Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΔΗΜ 18.188–194

Ο Δημοσθένης διατύπωνε σωτήριες προτάσεις, ενώ ο Αισχίνης σιωπούσε – Η ήττα στη Χαιρώνεια δεν οφειλόταν στις ενέργειες του Δημοσθένη

Ο Δημοσθένης, που με τον λόγο αυτό προσπαθεί να αποδείξει ότι αξίζει τον τιμητικό στέφανο για τις υπηρεσίες του προς την πόλη, υπενθύμισε στους συμπολίτες του τις προσπάθειες που κατέβαλε από το βήμα της Εκκλησίας του δήμου να ενθαρρύνει τους συμπολίτες του και να τους καθησυχάσει για το ενδεχόμενο σύμπραξης των Θηβαίων με τον Φίλιππο, προτείνοντας παράλληλα με ψήφισμα συμμαχία μαζί τους και με τους υπόλοιπους Έλληνες για την αντιμετώπιση του μακεδονικού κινδύνου.


[188] Αὕτη τῶν περὶ Θήβας ἐγίγνετο πραγμάτων ἀρχὴ καὶ
κατάστασις πρώτη, τὰ πρὸ τούτων εἰς ἔχθραν καὶ μῖσος
καὶ ἀπιστίαν τῶν πόλεων ὑπηγμένων ὑπὸ τούτων. τοῦτο
τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελ-
θεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος. ἦν μὲν τοίνυν τοῦ δικαίου
πολίτου τότε δεῖξαι πᾶσιν, εἴ τι τούτων εἶχεν ἄμεινον, μὴ
νῦν ἐπιτιμᾶν. [189] ὁ γὰρ σύμβουλος καὶ ὁ συκοφάντης, οὐδὲ
τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐοικότες, ἐν τούτῳ πλεῖστον ἀλλήλων
διαφέρουσιν· ὁ μέν γε πρὸ τῶν πραγμάτων γνώμην ἀπο-
φαίνεται, καὶ δίδωσιν ἑαυτὸν ὑπεύθυνον τοῖς πεισθεῖσι, τῇ
τύχῃ, τῷ καιρῷ, τῷ βουλομένῳ· ὁ δὲ σιγήσας ἡνίκ’ ἔδει
λέγειν, ἄν τι δύσκολον συμβῇ, τοῦτο βασκαίνει. [190] ἦν μὲν
οὖν, ὅπερ εἶπον, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς τοῦ γε φροντίζοντος ἀν-
δρὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν δικαίων λόγων· ἐγὼ δὲ τοσαύτην
ὑπερβολὴν ποιοῦμαι ὥστε, ἂν νῦν ἔχῃ τις δεῖξαί τι βέλτιον,
ἢ ὅλως εἴ τι ἄλλ’ ἐνῆν πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην, ἀδικεῖν
ὁμολογῶ. εἰ γὰρ ἔσθ’ ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν
ἂν τότε πραχθέν, τοῦτ’ ἐγώ φημι δεῖν ἐμὲ μὴ λαθεῖν. εἰ
δὲ μήτ’ ἔστι μήτ’ ἦν μήτ’ ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω
καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαι-
νομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ’ ἑλέσθαι; [191] τοῦτο τοίνυν
ἐποίησα, τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος, Αἰσχίνη, «τίς ἀγορεύειν
βούλεται,» οὐ «τίς αἰτιᾶσθαι περὶ τῶν παρεληλυθότων,» οὐδὲ
«τίς ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ’ ἔσεσθαι»; σοῦ δ’ ἀφώνου κατ’
ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου, ἐγὼ
παριὼν ἔλεγον. ἐπειδὴ δ’ οὐ τότε, ἀλλὰ νῦν δεῖξον. εἰπὲ
τίς ἢ λόγος, ὅντιν’ ἐχρῆν εὐπορεῖν, ἢ καιρὸς συμφέρων ὑπ’
ἐμοῦ παρελείφθη τῇ πόλει; τίς δὲ συμμαχία, τίς πρᾶξις,
ἐφ’ ἣν μᾶλλον ἔδει μ’ ἀγαγεῖν τουτουσί;

[192] Ἀλλὰ μὴν τὸ μὲν παρεληλυθὸς ἀεὶ παρὰ πᾶσιν ἀφεῖται,
καὶ οὐδεὶς περὶ τούτου προτίθησιν οὐδαμοῦ βουλήν· τὸ δὲ
μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ. τότε
τοίνυν τὰ μὲν ἔμελλεν, ὡς ἐδόκει, τῶν δεινῶν, τὰ δ’ ἤδη
παρῆν, ἐν οἷς τὴν προαίρεσίν μου σκόπει τῆς πολιτείας,
μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει. τὸ μὲν γὰρ πέρας ὡς ἂν
ὁ δαίμων βουληθῇ πάντων γίγνεται· ἡ δὲ προαίρεσις αὐτὴ
τὴν τοῦ συμβούλου διάνοιαν δηλοῖ. [193] μὴ δὴ τοῦθ’ ὡς ἀδίκημ’
ἐμὸν θῇς, εἰ κρατῆσαι συνέβη Φιλίππῳ τῇ μάχῃ· ἐν γὰρ
τῷ θεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐμοί. ἀλλ’ ὡς οὐχ ἅπανθ’
ὅσ’ ἐνῆν κατ’ ἀνθρώπινον λογισμὸν εἱλόμην, καὶ δικαίως
ταῦτα καὶ ἐπιμελῶς ἔπραξα καὶ φιλοπόνως ὑπὲρ δύναμιν,
ἢ ὡς οὐ καλὰ καὶ τῆς πόλεως ἄξια πράγματ’ ἐνεστησάμην
καὶ ἀναγκαῖα, ταῦτά μοι δεῖξον, καὶ τότ’ ἤδη κατηγόρει
μου. [194] εἰ δ’ ὁ συμβὰς σκηπτὸς [ἢ χειμὼν] μὴ μόνον ἡμῶν
ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μείζων γέγονε, τί
χρὴ ποιεῖν; ὥσπερ ἂν εἴ τις ναύκληρον πάντ’ ἐπὶ σωτηρίᾳ
πράξαντα καὶ κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ’ ὧν ὑπελάμ-
βανε σωθήσεσθαι, εἶτα χειμῶνι χρησάμενον καὶ πονησάντων
αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, τῆς ναυαγίας
αἰτιῷτο. ἀλλ’ οὔτ’ ἐκυβέρνων τὴν ναῦν, φήσειεν (ἄν ὥσ-
περ οὐδ’ ἐστρατήγουν ἐγώ), οὔτε τῆς τύχης κύριος ἦν, ἀλλ’
ἐκείνη τῶν πάντων.

***
[188] Αυτή υπήρξεν η απαρχή διά την διευθέτησιν των Θηβαϊκών πραγμάτων, και η διά πρώτην φοράν ύφεσις εις τας σχέσεις, ενώ προ αυτών, αι πόλεις είχον παρασυρθή υπό τούτων, εις έχθρας και μίσος και απιστίαν. Τούτο το ψήφισμα, έκαμε, τον τότε την πόλιν περιβαλόντα κίνδυνον, ωσάν νέφος να παρέλθη. Ήτο λοιπόν τότε καθήκον του καλού πολίτου να υποδείξη εις πάντας, αν είχε καλλίτερον τι τούτων, και όχι να επικρίνη σήμερον.

[189] Διότι, ενώ, ο σύμβουλος και ο συκοφάντης, δεν ομοιάζουν εις κανέν εκ των άλλων, κατά τούτο διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ των, ο μεν βεβαίως εκφέρει γνώμην προ των γεγονότων, και καθιστά εαυτόν υπεύθυνον έναντι εκείνων τους οποίους έπεισε, έναντι της τύχης, των περιστάσεων, έναντι οιουδήποτε· ο δε σιγήσας, όταν έπρεπε να ομιλή, εάν συμβή τι το δυσάρεστον, τούτο κατηγορεί από φθόνον. [190] Εκείναι λοιπόν αι περιστάσεις, όπως είπον, εχρειάζοντο τον πράγματι ενδιαφερόμενον διά την πόλιν άνδρα, και τους ορθούς λόγους. Εγώ δε τοσούτον υπερβάλλω, ώστε, εάν τώρα έχη τις να υποδείξη κάτι καλλίτερον, ή εν γένει, αν ήτο δυνατόν άλλο τι, εκτός εκείνων, τα οποία προετίμησα εγώ, ομολογώ ότι έχω άδικον.

Αν δεν υπάρχη κάτι, το οποίον είδε κανείς τώρα, όπερ αν τότε επράττετο, θα ωφέλει, εγώ παραδέχομαι, ότι τούτο έπρεπε να μη μου διαφύγη. Εάν όμως ούτε υπάρχη, ούτε υπήρχεν, ουδέ θα ηδύνατο κανείς, και σήμερον ακόμη, να είπη κάτι διάφορον, τι έπρεπε να πράξη ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε από τα εμφανή και τα εφικτά, να εκλέξη τα άριστα;

[191] Αυτό λοιπόν έπραξα, όταν ο κήρυξ ηρώτα, Αισχίνη, «τις αγορεύειν βούλεται», όχι «τις θέλει να κατηγορήση διά τα παρελθόντα», ούτε «τις θέλει να εγγυηθή διά τα μέλλοντα να συμβούν». Εν ω δε συ, κατ' εκείνην την εποχήν εκάθησο εις τας συνελεύσεις άφωνος, εγώ ανελθών εις το βήμα, ηγόρευον. Επειδή δε ούτε τότε υπέδειξες, υπόδειξε τουλάχιστον τώρα. Λέγε ποία, ή συμβουλή, την οποίαν έπρεπε επί πλέον να διαθέσω, ή ευκαιρία ευνοϊκή διά την πόλιν, παρημελήθη υπ' εμού; Ποία δε συμμαχία, ποία πράξις προς την οποίαν έπρεπε μάλλον να κατευθύνω τούτους εδώ;

[192] Αλλά πράγματι, το μεν παρελθόν πάντοτε απ' όλους παραμερίζεται, και ουδείς περί τούτου ουδαμού προτείνει γνώμην προς συζήτησιν, το μέλλον όμως, ή το παρόν, απαιτεί την γνώμην του συμβούλου. Τότε λοιπόν, ότε εκ των δεινών, άλλα μεν, όπως επιστεύετο, έμελλον να συμβούν, άλλα δε είχον συμβή ήδη, εξέταζε την πολιτικήν μου πρόθεσιν έναντι αυτών, και μη συκοφάντει τα γενόμενα. Διότι η μεν έκβασις όλων των πραγμάτων γίνεται όπως θελήση θεός, η δε πρόθεσις, αυτή καθ' εαυτήν, φανερώνει την σκέψιν του συμβούλου.

[193] Μη καταλογίσης, όχι, ως ιδικόν μου σφάλμα, τούτο, εάν συνέβη να νικήση ο Φίλιππος εις την μάχην, διότι το αποτέλεσμα αυτής εξηρτάτο από τον θεόν, όχι από εμέ. Αλλ' ότι δεν προετίμησα πάντα όσα ήσαν δυνατά κατ' ανθρώπινον υπολογισμόν, και ότι δεν εξετέλεσα ταύτα, και δικαίως και με επιμέλειαν, και με φιλοπονίαν, ανωτέρας των δυνάμεών μου, ή ότι δεν επεχείρησα τα καλά και άξια της πόλεως και τα αναγκαία, αυτά δείξε μου, και τότε πλέον κατηγόρησέ με. [194] Εάν δε η ενσκήψασα καταιγίς, υπήρξεν ισχυροτέρα, όχι μόνον ημών, αλλά και όλων των άλλων Ελλήνων, τι πρέπει να κάμωμεν; Είναι ως να κατηγορή κανείς ως αίτιον του ναυαγίου, τον κύριον του πλοίου, όστις έκαμε τα πάντα διά την σωτηρίαν αυτού, και ο οποίος το εφωδίασε με όλα εκείνα, με τα οποία ενόμιζεν, ότι θα σωθή, επειδή, έπειτα, ένεκα τρικυμίας, εβλάβησαν τα εξαρτήματα ή και κατεστράφησαν ταύτα ολοσχερώς. Αλλά θα ημπορούσε να είπη, δεν εκυβέρνων εγώ το πλοίον, (όπως και εγώ δεν εστρατήγουν), ούτε ήμουν κύριος της τύχης, αλλ' εκείνη κυρία των πάντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου