Φανταστείτε ότι είστε τεσσάρων χρόνων και σας γίνεται από κάποιον η ακόλουθη πρόταση: αν περιμένετε ώσπου να τελειώσει τη δουλειά του, θα έχετε δύο λιχουδιές σε αντάλλαγμα αν πάλι δεν μπορείτε να περιμένετε μέχρι τότε, μπορείτε να έχετε μόνο μία, αλλά θα την έχετε αμέσως. Πρόκειται για μια πρόκληση που σίγουρα θέτει σε δοκιμασία την ψυχή κάθε τετράχρονου.
Είναι ο μικρόκοσμος της αιώνιας μάχης μεταξύ της παρόρμησης και του ελέγχου της παρόρμησης, του Εκείνο και του Εγώ, της επιθυμίας και του αυτοελέγχου, της ικανοποίησης και της αναμονής. Σε ποια από τις επιλογές θα καταλήξει το παιδί είναι μια δοκιμασία ουσίας. Παρέχει μια ταχύτατη διάγνωση όχι μόνο του χαρακτήρα του, αλλά και της τροχιάς που το παιδί θα χαράξει σε όλη του τη ζωή.
Ίσως να μην υπάρχει πιο ουσιαστική ψυχολογική δεξιότητα από την αντίσταση στις παρορμήσεις. Βρίσκεται στη ρίζα κάθε συγκινησιακού αυτοελέγχου, από τη στιγμή που όλες οι συγκινήσεις, από την ίδια τους τη φύση, οδηγούν στη μια ή στην άλλη παρόρμηση για δράση. Μην ξεχνάτε ότι το νόημα στη ρίζα της λέξης συγκίνηση είναι η κίνηση. Η ικανότητα να αντισταθούμε σ’ αυτή την παρόρμηση για δράση, να κατασιγάσουμε την αρχόμενη κίνηση, πιθανότατα μεταφράζεται, στο επίπεδο της λειτουργίας του εγκεφάλου, σε αναστολή των μεταιχμιακών σημάτων στον κινητικό φλοιό, παρόλο που μια τέτοια ερμηνεία πρέπει για την ώρα να παραμείνει σε υποθετικό επίπεδο.
Εν πάση περιπτώσει, μια σημαντική μελέτη στην οποία η πρόκληση της καραμέλας τέθηκε σε τετράχρονα παιδιά δείχνει πόσο θεμελιώδης είναι η ικανότητα να συγκρατούμε τις συγκινήσεις και έτσι να χαλιναγωγούμε την ανυπομονησία. Η μελέτη, που ξεκίνησε από τον ψυχολόγο Γουόλτερ Μίσελ κατά τη δεκαετία του 1960 σε ένα νηπιαγωγείο στην πανεπιστημιούπολη του Στάνφορντ με γόνους κυρίως καθηγητών του πανεπιστημίου, απόφοιτων και άλλων υπαλλήλων, παρακολούθησε τα τετράχρονα αυτά παιδιά έως την αποφοίτησή τους από το γυμνάσιο.
Ορισμένα τετράχρονα παιδιά ήταν σε θέση να περιμένουν δεκαπέντε ως και είκοσι ατέλειωτα λεπτά ώσπου να γυρίσει ο υπεύθυνος του πειράματος. Θέλοντας να βοηθήσουν τον εαυτό τους σ’ αυτή την προσπάθεια, σκέπαζαν τα μάτια τους, για να μην είναι καρφωμένα αδιάκοπα στον πειρασμό, ή ακουμπούσαν το κεφάλι τους στα χέρια τους, κουβέντιαζαν με τον εαυτό τους, τραγουδούσαν, έπαιξαν παιχνίδια με τα χέρια και τα πόδια τους, μερικά προσπάθησαν μάλιστα να αποκοιμηθούν. Αυτοί οι θαρραλέοι πιτσιρίκοι πήραν δύο καραμέλες για ανταμοιβή. Άλλοι όμως, πιο παρορμητικοί, άρπαξαν τη μία καραμέλα, δευτερόλεπτα σχεδόν από τη στιγμή που ο υπεύθυνος εγκατέλειπε το δωμάτιο, γιατί δήθεν είχε «δουλειά».
Η διαγνωστική σπουδαιότητα αυτής της στιγμιαίας παρόρμησης ή της υπομονετικής αναμονής έγινε εμφανής μετά από δώδεκα με δεκατέσσερα χρόνια, όταν τα ίδια παιδιά μελετήθηκαν στην εφηβεία τους. Η συναισθηματική και κοινωνική διαφοροποίηση εκείνων που είχαν αρπάξει τη μια καραμέλα, συγκριτικά με τα άλλα που είχαν κάνει υπομονή και ανταμείφθηκαν με τις δύο, ήταν εντυπωσιακή.
Αυτοί που είχαν αντισταθεί στον πειρασμό στα τέσσερά τους χρόνια ήταν κοινωνικά πιο ικανοί ως έφηβοι: προσωπικά πιο αποτελεσματικοί, γεμάτοι αυτοπεποίθηση και σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν τις απογοητεύσεις της ζωής. Είχαν λιγότερες πιθανότητες να κλονιστούν σωματικά ή ψυχικά, να μουδιάσουν ή να υποχωρήσουν υπό την επήρεια του στρες, να τρομάξουν ή να αποδιοργανωθούν όταν κάτι τους πίεζε. Δέχονταν τις προκλήσεις και τις αντιμετώπιζαν, αντί να καταθέτουν τα όπλα μπροστά στις δυσκολίες. Είχαν αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη, ήταν έμπιστοι και αξιόπιστοι. Έπαιρναν πρωτοβουλίες και εφορμούσαν προς νέους ορίζοντες. Και περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ήταν ακόμα σε θέση να καθυστερήσουν την ανταμοιβή τους για την επίτευξη του σκοπού τους.
Από την άλλη, το ένα τρίτο περίπου από τα παιδιά που άρπαξαν τη μια καραμέλα έτειναν να έχουν λιγότερες τέτοιες ικανότητες, παρουσιάζοντας μια σχετικά πιο διαταραγμένη ψυχική εικόνα. Στην εφηβεία φαίνονταν να απέχουν από τις κοινωνικές επαφές, να είναι ξεροκέφαλοι και αναποφάσιστοι, να απογοητεύονται εύκολα από τις δυσκολίες, να θεωρούν τον εαυτό τους «κακό» ή «ανάξιο», να υποχωρούν ή να ακινητοποιούνται από το στρες, να είναι δύσπιστοι και οργισμένοι επειδή «δεν παίρνουν όσα πρέπει», να είναι επιρρεπείς στη ζήλια και το φθόνο, να αντιδρούν υπερβολικά και με πολύ κακή διάθεση σε ενοχλητικά ερεθίσματα και να εμπλέκονται σε διαφωνίες και τσακωμούς. Αφού πέρασαν τα χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούσαν να μην μπορούν να ελέγξουν την παρόρμησή τους και να κάνουν υπομονή.
Αυτό που στην αρχή της ζωής εμφανίζεται πολύ διακριτικά εξελίσσεται σε μια ευρεία κλίμακα κοινωνικών και συναισθηματικών ικανοτήτων στην πορεία της. Η ικανότητα να αναστέλλουμε την παρόρμηση βρίσκεται στη ρίζα μιας πληθώρας προσπαθειών: από το να αντισταθούμε σε κάποιες τροφές όταν κάνουμε δίαιτα μέχρι να θέσουμε στόχο να πάρουμε το πτυχίο της Ιατρικής. Μερικά παιδιά, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία των τεσσάρων χρόνων, επιβλήθηκαν στα βασικά: μπόρεσαν να αντιληφθούν το ευεργετικό αποτέλεσμα του ελέγχου της παρόρμησης στη συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση, να εμποδίσουν την προσοχή τους να εστιαστεί στον πειρασμό που βρισκόταν μπροστά τους και να ξεχαστούν, ενώ δεν έπαυαν να είναι σταθερά προσηλωμένα στο στόχο τους: τις δύο καραμέλες.
Ακόμα πιο εκπληκτικό ήταν το δεδομένο ότι, όταν τα παιδιά του πρώτου τεστ αξιολογήθηκαν πάλι τη χρονιά που τελείωναν το γυμνάσιο, αυτά που σε ηλικία τεσσάρων χρόνων είχαν δείξει υπομονή ήταν πολύ καλύτεροι μαθητές από τα παιδιά που είχαν ενεργήσει παρορμητικά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γονιών τους, ήταν καλύτεροι μαθητές, μπορούσαν να περιγράψουν με λόγια τις ιδέες τους, να λειτουργήσουν και να αντιδράσουν σωστά και λογικά, να συγκεντρωθούν, να κάνουν σχέδια και να τα ακολουθήσουν με υπομονή, έδειχναν δε πιο διψασμένοι για μάθηση. Και το πιο εκπληκτικό: είχαν σημαντικά καλύτερους βαθμούς στα τεστ ακαδημαϊκών επιδόσεων (SAT). Το ένα τρίτο των παιδιών που στα τέσσερά τους χρόνια άρπαξαν τη μια καραμέλα είχαν μέσο όρο στα προφορικά 524 και ένα ποσοτικό (ή «μαθηματικό») 528. Το ένα τρίτο των παιδιών που περίμεναν την περισσότερη ώρα είχαν αντίστοιχα μέσους όρους 610 και 652, δηλαδή 210 πόντους διαφορά στη συνολική τους επίδοση
Το πώς τα πηγαίνουν τα παιδιά ηλικίας τεσσάρων ετών σ’ αυτό το τεστ δοκιμασίας της υπομονής είναι δύο φορές πιο σημαντικός δείκτης πρόβλεψης του ποιες θα είναι οι επιδόσεις τους στα τεστ σχολικών επιδόσεων από όσο είναι ο δείκτης νοημοσύνης στην ηλικία των τεσσάρων. Ο ΔΝ είναι ισχυρότερος δείκτης για τα τεστ SAT μόνο αφού τα παιδιά μάθουν να διαβάζουν. Αυτό υποδηλώνει ότι η ικανότητα χαλιναγώγησης της ανυπομονησίας συνεισφέρει ουσιαστικά στο νοητικό δυναμικό, εντελώς ξεχωριστά από τον ίδιο το ΔΝ. (Περιορισμένος της παρόρμησης στην παιδική ηλικία είναι επίσης δείκτης κατοπινής εγκληματικότητας και πάλι περισσότερο από ό,τι ο ΔΝΤ) Όπως θα δούμε στο Πέμπτο Μέρος, ενώ μερικοί ισχυρίζονται ότι ο ΔΝ δεν μπορεί να αλλάξει και ότι γι’ αυτό το λόγο αποτελεί έναν πραγματικό περιορισμό στο δυναμικό ζωής του παιδιού, υπάρχουν άπειρες ενδείξεις ότι συναισθηματικές δεξιότητες, όπως ο έλεγχος των παρορμήσεων και η ακριβής μελέτη μιας κοινωνικής συγκυρίας, μπορούν να διδαχθούν.
Αυτό που περιγράφει ο Γουόλτερ Μίσελ, ο οποίος διεξήγαγε τη μελέτη, με τη μάλλον ατυχή φράση «καθυστέρηση ανταμοιβής επιβεβλημένη εκ των έσω και κατευθυνόμενη προς ένα στόχο» είναι ίσως η πεμπτουσία της συναισθηματικής αυτορρύθμισης: της ικανότητας να αρνούμαστε την παρόρμηση με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση ενός σκοπού, είτε πρόκειται για την ίδρυση μιας επιχείρησης, τη λύση μιας αλγεβρικής εξίσωσης ή την κατάρριψη ενός ρεκόρ. Τα ευρήματά του υπογραμμίζουν το ρόλο της συναισθηματικής νοημοσύνης ως μιας μεταϊκανότητας, προσδιορίζοντας πόσο καλά ή πόσο κακά μπορούν οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν τις άλλες νοητικές τους ικανότητες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου