Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, Ζητήματα αποικισμού ΙΙ. Οι Ευβοείς στις ακτές του Θερμαϊκού Κόλπου και της Χαλκιδικής - Οι πηγές

Στον Τρωικό πόλεμο οι Άβαντες της Εύβοιας είχαν συμμαχήσει με τους Αχαιούς και οι Παίονες του Αξιού με τους Δαρδανούς / Τρώες και τους Θράκες[1]. Το αρχαιότατο ομηρικό τεκμήριο αναφορικά με τα διαφορετικά οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα συνιστά καθρέφτη μιας κατάστασης κοινών προθέσεων, αμοιβαίας γνώσης και σεβασμού, κατάσταση η οποία διακόπτεται από τον πόλεμο και από τη σύγκρουση στο πεδίο των μαχών.
 
Υπενθυμίζω ότι στην Ιλιάδα όχι μόνο η Εύβοια είναι γνωστή με τις επιμέρους γεωγραφικές οντότητες (Χαλκίς, Ειρέτρια, Ιστιαία, Κήρινθος, Δίον, Κάρυστος, Στύρα) αλλά και περιοχές οι οποίες εντάσσονται στη Μακεδονία και τη Χαλκιδική: η Αμυδώνα των Παιόνων που τοποθετείται στον κάτω ρου του Αξιού, με τους εκπροσώπους των γενών της αριστοκρατίας που προφανώς προΐσταντο σε οργανωμένες γεωγραφικές οντότητες της περιοχής, ο Όλυμπος, η Πιερία, η Ημαθία και ο Άθως[2].

Ανάμεσα στον πλωτό εν μέρει ποταμό Αξιό, που εκβάλλει στο βόρειο κέντρο του κόλπου, και τον ποταμό Ανθεμούντα, στα νοτιοανατολικά του, υπήρχαν πολλοί οικισμοί, εκ των οποίων μαρτυρούνται από την αρχαία γραμματεία η Χαλάστρα, κοντά στον χρυσοφόρο ποταμό Εχέδωρο, η Σίνδος και η Θέρμη από την οποία ονομάστηκε και ο κόλπος Θερμαίος[3]. Η Πέλλα, η δεύτερη πρωτεύουσα των Μακεδόνων μετά τις Αιγές, ιδρύθηκε στα αρχαϊκά χρόνια δυτικά του Αξιού, ανατολικά του Λυδία, άλλοτε λίμνης και άλλοτε ποταμού, σε περιοχή όπου υπήρχαν διάσπαρτοι και άλλοι οικισμοί[4].
 
Οι αρχαίες πηγές αναφορικά με τις ευβοϊκές αποικίες Μεθώνη και Δικαία στον Θερμαϊκό Κόλπο και Μένδη και Τορώνη στη Χαλκιδική δεν ακριβολογούν ως προς την ίδρυση. Για τη Μεθώνη, δυτικά του Αξιού και αμέσως νότια των εκβολών του Αλιάκμονα, μαθαίνουμε ότι την ίδρυσαν Ερετριείς, αφού εγκατέλειψαν στα μέσα του 8ου αι. π.Χ., με την πίεση των Κορινθίων, την Κέρκυρα, το Ωρικό και το Θρόνιο, όπου είχαν εγκαταστήσει τις ναυτικές τους αποικίες[5]. Το επεισόδιο αυτό που κατέγραψε η αρχαία φιλολογία σχετίζεται με την προμήθεια και τη διακίνηση χαλκού, χρυσού, αργύρου, σιδήρου, ασφάλτου και άλλων υλών. Ορισμένοι Ερετριείς από το σημείο ελέγχου του Τυρρηνικού, του Ιονίου και της Αδριατικής επανέκαμψαν στη γνωστή τους από τα υστεροελλαδικά χρόνια θάλασσα, βόρεια της Εύβοιας, υποχωρώντας ουσιαστικά στην επέλαση των Κορινθίων προς τη Δύση[6]. Οδηγήθηκαν, επομένως, στον Θερμαϊκό Κόλπο, σε μια περιοχή με παράδοση στη μεταλλουργία και τη μεταλλοτεχνία όχι μακριά από άλλες ευβοϊκές εγκαταστάσεις στη Χαλκιδική.
 
Εξάλλου, η αναγνώριση ενός ευβοϊκού εμπορείου, με βάση τη γεωμετρική κεραμική, στη Νέα Αγχίαλο, κοντά στο αρχαϊκό νεκροταφείο της σημερινής Σίνδου, στηρίζει την άποψη για την ευβοϊκή παρουσία στον Θερμαϊκό κατά τον 8ο αι. π.Χ.[7] Εμφανίζεται επίσης ως ερετριακή αποικία στον Θερμαϊκό Κόλπο και η Δικαία, η οποία τοποθετείται στην ανατολική πλευρά του κόλπου[8].
 
Για τη Μένδη της Παλλήνης και την Τορώνη της Σιθωνίας και πιθανόν τη Σάνη της Παλλήνης, η γραπτή παράδοση υποδηλώνει τη στρατηγική σημασία τους στη ναυσιπλοΐα ή στην εξαγωγή των μετάλλων της ενδοχώρας, όπως ο χαλκός και ο χρυσός[9]. Ας σημειωθεί εξάλλου, ότι οι φιλολογικές πηγές τονίζουν τη χρονική προτεραιότητα του ευβοϊκού ενδιαφέροντος για αποικίες σε σχέση με το ιωνικό, το νησιωτικό και το κορινθιακό του 7ου αι. π.Χ. και στη συνέχεια το αθηναϊκό. Στο σημείο αυτό ο αγώνας των Χαλκιδέων της Εύβοιας και των Ανδρίων για την ίδρυση της Ακάνθου, βόρεια της χερσονήσου της Ακτής / του Άθωνα κατά τον 7ο αιώνα, φανερώνει τόσο την ευβοϊκή συνιστώσα στα φαινόμενα αποικισμού, όσο και την πολυπλοκότητα αυτών[10].
---------------------
1 Άβαντες: IX. Β 536, 541-542, Δ 464. Στην Iλ. Ε 148 αναφέρεται ο τρώας πολεμιστής Άβας. Για τους Άβαντες της Ευβοίας του ομηρικού έπους βλ. τις παρατηρήσεις του A. Mele, «I caratteri della societa eretriese arcaica», στο Contribution à l' étude de la société et de la colonization eubéennes (CCJB 2), Napoli 1975, 15-26 (unità abantica). Τ.ί. «I Ciclopi, Calcodonte e la metallurgia calcidese», στο Nouvelle contribution à l' étude de la société et de la colonisation eubéennes (CCJB 6), Napoli 1981, 9-33 (Οι Άβαντες και τα μέταλλα). Τ.ί. «Il mondo greco dal secondo al primo millennio a. C.», στο R.B. Bandinelli (dirett.), Storia e Civiltà dei Greci, I, Milano 1981, 5-72, ειδ. (μια κοινή μυκηναϊκή και ανατολική παράδοση στην οποία εμπλέκονται οι Άβαντες, οι Δόλοπες, οι Πελασγοί). Π.Γ. Καλλιγάς, «Θεσσαλία και Εύβοια κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (11ος-9ος αι. π.Χ.)», στο Διεθνές Συνέδριο για την Αρχαία Θεσσαλία. Πρακτικά στη μνήμη του Δ.Ρ. Θεοχάρη, Αθήνα 1992, 298-307 (Λευκαντί, Άβαντες, Αιολία, Θεσσαλία). Για την παράδοση σχετικά με τους Άβαντες οι οποίοι συνδέονται με «πρώιμες μορφές αποικιακής εξάπλωσης» και «με στοιχεία … τόσο από την άποψη των ηθών … όσο και κάτω από την άποψη των εθίμων …» πρβ. L. Antonelli, «Sulle navi degli Eubei», Hesperia 5, 1995, 11-24, 14, όπου και βιβλιογραφία. Για την καταγωγή των Αβάντων πρβ. M.B. Sakellariou, Between Memory and Oblivion. The Transmission of Early Greek Historical Traditions, Athens 1990 (Μελετήματα 12): 200-203 Abantes … they had become thoroughly hellenized before the time reflected in the Homeric poema». Θρήικες: . Β 844, Δ 519, 533, 537, Ε 462, Ζ 7, Κ 434, 464, 470, 487, 506, 518, Ν 4, Ξ 227. Θρηίκη: . I 5, 72, Λ 222, Ν 301, Υ 485, Ψ 230, Ω 234. Πρβ. . θ 361 (ιερή περιοχή του Άρη).
Παίονες: . Β 848, Κ 428, Ο 287, 291, Φ 155, 205, 211. Παιονία: . Ρ 350, Φ 154. Πρβ. Μ. Β. Σακελλαρίου, στο Μακεδονία, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών 1982, 47-49, ο οποίος θεωρεί ότι οι Παίονες εγκαταστάθηκαν στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές της αρχαίας Μακεδονίας πριν από τα τέλη της εποχής του χαλκού και υποστηρίζει ότι Φρύγες, Μύγδονες, Θράκες και Πελασγοί υπέταξαν ή εξουδετέρωσαν ή εκδίωξαν τους Παίονες στα τέλη της εποχής του χαλκού ή λίγο μετά. N.G.L. Hammond, στο Μ.Β. Σακελλαρίου (επιμ.), Μακεδονία, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών 1982, 65-68 και 78-79, όπου συζητεί το «τέλος των Παιόνων» του Αξιού αλλά και τις δραστηριότητές τους με τα μέταλλα. Για το τέλος των Παιόνων πρβ. C. de Simone, «La posizione linguistica dell' Epiro e della Macedonia», στο Magna Grecia, Epiro e Macedonia. Atti Taranto XXIV, 1984, Taranto 1985, 45-83, ειδ. 72-73: «(μετ.) Το βασίλειο των Μακεδόνων στις Αιγές … επεκτάθηκε στην παραθαλάσσια πεδιάδα, απωθώντας διάφορα θρακικά και παιονικά φύλα (Θουκ. II. 99). Ενώ οι Παίονες στην πραγματικότητα εξαφανίζονται, οι περιοχές της Μυγδονίας, της Κρηστωνίας, της Σιντικής και της Βισαλτίας παραμένουν ουσιαστικά θρακικές». Σε κάθε περίπτωση η έξοδος των Παιόνων παραμένει προβληματική. Επρόκειτο για μια απώθηση σε επίπεδο εξουσίας και αρχηγών ή και πληθυσμών; Αξιός: Ιλ. Β 849, 850, O 288, Φ 141, 157, 158 (ο ποταμός και ο θεός του ποταμού, γέννησε τον Πηλεγόνη με την Περίβοια, την κόρη του Ακεσσαμενού). Στην Οδύσσεια η Περίβοια εμφανίζεται ως κόρη του Ευρυμέδοντα που γέννησε τον Ναυσίθοο στον Ποσειδώνα: Οδ. η 57, 61-62
 
2 Ο κατάλογος των πλοίων περιλαμβάνει επτά γεωγραφικές ενότητες της Εύβοιας: Ιλ. Β 536-545. Από την περιοχή του Αξιού αναφέρεται η μακρινή (τηλόθεν) Αμυδών: Ιλ. Β 849, Π 288, ο αρχηγός των Παιόνων Πυραίχμης (Ιλ. Β 848, Π 287), ο πολεμιστής Απισάων του Ιππασίδου (Ιλ. Ρ 348, ενώ υπάρχει και τρώας Απισάων, Λ 578, 582), και οι Θερσίλοχος, Μύδων, Αστύπυλος, Μνήσος, Θράσιος, Αίνιος και Οφελέστης (Ιλ. Φ 209-211). Οι Παίονες στο έπος συγκρούονται με τους εκπροσώπους της Θεσσαλίας (Αχιλλέα) και Βοιωτίας (Πάτροκλο) και νικώνται από αυτούς. Κατ' επέκταση η κοιλάδα του Αξιού αντιπαραβάλλεται με τις κοιλάδες του Πηνειού και του Σπερχειού. Όλυμπος, Πιερία, Ημαθία, Άθως: Ιλ. Ξ 229 (το ταξίδι της Ήρας από τον Όλυμπο, την Πιερία, την Ημαθία, τον Άθωνα, τη Λήμνο, στην Ίδα). Το βασίλειο του Κισσέα και όσα διαδραματίζονται με τη Θεανώ και τον Ιφιδάμα (Ιλ. Ζ 298-300, 302, Λ 221-231, 241-245) στη Θράκη δεν θεωρώ ότι αφορά το όρος Κισσός (Χορτιάτης) και την περιοχή του στην ανατολική πλευρά του Θερμαϊκού Κόλπου. Αντίθετα, μετά τον 6ο αι. π.Χ. προσάπτουν πιθανότατα στον Κισσό του Θερμαϊκού τη σχετική παράδοση. Για την πιθανή μετατόπιση του τοπωνυμίου στη Θράκη από την περιοχή δυτικά της Τροίας στον Θερμαϊκό βλ. Κ. Σουέρεφ, «Σημειώσεις ιστορικής τοπογραφίας για τον Θερμαϊκό Κόλπο και τις γειτονικές περιοχές» στο Μύρτος. Μνήμη Ιουλίας Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη 2000, 469-487, ειδ. 475-477.

3  Ανθεμούς: Ηρόδ. V. 94.1, Θουκ. ΙΙ 99.6, ΙΙ 100.4, Αισχ. ΙΙ. 27, Δημ. VI. 20, Ησύχ. λ. Ανθεμούς, Πλίν. N.H. IV 36. Πρβ. M.B. Hatzopoulos - L.D. Loukopoulou, Recherches sur les marches orientates des Teménides (Anthemonte-Kalindoia) lére partie, Athénes 1992 (Μελετήματα 11), 35, 39.
Θέρμη: Εκατ. (FGrH 1) F 146, Ηρόδ. VII. 121.1, 123.3, 124, 127.3, 128.1, 130.3, 179, 183.2, Αισχ. ΙΙ 27, Θουκ. Ι 61.2, ΙΙ 29.6, Πλίν. N.H. IV. 10, 36. Στέφ. Βυζ. λ. Χαλάστρα, Σκύλ. 66, Λίβ. XLIV. 10, Στράβ. VII. 21,24, Σούδα λ. Θέρμαν.
Θερμαίος Κόλπος: Ηρόδ. VII. 121.1, 122, 123.2, 127. Θουκ. Ι 61.4, ΙΙ 99.4. Σκύλ. 66, Μέλα ΙΙ. 35, Στέφ. Βυζ. λ. Άλωρος, Στράβ. VII. 20, 22, 23, 25. Χαλάστρα: Εκατ. (FGrH 1) F 146. Ηρόδ. VII 123.3, Αλκίφρ. ΙΙΙ. 61, Ησύχ. λ. Χαλάστρα, Πλίν. N.H. 24, 31 36, 107, Στέφ. Βυζ., λ. Χαλάστρα, Στράβ. VII. 20, 21, 23.
Σίνδος: Ηρόδ. VII. 123.3.
Εχέδωρος: Ηρόδ. VII. 124, 127, Στράβ. VII. 21.

4  Λυδίας: Εκατ. (FGrH 1) F 145, Ηρόδ. VII 127, Πλίν., N.H. IV. 34, Πτολ. Γεωγρ. ΙΙΙ. 120. 11-12, Σκύλ. 66, Στράβ. VII. 22-23.

5  Μεθώνη: Πλούτ. Qu. Gr. 11, Σκύλ. 66, Στράβ. VII. 20, 22, X. 1.8, Διόδ. XVI. 3, 31, 34, Αιλ. N. Ακ. IX. 7, Πολύαιν. IV. 2,15, Πλίν. N.H. IV 36. Πρβ. IG IV.1.94.1b, 1.11. Για τους Ερετριείς στη Μεθώνη και για την ερμηνεία του αποσπάσματος του Πλουτάρχου βλ. M.B. Sakellariou, «Quelques questions relatives à la colonisation eubéenne en Occident, στο Gli Eubei in Occidente, Atti Taranto XVIII, 1978, Taranto 1979, 9-36, ειδ. 31-32. Τ.ί., Between Μemory and Oblivion. The Transmission of Early Greek Historical Traditions, Athens 1990 (Μελετήματα 12) 119-120. Για την ταύτιση της Μεθώνης βλ. M.B. Hatzopoulos - L.D. Loukopoulou, Two studies in Ancient Macedonia Topography, Athens 1987 (Μελετήματα 3), 39-40. I. Malkin, «Inside and Outside: Colonization and the Formation of the Mother City», AION ArchStAnt 1 (N.S), 1994, 1-9, ειδ. 3.

6  Ειδικά για τους Ευβοείς στην Κέρκυρα, την Ήπειρο και την Αδριατική βλ. N.G.L. Hammond, Epirus, Oxford 1967, 384-385, 414-424. L. Braccesi, Grecita adriatica, Bologna 1979, 98-99 (αναφορά στα ορυκτά της Ιλλυρίας). Ειδικότερα για την ευβοϊκή παρουσία στην Κέρκυρα και για την ευβοϊκή μήτρα της Oδύσσειας βλ. Π.Γ. Καλλιγάς, «Κέρκυρα, αποικισμός και έπος», στο ASAtene 44, 1982, 57-68. Μια συνολική αναθεώρηση αναφορικά με τους Ευβοείς επιχειρεί ο L. Antonelli, «Sulle navi degli Eubei», Hesperia 5, 1995, 11-24.

7  Μ. Τιβέριος, «Εισαγμένη κεραμική από τη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κοντά στη σημερινή Σίνδο», Παρνασσός 1993, 553-560: «μήπως ο χρυσός που έχει βρεθεί στο πρωτογεωμετρικό Λευκαντί ή στη γεωμετρική Ερέτρια, προέρχεται από εδώ».
8  Δικαία: IG IV2, 94, Ib, 11.10-13, ATL 1.482 (B.D. Meritt - H.T. Wade-Gery - M.F. McGregor, The Athenian Tribute Lists, Harvard 1939-53), Πλίν. IV 36. Η Αρέθουσα η οποία τοποθετείται μεταξύ της λίμνης Βόλβης στο ανατολικό άκρο της Μυγδονίας και τον Στρυμονικό Κόλπο (του Oρφαvού) βόρεια των Σταγείρων, όπου ο Θουκυδίδης αναφέρει τον Αυλώνα (IV. 103.1), στην περιοχή του ναού της Αγίας Βαρβάρας και της Ρεντίνας, πιθανότατα μέχρι την έξοδο στη θάλασσα (μεταξύ Κάτω Βρασνών και Σταυρού στον Στρυμονικό Κόλπο), θεωρείται αποικία των Χαλκιδέων. Η Αρέθουσα αναφέρεται ανάμεσα στις πόλεις της Ευβοίας στη δεύτερη Aθηvαϊκή Συμμαχία του 377 π.Χ.: Σκύλ. 66, Στράβ. VII. 36, Πλίν. IV. 35, 38. Στέφ. Βυζ. λ. Αρέθουσα, Πτολ. III, 12.7, Ανθολ Παλατ. VII. 51, Αμμ. Μαρκ. XXVII.4.8. Πρβ. IG II/III2, 43, 1.82, IG IV2, 94, 1b, 11.15-17. Πρβ. Σ. Μοσχονησιώτη, «Ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Αρέθουσα», ΑΕΜΘ 6, 1992, 405-414 με βιβλιογραφία και τοπογραφικά στοιχεία.
9  Μένδη: Ηρόδ. VII, 123.1, Θουκ. IV 123.1 (ερετριακή αποικία), Λίβ. XXXI. 45.14. Πολύαιν. II. 1.3.1., Πλίν. IV. 36, Στέφ. Βυζ. λ. Μένδη, Σκύλ. 66, Μέλα ΙΙ. 33, Στράβ. VII. 27. Πρβ. Ι. Βοκοτοπούλου, «Τοπογραφικά Κασσάνδρας» στο Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Θεσσαλονίκη 1997 (Παράρτημα Μακεδονικών 7), 65-77.
Τορώνη: Ηρόδ. VII. 22.2, 122, Θουκ. IV 110, 113.2, V. 2-3. Σκύλ. 60, Διόδ. XII. 68.6, 73.2 (ερετριακή αποικία), Στράβ. VII. 32, Μέλας II. 34, Πλίν. N.H. IV 35, 37, Λίβ. XLV 30.4, XLIV. 12.8, ΧΧΧΙ. 45.15, Στέφ. Βυζ. λ. Τορώνη, Πτολ. III. 12.10.
Σάνη: Ηρόδ. VII.123, Στράβ. VII. 27. Για την πιθανότητα ερετριακής αποικίας στη Σάνη βλ. I. Βοκοτοπούλου, «Αρχαϊκό ιερό στη Σάνη Χαλκιδικής» στο Αρχαία Μακεδονία V, 1993, 179-236. Επίσης, παρατηρήσεις για το εμπόριο και για τον αποικισμό στη Χαλκιδική βλ. Μ. Τιβέριος, «Εισαγμένη κεραμική …», ό.π. Πρβ. L. Braccesi, «Gli Eubei e la geografia dell' Odissea», Hesperia 3, 1993, 11-23, 17. Η Χαλκιδική και η Παλλήνη (Ηρόδ. VII. 123.1, VIII. 126-129, IX. 28.3, Σκύλ. 66, Στέφ. Βυζ. λ. Παλλήνη, Στράβ. VII. 25, 27) εντάσσονται «(μετ.) στη σφαίρα της συλλογικής φαντασίας των Ευβοέων» και μέσω της Γιγαντομαχίας στη Φλέγρα (Πίνδ. Νεμ. 1.67, Ίσθμ. 6.33, Αισχ. Ευμ. 293, Ευριπ. Ηρακλ. 1194, Ίων 988, Αριστοφ. Όρν. 824, Διόδ. V. 71.4) αρχαιότερο όνομα της Παλλήνης, πριν από τη «μετατόπιση, ευβοϊκής προέλευσης, … στα Φλεγραία Πεδία στη χώρα της Κύμης». Τ.ί., Grecità di frontiera, Padova 1994, 11-12, 19. Στο ίδιο θέμα επιστρέφει αναλυτικά ο L. Antonelli, «Sulle navi degli Eubei», Hesperia 5, 1995, 11-24. Για τη σχέση των Ευβοέων με τη Γιγαντομαχία πρβ. N. Valenza Mele, «Eracle euboico a Cuma. La Gigantomachia e la via Heraclea», στο Recherches sur les cultes grecs et l' occident, Naples 1979, 19-51, M. Giangiulio, «Appunti di storia dei culti», στο Neapolis. Atti Taranto XXV, 1985, Napoli 1988, 101-154, ειδ. 116-117, 121-122, A. Coppola, «I Campi Flegrei in Eschilo», Hesperia 5, 1995, 55-59: «(μετ.) Η αθηναϊκή επικυριαρχία στα ευβοϊκά θέματα συνδεδεμένη με τη Δύση θα μπορούσε … να μας επιτρέψει να υποθέσουμε ότι και στους Αθηναίους είχε διαδοθεί ο εντοπισμός του αγώνα του Ηρακλή εvαvτίov των Γιγάντων στα Φλεγραία Πεδία της Δύσης».
 
10  Άκανθος: Ηρόδ. VI. 44, VII. 22.2, 115.2, 116.1, 117.1, 121.1, 124. Θουκ. IV. 84 (αποικία Ανδρίων), Διόδ. XI. 4.5, Πλίν. N.H. IV. 38, Πλούτ. Qu. Gr. 30 (αποικία Χαλκιδέων και Ανδρίων), Σκύλ. 66, Στράβ. VII. 33, 35. Για τις ανασκαφές στην Άκανθο βλ. Ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου, στο Ελληνικός Πολιτισμός. Μακεδονία. Το βασίλειο του Μ. Αλεξάνδρου. Κατάλογος έκθεσης στο Μοντρεάλ, ΥΠΠΟ-ICOM, Αθήνα 1993, 55-56, 76-77, 180-183. Τ.ί. «Αρχαία Άκανθος. 1986-1996», ΑΕΜΘ 10Α, 1996, 297-312, τ.ί. «Αρχαία Άκανθος. Πτυχές της Ιστορίας με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα», στο Άνδρος και Χαλκιδική. Πρακτικά συμποσίου 23.8.1997, Άνδρος 1998 (Ανδριακά Χρονικά 29), 93-137.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου