Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, Από το τέλος της εποχής του χαλκού στη γένεση των πόλεων: Η εποχή του σιδήρου - Οικισμοί

Η οργάνωση των οικισμών εμφανίζεται σχετικά ομοιογενής κατά την ύστερη εποχή του χαλκού. Ο τύπος του οικισμού σε τούμπα κυριαρχεί. Οικοδομικές φάσεις προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες. Οι θέσεις των οικισμών/χωριών διασπείρονται στα παράλια και στην κοντινή ενδοχώρα σε φυσικά οχυρωμένα χαμηλά υψώματα, κοντά σε ρέματα και ποτάμια, όπου ελέγχονται γόνιμα εδάφη για καλλιέργειες οσπρίων και δημητριακών.
 
Νέοι οικισμοί, πιθανόν συνέπεια και δημογραφικής αύξησης, της ύστερης εποχής του χαλκού ιδρύονται σε λοφώδεις και ημιορεινές θέσεις της Ανατολικής και Δυτικής Μακεδονίας. Σηματοδοτείται, επομένως, μια καμπή στην αγροτική οικονομία, αφού πολλαπλασιάζονταν δραστηριότητες κτηνοτροφίας αιγοπροβάτων, και κατ' επέκταση επηρεάζονταν οι παραγωγικές σχέσεις. Το σύστημα κοινωνικής ιεράρχησης που εξέφραζε ο οικισμός σε τούμπα φαίνεται ότι εδραιώνεται και στις νέες θέσεις.
 
Σε κάθε περίπτωση η επιλογή των θέσεων για οικισμούς εξυπηρετούσε τον έλεγχο κάθε περιοχής και των οδών επικοινωνίας.
 
Για την Κεντρική Μακεδονία υποθέτουμε βάσιμα ότι κατά την ύστερη εποχή του χαλκού υπήρξε αναδιοργάνωση του ευρύτερου χώρου με στρατηγικές διασυνδέσεις περισσότερων οικισμών, που απέχουν περί τα 5-8 χλμ. μεταξύ τους, και των γαιών που αυτοί ήλεγχαν χωριστά. Την ιδέα των ομαδοποιήσεων υποστηρίζει η παρουσία κεντρικών μεγαλύτερων οικισμών (Ανδρέου - Κωτσάκης 1986, Wardle 1997), όπως το Αξιοχώρι στην κοιλάδα του Αξιού, η Άσσηρος στη λεκάνη του Λαγκαδά, η Τούμπα της Θεσσαλονίκης, η Μεσημεριανή Τούμπα. Στις περιπτώσεις αυτές θα αναγνωρίζαμε ένα σύστημα ιεραρχίας με κέντρο έναν πλατύ οικισμό και περιφέρεια δορυφορικούς οικισμούς. Στόχος τέτοιου συστήματος θα ήταν συσχετισμοί συνοχής και σταθερότητας. Αρχιτεκτονική αναφορά στη λογική του ρόλου των κεντρικών οικισμών σε τούμπα παρέχουν οι προστατευτικοί περίβολοι των επάλληλων οικοδομικών φάσεων, τα «αψιδωτά» κτήρια και οι αποθήκες τροφίμων στην κορυφή της τούμπας στον Καστανά (Hänsel 1989), στην Άσσηρο (Wardle 1996, 1997), στην Τούμπα Θεσσαλονίκης (Ανδρέου - Κωτσάκης 1996), τη Μεσημεριανή Τούμπα (Γραμμένος - Κώτσος 2002).
 
Οι οικισμοί της εποχής του σιδήρου εξακολουθούν σε πολλές θέσεις της ύστερης εποχής του χαλκού (π.χ. Καστανάς, Άσσηρος), ενώ συχνά διαπιστώνονται διευρύνσεις γύρω από τις τούμπες σε «τράπεζες» (π.χ. Αξιοχώρι, Τούμπα Θεσσαλονίκης) ή κοντά σε αυτές (π.χ. Θέρμη/Σέδες, Πλαγιάρι, Νέο Ρύσιο). Η έρευνα έδειξε ότι αναπτύχθηκαν και νέοι οικισμοί σε ημιορεινές εκτάσεις (π.χ. λόφος Ωραιοκάστρου Β, λόφος Σούγγλα Λιβαδίου, «Αγίασμα» Αγίας Παρασκευής) σε λοφώδεις «τράπεζες» (π.χ. Τούμπα Τάμπια στη Νέα Μηχανιώνα) και ένας αριθμός από μικρά χαμηλά πλατώματα (flat sites) (στη λεκάνη του Λαγκαδά) Kotsakis 1989, 1990, Βοκοτοπούλου - Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, Wardle 1997, Γραμμένος - Μπέσιος - Κώτσος 1997). Στην Ανατολική Μακεδονία, επίσης, οι οικισμοί της ύστερης εποχής του χαλκού συνεχίζουν τη ζωή τους στην εποχή του σιδήρου και εδραιώθηκαν νέοι οικισμοί σε φυσικά οχυρές θέσεις (Βοκοτοπούλου - Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993).
 
Τα οικιστικά αυτά φαινόμενα κατά την πρώιμη εποχή του σιδήρου προδίδουν βέβαια τις αυξητικές τάσεις του πληθυσμού και τις μετακινήσεις του, αλλά ταυτόχρονα προϊδεάζουν για την επαύξηση ενός συστηματικού προγράμματος ιεράρχησης και σύνδεσης μεγάλων, μικρών και συμπληρωματικών οικισμών σε ομάδες / ενότητες / οντότητες χώρου κατά περιοχές. Τέτοιες ομαδοποιήσεις πρέπει να εξυπηρετούσαν λειτουργικά τις δομές της κοινότητας των οικισμών και τις απαιτήσεις προστασίας των θέσεων και των υλικών συμφερόντων τους.
 
Παραμένουν κατά την εποχή του σιδήρου σημαντικά τα κτίσματα που συγκεντρώνονταν στην κορυφή της τούμπας η στο κέντρο της τράπεζας. Ανήκαν επί το πλείστον σε συγκροτήματα ή κτήρια με λιθόκτιστα θεμέλια, με ξυλόκτιστες και πλινθόκτιστες ανωδομές, τα οποία διακρίνονται ως προς τις διαστάσεις από τα υπόλοιπα του οικισμού και ως προς τους αποθηκευτικούς χώρους. Πρόκειται για τα κύρια κτήρια στην καρδιά του κάθε οικισμού και για τα πλέον προστατευμένα. Δεν είναι επομένως υπερβολή να θεωρούνται ως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της κεντρικής εξουσίας κάθε περιοχής.
 
Όσο για τη διαβάθμιση που παρουσιάζεται σε μεγέθη οικισμών, στην εποχή του σιδήρου αποσαφηνίζονται αρκετά οι ενότητες χώρου. Από αυτές ορισμένες είχαν ήδη δρομολογηθεί κατά την εποχή του χαλκού, την ύστερη ιδιαίτερα, ενώ άλλες ομαδοποιήσεις χώρων των οικισμών, υποψιαζόμαστε βάσιμα εκ των υστέρων, με δεδομένη την επαλληλία και τα στοιχεία των αρχαιολογικών στρωμάτων στις ίδιες θέσεις. Αναζητώντας τις μεγάλες η μικρές γεωπολιτικές οντότητες που αναδύθηκαν στα ιστορικά χρόνια, αντιλαμβανόμαστε σε γενικές γραμμές τις τάσεις που επικρατούσαν αμέσως προγενέστερα. Οι υποθετικές γεωπολιτικές πραγματικότητες, των οποίων τα όρια και το ουσιαστικό περιεχόμενο αφουγκραζόμαστε, απαντούν εν μέρει σε ερωτήματα όπως:
 
α) Η Αμυδώνα των Παιόνων (Ιλ. Β 849, Π 288), στη νότια κοιλάδα του Αξιού ποταμού, μπορεί να ταυτιστεί με την ενότητα χώρου στην οποία ξεχωρίζει ανάμεσα στους οικισμούς εκείνος του Καστανά;
 
β) Η Χαλάστρα στον Εκαταίο (FgrHist, 1, F 146 = Στέφ. Βυζ.) και στον Ηρόδοτο (VII.123) μπορεί να αφορά στην ενότητα χώρου που διαμορφώνεται νότια της Πικρολίμνης και δυτικά του Γαλλικού ποταμού, με σημαντικό οικισμό στην περιοχή εκείνον της Αγχιάλου (διπλή τράπεζα).
 
γ) Η Σίνδος (Ηρόδ. VII.123) και η Θέρμη (Εκατ. FgrHist 1, F 146, Ηρόδ. VII.121 κ.ε., Θουκ. 1.61, 11.29, Αισχ. Περί της Παραπρ. II. 27) ενδέχεται να συνοψίζουν την παράλια περιοχή και την εγγύς ενδοχώρα μεταξύ των ποταμών Γαλλικού και Ανθέμουντα, στους οικισμούς της οποίας κυριαρχεί η Τούμπα Θεσσαλονίκης;
 
δ) Ο Ανθεμούς (Ηρόδ. V.94, Θουκ. II.99, Αισχ. Περί της Παραπρ. II. 27) θα μπορούσε να ήταν μια ενότητα με οικισμούς στην κοιλάδα του ομώνυμου ποταμού, μεταξύ Γαλάτιστας και Βασιλικών;
Ίσως αυτούς τους άτυπους «συνοικισμούς» να θεωρήσουμε ως μια προεργασία προς την κατεύθυνση της «πόλης» και του «κράτους», τα χαρακτηριστικά των οποίων έγιναν σαφέστερα μετά τον 8ο αι. π.Χ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου