Η θεωρία της απόφασης, που εκτίθεται σ’ αυτό το άρθρα, θέλει να παραμείνει αυστηρά περιγραφική. Το μέλημά μας δε είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος μιας ύπαρξης, η οποία ταλανίζεται από αφαιρέσεις και συστήματα, ωστόσο ακατάπαυστα πάλλεται κι αναζητεί δικούς της δρόμους, να παίρνει αποφάσεις απόλυτα αυτόνομες και βαθύτατα προσωπικές˙ αυτό το δικαίωμα υπεράσπιζαν μέχρι σήμερα οι κρατούσες παραλλαγές της θεωρίας της απόφασης, όπως εμφανίζονται στις λεγόμενες υπαρξιστικές φιλοσοφίες. Εμείς θα δείξουμε, αντίθετα, ότι τούτη η στρατευμένη θεωρία της απόφασης δεν μπορεί ποτέ να επιβληθεί μακροπρόθεσμα ή σε έκταση κοινωνικά αξιόλογη, όσο κι αν αποτέλεσε ή αν αποτελεί ακόμα φυσιολογικό φαινόμενο διαμαρτυρίας μέσα σε ορισμένες συγκυρίες της ιστορίας των ιδεών. Από την άλλη μεριά, επιθυμούμε να αποδείξουμε ότι και η σκέψη εκείνη, η οποία θα ήθελε να εμφανισθεί ως αντίπαλη της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης, είναι de facto υποχρεωμένη να εκτυλιχθεί και να δομηθεί πάνω στη βάση μιας απόφασης, όσο έντονα κι αν το αμφισβητεί αυτό για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Και, τέλος, θα ισχυρισθούμε ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις τα πράγματα δεν μπορεί να είναι διαφορετικά απ’ ό,τι ήσαν ίσαμε τώρα, και ότι οι εισηγήσεις ή οι ευχές για τη διόρθωσή τους δεν προωθούν την κατανόηση, παρά την πολεμική, καθώς μάλιστα εξ αρχής έχουν πρόθεση και υφή πολεμική.
Η ίση απόσταση της δικής μας θεωρίας τόσο από τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης όσο και από τους αντιπάλους της δίδεται ήδη εξ αιτίας του περιγραφικού της χαρακτήρα. Γιατί, σε αντίθεση με αυτήν, και οι δύο παραπάνω αντιλήψεις εδράζονται σε κανονιστικές πεποιθήσεις. Η στρατευμένη θεωρία της απόφασης βλέπει την απόφαση όχι απλώς ως αναπόδραστη πραγματικότητα, αλλά την έχει αναγορεύσει σε καθήκον και συχνά την μετέτρεψε σε παθητική και δραματική τελετουργία, γι’ αυτό και θα μπορούσε να ονομαστεί επιταγματική ή κανονιστική θεωρία της απόφασης. Κατά την άποψή της, το άτομο οφείλει να γνωρίσει υπαρξιακά ύψη και βάθη, τινάζοντας πάνωθέ του τον κονιορτό του καθημερινού και του αυτονόητου, αποσείοντας την πίεση υπερπροσωπικών ή απρόσωπων κοινωνικών και πνευματικών θεσμίσεων, και δοκιμάζοντας στο πετσί του και σ’ όλη τους τη δριμύτητα τις εναλλακτικές λύσεις των προβλημάτων της ζωής. Όποιος μπορεί να περιέλθει σ’ αυτή την κατάσταση και να σηκώσει τέτοια ευθύνη, όποιος κρατά ανά πάσα στιγμή τη γνωστική και ηθική του συνείδηση ξάγρυπνη και έτοιμη για την μεγάλη απόφαση, αυτός θεωρείται eo ipso αξιότερος από όσους βολεύονται με έτοιμες βεβαιότητες και κανονιστικές αρχές. Ο έμπρακτος υποβιβασμός των αντιπάλων της θεωρίας της απόφασης, ο οποίος προκύπτει από τούτη την τοποθέτηση, προφανώς θεμελιώνεται σε μιαν ορισμένη αξιολογική αντίληψη για τον «αληθινό» προορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ωστόσο η αντίληψη αυτή παραγνωρίζει πόσο μεγάλη υπαρξιακή ένταση είναι ικανή να αναπτύξει μια ανθρώπινη στάση, η οποία ρητά και απροκάλυπτα κατανοεί τον εαυτό της ακριβώς ως στάση υπαγορευόμενη από το καθήκον ή και ως πρόσχαρη υποταγή σε κάθε λογής εξουσιαστικές αρχές˙ παραγνωρίζει επίσης πόσο κοντά βρίσκεται συχνά η υπαρξιακή ένταση τούτης εδώ της στάσης προς την ένταση της προσωπικής απόφασης.
Όμως και οι οπαδοί της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης εμποδίζονται από τον πολεμικό τους ζήλο να διαπιστώσουν τέτοιες δυσάρεστες και συνάμα αποκαλυπτικές συγγένειες, οι οποίες δημιουργούνται από την κοινή εμμονή των δύο πλευρών σε κάποιο κανονιστικό στοιχείο, έστω κι αν η κάθε μια τους ορίζει το περιεχόμενο του τελευταίου κατά τρόπο ολότελα διαφορετικό ˙ έτσι η οξύτητα της αντίθεσης ως προς το περιεχόμενο επικαλύπτει τη βαρύνουσα μορφική και δομική ομοιότητα της θεμελιώδους στάσης. Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, η χαρακτηριστική κανονιστική τοποθέτηση των αντιπάλων της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης διαφαίνεται μέσα από τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουν τη θεωρία της απόφασης εν γένει. Από τη σκοπιά τους, δηλαδή, κάθε θεωρία της απόφασης παρουσιάζεται ως εξύμνηση ή τουλάχιστον ως αποδέσμευση της υποκειμενικής αυθαιρεσίας, ως έκκληση προς παραμερισμό της καλοπροαίρετης και συνεκτικής σκέψης για χάρη αχαλίνωτων εκρήξεων ή τυχαίων εμπνεύσεων και, επίσης, ως άμεση ή έμμεση συνηγορία υπέρ της πνευματικής (αν όχι και της πολιτικής) βίας και εναντίον του συνδιαλεγόμενου και συνδιαλλασσόμενου Λόγου. Οι κανονιστικές συνέπειες και προϋποθέσεις τούτης της κριτικής είναι πρόδηλες: η σκέψη όχι μόνο οφείλει να καταλήξει σε γενικώς δεσμευτικά, δηλαδή ηθικώς αποδεκτά πορίσματα (άλλωστε όσοι πρεσβεύουν τη θεωρία της απόφασης θα μπορούσαν να επιλέξουν με την υπαρξιακή τους απόφαση ακριβώς το ίδιο πράγμα που και οι αντίπαλοι της θεωρίας της απόφασης ίσως θεωρούν το καλύτερο, π.χ. τον Θεό ή την ελευθερία), αλλά και να μεθοδεύει άψογα την εργασία της, δηλαδή να σέβεται κανόνες γενικά ισχύοντες και να εμφανίζεται κατά το δυνατόν μετριοφρονέστερη –με άλλα λόγια: να παρουσιάζεται ως αξιόπιστος και σοβαρός υπηρέτης, ερμηνευτής και υπερασπιστής αντικειμενικών αξιών και αληθειών. Η εσωτερική λογική και η κοινωνική λειτουργία αυτής της τοποθέτησης, που ως τώρα ήταν η κυρίαρχη και ασφαλώς θα συνεχίσει να κυριαρχεί, θα μας απασχολήσουν διεξοδικά παρακάτω. Προκαταλαμβάνοντας τις αναλύσεις αυτές, ας θυμίσουμε μόνο εκείνη την παράδοξη (για ορισμένους άμεσα ενδιαφερόμενους ) ή ευτράπελη (για μας) κατάσταση, όπου παρατάξεις, οι οποίες ρητά και από κοινού απορρίπτουν το υπαρξιακό πρωτείο και τη θεωρία της απόφασης, στη συνέχεια καταπολεμούν με το ίδιο μένος η μία την άλλη στο όνομα «αντικειμενικών» αξιών και αληθειών. Ακριβώς η γενική, αλλά ως προς το περιεχόμενό της (πολύ) διαφορετική, επίκληση της «αντικειμενικής αλήθειας» κλονίζει τελικά την πίστη στην ύπαρξη μιας τέτοιας αλήθειας και τροφοδοτεί τάσεις ευνοϊκές για τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης, έστω κι αν αυτό δεν διαρκεί περισσότερο απ’ ό,τι το σύντομο διάστημα μιας μεσοβασιλείας, δηλαδή ώσπου να επικρατήσει η εκάστοτε ισχυρότερη «αντικειμενικότητα».
Η δική μας περιγραφική θεωρία της απόφασης δεν δέχεται λοιπόν ούτε την απόφαση ως υπαρξιακό Δέον ούτε την καθηκοντολογική σύνδεση των αποφάσεων με κάποιο Δέον δήθεν αντικειμενικό. Ενάντια στους αντιπάλους της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης πρέπει να τονιστεί ότι το να καταπολεμά κανείς τη θεωρία της απόφασης και το να βρίσκεται ο ίδιος εντελώς έξω από το πεδίο εφαρμογής της είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, με άλλα λόγια, ότι πίσω από τη δήθεν εδραία αντικειμενικότητα του Δέοντος μπορεί θαυμάσια να κρύβεται η πλαστική υποκειμενικότητα της απόφασης. Ενάντια στη στρατευμένη ή κανονιστική θεωρία της απόφασης μπορούμε πάλι να πούμε πως η θέση, ότι κάθε πράξη και κάθε σκέψη έτσι κι αλλιώς στηρίζεται σε μιαν (όχι αναγκαστικά προσωπική και συνειδητή) απόφαση, κάνει αυτόματα εντελώς περιττό τον δεοντολογικό χαρακτήρα της απόφασης. Μονάχα αυτός ο διπλός παραμερισμός της κανονιστικής θεώρησης καθιστά δυνατή την καθαρά περιγραφική θεωρία της απόφασης. Αλλά και αντίστροφα: μονάχα η κατανόηση του γεγονότος, ότι η επικράτηση της κανονιστικής θεώρησης αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα, επιτρέπει στη θεωρία τούτη να παραμείνει περιγραφική, δηλαδή αξιολογικά ελεύθερη. Τούτο μπορεί να φαίνεται παράδοξο ˙ και όμως, αν δούμε τα πράγματα βαθύτερα, η αξιολογική ελευθερία στο επίπεδο της θεωρίας και η αναγνώριση της υπεροχής της αξιολογικής και κανονιστικής σκέψης στο πρακτικό πεδίο είναι αδιαχώριστες μεταξύ τους. Γιατί απολύτως αξιολογικά ελεύθερη είναι μια θεώρηση όχι ήδη επειδή συνειδητοποίησε την υποκειμενικότητα και τη σχετικότητα των αξιών, αλλά από τη στιγμή που η ίδια παραιτείται ολότελα από το ρόλο του διαφωτιστή και του θεραπευτή –κοντολογίς: από το ρόλο του ηγέτη ˙ άλλωστε η ροπή προς την κανονιστική θεώρηση πηγάζει κατά πρώτο λόγο από την επιθυμία να παίξει κανείς έναν τέτοιο ρόλο. Η αξιολογικά ελεύθερη γνώση δεν μπορεί να θέσει ως στόχο της τη διάλυση των ψευδαισθήσεων, γιατί η ίδια έγινε αξιολογικά ελεύθερη μόνο και μόνο χάρη στη διαπίστωση ότι οι ψευδαισθήσεις δεν διαλύονται, και μάλιστα είναι βιοτικά αναγκαίες. Για τούτο η αξιολογικά ελεύθερη γνώση υποχρεωτικά παραμένει στο περιθώριο και απευθύνεται σε όσους είναι σε θέση να εκτιμήσουν γνώσεις και διαπιστώσεις πρακτικά περιττές ή και ανασχετικές. Αν σε ορισμένες εποχές γνωρίζει περισσότερη δημοσιότητα, ο λόγος είναι απλώς ότι η κανονιστική σκέψη βρίσκεται σε κρίση και θέλει να αυτοεπιβεβαιωθεί ασκώντας πολεμική εναντίον της και αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους. Επειδή η αξιολογικά ελεύθερη σκέψη δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει την ευρύτερη κοινωνική επιδοκιμασία, γι’ αυτό και η δημόσια εμφάνισή της έχει ως μόνο αποτέλεσμα να κινητοποιούνται οι εχθροί της και να εκλεπτύνονται τα επιχειρήματα των κανονιστικών θεωριών. Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, απλώς είναι αναπόφευκτο. Αν τα πράγματα έρχονταν διαφορετικά, τότε ο κόσμος αυτός θα γινόταν άλλος, δηλαδή δεν θα ήταν πια ο κόσμος, από την περιγραφή του οποίου προέκυψε η αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση.
Η τελευταία τούτη πρόταση συνεπάγεται ότι η λογικά συνεπής αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση εδράζεται σε μιαν ορισμένη αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα. Πρόθεσή μας εδώ είναι να τονίσουμε και να διευκρινίσουμε αυτήν τη συνάφεια. Όταν προσπαθεί κανείς να την αρνηθεί ή τουλάχιστον να την αποσιωπήσει, τότε δημιουργείται εκείνη η κατάσταση της αμηχανίας, στην οποία βρίσκονται αδιάκοπα μερικοί σύγχρονοι μας θετικιστές ή «κριτικοί» ορθολογιστές, καθώς θέλουν να εμφανίζονται ως αξιολογικά ελεύθεροι επιστήμονες, ενώ την ίδια στιγμή μεταμορφώνονται σε αιθεροβάμονες μεταφυσικούς προκειμένου να υπερασπίσουν λ.χ. τον φιλελεύθερο ηθικισμό ή «την» ελευθερία. Αυτού του είδους η αξιολογική ελευθερία δεν είχε άλλωστε ποτέ την πρόθεση να απόσχει οριστικά από τον αγώνα των παρατάξεων ή να παραιτηθεί από τον ενδεχόμενο ρόλο του ηγέτη, παρά αποτελούσε και η ίδια πολεμική πράξη, δηλαδή στρεφόταν εξ αρχής ενάντια στη μαρξιστική-λενινιστική ομολογία πίστεως στην κομματικότητα της επιστήμης, και το έκανε αυτό από τη σκοπιά φιλελεύθερων αντιλήψεων για την αυτονομία των διάφορων βασικών τομέων της κοινωνικής ζωής. Τέτοιοι εκπρόσωποι της αξιολογικής ελευθερίας προβάλλουν βέβαια ως ιδεώδες την απουσία οποιωνδήποτε κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων από την σκέψη και την έρευνα, όμως διόλου δεν εξετάζουν τη συνάφεια ανάμεσα στην προβολή ενός τέτοιου ιδεώδους καθ’ εαυτήν και σε ορισμένες αντιλήψεις αναφερόμενες στο περιεχόμενο της σκέψης, και ειδικότερα σε ζητήματα ανθρωπολογικά και φιλοσοφίας του πολιτισμού. Και δεν το κάνουν ακριβώς επειδή η αξιολογική τους ελευθερία επαμφοτερίζει και τα βαθύτερα κίνητρά τους είναι ετερογενή, δηλαδή συνδέονται με κανονιστικές προθέσεις και αρχές. Αν εκπροσωπούσαν απροκάλυπτα τον εγγενή ριζοσπαστικό σκεπτικισμό της αξιολογικά ελεύθερης θεώρησης, δηλαδή την αδιαφορία της απέναντι σε κανονιστικές αρχές στη συνάρτησή της με μιαν ορισμένη αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα, τότε θα έδιναν ευπρόσδεκτα όπλα στους «ολοκληρωτικούς» εχθρούς του φιλελεύθερου θετικισμού, οι οποίοι πλειοδοτούν γενναιόδωρα στη δημοπρασία των ηθικών αξιών. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το διακινδυνεύσει κανείς, αν θέλει να συμμετέχει κατά κάποιον τρόπο στο εγχείρημα της βελτίωσης του κόσμου –έστω και με τη νηφάλια όψη του κριτικού αναλυτή ποικίλων ψευδαισθήσεων.
Επιπλέον, μερικές φορές ελλοχεύει και ο φόβος ότι η συνεπής και ολόπλευρη θεμελίωση της αξιολογικής ελευθερίας θα της αφαιρούσε τον χαρακτήρα αυστηρής επιστημολογικής αρχής και θα την μετέτρεπε σε μια καινούργια μορφή ύποπτης ιδεολογικής ερμηνείας του κόσμου. Γιατί, αν γίνει παραδεκτή η συνάρτηση της αξιολογικά ελεύθερης θεώρησης με μιαν ορισμένη αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα, τότε η θεώρηση αυτή φαίνεται εγκλωβισμένη στην ίδια εκείνη σχετικότητα, η οποία κατά την άποψή της προσιδιάζει αποκλειστικά στην υφή θεωρήσεων δεμένων με ορισμένες αξίες. Πράγματι, ενάντια στη θεωρία της απόφασης και στον σκεπτικισμό –των οποίων η αναγκαία λογική συνάφεια με την αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση ορθά διαπιστώνεται από τους αντιπάλους, έστω κι αν αυτό γίνεται απλώς για λόγους πολεμικής- συχνότατα χρησιμοποιούνται επιχειρήματα του τύπου: η θεωρία της απόφασης σχετικοποιεί τα πάντα ανάγοντάς τα σε αποφάσεις αναγκαία συνδεδεμένες με συγκεκριμένη τοποθέτηση και προοπτική˙ εφ’ όσον και η ίδια, σύμφωνα με τις δικές της προϋποθέσεις, πηγάζει από μια τέτοιαν απόφαση, δεν μπορεί να είναι θεωρητικά δεσμευτική και πειθαναγκαστική. (Στην παραδοσιακή του μορφή το επιχείρημα έχει ως εξής: πώς μπορεί ο σκεπτικιστής να είναι πεπεισμένος για την ορθότητα της δικής του θέσης, αφού αμφισβητεί την ορθότητα όλων των θέσεων;). Τέτοια αγοραία φιλοσοφικά επιχειρήματα έχουν ωστόσο μόνο ρητορική, δηλαδή ψυχολογική αξία και μπορούν να ανασκευασθούν ήδη με τα εργαλεία της τυπικής λογικής. Αν διατυπωθούν σε μορφή κλασσικού συλλογισμού, τότε στη μείζονα πρόταση γίνεται δεκτό εκείνο που απορρίπτεται στο συμπέρασμα, δηλαδή το συμπέρασμα αντιφάσκει προς την προκείμενη αντί να την εμπεριέχει ˙ όμως είναι λογικά εσφαλμένο να γίνεται δεκτή η θεμελιώδης θέση του σκεπτικισμού προκειμένου ν’ αμφισβητηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο η εγκυρότητα του ίδιου του σκεπτικισμού. Άλλωστε ο σκεπτικισμός εκείνος, ο οποίος συνδέεται με την (περιγραφική) θεωρία της απόφασης δεν αφορά τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης, παρά μόνο τη δυνατότητα διατύπωσης αντικειμενικά έγκυρων κανονιστικών αρχών. Τούτη η αντιδιαστολή μεταξύ αντικειμενικής γνώσης και αντικειμενικών κανονιστικών αρχών συνεπάγεται ότι η πρώτη παρεμποδίζεται σε κάθε της βήμα από την προσπάθεια να πορισθεί κανείς τις δεύτερες –όπου με τον όρο «κανονιστικές αρχές» δεν εννοούμε απλώς τις συνήθεις ηθικές εντολές, παρά κάθε κοσμοεικόνα υποτυπωμένη με βάση την επιταγή της αυτοσυντήρησης και της διεύρυνσης της ισχύος ενός ατόμου ή μιας συλλογικής οντότητας ˙ μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας κοσμοεικόνας φαίνεται ότι και η ηθική, με τη στενότερη έννοια του όρου, έχει ερείσματα και νόημα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι μόνο παραίτηση από κάθε κανονιστική αρχή και από κάθε αξίωση για αυτοσυντήρηση και ισχύ μπορεί να καταστήσει δυνατή τη γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Το τίμημα της αξιολογικά ελεύθερης γνώσης είναι η ζωή, γι’ αυτό είναι μηδαμινές οι πιθανότητες να γίνει μια τέτοια γνώση κοινωνικά αποδεκτή.
Στην πνευματική ατμόσφαιρα, την οποία δημιούργησε η κυρίαρχη κανονιστική θεώρηση όλων των αποχρώσεων, κατάντησε να θεωρείται ως κοινοτοπία ανάξια ενός εκλεπτυσμένου στοχασμού ή ως απρέπεια ανεπίτρεπτη μεταξύ μορφωμένων το να θέτει κανείς το στοιχειώδες ερώτημα: γιατί οι κανονιστικές αρχές και οι αξίες δεν επιτέλεσαν στην ίσαμε τώρα ιστορία εκείνο που θα όφειλα να έχουν επιτελέσει προς την κατεύθυνση της αρμονικής συμβίωσης των ανθρώπων με βάση τα όσα επαγγέλλονται και τα όσα λένε οι ίδιες για να αυτοδικαιωθούν; Ή ακόμα: πώς μπόρεσαν να τεθούν τόσο πολλές φορές και με τόσο ζήλο στην υπηρεσία επιθετικών ενεργειών και αμοιβαίας εξόντωσης; Τα λυπηρά τούτα γεγονότα δεν μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει, και το δυσάρεστο συναίσθημα, το οποίο γεννούν στους ηθικιστές, αρθρώθηκε με κλασσική ευκρίνεια στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του παρελθόντος, όπου εκτός από τις θεωρητικές εγγυήσεις για την τελική νίκη του «καλού» προσφέρονται και εξηγήσεις για τη μη πραγματοποίησή της ίσαμε τώρα. Αν στάθηκε δυνατόν να επινοηθούν τέτοιες εξηγήσεις, ο λόγος είναι ότι εντάχθηκαν στο πλαίσιο μιας νοητικής κατασκευής, η οποία ως σύνολο βρισκόταν υπό την αιγίδα της αναμενόμενης ( ίσαμε σήμερα) νίκης του «καλού» και, αντίστοιχα, είτε έβγαζε το «κακό» ανύπαρκτο είτε το ερμήνευε ως ασυνείδητο όργανο πραγμάτωσης του «καλού». Αν αφήσουμε στην άκρη την εσχατολογική πίστη και εξετάσουμε την έως τώρα πρακτική αποτυχία των αξιών με τη βοήθεια κριτηρίων εγγενών, δηλαδή παρμένων από τη θεωρία των αξιών και μόνο, τότε η αποτυχία τούτη θα μας φανεί αίνιγμα. Να το λύσει μπορεί μονάχα μια θεωρία της ανθρώπινης πράξης (και της λειτουργίας του «πνεύματος» εντός της) απαλλαγμένη από όλες τις κανονιστικές αξιωματικές αποδοχές – δηλαδή μια περιγραφική θεωρία της απόφασης. Μια θεωρία με κανονιστικά κίνητρα και κανονιστική έμπνευση δεν μπορεί να εξηγήσει ολοκληρωτικά τους λόγους της πρακτικής της αποτυχίας αν δεν αυτοαναιρεθεί ως αντικειμενική αλήθεια. Εδώ έγκειται η βαθύτερη αιτία, για την οποία οι ηθικιστές κατά το δυνατόν αποφεύγουν να θίξουν το νευραλγικό ζήτημα τούτης της αποτυχίας, μολονότι ακριβώς ένα τέτοιο ζήτημα θα ‘πρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ανθρώπων που μοχθούν για το καλό της ανθρωπότητας. Βέβαια, εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε το εξής: όταν μιλάμε για πρακτική αποτυχία της κανονιστικής θεώρησης, έχουμε κατά νου την απόσταση ανάμεσα στην ονομαστική αξία των συνειδητών της σκοπών και στα πραγματικά ιστορικά συμβάντα˙ όμως η κανονιστική θεώρηση, σε τούτη ή εκείνη την εκδοχή της, παραμένει παρ’ όλ’ αυτά κοινωνικά επιτυχής, γιατί εκπληρώνει ορισμένες λειτουργίες ολότελα ανεξάρτητες από τον τρόπο με τον οποίον κατανοούν τον εαυτό τους οι εκπρόσωποί της – και μάλιστα η αποτυχία της με την παραπάνω έννοια αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την εκπλήρωση των αντικειμενικών της λειτουργιών και επομένως για την κοινωνική της επικράτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου