Το μεγαλύτερο υπαρξιακό δράμα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η αδυναμία του να ζήσει αυθεντικά.
Δυστυχώς, αυτό το εξαιρετικά σύντομο αλλά φωτεινό διάστημα μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξης, που λέγεται ζωή, δεν έχει οδηγίες χρήσης. Ερχόμαστε στον κόσμο γυμνοί, αδύναμοι και ανίσχυροι να επιβιώσουμε. Το ευτύχημα είναι ότι ερχόμαστε μοναδικοί.
Αυτή η μοναδικότητα όμως αρχίζει και υποχωρεί όταν ο άνθρωπος αναγκάζεται να μετατραπεί σε σύμβολο κάλυψης ανεκπλήρωτων αναγκών των ανθρώπων οι οποίοι τον φέρανε στον κόσμο.
Η μητέρα, δηλαδή το πρόσωπο που ανατρέφει το παιδί, είναι αυτή που παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στην ανάδειξη ή την καταστολή αυτής της μοναδικότητας ειδικότερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Η πιο σημαντική ψυχολογική ανάγκη ενός παιδιού είναι να γίνεται αποδεκτό.
Αποδεκτός γίνεται ένας άνθρωπος όταν τον σέβονται, τον εκτιμούν, του συμπεριφέρονται με όμορφο τρόπο και λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες του.
Ένα παιδί έχει δηλαδή την ανάγκη να αισθάνεται μοναδικό.
Η ψυχολογική και συναισθηματική ωρίμανση ενός παιδιού αλλά και η αργότερα ψυχική του ανάπτυξη ως ενηλίκου έχει τις ρίζες της στο αν ή πως η μητέρα του αντιλήφθηκε αυτές τις συναισθηματικές του ανάγκες και στον τρόπο που ανταποκρίθηκε σε αυτές.
Μια «αρκετά» καλή μητέρα λειτουργεί σαν ένας καθρέπτης για το παιδί της ειδικά τις πρώτες μέρες της ζωής του. Μέσα από αυτή τη μητέρα- καθρέπτη αντανακλάται ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό παιδί. Ένα παιδί που του επιτρέπεται να δράσει και να εκφραστεί ελεύθερα. Ένα παιδί που μπορεί να βιώσει και να εκφράσει τα συναισθήματα του. Η «αρκετά» καλή μητέρα παρέχει απεριόριστη αγάπη και ανεκτικότητα στις όποιες συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις μια «αρκετά» καλή μητέρα, δηλαδή μία μητέρα που έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει τις ανάγκες του παιδιού και να τις απομονώσει από τις δικές της ανάγκες, είχε και αυτή μια εξίσου «αρκετά καλή μητέρα». Η μητρότητα έχει βιωματικό χαρακτήρα, δε διδάσκεται.
Όταν λοιπόν μία γυναίκα έρθει αντιμέτωπη με το φαινόμενο της μητρότητας τότε ασυνείδητα θα ανακαλέσει το πρότυπο της δικής της μητέρας. Με άλλα λόγια θα συμπεριφερθεί στο παιδί με τον ίδιο τρόπο που της είχε συμπεριφερθεί και η δική της μητέρα. Αν ήταν τυχερή και είχε μια «αρκετά» καλή μητέρα που καθρέπτιζε τις ανάγκες της και της έδινε αγάπη, τότε θα λειτουργήσει ως φορέας ανάπτυξης και για τα δικά της παιδιά δίνοντας τους πίσω αυτή την αγάπη.
Αν όμως μία μητέρα όταν ήταν παιδί δε μεγάλωσε σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και δε μπόρεσε να εκφράσει τα συναισθήματα της, τότε αυτά θα μετατραπούν σε ανεκπλήρωτες ανάγκες και θα μεταφερθούν ασυνείδητα στα δικά της παιδιά. Η μητέρα θα προσπαθήσει να καλύψει τις δικές της ανάγκες που προέκυψαν κατά την παιδική της ηλικία μέσω των παιδιών της.
Αυτό συμβαίνει διότι η μητέρα έχει την ανάγκη η ίδια να νιώσει ασφάλεια και ο μόνος τρόπος να το πετύχει είναι να δημιουργήσει, εντελώς ασυνείδητα φυσικά, μια χρησιμοθηρική σχέση. Το παιδί θα πρέπει να αντανακλά και να εκφράζει τις δικές της προσδοκίες. Σε αυτή την περίπτωση η μητέρα λειτουργεί σαν ένα εξαιρετικά ανασφαλές παιδί το οποίο διατηρεί μία αίσθηση ψευδό-ασφάλειας ασκώντας απόλυτο έλεγχο πάνω σε ένα ακόμη πιο αδύναμο πλάσμα.
Το αδύναμο όμως αυτό πλάσμα απωθεί τις ανάγκες του για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Θάβει ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητας του που περικλείει τον αληθινό του εαυτό. Αναπτύσσεται με γνώμονα όχι τις δικές του ανάγκες αλλά τις ανάγκες της μητέρας του χωρίς να μπορέσει ποτέ να βρει τον εαυτό του.
Δυστυχώς με τη σειρά του, θα περάσει όλη του τη ζωή προσπαθώντας είτε να καλύψει είτε να ναρκώσει αυτές τις πρωταρχικές ανάγκες, οι οποίες αν δε βιωθούν θα μεταφερθούν και στα δικά του παιδιά ως μια τραγική επανάληψη...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου