Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο απώτερος σκοπός όλων των αγαθών είναι η ευτυχία: «Έφτασε η ώρα να εξετάσουμε αυτό που ομόφωνα θεωρείται αφενός τελικός στόχος και εσώτερος σκοπός των αγαθών, αφετέρου κάτι απολύτως τέλειο, την ευτυχία» (1184b 3.2).
Η ευτυχία, ως τελική εκπλήρωση της ανθρώπινης ζωής, τίθεται στην κορυφή των στόχων, αφού εν τέλει όλα τα αγαθά υπάρχουν (και αξίζει να τα προσεγγίσει κανείς) για την επίτευξή της. Ο άνθρωπος που νιώθει δυστυχής είναι αδύνατο να έχει ολοκληρώσει την τελεολογική του αποστολή, καθώς –άσχετα με όλα όσα έχει πετύχει– δεν κατάφερε να φτάσει στην πληρότητα της υπέρτατης χαράς. Από αυτή την άποψη, κάθε αγαθό αποκτά αξία μόνο εφόσον υπηρετεί αυτή την κατεύθυνση. Κι αυτός είναι ο λόγος που προϋποτίθεται η ελεύθερη βούληση. Ο καταναγκασμός είναι η ακύρωση της ευτυχίας, αφού η καταπίεση είναι αδύνατο να συμπορευτεί με τη χαρά.
Γι’ αυτό και στα αγαθά η αξία έγκειται στη χρήση κι όχι στην κατοχή τους· γιατί η χρήση είναι που θα δώσει χαρά αξιοποιώντας την κατοχή: «Για ορισμένα τελικός στόχος αποτελεί η ίδια η πραγμάτωση και χρήση τους, τούτο π.χ. συμβαίνει με την όραση· σ’ αυτήν την περίπτωση η χρήση είναι αγαθό ανώτερο από την απλή κατοχή, διότι η χρήση αποτελεί τέλος-εσώτερο σκοπό (κανείς βέβαια δε θα ήθελε να κατέχει την όραση, αν δεν επρόκειτο να βλέπει αλλά να έχει τα μάτια του κλειστά). Το ίδιο ισχύει και για την ακοή και για τα παρόμοια. Άρα, όποτε συνυπάρχουν η χρήση και η κατοχή, πάντα αγαθό ανώτερο και προτιμότερο είναι η χρήση και όχι η κατοχή, αφού η χρήση και η πραγμάτωση αποτελούν τελικό σκοπό, ενώ η απλή κατοχή αποσκοπεί στη χρήση» (1184b 3.3 και 3.4).
Πράγματι, ένα αγαθό που δεν αξιοποιείται στερείται νοήματος, όπως κάθε δυνατότητα που μένει διαρκώς παροπλισμένη. Το χρήμα που συσσωρεύεται χωρίς προοπτική χρήσης αποτελεί στρέβλωση, καθώς ο κάτοχός του προσπαθεί να αντλήσει χαρά από την κατοχή του και μόνο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι στην ουσία δεν το χρειάζεται. Ένα τέτοιο άτομο είναι δύσκολο να φτάσει στην ευτυχία, αφού την επιδιώκει μέσα από τη στρέβλωση της υπερβολής που καταδεικνύει την έλλειψη της ψυχικής του ισορροπίας.
Η ισορροπημένη ψυχή έχει βαθύτατη επίγνωση των αναγκών της κατανοώντας ότι οτιδήποτε πέραν αυτών αποτελεί περιττό βάρος. Όσο περισσότερο συσσωρεύει κανείς άχρηστο πλούτο, τόσο περισσότερο βυθίζεται στην υπερβολή. Κι όσο περισσότερο απομακρύνεται από τη μεσότητα, τόσο πιο εύθραυστη είναι η ευτυχία του.
Σε τελική ανάλυση η υπερσυσσώρευση πλούτου έχει να κάνει είτε με το φόβο είτε με την απληστία. Και οι δύο εκδοχές δε συμπλέουν με την ενάρετη ψυχή και για τον Αριστοτέλη η ψυχή και η ζωή βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση: «Ύστερα από αυτά βλέπουμε ότι η ψυχή μας και η ζωή μας ταυτίζονται απόλυτα· και η αρετή εντοπίζεται στην ψυχή, και αυτονόητα λέμε ότι το έργο της ψυχής και το έργο της αρετής είναι ένα και το αυτό» (1184b 4.1).
Κατά συνέπεια: «με πρώτο δεδομένο ότι η αρετή κάνει σε κάθε περίπτωση σωστά αυτό του οποίου είναι αρετή, και με δεύτερο ότι η ψυχή κάνει και άλλα πολλά πράγματα αλλά σίγουρα ταυτίζεται με τη ζωή μας, τότε βγαίνει το συμπέρασμα ότι από την αρετή της ψυχής θα προκύψει η καλή ζωή μας, αυτή που δεν είναι τίποτε διαφορετικό από την ευτυχία μας» (1184b 4.1).
Και θα συμπληρώσει: «Άρα, το να είναι κανείς ευτυχισμένος, η ευτυχία, ταυτίζεται με την καλή ζωή, και η καλή ζωή ταυτίζεται με τη ζωή τη σύμφωνη με τις αρετές της ψυχής. Άρα η ζωή η σύμφωνη με τις αρετές της ψυχής είναι τελικός στόχος, είναι η ευτυχία και το άριστον» (1184b 4.2).
Σε τελική ανάλυση, η ζωή και οι ηδονές που μπορεί να απολαύσει κανείς έχουν να κάνουν με την ποιότητα της ψυχής του. Η ενάρετη ψυχή του άξιου ανθρώπου είναι σε θέση να εκτιμήσει και να απολαύσει όλα αυτά που πράγματι αξίζουν τον κόπο και που θα οδηγήσουν στην ευτυχία. Οι επιλογές του καθενός είναι η αντανάκλαση της ψυχής του. Η ζωή είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την ψυχή. Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την ευτυχία ή τη δυστυχία του, αφού η διάπλαση της ψυχής είναι προσωπική ευθύνη.
Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι η πόλη παρέχει τα απαραίτητα υλικά αγαθά χωρίς να υπάρχει στέρηση των αναγκαίων ή της ελευθερίας των κινήσεων, ώστε να βιώνεται η δυστυχία της καταπίεσης. Η πόλη που λειτουργεί αρμονικά είναι εκείνη που αποδίδει όλα τα εφόδια της ευτυχίας. Από κει και πέρα, η ευθύνη γίνεται ατομική.
Και βέβαια, η αναφορά στο «άριστον» αποκαλύπτει την αριστοτελική εκδοχή του, που τίθεται μέσα στο χειροπιαστό πλαίσιο της ευτυχίας. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη εξηγήσει τη δυσκολία να ορίσει κανείς το άριστο ως κάτι μεμονωμένο, δηλαδή κάτι ξέχωρο από την ανθρώπινη ευτυχία. Και είναι σαφές ότι μιλάμε για το ανθρώπινο άριστο, που θα καταδείξει την ανθρώπινη ευδαιμονία: «ποιος θα πρέπει να είναι ο τρόπος εξέτασης του άριστου; Άραγε πρέπει να το συναριθμήσουμε και αυτό ανάμεσα στα υπόλοιπα αγαθά; Μα, κάτι τέτοιο θα ήταν άτοπο. Διότι το άριστο είναι τέλειος τελικός στόχος, και με ένα λόγο θα λέγαμε ότι ο τέλειος τελικός στόχος δεν είναι παρά η ευτυχία και τίποτε άλλο· αλλά η ευτυχία είναι, λέμε, προϊόν σύνθεσης περισσοτέρων αγαθών» (1184a 2.8).
Επομένως, ως άριστο μπορεί να εκληφθεί μόνο η ευτυχία, η οποία βεβαίως συναποτελείται από την εκπλήρωση πολλών αγαθών που συνθέτουν την αρετή της ψυχής. Όμως, δεν πρέπει το κάθε επιμέρους αγαθό να εκλαμβάνεται ως άριστο.: «Αν, λοιπόν, ψάχνεις το άριστο συναριθμώντας το στα αγαθά, τότε αυτό θα σου προκύψει ανώτερο από τον ίδιο του τον εαυτό· διότι το άριστο είναι το ανώτερο όλων. Παράδειγμα: πάρε όλα όσα συμβάλλουν στην υγεία, συνάθροισε σε αυτά και την ίδια την υγεία, και δες ποιο από όλα αυτά είναι το ανώτερο· το ανώτερο είναι η υγεία· αν λοιπόν αυτό είναι το αγαθό το ανώτερο όλων των αγαθών, τότε προκύπτει να είναι το ίδιο ανώτερο του εαυτού του, πράγμα άτοπο. Άρα, μάλλον δεν πρέπει να είναι αυτός ακριβώς ο τρόπος εξέτασης του αρίστου» (1184a 2.8 και 2.9).
Η υγεία παρουσιάζεται ως τελικός στόχος όλων των πράξεων που αποσκοπούν σε αυτή. Από αυτή την άποψη αποτελεί κάτι το άριστο, καθώς τίθεται ως ολοκλήρωση άλλων ενεργειών. Όμως και η ίδια η υγεία εναπόκειται στα αγαθά που θα συμβάλουν στην ευτυχία. Από αυτή την άποψη μπορεί επίσης να συγκαταλεχθεί ως αγαθό μαζί με όλα εκείνα που τη συναποτελούν φέρνοντας το αποτέλεσμα που τη θέλει να είναι και αγαθό και άριστο, κάτι σαν ανώτερη του εαυτού της.
Οτιδήποτε τίθεται ως τέλος άλλων ενεργειών δε σημαίνει ότι πρέπει να ταυτιστεί με το άριστο, καθώς και αυτό το ίδιο μπορεί να τεθεί με τη σειρά του ως αγαθό στην υπηρεσία ενός μεγαλύτερου στόχου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κορωνίδα όλων των πραγμάτων είναι η ευτυχία κι ότι τελικά μόνο αυτή μπορεί να ταυτιστεί με το άριστο.
Όμως, ακόμη κι έτσι, είναι αδύνατο να εξετάσει κανείς το αγαθό ως κάτι απολύτως μεμονωμένο, αφού και η ευτυχία δεν είναι τίποτε άλλο από την εκπλήρωση πολλών αγαθών που τη συναποτελούν: «Μήπως τότε πρέπει αλλιώς να εξετάσουμε το άριστο, σαν να είναι μόνο του, χωριστό από τα άλλα αγαθά; Μήπως, όμως, και αυτή η εξέταση οδηγεί σε άτοπο, δεδομένου ότι η ευτυχία απαρτίζεται από κάποια αγαθά προϋποθέτοντάς τα; Και δεν έχει νόημα να δούμε μήπως συμφέρει την εξέτασή μας η αναζήτηση αυτών των αγαθών, εφόσον η ευδαιμονία δεν είναι κάτι άλλο χωριστό από τούτα τα αγαθά αλλά ακριβώς τούτα» (1184a 2.9).
Ούτε συγκριτικά μπορεί να προκύψει το άριστο: «Μήπως τότε θα προέβαινε κανείς στην ορθή έρευνα του αρίστου με κάποιον τρόπο συγκριτικής μεθόδου όπως ο ακόλουθος; Αν, δηλαδή, την ευτυχία ως προϊόν σύνθεσης κάποιων αγαθών τη συνέκρινε με κάποια άλλα αγαθά που δε συμμετέχουν σε αυτή τη σύνθεση, μήπως τότε με αυτόν τον τρόπο θα προέβαινε στην ορθή έρευνα του αρίστου;» (1184a 2.10).
Η απάντηση είναι προφανέστατα αρνητική: «Αλλά το άριστο που τώρα αναζητούμε δεν αποτελεί μονάδα· για παράδειγμα, ενδεχομένως να λέει κάποιος ότι κατά τον τρόπο σύγκρισης “ένα προς ένα” το ανώτερο όλων των αγαθών είναι η διανοητική ικανότητα· ίσως, όμως, να μην είναι αυτός ο σωστός τρόπος αναζήτησης του αρίστου αγαθού, δεδομένου ότι αναζητούμε το τέλειο αγαθό, και η διανοητική ικανότητα από μόνη της δεν είναι τέλειο αγαθό· κατά συνέπεια, δεν είναι η διανοητική ικανότητα το άριστο που αναζητούμε, ούτε και πρέπει να αναζητούμε το άριστο κατ’ αυτόν τον τρόπο» (1184a 2.11).
Το άριστο είναι η ανθρώπινη πληρότητα, δηλαδή η κατάσταση της ύψιστης ηδονής, η οποία έχει διάρκεια και οφείλεται στη χρήση των αγαθών προϋποθέτοντας την ενέργεια της ψυχής για τη σωστή διαχείρισή τους. Η άσκοπη κατοχή στερείται νοήματος καταδεικνύοντας τη στρέβλωση της ψυχής που μετατρέπει το μέσο σε αυτοσκοπό. Γι’ αυτό η ευτυχία αφορά την ενάρετη ψυχή· γιατί μόνο αυτή είναι σε θέση να διαμορφώσει τις ισορροπίες.
Ο άνθρωπος που θα καταφέρει να το πραγματώσει αυτό είναι ευτυχισμένος: «Η ευτυχία, λοιπόν, ταυτίζεται πιθανότατα με κάποιο είδος χρήσης και ενεργητικής πραγμάτωσης. Και αυτό, διότι, όπου υπάρχει και χρήση και κατοχή, η χρήση-πραγμάτωση είναι τελικός σκοπός· και η ψυχή έχει βέβαια κατά κάποιο τρόπο την αρετή, αυτή όμως πραγματώνεται με τη χρήση της· ώστε η χρήση και πραγμάτωση της αρετής φαίνεται πως είναι ο τελικός στόχος, και κατά προέκταση η ευτυχία συνίσταται μάλλον στο να ζει κανείς κατά τις αρετές» (1184b 4.3).
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Βασισμένοι, λοιπόν, πρώτον στο ότι το άριστο αγαθό είναι η ευτυχία, και δεύτερον στο ότι η ευτυχία είναι τέλειο αγαθό και τελικός στόχος πραγματωμένος, σχεδόν βεβαιωνόμαστε ότι ζώντας κατά τις αρετές μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι και να έχουμε το άριστο αγαθό» (1184b 4.4).
Για το ότι η ευτυχία είναι ενέργεια ο Αριστοτέλης θα φέρει άλλη μία απόδειξη: «Μία επιπλέον απόδειξη για το ότι η ευτυχία είναι ενεργητική πραγμάτωση: στον ύπνο, ας πούμε ότι κάποιος σε όλη του τη ζωή κοιμάται – δε θα υπήρχε καμιά πιθανότητα να μιλήσουμε για ευτυχία σε μια τέτοια περίπτωση· ο άνθρωπος αυτός έχει μεν ζωή, δεν έχει όμως ζωή κατά τις αρετές, και το να ζει κατά τις αρετές σημαίνει να ζει πραγματώνοντας τις αρετές με τις ενέργειές του» (1185a 4.6).
Η πραγμάτωση της αρετής ως ύψιστης ψυχικής ισορροπίας που απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη και τις στρεβλώσεις είναι η μοναδική προοπτική της ευτυχίας. Ο δέσμιος των παθών είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία, γιατί στερείται ψυχικής αρμονίας. Η αρετή δεν τίθεται απλά ως μέσο ορθής διευθέτησης των σχέσεων με τους άλλους, αλλά (πρωτίστως) ως βάση για την εξισορρόπηση του εαυτού. Και η εξισορρόπηση θα φέρει την αποδοχή, δηλαδή την ανώτερη μορφή συμφιλίωσης.
Από αυτή την άποψη, η ευτυχία δεν μπορεί παρά να απευθύνεται στους τέλειους (ολοκληρωμένους) ανθρώπους που κατάφεραν να απαλλαγούν από τα πάθη τους φτάνοντας στη συμφιλίωση του εαυτού μέσα από τους κανόνες της λογικής. Ο ευτυχής που βασίζεται στην άνοια επί της ουσίας δεν είναι ευτυχής, αφού ο άνους είναι αδύνατο να ενεργήσει. Γι’ αυτό και μια τέτοια ευτυχία κρίνεται ιδιαιτέρως επίφοβη μέσα στο χρόνο. Και το παραμικρό είναι σε θέση να την κλονίσει.
Οι κακίες είναι οι ατέλειες της ψυχής που βγαίνουν στην επιφάνεια σηματοδοτώντας τους κατώτερους ανθρώπους: «Αφού, πάλι, η ευτυχία είναι τέλειο αγαθό και τελικός στόχος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και ο άνθρωπος που θα την έχει θα είναι τέλειος-ολοκληρωμένος (την ευτυχία δε θα την έχει ένα παιδί, ούτε υπάρχει παιδί ευτυχισμένο, αλλά θα την έχει ο ενήλικος, για το λόγο ότι αυτός είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος)» (1185a 4.4 και 4.5).
Ο αποκλεισμός των παιδιών από την ευτυχία έχει να κάνει με την απόδοση της βαθύτερης έννοιας του όρου, που προϋποθέτει τη φρόνηση και τη διανοητική αρετή. Ένα παιδί μπορεί να είναι ευτυχισμένο μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, δηλαδή στο περιορισμένο πλαίσιο των δικών του ορίων σε σχέση με τη φρόνηση και τις διανοητικές αναζητήσεις. Η ευτυχία του ενήλικου είναι βαθύτερη και πιο ολοκληρωμένη, αφού στηρίζεται σε στέρεες βάσεις. Οι ηδονές που χαροποιούν το παιδί είναι σαφέστερα επιφανειακές σε σχέση με εκείνες των ενηλίκων.
Το να εξιδανικεύει κανείς την παιδική ευτυχία προβάλλοντας το πρότυπο της αθωότητας που έρχεται σε αντίθεση με την ιδιοτέλεια και τον ωφελιμισμό των μεγάλων είναι η ομολογία της αποτυχίας, καθώς θεωρείται από θέση αρχής ότι οι μεγάλοι είναι αδύνατο να πρεσβεύσουν την αρετή παρασυρόμενοι από τα πάθη τους. Μια τέτοια εκδοχή, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική εκδοχή της ευτυχίας. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τη σημειολογία της ήττας, αφού προεξοφλεί το θάνατο της αρετής. Κάτι αντίστοιχο με το να μακαρίζει κανείς τον ανόητο, που νιώθει ευτυχής μέσα στην αθωότητα της ανοησίας του.
Αυτός είναι και ο λόγος που η –με αριστοτελικό περιεχόμενο– ευτυχία χρειάζεται χρόνο· γιατί είναι συνυφασμένη με την ωριμότητα: «Ακόμη, η ευτυχία δεν αποκτιέται σε χρονικό διάστημα ελλιπές, αλλά σε τέλειο-ολοκληρωμένο· και το ολοκληρωμένο χρονικό διάστημα ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τη διάρκεια του ανθρώπινου βίου. Και στα σίγουρα έχουν δίκιο οι πολλοί που λένε ότι πρέπει να κρίνεται η ευτυχία κάποιου σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα του βίου του, αφού πιστεύουν πως η τελειότητα συναντάται σε χρονικό διάστημα τέλειο-ολοκληρωμένο και συγχρόνως σε άνθρωπο τέλειο-ολοκληρωμένο» (1185a 4.5).
Ο άνθρωπος πρέπει να κρίνεται ευτυχής ή δυστυχής σε σχέση με το σύνολο της ζωής του κι όχι με κάποια ευτυχή ή δυστυχή φάση της. Κι αυτή είναι ακόμη μια απόδειξη ότι η ευτυχία νοείται μόνο σε συνάρτηση με την αρετή, καθώς μόνο ο ενάρετος μπορεί να έχει διάρκεια στην ευτυχία που νιώθει. Οι χαρές της τύχης εξανεμίζονται γρήγορα και οι συμφορές γίνονται ακόμη πιο αβάσταχτες όταν ο βίος δε συμβαδίζει με την αρετή. Ο χρόνος μετατρέπεται σε κριτήριο της ευτυχίας, είναι δηλαδή σε θέση να καταδείξει την ποιότητά της.
Ο πλούτος, η εξουσία, η χαρά των σωματικών ηδονών κρίνονται ιδιαιτέρως επίφοβα μέσα στο χρόνο. Ο άνθρωπος που στηρίζει την ευτυχία του σε αυτά είναι εύκολο να τη χάσει, γεγονός που αποδεικνύει τον επιφανειακό τρόπο που την προσέγγισε. Η ευτυχία της αρετής όμως, που προέρχεται από την ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους, τα εποικοδομητικά ενδιαφέροντα και την πνευματικότητα είναι ανεξάντλητη.
Ο άνθρωπος που εισπράττει ευτυχία από την άσκηση αυτών είναι σε θέση να ξεπεράσει ακόμη και τη μεγαλύτερη συμφορά, γιατί ο χρόνος και η ποιότητα των ασχολιών του θα επουλώσουν τις πληγές. Η ευτυχία δεν αφορά την τύχη αλλά την ποιότητα των ανθρώπων. Και η ποιότητα των ανθρώπων έχει να κάνει με την ποιότητα των ασχολιών που τους δίνουν χαρά.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου