Μια μέρα, ένας μοναχικός ψαράς ανακάλυψε πιασμένη στα δίχτυά του μια ορειχάλκινη φιάλη κλεισμένη με μολύβδινο πώμα. Παρόλο που η φιάλη αυτή διέφερε απ’ οτιδήποτε είχε ποτέ βρει στη θάλασσα, αναρωτήθηκε μήπως παρόλ’ αυτά έκρυβε κάτι πολύτιμο. Κι εξάλλου, η ψαριά του εκείνη την ημέρα δεν ήταν καλή και στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να το εύρημά του σε κάνα έμπορο μετάλλων.
Η φιάλη δεν ήταν μεγάλη. Στην κορυφή της έφερε χαραγμένο ένα παράξενο σύμβολο, τη σφραγίδα του βασιλιά κι αφέντη Σολομώντα. Μέσα της όμως βρίσκονταν φυλακισμένο ένα τρομερό τζίνι. Και ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς Σολομώντας που είχε ρίξει τη φιάλη στη θάλασσα, έτσι ώστε οι άνθρωποι να προστατευτούν από το πνεύμα μέχρι να έρθει ο καιρός που κάποιος θα μπορεί να το τιθασεύσει, επιφορτίζοντάς το με το ρόλο που του αναλογεί – να υπηρετεί δηλαδή την ανθρωπότητα.
Όμως ο ψαράς δε γνώριζε τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι κρατούσε κάτι στα χέρια του που άξιζε να το ερευνήσει περισσότερο, κάτι που ίσως του απέφερε κέρδος. Η φιάλη έλαμπε απ’ έξω και έμοιαζε με πραγματικό έργο τέχνης. ‘Μέσα της’, σκέφτηκε, ‘θα μπορούσε να κρύβει διαμάντια’.
Ξεχνώντας το γνωμικό βάσει του οποίου «ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται», ο ψαράς τράβηξε το πώμα. Αναποδογύρισε τη φιάλη, αλλά επειδή δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό, την άφησε κάτω για να την παρατηρήσει κάπως καλύτερα. Ξαφνικά πρόσεξε μια ανεπαίσθητη τούφα καπνού που λίγο-λίγο πύκνωνε και στροβιλιζόταν μέχρι που πήρε το σχήμα ενός τεράστιου, απειλητικού όντος, το οποίο του μίλησε με βροντερή φωνή: «Είμαι ο Αρχηγός των Πνευμάτων και γνωρίζω τα μυστικά όσων θαυμαστών συμβαίνουν. Φυλακίστηκα με εντολή του Σολομώντα, επειδή εξεγέρθηκα εναντίον του και τώρα θα σε καταστρέψω!»
Ο ψαράς ήταν τρομοκρατημένος και πέφτοντας στην άμμο φώναξε: «Θα καταστρέψεις αυτόν που σου χάρισε την ελευθερία;»
«Πράγματι, αυτό σκοπεύω να κάνω», είπε το τζίνι, «γιατί η αντίδραση βρίσκεται στο αίμα μου, η καταστροφή είναι η δύναμή μου, κι ας βρισκόμουν ακινητοποιημένος τόσες χιλιάδες χρόνια.»
Ο ψαράς πλέον κατάλαβε, ότι όχι μόνο κέρδος δεν θα του απέφερε αυτό το ανεπιθύμητο κελεπούρι, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα τον εξόντωνε, δίχως καν ο νους του να μπορεί να συλλάβει για ποιό λόγο. Κοίταξε τη σφραγίδα στο πώμα και ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. «Σίγουρα ποτέ δεν θα μπορούσες να έχεις χωρέσει μέσα σ’ αυτή τη φιάλη», είπε. «Είναι πολύ μικρή.»
«Τι! Τολμάς να αμφισβητείς τα λόγια του Άρχοντα των Πνευμάτων;» μούγκρισε το στοιχειό. Και διαλύθηκε γρήγορα ξανά σε αραιό καπνό επιστρέφοντας με μιας στη φιάλη. Ο ψαράς πήρε το πώμα και την τάπωσε. Έπειτα έδωσε μια και την πέταξε ξανά στα βάθη της θάλασσας, όσο πιο μακρυά μπορούσε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, μέχρι που μία μέρα ένας άλλος ψαράς, ο εγγονός του προηγούμενου ψαρά της ιστορίας μας, έριξε τα δίχτυα του στο ίδιο μέρος με τον παππού του κι ανέσυρε την ίδια φιάλη.
Την τοποθέτησε στην άμμο και ήταν έτοιμος να την ανοίξει, όταν μια σκέψη τον διαπέρασε. Επρόκειτο για μια συμβουλή που του την είχε δώσει ο πατέρας του, ο οποίος την είχε λάβει από το δικό του πατέρα. Η συμβουλή ήταν η εξής: «Ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
Κι έτσι, όταν το τζίνι ένιωσε τη μετάλλινη φυλακή του να ταράζεται, ξυπνώντας από την αδράνεια που ήταν τόσο καιρό βυθισμένο, καλώντας μέσα από την ορειχάλκινη φιάλη «υιέ του Αδάμ, όποιος κι αν είσαι, άνοιξε το πώμα αυτής της φιάλης κι απελευθέρωσέ με, διότι εγώ είμαι ο Άρχοντας των Πνευμάτων που γνώριζε τα μυστικά κάθε τι θαυμαστού», ο νεαρός ψαράς, ενθυμούμενος το προγονικό γνωμικό, έκρυψε προσεχτικά τη φιάλη μέσα σε μια σπηλιά και σκαρφάλωσε μέχρι την κορυφή ενός κοντινού βράχου, αναζητώντας το κελί ενός σοφού που ζούσε εκεί γύρω.
Αφηγήθηκε την ιστορία του στο σοφό, που του είπε: «Το γνωμικό αυτό ισχύει πράγματι όσο τίποτε άλλο: κι ό,τι είναι να γίνει, θα πρέπει να το κάνεις εσύ, μόνο που θα πρέπει να γνωρίζεις πως.»
«Όμως τι είναι αυτό που θα πρέπει να κάνω;», ρώτησε ο νέος.
«Σίγουρα θα υπάρχει κάτι που νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις;», ανταποκρίθηκε ρωτώντας ο σοφός.
«Αυτό που θέλω να κάνω, είναι ν’ απελευθερώσω το τζίνι, έτσι ώστε να μου χαρίσει γνώση θαυμαστή ή ίσως βουνά από χρυσό και θάλασσες από σμαράγδια και όλα όσα μπορούν να χαρίσουν τα πνεύματα.»
«Προφανώς, δεν θα σου έχει περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα», είπε ο σοφός, «ότι το τζίνι, μόλις το απελευθερώσεις, ενδέχεται να μη σου δώσει τίποτε από αυτά που επιθυμείς ή ότι ενδέχεται να σου δώσει ακριβώς ό,τι ζητήσεις, πέρνοντάς το πάλι πίσω με την πρώτη, αφού δεν έχεις τρόπο να διαφυλάξεις τα δώρα του, εκτός βέβαια από το τι θα μπορούσε να σου συμβεί εάν κέρδιζες αυτά που ζητάς, εφόσον – όπως καλά γνωρίζεις – ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
«Τί θα ‘πρεπε να κάνω τότε;»
«Ζήτα από το τζίνι να σου δώσει ένα δείγμα όσων μπορεί να σου προσφέρει. Ζήτα του ένα τρόπο να διαφυλάξεις το δείγμα αυτό, να το δοκιμάσεις. Αναζήτησε τη γνώση, όχι τα αποκτήματα, διότι το να κατέχεις κάτι δίχως την ανάλογη γνώση είναι άχρηστο και αυτή είναι η αιτία κάθε σύγχυσης στον κόσμο.»
Τώρα, επειδή ο νέος άντρας ήταν έξυπνος κι αναστοχαστικός, επιστρέφοντας στη σπηλιά που είχε αφήσει τη φιάλη με το τζίνι, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο. Της έδωσε λοιπόν ένα ελαφρό χτύπημα κι ακούστηκε πνιχτή – και παρόλ’ αυτά τρομερή στο άκουσμα – η φωνή του πνεύματος: «Στο όνομα του Σολομώντα του Μέγιστου, ας αναπαύεται εν ειρήνη η ψυχή του, απελευθέρωσέ με Γιέ του Αδάμ!»
«Δεν πιστεύω ούτε πως είσαι αυτός που λες, ούτε πως έχεις τις δυνάμεις που μου λες», του απάντησε ο νέος.
«Δεν με πιστεύεις! Δε γνωρίζεις ότι είμαι ανίκανος να πω ψέμματα;», ανταποκρίθηκε το τζίνι βρυχόμενο.
«Όχι, αυτό δεν το γνωρίζω», είπε ο ψαράς.
«Και πώς να σε πείσω τότε;»
«Αποδεικνύοντάς μου το περιεχόμενο των λόγων σου. Είσαι σε θέση να πραγματοποιήσεις οτιδήποτε απ’ όσα λες μέσα από τη φιάλη αυτή;»
«Ναι», παραδέχθηκε το πνεύμα, «το μόνο που δεν μπορώ είναι να απελευθερωθώ χρησιμοποιώντας τη δική μου δύναμη.»
«Πολύ καλά λοιπόν: δώσε σ’ εμένα τη δύναμη να γνωρίζω την αλήθεια πίσω απ’ οτιδήποτε με προβληματίζει.»
Μονομιάς, το τζίνι με την τέχνη του, χάρισε στον ψαρά τη γνώση που ζητούσε. Έτσι εκείνος κατανόησε την πηγή του γνωμικού που είχε διδαχθεί απ’ τον παππού του. Είδε επίσης και τη σκηνή της απελευθέρωσης του πνεύματος από τη φιάλη και έμαθε με ποιόν τρόπο θα μπορούσε κανείς να μάθει στους άλλους ανθρώπους πως να πραγματοποιούν αυτό που επιθυμούν αξιοποιώντας τη δύναμη των πνευμάτων. Συνειδητοποίησε όμως επιπλέον, ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο που θα μπορούσε να κάνει. Κι έτσι ο ψαράς πήρε τη φιάλη και όπως ο παππούς του, της έδωσε μια και την πέταξε στον ωκεανό.
Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του όχι πλέον ως ψαράς, αλλά ως ένας άντρας που προσπαθούσε να διδάξει στους ανθρώπους το νόημα της φράσης «κάποιος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
Καθώς όμως ήταν λίγοι αυτοί που σκόνταφταν σε φιάλες που κρύβουν τζίνια, και όπως και να ‘χει δεν υπήρχε πλέον κάποιος σοφός να τους παρακινήσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, οι απόγονοι του ψαρά αλλοίωσαν αυτά που αποκαλούσαν ‘διδάγματά’ του και αναπαρήγαγαν τα λόγια του δίχως να τα καταλαβαίνουν πραγματικά. Σύντομα σχημάτισαν ολόκληρη θρησκεία, χρησιμοποιώντας ορειχάλκινες φιάλες για να πίνουν, καθισμένοι μέσα σε πολυδάπανους, ακριβοστολισμένους ναούς. Και επειδή κατά τ’ άλλα σέβονταν τους τρόπους του ψαρά, αγωνίζονταν να μιμηθούν τις πράξεις και τη στάση του με κάθε δυνατό τρόπο.
Η φιάλη, αν και τόσους αιώνες μετά, εξακολουθεί να θεωρείται ένα ιερό σύμβολο, ένα μυστήριο για τους ανθρώπους αυτούς. Προσπαθούν να αγαπούν ο ένας τον άλλο εξαιτίας της αγάπης τους προς τον ψαρά κι εκεί που κάποτε έζησε εκείνος, μέσα σε μια ταπεινή καλύβα, στέκονται αυτοί – ντυμένοι με πολυτελή ρούχα, καθώς πραγματοποιούν περίπλοκα τελετουργικά.
Δε γνωρίζουν πως οι μαθητές του σοφού αυτού ανθρώπου εξακολουθούν να ζουν, οι επίγονοί του όμως ζουν μέσα στη ανωνυμία. Και η ορειχάλκινη φιάλη κείται στα βάθη της θάλασσας με το πνεύμα να κοιμάται εντός του.
Μία εκδοχή της ιστορίας αυτής είναι γνωστή στους αναγνώστες μέσα από τις Μία και Χίλιες Νύχτες. Η μορφή με την οποία αποδίδεται εδώ αντιστοιχεί στον τρόπο που την αφηγούνται οι δερβίσηδες. Αξίζει να σημειώσει κανείς ότι υποστηρίζεται πως ‘η γνώση που κερδίζεται από ένα πνεύμα’ υπήρξε πηγή δύναμης τόσο του Βιργίλιου του Γητευτή στη Νάπολη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όσο και του Gerbert d’Aurillac που αργότερα, το 999μ.Χ., στέφθηκε Πάπας με το όνομα Συλβέστρος ο Δεύτερος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου