ΙΣΟΚΡ 6.40–48
Παραδείγματα πόλεων που ανέκαμψαν από τις συμφορές τους
Στην πίστιν του λόγου του ξεκινώντας από τον μύθο της επιστροφής των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, ο ομιλητής ανέτρεξε σε όλα τα μυθικά και ιστορικά γεγονότα, για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του ότι η Σπάρτη κατείχε δικαιωματικά τη Μεσσήνη, ενώ στη συνέχεια υποστήριξε ότι η κατοχή αυτή ήταν επιπλέον συμφέρουσα για την πόλη. Και συνεχίζει:
[40] Ἵνα δὲ μὴ δοκῶ περὶ ταῦτα πολὺν χρόνον διατρί-
βειν, ἁπάντων τῶν τοιούτων ἀφέμενος ἐπὶ τὸν ἁπλούστα-
τον ἤδη τρέψομαι τῶν λόγων. εἰ μὲν γὰρ μηδένες πώποτε
τῶν δυστυχησάντων ἀνέλαβον αὑτοὺς μηδ’ ἐπεκράτησαν
τῶν ἐχθρῶν, οὐδ’ ἡμᾶς εἰκὸς ἐλπίζειν περιγενήσεσθαι
πολεμοῦντας· εἰ δὲ πολλάκις γέγονεν ὥστε καὶ τοὺς μείζω
δύναμιν ἔχοντας ὑπὸ τῶν ἀσθενεστέρων κρατηθῆναι καὶ
τοὺς πολιορκοῦντας ὑπὸ τῶν κατακεκλειμένων διαφθα-
ρῆναι, τί θαυμαστὸν εἰ καὶ τὰ νῦν καθεστῶτα λήψεταί
τινα μετάστασιν;
[41] Ἐπὶ μὲν οὖν τῆς ἡμετέρας πόλεως οὐδὲν ἔχω τοιοῦ-
τον εἰπεῖν· ἐν γὰρ τοῖς ἐπέκεινα χρόνοις οὐδένες πώποτε
κρείττους ἡμῶν εἰς ταύτην τὴν χώραν εἰσέβαλον· ἐπὶ δὲ
τῶν ἄλλων πολλοῖς ἄν τις παραδείγμασι χρήσαιτο, καὶ
μάλιστ’ ἐπὶ τῆς πόλεως τῆς Ἀθηναίων. [42] τούτους γὰρ
εὑρήσομεν, ἐξ ὧν μὲν τοῖς ἄλλοις προσέταττον, πρὸς τοὺς
Ἕλληνας διαβληθέντας, ἐξ ὧν δὲ τοὺς ὑβρίζοντας ἠμύ-
ναντο, παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις εὐδοκιμήσαντας. τοὺς μὲν
οὖν παλαιοὺς κινδύνους εἰ διεξιοίην, οὓς ἐποιήσαντο πρὸς
Ἀμαζόνας ἢ Θρᾷκας ἢ Πελοποννησίους τοὺς μετ’ Εὐρυ-
σθέως εἰς τὴν χώραν αὐτῶν εἰσβαλόντας, ἴσως ἀρχαῖα καὶ
πόρρω τῶν νῦν παρόντων λέγειν ἂν δοκοίην· ἐν δὲ τῷ
Περσικῷ πολέμῳ τίς οὐκ οἶδεν ἐξ οἵων συμφορῶν εἰς
ὅσην εὐδαιμονίαν κατέστησαν; [43] μόνοι γὰρ τῶν ἔξω
Πελοποννήσου κατοικούντων, ὁρῶντες τὴν τῶν βαρβάρων
δύναμιν ἀνυπόστατον οὖσαν, οὐκ ἠξίωσαν βουλεύσασθαι
περὶ τῶν προσταττομένων αὐτοῖς, ἀλλ’ εὐθὺς εἵλοντο
περιιδεῖν ἀνάστατον τὴν πόλιν γεγενημένην μᾶλλον ἢ
δουλεύουσαν. ἐκλιπόντες δὲ τὴν χώραν, καὶ πατρίδα μὲν
τὴν ἐλευθερίαν νομίσαντες, κοινωνήσαντες δὲ τῶν κινδύ-
νων ἡμῖν, τοσαύτης μεταβολῆς ἔτυχον ὥστ’ ὀλίγας ἡμέρας
στερηθέντες τῆς αὑτῶν πολὺν χρόνον τῶν ἄλλων δεσπόται
κατέστησαν.
[44] Οὐ μόνον δ’ ἐπὶ ταύτης ἄν τις τῆς πόλεως ἐπιδεί-
ξειε τὸ τολμᾶν ἀμύνεσθαι τοὺς ἐχθρούς, ὡς πολλῶν ἀγα-
θῶν αἴτιόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ Διονύσιος ὁ τύραννος καταστὰς
εἰς πολιορκίαν ὑπὸ Καρχηδονίων, οὐδεμιᾶς αὐτῷ σωτηρίας
ὑποφαινομένης, ἀλλὰ καὶ τῷ πολέμῳ κατεχόμενος καὶ τῶν
πολιτῶν δυσκόλως πρὸς αὐτὸν διακειμένων, αὐτὸς μὲν
ἐμέλλησεν ἐκπλεῖν, τῶν δὲ χρωμένων τινὸς τολμήσαντος
εἰπεῖν [45] ὡς καλόν ἐστιν ἐντάφιον ἡ τυραννίς, αἰσχυν-
θεὶς ἐφ’ οἷς διενοήθη καὶ πάλιν ἐπιχειρήσας πολεμεῖν
πολλὰς μὲν μυριάδας Καρχηδονίων διέφθειρεν, ἐγκρατεστέ-
ραν δὲ τὴν ἀρχὴν τὴν τῶν πολιτῶν κατεστήσατο, πολὺ δὲ
μείζω τὴν δύναμιν τὴν αὑτοῦ τῆς πρότερον ὑπαρχούσης
ἐκτήσατο, τυραννῶν δὲ τὸν βίον διετέλεσε, καὶ τὸν υἱὸν
ἐν ταῖς αὐταῖς τιμαῖς καὶ δυναστείαις, ἐν αἷσπερ αὐτὸς
ἦν, κατέλιπεν.
[46] Παραπλήσια δὲ τούτοις Ἀμύντας ὁ Μακεδόνων
βασιλεὺς ἔπραξεν. ἡττηθεὶς γὰρ ὑπὸ τῶν βαρβάρων τῶν
προσοικούντων μάχῃ καὶ πάσης Μακεδονίας ἀποστερηθεὶς
τὸ μὲν πρῶτον ἐκλιπεῖν τὴν χώραν διενοήθη καὶ τὸ σῶμα
διασῴζειν, ἀκούσας δέ τινος ἐπαινοῦντος τὸ πρὸς Διονύ-
σιον ῥηθέν, καὶ μεταγνοὺς ὥσπερ ἐκεῖνος, χωρίον μικρὸν
καταλαβὼν καὶ βοήθειαν ἐνθένδε μεταπεμψάμενος ἐντὸς
μὲν τριῶν μηνῶν κατέσχεν ἅπασαν Μακεδονίαν, τὸν δ’ ἐπί-
λοιπον χρόνον βασιλεύων γήρᾳ τὸν βίον ἐτελεύτησεν.
[47] Ἀπείποιμεν δ’ ἂν ἀκούοντές τε καὶ λέγοντες, εἰ
πάσας τὰς τοιαύτας πράξεις ἐξετάζοιμεν, ἐπεὶ καὶ τῶν
περὶ Θήβας πραχθέντων εἰ μνησθείημεν, ἐπὶ μὲν τοῖς γεγε-
νημένοις ἂν λυπηθεῖμεν, περὶ δὲ τῶν μελλόντων βελτίους
ἐλπίδας ἂν λάβοιμεν. τολμησάντων γὰρ αὐτῶν ὑπομεῖναι
τὰς εἰσβολὰς καὶ τὰς ἀπειλὰς τὰς ἡμετέρας, εἰς τοῦθ’ ἡ
τύχη τὰ πράγματ’ αὐτῶν περιέστησεν ὥστε τὸν ἄλλον χρό-
νον ὑφ’ ἡμῖν ὄντες νῦν ἡμῖν προστάττειν ἀξιοῦσιν.
[48] Ὅστις οὖν ὁρῶν τοσαύτας μεταβολὰς γεγενημένας
ἐφ’ ἡμῶν οἴεται παύσεσθαι, λίαν ἀνόητός ἐστιν· ἀλλὰ δεῖ
καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι καὶ θαρρεῖν περὶ τῶν μελλόν-
των, ἐπισταμένους ὅτι τὰς τοιαύτας συμφορὰς αἱ πόλεις
ἐπανορθοῦνται πολιτείᾳ χρηστῇ καὶ ταῖς περὶ τὸν πόλεμον
ἐμπειρίαις. περὶ ὧν οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν ἀντειπεῖν, ὡς
οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν, πολιτείαν
δ’ οἵαν εἶναι χρή, παρὰ μόνοις ἡμῖν ἐστιν. ὧν ὑπαρχόν-
των οὐκ ἔστιν ὅπως οὐκ ἄμεινον πράξομεν τῶν μηδετέρου
τούτων πολλὴν ἐπιμέλειαν πεποιημένων.
***
Διά να μη φαίνωμαι δε ότι χρονοτριβώ πολύ ασχολούμενος με τα ζητήματα ταύτα, αφού αφήσω κατά μέρος όλα τα τοιαύτα ζητήματα, θα στραφώ πλέον προς τον απλούστατον λόγον. Δηλαδή, αν κανείς εκ των δυστυχησάντων ποτέ έως τώρα δεν ανέλαβεν εκ των ατυχημάτων, ούτε επεκράτησε των εχθρών, είναι φυσικόν ούτε ημείς να ελπίζωμεν ότι θα υπερισχύσωμεν των αντιπάλων μας πολεμούντες. Εάν δε πολλάκις συνέβη ώστε και οι έχοντες μεγαλυτέραν δύναμιν να νικηθούν υπό των ασθενεστέρων και οι πολιορκούντες να καταστραφούν υπό των πολιορκουμένων, ουδόλως παράδοξον, ότι και η τωρινή κατάστασις θα λάβη κάποιαν μεταβολήν.
Διά την ιδικήν μας λοιπόν πόλιν δεν έχω να είπω τίποτε παρόμοιον, διότι εις τους περασμένους χρόνους ποτέ έως τώρα κανείς ισχυρότερος από ημάς δεν εισέβαλεν εις την χώραν ταύτην· διά δε τας άλλας πόλεις ήθελε κανείς μεταχειρισθή πολλά παραδείγματα και μάλιστα διά την πόλιν των Αθηνών. Διότι θα εύρωμεν ότι οι Αθηναίοι από όσα μεν διέτασσαν τους άλλους να κάμουν, διεβλήθησαν απέναντι των Ελλήνων, από όσα δε έπραξαν αποκρούοντες τους υβρίζοντας απέκτησαν καλήν φήμην ενώπιον όλων των ανθρώπων. Διότι εάν μεν ήθελον διεξέλθει εν λεπτομερεία τους παλαιούς κινδύνους τους οποίους διέτρεξαν πολεμούντες κατά των Αμαζόνων ή των Θρακών ή των Πελοποννησίων, οι οποίοι μετά του Ευρυσθέως εισέβαλον εις την χώραν των, ίσως ήθελον φανή ότι λέγω πολύ παλαιά και ευρισκόμενα μακράν της παρούσης περιστάσεως· κατά δε τον πόλεμον κατά τον Περσών όλοι γνωρίζομεν, ότι έφθασαν εις τον ύψιστον βαθμόν ευδαιμονίας εκ των μεγάλων συμφορών, εις τας οποίας είχον περιπέσει. Διότι μόνοι από τους κατοικούντας έξω της Πελοποννήσου, αν και έβλεπον την δύναμιν των βαρβάρων να είναι ακαταμάχητος, δεν έκριναν άξιον να σκεφθούν δι' όσα τους διέτασσεν ο βασιλεύς των Περσών, αλλά εβάσταξεν η ψυχή των να ιδούν την πόλιν των κατεστραμμένην παρά δούλην. Αφού δε εγκατέλειψαν την χώραν των και ενόμισαν ως πατρίδα των μεν την ελευθερίαν, μετέσχον δε μαζί μας των κινδύνων, τόσον μεγάλην μεταβολήν επέτυχον ώστε, ενώ ολίγας μόνον ημέρας εστερήθησαν της χώρας των, επί πολύν χρόνον έγιναν κυρίαρχοι των άλλων.
Όχι δε μόνον εις ταύτην την πόλιν ήθελε τις επιδείξει ότι το να τολμά κανείς να αποκρούη τους εχθρούς γίνεται αιτία πολλών αγαθών, αλλά και ο Διονύσιος ο τύραννος, πολιορκηθείς υπό των Καρχηδονίων, ενώ καμμία σωτηρία δεν διεφαίνετο δι' αυτόν, αλλ' υπό του πολέμου επιέζετο και οι συμπολίται του διέκειντο δυσμενώς προς αυτόν, αυτός μεν εσκέφθη να αποπλεύση, αφού δε κάποιος εκ των φίλων του ετόλμησε να του είπη ότι είναι καλόν σάβανον η βασιλεία, εντραπείς δι' όσα εσκέφθη να κάμη και επιχειρήσας πάλιν να πολεμή, πολλάς μεν μυριάδας των Καρχηδονίων κατέστρεψε, ισχυροτέραν δε έκαμε την τυραννίαν του επί των συμπολιτών του, και απέκτησε πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από όσην είχε προηγουμένως, επέρασε δε όλον τον βίον του ως τύραννος και άφησε τον υιόν του εις τας αυτάς τιμάς και εξουσίας, τας οποίας αυτός είχεν.
Παρόμοια δε με αυτά έπραξεν ο Αμύντας ο βασιλεύς της Μακεδονίας. Ότε δηλαδή ηττήθη υπό των γειτόνων του βαρβάρων εις μάχην και εστερήθη ολοκλήρου της Μακεδονίας, κατ' αρχάς μεν εσκέφθη να εγκαταλείψη την χώραν του και να διασώση το σώμα του, αφού δε ήκουσε κάποιον να επαινή το λεχθέν προς τον Διονύσιον και μετέβαλε γνώμην όπως εκείνος, και κατέλαβε μικράν οχυράν θέσιν και έστειλε και εκάλεσεν από εδώ βοήθειαν, εντός τριών μηνών κατέλαβεν όλην την Μακεδονίαν, και κατά τον υπόλοιπον χρόνον βασιλεύων απέθανεν εις βαθύ γήρας.
Ηθέλομεν δε κουρασθή να λέγωμεν και να ακούωμεν, εάν ηθέλομεν εξετάζει τας τοιαύτας πράξεις, διότι και τα σχετικά με τας Θήβας εάν ηθέλομεν ενθυμηθή, δι' όσα μεν έχουν γίνει ηθέλομεν στενοχωρηθή, διά τα μέλλοντα δε ηθέλομεν λάβει καλυτέρας ελπίδας. Διότι αφού ετόλμησαν αυτοί να υποστούν τας εισβολάς και απειλάς μας, εις τούτο το σημείον η τύχη έφθασε τα πράγματά των, ώστε, ενώ κατά τον άλλον χρόνον ήσαν υπό την εξουσίαν μας, τώρα κρίνουν άξιον να προστάσσουν ημάς.
Όποιος λοιπόν, ενώ βλέπει ότι έχουν γίνει τόσαι μεταβολαί, νομίζει, ότι θα σταματήσουν αύται εις ημάς, είναι πολύ ανόητος· αλλά πρέπει να έχωμεν υπομονήν διά την παρούσαν κατάστασιν και θάρρος διά τα μέλλοντα, γνωρίζοντες καλώς ότι αι πόλεις επανορθώνουν τας τοιαύτας συμφοράς με χρηστήν πολιτείαν και με την πολεμικήν εμπειρίαν. Δι' αυτά δε κανείς δεν ήθελε τολμήσει να έχη αντίρρησιν, ότι δηλαδή δεν είμεθα ανώτεροι των άλλων κατά την πολεμικήν εμπειρίαν και ότι μόνον ημείς έχομεν πολιτείαν τοιαύτην οποίαν πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Αφού δε υπάρχουν εις ημάς ταύτα, είναι βέβαιον ότι θα υπερισχύσωμεν εκείνων οι οποίοι διά κανέν από τα δύο ταύτα πράγματα δεν καταβάλλουν πολλήν φροντίδα.
Διά να μη φαίνωμαι δε ότι χρονοτριβώ πολύ ασχολούμενος με τα ζητήματα ταύτα, αφού αφήσω κατά μέρος όλα τα τοιαύτα ζητήματα, θα στραφώ πλέον προς τον απλούστατον λόγον. Δηλαδή, αν κανείς εκ των δυστυχησάντων ποτέ έως τώρα δεν ανέλαβεν εκ των ατυχημάτων, ούτε επεκράτησε των εχθρών, είναι φυσικόν ούτε ημείς να ελπίζωμεν ότι θα υπερισχύσωμεν των αντιπάλων μας πολεμούντες. Εάν δε πολλάκις συνέβη ώστε και οι έχοντες μεγαλυτέραν δύναμιν να νικηθούν υπό των ασθενεστέρων και οι πολιορκούντες να καταστραφούν υπό των πολιορκουμένων, ουδόλως παράδοξον, ότι και η τωρινή κατάστασις θα λάβη κάποιαν μεταβολήν.
Διά την ιδικήν μας λοιπόν πόλιν δεν έχω να είπω τίποτε παρόμοιον, διότι εις τους περασμένους χρόνους ποτέ έως τώρα κανείς ισχυρότερος από ημάς δεν εισέβαλεν εις την χώραν ταύτην· διά δε τας άλλας πόλεις ήθελε κανείς μεταχειρισθή πολλά παραδείγματα και μάλιστα διά την πόλιν των Αθηνών. Διότι θα εύρωμεν ότι οι Αθηναίοι από όσα μεν διέτασσαν τους άλλους να κάμουν, διεβλήθησαν απέναντι των Ελλήνων, από όσα δε έπραξαν αποκρούοντες τους υβρίζοντας απέκτησαν καλήν φήμην ενώπιον όλων των ανθρώπων. Διότι εάν μεν ήθελον διεξέλθει εν λεπτομερεία τους παλαιούς κινδύνους τους οποίους διέτρεξαν πολεμούντες κατά των Αμαζόνων ή των Θρακών ή των Πελοποννησίων, οι οποίοι μετά του Ευρυσθέως εισέβαλον εις την χώραν των, ίσως ήθελον φανή ότι λέγω πολύ παλαιά και ευρισκόμενα μακράν της παρούσης περιστάσεως· κατά δε τον πόλεμον κατά τον Περσών όλοι γνωρίζομεν, ότι έφθασαν εις τον ύψιστον βαθμόν ευδαιμονίας εκ των μεγάλων συμφορών, εις τας οποίας είχον περιπέσει. Διότι μόνοι από τους κατοικούντας έξω της Πελοποννήσου, αν και έβλεπον την δύναμιν των βαρβάρων να είναι ακαταμάχητος, δεν έκριναν άξιον να σκεφθούν δι' όσα τους διέτασσεν ο βασιλεύς των Περσών, αλλά εβάσταξεν η ψυχή των να ιδούν την πόλιν των κατεστραμμένην παρά δούλην. Αφού δε εγκατέλειψαν την χώραν των και ενόμισαν ως πατρίδα των μεν την ελευθερίαν, μετέσχον δε μαζί μας των κινδύνων, τόσον μεγάλην μεταβολήν επέτυχον ώστε, ενώ ολίγας μόνον ημέρας εστερήθησαν της χώρας των, επί πολύν χρόνον έγιναν κυρίαρχοι των άλλων.
Όχι δε μόνον εις ταύτην την πόλιν ήθελε τις επιδείξει ότι το να τολμά κανείς να αποκρούη τους εχθρούς γίνεται αιτία πολλών αγαθών, αλλά και ο Διονύσιος ο τύραννος, πολιορκηθείς υπό των Καρχηδονίων, ενώ καμμία σωτηρία δεν διεφαίνετο δι' αυτόν, αλλ' υπό του πολέμου επιέζετο και οι συμπολίται του διέκειντο δυσμενώς προς αυτόν, αυτός μεν εσκέφθη να αποπλεύση, αφού δε κάποιος εκ των φίλων του ετόλμησε να του είπη ότι είναι καλόν σάβανον η βασιλεία, εντραπείς δι' όσα εσκέφθη να κάμη και επιχειρήσας πάλιν να πολεμή, πολλάς μεν μυριάδας των Καρχηδονίων κατέστρεψε, ισχυροτέραν δε έκαμε την τυραννίαν του επί των συμπολιτών του, και απέκτησε πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από όσην είχε προηγουμένως, επέρασε δε όλον τον βίον του ως τύραννος και άφησε τον υιόν του εις τας αυτάς τιμάς και εξουσίας, τας οποίας αυτός είχεν.
Παρόμοια δε με αυτά έπραξεν ο Αμύντας ο βασιλεύς της Μακεδονίας. Ότε δηλαδή ηττήθη υπό των γειτόνων του βαρβάρων εις μάχην και εστερήθη ολοκλήρου της Μακεδονίας, κατ' αρχάς μεν εσκέφθη να εγκαταλείψη την χώραν του και να διασώση το σώμα του, αφού δε ήκουσε κάποιον να επαινή το λεχθέν προς τον Διονύσιον και μετέβαλε γνώμην όπως εκείνος, και κατέλαβε μικράν οχυράν θέσιν και έστειλε και εκάλεσεν από εδώ βοήθειαν, εντός τριών μηνών κατέλαβεν όλην την Μακεδονίαν, και κατά τον υπόλοιπον χρόνον βασιλεύων απέθανεν εις βαθύ γήρας.
Ηθέλομεν δε κουρασθή να λέγωμεν και να ακούωμεν, εάν ηθέλομεν εξετάζει τας τοιαύτας πράξεις, διότι και τα σχετικά με τας Θήβας εάν ηθέλομεν ενθυμηθή, δι' όσα μεν έχουν γίνει ηθέλομεν στενοχωρηθή, διά τα μέλλοντα δε ηθέλομεν λάβει καλυτέρας ελπίδας. Διότι αφού ετόλμησαν αυτοί να υποστούν τας εισβολάς και απειλάς μας, εις τούτο το σημείον η τύχη έφθασε τα πράγματά των, ώστε, ενώ κατά τον άλλον χρόνον ήσαν υπό την εξουσίαν μας, τώρα κρίνουν άξιον να προστάσσουν ημάς.
Όποιος λοιπόν, ενώ βλέπει ότι έχουν γίνει τόσαι μεταβολαί, νομίζει, ότι θα σταματήσουν αύται εις ημάς, είναι πολύ ανόητος· αλλά πρέπει να έχωμεν υπομονήν διά την παρούσαν κατάστασιν και θάρρος διά τα μέλλοντα, γνωρίζοντες καλώς ότι αι πόλεις επανορθώνουν τας τοιαύτας συμφοράς με χρηστήν πολιτείαν και με την πολεμικήν εμπειρίαν. Δι' αυτά δε κανείς δεν ήθελε τολμήσει να έχη αντίρρησιν, ότι δηλαδή δεν είμεθα ανώτεροι των άλλων κατά την πολεμικήν εμπειρίαν και ότι μόνον ημείς έχομεν πολιτείαν τοιαύτην οποίαν πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Αφού δε υπάρχουν εις ημάς ταύτα, είναι βέβαιον ότι θα υπερισχύσωμεν εκείνων οι οποίοι διά κανέν από τα δύο ταύτα πράγματα δεν καταβάλλουν πολλήν φροντίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου