Καί συνεχίζει ὁ ψευδο-Ξενοφῶν:
«Ἀφοῦ λοιπόν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, θεωρεῖται δίκαιο νά μετέχουν ὅλοι στά ἀξιώματα, εἴτε μέ κλήρωση, ὅπως γίνεται σήμερα, εἴτε μέ ἐκλογή, καί νά μπορεῖ νά ἀγορεύει ὅποιος πολίτης θέλει.
3 Ὑπάρχουν ὅμως ἀξιώματα πού ὅταν ἀσκοῦνται σωστά προσφέρουν ἀσφάλεια, ὅταν ὅμως ἀσκοῦνται λανθασμένα θέτουν σέ κίνδυνο ὁλόκληρο τόν λαό. Στά ἀξιώματα αὐτά ὁ δῆμος δέν ἐπιδιώκει καθόλου τή συμμετοχή του: κρίνουν πώς δέν τούς χρειάζεται νά μετέχουν μέ κλῆρο οὔτε στή στρατηγία οὔτε στήν ἱππαρχία. Ἀντιλαμβάνεται, βέβαια, ὁ δῆμος ὅτι τό κέρδος εἶναι μεγαλύτερο ἄν δέν ἀσκεῖ ὁ ἴδιος αὐτά τά ἀξιώματα, ἀλλά ἀφήνει νά τά ἀσκοῦν οἱ ἱκανότεροι. Ὁ δῆμος ἐνδιαφέρεται γιά τά ἀξιώματα πού ὑπάρχουν γιά τόν μισθό καί τό ἰδιωτικό ὄφελος.
4 Ὁρισμένοι πάλι ἀποροῦν γιατί παντοῦ μοιράζουν περισσότερα προνόμια στούς φαύλους, τούς φτωχούς καί τούς ποταπούς ἀπ’ὅ,τι στούς χρηστούς. Ἀλλά μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τρόπο θά ἀποδειχτεῖ ὅτι διασφαλίζουν τή δημοκρατία. Ὅταν εὐημεροῦν οἱ φτωχοί, οἱ ποταποί καί οἱ φαῦλοι, καί ὁ ἀριθμός τῶν ἱκανοποιημένων αὐξάνεται, τότε ἐνδυναμώνεται ἡ δημοκρατία. Ὅταν, ἀντίθετα, εὐημεροῦν οἱ πλούσιοι καί οἱ χρηστοί, τότε τά μέλη τοῦ δήμου καθιστοῦν ἰσχυρούς τούς ἀντιπάλους τους.
5 Γιατί σέ κάθε τόπο τό καλύτερο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι ἀντίθετο στή δημοκρατία. Ἀνάμεσα στούς καλύτερους θά συναντήσεις ἐλάχιστη ἀσυδοσία καί ἀδικία, μεγάλη ὅμως σχολαστικότητα στήν τήρηση τοῦ ἔντιμου τρόπου ζωῆς. Ἡ μάζα, ἀντίθετα, χαρακτηρίζεται ἀπό τεράστια ἀμάθεια, ἀταξία καί φαυλότητα. Γιατί ἡ φτώχεια τούς ἐξωθεῖ περισσότερο σέ πράξεις ἐπονείδιστες, καθώς καί ἡ ἀπαιδευσία καί ἡ ἀμάθεια, ἡ ὁποία, στήν περίπτωση ὀρισμένων, ὀφείλεται στή χρηματική ἔνδεια.
6 Θά μποροῦσε κανείς νά ὑποστηρίξει πώς δέν θά ἔπρεπε νά ἀφήνουν τούς πάντες νά ἀγορεύουν στήν ἐκκλησία ἤ νά συσκέπτονται στή βουλή, ἀλλά μόνο τούς εὐφυέστερους καί τούς καλύτερους. Ἀλλά καί σέ αὐτό τό θέμα οἱ Ἀθηναῖοι σκέφτονται ἄριστα, ἐπιτρέποντας τήν ἔκφραση γνώμης καί στούς φαύλους. Ἄν ἀγόρευαν καί συσκέπτονταν ἀποκλειστικά οἰ χρηστοί, αὐτό θά ἦταν καλό γιά τούς ὁμοίους τους, δέν θά ἦταν ὅμως καλό γιά τόν ὄχλο. Τώρα ὅμως, μέ τό νά μιλάει ὅποιος θέλει, κάθε παλιάνθρωπος ἀνεβαίνει στό βῆμα καί βρίσκει αὐτό πού εἶναι καλό γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς ὁμοίους του.
7 Θά ἔλεγε κάποιος: «Μά τί καλό γιά τόν ἴδιο ἤ γιά τόν δῆμο θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;» Ἐκεῖνοι ὅμως ἀντιλαμβάνονται πώς ὠφελεῖ περισσότερο νά εἶναι κανείς φαῦλος, ἀνόητος καί ἀφοσιωμένος παρά ἔντιμος, εὔστροφος καί ἐχθρικός».[30].
Ὁ ἀνωτέρω λίβελλος κατά τῆς δημοκρατίας καί προκατειλημμένος καί ἄδικος εἶναι. Ὅμως παρά τήν πρόδηλη ἐμπάθειά του περιέχει καί στοιχεῖα ἀληθείας. Ὅπως ἔχει γραφεῖ κατά τόν ψευδο-Ξενοφῶντα «ἡ δημοκρατία ἀντιπροσωπεύει τόν θρίαμβο τοῦ ἐπιτήδειου ἀνθρωπάκου[31]». Αὐτό εἶναι ἀναληθές ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀκμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας∙ ὅμως δέν ἀπέχει ὅμως πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια ὅσον ἀφορᾶ στήν παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας.
Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Πλούταρχος, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος, ὅταν πῆρε ὅλη τήν ἐξουσία στά χέρια του καί δέν εἶχε κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του μετά τήν μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ἀφηνίασε (ὅσο βέβαια ζοῦσε ὁ Περικλῆς τόν συγκρατοῦσε, μετά ἡ κατρακύλα…) Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καί ὁ Ἐφιάλτης, ὁ ὁποῖος κατέλυσε τήν δύναμη τῆς Βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, προσφέροντας, κατά τόν Πλάτωνα, στούς πολίτες ἄφθονο καί ἀνέρωτο κρασί ἐλευθερίας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου, ἀφηνιάσας, καθώς λένε οἱ κωμωδιογράφοι, ὁ λαός σάν ἄλογο ἄρχισε νά δαγκάνη…χωρίς νά τολμᾶ κανείς πλέον νά τόν πειθαρχήση[32].
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Σόλων, ὁ θεμελιωτής τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, ὅταν διεκήρυττε ὅτι ὁ λαός δέν χρειάζεται οὔτε ὑπερβολική ἐλευθερία, οὔτε καταναγκασμό:
«Δῆμος δ’ὧδε ἄν ἄριστα σύν ἡγεμόνεσσιν ἕποιτο/μήτε λίαν ἀνεθείς μήτε βιαζόμενος» (ἀπ. 6):
«Ὁ λαός μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο μπορεῖ νά ἀκολουθῆ ἄριστα τούς ἀρχηγούς του/ἐάν δέν ἀφίνεται ἐντελῶς ἀπεριόριστος καί ἐάν δέν περιορίζεται ὑπερβολικά»[33].
Ἡ μετοχή ἀνεθείς εἶναι τοῦ ἀνίημι πού σημαίνει χαλαρώνω, ἀφήνομαι ἐντελῶς ἐλεύθερος ἐξ οὗ καί ἄνεσις. Ἡ μετοχή βιαζόμενος τοῦ βιάζομαι πού σημαίνει καταναγκάζομαι. Ἄρα ὁ λαός δέν πρέπει οὔτε νά ἀφεθεῖ ἐντελῶς ἐλεύθερος οὔτε νά καταναγκασθεῖ. Ὁ ἡγέτης πρέπει νά βρεῖ τό κατάλληλο, τό προσῆκον μέτρο ἐλευθερίας καί περιορισμοῦ πού πρέπει νά δοθοῦν στόν λαό. Καί αὐτό εἶναι ἰδιαζόντως δύσκολο ἔργο. Ὁ Σόλων ὁμολογεῖ:
«Γνωμοσύνης δ’ἀφανές χαλεπώτατον νοῆσαι μέτρον/ὅ δή πάντων πείρατα μοῦνον ἔχει» (ἀπ. 16):
«Εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀντιληφθῆς τό ἀφανές μέτρο τῆς ὀρθῆς κρίσεως/τό ὁποῖο ὅμως μόνο του ἔχει τά πέρατα ὅλων τῶν πραγμάτων»[34].
Γι’ αὐτό καί ἡ Δημοκρατία ἐκτός τῶν ἄλλων εἶναι λίαν ἀπαιτητικό πολίτευμα: πρέπει οἱ ἡγέτες, κυρίως αὐτοί, ἀλλά καί ὁ λαός νά ἀναδιφήσουν τό ἀφανές μέτρον τῆς γνωμοσύνης=τῆς ὀρθῆς κρίσεως.
Εἶναι χαρακτηριστικό τῆς διορατικότητας τοῦ Σόλωνα ὅτι θέσπισε καί ἐνίσχυσε καί τίς δύο βουλές, καί τήν ἀριστοκρατική τοῦ Ἀρείου Πάγου καί τήν δημοκρατική τῶν 400. Ὁ Πλούταρχος γράφει σχετικά στόν βίο τοῦ Σόλωνος:
«Ἀφοῦ σύστησε τή βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου ἀπ’ὅσους εἶχαν χρηματίσει ἐνιαύσιοι ἄρχοντες, καθώς αὐτός, πού κι ὁ ἴδιος ἔλαβε μέρος, κι ἐπειδή ἔβλεπε τό λαό νά παραφουσκώνῃ καί νά ἀποθρασύνεται μέ τήν ἄφεση τῶν χρεῶν, ἔκαμε καί δεύτερη βουλή διαλέγοντας ἑκατό ἄνδρες ἀπό τήν κάθε φυλή – τέσσαρες ἦταν οἱ φυλές˙ σ’αὐτούς ὥρισε νά γνωματεύουν ἀπό πρίν γιά τά νομοσχέδια πού θά περνοῦσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ δήμου καί τίποτα νά μήν ἀφήσουν νά περνάῃ χωρίς πρωτήτερα αὐτοί νά τό ἐξετάσουν καί νά ποῦνε τή γνώμη τους. Ὅσο γιά τόν Ἄρειο Πάγο, τόν ὥρισε ἐπιτηρητή σέ ὅλα καί φρουρό τῆς δικαιοσύνης, γιατί νόμιζε πώς ἡ πολιτεία ἔχοντας δυό βουλές κι ἔτσι μοιάζοντας σά νἆχε ἀράξει μέ δύο ἄγκυρες, πολύ λιγώτερο θά ἀναταραζόταν κι ὁ λαός περισσότερο θά ἡρεμοῦσε. Οἱ περισσότεροι λοιπόν λένε πώς ὁ Σόλων, καθώς εἴπαμε, ἵδρυσε τή βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου»[35].
Ἡ βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου ὑπῆρχε βέβαια ἀπό παλαιοτάτων χρόνων πρό τοῦ Σόλωνος. Ἦταν ἀριστοκρατικός θεσμός καί ἦταν, μέχρι τή μεταρρύθμιση τῶν Ἐφιάλτη-Περικλῆ τό 462, ὁ ἐπιτηρητής καί ὁ φύλακας τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Μετά τή μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ὁ ὁποῖος ἀπεψίλωσε τόν Ἄρειο Πάγο σχεδόν ἀπό ὅλες τίς ἐξουσίες του, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀποβαίνει ὁ μόνος κύριος τῆς πολιτείας καί δέν ἔχει κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του. Ὁ Σόλων πίστευε στήν ὕπαρξη καί ταυτόχρονη καί συμπληρωματική λειτουργία καί τῶν δύο βουλῶν, καί τοῦ ἀριστοκρατικοῦ Ἀρείου Πάγου καί τῆς δημοκρατικῆς βουλῆς τῶν 400.
Μάλιστα ὁ Κλεισθένης μέ τίς μεταρρυθμίσεις του ἐνίσχυσε τή δημοκρατική βουλή καί ὅρισε νά ἔχει 500 βουλευτές, 50 ἀπό κάθε φυλή – οἱ φυλές, ἀντί γιά τέσσερις, ὅρισε ὁ Κλεισθένης νά εἶναι δέκα. Ἔτσι βλέπουμε ἡ Σολώνεια δημοκρατία νά εἶναι μετριοπαθής δημοκρατία καί μεμιγμένη μέ ἀριστοκρατικά στοιχεῖα. Ἡ Κλεισθένεια δημοκρατία εἶναι πιό διευρυμένη καί διαθέτει σέ μεγαλύτερο βαθμό τή συμμετοχή τοῦ δήμου διατηρώντας ταυτόχρονα ὁρισμένα ἀριστοκρατικά στοιχεῖα. Ἡ Περίκλεια δημοκρατία εἶναι μία ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία, ὅπου τήν ἐξουσία ἔχει ὁλοκληρωτικά ὁ δῆμος. Γράφω ἐπιγραμματικά τά ἀνωτέρω διότι σέ κάθε πολίτευμα πρέπει νά ἐξετάζουμε τόν «βαθμό» δημοκρατίας.
Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ ὡς ἰδανικό πολίτευμα ὄχι τήν ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία τοῦ Περικλῆ, ἀλλά τό πολίτευμα πού ἐπεκράτησε γιά μερικούς μῆνες, ἀπό τόν Ἰούνιο ὡς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 411 π.κ.ε. καί ἦταν μικτῆς ὑφῆς, συνδύαζε δηλ. ὀλιγαρχικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα:
«Καί φαίνεται ὅτι ὁ πρῶτος καιρός ἦταν μιά περίοδος πού τά πράγματα τῆς Ἀθήνας ἀντιμετωπίστηκαν μέ τόν καλύτερο τρόπο, ἐπί τῶν ἡμερῶν μου τουλάχιστον∙ διότι ἔγινε τότε ἕνας συγκερασμός ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας (ξύγκρασις ἐς τούς ὀλίγους καί τούς πολλούς), μέ τόν ὁποῖο ἀνορθώθηκε ἡ πόλη ἀπό μιά ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιπέσει.»[36]
Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ λοιπόν ὡς ὀρθή πολιτεία, ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα, τήν μεῖξιν Ὀλιγαρχίας καί Δημοκρατίας.
Ὡσαύτως καί ὁ Ἀριστοτέλης θεωροῦσε ὡς ἰδεώδη πολιτεία, ὄχι τήν ἀμιγῶς δημοκρατική, ἀλλά αὐτή πού συνδύαζε ἀριστοκρατικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα.[37]
Ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ Παναγιώτης Δαμάσκος γράφει:
«Ἡ καλύτερη μορφή διακυβέρνησης εἶναι τό μικτό ἤ μέσο πολίτευμα, μεῖγμα ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας, τό ὁποῖο ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλεῖ ἁπλῶς πολιτεία»[38].
Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἡ ἀρίστη πολιτεία τῶν βιβλίων 7 και 8 (τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἔργου Πολιτικά) οὐδεμία σχέση μπορεῖ νά ἔχει μέ τή δημοκρατία, καί μάλιστα μέ καμία περίοδο τῆς πραγματικῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Πρόκειται περί μιᾶς ὀλιγαρχίας ἤ «ἀριστοκρατικῆς ὀλιγαρχίας» ὑπό τήν ἀριστοτελική ἔννοια, δηλαδή περί τῆς πολιτείας τῶν ἀρίστων κατ’ἀρετήν»[39].
Ὁ Ἀριστοτέλης ἄλλωστε τήν «δημοκρατία» θεωρεῖ ὡς παρεκβατικό πολίτευμα τῆς «πολιτείας», τοῦ ὀρθοῦ πολιτεύματος καί «λαμβάνει τήν δημοκρατίαν ὡς συνώνυμον μέ τήν ὀχλοκρατίαν»[40]. Ἐξάλλου ὁ Ἀριστοτέλης ἀρνιόταν τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τῆς πολιτείας καί θεωροῦσε ὅτι αὐτά πρέπει νά ἀπονέμονται μέ κριτήριο τήν ἀξία, τά προσόντα καί τίς ἱκανότητες τοῦ πολίτη.[41]
Γιά τήν ἀντίθεση τοῦ Πλάτωνα στήν Αθηναϊκή Δημοκρατία τῆς ἐποχῆς του ὅ,τι καί νά λεχθεῖ εἶναι λίγο. Κατά τόν Κ. Καστοριάδη ὁ Πλάτων ἦταν ὁρκισμένος ἐχθρός τῆς Δημοκρατίας. Ὁ Leo Strauss λέγει γιά τήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα:
«Ἡ Πολιτεία, τό πιό φημισμένο πολιτικό σύγγραμμα τοῦ Πλάτωνα, τό πιό φημισμένο πολιτικό σύγγραμμα ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἶναι ἕνας ἀφηγηματικός διάλογος τό θέμα τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ δικαιοσύνη…Τό πιό δριμύ κατηγορητήριο πού ἐκφράστηκε ποτέ γιά τή δεσπόζουσα δημοκρατία, τήν καινοτόμο πολιτεία ἡ ὁποία εὐνοεῖ τήν καινοτομία, ἐκφράζεται στήν Πολιτεία χωρίς νά ὑψωθεῖ μιά φωνή πρός ὑπεράσπισή της»[42].
Ἀπό τήν ἀδυσώπητη κριτική τοῦ Πλάτωνος στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν ξεφεύγουν οὔτε οἱ πρωτεργάτες της, ὁ Περικλῆς καί ὁ Θεμιστοκλῆς. Ὁ Πλάτων ἀσκεῖ σκληρή κριτική καί στόν Περικλῆ:
«Ταυτί γάρ ἔγωγε ἀκούω, Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς καί δειλούς καί λάλους καί φιλαργύρους, εἰς μισθοφορίαν πρῶτον καταστήσαντα». (Γοργίας 515 e):
«Διότι ἐγώ τοὐλάχιστον αὐτό ἀκούω, ὅτι δηλαδή ὁ Περικλῆς ἔκαμε τούς Ἀθηναίους φυγοπόνους καί δειλούς καί φλυάρους καί φιλαργύρους, διότι πρῶτος εἰσήγαγε τήν πληρωμήν μισθῶν διά τάς εἰς τήν πόλιν προσφερομένας ὑπηρεσίας ὑπό τῶν πολιτῶν.»[43]
Ἰσχυρίζεται ὁ Πλάτων ὅτι ἔκανε ὁ Περικλῆς τούς Ἀθηναίους ἀργούς (=τεμπέληδες, ραθύμους, φυγοπόνους), διότι προτιμοῦσαν τόν δικαστικό μισθό ἀπό τά κέρδη πού προέρχονταν ἀπό τήν ἐργασία, ἐπειδή τόν μισθό αὐτό τόν ἐλάμβαναν ἀκόπως. Ὡσαύτως ὑποβάλλει σέ σκληρή κριτική ἐκτός ἀπό τόν Περικλῆ καί τόν Θεμιστοκλῆ καί τόν Κίμωνα (Γοργίας 529):
«Ἐγκωμιάζεις ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσφέρει στούς πολῖτες τῶν Ἀθηνῶν τροφές, ἐμφυσώντας τους τήν εὐχαρίστηση μέ ὅσα ἐπιθυμοῦσαν καί οἱ ἴδιοι οἱ πολῖτες ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτοί ἔχουν καταστήσει μεγαλοπρεπῆ τήν πόλη. Ὅτι ἡ πόλη ἔχει νοσηρά διογκωθεῖ καί εἶναι ὑποδόρια διεφθαρμένη, ἐξ αἰτίας ἐκείνων τῶν παλαιῶν πολιτικῶν, δέν τό ἀντιλαμβάνονται. Γιατί ἐκεῖνοι χωρίς σωφροσύνη καί δικαιοσύνη ἔχουν γεμίσει τήν πόλη μέ λιμάνια, ναυστάθμους, τείχη, φόρους καί ἀνάλογες φλυαρίες· ὅταν λοιπόν ἐπέλθει ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀσθένειας, θά κατηγορήσουν τούς τότε παρευρισκομένους συμβούλους, ἐνῶ τόν Θεμιστοκλῆ βέβαια καί τόν Κίμωνα καί τόν Περικλῆ, τούς πραγματικούς ὑπαιτίους τῶν κακῶν, θά τούς ἐγκωμιάσουν.»[44]
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω μποροῦμε βάσιμα νά συμπεράνουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν διανοητῶν τῆς ἀρχαιότητος δέν ἐμπιστευόταν τήν ἄκρατη-ριζοσπαστική Περίκλεια δημοκρατία. Θεωροῦσε ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα αὐτό πού συγκροτεῖται ἀπό δημοκρατικά καί ἀριστοκρατικά στοιχεῖα.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅπως σημειώνει ἡ Claude Mossé, δέν ὑπάρχει θεωρητικό κείμενο ὑπέρ τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας[45] κατά τήν κλασσική ἀρχαιότητα ‒ ἐξαίρεση ἀποτελεῖ κατά τήν γνώμη μου ὁ Ἐπιτάφιος τοῦ Περικλῆ-Θουκυδίδη. Οἱ φιλόσοφοι κατεδίκαζαν τήν δημοκρατία. Δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ἀθήνα θεωρητική ὑποστήριξη τῆς δημοκρατίας καί τῆς νομιμότητάς της.[46]
Ὁμοίως καί ὁ Moses Finley γράφει ὅτι οἱ διανοούμενοι ἀπεδοκίμαζαν τήν δημοκρατία καί ὅτι στήν ἀρχαιότητα καί μέχρι τόν 18ο αἰῶνα ὁ ὅρος «δημοκρατία» ἦταν ἀρνητικά φορτισμένος.[47] Οἱ φιλόσοφοι, οἱ τραγικοί ποιητές, οἱ ἱστορικοί καί οἱ ρήτορες ἦσαν ἐπιφυλακτικοί ἕως ἀρνητικοί ἔναντι τῆς ἄκρατης, ριζοσπαστικῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Κατά τήν Jaqueline De Romilly οἱ Ἀθηναῖοι στοχαστές ἔχοντας ἐμπειρία τῶν ἐγγενῶν ἀδυναμιῶν τῆς δημοκρατίας (ὅπως εἶναι ἐπί παραδείγματι ἡ δημαγωγία) ὁραματίσθηκαν μορφές διακυβέρνησης πού ἀφήνουν λιγώτερα περιθώρια στό λάθος καί τίς ἀκρότητες.[48]
Μποροῦμε βάσιμα νά ποῦμε ὅτι ἐξάπαντος οἱ εὐθύνες τῶν πολιτῶν εἶναι ἀπαραμείωτες καί κρισιμώτατες στίς δημοκρατικές κοινωνίες. Οἱ παγίδες τῆς ἀμετρίας καί τοῦ ἀλόγου ἐλλοχεύουν πάντοτε στήν πορεία τῆς δημοκρατίας. Τό μέτρο, ὁ λόγος, ὁ αὐτοπεριορισμός καί ἡ εὐβουλία εἶναι sine qua non ὅροι τῆς ὁμαλῆς καί εὔρυθμης λειτουργίας τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ὁ Moses Finley γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἡ αὐτονομία δέν εἶναι δυνατή παρά ἄν ἡ κοινωνία ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῶν νορμῶν της. Κατά συνέπεια, ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει αὐτό τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ νόρμα κι ὄχι ἐκείνη ἡ ἄλλη… Δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀποφύγει τό ἐρώτημα τῶν ὁρίων τῶν πράξεών της. Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ· εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου -ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας- καί ἕνα καθεστώς τραγικό. Ἡ μοίρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας δείχνει αὐτό τό πράγμα. Ἡ πτώση τῆς Ἀθήνας -ἡ ἧττα της στόν Πελοποννησιακό πόλεμο- ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὕβρεως τῶν Ἀθηναίων. Τώρα ἡ ὕβρις δέν ὑποθέτει ἁπλῶς τήν ἐλευθερία· ὑποθέτει ἐπίσης τήν ἀπουσία πάγιων νορμῶν, τήν θεμελιώδη ἀβεβαιότητα τῶν ἔσχατων σημασιῶν γιά τίς πράξεις μας. (Ἡ χριστιανική ἁμαρτία εἶναι, φυσικά μιά ἔννοια ἑτερονομίας). Ἡ παραβίαση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὕβρις, εἶναι ἕνα ὁρισμένο καί περιορισμένο παράπτωμα. Ἡ ὕβρις ὑπάρχει ὅταν ὁ αὐτοπεριορισμός εἶναι ἡ μόνη νόρμα, ὅταν παραβιάζονται ὅρια πού δέν ἦταν πουθενά ὁρισμένα.»[49]
Ὁμοίως καί ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης στό περισπούδαστο ἔργο του Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη γράφει:
«Ἡ ἀκατάσχετη ὁρμή γιά ἐλευθερία κατέστρεψε τελικά τή δημοκρατία καί μαζί μ’αὐτήν τήν Ἀθήνα. Ἐπιμένοντας νά αὐτοκαθορίζονται σέ βαθμό πού νά μήν ἀνέχονται κανέναν περιορισμό, ἔστω καί ἄν αὐτός ἀπέρρεε ἀπό τούς νόμους τῆς πολιτείας, οἱ Ἀθηναῖοι ὑπονόμευσαν τό πάτριο πολίτευμα καί δέν μποροῦσαν νά ἐφαρμόσουν μιά συνεπή καί ἀποτελεσματική ἐξωτερική πολιτική…Ἔτσι τό ὑψηλό ἰδεῶδες τῆς ἐλευθερίας πού ἔκανε τόν Ἀθηναῖο -καί κατ’ἐπέκταση τόν Ἕλληνα- ἱκανό νά ὀργανώσει πρῶτος αὐτός τόν πολιτικό βίο “μετά λόγου” ἦταν μοιραῖο νά κλείνει μέσα του τό σπέρμα τῆς κρίσης καί τῆς τελικῆς φθορᾶς. Ἡ ἐλευθερία καί ἡ δημοκρατία θεμελιώνονται στήν ἔννοια τοῦ μέτρου. Καί εἶναι εἰρωνεία τῆς ἱστορίας τό ὅτι ὁ λαός πού συνέλαβε αὐτή τήν ἔννοια καί τήν εἶδε ὡς ὑπέρτατη ἔκφραση τῶν πνευματικῶν του κατακτήσεων δέ στάθηκε ἱκανός νά τή μετουσιώσει γιά πολύ καιρό σέ πολιτική πράξη.»[50]
Οἱ Ρωμαῖοι μέ τό πρακτικό καί βαθιά συντηρητικό πνεῦμα πού τούς διέκρινε οὐδέποτε ἐγκαθίδρυσαν ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία Ἀθηναϊκοῦ τύπου. Τό Ρωμαϊκό πολίτευμα, ἡ res publica, στό ὁποῖο κατά τόν Πολύβιο ὀφειλόταν πρωτίστως καί κυρίως τό ρωμαϊκό μεγαλεῖο καί ἡ ρωμαϊκή κοσμοκρατορία, ἦταν τριμερές: οἱ δύο ὕπατοι, ἡ Σύγκλητος καί ὁ λαός (populus).
Μέ τόν θεσμό τῶν ὑπάτων, στούς ὁποίους προσιδίαζε ἡ dignitas (=ἀξία) εἶχε τά πλεονεκτήματα τῆς μοναρχίας, μέ τήν Σύγκλητο, στήν ὁποία προσιδίαζε ἡ auctoritas (=κῦρος) ἀντλοῦσε τά πλεονεκτήματα τῆς ἀριστοκρατίας, καί μέ τόν λαό (populus), στόν ὁποῖο προσιδίαζε ἡ libertas (=ἐλευθερία), προσεκτᾶτο τά πλεονεκτήματα τῆς δημοκρατίας[51]. Ἔτσι σ᾿ αὐτό τό “μικτό πολίτευμα” τά τρία μέρη ἀλληλοεπικαλύπτονταν ὀργανικά καί ἀλληλοσυμπληρώνoνταν ἁρμονικά ἀκόμη δέ καί ἀλληλοπεριορίζονταν δραστικά εἰς τρόπον ὥστε κανένα δέν μποροῦσε νά ὑπερισχύσει καί νά κατισχύσει πάνω στ᾿ ἄλλα δύο.
Διετηρεῖτο μία λεπτή ἰσορροπία δυνάμεων, ἐφόσον κάθε μέρος ἐξηρτᾶτο ἀπό τά ἄλλα δύο, γιά τήν ἐπιτυχῆ ἐκτέλεση τῶν λειτουργιῶν του.[52] Ἔτσι ἡ libertas τοῦ λαοῦ, οὐδέποτε ὑπερέβαλε καί ἐξουδετέρωσε τήν dignitas τῶν ὑπάτων ἤ τήν auctoritas τῆς Συγκλήτου. Σημειωθήτω ἐπί πλέον ὅτι τά ἀξιώματα τῆς πολιτείας στήν Ρώμη δέν ἦσαν κληρωτά, ὅπως ἦσαν κατά 95% στήν Ἀθήνα, ἀλλά αἱρετά.
Ἄς λεχθεῖ ἀκόμη ὅτι ὁ Πολύβιος, ὁ μεγάλος ἱστορικός καί θεωρητικός τοῦ ρωμαϊκοῦ πολιτεύματος, ἀσκεῖ δριμεῖα κριτική στό ἀθηναϊκό πολίτευμα. Καταλογίζει στό ἀθηναϊκό πολίτευμα ἄστατη φύση, ἀκυβερνησία, διχόνοια καί διχοστασία τῶν πολιτῶν:
Ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι ἡ κρίση μας καί γιά τό πολίτευμα τῶν Ἀθηναίων, γιατί καί οἱ Ἀθηναῖοι πολλές φορές ἴσως βρέθηκαν σέ ἀκμή -ἔλαμψαν πάρα πολύ χάρη στίς ἱκανότητες τοῦ Θεμιστοκλῆ- ἀλλά γρήγορα βρέθηκαν στήν ἄλλη ἄκρη, γιατί ἡ φύση τοῦ πολιτεύματός τους ἦταν ἄστατη. Γιατί πάντοτε ὁ λαός τῶν Ἀθηνῶν εἶναι σάν τά ἀκυβέρνητα σκάφη. Ὅταν δηλαδή οἱ ἐπιβάτες τῶν καραβιῶν ἀπό φόβο γιά τό ἀνοιχτό πέλαγος ἤ τήν καταιγίδα πού τούς κυκλώνει ἀποφασίζουν ὁλόψυχα νά συμφρονοῦν καί νά ὑπακούουν στόν κυβερνήτη, ὅλα πᾶνε πολύ καλά.
Ὅταν ὅμως, ξεθαρρεύοντας, ἀρχίσουν νά περιφρονοῦν τούς ἀξιωματικούς τοῦ καραβιοῦ καί νά διχονοοῦν, γιατί δέν ἔχουν ὅλοι πιά τήν ἴδια γνώμη, τότε λοιπόν, ἐπειδή οἱ μισοί θέλουν νά συνεχιστεῖ τό ταξίδι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι βιάζουν τόν κυβερνήτη νά πιάσει στεριά, καί σηκώνουν οἱ ἀπ’ ἐδῶ τά πανιά, ἐνῶ οἱ ἀπό κεῖ τούς ἐμποδίζουν καί φωνάζουν νά τά κατεβάσουν, τό θέαμα τῆς διχόνοιας καί διχοστασίας ἀνάμεσά τους εἶναι ἄθλιο γιά τούς ἔξω παρατηρητές, καί κινδυνεύουν ὅσοι ταξιδεύουν.
Γιά τοῦτο, ἐνῶ γλίτωσαν ἀπό τίς μεγαλύτερες θάλασσες καί τίς φοβερότερες τρικυμίες ναυαγοῦν στά λιμάνια, δίπλα στήν στεριά. Αὐτό ἀκριβῶς ἔχει συμβεῖ πάρα πολλές φορές μέ τήν Ἀθηναϊκή πολιτεία. Ἐνῶ ἀπομάκρυνε ἐντελῶς ἀρκετές φορές μέγιστους καί φοβερότατους κινδύνους, χάρη στή γενναιότητα τοῦ λαοῦ καί τῶν ἀρχόντων, στόν καιρό τῆς ἀσφάλειας καί τῆς ἡσυχίας ἀπρόσεχτα καί ἀδικαιολόγητα ἀστοχεῖ. Λοιπόν δέν χρειάζεται νά γίνει περισσότερος λόγος γιά τό πολίτευμα τῆς Ἀθήνας καί τῆς Θήβας, ἀφοῦ στίς πόλεις αὐτές ὁ ὄχλος τά διευθύνει ὅλα σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες του, οἱ Ἀθηναῖοι φοβερά ὀξεῖς καί πικροί, οἱ Θηβαῖοι μεγαλωμένοι μέσα στήν βία καί τά πάθη.[53]
Ὅμως καί ἡ σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία ἔχει συναισθανθεῖ τήν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ σημασία τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς τῶν πολιτῶν καί ἔχει ἐπιδοθεῖ μέ ἰδιαίτερη προσπάθεια στήν συγκρότηση θεωριῶν γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη (citizenship).[54] Ἀρκετοί σύγχρονοι πολιτικοί φιλόσοφοι, ἰδιαίτερα ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ᾽90 καί μετά, ἔχουν ἐπισημάνει τό γεγονός ὅτι ἡ εὔρυθμη λειτουργία τῶν συγχρόνων δημοκρατιῶν δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τό ἀντικειμενικό θεσμικό πλαίσιό τους, ἀλλά καί ἀπό τήν ἰδιαίτερη ψυχική ὑφή καί ποιότητα τῆς προσωπικότητας τῶν πολιτῶν τους. Γι᾿ αὐτό καί ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ὁλόκληρες θεωρίες γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη καί τίς ἀρετές πού πρέπει νά κοσμοῦν τήν δημοκρατική προσωπικότητά του. Ἐπί παραδείγματι ὁ William Galston θεωρεῖ ὅτι:
«Ὁ δημοκρατικός πολίτης πρέπει νά ἔχει τέσσερις τύπους πολιτειακῶν ἀρετῶν: α) γενικές ἀρετές: θάρρος· ὑπακοή στούς νόμους· ἀφοσίωση· β) κοινωνικές ἀρετές: ἀνεξαρτησία καί εὐρύτητα πνεύματος· γ) οἰκονομικές ἀρετές: ἠθική ἐργατικότητας· ἱκανότητα καθυστερήσεως τῆς προσωπικῆς ἀπόλαυσης καί προσαρμοστικότητα στήν οἰκονομική καί τεχνολογική ἀλλαγή· δ) πολιτικές ἀρετές: ἱκανότητα νά διακρίνει καί νά σέβεται τά δικαιώματα τῶν ἄλλων· προθυμία νά ἀπαιτεῖ μόνο αὐτό, γιά τό ὁποῖο ὑπάρχει δυνατότητα νά τοῦ δοθεῖ· ἱκανότητα ἀξιολογήσεως τῶν ἐπιδόσεων ὅσων κατέχουν ἀξιώματα καί προθυμία συμμετοχῆς στόν δημόσιο διάλογο.»[55]
Τό χαρακτηριστικό στήν ὅλη συζήτηση γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη καί τήν βαρύνουσα σημασία της εἶναι ὅτι ἐπ᾿ αὐτοῦ συμφωνοῦν τόσο οἱ φιλελεύθεροι (libertarians) ὅσο καί οἱ κοινοτιστές ἤ καλύτερα κοινωνιοκράτες (communitarians) καί μάλιστα ἀποτελεῖ τόν συνδετικό κρῖκο μεταξύ των.[56]
Γράφοντας τά ἀνωτέρω γιά τήν δημοκρατία τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας οὐδόλως ἀποσκοπῶ στήν ἄρνηση καί ἀποδοκιμασία τῆς Δημοκρατίας ὡς πολιτεύματος. Τοὐναντίον. Θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ Δημοκρατία εἶναι ἕνα αἰσιόδοξο ἀλλά ἀπαιτητικό καί εὐπαθές πολίτευμα. Στηρίζεται στήν πίστη της στόν Ἄνθρωπο ὡς ἔλλογο ὄν καί στίς δυνατότητές του. Προϋποθέτει τήν ἀρτιότητα καί ἀκεραιότητα τῶν πνευματικῶν καί ἠθικῶν λειτουργιῶν του. Ὅπως γράφει καί ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης:
«Ἡ ἐπιβίωση τῆς δημοκρατίας δέν εἶναι μόνο ζήτημα νομοθετικῶν ρυθμίσεων καί πολιτειακῶν δομῶν ἀλλά ταυτόγχρονα κάτι βαθύτερο: εἶναι ζήτημα εἰλικρινοῦς ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο καί συνεποῦς προσήλωσης στίς ἠθικές ἀξίες πού τόν προάγουν.»[57]
-----------------
Παραπομπές
[1] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, Βίβλος Τρισκεδαικάτη 31,2-3, ἐκδ. Κάκτος, τόμος ἕνατος, Ἀθήνα 1992, σελ. 100.
[2] Ν.Θ. Μπουγάτσου, Ἡ πολιτική ζωή καί σκέψη τῶν Ἑλλήνων πατέρων, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1986, σελ. 51.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Θεομήτωρ, Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 9, κείμενο-εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Παναγιώτη Νέλλα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1974, σελ. 156.
[4] Βλ. ΘΗΕ, τόμος 10ος, λῆμμα Πολιτεία.
[5] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον, Ὁμιλία 8, Ρ.G. 29, 173Α.
[6] Μ. Βασιλείου, ό.π., 173Α.
[7] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, βιβλίο ΣΤ΄, 24.
[8] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, ἐκδ. Ἐστίας, Ἀθῆναι χ.χ., σελ. 313.
[9] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Βιβλίο Β΄, 65, 8-10.
[10] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, Ἑστία, Ἀθῆναι, χ.χ, σελ. 111.
[11] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐλευθερίου Κ. Βενιζέλου, Ἐστία, Ἀθῆναι χ.χ. σελ. 111.
[12] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 1, 7, 12.
[13] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, τόμος Α΄, μετάφραση Ρόδη Ρούφου, Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2000, σ. 84.
[14] Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίον ΙΓ́΄, 102, 5.
[15] Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, τόμος Ι΄, μετάφρασις Ἀποστόλου Παπανδρέου, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθήνα 2011, σελ. 75.
[16] Πλουτάρχου, Ἀριστείδης, 4.
[17] Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης, εἰσαγωγή-μετάφραση Ἀνδρέα Ι. Πουρνάρα, ἐκδ, Πάπυρος, Ἀθήνα 1975, σελ. 271 καί 273.
[18] Ἰσοκράτους, Περί εἰρήνης 5.
[19] Ἰσοκράτη, Περί εἰρήνης, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δαυίδ Ἀντωνίου, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 1993, σελ. 27.
[20] Ἰσοκράτους, Ἀρεοπαγιτικός 20.
[21] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, Βίβλος Τρισκεδαικάτη 31,2-3, ἐκδ. Κάκτος, τόμος ἕνατος, Ἀθήνα 1992, σελ. 103.
[22] Πλάτωνος Πολιτεία, εἰσαγωγή, ἑρμηνεία, σημειώσεις Κ. Δ. Γεωργούλη, Γ΄ ἔκδοσις, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 268.
[23] Πλάτωνος Πολιτεία 562d- 563a. ΠλάτωνοςΠολιτεία, ό.π., σελ. 266-267.
[24] Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Θάλεια ΙΙΙ, 81.
[25] Ἡροδότου Ἱστορίαι, τόμος Β΄, Βιβλίο Γ΄, Θάλεια, μετάφραση Ἄγγελου Σ. Βλάχου, ἐκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 75.
[26] Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Θάλεια ΙΙΙ, 82.
[27] Ἡροδότου Ἱστορίαι, τόμος Β΄, Βιβλίο Γ΄, Θάλεια, μετάφραση Ἄγγελου Σ. Βλάχου, ἐκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 76.
[28] Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 909.
[29] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Βασίλη Λεντάκη, ἐκδόσεις Στιγμή, Ἀθήνα 2010, σελ. 29.
[30] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, ὅ.π., σελ. 29-31-33.
[31] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, ὅ.π., σελ. 18.
[32] Πλουτάρχου, ΠερικλῆςVII, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Θ. Παπακωνσταντίνου, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 17 καί 19.
[33] Κωνσταντίνου Βουδούρη, Ἱστορία τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα 1984, σελ. 78.
[34] Κωνσταντίνου Βουδούρη, ὅ.π., σελ. 78.
[35] Πλουτάρχου, Σόλων, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἀ. Λαζάρου,ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 41.
[36] Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 1177.
[37] Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1294 b.
[38] Παναγιώτη Κ. Δαμάσκου, Κοινωνική καί πολιτική φιλοσοφία, ἐκδ. Συμμετρία, Ἀθήνα 2009, σελ. 111.
[39] Γιώργου Ν. Οἰκονόμου, Ἡ Ἀριστοτελική πολιτεία, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2008, σελ. 100.
[40] Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, Ἐκδόσεις Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας Χαλκιδικῆς, Θεσσαλονίκη 1962, σελ.369.
[41] Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1278a 19-20, 1288a 14-15, 1294a 9-10.
[42] Leo Strauss, Ἡ πόλη καί ὁ ἄνθρωπος, μετάφραση Γιώργου Μερτίκα, ἐκδόσεις Κουκκίδα, Ἀθήνα 2020, σελ. 113-114.
[43] Πλάτωνος, Γοργίας, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Στ. Τζουμελέας, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σσ. 229-231
[44] Πλάτωνος, Γοργίας, πρόλογος Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλᾶ, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἠλίας Βαβούρας, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 665
[45] Claude Mossé, Μικρή ἱστορία τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας καί ἡ πρόσληψή της στούς αἰῶνες, μετάφραση Σώτη Τρανταφύλλου,ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2015, σελ. 30
[46] Claude Mossé, ὅ.π., σσ.187-188
[47] M.I. Finley, Ἡ ἀρχαία καί σύγχρονη Δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σσ. 73-74
[48] Jaqueline De Romilly, Πόσο ἐπίκαιρη εἶναι ἡ ἀθηναϊκή δγμοκρατία σήμερα;, ἑλληνικό κείμενο τῆς Ἑλένης Οἰκονόμου, ἐκδ. Ἐρμῆς 2009, σελ. 32
[49] M.I. Finley, Ἡ ἀρχαία καί σύγχρονη Δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σσ. 79-83
[50] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981, σελ. 39.
[51] Πολυβίου, Ἱστορίαι, βιβλ. ΣΤ΄, 11 κ.ἑξ.
[52] Janet Colemman, Ἡ ἱστορία τῆς πολιτικῆς σκέψης, μετφρ. Γιώργου Ε. Χρηστίδη, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2004, σελ. 461. Ἐπίσης βλ. Α.Croiset, Οἱ ἀρχαῖες Δημοκρατίες, μετφρ. Ἀ. Πάγκαλου, ἐκδ. Μορφές, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 237-238.
[53] Πολυβίου, Ἱστορία ἕκτη, 44, μετάφραση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 2000, σελ. 44-45.
[54] Βλ.Will Kymlicka, Ἡ πολιτική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας, εἰσαγωγή-μετάφραση Γρηγόρη Μολύβα, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2005, σελ. 401 κ.ἐξ.
[55] Will Kymlicka, ὅ.π., σελ. 406.
[56] Will Kymlicka, ὅ.π., σελ. 401.
[57] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, ὅ.π., σελ. 9.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)