Ηράκλειτος: 544-484 π.Χ.
Καθολικός Λόγος: πόλεμος για το άριστο
§1
Η σημασία του Ηρακλείτειου στοχασμού συμπυκνώνεται στο θείο κεραυνό που κρύβει μέσα του: «τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός» [=όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός] (απ. 64). Ο Κεραυνός δεν είναι ο κεραυνός του Δία ούτε ο Δίας, δηλαδή ο θεός ως τέτοιος. Απεναντίας μας παραπέμπει στο αείζωον πυρ, στον κόσμο, που δεν τον έφτιαξε κανένας θεός ή άνθρωπος, αλλά αποτελεί έναν περιδινούμενο κύκλο και μοιάζει με το πυρ, που ανάβει και σβήνει σε τακτά χρονικά διαστήματα (απ. 30). Αυτός ο Κεραυνός είναι η εκρηκτική δύναμη του πυρός και φωτός εν ταυτώ, που κατευθύνει, κυβερνά ό,τι συμβαίνει ως επαναλαμβανόμενη δράση ανθρώπων και πραγμάτων μέσα στο χρόνο. Πώς νοείται όμως ο κυβερνητικός ρόλος του Κεραυνού; Πρωτίστως ως ένας μεταφορικός λόγος, για να δηλωθεί η πρωταρχική αιτία των συμβαινόντων κάθε φορά και δεύτερον, με την ίδια ποιοτική διαβάθμιση, για να τονιστεί η ενύπαρξη του διαλεκτικού Λόγου μέσα στην κοσμική κίνηση. Ετούτος ο Λόγος είναι η αφανής αρμονία, δηλαδή η σύμφυτη με τούτη την κίνηση τάξη, ο αλάθητος ρυθμός, που κατευθύνει και καθοδηγεί τα πάντα. Εύλογα εδώ μπορεί να διερωτηθεί κανείς; Εάν υπάρχει ένας τέτοιος αλάθητος ρυθμός που κυβερνά τα πάντα, τότε σε τι διαφέρει από κάποια εξωτερική θεότητα, που οι άνθρωποι τη φαντάζονται ακριβώς ως το αλάθητο κέντρο της ζωής τους και ως εκ τούτου εξαρτούν μοιρολατρικά, δεισιδαιμονικά τη μοίρα τους από τούτο το κέντρο; Όχι, λέει ο Ηράκλειτος. Το αλάθητο του ρυθμικού Λόγου δεν προκύπτει φαταλιστικά, αλλά από την εγγενή Έριδα των αντίρροπων δυνάμεωνˑ μια Έριδα που διασφαλίζει την ισορροπία και την ισοζυγία τους.
§2
Εδώ ακριβώς έγκειται όλη η σαγηνευτική έλξη της Ηρακλείτειας σκέψης: ο Κεραυνός είναι η τάξη του Είναι, η ανα-λογική τάξη των ποικίλων στοιχείων που συνθέτουν τον κόσμο και τα όντα. Ως τέτοια τάξη δεν αποτελεί κάποια δύναμη, που επιβάλλεται έξωθεν και πλανάται πάνω από τον κόσμο ως γενετική του αρχή. Ο κόσμος δεν έχει καμιά εξωτερική αρχή, γιατί υπήρχε και υπάρχει πάντα: ενιαία δυναμικός και αρμονικόςˑ έχει όμως την εσωτερική του αρχή, την κατά Λόγο τάξη. Και ο άνθρωπος; Ανάλογα με το βαθμό, που ανακαλύπτει μέσα του και εντός του κόσμου αυτή την κατά Λόγο αρχή ή τάξη κατηγοριοποιείται σε κοιμώμενο, ασύνετο ον ή σε άριστο. Ο Ηράκλειτος δεν διαφοροποιεί τους ανθρώπους σε αρίστους και κοιμωμένους με ποσοτικά κριτήρια: καταγωγή, οικονομική ή πολιτική επιφάνεια, αξίωμα και παρόμοια, όπως νομίζουν ή πράττουν κάποιοι, κάτω του μετρίου, απ’ αυτούς που αμπελοφιλοσοφούν εντός των μορφωτικών ιδρυμάτων ή τους απαράλλακτους καφενόβιους του βουλευτηρίου, αλλά με ποιοτικά: ως ποιο βαθμό οι άνθρωποι διαγιγνώσκουν και εναρμονίζονται με τον εσωτερικό ρυθμό-Λόγο του κόσμου, πόσο κατανοούν την ενότητα και το αδημιούργητο αυτού του κόσμου κ.λπ. Ό,τι Ηρακλείτειο δεν καταλαβαίνουν οι θρασύτατοι και θορυβώδεις γελωτοποιοί παντός καθεστωτικού στερεώματος, το γελοιοποιούν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους: αναγορεύουν το μέτριο σε άριστο και εξαφανίζουν το τελευταίοˑ έτσι αντλούν ex officio το δικαίωμα να ανυψώνουν σε αρχή του δημόσιου βίου τον εγωκεντρικό πομφόλυγα. Πομφόλυγας στις σκονισμένες αίθουσες της φιλοσοφίαςˑ πομφόλυγας στην οικονομία, πομφόλυγας στην πολιτική, πομφόλυγας στην κοινωνία του θεάματος. Τι μένει, μετά από όλα τούτα; Η μομφή ότι ο Ηράκλειτος περιφρονεί του πολλούς ή ό,τι ο διαλεκτικός Λόγος σκοτώνει τη «δημοκρατία».
§3
Το μέτριο και το άριστο, για τον Ηράκλειτο, εναρμονίζονται με τη δυναμική του πολέμου των αντίρροπων δυνάμεων και δεν εξαρτώνται από την κρίση της ασύνετης υποκειμενικότητας. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν τοποθετεί εαυτόν στους αρίστους ετσιθελικά, σαν τους πολλούς κάθε φορά ετσιθελικούς κυβερνήτες ή ομογάλακτους κυβερνώμενους –που τους βδελύσσεται ως τις αίσχιστες ασημαντότητες– αλλά αγωνίζεται/πολεμά να φωτίσει, με παραδειγματική σαφήνεια, το αντικειμενικό νόημα του υποκειμενικού [του] λόγου και να διαχωρίζει τον τελευταίο από τον κοσμικό Λόγο. Αναφέρει σχετικά στο απ. 50: «οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἕν πάντα εἶναι». Αν και ο φιλόσοφος κατανοεί σωστά τον κοσμικό Λόγο και εξίσου σωστά τον διερμηνεύει, εν τούτοις απεκδύεται το ρόλο του θείου Κεραυνού, του θεόσταλτου σωτήρα: ομολογεί πως ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καθοδηγείται, να κυβερνιέται από τους ιδιωτικούς λόγους των λογής υποκειμένων, αλλά από τον Έναν κοσμικό Λόγο. Γιατί μόνο απ’ αυτόν τον Ένα; Επειδή ενσαρκώνει το αιώνιο γίγνεσθαι του κόσμου και το καθιστά προσιτό, το εισάγει στη ζωή, με την ευρυθμία και την κανονικότητα, την αναλογικότητα, των πολύτροπων στοιχείων και μεταστοιχειώσεων αυτού του κόσμου. Και ο ρόλος του ανθρώπινου υποκειμένου; Μέσα σε τούτο το αιώνιο γίγνεσθαι, το δημιουργικό έργο του ανθρώπου είναι να ακολουθεί τον κοινόν Λόγον: «δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ». Ετούτος ο Λόγος είναι κοινός με την έννοια του καθολικού, συμπαντικού, καθολικώς φρόνιμου Λόγου και όχι με εκείνη της μαζικής αερο-λογίας. Αυτή εδώ αφορά τον ιδιωτικό λόγο, εκφράζει ιδιοτελή ή κάποτε και ανόητη προσωπική στάση. Ο κοινός Λόγος, απεναντίας, συνιστά την Ουσία, τον θείο Κεραυνό της οικουμενικής ανθρωπότητας, άρα είναι η περι-Ουσία της. Η τελευταία όμως προβάλλει στη ζωή μας μόνο ως δυνατότητα κτήσης τηςˑ δεν είναι ποτέ κεκτημένη. Επομένως, για όλους τους ανθρώπους ισχύει ως κριτήριο του μέτριου ή του άριστου όχι το τι νομοθετεί ο εκάστοτε νάνος των αξιωματικών θώκων, αλλά η ενεργοποίηση των δυνατοτήτων των ανθρώπων να σκέπτονται σωστά (απ. Β 113) και η προϋπόθεση, για να σκέπτονται σωστά, να γνωρίσουν τον εαυτό τους (απ. Β116). Όσοι δεν μετέχουν σε τούτη τη δια-Λογική διεργασία αυτοπροσδιορισμού ανήκουν, κατά τον Ηράκλειτο, στους κοιμωμένους. Σε τούτους συγκαταλέγονται πρωτίστως, τότε και τώρα και πάντα, η οχλοκρατική πληθύς των φουσκωμένων χαοτικών των «θεσμών» και των ακροατών τους. Αχ, αυτός ο οχλολοίδωρος Ηράκλειτος! Γιατί γκρεμίζει την πολιτεία των αποστεωμένων ειδώλων, παλαιόφυτων και νεόφυτων, και δεν τ’ αφήνει να μας «σώσουν» από την «ανθρωπιστική» κρίση; Δηλαδή, να μας βουλιάξουν μέσα σε έναν καινούριο και όχι λιγότερο επώδυνο Πίθο των Δαναΐδων!
Καθολικός Λόγος: πόλεμος για το άριστο
§1
Η σημασία του Ηρακλείτειου στοχασμού συμπυκνώνεται στο θείο κεραυνό που κρύβει μέσα του: «τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός» [=όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός] (απ. 64). Ο Κεραυνός δεν είναι ο κεραυνός του Δία ούτε ο Δίας, δηλαδή ο θεός ως τέτοιος. Απεναντίας μας παραπέμπει στο αείζωον πυρ, στον κόσμο, που δεν τον έφτιαξε κανένας θεός ή άνθρωπος, αλλά αποτελεί έναν περιδινούμενο κύκλο και μοιάζει με το πυρ, που ανάβει και σβήνει σε τακτά χρονικά διαστήματα (απ. 30). Αυτός ο Κεραυνός είναι η εκρηκτική δύναμη του πυρός και φωτός εν ταυτώ, που κατευθύνει, κυβερνά ό,τι συμβαίνει ως επαναλαμβανόμενη δράση ανθρώπων και πραγμάτων μέσα στο χρόνο. Πώς νοείται όμως ο κυβερνητικός ρόλος του Κεραυνού; Πρωτίστως ως ένας μεταφορικός λόγος, για να δηλωθεί η πρωταρχική αιτία των συμβαινόντων κάθε φορά και δεύτερον, με την ίδια ποιοτική διαβάθμιση, για να τονιστεί η ενύπαρξη του διαλεκτικού Λόγου μέσα στην κοσμική κίνηση. Ετούτος ο Λόγος είναι η αφανής αρμονία, δηλαδή η σύμφυτη με τούτη την κίνηση τάξη, ο αλάθητος ρυθμός, που κατευθύνει και καθοδηγεί τα πάντα. Εύλογα εδώ μπορεί να διερωτηθεί κανείς; Εάν υπάρχει ένας τέτοιος αλάθητος ρυθμός που κυβερνά τα πάντα, τότε σε τι διαφέρει από κάποια εξωτερική θεότητα, που οι άνθρωποι τη φαντάζονται ακριβώς ως το αλάθητο κέντρο της ζωής τους και ως εκ τούτου εξαρτούν μοιρολατρικά, δεισιδαιμονικά τη μοίρα τους από τούτο το κέντρο; Όχι, λέει ο Ηράκλειτος. Το αλάθητο του ρυθμικού Λόγου δεν προκύπτει φαταλιστικά, αλλά από την εγγενή Έριδα των αντίρροπων δυνάμεωνˑ μια Έριδα που διασφαλίζει την ισορροπία και την ισοζυγία τους.
§2
Εδώ ακριβώς έγκειται όλη η σαγηνευτική έλξη της Ηρακλείτειας σκέψης: ο Κεραυνός είναι η τάξη του Είναι, η ανα-λογική τάξη των ποικίλων στοιχείων που συνθέτουν τον κόσμο και τα όντα. Ως τέτοια τάξη δεν αποτελεί κάποια δύναμη, που επιβάλλεται έξωθεν και πλανάται πάνω από τον κόσμο ως γενετική του αρχή. Ο κόσμος δεν έχει καμιά εξωτερική αρχή, γιατί υπήρχε και υπάρχει πάντα: ενιαία δυναμικός και αρμονικόςˑ έχει όμως την εσωτερική του αρχή, την κατά Λόγο τάξη. Και ο άνθρωπος; Ανάλογα με το βαθμό, που ανακαλύπτει μέσα του και εντός του κόσμου αυτή την κατά Λόγο αρχή ή τάξη κατηγοριοποιείται σε κοιμώμενο, ασύνετο ον ή σε άριστο. Ο Ηράκλειτος δεν διαφοροποιεί τους ανθρώπους σε αρίστους και κοιμωμένους με ποσοτικά κριτήρια: καταγωγή, οικονομική ή πολιτική επιφάνεια, αξίωμα και παρόμοια, όπως νομίζουν ή πράττουν κάποιοι, κάτω του μετρίου, απ’ αυτούς που αμπελοφιλοσοφούν εντός των μορφωτικών ιδρυμάτων ή τους απαράλλακτους καφενόβιους του βουλευτηρίου, αλλά με ποιοτικά: ως ποιο βαθμό οι άνθρωποι διαγιγνώσκουν και εναρμονίζονται με τον εσωτερικό ρυθμό-Λόγο του κόσμου, πόσο κατανοούν την ενότητα και το αδημιούργητο αυτού του κόσμου κ.λπ. Ό,τι Ηρακλείτειο δεν καταλαβαίνουν οι θρασύτατοι και θορυβώδεις γελωτοποιοί παντός καθεστωτικού στερεώματος, το γελοιοποιούν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους: αναγορεύουν το μέτριο σε άριστο και εξαφανίζουν το τελευταίοˑ έτσι αντλούν ex officio το δικαίωμα να ανυψώνουν σε αρχή του δημόσιου βίου τον εγωκεντρικό πομφόλυγα. Πομφόλυγας στις σκονισμένες αίθουσες της φιλοσοφίαςˑ πομφόλυγας στην οικονομία, πομφόλυγας στην πολιτική, πομφόλυγας στην κοινωνία του θεάματος. Τι μένει, μετά από όλα τούτα; Η μομφή ότι ο Ηράκλειτος περιφρονεί του πολλούς ή ό,τι ο διαλεκτικός Λόγος σκοτώνει τη «δημοκρατία».
§3
Το μέτριο και το άριστο, για τον Ηράκλειτο, εναρμονίζονται με τη δυναμική του πολέμου των αντίρροπων δυνάμεων και δεν εξαρτώνται από την κρίση της ασύνετης υποκειμενικότητας. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν τοποθετεί εαυτόν στους αρίστους ετσιθελικά, σαν τους πολλούς κάθε φορά ετσιθελικούς κυβερνήτες ή ομογάλακτους κυβερνώμενους –που τους βδελύσσεται ως τις αίσχιστες ασημαντότητες– αλλά αγωνίζεται/πολεμά να φωτίσει, με παραδειγματική σαφήνεια, το αντικειμενικό νόημα του υποκειμενικού [του] λόγου και να διαχωρίζει τον τελευταίο από τον κοσμικό Λόγο. Αναφέρει σχετικά στο απ. 50: «οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἕν πάντα εἶναι». Αν και ο φιλόσοφος κατανοεί σωστά τον κοσμικό Λόγο και εξίσου σωστά τον διερμηνεύει, εν τούτοις απεκδύεται το ρόλο του θείου Κεραυνού, του θεόσταλτου σωτήρα: ομολογεί πως ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καθοδηγείται, να κυβερνιέται από τους ιδιωτικούς λόγους των λογής υποκειμένων, αλλά από τον Έναν κοσμικό Λόγο. Γιατί μόνο απ’ αυτόν τον Ένα; Επειδή ενσαρκώνει το αιώνιο γίγνεσθαι του κόσμου και το καθιστά προσιτό, το εισάγει στη ζωή, με την ευρυθμία και την κανονικότητα, την αναλογικότητα, των πολύτροπων στοιχείων και μεταστοιχειώσεων αυτού του κόσμου. Και ο ρόλος του ανθρώπινου υποκειμένου; Μέσα σε τούτο το αιώνιο γίγνεσθαι, το δημιουργικό έργο του ανθρώπου είναι να ακολουθεί τον κοινόν Λόγον: «δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ». Ετούτος ο Λόγος είναι κοινός με την έννοια του καθολικού, συμπαντικού, καθολικώς φρόνιμου Λόγου και όχι με εκείνη της μαζικής αερο-λογίας. Αυτή εδώ αφορά τον ιδιωτικό λόγο, εκφράζει ιδιοτελή ή κάποτε και ανόητη προσωπική στάση. Ο κοινός Λόγος, απεναντίας, συνιστά την Ουσία, τον θείο Κεραυνό της οικουμενικής ανθρωπότητας, άρα είναι η περι-Ουσία της. Η τελευταία όμως προβάλλει στη ζωή μας μόνο ως δυνατότητα κτήσης τηςˑ δεν είναι ποτέ κεκτημένη. Επομένως, για όλους τους ανθρώπους ισχύει ως κριτήριο του μέτριου ή του άριστου όχι το τι νομοθετεί ο εκάστοτε νάνος των αξιωματικών θώκων, αλλά η ενεργοποίηση των δυνατοτήτων των ανθρώπων να σκέπτονται σωστά (απ. Β 113) και η προϋπόθεση, για να σκέπτονται σωστά, να γνωρίσουν τον εαυτό τους (απ. Β116). Όσοι δεν μετέχουν σε τούτη τη δια-Λογική διεργασία αυτοπροσδιορισμού ανήκουν, κατά τον Ηράκλειτο, στους κοιμωμένους. Σε τούτους συγκαταλέγονται πρωτίστως, τότε και τώρα και πάντα, η οχλοκρατική πληθύς των φουσκωμένων χαοτικών των «θεσμών» και των ακροατών τους. Αχ, αυτός ο οχλολοίδωρος Ηράκλειτος! Γιατί γκρεμίζει την πολιτεία των αποστεωμένων ειδώλων, παλαιόφυτων και νεόφυτων, και δεν τ’ αφήνει να μας «σώσουν» από την «ανθρωπιστική» κρίση; Δηλαδή, να μας βουλιάξουν μέσα σε έναν καινούριο και όχι λιγότερο επώδυνο Πίθο των Δαναΐδων!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου