τουτογί· πάντ᾽ οἶδα. (ΜΟ.) ποῖα πάντα; (ΔΗ.) μή μοι διαλέγου.
(ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἀνάγκη, πάτερ. (ΔΗ.) ἀνάγκη; τῶν ἐμῶν οὐ κύριος
ἔσομ᾽ ἐγώ; (ΜΟ.) ταύτην ἐμοὶ δὸς τὴν χάριν. (ΔΗ.) ποίαν χάριν;
οἷον ἀξιοῖς μ᾽ ἀπελθεῖν αὐτὸν ἐκ τῆς οἰκίας
470 καταλιπόνθ᾽ ὑμᾶς δύ᾽ ὄντας; τοὺς γάμους ἔα ποεῖν,
τοὺς γάμους ἔα με ποιεῖν, ἂν ἔχῃς νοῦν. (ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἐῶ·
βούλομαι δὲ συμπαρεῖναι Χρυσίδ᾽ ‹ἡμῖν›. (ΔΗ.) Χρυσίδα;
(ΜΟ.) ἕνεκα σοῦ σπεύδω μάλιστα τοῦτο. (ΔΗ.) ταῦτ᾽ οὐ γνώριμα,
οὐ σαφῆ; μαρτύρομαί σε, Λοξία, συνόμνυται
475 τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς τις, οἴμοι, καὶ διαρραγήσομαι.
(ΜΟ.) τί δὲ λέγεις; (ΔΗ.) βούλει φράσω σοι; (ΜΟ.) πάνυ γε. (ΔΗ.) δεῦρο δή. (ΜΟ.) λέγε.
(ΔΗ.) ἀλλ᾽ ἐγώ. τὸ παιδίον σόν ἐστιν, οἶδ᾽, ἀκήκοα
τοῦ συνειδότος τὰ κρυπτὰ Παρμένοντος· ὥστε μὴ
πρὸς ἐμὲ παῖζ᾽. (ΜΟ.) ἔπειτά σ᾽ ἀδικεῖ Χρυσίς, εἰ τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐμόν;
480 (ΔΗ.) ἀλλὰ τίς σύ; (ΜΟ.) τί γὰρ ἐκείνη γέγονεν αἰτία; (ΔΗ.) τί φῄς;
(ΜΟ.) οὐδέν. (ΔΗ.) ἐνθυμεῖσθε; (ΜΟ.) τί βοᾷς; (ΔΗ.) ὅ τι βοῶ, κάθαρμα σύ;
τοῦτ᾽ ἐρωτᾷς; εἰς σεαυτὸν ἀναδέχει τὴν αἰτίαν,
εἰπέ μοι, καὶ τοῦτο τολμᾷς ἐμβλέπων ἐμοὶ λέγειν;
παντελῶς οὕτως ἀπεγνωκώς με τυγχάνεις; (ΜΟ.) ἐγώ;
485 διὰ τί; (ΔΗ.) διὰ τί, φῄς; ἐρωτᾶν δ᾽ ἀξιοῖς; (ΜΟ.) τὸ πρᾶγμα γάρ
ἐστιν οὐ πάνδεινον, ἀλλὰ μυρίοι δήπου, πάτερ,
τοῦτο πεποήκασιν. (ΔΗ.) ὦ Ζεῦ, τοῦ θράσους. ἐναντίον
δή σ᾽ ἐρωτῶ τῶν παρόντων· ἐκ τίνος τὸ παιδίον
ἐστί σοι; Νικηράτῳ τοῦτ᾽ εἶπον, εἰ μή σοι δοκεῖ
490 δεινὸν ‹εἶναι›. (ΜΟ.) νὴ Δί᾽, ἀλλὰ δεινὸν οὕτω γίγνεται
τοῦτο πρὸς τοῦτον λέγειν με· χαλεπανεῖ γὰρ πυθόμενος.
***
ΔΗΜ. Μοσχίων, άφησέ με, άφησέ με, Μοσχίων· για τρίτηφορά το λέω. Τα ξέρω όλα. ΜΟΣ. Ποιά όλα; ΔΗΜ. Μη μου μιλάς.
ΜΟΣ. Μα είναι ανάγκη, πατέρα. ΔΗΜ. Ανάγκη; Δεν θα είμαι κύριος
του σπιτιού μου εγώ; ΜΟΣ. Κάνε μου αυτήν τη χάρη.
ΔΗΜ. Ποιά χάρη; Έχεις την αξίωση, δηλαδή, να φύγω
εγώ από το σπίτι αφήνοντας εσάς τους δύο;
470 Άφησέ με να κάνω τον γάμο σου, άφησέ με,
αν έχεις μυαλό. ΜΟΣ. Μα σε αφήνω. Θέλω όμως μαζί μας
να είναι κι η Χρυσίς. ΔΗΜ. Η Χρυσίς; ΜΟΣ. Για σένα το θέλω πιο πολύ.
ΔΗΜ. Δεν είναι αυτά γνωστά, δεν είναι φανερά; Απόλλων,
είσαι μάρτυρας, κάποιος έκανε συνωμοσία
475 με τους εχθρούς μου. Αχ, θα σκάσω απ᾽ το κακό μου.
ΜΟΣ. Μα τί λες; ΔΗΜ. Θέλεις να σου πω; ΜΟΣ. Και πολύ μάλιστα. ΔΗΜ. Γιά πλησίασε.
ΜΟΣ. Λέγε. ΔΗΜ. Λέω. Το παιδί είναι δικό σου, το ξέρω, το είπε
ο Παρμένων που τα ξέρει όλα. Ώστε μην αστειεύεσαι
με μένα. ΜΟΣ. Κι ύστερα σου φταίει η Χρυσίς, αν είναι
480 αυτό δικό μου; ΔΗΜ. Αλλά ποιός; Εσύ; ΜΟΣ. Τί φταίει λοιπόν αυτή;
ΔΗΜ. Τί λες; ΜΟΣ. Τίποτε. ΔΗΜ. Είσαστε στα καλά σας; ΜΟΣ. Τί φωνάζεις;
ΔΗΜ. Τί φωνάζω, βρε κάθαρμα; Αυτό ρωτάς; Παραδέχεσαι
την ενοχή σου, δε μου λες, και τολμάς να μου το λες
αυτό κατάμουτρα; Δεν είμαι τίποτε για σένα;
485 ΜΟΣ. Για μένα; Γιατί; ΔΗΜ. Λες γιατί; Έχεις την αξίωση να ρωτάς;
ΜΟΣ. Δεν έκανα δα και τίποτε τρομερό. Το έχουν κάνει
χιλιάδες άλλοι, πατέρα. ΔΗΜ. Ω Δία, τί θράσος! Σε ρωτώ
λοιπόν μπροστά στους παρόντες: με ποιά έκανες
το παιδί; Πες το στον Νικήρατο, αν νομίζεις ότι
490 δεν είναι φοβερό. ΜΟΣ. Μα τον Δία, αλλά έτσι γίνεται φοβερό,
αν εγώ το πω σ᾽ αυτόν. Γιατί θα εξαγριωθεί, όταν το μάθει.