Ξεκινώντας το δέκατο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι αυτό που απομένει στη διερεύνηση της αρετής είναι το ζήτημα των ηδονών: «Ύστερα από όσα είπαμε παραπάνω η καλύτερη ασφαλώς συνέχεια θα ήταν να μιλήσουμε για την ηδονή» (1172a 1, 19-20).
Ο λόγος που κρίνεται απαραίτητη μια τέτοια ανάλυση σχετίζεται με την ήδη διατυπωμένη αντίληψη ότι η άντληση της ηδονής αποτελεί κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αφού (τελικά) ο άνθρωπος θα πράξει αυτά που του δίνουν ευχαρίστηση: «Γιατί τα αισθήματα αυτά κυβερνούν τη ζωή μας σε όλη της τη διάρκεια, ρίχνοντας το “βάρος” τους και ασκώντας μεγάλη επίδραση τόσο προς την πλευρά της αρετής όσο και προς την πλευρά της ευτυχισμένης ζωής, δεδομένου ότι οι άνθρωποι προτιμούν και επιλέγουν τα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγουν τα δυσάρεστα» (1172a 1, 24-27).
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο από τον εθισμό στις ενάρετες πράξεις, ώστε να προξενούν ευχαρίστηση, καθώς μόνο τότε θα είναι πράγματι επιθυμητές: «Κατά την κοινή αντίληψη τίποτε δεν είναι τόσο σημαντικό για τη διαμόρφωση ενάρετου χαρακτήρα όσο το να χαιρόμαστε γι’ αυτά που πρέπει και να μισούμε αυτά που πρέπει» (1172a 1, 22-23).
Η αλήθεια είναι ότι στο ζήτημα των ηδονών έχει προκληθεί διχογνωμία, αφού άλλοι τις αποθεώνουν μετουσιώνοντάς τες σε νόημα της ζωής κι άλλοι τις επικρίνουν σαν κάτι περιφρονητέο που εκκολάπτει την ανομία και την αποχαλίνωση των παθών: «Άλλοι, πράγματι, λένε ότι η ηδονή είναι το υπέρτατο αγαθό, ενώ άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι είναι ό,τι πιο αξιοκατάκριτο» (1172a 1, 29-30).
Κι αυτή η δεύτερη κατηγορία των επικριτών διαχωρίζεται εκ νέου από τον Αριστοτέλη σε δύο άλλες υποκατηγορίες: «Από τους δεύτερους κάποιοι έχουν αυτή τη γνώμη γιατί μάλλον είναι πεπεισμένοι ότι έτσι έχει το πράγμα, κάποιοι όμως άλλοι γιατί πιστεύουν ότι είναι καλύτερο για τη ζωή μας να παρουσιάζουμε την ηδονή ως κάτι που ανήκει στα αξιοκατάκριτα πράγματα έστω κι αν στην πραγματικότητα δεν είναι – γιατί οι άνθρωποι ρέπουν προς την ηδονή και είναι δούλοι των ηδονών, και άρα πρέπει να τους οδηγούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε με τον τρόπο αυτό να μπορέσουν να φτάσουν στη μέση κατάσταση» (1172a 1, 30-36).
Μια τέτοια στάση, όμως, κρίνεται επίφοβη, αν δεν επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα της εμπειρίας: «Πρέπει, όμως, να προσέξουμε μήπως ένας τέτοιος λόγος δεν είναι σωστός. Σε θέματα που σχετίζονται με τα πάθη και τις πράξεις οι θεωρίες είναι λιγότερο αξιόπιστες από τα πράγματα· όταν λοιπόν διαφωνούν με την εμπειρία που κερδίζουμε μέσω των αισθήσεών μας, τότε οι θεωρίες όχι μόνο περιφρονούνται από τους ανθρώπους, αλλά μαζί αναιρούν και ό,τι είναι μέσα τους πραγματικά αληθινό» (1172a 1, 36-38 και 1172b 1, 1-2).
Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα άπτεται περισσότερο της εμπειρίας που θα καταδείξει τον τρόπο της ανθρώπινης συμπεριφοράς παρά μιας θεωρητικής κατασκευής που θα προσπαθήσει να εξετάσει το ζήτημα ξεκομμένα (σαν σε συνθήκες εργαστηρίου) χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα. Εξάλλου, ακόμη και η προσωπική στάση του θεωρητικού διανοητή θα παίξει μεγάλο ρόλο στην πειστικότητα των ισχυρισμών του: «Αν, πράγματι, ένας κατήγορος της ηδονής φανεί κάποια στιγμή να επιθυμεί μια συγκεκριμένη ηδονή, με τη ροπή του προς τη συγκεκριμένη ηδονή δίνει στον κόσμο την εντύπωση ότι άξια να είναι επιθυμητή είναι όλη γενικά η ηδονή – ο κόσμος, βλέπετε, δεν είναι σε θέση να κάνει διακρίσεις και διαχωρισμούς» (1172b 1, 2-5).
Με άλλα λόγια, ο κατήγορος των ηδονών θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να απορρίψει όλες τις ηδονές, αλλιώς περισσότερο θα μπερδέψει παρά θα διαφωτίσει τον κόσμο. Όμως, η απόρριψη των ηδονών δεν ταιριάζει στα ανθρώπινα. Μια τέτοια θεωρία, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι σωστή, δεν αφορά την ανθρώπινη δράση, που η εμπειρία δείχνει ότι είναι δέσμια των ηδονών. Ένας εμπειριστής όπως ο Αριστοτέλης, δε θα μπορούσε παρά να απορρίψει οτιδήποτε αντίκειται στην εμπειρία.
Εξάλλου, έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι η φιλοσοφία οφείλει να προσαρμόζεται στα ζητήματα των ανθρώπων. Αν δεν προσαρμόζεται σε αυτά, στερείται νοήματος: «Οι αληθινές λοιπόν θεωρίες είναι χρησιμότατες όχι μόνο για την απόκτηση γνώσης, αλλά και για τη ζωή· γιατί αν συμφωνούν με τα πράγματα, γίνονται πιστευτές, και έτσι παρακινούν αυτούς που τις καταλαβαίνουν να ζουν σύμφωνα με αυτές» (1172b 1, 5-9).
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης λαμβάνει υπόψη του πολύ σοβαρά στο ζήτημα και τη συμπεριφορά που έχει η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, αφού η συλλογικότητα καταδεικνύει το επικρατές ως αδιαπραγμάτευτη εμπειρία. Όταν όλοι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, όταν δηλαδή η εμπειρία δείχνει μια αδιαπραγμάτευτη τάση προς κάποια συμπεριφορά, αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Δείχνει ξεκάθαρα τις ανθρώπινες προτιμήσεις, των οποίων η καθολικότητα είναι η πιο αναντίρρητη αλήθεια: «αν όλοι οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι ένα πράγμα είναι έτσι, τότε το πράγμα αυτό είναι πράγματι έτσι, και όποιος θα ήθελε να αναιρέσει την κοινή αυτή πεποίθηση, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να πει πράγματα πιο αξιόπιστα» (1173a 2, 1-3).
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την περίπτωση των διαμορφωμένων συνειδήσεων μέσω της προπαγάνδας ή το φαινόμενο της μαζικής πλάνης, που επίσης (κατά κανόνα) έχει να κάνει με την επιβολή πεποιθήσεων που εδραιώνεται με συγκεκριμένους μηχανισμούς. Αυτό που τονίζεται από τον Αριστοτέλη είναι ότι η αδιαπραγμάτευτη τάση των ανθρώπων να επιθυμούν τις ηδονές πρέπει να εκληφθεί ως δεδομένο που θα ταξινομηθεί με ηθική ουδετερότητα.
Το ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν τις ηδονές (από μόνο του) δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι όμως η πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί. Η καταδίκη των ηδονών και η προτροπή της πλήρους αποφυγής τους ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, αφού η εμπειρία δείχνει ότι ο άνθρωπος κινείται διαφορετικά. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός είναι η θεωρία που πρέπει να προσαρμοστεί στην πράξη κι όχι το αντίθετο.
Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να αναζητήσει κανείς σε βάθος τη σημασία και τη φύση των ηδονών, ώστε να τα προσαρμόσει στις ανάγκες του ανθρώπου προκειμένου να τον ωφελήσει. Η συλλήβδην καταδίκη είναι ένας αφορισμός, που όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά μάλλον περιπλέκει τα πράγματα περισσότερο. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την άρνηση της ίδιας της πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις ηδονές ως αγαθό.
Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο πρέπει να βλέπει κανείς τις ηδονές ως το υπέρτατο αγαθό που αξίζει να επιδιώκει ή αν πρόκειται για επιμέρους αγαθά που θα συντελέσουν στην κατάκτηση του υπέρτατου. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί τον Πλάτωνα: «… και ο Πλάτωνας αποδεικνύει ότι η ηδονή δεν είναι το υπέρτατο αγαθό. Λέει δηλαδή ο Πλάτωνας ότι ο ηδονικός βίος είναι πιο άξιος επιλογής και προτίμησης αν συνδυάζεται με τη φρόνηση παρά χωρίς αυτήν» (1172b 2, 33-36).
Κατά τον Πλάτωνα η ηδονή (από μόνη της) δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτατο αγαθό, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι ιδανικό, αν δε συνδυαστεί με τη φρόνηση. Πράγματι, η αναζήτηση της ηδονής που ξεπερνά τα μέτρα του φρόνιμου ανθρώπου, όχι μόνο δεν μπορεί να ταυτιστεί με το υπέρτατο αγαθό, αλλά μπορεί να αποδειχθεί εξόχως επιζήμια, έως αυτοκαταστροφική.
Με άλλα λόγια, η ηδονή δεν αποτελεί καθαυτό αγαθό, αφού νοηματοδοτείται ως κάτι θετικό μόνο εφόσον συνδυαστεί με κάτι άλλο (εδώ τη φρόνηση). Η έλλειψη της αυτοτέλειας αναφορικά με τα αποτελέσματα της ηδονής, η οποία χρειάζεται πάντα και κάτι ακόμη για να φτάσει στο υπέρτατο, σηματοδοτεί τον ανάμεικτο βίο που θέλει την αναζήτηση της ηδονής ως αγαθού με την προϋπόθεση ότι θα συνδυαστεί με κάτι άλλο προκειμένου να επιδράσει ευεργετικά.
Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «Αν όμως ο ανάμεικτος βίος είναι καλύτερος, τότε η ηδονή δεν είναι το υπέρτατο αγαθό· γιατί το υπέρτατο αγαθό δε γίνεται με κανενός είδους προσθήκη πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Είναι όμως, επίσης, φανερό ότι κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να είναι το υπέρτατο, αν αυτό γίνεται πιο άξιο επιλογής και προτίμησης με την προσθήκη οποιουδήποτε πράγματος που είναι αγαθό καθεαυτό. Ποιο λοιπόν αγαθό –αγαθό στο οποίο να μπορούμε και εμείς ως άνθρωποι να έχουμε συμμετοχή– είναι αυτού του είδους; Γιατί, βέβαια, τέτοιας λογής είναι αυτό που αναζητούμε» (1172b 2, 36-40).
Στην ουσία ο Αριστοτέλης συνδέει τις σκέψεις του με το πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», όπου είχε ξεκαθαρίσει ότι το υπέρτατο (ολικό) αγαθό του ανθρώπου είναι η ευτυχία, η οποία παρουσιάζεται ως ύψιστη ηδονή δίνοντας στον άνθρωπο θεϊκή υπόσταση. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό σε στέρεες βάσεις πρέπει οπωσδήποτε η ευχαρίστηση να συνδυάζεται με τη σωφροσύνη ακολουθώντας το δρόμο της μεσότητας, στοιχεία που εν τέλει διαμορφώνουν την ηθική αρετή. Από αυτή την άποψη, είναι προφανές ότι και ο Αριστοτέλης (όπως και ο Πλάτωνας) προτείνει ότι η ηδονή πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία ενός άλλου αγαθού (της ηθικής αρετής) προκειμένου να οδηγήσει στην ύψιστη ευτυχία.
Οι ηδονές που σχετίζονται με επαίσχυντες πράξεις είναι αδύνατο να οδηγήσουν στην ευτυχία, γιατί στην ουσία δεν είναι ευχάριστες. Η ευχαρίστηση που μπορεί να αντλούν κάποιοι από τέτοιου είδους ηδονές καταδεικνύει τη στρέβλωση του χαρακτήρα τους, δηλαδή την άρνηση της αρετής.
Και βέβαια, οι απόψεις αυτών των ανθρώπων στερούνται σοβαρότητας: «Απαντώντας σ’ αυτούς που προβάλλουν ως παράδειγμα τις επονείδιστες ηδονές θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για πράγματα που στην πραγματικότητα δεν είναι ευχάριστα· γιατί αν είναι ευχάριστα σε ανθρώπους που έχουν κακό, γενικά, χαρακτήρα, δε θα πει ότι, πέρα από αυτούς, πρέπει να θεωρηθούν ευχάριστα και για όλους τους άλλους – ακριβώς όπως δεν πρέπει, τα πράγματα που είναι υγιεινά ή γλυκά ή πικρά για τους αρρώστους, να θεωρήσουμε ότι είναι το ίδιο και για τους άλλους, και ούτε πάλι ότι είναι πράγματι λευκά όσα φαίνονται λευκά σ’ αυτούς που υποφέρουν από οφθαλμία» (1173b 3, 24-29).
Οι άνθρωποι που στερούνται ηθικής αρετής (με «κακό χαρακτήρα») παρουσιάζονται σαν άρρωστοι των οποίων η άποψη δεν έχει σημασία, αφού προέρχεται από τη στρέβλωση της αρρώστιας τους. Θα έλεγε κανείς ότι πάσχουν από ψυχική ανισορροπία, καθώς δεν κατευθύνονται από τη μεσότητα που ορίζει η ηθική αρετή.
Ο Αριστοτέλης θα προτείνει και μια ακόμη απάντηση προς αυτούς τους ανθρώπους: «Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντήσει και έτσι, ότι οι ηδονές είναι βέβαια, επιθυμητές και άξιες επιλογής και προτίμησης, όχι όμως και αυτές που προέρχονται από τέτοιου είδους πράγματα – ακριβώς όπως είναι επιθυμητός και ο πλούτος, όχι όμως ως ανταμοιβή προδοσίας, το ίδιο και η υγεία, όχι όμως ως επακόλουθο κατανάλωσης οποιασδήποτε τροφής» (1173b 3, 29-32).
Και θα δώσει και τρίτη απάντηση: «Μπορεί, επίσης, κανείς να απαντήσει κι έτσι, ότι υπάρχουν διάφορα είδη ηδονής· άλλες, πράγματι, είναι οι ηδονές που προέρχονται από ωραία πράγματα και άλλες αυτές που προέρχονται από άσχημα πράγματα, και ούτε είναι δυνατό να νιώσει κανείς την ηδονή του δικαίου, αν δεν είναι δίκαιος, όπως δεν μπορεί να νιώσει την ηδονή του μουσικού, αν δεν είναι μουσικός, και ούτω καθεξής» (1173b 3, 32-36).
Το επιθυμητό των ηδονών δε συνεπάγεται και την άκριτη αποδοχή τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι επονείδιστες ηδονές πρέπει να απορρίπτονται ως ανεπιθύμητες στρεβλώσεις. Είναι όμορφο να ακούει κανείς επαινετικά λόγια, αλλά όχι να γίνεται θύμα του κόλακα: «Η διαφορά, εξάλλου, που υπάρχει ανάμεσα στο φίλο και στον κόλακα κάνει φανερό ότι η ηδονή δεν είναι πάντοτε κάτι το αγαθό ή ότι υπάρχουν περισσότερα είδη ηδονής· γιατί ενώ η συναναστροφή του φίλου φαίνεται ότι έχει ως στόχο της το αγαθό, η συναναστροφή του κόλακα έχει ως στόχο της την ευχαρίστηση, και ο μεν κόλακας ψέγεται, ενώ το φίλο τον επαινούμε, γιατί η συναναστροφή του αποβλέπει σε άλλα πράγματα» (1173b 3, 37-40).
Η διαφορά ανάμεσα στο φίλο και στον κόλακα έχει να κάνει με την ποιότητα της ευχαρίστησης που προσφέρει ο καθένας. Γι’ αυτό η συναναστροφή του φίλου «έχει ως στόχο της το αγαθό», ενώ του κόλακα την «ευχαρίστηση». Η διαφοροποίηση των εννοιών (αγαθό-ευχαρίστηση) καταδεικνύει τη διαφοροποίηση της ποιότητας (και κατ’ επέκταση της ωφέλειας) των δύο περιπτώσεων. Κανείς δε θέλει τον κόλακα, όμως όλοι επιθυμούν το φίλο.
Με τον ίδιο τρόπο, κανείς δε θα ήθελε να έχει για πάντα το μυαλό ενός παιδιού, ακόμη κι αν του εγγυόταν ότι θα έτρωγε τις καλύτερες σοκολάτες: «κανείς δε θα ήθελε να ζει έχοντας σε όλη του τη ζωή το μυαλό ενός παιδιού, ακόμη κι αν θα μπορούσε να ευχαριστιέται στο μέγιστο βαθμό με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιούνται τα παιδιά». (1174a 3, 1-3).
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «έγινε φανερό ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό, αλλά και ότι κάθε ηδονή δεν είναι άξια επιλογής και προτίμησης» (1174a 3, 10-11). Ο άνθρωπος που αδυνατεί να διακρίνει τις ανάξιες λόγου ηδονές και τις επιδιώκει αντλώντας από αυτές ευχαρίστηση είναι το θύμα του κακού του χαρακτήρα. Εν τέλει, δε θα γνωρίσει ποτέ το μεγαλείο της πραγματικής ευτυχίας.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου