7.15 Τα αρχαία Ελληνικά
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα αρχαία ελληνικά και την αρχιτεκτονική τους. Τα αρχαία Ελληνικά ήταν μια κλιτή ή συνθετική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που εμφανίζει αλλαγές στη μορφή των λέξεων - είτε εσωτερικές, στη ρίζα της λέξης (π.χ. φευγ-, φυγ-), είτε εξωτερικές, με την προσθήκη στο τέλος (καταλήξεις) ή στην αρχή της ρίζας (λ.χ. η αύξηση έ-φυγε) στοιχείων που εκφράζουν διάφορες σημασίες, π.χ. χρόνο, γένος, πρόσωπο, αριθμό κλπ. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι ότι τα αρχαία Ελληνικά εμφανίζουν πολύ πλουσιότερη κλίση. Τα νέα Ελληνικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά είναι λιγότερο συνθετική γλώσσα, ή αλλιώς πιο αναλυτική. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν περιφράσεις εκεί που τα αρχαία Ελληνικά χρησιμοποιούν κλίση, δηλαδή αλλαγές στη μορφή της λέξης.
Ας αρχίσουμε με τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα άρθρα, τις αντωνυμίες. Όλα αυτά κλίνονται, όπως στα νέα ελληνικά, με τη διαφορά ότι στα αρχαία ελληνικά υπάρχει μια πτώση που έχει χαθεί στα νέα ελληνικά, η δοτική. Έτσι, στο νέο ελληνικό (έδωσα) στον πατέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο τον + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο τῶι πατρί (το τῶι γράφεται και τῷ, με το ι από κάτω - αυτή είναι η «υπογεγραμμένη», δηλαδή το γράμμα που γράφεται ὑπό 'από κάτω'). Στο νέο ελληνικό (έδωσα) στη μητέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο την + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο ελληνικό τῆι (γράφεται συνήθως τῇ) μητρί. Στα νέα ελληνικά η αρχαία δοτική αναλύθηκε σε μια περίφραση: πρόθεση + άρθρο + ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. στον καλό άνθρωπο) ή αντωνυμία (π.χ. σε αυτόν). Βλέπετε λοιπόν τη διαφορά: η νέα ελληνική χρησιμοποιεί ανάλυση εκεί που η αρχαία ελληνική χρησιμοποιεί σύνθεση, δηλαδή κλίση. Το ίδιο συμβαίνει και στο ρήμα. Θυμηθείτε τί λέγαμε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού για τις προτάσεις. Λέγαμε λοιπόν ότι με τις προτάσεις «προτείνουμε» στον συνομιλητή μας διάφορα «πράγματα»: να δεχτεί σαν πραγματικό κάτι που του λέμε, π.χ. Ο Γιάννης έρχεται- να ακούσει κάτι που είναι πιθανό, που είναι στις προθέσεις μας στο άμεσο μέλλον ή που το ευχόμαστε, π.χ. Ίσως έρθει ο Γιάννης, Ας έρθει ο Γιάννης. Μπορεί ακόμα η πρόταση να εκφράζει μια διαταγή, π.χ. Έλα. Στα αρχαία ελληνικά η μορφή του ρήματος με την οποία καλούμε τον συνομιλητή μας να δεχτεί κάτι ως πραγματικό, αληθινό, λέγεται οριστική. Η μορφή του ρήματος με την οποία μιλάμε για πράγματα που δεν έχουν «οριστικοποιηθεί» λέγεται υποτακτική. Έτσι λ.χ. το ρήμα ἲμεν σημαίνει 'πηγαίνουμε' (βρίσκεται στην οριστική). Ο τύπος ἲωμεν σημαίνει 'σκοπεύουμε να πάμε', 'να πάμε' (βρίσκεται στην υποτακτική). Εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος (μια αλλαγή δηλαδή στη μορφή του) στα νέα ελληνικά εκφράζεται αναλυτικά, δηλαδή περιφραστικά: με τη «μικρή» λέξη να και μια μορφή του ρήματος. Το ίδιο συμβαίνει και σε προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε ευχές ή επιθυμίες. Στα αρχαία ελληνικά αυτό εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος που λέγεται ευκτική (η κλίση δηλαδή με την οποία εκφράζουμε ευχές). Έτσι ο τύπος ἲοιμεν σημαίνει 'ας πάμε', 'ας μπορούσαμε να πάμε', 'να μπορούσαμε να πάμε'. Το ρήμα βρίσκεται στην ευκτική. Αλλά και εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις (ας + ρήμα, να + ρήμα) εκεί που τα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιούν μια ειδική μορφή (κλίση) του ρήματος.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον μέλλοντα. Ας πάρουμε το αρχαίο ελληνικό ρήμα λύω 'λύνω'. Ο μέλλοντάς του είναι λύσω. Στα νέα ελληνικά ο μέλλοντας του ίδιου ρήματος είναι θα λύσω. Βλέπετε και εδώ την ίδια διαφορά που είδαμε και προηγουμένως. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται μονολεκτικά, με μια συγκεκριμένη κλίση του ρήματος, στα νέα ελληνικά εκφράζεται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά και όχι συνθετικά: θα + ρήμα.
Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο. Ο παρακείμενος του ρήματος λύω 'λύνω' είναι λέ-λυ-κα. Ο υπερσυντέλικος είναι ἐ-λε-λύ-κειν. Οι αντίστοιχοι νεοελληνικοί χρόνοι είναι έχω λύσει, είχα. λύσει. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος του ρήματος λύω, σχηματίζονται με τις καταλήξεις -κα, -κειν και, στην αρχή του ρήματος, με την επανάληψη του αρχικού συμφώνου λ- μαζί με το ε, δηλαδή λε-. Αυτό το φαινόμενο λέγεται αναδιπλασιασμός, γιατί «διπλασιάζεται» το αρχικό σύμφωνο. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι, πάλι, χαρακτηριστική: εκεί που τα αρχαία ελληνικά έχουν μονολεκτικούς τύπους, τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις: έχω/είχα + ρήμα. Όσα είδαμε ως τώρα δείχνουν καθαρά τη διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών: τα νέα ελληνικά, χωρίς να έχουν χάσει εντελώς την κλίση, έγιναν πολύ περισσότερο αναλυτικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά. Θα δούμε αργότερα πότε, πώς και γιατί έγινε αυτό.
Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο περιπτώσεις όπου φαίνεται αυτή η χαρακτηριστική διαφορά. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν ρηματικά ουσιαστικά και ρηματικά επίθετα. Τα ρηματικά ουσιαστικά λέγονται απαρέμφατα και τα ρηματικά επίθετα λέγονται μετοχές. Και λέγονται μετοχές γιατί συμμετέχουν στα χαρακτηριστικά του ρήματος (έχουν δηλαδή χρόνο και όψη). Ας δούμε μερικά παραδείγματα: λύ-ων, -ουσα, -ον λύσ-ων, -ουσα, -ον· λυόμεν-ος, -η, -ον λυσόμεν-ος, -η, -ον. Λύ-ων είναι 'αυτός που λύνει', λύσ-ων είναι 'αυτός που θα λύσει', λυόμεν-ος είναι 'αυτός που λύνεται', λυσόμεν-ος είναι 'αυτός που θα λυθεί'. Τα μονολεκτικά ρηματικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής αντιστοιχούν, όπως βλέπετε, σε αναλυτικές περιφράσεις στη νέα ελληνική. Το ίδιο ισχύει και για το ρηματικό ουσιαστικό που ονομάζεται απαρέμφατο. Ας δούμε πάλι μερικά παραδείγματα: λύειν (ενεστώτας) 'το να λύνει κανείς', λύσειν (μέλλοντας) 'το να λύσει κανείς', λύεσθαι (μέσος ενεστώτας) 'το να λύνεται κάτι προς όφελος κάποιου'. Και εδώ βλέπει κανείς τις αναλυτικές εκφράσεις που χρειάζονται τα νέα ελληνικά για να αποδώσουν αυτό που δηλώνεται μονολεκτικά με το απαρέμφατο. Ένα τελευταίο παράδειγμα αυτής της διαφοράς μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών, της απόδοσης δηλαδή στα νέα ελληνικά με περιφραστικό τρόπο σημασιών που αποδίδονταν στα αρχαία ελληνικά μονολεκτικά: στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κανείς έναν ειδικό τύπο του ρήματος για να δηλώσει την επιθυμία του για κάτι. Έτσι ο τύπος γελασείω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει 'επιθυμώ να γελάσω'.
Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών αφορά τον αριθμό. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχει, πέρα από τον ενικό και τον πληθυντικό, και ο δυϊκός. Ο δυϊκός αριθμός συνήθως χρησιμοποιείται για πράγματα του κόσμου που εμφανίζονται πάντα δυο δυο μαζί, σε ζευγάρια, π.χ. χέρια, πόδια, μάτια. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα πράγματα: τὼ ἰχθύε 'δύο ψάρια', τὼ ἀκτῖνε 'δύο ακτίνες'. Δεν είναι μόνο τα ουσιαστικά που εμφανίζουν μια ειδική μορφή για να δηλωθεί το ζευγάρι. Και τα ρήματα που «πάνε» μαζί τους εμφανίζουν μια ειδική «δυϊκή» κλίση. Έτσι, το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος εἰμί 'είμαι' είναι εἰσί. Όταν όμως το υποκείμενό του είναι ένα ουσιαστικό σε δυϊκό αριθμό (δηλώνει δηλαδή ζευγάρι) δεν χρησιμοποιείται το εἰσί αλλά ο τύπος ἔστον. Υπάρχουν γλώσσες που διαθέτουν και τριικό αριθμό, κλίση δηλαδή του ουσιαστικού για να ονομαστούν τριάδες πραγμάτων.
Δυο λόγια ακόμα για την κλίση των ουσιαστικών, των επιθέτων και των ρημάτων. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η θεματική ονοματική κλίση και η αθέματη. Η θεματική κλίση χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός φωνήεντος ανάμεσα στον «κορμό» της λέξης (το θέμα) και την κατάληξη:
ἄνθρωπ-ο-ς (δεύτερη κλίση), νεανί-α-ς (πρώτη κλίση).
Η αθέματη κλίση χαρακτηρίζεται από την «απευθείας» σύνδεση της κατάληξης με τον «κορμό» της λέξης (το θέμα):
ἰχθύ-ς, βάσι-ς, βασιλεύ-ς, ἀκτί-ς, κόραξ (= κόρακ-ς).
Αυτή είναι η λεγόμενη τρίτη κλίση. Η κλίση αυτή χάθηκε στα νέα ελληνικά και ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε στη θεματική κλίση. Έτσι, ο κόραξ έγινε κόρακ-α-ς, η ἀκτίς έγινε ακτίν-α. Πρόκειται για μια διαδικασία εξομάλυνσης, σαν αυτή που συζητήσαμε νωρίτερα. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα για το ζήτημα αυτό.
Για το ρήμα μπορεί να συμβουλευτεί κανείς μια γραμματική της αρχαίας ελληνικής, έτσι ώστε να αποκτήσει μια ιδέα της κλίσης στα αρχαία ελληνικά: υπήρχαν βαρύτονα ρήματα, δηλαδή ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, π.χ. λύω· συνηρημένα ρήματα: π.χ. τιμώ, ποιώ, δηλώ. Λέγονται συνηρημένα γιατί το ω προέρχεται από 'συναίρεση' (δηλαδή συγχώνευση) του -άω (τιμάω), -έω (ποιέω), -όω (δηλόω)· ρήματα σε -μι, π.χ. δείκνυμι 'δείχνω'. Όπως μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς, αυτή η κατηγορία δεν υπάρχει πια στα νέα ελληνικά. Ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε σε μεγάλο ποσοστό στα βαρύτονα (το δείκνυμι έγινε δείχνω).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου