Η ηθική στην εποχή της γενετικής μηχανικής
Στην εποχή του γενώματος, η γλώσσα της ευγονικής κάνει την επανεμφάνισή της, όχι μόνο μεταξύ των επικριτών αλλά και μεταξύ των υποστηρικτών της ενίσχυσης. Μια επιδραστική σχολή Aγγλοαμερικανών πολιτικών φιλοσόφων καλεί σε μια νέα «φιλελεύθερη ευγονική», εννοώντας με αυτό μη εξαναγκαστικές γενετικές ενισχύσεις που δεν περιορίζουν την αυτονομία του παιδιού.
«Ενώ οι παλιομοδίτες αυταρχικοί ευγονιστές επεδίωκαν να παραγάγουν πολίτες από ένα μοναδικό κεντρικά σχεδιασμένο πρόπλασμα», γράφει ο Νίκολας Άγκαρ, «το διακριτικό γνώρισμα της νέας φιλελεύθερης ευγονικής είναι η κρατική ουδετερότητα». Οι κυβερνήσεις δεν λένε στους γονείς τι είδους παιδιά να σχεδιάσουν και οι γονείς μπορούν να σχεδιάσουν στα παιδιά τους εκείνα μόνο τα γνωρίσματα που βελτιώνουν τις ικανότητες τους χωρίς να προκαταλαμβάνουν τις επιλογές ζωής τους.
Ένα πρόσφατο κείμενο περί γενετικής και δικαιοσύνης, γραμμένο από τους ειδικούς σε ζητήματα βιοηθικής Άλεν Μπιουκάναν, Νταν Μπροκ, Νόρμαν Ντάνιελς και Ντάνιελ Γουίκλερ, προσφέρει μια παρόμοια θεώρηση: Η «κακή φήμη της ευγονικής» οφείλεται σε πρακτικές που «θα μπορούσαν να αποφευχθούν σε ένα μελλοντικό πρόγραμμα ευγονικής». Το πρόβλημα με την παλαιά ευγονική ήταν ότι τα βάρη της έπεφταν δυσανάλογα στους αδύνατους και τους φτωχούς, οι οποίοι απομονώνονταν και στειρώνονταν με άδικο τρόπο. Όμως, σύμφωνα με αυτούς τους ειδικούς, υπό τον όρο ότι τα οφέλη και τα βάρη της γενετικής βελτίωσης κατανέμονται δίκαια, τα ευγονικά μέτρα δεν έχουν τίποτα το επιλήψιμο και μπορεί μάλιστα να είναι ηθικά επιβεβλημένα.
Ο φιλόσοφος του δικαίου Ρόναλντ Ντουόρκιν υπερασπίζεται επίσης μια φιλελεύθερη εκδοχή ευγονικής. Όπως γράφει, δεν υπάρχει τίποτα κακό στη φιλοδοξία «να κάνουμε τις ζωές των μελλοντικών γενεών της ανθρωπότητας μακρύτερες, γεμάτες περισσότερα ταλέντα και άρα επιτεύγματα. Απεναντίας, αν το να το παίζουμε θεοί σημαίνει να αγωνιζόμαστε για τη βελτίωση του είδους μας, εισάγοντας στα συνειδητά σχέδιά μας την απόφαση να βελτιώσουμε αυτό που ο Θεός^εκ προθέσεως ή η φύση τυφλά έκανε να εξελιχθεί μέσα στους αιώνες, τότε η πρώτη αρχή «ου ηθικού ατομικισμού επιτάσσει αυτό τον αγώνα».
Ο ελευθερόφρων φιλόσοφος Ρόμπερτ Νόζικ πρότεινε μια «γενετική υπεραγορά»» που θα επιτρέπει στους γονείς να παραγγέλλουν παιδιά βάσει σχεδίου χωρίς να επιβάλλουν ένα μοναδικό σχέδιο στο σύνολο της κοινωνίας: «Αυτό το σύστημα της υπεραγοράς έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν προϋποθέτει μια συγκεντρωτική απόφαση που θα παγίωνε τον μελλοντικό τύπο (ή τύπους) ανθρώπου».
Ακόμη και ο Τζων Ρωλς, στο κλασικό του έργο Μια θεωρία της δικαιοσύνης (1971), προσέφερε μια σύντομη επιδοκιμασία της φιλελεύθερης ευγονικής. Όπως έγραφε, ακόμη και σε μια κοινωνία που συμφωνεί να μοιράζεται τα οφέλη και τα βάρη της γενετικής λοταρίας, είναι «προς το συμφέρον του καθενός να έχει περισσότερα φυσικά προσόντα. Αυτό του επιτρέπει να επιδιώξει ένα προτιμότερο σχέδιο ζωής». Τα συμβαλλόμενα μέρη του κοινωνικού συμβολαίου «θέλουν να διασφαλίσουν για τους απογόνους τους την καλύτερη γενετική προίκα (θεωρώντας τη δική τους παγιωμένη)». Επομένως οι ευγονικές πολιτικές όχι μόνο επιτρέπονται, αλλά επιβάλλονται ως ζήτημα δικαιοσύνης. «Έτσι, μια κοινωνία οφείλει συν τω χρόνω να λάβει μέτρα τουλάχιστον για να διατηρήσει το γενικό επίπεδο των φυσικών ικανοτήτων και να αποτρέψει τη διάδοση σοβαρών μειονεκτημάτων».
Η φιλελεύθερη ευγονική είναι μεν ένα δόγμα λιγότερο επικίνδυνο από την παλαιά ευγονική, αλλά είναι και λιγότερο ιδεαλιστική. Παρ’ όλη την τρέλα και τη σκοτεινότητά του, το κίνημα ευγονικής του εικοστού αιώνα γεννήθηκε με την επιδίωξη να βελτιώσει την ανθρωπότητα ή να προαγάγει τη συλλογική ευημερία ολόκληρων κοινωνιών. Η φιλελεύθερη ευγονική αποστρέφεται τις συλλογικές φιλοδοξίες. Δεν είναι ένα κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης αλλά ένας τρόπος με τον οποίο προνομιούχοι γονείς μπορούν να αποκτήσουν το είδος παιδιών που θέλουν και να τα εξοπλίσουν με στόχο την επιτυχία σε μια ανταγωνιστική κοινωνία. Όμως, παρά την έμφαση που δίνει στην ατομική επιλογή, η φιλελεύθερη ευγονική συνεπάγεται περισσότερο κρατικό καταναγκασμό απ’ ό,τι αρχικά φαίνεται.
Οι υπέρμαχοι της ενίσχυσης δεν βλέπουν καμία ηθική διαφορά ανάμεσα στη βελτίωση των διανοητικών ικανοτήτων ενός παιδιού μέσω της παιδείας και στη βελτίωσή τους μέσω της γενετικής τροποποίησης. Το μόνο που έχει σημασία, από τη σκοπιά της φιλελεύθερης ευγονικής, είναι ότι ούτε η παιδεία ούτε η γενετική τροποποίηση παραβιάζει την αυτονομία του παιδιού ή «το δικαίωμά του σ’ ένα ανοιχτό μέλλον». Υπό τον όρο ότι η ενισχυμένη ικανότητα είναι ένα μέσο «παντός σκοπού» και δεν προδιαθέτει το παιδί για μια συγκεκριμένη σταδιοδρομία ή σχέδιο ζωής, είναι ηθικά επιτρεπτή.
Ωστόσο, με δεδομένο το καθήκον των γονέων να προάγουν την ευημερία των παιδιών τους (σεβόμενοι ταυτόχρονα το δικαίωμά τους σ’ ένα ανοιχτό μέλλον), μια τέτοια ενίσχυση δεν είναι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη. Όπως το κράτος μπορεί να απαιτεί από τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, έτσι μπορεί και να απαιτεί να χρησιμοποιούν γενετικές τεχνολογίες (υπό τον όρο ότι είναι ασφαλείς) για να αυξήσουν το δείκτη νοημοσύνης του παιδιού τους. Αυτό που έχει σημασία είναι να συνιστούν οι ικανότητες που ενισχύονται «μέσα γενικών σκοπών, χρήσιμα στην υλοποίηση σχεδόν οποιουδήποτε σχέδιου ζωής… Όσο πιο κοντά βρίσκονται τέτοιες ικανότητες σε μέσα αληθινά παντός σκοπού, τόσο λιγότερες αντιρρήσεις θα έπρεπε να υπάρξουν στην ενθάρρυνση ή ακόμη και την απαίτηση, από την πλευρά του κράτους, της γενετικής ενίσχυσης αυτών των ικανοτήτων».
Εφόσον εννοηθεί σωστά, η φιλελεύθερη «αρχή του ηθικού ατομικισμού» όχι μόνον επιτρέπει, αλλά και «επιτάσσει τον αγώνα» για να χαρίσουμε «στις μελλοντικές γενιές μακροημέρευση, ακόμη περισσότερο ταλέντο και, άρα, επιτυχία». Έτσι η φιλελεύθερη ευγονική δεν απορρίπτει τελικά την κρατικά επιβαλλόμενη γενετική μηχανική· απαιτεί απλώς να σέβεται η όποια παρέμβαση την αυτονομία του σχεδιαζόμενου παιδιού.
Μολονότι η φιλελεύθερη ευγονική βρίσκει υποστήριξη από πολλούς αγγλοαμερικανούς ηθικούς και πολιτικούς φιλοσόφους, ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο πιο εξέχων πολιτικός φιλόσοφος της Γερμανίας, αντιτίθεται σ’ αυτήν. Έχοντας πλήρη επίγνωση του σκοτεινού ευγονικού παρελθόντος της Γερμανίας, επιχειρηματολογεί ενάντια στη χρήση του εμβρυϊκού ελέγχου και του γενετικού χειρισμού για μη ιατρικές ενισχύσεις. Η θέση του ενάντια στη φιλελεύθερη ευγονική είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επειδή πιστεύει ότι στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε φιλελεύθερες προκείμενες και δεν χρειάζεται να επικαλεστεί πνευματοκρατικές ή θεολογικές αντιλήψεις.
Η κριτική του στη γενετική μηχανική «δεν αποποιείται τις προκείμενες της μετα-μεταφυσικής σκέψης», πράγμα που σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από κάποια συγκεκριμένη σύλληψη του αγαθού βίου. Ο Χάμπερμας συμφωνεί με τον Τζων Ρωλς ότι, αφού οι άνθρωποι στις νεότερες πλουραλιστικές κοινωνίες διαφωνούν σχετικά με την ηθική και τη θρησκεία, μια δίκαιη κοινωνία δεν θα έπρεπε να παίρνει θέση σε τέτοιες διαμάχες, αλλά, αντίθετα, να παραχωρεί σε κάθε άνθρωπο την ελευθερία να διαλέγει και να επιδιώκει τη δική του αντίληψη περί αγαθού βίου.
Η γενετική παρέμβαση για την επιλογή ή τη βελτίωση παιδιών είναι επιλήψιμη, υποστηρίζει ο Χάμπερμας, επειδή παραβιάζει τις φιλελεύθερες αρχές της αυτονομίας και της ισότητας: Παραβιάζει την αυτονομία επειδή τα γενετικά προγραμματισμένα άτομα δεν μπορεί να θεωρούν ότι είναι «οι μοναδικοί δημιουργοί της ιστορίας της ζωής τους». Και υπονομεύει την ισότητα καταστρέφοντας τις «ουσιαστικά συμμετρικές σχέσεις μεταξύ ελεύθερων και ίσων ανθρώπων» διαμέσου των γενεών.
Ένα μέτρο αυτής της ασυμμετρίας είναι ότι, από τη στιγμή που οι γονείς γίνονται οι σχεδιαστές των παιδιών τους, επιφορτίζονται αναπόφευκτα με μια ευθύνη για τη ζωή τους, η οποία δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι αμοιβαία.
Δικαίως αντιτίθεται ο Χάμπερμας στην ευγονική γονική φροντίδα, αδίκως όμως πιστεύει ότι τα επιχειρήματα εναντίον της μπορούν να θεμελιωθούν σε φιλελεύθερους και μόνο όρους. Οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης ευγονικής έχουν δίκιο όταν διατείνονται ότι τα σχεδιασμένα παιδιά δεν είναι λιγότερο αυτόνομα ως προς τα γενετικά τους γνωρίσματα από τα παιδιά που γεννιούνται με φυσικό τρόπο. Διότι δεν είναι αλήθεια βέβαια ότι, απόντων των ευγονικών χειρισμών, θα μπορούσαμε να επιλέγουμε από μόνοι μας τη γενετική κληρονομιά μας.
Όσο για την ανησυχία του Χάμπερμας περί ισότητας και αμοιβαιότητας μεταξύ των γενεών, οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης ευγονικής μπορούν να απαντήσουν ότι η ανησυχία αυτή, καίτοι θεμιτή, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τους γενετικούς χειρισμούς. Ο γονέας που αναγκάζει το παιδί του να εξασκείται ασταμάτητα στο πιάνο από την ηλικία των τριών, ή να χτυπάει μπάλες του τένις από την αυγή μέχρι το σούρουπο, ασκεί επίσης ένα είδος ελέγχου πάνω στη ζωή του παιδιού που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να είναι αμοιβαίος. Το ζήτημα, επιμένουν οι φιλελεύθεροι, είναι αν η γονική παρέμβαση, είτε ευγονική είναι είτε περιβαλλοντική, υπονομεύει την ελευθερία του παιδιού να επιλέξει το δικό του σχέδιο ζωής.
Μια ηθική της αυτονομίας και της ισότητας δεν μπορεί να εξηγήσει τι είναι επιλήψιμο στην ευγονική. Όμως ο Χάμπερμας έχει ένα περαιτέρω επιχείρημα που κόβει πιο βαθιά, έστω κι αν δείχνει πέρα από τα όρια της φιλελεύθερης ή «μετα-μεταφυσικής» θεώρησης. Πρόκειται για την ιδέα ότι «βιώνουμε τη δική μας ελευθερία με αναφορά σε κάτι που, από την ίδια του τη φύση, δεν είναι στη διάθεσή μας». Για να σκεφτούμε τους εαυτούς μας ως ελεύθερους, πρέπει να μπορούμε να αποδώσουμε την προέλευση μας «σε μια απαρχή που δεν βρίσκεται στη διάθεση του ανθρώπου», μια απαρχή που αναδύεται από «κάτι -όπως ο Θεός ή η φύση- το οποίο δεν βρίσκεται στη διάθεση κάποιου άλλου προσώπου».
Ο Χάμπερμας λέει στη συνέχεια ότι η γέννηση, «όντας ένα φυσικό γεγονός, ανταποκρίνεται στην εννοιολογική απαίτηση της συγκρότησης μιας απαρχής που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Σπάνια η φιλοσοφία επιλήφθηκε αυτού του θέματος». Μια εξαίρεση, επισημαίνει, βρίσκεται στο έργο της Χάνα Άρεντ, η οποία θεωρεί τη «γεννησιμότητα», το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα γεννιούνται και δεν φτιάχνονται, έναν όρο της ικανότητάς τους να εγκαινιάζουν δράση. Ο Χάμπερμας θίγει, νομίζω, κάτι σημαντικό όταν διατείνεται ότι υπάρχει μια «σύνδεση ανάμεσα στην ενδεχομενικότητα της απαρχής μιας ζωής που δεν βρίσκεται στη διάθεσή μας και στην ελευθερία να δίνει κανείς στη ζωή του μια ηθική μορφή». Γι’ αυτόν, τούτη η σύνδεση έχει σημασία επειδή εξηγεί γιατί ένα γενετικά σχεδιασμένο παιδί είναι υπόχρεο και υπαγόμενο σ’ ένα άλλο πρόσωπο (τον σχεδιαστή γονέα) κατά τρόπο που δεν ισχύει αντίστοιχα για ένα παιδί προερχόμενο από μια ενδεχομενική, απρόσωπη απαρχή.
Όμως η ιδέα ότι η ελευθερία μας είναι συνυφασμένη με μια «απαρχή που δεν μπορούμε να ελέγξουμε» έχει και μια ευρύτερη σημασία: όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά της για την αυτονομία του παιδιού, η παρόρμηση να καταλυθεί η ενδεχομενικότητα και να ελεγχθεί το μυστήριο της γέννησης μειώνει τον σχεδιαστή γονέα και αποσαθρώνει τη γονική φροντίδα ως κοινωνική πρακτική που διέπεται από τους κανόνες της άνευ όρων αγάπης. Αυτό μας φέρνει πίσω στην έννοια της χαρισματικότητας. Ακόμη και αν δε βλάπτει το παιδί ή δεν υποσκάπτει την αυτονομία του, η ευγονική γονική φροντίδα είναι επιλήψιμη επειδή εκφράζει και εδραιώνει μια ορισμένη στάση απέναντι στον κόσμο – μια στάση ελέγχου και κυριαρχίας που αδυνατεί να εκτιμήσει το χαρισματικό χαρακτήρα των ανθρώπινων δυνάμεων και επιτευγμάτων, παραβλέποντας εκείνο το κομμάτι ελευθερίας που συνίσταται στη διαρκή διαπραγμάτευση με το δεδομένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου