ΙΣΟΚΡ 15.17–23
Έκκληση για υπομονή και αμεροληψία των δικαστών
Σε αυτό το έργο του ο Ισοκράτης, σε ηλικία ογδόντα δύο ετών πια, δανείζεται την εξωτερική τυπολογία ενός λόγου περί αντιδόσεως , για να συνθέσει μια απολογία για τις απόψεις και τον βίο του. Στην αρχή του εκτενούς προοιμίου υποστήριξε ότι η πρόκληση που δέχτηκε από τον Λυσίμαχο για ανταλλαγή των περιουσιών τους (ἀντίδοσις) του δίνει την ευκαιρία να αντικρούσει τις συκοφαντίες όσων τον εχθρεύονταν και να σκιαγραφήσει με σαφήνεια την προσωπικότητα και τη δραστηριότητά του. Συνεχίζοντας έκανε λόγο για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη συγγραφή εξαιτίας του στόχου του να παραθέσει, πέρα από τα συνηθισμένα δικανικά επιχειρήματα, τις απόψεις του περί "φιλοσοφίας" (με τον όρο ο Ισοκράτης εννοεί την πνευματική καλλιέργεια που προσέφερε ο ίδιος με τη διδασκαλία της ρητορικής, καταρτίζοντας ανθρώπους της δράσεως), αλλά και εξαιτίας των διαβολών που διατύπωσε προηγουμένως ο αντίδικός του.
[17] Δέομαι οὖν ὑμῶν μήτε πιστεύειν πω μήτ’ ἀπιστεῖν
τοῖς εἰρημένοις, πρὶν ἂν διὰ τέλους ἀκούσητε καὶ τὰ παρ’
ἡμῶν, ἐνθυμουμένους ὅτι οὐδὲν ἂν ἔδει δίδοσθαι τοῖς φεύ-
γουσιν ἀπολογίαν, εἴπερ οἷόν τ’ ἦν ἐκ τῶν τοῦ διώκοντος
λόγων ἐψηφίσθαι τὰ δίκαια. νῦν δ’ εἰ μὲν εὖ τυγχάνει
κατηγορηκὼς ἢ κακῶς, οὐδεὶς ἂν τῶν παρόντων ἀγνοή-
σειεν· εἰ δ’ ἀληθέσι κέχρηται τοῖς λόγοις, οὐκέτι τοῦτο τοῖς
κρίνουσι γνῶναι ῥᾴδιον ἐξ ὧν ὁ πρότερος εἴρηκεν, ἀλλ’
ἀγαπητὸν ἢν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν λόγων ἐκλαβεῖν δυνηθῶσιν
τὸ δίκαιον.
[18] Οὐ θαυμάζω δὲ τῶν πλείω χρόνον διατριβόντων
ἐπὶ ταῖς τῶν ἐξαπατώντων κατηγορίαις ἢ ταῖς ὑπὲρ
αὑτῶν ἀπολογίαις, οὐδὲ τῶν λεγόντων ὡς ἔστι μέγιστον
κακὸν διαβολή· τί γὰρ ἂν γένοιτο ταύτης κακουργότερον,
ἣ ποιεῖ τοὺς μὲν ψευδομένους εὐδοκιμεῖν, τοὺς δὲ μηδὲν
ἡμαρτηκότας δοκεῖν ἀδικεῖν, τοὺς δὲ δικάζοντας ἐπιορ-
κεῖν, ὅλως δὲ τὴν μὲν ἀλήθειαν ἀφανίζει, ψευδῆ δὲ δόξαν
παραστήσασα τοῖς ἀκούουσιν ὃν ἂν τύχῃ τῶν πολιτῶν
ἀδίκως ἀπόλλυσιν; [19] ἃ φυλακτέον ἐστίν, ὅπως μηδὲν
ὑμῖν συμβήσεται τοιοῦτον, μηδ’ ἃ τοῖς ἄλλοις ἂν ἐπιτι-
μήσαιτε τούτοις αὐτοὶ φανήσεσθε περιπίπτοντες. οἶμαι
δ’ ὑμᾶς οὐκ ἀγνοεῖν ὅτι τῇ πόλει πολλάκις οὕτως ἤδη
μετεμέλησε τῶν κρίσεων τῶν μετ’ ὀργῆς καὶ μὴ μετ’ ἐλέγ-
χου γενομένων, ὥστ’ οὐ πολὺν χρόνον διαλιποῦσα παρὰ
μὲν τῶν ἐξαπατησάντων δίκην λαβεῖν ἐπεθύμησε, τοὺς
δὲ διαβληθέντας ἡδέως ἂν εἶδεν ἄμεινον ἢ πρότερον πράτ-
τοντας.
[20] Ὧν χρὴ μεμνημένους μὴ προπετῶς πιστεύειν τοῖς
τῶν κατηγόρων λόγοις, μηδὲ μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότη-
τος ἀκροᾶσθαι τῶν ἀπολογουμένων. καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἐπὶ
μὲν τῶν ἄλλων πραγμάτων ἐλεημονεστάτους ὁμολογεῖ-
σθαι καὶ πραοτάτους ἁπάντων εἶναι τῶν Ἑλλήνων, ἐπὶ δὲ
τοῖς ἀγῶσι τοῖς ἐνθάδε γιγνομένοις τἀναντία τῇ δόξῃ
ταύτῃ φαίνεσθαι πράττοντας· [21] καὶ παρ’ ἑτέροις μὲν
ἐπειδὰν περὶ ψυχῆς ἀνθρώπου δικάζωσι, μέρος τι τῶν
ψήφων ὑποβάλλεσθαι τοῖς φεύγουσι, παρ’ ὑμῖν δὲ μηδὲ
τῶν ἴσων τυγχάνειν τοὺς κινδυνεύοντας τοῖς συκοφαντοῦ-
σιν, ἀλλ’ ὀμνύναι μὲν καθ’ ἕκαστον τὸν ἐνιαυτὸν ἦ μὴν
ὁμοίως ἀκροάσεσθαι τῶν κατηγορούντων καὶ τῶν ἀπο-
λογουμένων, [22] τοσοῦτον δὲ τὸ μεταξὺ ποιεῖν, ὥστε τῶν
μὲν αἰτιωμένων ὅ τι ἂν λέγωσιν ἀποδέχεσθαι, τῶν δὲ τού-
τους ἐξελέγχειν πειρωμένων ἐνίοτε μηδὲ τὴν φωνὴν
ἀκούοντας ἀνέχεσθαι, καὶ νομίζειν μὲν ἀοικήτους εἶναι
ταύτας τῶν πόλεων ἐν αἷς ἄκριτοί τινες ἀπόλλυνται τῶν
πολιτῶν, ἀγνοεῖν δ’ ὅτι τοῦτο ποιοῦσιν οἱ μὴ κοινὴν τὴν
εὔνοιαν τοῖς ἀγωνιζομένοις παρέχοντες. [23] ὃ δὲ πάντων
δεινότατον, ὅταν τις αὐτὸς μὲν κινδυνεύων κατηγορῇ τῶν
διαβαλλόντων, ἑτέρῳ δὲ δικάζων μὴ τὴν αὐτὴν ἔχῃ γνώ-
μην περὶ αὐτῶν. καίτοι χρὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας τοιούτους
εἶναι κριτὰς τοῖς ἄλλοις, οἵων περ ἂν αὐτοὶ τυγχάνειν
ἀξιώσειαν, λογιζομένους ὅτι διὰ τοὺς συκοφαντεῖν τολ-
μῶντας ἄδηλον ὅστις εἰς κίνδυνον καταστὰς ἀναγκασθή-
σεται λέγειν ἅπερ ἐγὼ νῦν πρὸς τοὺς μέλλοντας περὶ
αὐτοῦ τὴν ψῆφον διοίσειν.
***
Παρακαλώ λοιπόν υμάς να μη δεικνύετε ακόμη εμπιστοσύνην ούτε δυσπιστίαν προς όσα έχουν λεχθή, προτού ακούσητε μέχρι τέλους όλα τα επιχειρήματα ημών, έχοντες υπόψιν σας ότι δεν θα υπήρχε καμμία ανάγκη να δίδεται το δικαίωμα της απολογίας εις τους κατηγορουμένους, εάν βεβαίως ήτο δυνατόν μόνον εκ των λόγων του κατηγόρου να εκδώσετε δικαίαν απόφασιν. Τώρα δε, εάν μεν έχει συνθέσει καλώς ή κακώς την κατηγορίαν του, όλοι οι παρόντες γνωρίζουν, εάν δε οι λόγοι του είναι αληθείς, περί τούτου οι δικασταί να κρίνουν ευκόλως στηριζόμενοι εις τους λόγους, τους οποίους είπεν ο πρώτος, αλλά θα πρέπει να είναι τις ευχαριστημένος, εάν τη βοηθεία των δύο λόγων δυνηθούν να διακρίνουν το δίκαιον.
Δεν παραξενεύομαι δε δι' εκείνους, οι οποίοι καταναλίσκουν περισσότερον χρόνον προς ανασκευήν των κατηγοριών των εξαπατώντων παρά διά την απολογίαν των, ούτε παραξενεύομαι διά τους λέγοντας, ότι είναι μέγιστον κακόν η διαβολή· πράγματι, τι ημπορεί να γίνη επιβλαβέστερον ταύτης; διότι αύτη συντελεί ώστε οι μεν ψευδόμενοι να ευδοκιμούν, οι δε όλως διόλου αθώοι να φαίνωνται ότι είναι ένοχοι, οι δε δικασταί να γίνωνται επίορκοι, εν γένει δε η διαβολή την μεν αλήθειαν εξαφανίζει, σχηματίζουσα δε ψευδή γνώμην εις τους ακούοντας καταστρέφει αδίκως όποιον τύχη εκ των πολιτών. Από αυτά πρέπει να προφυλαχθήτε, πώς δεν θα συμβή τοιούτον τι εις σας, και πώς δεν θα φανήτε ότι περιπίπτετε εις τας αυτάς πλάνας διά τας οποίας ηθέλετε επιτιμήσει τους άλλους. Νομίζω ότι σεις δεν αγνοείτε, ότι η πόλις πολλάκις ήδη τόσον πολύ μετεμελήθη διά τας αποφάσεις τας οποίας έλαβε με οργήν και όχι επί τη βάσει αποδείξεων, ώστε μετ' ολίγον χρόνον επεθύμησε να τιμωρήση εκείνους, οι οποίοι την είχον εξαπατήσει, και με ευχαρίστησιν θα έβλεπε τους συκοφαντουμένους περισσότερον ευτυχείς παρά πρότερον. Ταύτα λοιπόν ενθυμούμενοι πρέπει να μη δίδετε πίστιν ευκόλως εις τους λόγους των κατηγόρων, ούτε να ακούετε τους απολογουμένους με θόρυβον και αυστηρότητα προς αυτούς. Διότι θα ήτο και μεγάλη εντροπή εις μεν τα άλλα ζητήματα να ομολογήται ότι είσθε οι περισσότερον ελεήμονες και πράοι εξ όλων των Ελλήνων, εις δε τους δικαστικούς αγώνας, οι οποίοι γίνονται εδώ, να φαίνεσθε ότι πράττετε τα αντίθετα προς την τοιαύτην περί υμών γνώμην· και εις άλλους μεν λαούς, όταν δικάζουν δίκην κατά την οποίαν κινδυνεύει η ζωή του ανθρώπου, ένα μέρος των ψήφων να προσθέτουν εις τους κατηγορουμένους, εις σας δε να μη τυγχάνουν ούτε ίσης μεταχειρίσεως οι κινδυνεύοντες με τους συκοφάντας των, αλλά να ορκίζεσθε μεν έκαστον έτος ότι θα κρίνετε αμερολήπτως τους κατηγορουμένους και απολογουμένους, κατά τόσον όμως διάφορον τρόπον να δικάζετε αυτούς, ώστε να παραδέχεσθε παν ό,τι λέγουν οι κατηγορούντες, να μη ανέχεσθε όμως να ακούσετε ενίοτε ούτε την φωνήν εκείνων, οι οποίοι προσπαθούν να τους ελέγχουν διά τα ψεύδη των, και να νομίζετε ότι δεν είναι δυνατόν να κατοικηθούν εκείναι αι πόλεις, εις τας οποίας μερικοί πολίται χάνονται άκριτοι, να αγνοήτε δε ότι τούτο πράττουν όσοι δεν δεικνύουν αμεροληψίαν απέναντι των αντιδίκων. Το δε πλέον σκανδαλώδες από όλα είναι τούτο, το να κατηγορεί κανείς ο ίδιος τους συκοφάντας, όταν κινδυνεύη, να μη έχη δε την αυτήν γνώμην περί αυτών όταν κρίνη άλλον. Και όμως πρέπει οι λογικοί άνθρωποι τοιουτοτρόπως να κρίνουν τους άλλους, όπως θα είχαν την αξίωσιν να κρίνωνται αυτοί οι ίδιοι από τους άλλους, σκεπτόμενοι ότι εξ αιτίας των συκοφαντιών είναι άδηλον ποίος ευρεθείς εις κίνδυνον θα αναγκασθή να λέγη εκείνα τα οποία εγώ λέγω τώρα, ενώπιον εκείνων, οι οποίοι θα ψηφίσουν διά την τύχην του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου