Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 4. Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή (323-31 π.Χ.)

4.6. Επιλεγόμενα στην Ελληνιστική εποχή


Εξετάζοντας τον συγχρονικό πίνακα, βλέπουμε ότι οι εγγραφές είναι εξαιρετικά πυκνές στο αριστερό μέρος, που αντιστοιχεί στο τέλος του 4ου και στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα· από κει και πέρα όμως αραιώνουν, τόσο περισσότερο όσο πλησιάζουμε στο 30 π.Χ., όπου τυπικά αρχίζει η Ελληνορωμαϊκή εποχή. Και ακόμα προσέχουμε ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις οι προσωπικότητες είναι στην αρχή της εποχής σημαντικότερες από εκείνες που ακολούθησαν· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι νεότεροι άλλο δεν έκαναν από το να ανακεφαλαιώνουν και να συμπληρώνουν το έργο των προκατόχων τους. Η εικόνα παρουσιάζει ενδιαφέρον, και αξίζει να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις από κοντά.

Στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής, με την άνθιση της Νέας κωμωδίας, η δραματική ποίηση ακμάζει· όμως το φαινόμενο είναι καθαρά αθηναϊκό[1] και ουσιαστικά αποτελεί την τελευταία αναλαμπή στην εξέλιξη του κλασικού αττικού θεάτρου, που η πορεία του είχε ξεκινήσει αιώνες πριν, με τα δράματα του Θέσπη. Από κει και πέρα κάποιες λόγιες προσπάθειες σαν του Λυκόφρονα και του Ιεζεκιήλ αποτελούν εξαιρέσεις σε έναν κόσμο όπου η παραγωγή δραματικών έργων μπορεί να συνεχίζεται, αλλά στη θεατρική ζωή κυριαρχούν άλλες, λαϊκότερες μορφές παραστάσεων, οι λογής λογής μίμοι.

Και η άλλη ποίηση ακμάζει στην πρώτη περίοδο της Ελληνιστικής εποχής, καθώς ο Άρατος, ο Καλλίμαχος, ο Απολλώνιος Ρόδιος, ο Θεόκριτος και οι σύγχρονοί τους ποιητές δημιούργησαν και καλλιέργησαν με επιτυχία τη νέα, αλεξανδρινή ας την πούμε, ποίηση, που ήταν εξαιρετικά περίτεχνη, λόγια και απευθυνόταν σε ένα μικρό κύκλο από διανοούμενους, όσους ήταν σε θέση να την καταλάβουν και να εκτιμήσουν τη μαστοριά της. Από τους λίγους αξιόλογους ποιητές που ακολούθησαν, ο Μόσχος και ο Βίων βάδισαν στα χνάρια του Θεόκριτου, ο Μελέαγρος και ο Παρθένιος δε συνθέσαν μόνο δικά τους ποιητικά έργα, αλλά και συγκέντρωσαν, ο ένας επιγράμματα, ο άλλος ερωτικές ιστορίες.

Στην ιστοριογραφία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές, καθώς τους συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα ακολούθησαν τον 2ο π.Χ. αιώνα ο Πολύβιος, αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος ιστορικός της περιόδου, αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, ο πολυσυλλεκτικός Διόδωρος· και η εικόνα μας θα πλούτιζε πολύ, αν δίπλα στα μεγάλα ονόματα καταγράφαμε και το πλήθος των λιγότερο σημαντικών συγγραφέων που οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με την τοπική ιστορία της πατρίδας τους.

Το σημαντικότερο κεφάλαιο στην πνευματική ιστορία των ελληνιστικών χρόνων αποτελεί δίχως άλλο η φιλοσοφία, με μόνιμο κέντρο την Αθήνα, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν νέοι από όλες τις γωνιές της γης για να σπουδάσουν.

Οι παλιές σχολές, το Λύκειο και η Ακαδημία, συνέχισαν τη λειτουργία τους, ενώ πλάι τους τρεις μεγάλοι φιλόσοφοι, που έζησαν όλοι στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα, ο Επίκουρος, ο Ζήνων και ο Πύρρων, ίδρυσαν νέες σχολές: τον Κήπο, τη Στοά και τη σχολή των σκεπτικών αντίστοιχα. Τα ονόματα στον πίνακα αραιώνουν μετά την πρώτη εξόρμηση, αλλά τελικά, παρ᾽ όλες τους τις περιπέτειες, και οι πέντε σχολές βρήκαν άξιους συνεχιστές, ανανεώθηκαν, διαδόθηκαν και διατηρήθηκαν ως το τέλος της Ελληνιστικής εποχής - και πάρα πέρα.

Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ότι οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις είχαν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό, που εξηγεί και γιατί οι άνθρωποι της Ελληνιστικής εποχής έδιναν τόση σημασία στη φιλοσοφία. Οι παλιοί προβληματισμοί για την αρετή και τη σχέση της με την κοινωνική επιτυχία, για τη φύση των νόμων, για το καλύτερο πολίτευμα κ.τ.ό. είχαν μετακινηθεί στο περιθώριο. Κυρίαρχο φιλοσοφικό ερώτημα ήταν στα ελληνιστικά χρόνια το πώς, με ποιον τρόπο ζωής και με ποια συμπεριφορά, το άτομο μπορούσε να ευτυχήσει - ως άτομο, όχι ως μέλος ενός πολιτικού συνόλου.

Στερημένοι από τα προνόμια και τις υποχρεώσεις της δημοκρατίας, όχι πια πολίτες αλλά υπήκοοι τεράστιων αυτοκρατοριών που κανείς δεν τις θεωρούσε πατρίδες, ζώντας σε μια πολύγλωσση, πολυεθνική και πολυπολιτισμική κοινωνία, οι άνθρωποι των ελληνιστικών αιώνων φυσικό ήταν να ενδιαφερθούν καθένας για την προσωπική του και μόνο επιβίωση και ευτυχία, και να αναζητήσουν ιδεολογική βοήθεια και καθοδήγηση στη φιλοσοφία.[2]

Ανταγωνιστικές μεταξύ τους οι διάφορες σχολές· όμως η καθεμιά τους έδειχνε ένα δρόμο προς την ευτυχία και, όπως έχει όμορφα διατυπωθεί, «πρώτο βήμα ήταν η επιλογή της κατάλληλης φιλοσοφικής σχολής: όταν την επέλεγες, δεν επέλεγες απλώς μια μέθοδο να γνωρίζεις, έναν τρόπο να σκέφτεσαι, ή κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις· επέλεγες έναν τρόπο να ζήσεις» - φυσικά με την ελπίδα να ευτυχήσεις.

Για τη φιλολογία θυμίζουμε ότι οι πρώτοι της αλεξανδρινοί εργάτες (ο Καλλίμαχος, ο Λυκόφρων, ο Απολλώνιος, ο Ερατοσθένης) ήταν συνάμα και ποιητές· όμως στη συνέχεια προσέχουμε ότι από τους πολλούς φιλολόγους που ακολούθησαν κανείς δεν έγραψε δικά του λογοτεχνικά έργα, ίσως γιατί συμφώνησαν με τον Αρίσταρχο όταν είπε: «Δε γράφω ποιήματα, γιατί έτσι που θα ήθελα δε μπορώ, και έτσι που μπορώ δε θέλω.» Σοφός ο λόγος του, και πρόσφερε την ευκαιρία στους φιλολόγους να επιδοθούν στο κύριο έργο τους - έργο σημαντικό, που τελευταίος στη σειρά ο Δίδυμος δεν παράλειψε να το ανακεφαλαιώσει.

Στα μαθηματικά και στις εφαρμοσμένες επιστήμες οι εξελίξεις είναι συνήθως πιο απλές, καθώς αυτόματα κάθε νέος εργάτης συνεχίζει το έργο των προηγουμένων. Αυτό δεν εμπόδισε να σημειωθεί τον 3ο π.Χ. αιώνα, σε πολλούς παράλληλα τομείς, εξαιρετικά γρήγορη και σημαντική πρόοδος: στην ιατρική με τον Ηρόφιλο και τον Ερασίστρατο, στα μαθηματικά με τον Ευκλείδη, στη φυσική και στις μηχανικές κατασκευές με τον Αρχιμήδη, στη γεωγραφία με τον Ερατοσθένη και στην αστρονομία με τον Αρίσταρχο από τη Σάμο.

Δεν παρακολουθούμε συστηματικά τα κινήματα και τις εξελίξεις στις εικαστικές τέχνες· όμως σημειώνουμε ότι και σε αυτό τον τομέα η Ελληνιστική εποχή, με τις γιγάντιες μνημειακές κατασκευές και με μεμονωμένα αριστουργήματα, όπως η Νίκη της Σαμοθράκης, η Αφροδίτη της Μήλου, το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα και τόσα άλλα, μπορεί άνετα να συγκριθεί με την Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή που προηγήθηκαν.

Αποτέλεσμα των κατακτήσεων του Μεγαλέξανδρου, και χαρακτηριστική για την εποχή, είναι, προσέχουμε, η διάχυση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας. Σίγουρα η ελληνομάθεια και οι ελληνικοί τρόποι ζωής δεν έφτασαν ως τις κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου οι εντόπιοι λαοί διατήρησαν ακέραιο τον εθνικό τους χαρακτήρα· όμως στις πρωτεύουσες έδρευαν ελληνικές διοικήσεις, στις μεγαλύτερες πόλεις είχαν εγκατασταθεί ελληνικές φρουρές και στις νεοϊδρυμένες πόλεις (στις Αλεξάνδρειες, στις Σελεύκειες, στις Αντιόχειες…) κυριαρχούσαν οι έλληνες έποικοι. Το ένα με το άλλο αυτά τα κέντρα, με τα θέατρα και τα γυμνάσια, με τις βιβλιοθήκες και τα άλλα τους πνευματικά ιδρύματα, συνθέταν ένα δίχτυ γλωσσικού και πολιτισμικού Ελληνισμού που δικαιώνει το χαρακτηρισμό της εποχής ως Ελληνιστικής.

Εξαιρετικά σημαντικές ήταν την ίδια εποχή οι ελληνικές γλωσσικές και πολιτισμικές επιδράσεις στους Ρωμαίους, που από το 210 π.Χ. εξουσίαζαν τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, από το 146 π.Χ. και την Ελλάδα. Τους αλεξανδρινούς ποιητές και πεζογράφους γνώρισαν πρώτους, θαύμασαν και μιμήθηκαν οι Ρωμαίοι· στην Ελληνιστική εποχή συντελέστηκε αυτό που εύστοχα διατύπωσε ο Οράτιος, όταν έγραψε (Επιστολή 2.1.153-4) ότι.

κατακτημένη η Ελλάδα κατάκτησε τον άγριο νικητή
και στο αγροτικό Λάτιο έφερε τις τέχνες
.
---------------------------
1. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη ρητορεία, όπου ο Δείναρχος έδρασε στην Αθήνα ως τελευταίος εκπρόσωπος της μεγάλης σειράς των αττικών ρητόρων.

2. Με διαφορετική διατύπωση μπορούμε να πούμε ότι έχοντας χάσει την πολιτική τους ελευθερία οι άνθρωποι αναζητούσαν καθένας την εσωτερική του ελευθερία (από τον φόβο, τη φιλοδοξία, τα πάθη κλπ.), που κανείς να μη μπορεί να τους τη στερήσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου