θανῇ πρὸς ἐχθρῶν μητέρ᾽ ἀθλίαν λιπών,
ἡ τοῦ πατρὸς δέ σ᾽ εὐγένει᾽ ἀποκτενεῖ,
ἣ τοῖσιν ἄλλοις γίγνεται σωτηρία,
τὸ δ᾽ ἐσθλὸν οὐκ ἐς καιρὸν ἦλθε σοὶ πατρός.
745 ὦ λέκτρα τἀμὰ δυστυχῆ τε καὶ γάμοι,
οἷς ἦλθον ἐς μέλαθρον Ἕκτορός ποτε,
οὐ σφάγιον υἱὸν Δαναΐδαις τέξουσ᾽ ἐμόν,
ἀλλ᾽ ὡς τύραννον Ἀσιάδος πολυσπόρου.
ὦ παῖ, δακρύεις; αἰσθάνῃ κακῶν σέθεν;
750 τί μου δέδραξαι χερσὶ κἀντέχῃ πέπλων,
νεοσσὸς ὡσεὶ πτέρυγας ἐσπίτνων ἐμάς;
οὐκ εἶσιν Ἕκτωρ κλεινὸν ἁρπάσας δόρυ
γῆς ἐξανελθὼν σοὶ φέρων σωτηρίαν,
οὐ συγγένεια πατρός, οὐκ ἰσχὺς Φρυγῶν·
755 λυγρὸν δὲ πήδημ᾽ ἐς τράχηλον ὑψόθεν
πεσὼν ἀνοίκτως, πνεῦμ᾽ ἀπορρήξεις σέθεν.
ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον,
ὦ χρωτὸς ἡδὺ πνεῦμα· διὰ κενῆς ἄρα
ἐν σπαργάνοις σε μαστὸς ἐξέθρεψ᾽ ὅδε,
760 μάτην δ᾽ ἐμόχθουν καὶ κατεξάνθην πόνοις.
νῦν, οὔποτ᾽ αὖθις, μητέρ᾽ ἀσπάζου σέθεν,
πρόσπιτνε τὴν τεκοῦσαν, ἀμφὶ δ᾽ ὠλένας
ἕλισσ᾽ ἐμοῖς νώτοισι καὶ στόμ᾽ ἅρμοσον.
ὦ βάρβαρ᾽ ἐξευρόντες Ἕλληνες κακά,
765 τί τόνδε παῖδα κτείνετ᾽ οὐδὲν αἴτιον;
ὦ Τυνδάρειον ἔρνος, οὔποτ᾽ εἶ Διός,
πολλῶν δὲ πατέρων φημί σ᾽ ἐκπεφυκέναι,
Ἀλάστορος μὲν πρῶτον, εἶτα δὲ Φθόνου,
Φόνου τε Θανάτου θ᾽ ὅσα τε γῆ τρέφει κακά.
770 οὐ γάρ ποτ᾽ αὐχῶ Ζῆνά γ᾽ ἐκφῦσαί σ᾽ ἐγώ,
πολλοῖσι κῆρα βαρβάροις Ἕλλησί τε.
ὄλοιο· καλλίστων γὰρ ὀμμάτων ἄπο
αἰσχρῶς τὰ κλεινὰ πεδί᾽ ἀπώλεσας Φρυγῶν.
‹ἀλλ᾽› ἄγετε φέρετε ῥίπτετ᾽, εἰ ῥίπτειν δοκεῖ·
775 δαίνυσθε τοῦδε σάρκας. ἔκ τε γὰρ θεῶν
διολλύμεσθα παιδί τ᾽ οὐ δυναίμεθ᾽ ἂν
θάνατον ἀρῆξαι. κρύπτετ᾽ ἄθλιον δέμας
καὶ ῥίπτετ᾽ ἐς ναῦς· ἐπὶ καλὸν γὰρ ἔρχομαι
ὑμέναιον, ἀπολέσασα τοὐμαυτῆς τέκνον.
780 ΧΟ. τάλαινα Τροία, μυρίους ἀπώλεσας
μιᾶς γυναικὸς καὶ λέχους στυγνοῦ χάριν.
ΤΑ. ἄγε παῖ, φίλιον πρόσπτυγμα μεθεὶς
μητρὸς μογερᾶς, βαῖνε πατρῴων
πύργων ἐπ᾽ ἄκρας στεφάνας, ὅθι σοι
785 πνεῦμα μεθεῖναι ψῆφος ἐκράνθη.
λαμβάνετ᾽ αὐτόν. τὰ δὲ τοιάδε χρὴ
κηρυκεύειν, ὅστις ἄνοικτος
καὶ ἀναιδείᾳ τῆς ἡμετέρας
γνώμης μᾶλλον φίλος ἐστίν.
790 ΕΚ. ὦ τέκνον, ὦ παῖ παιδὸς μογεροῦ,
συλώμεθα σὴν ψυχὴν ἀδίκως
μήτηρ κἀγώ. τί πάθω; τί σ᾽ ἐγώ,
δύσμορε, δράσω; τάδε σοι δίδομεν
πλήγματα κρατὸς στέρνων τε κόπους·
795 τῶνδε γὰρ ἄρχομεν. οἲ ᾽γὼ πόλεως,
οἴμοι δὲ σέθεν· τί γὰρ οὐκ ἔχομεν;
τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ πανσυδίᾳ
χωρεῖν ὀλέθρου διὰ παντός;
***
740 ΑΝΤ. Γλυκό μου, χαϊδεμένο μου, θ᾽ αφήσεις
την έρμη σου τη μάνα και θα πέσεις
απ᾽ των εχθρών το χέρι· του πατέρα
το μεγαλείο, παιδί μου, σε σκοτώνει,
που άλλους αυτό τους σώζει· σε καλό σου
δε βγήκε του πατέρα σου η αξία.
Ω μαύρε εσύ, συφοριασμένε γάμε,
που κάποτε μες στου Έχτορα το σπίτι
μ᾽ έφερες νύφη, κι έλεα θα γεννούσα
γιο βασιλιά της καρπερής Ασίας
κι όχι σφαχτό για Δαναούς. Χρυσό μου,
δακρύζεις; Νιώθεις, αχ, τη συμφορά σου;
750 Γιατί με σφίγγεις με τα χέρια σου έτσι
και στον κόρφο μου πέφτεις σαν πουλάκι
που το κρύβει της μάνας του η φτερούγα;
Δε θα βγει από τη γη, με το κοντάρι
το ξακουστό του, ο Έχτορας, κανένας
από το πατρικό συγγενολόι
ή των Φρυγών η δύναμη, παιδί μου,
να σε γλιτώσουν· άσπλαχνα θα πέσεις
ψηλάθε, κατακέφαλα —ω απαίσιο
πήδημα!— κι η πνοούλα σου θα σβήσει.
Ω εσύ, κορμί γλυκόπνοο και του κόρφου
της μάνας σου η χαρά, λοιπόν του κάκου
σου ᾽δινα εγώ το γάλα των βυζιών μου
στα σπάργανα, κι ανώφελα ήταν όλα
760 κι οι κόποι μου και οι έγνοιες μου για σένα.
Τώρα —κι άλλη φορά ποτέ πια— σφίξου
στης μάνας σου τον κόρφο, φίλησέ την,
με τα δυο σου χεράκια αγκάλιασέ την,
στο στόμα της το στόμα σου έλα βάλε.
Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες,
Έλληνες, τί σας φταίει τ᾽ αθώο παιδάκι
και το σκοτώνετ᾽ έτσι; Ω του Τυνδάρεου
βλαστάρι, κόρη εσύ του Δία δεν είσαι,
από πολλούς θα φύτρωσες πατέρες,
απ᾽ τον Αλάστορα, ύστερ᾽ απ᾽ το Φθόνο,
το Φόνο και το Θάνατο κι απ᾽ όσα
η γη θρέφει κακά· δε θα πιστέψω
770 ποτέ πως σ᾽ έχει κάμει ο Δίας, εσένα
λάμια τόσων Ελλήνων και βαρβάρων.
Α να χαθείς! Απ᾽ τα όμορφά σου μάτια
βγήκε η φριχτή καταστροφή, η ρημάχτρα
των ξακουσμένων κάμπων της Φρυγίας.
Νά, πάρτε το, σηκώστε το, γκρεμίστε το,
αφού έτσι σας αρέσει· με τις σάρκες
χορτάστε του παιδιού· μας εξοντώνουν
οι θεοί, το θάνατό του δεν μπορούμε
να μποδίσουμε.
Δίνει το παιδί στον Ταλθύβιο.
Τ᾽ άθλιο το κορμί μου
ρίξτε το σ᾽ ένα πλοίο· ωραίο γάμο
πάω να κάμω, που χάνω το παιδί μου.
Ανεβαίνει στο αμάξι και φεύγει με τους στρατιώτες που την είχαν φέρει.
780 ΚΟΡ. Άμοιρη Τροία, χιλιάδες έχεις χάσει
για μια γυναίκα, για έναν έρμο γάμο.
ΤΑΛ. Έλα, γιε μου, απ᾽ τον κόρφο της μάνας σου
αφού βγήκες, να πας στα στεφάνια των πύργων
των προγόνων σου, εκεί που αποφάσισαν
τη ζωή σου ν᾽ αφήσεις.
Πάρτε τόνε.
Ένας στρατιώτης παίρνει τον Αστυάναχτα και φεύγει.
Για τέτοια κηρύγματα
σκληρούς θα ᾽πρεπε ανθρώπους να στέλνουν·
η καρδιά μου δεν είναι γι᾽ αυτά.
Φεύγει με τους συνοδούς του.
790 ΕΚΑ. Γιε του δύστυχου γιου μου, παιδί μου,
τη ζωή σου από με και τη μάνα σου
οι κακούργοι την παίρνουν.
Τί θα γίνω; Σαν τί να σου κάμω, κακόμοιρο;
Απ᾽ το χέρι μας ένα περνά: το κεφάλι μας
να χτυπούμε, τα στήθια να δέρνουμε·
σου προσφέρνουμε αυτά. Την πατρίδα θρηνώ,
κλαίω κι εσένα· σαν τί περιμένουμε ακόμα,
τί μας λείπει, στην άβυσσο σύγκορμοι
να χωθούμε του πλέριου χαμού;
Πέφτει καταγής και μένει ασάλευτη.
740 ΑΝΤ. Γλυκό μου, χαϊδεμένο μου, θ᾽ αφήσεις
την έρμη σου τη μάνα και θα πέσεις
απ᾽ των εχθρών το χέρι· του πατέρα
το μεγαλείο, παιδί μου, σε σκοτώνει,
που άλλους αυτό τους σώζει· σε καλό σου
δε βγήκε του πατέρα σου η αξία.
Ω μαύρε εσύ, συφοριασμένε γάμε,
που κάποτε μες στου Έχτορα το σπίτι
μ᾽ έφερες νύφη, κι έλεα θα γεννούσα
γιο βασιλιά της καρπερής Ασίας
κι όχι σφαχτό για Δαναούς. Χρυσό μου,
δακρύζεις; Νιώθεις, αχ, τη συμφορά σου;
750 Γιατί με σφίγγεις με τα χέρια σου έτσι
και στον κόρφο μου πέφτεις σαν πουλάκι
που το κρύβει της μάνας του η φτερούγα;
Δε θα βγει από τη γη, με το κοντάρι
το ξακουστό του, ο Έχτορας, κανένας
από το πατρικό συγγενολόι
ή των Φρυγών η δύναμη, παιδί μου,
να σε γλιτώσουν· άσπλαχνα θα πέσεις
ψηλάθε, κατακέφαλα —ω απαίσιο
πήδημα!— κι η πνοούλα σου θα σβήσει.
Ω εσύ, κορμί γλυκόπνοο και του κόρφου
της μάνας σου η χαρά, λοιπόν του κάκου
σου ᾽δινα εγώ το γάλα των βυζιών μου
στα σπάργανα, κι ανώφελα ήταν όλα
760 κι οι κόποι μου και οι έγνοιες μου για σένα.
Τώρα —κι άλλη φορά ποτέ πια— σφίξου
στης μάνας σου τον κόρφο, φίλησέ την,
με τα δυο σου χεράκια αγκάλιασέ την,
στο στόμα της το στόμα σου έλα βάλε.
Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες,
Έλληνες, τί σας φταίει τ᾽ αθώο παιδάκι
και το σκοτώνετ᾽ έτσι; Ω του Τυνδάρεου
βλαστάρι, κόρη εσύ του Δία δεν είσαι,
από πολλούς θα φύτρωσες πατέρες,
απ᾽ τον Αλάστορα, ύστερ᾽ απ᾽ το Φθόνο,
το Φόνο και το Θάνατο κι απ᾽ όσα
η γη θρέφει κακά· δε θα πιστέψω
770 ποτέ πως σ᾽ έχει κάμει ο Δίας, εσένα
λάμια τόσων Ελλήνων και βαρβάρων.
Α να χαθείς! Απ᾽ τα όμορφά σου μάτια
βγήκε η φριχτή καταστροφή, η ρημάχτρα
των ξακουσμένων κάμπων της Φρυγίας.
Νά, πάρτε το, σηκώστε το, γκρεμίστε το,
αφού έτσι σας αρέσει· με τις σάρκες
χορτάστε του παιδιού· μας εξοντώνουν
οι θεοί, το θάνατό του δεν μπορούμε
να μποδίσουμε.
Δίνει το παιδί στον Ταλθύβιο.
Τ᾽ άθλιο το κορμί μου
ρίξτε το σ᾽ ένα πλοίο· ωραίο γάμο
πάω να κάμω, που χάνω το παιδί μου.
Ανεβαίνει στο αμάξι και φεύγει με τους στρατιώτες που την είχαν φέρει.
780 ΚΟΡ. Άμοιρη Τροία, χιλιάδες έχεις χάσει
για μια γυναίκα, για έναν έρμο γάμο.
ΤΑΛ. Έλα, γιε μου, απ᾽ τον κόρφο της μάνας σου
αφού βγήκες, να πας στα στεφάνια των πύργων
των προγόνων σου, εκεί που αποφάσισαν
τη ζωή σου ν᾽ αφήσεις.
Πάρτε τόνε.
Ένας στρατιώτης παίρνει τον Αστυάναχτα και φεύγει.
Για τέτοια κηρύγματα
σκληρούς θα ᾽πρεπε ανθρώπους να στέλνουν·
η καρδιά μου δεν είναι γι᾽ αυτά.
Φεύγει με τους συνοδούς του.
790 ΕΚΑ. Γιε του δύστυχου γιου μου, παιδί μου,
τη ζωή σου από με και τη μάνα σου
οι κακούργοι την παίρνουν.
Τί θα γίνω; Σαν τί να σου κάμω, κακόμοιρο;
Απ᾽ το χέρι μας ένα περνά: το κεφάλι μας
να χτυπούμε, τα στήθια να δέρνουμε·
σου προσφέρνουμε αυτά. Την πατρίδα θρηνώ,
κλαίω κι εσένα· σαν τί περιμένουμε ακόμα,
τί μας λείπει, στην άβυσσο σύγκορμοι
να χωθούμε του πλέριου χαμού;
Πέφτει καταγής και μένει ασάλευτη.