Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

ΞΕΝ Αγ 11.1–11.16

Ανακεφαλαίωση και επίλογος

Ο Αγησίλαος ήταν ευχάριστος στις συναναστροφές του και διακρινόταν για το μεγαλείο της ψυχής του και την πολιτική του οξυδέρκεια. Ο λιτός και απλός βίος του συγκρίθηκε στη συνέχεια με τη γεμάτη χλιδή ζωή του Πέρση βασιλιά. Πριν περάσει στον επίλογο, ο συγγραφέας δήλωσε ότι με το έργο του αυτό θέλησε να εγκωμιάσει τον Αγησίλαο, γιατί όλες του οι αρετές τον κατέστησαν υπόδειγμα για τους άλλους. Έτσι, προχωρά στην ανακεφαλαίωσή τους.


[11.1] Βούλομαι δὲ καὶ ἐν κεφαλαίοις ἐπανελθεῖν τὴν ἀρετὴν
αὐτοῦ, ὡς ἂν ὁ ἔπαινος εὐμνημονεστέρως ἔχῃ. Ἀγησίλαος
ἱερὰ μὲν καὶ τὰ ἐν τοῖς πολεμίοις ἐσέβετο, ἡγούμενος τοὺς
θεοὺς οὐχ ἧττον ἐν τῇ πολεμίᾳ χρῆναι ἢ ἐν τῇ φιλίᾳ συμ-
μάχους ποιεῖσθαι· ἱκέτας δὲ θεῶν οὐδὲ ἐχθροὺς ἐβιάζετο,
νομίζων ἄλογον εἶναι τοὺς μὲν ἐξ ἱερῶν κλέπτοντας ἱερο-
σύλους καλεῖν, τοὺς δὲ βωμῶν ἱκέτας ἀποσπῶντας εὐσεβεῖς
ἡγεῖσθαι. [11.2] ἐκεῖνός γε μὴν ὑμνῶν οὔποτ’ ἔληγεν ὡς τοὺς
θεοὺς οἴοιτο οὐδὲν ἧττον ὁσίοις ἔργοις ἢ ἁγνοῖς ἱεροῖς
ἥδεσθαι. ἀλλὰ μὴν καὶ ὁπότε εὐτυχοίη, οὐκ ἀνθρώπων
ὑπερεφρόνει, ἀλλὰ θεοῖς χάριν ᾔδει. καὶ θαρρῶν πλείονα
ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο. εἴθιστο δὲ φοβούμενος μὲν ἱλαρὸς
φαίνεσθαι, εὐτυχῶν δὲ πρᾷος εἶναι. [11.3] τῶν γε μὴν φίλων οὐ
τοὺς δυνατωτάτους ἀλλὰ τοὺς προθυμοτάτους μάλιστα ἠσπά-
ζετο. ἐμίσει οὐκ εἴ τις κακῶς πάσχων ἠμύνετο, ἀλλ’ εἴ τις
εὐεργετούμενος ἀχάριστος φαίνοιτο. ἔχαιρε δὲ τοὺς μὲν
αἰσχροκερδεῖς πένητας ὁρῶν, τοὺς δὲ δικαίους πλουσίους
ποιῶν, βουλόμενος τὴν δικαιοσύνην τῆς ἀδικίας κερδαλεω-
τέραν καθιστάναι. [11.4] ἤσκει δὲ ἐξομιλεῖν μὲν παντοδαποῖς,
χρῆσθαι δὲ τοῖς ἀγαθοῖς. ὁπότε δὲ ψεγόντων ἢ ἐπαινούν-
των τινὰς ἀκούοι, οὐχ ἧττον ᾤετο καταμανθάνειν <τοὺς> τῶν
λεγόντων τρόπους ἢ περὶ ὧν λέγοιεν. καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ
φίλων ἐξαπατωμένους οὐκ ἔψεγε, τοὺς δὲ ὑπὸ πολεμίων
πάμπαν κατεμέμφετο, καὶ τὸ μὲν ἀπιστοῦντας ἐξαπατᾶν
σοφὸν ἔκρινε, τὸ δὲ πιστεύοντας ἀνόσιον. [11.5] ἐπαινούμενος δὲ
ἔχαιρεν ὑπὸ τῶν καὶ ψέγειν ἐθελόντων τὰ μὴ ἀρεστά, καὶ
τῶν παρρησιαζομένων οὐδένα ἤχθραινε, τοὺς δὲ κρυψίνους
ὥσπερ ἐνέδρας ἐφυλάττετο. τούς γε μὴν διαβόλους μᾶλλον
ἢ τοὺς κλέπτας ἐμίσει, μείζω ζημίαν ἡγούμενος φίλων ἢ
χρημάτων στερίσκεσθαι. [11.6] καὶ τὰς μὲν τῶν ἰδιωτῶν ἁμαρτίας
πρᾴως ἔφερε, τὰς δὲ τῶν ἀρχόντων μεγάλας ἦγε, κρίνων
τοὺς μὲν ὀλίγα, τοὺς δὲ πολλὰ κακῶς διατιθέναι. τῇ δὲ
βασιλείᾳ προσήκειν ἐνόμιζεν οὐ ῥᾳδιουργίαν ἀλλὰ καλο-
κἀγαθίαν. [11.7] καὶ τοῦ μὲν σώματος εἰκόνα στήσασθαι ἀπέ-
σχετο, πολλῶν αὐτῷ τοῦτο δωρεῖσθαι θελόντων, τῆς δὲ ψυχῆς
οὐδέποτε ἐπαύετο μνημεῖα διαπονούμενος, ἡγούμενος τὸ μὲν
ἀνδριαντοποιῶν, τὸ δὲ αὑτοῦ ἔργον εἶναι, καὶ τὸ μὲν πλουσίων,
τὸ δὲ τῶν ἀγαθῶν. [11.8] χρήμασί γε μὴν οὐ μόνον δικαίως ἀλλὰ
καὶ ἐλευθερίως ἐχρῆτο, τῷ μὲν δικαίῳ ἀρκεῖν ἡγούμενος τὸ
ἐᾶν τὰ ἀλλότρια, τῷ δὲ ἐλευθερίῳ καὶ τῶν ἑαυτοῦ προσωφε-
λητέον εἶναι. αἰεὶ δὲ δεισιδαίμων ἦν, νομίζων τοὺς μὲν
καλῶς ζῶντας οὔπω εὐδαίμονας, τοὺς δὲ εὐκλεῶς τετελευτη-
κότας ἤδη μακαρίους. [11.9] μείζω δὲ συμφορὰν ἔκρινε τὸ γιγνώ-
σκοντα ἢ ἀγνοοῦντα ἀμελεῖν τῶν ἀγαθῶν. δόξης δὲ οὐδεμιᾶς
ἤρα ἧς οὐκ ἐξεπόνει τὰ ἴδια. μετ’ ὀλίγων δέ μοι ἐδόκει
ἀνθρώπων οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπάθειαν νομίζειν·
ἐπαινούμενος γοῦν ἔχαιρε μᾶλλον ἢ χρήματα κτώμενος. ἀλλὰ
μὴν ἀνδρείαν γε τὸ πλέον μετ’ εὐβουλίας ἢ μετὰ κινδύνων
ἐπεδείκνυτο, καὶ σοφίαν ἔργῳ μᾶλλον ἢ λόγοις ἤσκει. [11.10] πρᾳό-
τατός γε μὴν φίλοις ὢν ἐχθροῖς φοβερώτατος ἦν· καὶ πόνοις
μάλιστα ἀντέχων ἑταίροις ἥδιστα ὑπεῖκε, καλῶν ἔργων μᾶλ-
λον ἢ τῶν καλῶν σωμάτων ἐπιθυμῶν. ἔν γε μὴν ταῖς
εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς
ἐδύνατο εἶναι. [11.11] καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ τρόπῳ
ἐπετήδευε, καὶ τῷ μεγαλόφρονι οὐ σὺν ὕβρει ἀλλὰ σὺν
γνώμῃ ἐχρῆτο· τῶν γοῦν ὑπεραύχων καταφρονῶν τῶν μετρίων
ταπεινότερος ἦν. καὶ γὰρ ἐκαλλωπίζετο τῇ μὲν ἀμφὶ τὸ
σῶμα φαυλότητι, τῷ δ’ ἀμφὶ τὸ στράτευμα κόσμῳ <καὶ> τῷ
μὲν αὐτὸς ὡς ἐλαχίστων δεῖσθαι, τῷ δὲ τοὺς φίλους ὡς
πλεῖστα ὠφελεῖν. [11.12] πρὸς δὲ τούτοις βαρύτατος μὲν ἀνταγω-
νιστὴς ἦν, κουφότατος δὲ κρατήσας· ἐχθροῖς μὲν δυσεξαπά-
τητος, φίλοις δὲ εὐπαραπειστότατος. αἰεὶ δὲ τιθεὶς τὰ τῶν
φίλων ἀσφαλῶς αἰεὶ ἀμαυροῦν τὰ τῶν πολεμίων ἔργον εἶχεν.
[11.13] ἐκεῖνον οἱ μὲν συγγενεῖς φιλοκηδεμόνα ἐκάλουν, οἱ δὲ χρώ-
μενοι ἀπροφάσιστον, οἱ δ’ ὑπουργήσαντές τι μνήμονα, οἱ δ’
ἀδικούμενοι ἐπίκουρον, οἵ γε μὴν συγκινδυνεύοντες μετὰ θεοὺς
σωτῆρα.

[11.14] Δοκεῖ δ’ ἔμοιγε καὶ τόδε μόνος ἀνθρώπων ἐπιδεῖξαι, ὅτι ἡ
μὲν τοῦ σώματος ἰσχὺς γηράσκει, ἡ δὲ τῆς ψυχῆς ῥώμη τῶν
ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἀγήρατός ἐστιν. ἐκεῖνος γοῦν οὐκ ἀπεῖπε
μεγάλην καὶ καλὴν ἐφιέμενος <δόξαν, ἔστε> τὸ σῶμα φέρειν
ἐδύνατο τὴν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ῥώμην. [11.15] τοιγαροῦν ποίας οὐ
νεότητος κρεῖττον τὸ ἐκείνου γῆρας ἐφάνη; τίς μὲν γὰρ τοῖς
ἐχθροῖς ἀκμάζων οὕτω φοβερὸς ἦν ὡς Ἀγησίλαος τὸ μήκι-
στον τοῦ αἰῶνος ἔχων; τίνος δ’ ἐκποδὼν γενομένου μᾶλλον
ἥσθησαν οἱ πολέμιοι ἢ Ἀγησιλάου καίπερ γηραιοῦ τελευτή-
σαντος; τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος,
καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν; τίνα δὲ νέον οἱ
φίλοι πλέον ἐπόθησαν ἢ Ἀγησίλαον γηραιὸν ἀποθανόντα;
[11.16] οὕτω δὲ τελέως ὁ ἀνὴρ τῇ πατρίδι ὠφέλιμος ὢν διεγένετο ὡς
καὶ τετελευτηκὼς ἤδη ἔτι μεγαλείως ὠφελῶν τὴν πόλιν εἰς
τὴν ἀίδιον οἴκησιν κατηγάγετο, μνημεῖα μὲν τῆς ἑαυτοῦ
ἀρετῆς ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν κτησάμενος, τῆς δὲ βασιλικῆς
ταφῆς ἐν τῇ πατρίδι τυχών.

***
Θέλω δε να εκθέσω εν συντομία πάλιν τα περί της αρετής του, ίνα ο έπαινος παραμείνη βαθύτερα χαραγμένος εις την μνήμην. Ο Αγησίλαος εσέβετο τα ιερά και αυτών ακόμη των εχθρών, έχων την γνώμην ότι έπρεπε να κάμνη συμμάχους του όχι ολιγώτερον τους θεούς των εχθρών από τους θεούς των φιλικών του χωρών. Δεν εκακομεταχειρίζετο δε ούτε τους εχθρούς όταν κατέφευγον ως ικέται των θεών θεωρών παράλογον να αποκαλούνται ιερόσυλοι εκείνοι οι οποίοι έκλεπτον από τα ιερά, να νομίζωνται δε ευσεβείς εκείνοι οι οποίοι αποσπώσι τους ικέτας από τους βωμούς. Ουδέποτε έπαυε επαναλαμβάνων ότι επίστευε ότι οι θεοί ηρέσκοντο όχι ολιγώτερον εις τας αγαθάς πράξεις παρά εις τας αγνάς τελετάς.

Προσέτι κατά τας στιγμάς της ευτυχίας του δεν περιεφρόνει τους ανθρώπους, αλλ' απέδιδε ευχαριστίας προς τους θεούς, και ήσυχος πλέον προσέφερε περισσοτέρας θυσίας από όσας είχε υποσχεθή κατά την στιγμήν του κινδύνου. Συνείθιζε δε να δεικνύεται χαρούμενος κατά την ώραν του κινδύνου και γαλήνιος κατά την ώραν της ευτυχίας. Από τους φίλους του δεν ηγάπα περισσότερον τους ισχυροτέρους αλλά τους προθυμοτέρους. Εμίσει δε όχι εκείνον ο οποίος εξεδικείτο διά προσγενομένην εις αυτόν προσβολήν αλλ' εκείνον ο οποίος εφαίνετο αγνώμων προς τον ευεργέτην του. Έχαιρε βλέπων πενομένους τους αισχροκερδείς, τους δε δικαίους επλούτιζε, θέλων να καταστή η δικαιοσύνη επικερδεστέρα από την αδικίαν. Συνείθιζε να συναναστρέφεται μεν με οιονδήποτε, να συνδέεται δε με τους εκλεκτούς. Όταν δε ήκουε μερικούς κατακρίνοντας ή επαινούντας, εσκέπτετο ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εμάνθανε και τον χαρακτήρα των λεγόντων και εκείνων περί των οποίων εγίνετο λόγος. Δεν κατέκρινε τους απατωμένους από τους φίλους, εμέμφετο όμως πολύ τους απατωμένους από τους εχθρούς, εθεώρει δε σοφόν το να εξαπατά κανείς τους δυσπίστους και ανόσιον τους ευπίστους. Έχαιρε ακούων επαίνους από εκείνους οι οποίοι έχουν το θάρρος να κατακρίνουν όσα δεν τους αρέσουν και τους λέγοντας με θάρρος την αλήθειαν ουδέποτε εμίσει, τους δε υποκριτάς απέφευγε ως επιβούλους. Διότι εμίσει περισσότερον τους συκοφάντας παρά τους κλέπτας, θεωρών μεγαλυτέραν ζημίαν τηναπώλειαν φίλων παρά χρημάτων. Και τα μεν παραπτώματα των ιδιωτών συνεχώρει, τα δε των αρχόντων εθεώρει τρομερά, κρίνων ότι οι μεν κάνουν μικρόν κακόν οι δε μέγα. Επίστευε δε ότι εις την βασιλείαν αρμόζει όχι ραδιουργία αλλά καλοκαγαθία. Και ημπόδιζε να του στήσουν ανδριάντα, καίτοι πολλοί ήθελον να του προσφέρουν τοιούτον, ποτέ δε δεν έπαυσε προσπαθών ν' αποκτήση μνημεία της ψυχής του, διότι είχε την γνώμην ότι το μεν ήτο έργον των ανδριαντοποιών και των πλουσίων, το δε ήτο έργον ιδικόν του και των ανωτέρων ανθρώπων.

Εδείκνυτο δε όχι μόνον δίκαιος αλλά και γενναίος, θεωρών ότι ο μεν δίκαιος αρκείται να μη εγγίζη τα αλλότρια πράγματα, ο δε γενναίος θεωρεί καθήκον του να δίδη και από τα ιδικά του. Ήτο δε πάντοτε δεισιδαίμων, πεπεισμένος ότι οι ευτυχώς διερχόμενοι την ζωήν των δεν δύνανται να θεωρηθούν ευτυχείς, μακάριοι δε είναι μόνον εκείνοι οι οποίοι έχουν ήδη αποθάνει. Περισσότερον δε άξιον κατακρίσεως εθεώρει το να παραμελή κανείς την αρετήν εν γνώσει παρά εν αγνοία. Δεν ηρέσκετο εις καμμίαν δόξαν την οποίαν δεν απέκτα διά της ατομικής του εργασίας. Νομίζω δε ότι ολίγοι άνθρωποι ήσαν ως αυτός, ο οποίος ενόμιζε ότι η αρετή δεν ήτο βάσανος αλλά τέρψις· όταν λοιπόν εδέχετο επαίνους έχαιρε περισσότερον παρά εάν απέκτα πλούτη. Προσέτι υπερηφανεύετο περισσότερον διά την σώφρονα ανδρείαν παρά διά την ριψοκίνδυνον, και την φρόνησίν του επεδείκνυε μάλλον με έργα παρά με λόγια. Γλυκύτατος διά τους φίλους, ήτο τρομερώτατος διά τους εχθρούς· αντέχων πολύ εις τους κόπους, υπεχώρει με μεγάλην ευχαρίστησιν εις τους φίλους του, προτιμών περισσότερον τας καλάς πράξεις παρά τα ωραία σώματα. Γνωρίζων να είναι μετριοπαθής κατά τας επιτυχίας, ηδύνατο να είναι τολμηρός εις τους κινδύνους. Και την χαριτολογίαν εχρησιμοποίει όχι με δηκτικότητα, αλλά με τον ήπιον χαρακτήρα του, την δε γενναιοφροσύνην μετεχειρίζετο όχι με έπαρσιν αλλά με φρόνησιν· κατηγορών λοιπόν τους οιηματίας, ήτο ταπεινότερος των ταπεινών. Διότι η περιβολή του ήτο ευτελεστάτη, ενώ εις τον στρατόν του ήθελε μεγαλοπρέπειαν. Και διά μεν τον εαυτόν του εφρόντιζε να έχη ανάγκην όσον το δυνατόν ολιγωτέρων πραγμάτων, εις δε τους οπαδούς του παρείχε όσον το δυνατόν περισσότερα ωφελήματα. Προσέτι ήτο τρομερώτατος ως αντίπαλος και μαλακώτατος ως νικητής, δυσκόλως εξαπατώμενος από τους εχθρούς και ευπιστότατος ων προς τους φίλους. Πάντοτε δε εφρόντιζε να εξασφαλίση τους φίλους του και να αφανίση τους εχθρούς. Οι μεν συγγενείς του τον απεκάλουν φιλοσυγγενή, οι δε λαβόντες παρ' αυτού χάριν πρόθυμον, όσοι δε του προσέφερον υπηρεσίαν ευγνώμονα, οι καταδυναστευόμενοι τον απεκάλουν προστάτην, όσοι δε μαζί με αυτόν εκινδύνευον τον ωνόμαζον σωτήρα έπειτα από τους θεούς.

Νομίζω δε ότι είναι ο μόνος άνθρωπος ο οποίος απέδειξε ότι η μεν δύναμις του σώματος γηράσκει, η δε ανδρεία της ψυχής των μεγάλων ανδρών μένει αγήρατος. Δεν έπαυσε ποτέ να αποκτά μεγάλην και περιφανή δόξαν, ακόμη και όταν το σώμα του δεν ηδύνατο να παρακολουθήση την ψυχικήν δύναμιν. Ποίας λοιπόν νεότητος δεν απεδείχθη καλύτερον το γήρας εκείνου; Διότι ποίος άνθρωπος εν τη ακμή της δράσεώς του ευρισκόμενος υπήρξε τόσον επίφοβος εις τους εχθρούς του όσον ο Αγησίλαος μέχρι των γηρατείων του; Τίνος δε ο θάνατος εχαροποίησε περισσότερον τους εχθρούς από τον θάνατον του Αγησιλάου, μολονότι γέροντος; Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής; Ποίον δε νέον οι φίλοι έκλαυσαν κατά τον θάνατόν του όσον τον γηραιόν Αγησίλαον; Τόσον δε πολύ ωφέλιμος υπήρξε εις την πατρίδα του ο άνθρωπος αυτός, ώστε και αποθανών ακόμη κατήλθε εις τας αιωνίους μονάς, αποκτήσας εις όλην την γην μνημεία της αρετής του και λαβών βασιλικήν ταφήν εις την πατρίδα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου