ΔΗΜ πρ 43.1–2
Οι ευτυχισμένοι οφείλουν να επιζητούν τη σωφροσύνη περισσότερο από τους δυστυχισμένους
[1] Οὐδεὶς πώποτ’ ἴσως ὑμῶν ἐζήτησεν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
τί δήποθ’ οἱ κακῶς πράττοντες ἄμεινον περὶ τῶν πραγμάτων
τῶν εὖ πραττόντων βουλεύονται. ἔστι δ’ οὐχ ἑτέρωθέν
ποθεν τοῦτο γιγνόμενον, ἀλλ’ ὅτι συμβαίνει τοῖς μὲν μήτε
φοβεῖσθαι μηδὲν μήθ’ ἅν τις λέγοι δεινὰ προσήκονθ’
αὑτοῖς ἡγεῖσθαι, τοὺς δὲ πλησίον ὄντας τῶν ἁμαρτη-
μάτων, ὅταν εἰς τὸ κακῶς πράττειν ἀφίκωνται, σώφρονας
πρὸς τὰ λοιπὰ καὶ μετρίους ὑπάρχειν. [2] σπουδαίων τοίνυν
ἐστὶν ἀνθρώπων, ὅταν βελτίστῃ τῇ παρούσῃ τύχῃ χρῶνται,
τότε πλείω τὴν σπουδὴν πρὸς τὸ σωφρονεῖν ἔχειν· οὐδὲν
γὰρ οὔτε φυλαττομένοις οὕτω δεινὸν ὥστ’ ἀφύλακτον εἶναι,
οὔτ’ ὀλιγωροῦσιν ἀπροσδόκητον παθεῖν. λέγω δὲ ταῦτ’ οὐχ
ἵνα τὴν ἄλλως ὑμᾶς δεδίττωμαι, ἀλλ’ ἵνα μὴ διὰ τὴν παροῦ-
σαν εὐπραξίαν, ἃ γένοιτ’ ἄν, εἰ μὴ προνοήσεσθε τῶν πραγμά-
των, δείν’ ἀκούοντες καταφρονῆτε, ἀλλ’ ἄνευ τοῦ παθεῖν,
ὥσπερ ἐστὶν προσῆκον φάσκοντάς γε μηδένων ἀπολείπε-
σθαι τῷ σωφρονεῖν, φυλάξησθε.
[1] Οὐδεὶς πώποτ’ ἴσως ὑμῶν ἐζήτησεν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
τί δήποθ’ οἱ κακῶς πράττοντες ἄμεινον περὶ τῶν πραγμάτων
τῶν εὖ πραττόντων βουλεύονται. ἔστι δ’ οὐχ ἑτέρωθέν
ποθεν τοῦτο γιγνόμενον, ἀλλ’ ὅτι συμβαίνει τοῖς μὲν μήτε
φοβεῖσθαι μηδὲν μήθ’ ἅν τις λέγοι δεινὰ προσήκονθ’
αὑτοῖς ἡγεῖσθαι, τοὺς δὲ πλησίον ὄντας τῶν ἁμαρτη-
μάτων, ὅταν εἰς τὸ κακῶς πράττειν ἀφίκωνται, σώφρονας
πρὸς τὰ λοιπὰ καὶ μετρίους ὑπάρχειν. [2] σπουδαίων τοίνυν
ἐστὶν ἀνθρώπων, ὅταν βελτίστῃ τῇ παρούσῃ τύχῃ χρῶνται,
τότε πλείω τὴν σπουδὴν πρὸς τὸ σωφρονεῖν ἔχειν· οὐδὲν
γὰρ οὔτε φυλαττομένοις οὕτω δεινὸν ὥστ’ ἀφύλακτον εἶναι,
οὔτ’ ὀλιγωροῦσιν ἀπροσδόκητον παθεῖν. λέγω δὲ ταῦτ’ οὐχ
ἵνα τὴν ἄλλως ὑμᾶς δεδίττωμαι, ἀλλ’ ἵνα μὴ διὰ τὴν παροῦ-
σαν εὐπραξίαν, ἃ γένοιτ’ ἄν, εἰ μὴ προνοήσεσθε τῶν πραγμά-
των, δείν’ ἀκούοντες καταφρονῆτε, ἀλλ’ ἄνευ τοῦ παθεῖν,
ὥσπερ ἐστὶν προσῆκον φάσκοντάς γε μηδένων ἀπολείπε-
σθαι τῷ σωφρονεῖν, φυλάξησθε.
***
[1] Ίσως κανείς ποτέ έως τώρα δεν εξήτασεν, άνδρες Αθηναίοι, διατί οι δυστυχούντες σκέπτονται ορθότερον των ευτυχούντων διά τας υποθέσεις. Τούτο δε δεν οφείλεται πουθενά αλλού παρά εις το ότι εις μεν τους ευτυχούντας συμβαίνει και να μη φοβούνται καθόλου και να μη νομίζουν ως αρμόζοντα εις τους εαυτούς των εκείνα, τα οποία ήθελε τις νομίσει φοβερά· τουναντίον οι δυστυχούντες ευρισκόμενοι πλησίον εις τα σφάλματα, οσάκις φθάνουν εις την δυστυχίαν, συμβαίνει να είναι σώφρονες και κόσμιοι ως προς τα λοιπά. [2] Λοιπόν είναι ίδιον σοβαρών ανθρώπων, όταν η τύχη είναι πολύ ευνοϊκή προς αυτούς, τότε να δεικνύουν μεγαλύτερον ζήλον να φανούν σώφρονες· διότι δι' ανθρώπους φυλαττομένους δεν είναι τίποτε τόσον φοβερόν, ώστε να μη δύνανται να προφυλαχθούν από αυτό, ούτε δι' αμελείς ανθρώπους είναι απροσδόκητον να πάθουν κάτι. Λέγω δε ταύτα ουχί διά να σας εκφοβίσω ματαίως, αλλ' ίνα μη ένεκα της παρούσης ευτυχίας καταφρονήτε να ακούετε τα φοβερά, τα οποία ήθελον συμβή, εάν δεν ηθέλετε φροντίσει περί των υποθέσεων, και ίνα χωρίς να υποστήτε συμφοράς, προφυλαχθήτε, όπως ακριβώς αρμόζει εις σας, οι οποίοι ισχυρίζεσθε ότι δεν υστερείτε κανενός άλλου ως προς την σωφροσύνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου