Η αποτυχία της ιωνικής επανάστασης είχε αποτέλεσμα το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού να μετακινηθεί από τις μικρασιατικές πόλεις της Ιωνίας στην Αθήνα,[1] που η πρωτεύουσα θέση της στα γράμματα και τις τέχνες έμεινε για ολόκληρη την Κλασική εποχή αναμφισβήτητη: ο Πίνδαρος τη χαρακτήρισε «πολιτεία θεοτική» (απόσπ. 76), ο Θουκυδίδης την ονόμασε «μεγάλο σχολείο της Ελλάδας» (2.41), ο Πλάτωνας «πρυτανείο της σοφίας» (Πρωταγόρας 337d), και ένας ανώνυμος επιγραμματοποιός "Ελλάδα της Ελλάδας" (Ελληνική ανθολογία 7.45). Η πνευματική της άνθιση στηρίχτηκε από τη μια στους πολλούς και αξιόλογους Αθηναίους συγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες, από την άλλη στους πολυάριθμους συγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες που τα κλασικά χρόνια (ιδιαίτερα τον 5ο π.Χ. αιώνα) εγκατάλειψαν τις πατρίδες τους για να επισκεφτούν, να ζήσουν και να δράσουν στην Αθήνα.
Θα ήταν άδικο η πνευματική προκοπή της κλασικής Αθήνας να αποδοθεί απλά και μόνο στην οικονομική άνθιση που ακολούθησε τις πολεμικές και πολιτικές της επιτυχίες. Σίγουρα, πρωταρχικός παράγοντας της ακμής στάθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα, που απελευθερώνει τη σκέψη, ξυπνά τα ενδιαφέροντα και επιτρέπει στον καθένα να πάρει μέρος στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή και να αναπτύξει την προσωπικότητά του.
Είναι π.χ. ολοφάνερο ότι η δημοκρατία ευνοούσε την ανάπτυξη της ρητορείας. Όχι πια μόνο οι βασιλιάδες, οι άρχοντες και οι ευγενείς αλλά κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να αγορεύσει και να ακουστεί, τόσο στα δικαστήρια για τις ιδιωτικές του υποθέσεις όσο και στην εκκλησία του δήμου για τα θέματα της πολιτείας. Η επιτυχία ή η αποτυχία του να επιβάλει την άποψή του σχετιζόταν βέβαια με το αν είχε δίκιο στα λεγόμενά του, αλλά και με την ποιότητα του λόγου του, την ικανότητά του να συναρπάσει τους ακροατές και να πείσει.
Χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, η ισοτιμία των πολιτών (ισηγορία) και η ελευθερία του λόγου (παρρησία) οδηγούν στον ανοιχτό διάλογο: λόγος και αντίλογος, πρόταση και αντιπρόταση, επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, ερωτήσεις και απαντήσεις - έτσι ξεγυμνώνονταν τα προβλήματα, έτσι προβάλλονταν και ξεκαθάριζαν οι αντίθετες απόψεις στα δικαστήρια, στις συζητήσεις της αγοράς και στην εκκλησία του δήμου, έτσι και ωρίμαζαν όλα τα θέματα πριν από την ψηφοφορία. Πώς να μην το θεωρήσουμε φυσικό, όταν την ίδια εποχή βλέπουμε τη διαλογική μορφή να κυριαρχεί στα λογοτεχνικά είδη και στην πνευματική ζωή γενικότερα: διαλογικό είναι το δράμα, αντικρουόμενες δημηγορίες και διάλογους συναντούμε στα ιστορικά έργα, τον εριστικό διάλογο και τις αντιλογίες καλλιεργούν οι σοφιστές, τη διαλεκτική τέχνη ασκεί Σωκράτης, διαλογική μορφή έχουν πολλά φιλοσοφικά έργα του 4ου π.Χ. αιώνα κλπ.
ΑΓΩΝΕΣ ΛΟΓΩΝ
Η πιο συνηθισμένη μορφή διαλόγου είναι η προφορική αντιπαράθεση δύο διαφορετικών, συχνά αντίθετων, απόψεων από δύο ομιλητές, που είτε επιχειρούν να μεταπείσουν ο ένας τον άλλον, είτε περιμένουν κάποιον ή κάποιους που τους ακούν να αποφανθούν ποιος έχει δίκιο.
Η δικαιοσύνη επιβάλλει οι δύο αντίπαλοι συνομιλητές να έχουν ίσες ευκαιρίες να υποστηρίξουν τη θέση τους· γι᾽ αυτό στα δικαστήρια μετρούσαν με την κλεψύδρα και έδιναν ίσο χρόνο στους δύο διαδίκους, πρώτα για να υποστηρίξουν τη θέση τους, ύστερα και για να απαντήσουν ο ένας στα επιχειρήματα του άλλου:
πρωτολογία του κατήγορου ~ πρωτολογία του κατηγορούμενου
δευτερολογία του κατήγορου ~ δευτερολογία του κατηγορούμενου
Αυτό το αυστηρό σχήμα σπάνια εφαρμόζεται στη ζωή· το συναντούμε όμως, σε χαλαρότερες μορφές, τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία. Οι δραματικοί ποιητές φρόντιζαν στους αγώνες (λόγων), δηλαδή όταν παρουσίαζαν δύο πρόσωπα να διαφωνούν και να εκθέτουν αντιμέτωπα τις απόψεις τους, να ακολουθούν σε γενικές γραμμές ένα τυπικό που να εξασφαλίζει ισότητα ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα μέρη.[2]
Στην περίπτωση των δραμάτων είναι ο ίδιος ο ποιητής που προβάλλει και υπερασπίζεται τόσο τη μιαν άποψη όσο και την αντίθετή της - και θα δούμε πως το ίδιο ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να καταφέρουν οι σοφιστές και οι ρητοροδιδάσκαλοι.
Το δημοκρατικό πολίτευμα συμβάλλει πολλαπλά στην πνευματική ανάπτυξη. Ο αθηναϊκός δήμος π.χ., αγροτικός στην πλειονότητά του, είχε τώρα δικαίωμα και υποχρέωση να αποφασίζει ο ίδιος πλειοψηφικά για τις υποθέσεις του κράτους (τη νομοθεσία, την οικονομία, την εξωτερική πολιτική), για την ειρήνη και για τον πόλεμο - για όλα. Και πάλι, οι Αθηναίοι ως δικαστές έπρεπε να δώσουν δίκιο στον ένα ή στον άλλον αντίδικο, να επιμετρήσουν ποινές, να στείλουν τους καταδικασμένους στον θάνατο ή στην εξορία. Όλες αυτές οι υποχρεώσεις που είχαν οι πολίτες στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία τούς δημιούργησαν μιαν ανάγκη για γνώση και πνευματική καλλιέργεια.
Το πλήθος έπρεπε να μυηθεί στα μυστικά της πολιτικής, της ηθικής, της στρατηγικής, της οικονομίας, του δικαίου κλπ., και αυτή η αναγκαιότητα έφερε στο προσκήνιο πολλούς δασκάλους: φωτισμένους πολιτικούς, ιστορικούς, λογογράφους, ρητοροδιδάσκαλους, σοφιστές, φιλοσόφους, ποιητές - όπου όλοι τους, καθένας με τον τρόπο του, συνειδητά ή όχι, δίδασκαν και καθοδηγούσαν τον λαό να παίρνει σωστές αποφάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, όταν στην κωμωδία Βάτραχοι του Αριστοφάνη ο Ευριπίδης ρωτά τον Αισχύλο «για ποιο λόγο πρέπει να θαυμάζεται ένας ποιητής», ο Αισχύλος απαντά: «για τη δεξιοτεχνία και τις καλές του συμβουλές, γιατί οι ποιητές κάνουμε τους ανθρώπους στις πολιτείες καλύτερους» (1008-10).
Στις εικαστικές τέχνες (αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, αγγειογραφία κλπ.) οι αρχαιολόγοι χωρίζουν τους κλασικούς αιώνες σε τέσσερις περιόδους:
Περίοδος του αυστηρού ρυθμού (480-450 π.Χ.)
Ώριμη κλασική περίοδος (450-425 π.Χ.)
Περίοδος του πλούσιου ρυθμού (425-380 π.Χ.)
Ύστερη κλασική περίοδος (380-325 π.Χ.)
Δεν είναι εδώ η θέση να μελετήσουμε βήμα βήμα τις αλλαγές που σημειώθηκαν από την κάθε περίοδο στην επόμενη· όμως διαπιστώνουμε ότι σε γενικές γραμμές κάθε περίοδος στοιχίζεται και συμβαδίζει με τα σύγχρονά της ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την κλασική τέχνη ως σύνολο, όταν στη διαδρομή της ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής, τη βαθμιαία μετάβαση από το συναίσθημα στη νόηση, από τον μυθικό τρόπο σκέψης στον ορθολογισμό.
«Η κλασική τέχνη, σε αντιδιαστολή προς την αρχαϊκή χαρακτηρίζεται από τον τονισμό των νοησιαρχικών στοιχείων απέναντι στα αισθητά. "Η ιδέα είναι κυρίαρχη, και αισθάνεσαι πως η δημιουργία ενός έργου τέχνης έχει γίνει τώρα μια διεργασία συνειδητά πνευματική, που κατανοείται και ελέγχεται." Αυτό είναι κλασική τέχνη, γράφει ο Άγγλος ιστορικός της τέχνης Β. Ashmole. Αυτή τη νοητική προϋπόθεση της κλασικής δημιουργίας μαρτυρούν οι θεωρητικές μελέτες που αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν τόσο οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καρπίων για τον Παρθενώνα, όσο και ο πλάστης του Δορυφόρου, ο Πολύκλειτος, για να ερμηνεύσουν το έργο τους.
Των πρώτων το έργο δε σώθηκε, αλλά από του Πολυκλείτου τον Κανόνα έχουν φτάσει ως εμάς μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, αρκετά να βεβαιώσουν και το πνευματικό, επιστημονικό θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε, υπόβαθρο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αλλά και την άκρα επιμέλεια και φροντίδα για τις έσχατες λεπτομέρειες στην επεξεργασία των έργων του. Έτσι μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε την τελειότητα των κλασικών έργων, η οποία στάθηκε η αιτία για τον εύλογο θαυμασμό που προκάλεσαν.» (Μ. Ανδρόνικος[3])
Ξεχωριστός λόγος ας γίνει για την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης, όπως την οραματίστηκε ο Περικλής και την πραγματοποίησε ένα λαμπρό επιτελείο από καλλιτέχνες (ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης, ο Μνησικλής) με γενικό συντονιστή τον Φειδία. Τα Προπύλαια και τα ιερά της Ακρόπολης (ο Παρθενώνας, ο ναός της Απτέρου Νίκης και το Ερεχθείο) σχεδιάστηκαν και οικοδομήθηκαν μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια. Αποτέλεσμα: ένα καλλιτεχνικό και κατασκευαστικό θαύμα όπου η παράδοση συγχωνεύεται με το νεωτερικό πνεύμα, και όπου ο σοβαρός δωρικός ρυθμός συνδυάζεται με τον ανάλαφρο ιωνικό για να συναποτελέσουν ένα ανεπανάληπτο αισθητικό σύνολο.
Είναι βέβαιο ότι κίνητρο του Περικλή, όταν αποφάσιζε να χτίσει τους ναούς της Ακρόπολης, δεν ήταν τόσο η ευσέβεια όσο το μεγαλείο της Αθήνας· και καθώς οι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής συνεργάστηκαν πρόθυμα στον σχεδιασμό και την εκτέλεση του έργου, η ανοικοδόμηση της Ακρόπολης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς και η θρησκεία και οι εικαστικές τέχνες, όπως άλλωστε και ολόκληρη η πνευματική ζωή, στα κλασικά χρόνια υποτάσσονταν και υπηρετούσαν την πολιτική, με την πιο πλατιά έννοια του όρου.
-------------------------------
1. Οι Αθηναίοι πίστευαν πως ήταν αυτόχθονες· ήταν όμως φανερή η γλωσσική και φυλετική τους συγγένεια με τους Ίωνες, που οι περισσότεροι πίστευαν ότι ἀπ᾽ Ἀθηναίων γεγόνασι (Ηρόδοτος 1.147). Έτσι, και ο μυθολογικός επώνυμος ήρωας των Ιώνων, ο Ίων, βρέθηκε να είναι γιος της Κρέουσας (κόρης του Ερεχθέα) και του Απόλλωνα.
2. Έτσι, για παράδειγμα, στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, η πρωτολογία της Αντιγόνης (στ. 450-70) αντισταθμίζεται από την πρωτολογία του Κρέοντα (στ. 473-96), και ακολουθεί η στιχομυθία, όπου οι δύο αντίπαλοι προσπαθούν με αλλεπάλληλα μονόστιχα να αναιρέσουν ο ένας τις απόψεις του άλλου. Διαφορετικό παρουσιάζεται το σχήμα στην κωμωδία, όπου κατά κανόνα ο αγώνας λόγων ακολουθεί μια πολεμική σκηνή και η ισορροπία εξασφαλίζεται με το να είναι ο νικητής της μάχης ηττημένος στον αγώνα λόγων και αντίστροφα. Έτσι, για παράδειγμα, στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, στην πολεμική σκηνή επικρατούν τα πουλιά, που αμέσως μετά, ακούγοντας τον Πεισθέταιρο, θα πεισθούν και θα τον υπακούσουν.
3. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ' 2, Αθήνα (Εκδοτική Αθηνών) 1972, σ. 271.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου