«Ποιο από τα δύο συμβαίνει λοιπόν, δεν πρέπει να χαρακτηρίζουμε κανέναν άνθρωπο ευδαίμονα όσο ζει, και σύμφωνα με τον Σόλωνα οφείλουμε να κοιτάμε το τέλος του; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, άραγε τότε είναι κάποιος ευδαίμων, όταν έχει πεθάνει; Ή κάτι τέτοιο είναι εντελώς άτοπο, και ιδίως μάλιστα για εμάς που λέμε ότι η ευδαιμονία είναι κάποιου είδους ενέργεια;»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1100a10-14
Προτού εκθέσει τη θεωρία της ευδαιμονίας του ο Αριστοτέλης αισθάνεται την ανάγκη να διασαφηνίσει ορισμένες δημοφιλείς απόψεις. Ως εκ τούτου, η διάσημη φράση του Σόλωνα «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε» μπαίνει στο στόχαστρο του συγγραφέα των Ἠθικῶν Νικομαχείων. Μόνο οι νεκροί μπορούν να είναι μακάριοι; Τότε ποιος είναι ο σκοπός της ζωής; Ο Αριστοτέλης ανακαλύπτει πολλά άτοπα σε όλες τις ερμηνείες που θεωρούν τον πεθαμένο μακάριο. Κατ’ αρχάς, όμως οφείλει να ρίξει φως στο Σολώνειο απόφθεγμα:
«Αν δεν ονομάζουμε τον πεθαμένο ευδαίμονα, ούτε και ο Σόλων το θέλει αυτό, αλλά [λέμε] ότι σε αυτή την περίσταση κανείς θα ονόμαζε με βεβαιότητα έναν άνθρωπο ευδαίμονα, καθώς βρίσκεται εκτός των κακών και των δυστυχιών, και αυτό είναι θέμα προς αμφισβήτηση.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1100a14-18
Η αριστοτελική ευδαιμονία είναι ενέργεια και ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε να δεχτεί την απλή απουσία των κακών, χωρίς την πράξη του δρώντος προσώπου. Ο νεκρός είναι απαλλαγμένος από όλες τις δυστυχίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο πεθαμένος αισθάνεται χαρά, αλλά μάλλον ότι δεν έχει αίσθηση, ούτε του καλού ούτε του κακού. Αυτό γίνεται εμφανές στο τρίτο βιβλίο όπου ο Αριστοτέλης δείχνει να θεωρεί τον θάνατο το μεγαλύτερο δεινό· είναι το τέλος όλων των πραγμάτων:
«Και ο θάνατος είναι το πιο φοβερό από όλα τα πράγματα˙ διότι είναι το τέλος (πέρας γάρ), και για τον πεθαμένο, φαίνεται, ότι δεν υπάρχει πια τίποτε ούτε καλό ούτε κακό.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1115a14-18
Μπορεί ο πεθαμένος να αισθάνεται τις αλλαγές της τύχης όπως ο ζωντανός; Ο Αριστοτέλης θα εξετάσει το σενάριο όπου ένας άνθρωπος έχει ευτυχήσει στη ζωή του και είχε έναν ευτυχισμένο θάνατο. Θα ζήσει σε αέναη ευδαιμονία τη μετά θάνατον ζωή του ή θα τον απασχολούν οι τύχες των απογόνων του (και ως ποια γενιά); Και οι δύο περιπτώσεις, το να χάνει την ευδαιμονία του ο νεκρός λόγω των δυστυχιών των ζωντανών ή το να μην επηρεάζουν έστω και λίγο οι δυστυχίες την ευδαιμονία του, καταλήγουν σε κάτι άτοπο. Ωστόσο:
«Το να μην επιδρούν καθόλου οι τύχες των απογόνων και όλων των φίλων φαίνεται πολύ άσχημο (ἄφιλον) και είναι αντίθετο στις δοξασίες (δόξαις)»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1101a22-24
Ο Αριστοτέλης θέλει να εδραιώσει τη θέση του για την ευδαιμονία, χωρίς να έρθει ακόμη σε άμεση σύγκρουση με τις λαϊκές δοξασίες. Επομένως, θα προτιμήσει να μιλήσει πιο γενικά, καταλήγοντας όμως στο ίδιο συμπέρασμα. Ο πεθαμένος δεν αντιλαμβάνεται τα γυρίσματα της τύχης.
«Φαίνεται λοιπόν ότι η ευπραγία των φίλων και ομοίως η δυσπραγία επιδρούν στους νεκρούς (τοῖς κεκμηκόσιν) αλλά αυτά είναι τέτοιου είδους, ώστε ούτε τους ευδαίμονες να τους κάνουν μη ευδαίμονες ούτε τίποτε άλλο από αυτά.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1101b6-10
Η αριστοτελική ευδαιμονία πεθαίνει με τον νεκρό, ο οποίος δεν μπορεί ούτε να πράττει ηθικές πράξεις ούτε να αλληλοεπιδρά με τους άλλους, ώστε να παραμείνει ευδαίμων. Η ευδαιμονία ανήκει στον εξοπλισμένο με φρόνηση ελεύθερο άνθρωπο που έχει καλλιεργήσει τις ηθικές αρετές με τη συνήθεια και έχει διδαχτεί τις διανοητικές αρετές, τις οποίες χρησιμοποιεί ως γνώμονα στη ζωή του για να επιλέγει ορθά το καλύτερο για τον ίδιο. Όσο ο πεθαμένος δεν ενεργεί δεν θα κατορθώσει να φτάσει ποτέ την ευδαιμονία του ζώντος προσώπου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου