Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

ΔΗΜ 60.15–24

Έπαινος των προκείμενων νεκρών

Πριν περάσει στην αναφορά των κατορθωμάτων των προκείμενων νεκρών, ο ρήτορας ζήτησε την εύνοια των ακροατών του. Και συνεχίζει:


[15] Πολλὰ τοίνυν ἔχων εἰπεῖν ὧν οἵδε πράξαντες δικαίως
ἐπαινεθήσονται, ἐπειδὴ πρὸς αὐτοῖς εἰμι τοῖς ἔργοις, ἀπορῶ
τί πρῶτον εἴπω· προσιστάμενα γάρ μοι πάντ’ εἰς ἕνα
καιρὸν δύσκριτον καθίστησιν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν. οὐ μὴν
ἀλλὰ πειράσομαι τὴν αὐτὴν ποιήσασθαι τοῦ λόγου τάξιν
ἥπερ ὑπῆρξεν τοῦ βίου τούτοις. [16] οἵδε γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἐν
πᾶσιν τοῖς παιδεύμασιν ἦσαν ἐπιφανεῖς, τὰ πρέποντα καθ’
ἡλικίαν ἀσκοῦντες ἑκάστην, καὶ πᾶσιν ἀρέσκοντες οἷς χρή,
γονεῦσιν, φίλοις, οἰκείοις. τοιγαροῦν ὥσπερ ἴχνη γνωρί-
ζουσα νῦν ἡ τῶν οἰκείων αὐτοῖς καὶ φίλων μνήμη πᾶσαν
ὥραν ἐπὶ τούτους φέρεται τῷ πόθῳ, [17] πόλλ’ ὑπομνήματα
λαμβάνουσα, ἐν οἷς συνῄδει τούτοις ἀρίστοις οὖσιν. ἐπειδὴ
δ’ εἰς ἄνδρας ἀφίκοντο, οὐ μόνον τοῖς πολίταις γνώριμον
τὴν αὑτῶν φύσιν ἀλλὰ καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις κατέστησαν.
ἔστιν γάρ, ἔστιν ἁπάσης ἀρετῆς ἀρχὴ μὲν σύνεσις, πέρας
δ’ ἀνδρεία· καὶ τῇ μὲν δοκιμάζεται τί πρακτέον ἐστί, τῇ δὲ
σῴζεται. [18] ἐν τούτοις ἀμφοτέροις οἵδε πολὺ διήνεγκαν. καὶ
γὰρ εἴ τις ἐφύετο κοινὸς πᾶσιν κίνδυνος τοῖς Ἕλλησιν,
οὗτοι πρῶτοι προείδοντο καὶ πολλάκις εἰς σωτηρίαν ἅπαντας
παρεκάλεσαν, ὅπερ γνώμης ἀπόδειξίς ἐστιν εὖ φρονούσης·
καὶ τῆς παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἀγνοίας μεμειγμένης κακίᾳ, ὅτ’
ἐνῆν ταῦτα κωλύειν ἀσφαλῶς, τὰ μὲν οὐ προορώσης τὰ δ’
εἰρωνευομένης, ὅμως, ἡνίχ’ ὑπήκουσαν καὶ τὰ δέοντα ποιεῖν
ἠθέλησαν, οὐκ ἐμνησικάκησαν, ἀλλὰ προστάντες καὶ
παρασχόντες ἅπαντα προθύμως, καὶ σώματα καὶ χρήματα
καὶ συμμάχους, εἰς πεῖραν ἦλθον ἀγῶνος, εἰς ὃν οὐδὲ τῆς
ψυχῆς ἐφείσαντο. [19] ἐξ ἀνάγκης δὲ συμβαίνει, ὅταν μάχη
γίγνηται, τοῖς μὲν ἡττᾶσθαι, τοῖς δὲ νικᾶν· οὐκ ἂν ὀκνή-
σαιμι δ’ εἰπεῖν ὅτι μοι δοκοῦσιν οἱ τελευτῶντες ἑκατέρων ἐν
τάξει τῆς μὲν ἥττης οὐ μετέχειν, νικᾶν δ’ ὁμοίως ἀμφότεροι.
τὸ μὲν γὰρ κρατεῖν ἐν τοῖς ζῶσιν, ὡς ἂν ὁ δαίμων παραδῷ,
κρίνεται· ὃ δ’ εἰς τοῦθ’ ἕκαστον ἔδει παρασχέσθαι, πᾶς ὁ
μένων [ἐν τάξει] πεποίηκεν. εἰ δὲ θνητὸς ὢν τὴν εἱμαρμένην
ἔσχεν, τῇ τύχῃ πέπονθε τὸ συμβαῖνον, οὐχὶ τὴν ψυχὴν
ἥττηται τῶν ἐναντίων. [20] νομίζω τοίνυν καὶ τοῦ τῆς χώρας
ἡμῶν μὴ ἐπιβῆναι τοὺς πολεμίους πρὸς τῇ τῶν ἐναντίων
ἀγνωμοσύνῃ τὴν τούτων ἀρετὴν αἰτίαν γεγενῆσθαι· κατ’
ἄνδρα γὰρ πεῖραν εἰληφότες οἱ τότε συμμείξαντες ἐκεῖ, οὐκ
ἐβούλοντ’ αὖθις εἰς ἀγῶνα καθίστασθαι τοῖς ἐκείνων οἰκείοις,
ὑπολαμβάνοντες ταῖς μὲν φύσεσιν ταῖς ὁμοίαις ἀπαντή-
σεσθαι, τύχην δ’ οὐκ εὔπορον εἶναι τὴν ὁμοίαν λαβεῖν.
δηλοῖ δ’ οὐχ ἥκισθ’ ὅτι ταῦθ’ οὕτως ἔχει καὶ τὰ τῆς γεγο-
νυίας εἰρήνης· οὐ γὰρ ἔνεστ’ εἰπεῖν οὔτ’ ἀληθεστέραν οὔτε
καλλίω πρόφασιν τοῦ τῆς τῶν τετελευτηκότων ἀγασθέντ’
ἀρετῆς τὸν τῶν ἐναντίων κύριον φίλον γενέσθαι τοῖς
ἐκείνων οἰκείοις βούλεσθαι μᾶλλον ἢ πάλιν τὸν ὑπὲρ τῶν
ὅλων κίνδυνον ἄρασθαι. [21] οἶμαι δ’ ἄν, εἴ τις αὐτοὺς τοὺς
παραταξαμένους ἐρωτήσειεν πότερ’ ἡγοῦνται ταῖς αὑτῶν
ἀρεταῖς ἢ τῇ παραδόξῳ καὶ χαλεπῇ τύχῃ κατωρθωκέναι καὶ
τῇ τοῦ προεστηκότος αὑτῶν ἐμπειρίᾳ καὶ τόλμῃ, οὐδέν’ οὔτ’
ἀναίσχυντον οὔτε τολμηρὸν οὕτως εἶναι, ὅντιν’ ἀντιποιή-
σεσθαι τῶν πεπραγμένων. ἀλλὰ μὴν ὑπὲρ ὧν ὁ πάντων
κύριος δαίμων, ὡς ἐβούλετο, ἔνειμε τὸ τέλος, ἅπαντας
ἀφεῖσθαι κακίας ἀνάγκη τοὺς λοιπούς, ἀνθρώπους γ’ ὄντας·
[περὶ ὧν δ’ ὁ τῶν ἐναντίων ἡγεμὼν ὑπερῆρε τοὺς ἐπὶ τούτῳ
ταχθέντας, οὐχὶ τοὺς πολλοὺς οὔτ’ ἐκείνων οὔθ’ ἡμῶν
αἰτιάσαιτ’ ἄν τις εἰκότως] [22] εἰ δ’ ἄρ’ ἔστι τις ἀνθρώπων ὅτῳ
περὶ τούτων ἐγκαλέσαι προσήκει, τοῖς ἐπὶ τούτῳ ταχθεῖσιν
Θηβαίων, οὐχὶ τοῖς πολλοῖς οὔτ’ ἐκείνων οὔθ’ ἡμῶν ἐγκαλέ-
σειεν ἄν τις εἰκότως· οἳ δύναμιν λαβόντες ἔχουσαν θυμὸν
ἀήττητον καὶ ἀπροφάσιστον καὶ φιλοτιμίαν ἐφάμιλλον
οὐδενὶ τούτων ὀρθῶς ἐχρήσαντο. [23] καὶ τὰ μὲν ἄλλ’ ἔστιν
τούτων ὡς ἕκαστος ἔχει γνώμης, οὕτως ὑπολαμβάνειν· ὃ δ’
ἅπασιν ὁμοίως τοῖς οὖσιν ἀνθρώποις γεγένηται φανερόν, ὅτι
ἡ πάσης τῆς Ἑλλάδος ἄρ’ ἐλευθερία ἐν ταῖς τῶνδε τῶν
ἀνδρῶν ψυχαῖς διεσῴζετο· ἐπειδὴ γοῦν ἡ πεπρωμένη τούτους
ἀνεῖλεν, οὐδεὶς ἀντέστη τῶν λοιπῶν. καὶ φθόνος μὲν
ἀπείη τοῦ λόγου, δοκεῖ δέ μοί τις ἂν εἰπὼν ὡς ἡ τῶνδε τῶν
ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψυχὴ τἀληθὲς εἰπεῖν· [24] ἅμα
γὰρ τά τε τούτων πνεύματ’ ἀπηλλάγη τῶν οἰκείων σωμάτων,
καὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ἀξίωμ’ ἀνῄρηται. μεγάλην μὲν οὖν
ἴσως ὑπερβολὴν δόξομεν λέγειν, ῥητέον δ’ ὅμως· ὥσπερ
γάρ, εἴ τις ἐκ τοῦ καθεστηκότος κόσμου τὸ φῶς ἐξέλοι,
δυσχερὴς καὶ χαλεπὸς ἅπας ὁ λειπόμενος ἂν ἡμῖν βίος
γένοιτο, οὕτω τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀναιρεθέντων ἐν σκότει
καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ πᾶς ὁ πρὸ τοῦ ζῆλος τῶν Ἑλλήνων
γέγονεν.

***
[15] Ενώ δε έχω να είπω πολλά, εξ εκείνων τα οποία έπραξαν ούτοι και διά τα οποία δικαίως θα επαινεθούν, όταν πλέον είμαι πολύ πλησίον εις το έργον τούτο, ευρίσκομαι εις δύσκολον θέσιν πώς να αρχίσω. Διότι παρουσιαζόμεθα όλα εις μίαν συγχρόνως περίστασιν με δυσκολεύουν εις την εκλογήν των. Θα προσπαθήσω όμως να ακολουθήσω την ιδίαν σειράν εις τον λόγον μου, την οποίαν ηκολούθησαν και ούτοι εις την ζωήν των.

[16] Ούτοι λοιπόν από της μικράς των ηλικίας διέπρεπον εις παν είδος μορφώσεως, επιδιδόμενοι εις τας πρεπούσας δι' εκάστην ηλικίαν ασκήσεις και ήσαν ευχάριστοι εις όλους όσους έπρεπε, γονείς, φίλους, οικείους. Διά τούτο ακριβώς, τρόπον τινά, αναγνωρίζουσα τα ίχνη των τώρα η ανάμνησις των οικείων και αγαπητών των προσώπων, στρέφεται προς αυτούς κατά το κορύφωμα της λύπης των, [17] και ευρίσκει πολλά σημεία που ενθυμίζουν τας αρετάς, που έβλεπον εις αυτούς. Όταν δε έφθασαν εις την ανδρικήν ηλικίαν, έδειξαν την έξοχον φύσιν των όχι μόνον εις τους συμπολίτας των, αλλά και εις όλους τους ανθρώπους. Διότι πάσης αρετής αρχή μεν είναι η σύνεσις, πέρας δε η ανδρεία· και με εκείνην μεν εξετάζεται τι πρέπει να πραχθή, με ταύτην δε έκαστος σώζεται. [18] Και εις τα δύο αυτά προτερήματα οι προκείμενοι νεκροί διεκρίθησαν. Διότι, και αν παρουσιάζετο κάποιος κίνδυνος διά τους Έλληνας, πρώτοι ούτοι τον προέβλεπον και έκαμναν έκκλησιν διά την σωτηρίαν των εις όλους τους Έλληνας· τούτο είναι απόδειξις νου σωφρόνος. Ενώ δε ήτο ακόμη δυνατόν να σταματήσουν, χωρίς να κινδυνεύσουν, την θεομηνίαν οι Έλληνες, όντες τυφλοί και δειλοί δεν την έβλεπον ή προσεποιούντο ότι δεν την έβλεπον, αφ' ότου όμως, γενόμενοι πειθαρχικοί, απεφάσισαν να δράσουν, αυτοί εδώ οι νεκροί, αφήνοντες πάσαν μνησικακίαν ετέθησαν επί κεφαλής των και δώσαντες όλα προθύμως, και σώματα και χρήματα και συμμάχους, απεδύθησαν εις αγώνα, εις τον οποίον δεν ελογάριασαν ουδέ την ζωήν των.

[19] Εξ ανάγκης δε συμβαίνει, όταν γίνεται μάχη, άλλοι μεν να νικώνται, άλλοι δε να νικώσι. Δεν ήθελον δε διστάσει να είπω, ότι και από τα δύο μέρη εκείνοι που πίπτουν εις το πεδίον της μάχης, δεν μετέχουν της ήττης, αλλά νικώσιν ομοίως και οι δύο. Διότι η νίκη μεταξύ των ζώντων κρίνεται αναλόγως της ευνοίας της τύχης· αλλ' εκείνο, το οποίον έπρεπεν έκαστος να προσφέρη διά την επιτυχίαν της νίκης, πας ο φονευθείς εις την θέσιν του το έπραξε. Αν δε θνητός ων υπέστη το μοιραίον, έπαθεν εκείνο που συμβαίνει από την τύχην, αλλά η ψυχή του δεν εγνώρισε την ήτταν. [20] Νομίζω δε ότι και το ότι οι εχθροί δεν εισέβαλον εις την χώραν μας, εκτός της απερισκεψίας των, οφείλεται και εις γενναιότητα των προκειμένων νεκρών. Διότι, αφού έλαβον πείραν τούτων εις τον αγώνα σώματος προς σώμα, δεν ηθέλησαν να αναλάβουν νέον αγώνα εναντίον των συμπολιτών των ανδρών τούτων, διότι αντελαμβάνοντο καλώς, ότι θάρρος μεν θα συνήντων το ίδιον, αλλά δεν ήταν βέβαιοι, ότι θα εύρουν την ιδίαν τύχην. Της αληθείας ταύτης μεγίστη απόδειξις είναι η επακολουθήσασα ειρήνη· διότι δεν είναι δυνατόν να λεχθή ότι ο επί κεφαλής των εχθρών δεν απεφάσισε να κλείση την ειρήνην από ελατήρια περισσότερον πραγματικά και ένδοξα δι' ημάς· θαυμάσας την ανδρείαν των ενδόξων τούτων νεκρών, επροτίμησε να γίνη φίλος των συμπολιτών των παρά να αναλάβη εκ νέου τον υπέρ των όλων κίνδυνον. [21] Νομίζω δε, ότι, εάν τις ήθελεν ερωτήσει αυτούς, οι οποίοι κατεπολέμησαν τους πολεμιστάς μας, εάν νομίζουν, ότι οφείλουν την νίκην των εις την ιδίαν των αξίαν ή εις κάποιο παράδοξον ή κάποιο φοβερόν κτύπημα της τύχης και εις την τόλμην του εμπείρου αρχηγού των, κανείς δεν θα είναι τόσον αναίσχυντος και τολμηρός, ώστε να διεκδικήση υπέρ εαυτού την νίκην ταύτην. Εξ άλλου, εις ένα γεγονός, του οποίου το αποτέλεσμα εκανονίσθη υπό της τύχης, η οποία είναι κυρίαρχος πάντων, είναι ανάγκη να απαλλάξη τις της μομφής της δειλίας τους Αθηναίους και τους συμμάχους των, οι οποίοι βεβαίως ήσαν άνθρωποι. Το ότι δε ο αρχηγός των πολεμίων υπερεφαλάγγισε την πτέρυγα των Θηβαίων που είχε ταχθή απέναντί του, δεν οφείλεται ούτε εις τους Μακεδόνας, ούτε εις τους Αθηναίους. [22] Εάν δε υπάρχη κάποιος εκ των ανθρώπων, τον οποίον θα έπρεπε τις να κατηγορήση διά τούτο, ούτοι είναι οι Θηβαίοι, οι οποίοι ετάχθησαν απέναντί του, δεν ήθελεν όμως κατηγορήσει ούτε ημάς, ούτε εκείνους, και ευλόγως· διότι ούτοι υποστηριζόμενοι από στρατόν με ψυχήν αήττητον, ανίκανον να υποχωρή και με απαράμιλλον αγάπην προς την δόξαν, δεν ηδυνήθησαν να επωφεληθούν των τόσων πλεονεκτημάτων. [23] Και εις μεν τα άλλα σημεία αι γνώμαι δύνανται να διχασθούν, εκείνο όμως, το οποίον έχει γίνει φανερόν εις όλους τους υπάρχοντας ανθρώπους, είναι ότι η ελευθερία ολοκλήρου της Ελλάδος είχε την σωτηρίαν της εις τας ψυχάς των γενναίων τούτων ανδρών· επειδή όμως το πεπρωμένον αφήρπασεν αυτούς, έπαυσε πλέον πάσα αντίστασις της Ελλάδος. Και είθε κανείς να μη φθονήση τους λόγους μου, μου φαίνεται όμως, ότι θα έλεγε τις την αλήθειαν, εάν έλεγεν ότι η ψυχή της Ελλάδος ήτο η ανδρεία των ανδρών τούτων. [24] Διότι μόλις αι ψυχαί των απηλλάγησαν των σωμάτων των και η τιμή της Ελλάδος έσβησε. Μεγάλην μεν λοιπόν ίσως υπερβολήν θα φανώμεν ότι λέγομεν, πρέπει όμως να την είπωμεν· διότι, όπως, εάν τις ήθελεν αφαιρέσει από τον υπάρχοντα κόσμον τον ήλιον, θα εγίνετο ο υπόλοιπος βίος μας πολύ δύσκολος και άθλιος, ομοίως μετά τον θάνατον των πολεμιστών τούτων η παλαιά δόξα των Ελλήνων έπεσεν εις το σκότος και μεγάλην δυσφήμησιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου