Τα πρότυπα των σχέσεων της παιδικής ηλικίας
Δεσμοί προσκόλλησης θεωρούνται όλοι οι μακροχρόνιοι συναισθηματικοί δεσμοί οι οποίοι στοχεύουν στη διατήρηση της εγγύτητας με κάποιο σύντροφο που είναι μοναδικός και αναντικατάστατος (Bowlby, 1969. Ainsworth, 1989).
Αλλιώς, όπως όρισε η Brehm (1992), οι σχέσεις της κάθε ηλικίας οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονες συναισθηματικές ανταλλαγές, αλληλεξάρτηση της συμπεριφοράς, αναζήτηση της εγγύτητας και αμοιβαία κάλυψη των αναγκών των δύο συντρόφων είναι σχέσεις προσκόλλησης.
Οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους, λίγες φιλικές σχέσεις και οι μακροχρόνιες ερωτικές σχέσεις είναι οι πλέον σημαντικές προσκολλήσεις της ενήλικης περιόδου.
Επίσης, η σχέση θεραπευτή - θεραπευόμενου εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά των σχέσεων προσκόλλησης, αλλά δεν κατατάσσεται στις αυθόρμητες κοινωνικές σχέσεις. (Ainsworth, 1979. Weiss, 1991)
Επειδή η ευτυχία και η ψυχική ισορροπία στηρίζονται στις καλές σχέσεις προσκόλλησης, η αποφυγή των σχέσεων δεν είναι δυνατόν να αποτελεί πρωτογενές κίνητρο των ψυχικά υγιών ανθρώπων.
Επίσης ο χωρισμός, η ανεξαρτησία, η αυτονομία και η απελευθέρωση από τις σχέσεις δεν είναι υγιείς στόχοι της ανθρώπινης ανάπτυξης (Kohut, 1971, 1977 Brehm, 1992). Συχνά όμως ο πόνος που προκαλείται από την αποτυχία των δεσμών κάνει πολλούς ανθρώπους να φοβούνται και να αποφεύγουν τη δημιουργία στενών σχέσεων.
Έτσι, ένας από τους βασικότερους στόχους της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να αναπτύξουν ασφαλείς προσκολλήσεις και εποικοδομητικές αλληλεξαρτήσεις, από τις οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να αντλούν χαρά, ανεξαρτησία και αυτοδυναμία. (Kohut, 1971, 1977)
Τα βρεφικά πρότυπα πίσω από τις σχέσεις αγάπης
Τα πρότυπα των σχέσεων της παιδικής ηλικίας ασκούν πολύ έντονες επιρροές σε όλες τις σημαντικές σχέσεις των ενηλίκων.
Ο Freud ήταν από τους πρώτους κλινικούς που επισήμαναν τις ισχυρές επιδράσεις τις οποίες οι αρχαϊκές σχέσεις ασκούν στους ερωτικούς δεσμούς των ενηλίκων. Σύμφωνα με τον ίδιο, σε κάθε σχέση αγάπης της ενήλικης περιόδου κρύβεται κάποιο βρεφικό πρότυπο.
Δηλαδή, για κάθε πράξη αγάπης της ενήλικης ζωής υπάρχει ένας πρόλογος ο οποίος έχει γραφτεί στη διάρκεια της βρεφικής περιόδου και ειδικότερα στην πρώτη και γεμάτη πάθος σχέση προσκόλλησης.
Μάλιστα η επιλογή συντρόφου στις σχέσεις της ώριμης ηλικίας βασίζεται στα πρώιμα πρότυπα του αρχαϊκού δεσμού.
Ο Freud διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να αναπαράγουν στις σχέσεις τους τις οδυνηρές αναμνήσεις του μακρινού παρελθόντος τους, παρά το γεγονός ότι από μόνοι τους αδυνατούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους το υλικό της βρεφικής περιόδου.
Ο Emde σχολίασε ότι τα πρόσφατα δεδομένα από τον ψυχαναλυτικό χώρο (θεωρία των σχέσεων αντικειμένου και θεωρία της προσκόλλησης) δείχνουν ότι ο Freud μπορεί ακόμα και να είχε υποτιμήσει το βαθμό στον οποίο η ψυχική δραστηριότητα δεν είναι συνειδητή.
Ο Bowlby (1979) ακολούθησε το νοητικό μονοπάτι του Freud και υπογράμμισε ότι το πρωταρχικό μοντέλο της προσκόλλησης με τη μητέρα παίζει κυρίαρχο ρόλο στον κύκλο της ζωής του κάθε ανθρώπου και χαρακτηρίζει όλες τις σημαντικές σχέσεις του «από την κούνια μέχρι τον τάφο».
Η αρχετυπική σχέση και η καθοριστικότητά της
Πλήθος ερευνητικών και κλινικών στοιχείων έχουν επιβεβαιώσει τη συγκεκριμένη θέση, αποδεικνύονται ότι το πρωταρχικό μοντέλο προσκόλλησης δεν παραμένει απλώς ενεργό σε ολόκληρη τη ζωή, αλλά επιπλέον προκαθορίζει τους κανόνες, τη στάση και τη συμπεριφορά των ανθρώπων στις σημαντικές σχέσεις τους.
Όπως εξήγησε ο Morris (1982), η αρχέτυπη σχέση αναγεννάται στους μετέπειτα δεσμούς, επειδή είναι πολύ έντονη, πολύ βαθιά και βεβαίως πρωταρχική. Επομένως, η πρώτη σχέση παίζει το ρόλο ενός ισχυρού και ανθεκτικού προτύπου και προκαθορίζει τις ασυνείδητες ελπίδες και προσδοκίες των ανθρώπων για τις μετέπειτα σχέσεις τους.
Έτσι οι ενήλικοι άνθρωποι στις σημαντικές τους σχέσεις επιχειρούν ασυνείδητα να αναπαραγάγουν τους ρόλους και τα πρότυπα των αλληλεπιδράσεων τα οποία βίωσαν στους πρώτους δεσμούς τους. Δυστυχώς η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή, σχεδόν καταναγκαστική, στους ανθρώπους οι οποίοι μεγάλωσαν μέσα σε δυσλειτουργικούς, οδυνηρούς ή καταστροφικούς δεσμούς.
Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αναγκάστηκαν να απωθήσουν από νωρίς τα αρνητικά βιώματά τους βαθιά στο ασυνείδητό τους. Έτσι τα οδυνηρά βιώματα παραμένουν απρόσιτα από τη λογική σκέψη και συνεχίζουν να δρουν ανεξέλεγκτα.
Ο πρώτος στενός σύντροφος της ζωής κάποια μέρα αντικαθίσταται λοιπόν από τον ερωτικό σύντροφο, αναγεννώντας τον απόηχο του πρωταρχικού γονεϊκού μοντέλου αγάπης.
Κεραυνοβόλος έρωτας;
Ο Lidz (1976) στο βιβλίο του «Το πρόσωπο» (The person) εξήγησε ότι από τις πρώτες στιγμές της συνάντησης δύο ανθρώπων ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του μελλοντικού ερωτικού συντρόφου αναγεννά τον απόηχο, του γονεϊκού μοντέλου αγάπης. Το χαρακτηριστικό αυτό πιθανώς να μη γίνει ποτέ συνειδητό λόγω του φόβου που έχουν οι άνθρωποι για τα αιμομικτικά τους συναισθήματα.
Αλλά η ύπαρξη του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού συμβάλλει στη σχεδόν στιγμιαία επιλογή του ερωτικού συντρόφου (κεραυνοβόλος έρωτας). Η συγκεκριμένη επιλογή περιλαμβάνει ελάχιστη συνειδητή σκέψη και συχνά ξεκινάει από μια πολύ ισχυρή έλξη για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό το οποίο «μοιάζει να είναι γνωστό».
Είναι τυπική η έκφραση πολλών ερωτευμένων οι οποίοι υποστηρίζουν ότι όταν συνάντησαν το σύντροφό τους ένιωσαν σαν να τον γνώριζαν μια ολόκληρη ζωή. Η γνώριμη αυτή αίσθηση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υπέρμετρη ένταση και την ξαφνική και απότομη ανάπτυξη του ερωτικού συναισθήματος (Pincus & Dare, 1978).
Στους ερωτευμένους ενήλικες αρχικά ανασταίνεται η «χρυσή φαντασίωση» του βρέφους για την απόλυτη συγχώνευση με κάποιο άλλο άτομο και το όνειρο για διαρκή φροντίδα, ασφάλεια, τρυφερότητα και τέλεια συντροφιά (Liebowitz, 1983).
Έτσι οι ερωτευμένοι ξαναζούν την απόλυτη εγγύτητα με το σύντροφο (συγχώνευση), ο οποίος παρέχει φροντίδα και τρυφερότητα και αναβιώνει την αγαλλίαση που βίωσαν στη συμβιωτική τους περίοδο (πριν ακόμα αντιληφθούν την ατομικότητα και τη μοναχικότητά τους).
Όμως ταυτόχρονα με τις φαντασιώσεις της συγχώνευσης, μέσα στην ερωτική σχέση αναγεννώνται και οι στενοχώριες, οι ματαιώσεις, οι ανασφάλειες και οι εντάσεις οι οποίες «διαδραματίστηκαν» στις αρχαϊκές σχέσεις των οικογενειών προέλευσης των δύο συντρόφων. Αναγεννώνται επίσης οι μνήμες της απογοήτευσης την οποία ένιωσαν όταν ήταν βρέφη και κατάλαβαν ότι η πλήρης συνένωση είναι μια ανέφικτη κατάσταση.
Επομένως, η ερωτική σχέση φέρνει στην επιφάνεια τους φόβους του αποχωρισμού, την αίσθηση του χαμού και τη χειρότερη απειλή των ανθρώπων, τον εφιάλτη της εγκατάλειψης.
Σύντομα λοιπόν η συγκεκριμένη σχέση μετατρέπεται σε πεδίο αναπαραγωγής των άλυτων διλημμάτων και των οδυνηρών συγκρούσεων οι οποίες είχαν βασανίσει τους δύο συντρόφους στα πρώτα βήματα της ζωής τους (Dicks, 1963).
Όπως έγραψε ο Bowlby (1969), ένα μεγάλο μέρος της ψυχοπαθολογίας των ερωτικών σχέσεων οφείλεται στην αναβίωση των ανεπαρκών και ασυνεπών σχέσων του παρελθόντος των δύο συντρόφων. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι παλιές δυσλειτουργικές σχέσεις αρχίζουν να αναδύονται αμέσως μόλις εγκαθιδρυθεί ο καινούριος δεσμός.
Οι Pincus και Dare (1978) στο βιβλίο τους «Μυστικά στην οικογένεια» (Secrets in the family) επισήμαναν επίσης το γεγονός ότι η επιλογή συντρόφου γίνεται πολύ σύντομα. Παρότι η επιλογή αυτή είναι σχεδόν στιγμιαία, οι προσωπικότητες των δύο συντρόφων, όπως και οι βασικές παλιές τους εμπειρίες, ταυτίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Οι δύο σύντροφοι είναι πιθανό να διαπιστώσουν τη συγκεκριμένη ταύτιση των προσωπικοτήτων τους πολύ αργότερα ή μπορεί να μην τη διαπιστώσουν ποτέ.
Είναι όμως γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, με κάποιο «φαινομενικά ανεξήγητο» τρόπο, καταλαβαίνουν πολύ σύντομα ποιος είναι ο σύντροφος ο οποίος θα μπορέσει να τους βοηθήσει να έρθουν σε επαφή με τις απωθημένες πλευρές του άγνωστου εαυτού τους.
Έτσι οι άνθρωποι επιλέγουν συντρόφους με τους οποίους έχουν τη δυνατότητα να αναστήσουν το συναισθηματικά φορτισμένο παρελθόν τους, σε μια ύστατη προσπάθεια να δοθεί μια καλύτερη λύση στις άλυτες συγκρούσεις τους.
Γι' αυτό στα παλιά ζευγάρια διαπιστώνεται ότι τα ελκυστικά στοιχεία που πρωτοτράβηξαν τους δύο συντρόφους τον ένα κοντά στον άλλο μετατρέπονται αργότερα στις κυριότερες πηγές των συγκρούσεών τους.
Με άλλα λόγια, οι «ελκυστικές ιδιότητες» των δύο συντρόφων με την πάροδο του χρόνου μετατρέπονται στα «δύσκολα ή αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους», από τα οποία ξεκινούν οι περισσότερες συγκρούσεις. Για παράδειγμα, ο άνδρας ο οποίος αρχικά ενθουσιαζόταν από «τη ζεστασιά και την κοινωικότητα» της συντρόφου του αργότερα ερμηνεύει το ίδιο χαρακτηριστικό ως «παρεμβατικότητα» ή επειδεικτικότητα.
Και η γυναίκα η οποία αρχικά ενθουσιαζόταν με τη «σταθερότητα και την προβλεπτικότητα» του συντρόφου της αργότερα θεωρεί τον άνδρα της «βαρετό και περιοριστικό» (Pincus & Dare, 1978 Feney & Noller, 1996).
Με τον έμμεσο αυτό τρόπο της αναδημιουργίας των συγκρουσιακών θεμάτων των δύο συντρόφων, οι άνθρωποι μοιάζουν να μην απομακρύνονται ποτέ από τις αρχικές οικογένειες από τις οποίες προήλθαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου