Ο Πλάτων γεννήθηκε τον αττικό μήνα Θαργηλιώνα, (11ος του έτους που συμπίπτει με το διάστημα Μάιος-Ιούνιος). Κατά τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα πέθανε το 347 σε ηλικία 80 ετών, που σημαίνει ότι γεννήθηκε το 427. Η γέννησή του συμπίπτει με μια εποχή πολυτάραχη -ο Πελοποννησιακός Πόλεμος βρίσκεται ήδη στο τέταρτο έτος- αντιφατική, απρόβλεπτη, αυτοκαταστροφική με σπέρματα αυτοδιάλυσης. Ο ανταγωνισμός των ελληνικών πόλεων-κρατών είχε φτάσει στο κατακόρυφο, ενώ στο εσωτερικό τους οι «στάσεις» και οι αλλεπάλληλες ανατροπές αποδιοργάνωναν τη συλλογική συνείδηση και καθιστούσαν τις πόλεις παίγνιο στις διαθέσεις του «Μεγάλου Βασιλέως», ο οποίος απροκάλυπτα πλέον επεμβαίνει, ενώ οι ισχυρότερες ελληνικές πόλεις εναλλάσσονται στην ηγεμονία ως την τελική προσάρτησή τους στο κράτος των Μακεδόνων.
Ο Πλάτων, παιδί και έφηβος, ανατράφηκε μέσα στην οδυνηρή δοκιμασία του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404), που σήμανε το τέλος της κραταιάς αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι γονείς του εύποροι διεκδικούν περγαμηνές αριστοκρατικής καταγωγής – ο πατέρας του Αρίστων ανήκε στο δήμο του Κολλυτού και στην Αιγηίδα φυλή, ανήκε δε το γένος του στον Κόδρο, ενώ η μητέρα του, Περικτιόνη, προερχόταν από το γένος τον Σόλωνα. Ο Πλάτων είχε δύο αδελφούς, τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα, γνωστούς από την Πολιτεία. Η αδελφή του Ποτώνη ήταν μητέρα του Σπεύσιππου, διαδόχου του στη διεύθυνση της Σχολής. Οι συγγενείς του, Χαρμίδης, πολιτικός της αριστοκρατικής παράταξης, αδελφός της μητέρας του, και ο Κριτίας, πρώτος εξάδελφός του, γνωστός για τις ακρότητές του ως βασικό στέλεχος των Τριάκοντα, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στη διαμόρφωση των αθηναϊκών πραγμάτων, αλλά και στη ζωή και στις επιλογές του Πλάτωνα. Η μομφή του αντιδημοκρατικού που τον ακολουθούσε ήταν προφανώς αποτέλεσμα και της στενής του συγγένειας προς τους δύο πολιτικούς.
Γόνος λοιπόν αριστοκρατικής και ευκατάστατης οικογένειας ευτύχησε να μορφωθεί κατά τρόπο ουσιαστικό και άνετο. «Φύση καλλιτεχνική, διονυσιακή και απολλώνια, με έξοχη συνθετική φαντασία και λογοπλαστική δύναμη», ευνοήθηκε και σωματικά από τη φύση- νίκησε μάλιστα σε γυμνικούς αγώνες στα Ίσθμια. Ως παιδί και ως έφηβος έλαβε την αγωγή που συνήθως έπαιρναν οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών. Ο γραμματικός Διονύσιος τον έφερε σε ουσιαστική επαφή με τον Όμηρο, ενώ τη μουσική του παιδεία επιμελήθηκε ο μουσικοδιδάσκαλος Δράκων. Έφηβος ακόμη μαθήτευσε κοντά στον φιλόσοφο Κρατύλο, στον οποίο οφείλει τη μύηση στη φιλοσοφία των Ιώνων φιλοσόφων, ιδιαίτερα σε εκείνη του Ηράκλειτου. Οι ποιητικές του επιδόσεις δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες- το αποδεικνύει άλλωστε η λογοτεχνικότητα των διαλόγων, όπου δεν είναι λίγες οι φορές που λογοτεχνία και φιλοσοφία δίνουν μοναδικά αισθητικά αποτελέσματα.
Όμως η γνωριμία του με τον Σωκράτη στην ηλικία των είκοσι ετών (περ 407) ανακόπτει τις ποιητικές ενασχολήσεις προσέρχεται ως «έταιρος» στον κύκλο του, όπου αποκαθιστά ειδική σχέση με τον δάσκαλο, μαθητεύοντας περίπου εννέα χρόνια. Η διδασκαλία και ο τρόπος ζωής και σκέψης τον Σωκράτη θα επιδράσουν καταλυτικά στη συνείδηση και στους πνευματικούς προσανατολισμούς του Πλάτωνα, ο οποίος θα αφοσιωθεί πλέον στη διδασκαλία και στη συγγραφή. Η ανθρωπολογική διδασκαλία του Σωκράτη, που μετέθεσε τη φιλοσοφία «από τον ουρανό στη γη», αποτελεί εφεξής βασική συνιστώσα του πλατωνικού φιλοσοφικού οικοδομήματος, ενώ η μεθοδολογία ανάλυσης εννοιών, σωκρατική και αυτή κληρονομιά, συνιστά κριτήριο και του δικού του προσανατολισμού. Ακόμη ήρθε σε άμεση επαφή με την επιστήμη και τη φιλοσοφική έρευνα (διαλογική-διαλεκτική μέθοδος, επαγωγή, ορισμός, έννοιες γενικές και γενικότατες).
Γενικά η ένταξη του Πλάτωνα στον σωκρατικό κύκλο, μαθητεία πλούσια και δημιουργική, έθεσε τα θεμέλια των θεματικών και μεθοδολογικών του επιλογών. Παρά τις άκρως ευνοϊκές συνθήκες (ισχυροί πολιτικοί συγγενείς, γόνος ο ίδιος αριστοκρατών, ευκατάστατος, μορφωμένος, αδιάφθορος), δεν έκρινε σκόπιμο να ασχοληθεί άμεσα με την άσκηση πολιτικής εξουσίας, παρά τη νεανική του ροπή και παρά την πίεση τον οικογενειακού του περιβάλλοντος που θεωρούσε «κεκτημένο δικαίωμα της τάξης την ενεργό εμπλοκή στα πολιτικά», γιατί νωρίς απογοητεύτηκε από την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής. Ο τρόπος με τον οποίο ασκούνταν η πολιτική, τόσο από τους αριστοκρατικούς όσο και από τους δημοκρατικούς, τον αποθάρρυνε. Όμως η συνειδητή αποχή από την τρέχουσα πολιτική δεν τον απομακρύνει από τα να εγκύψει στα σοβαρά προβλήματα της πολιτείας- πρόκειται, όπως έχει επισημανθεί, για μια δραματική εσωτερική σύγκρουση, που εντέλει έκλινε υπέρ της δεύτερης επιλογής. Ο θάνατος του Σωκράτη και η φημολογία που τον περιέβαλλε, λειτούργησαν καταλυτικά όσον αφορά την τύχη και την περαιτέρω πορεία των μαθητών του, οι οποίοι και λόγω της χαώδους καταστάσεως που επικράτησε μετά την κατάλυση του καθεστώτος και των Τριάκοντα έφυγαν για λόγους ασφαλείας, και ίδρυσαν «σωκρατικές» σχολές σε απομακρυσμένα (Κυρήνη) ή πλησιόχωρα (Μέγαρα) μέρη.
Μετά από μια διετή ή τριετή παραμονή κοντά στον σωκρατικό Ευκλείδη στα Μέγαρα, ο Πλάτων θα επιχειρήσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, εγκαινιάζοντας μια σειρά «εκπαιδευτικών» ταξιδιών, που «ως σταθμοί προορισμού του υποβάλλουν και μια αντίστοιχη εσωτερική κίνηση». Η αιγυπτιακή και η κυρηναϊκή περιπέτεια θα διαρκέσουν περίπου μια διετία. Στην Κυρήνη φιλοξενήθηκε από τον γεωμέτρη Θεόδωρο, όπου παρέμεινε ένα χειμώνα. Κατά την παραμονή του στη χώρα των Φαραώ αποκόμισε πολυτιμότατες ανθρώπινες και γνωστικές εμπειρίες. Ήρθε σε επαφή με τον πανάρχαιο αιγυπτιακό πολιτισμό, με τις σταθερές και άκρως ενδιαφέρουσες πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις, και είχε τη μοναδική εμπειρία της επαφής με το ιερατείο της Ηλιούπολης, στο Δέλτα τον Νείλου. Η σταθερότητα των θεσμών, ο σεβασμός των κοινωνικών και θρησκευτικών εθίμων είχαν ως συνέπεια την επικράτηση της κοινωνικής γαλήνης. Στη συνείδηση του Πλάτωνα η σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα ήταν αναπόφευκτη. Στην Αίγυπτο ο Πλάτων θα μυηθεί στην αστρονομία και τα μαθηματικά, τα οποία αποτελούν τη βάση της φιλοσοφίας του και βασικό θέμα της διδασκαλίας του. Κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο ξέσπασε στην Ελλάδα πόλεμος μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας ο αποκαλούμενος Κορινθιακός (395). Η προσχώρηση του βασιλιά της Αιγύπτου στους Σπαρτιάτες δυσχέρανε την παραμονή του και τον ανάγκασε να επισπεύσει την αναχώρησή του.
Το διάστημα 395-388 παραμένει στην Αθήνα, όπου επιδίδεται στη συγγραφή, ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν ήδη καταστεί «ηγεμόνες» της Ελλάδας. Το 388/7 επιχειρεί το πρώτο ταξίδι στην Κάτω Ιταλία. Στον Τάραντα έρχεται σε επαφή με τον πυθαγόρειο Αρχύτα, διάσημο μαθηματικό, πολιτικό και φιλόσοφο. Μυήθηκε στη μουσική, (Πολιτεία 530d) σε συνδυασμό με τα μαθηματικά και ίσως με βάση το οργανόγραμμα της σχολής των Πυθαγορείων συνέλαβε την πρώτη μορφή της Ακαδημίας. Στους Λοκρούς, όπου φιλοξενήθηκε από τον πυθαγόρειο φιλόσοφο Τίμαιο, μυήθηκε στα ορφικά μυστήρια, στη διδασκαλία της Ελεατικής Σχολής και ιδιαίτερα εκείνης τον Εμπεδοκλή. Μετά την Κατάνη και την Αίτνα (Φαίδων IIId), φτάνει στις Συρακούσες, στην αυλή του Διονυσίου τον Πρεσβύτερου, προκειμένου να μελετήσει το πολίτευμα της «τυραννίδος», μάλλον μετά από πρόσκληση του τυράννου. Εκεί συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον γυναικάδελφο του Διονυσίου, τον εικοσάχρονο Δίωνα. Όμως οι σχέσεις του με τον Διονύσιο συνεχώς επιδεινώνονταν λόγω της αντιπάθειας κυρίως του αυλικού περιβάλλοντος προς το πρόσωπό του. Ο Διονύσιος, φιλόδοξος πολιτικός, χωρίς όμως φιλοσοφικές ανησυχίες, στάθηκε επιφυλακτικός έως καχύποπτος στις κοινωνικές θεωρίες και στις πολιτειολογικές προτάσεις του Πλάτωνα, «οι φιλόσοφοι πρέπει να βασιλέψουν ή οι βασιλείς να φιλοσοφήσουν». Το αποτέλεσμα ήταν, με την παρέμβαση διαβολέων και αυλοκολάκων να παραδοθεί στον Λακεδαιμόνιο πρεσβευτή Πόλλι, ο οποίος μεταξύ θανάτωσης και πώλησης προκρίνει το δεύτερο. Ο Πλάτων βρέθηκε δούλος στην Αίγινα, που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αθήνα. Εκεί ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερις τον απολύτρωσε αντί τριάντα μνων.
Η επάνοδός του στην Αθήνα (387) συμπίπτει με την υπογραφή της ειρήνης του Ανταλκίδα (ο Σπαρτιάτης διαπραγματευτής), η οποία έθεσε τέρμα στις αντιπαραθέσεις των ελληνικών πόλεων με τρόπο καθόλου αξιοπρεπή. Αξιοποιώντας τις πλούσιες παιδευτικές και προσωπικές εμπειρίες από τον «γύρο του κόσμου», προγραμματίζει την πνευματική του δραστηριότητα μετά τον κατευνασμό των εμφύλιων παθών. Δημιουργική διέξοδο στο προσωπικό του αδιέξοδο δίνει ο Πλάτων με την απόφαση να ιδρύσει σχολή (387), που συνιστά τομή στην προσωπική του ζωή και στη διδακτική και συγγραφική τον σταδιοδρομία. Ο Πλάτων έκανε ένα βήμα πέρα από τον δάσκαλό του.
Παραμένοντας εκτός πολιτικής και εκτός οικογενειακών δεσμεύσεων επιδόθηκε απερίσπαστος στη διδασκαλία και στη συγγραφή. Η σχολή ιδρύθηκε σε έναν μικρό κήπο, νοτιοδυτικά του Ίππειου Κολωνού, έξι στάδια από το Δίπυλο, όπου υπήρχε Ιερό των Μουσών. Οι μαθητές της σχολής, της Ακαδημίας, όπως ονομάστηκε, συγκροτούνταν σε θρησκευτική κοινότητα αφιερωμένη στις Μούσες. «Άλσος των Μουσών» είναι ο «νομικός τύπος». Λειτούργησε με οργανωμένη εσωτερική ζωή, κατά τον τύπο των Πυθαγόρειων Σχολών, ως το 529 μ.Χ., οπότε καταργήθηκε με διαταγή του Ιουστινιανού.
Στην Ακαδημία μαθήτευσαν πολλοί διάσημοι άνδρες: Σπεύσιππος ο Αθηναίος, Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, Εύδοξος ο Κνίδιος κ.ά., αλλά και δύο γυναίκες: Λασθένεια η Μαντινική και Αξιοθέα η Φλειάσια.
Μετά από μια εικοσαετία στη σχολή, μεστή από διδακτική και συγγραφική άποψη, θα επιχειρήσει το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, μετά το θάνατο του Διονυσίου (367), τον οποίο διαδέχθηκε ο Διονύσιος ο Νεότερος. Οφείλει την πρόσκληση και τη λαμπρή υποδοχή στον Δίωνα, θείο πλέον του νέου τυράννου, προκειμένου να εφαρμόσει το πρότυπο του φιλοσόφου βασιλιά στο πρόσωπο του νεαρού Διονυσίου Β’.
Την αρχική ευφορία διαδέχτηκαν οι γνωστές μηχανορραφίες των αυλικών κύκλων, των οποίων η θέση και η επιρροή υπονομεύονταν, κατά τη γνώμη τους, από τη σχέση κυρίως του Πλάτωνα με τον Δίωνα. Η σχέση αυτή αποτελούσε αιτία υποψιών και εκ μέρους του Διονυσίου, γιατί δήθεν ο Δίων εποφθαλμιούσε την εξουσία του. Ο τελευταίος συνελήφθη και εξορίστηκε διαδοχικά στην Ιταλία, την Πελοπόννησο και την Αθήνα. Ταυτόχρονα όμως ο Διονύσιος έθεσε υπό κράτηση τον Πλάτωνα με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Ο τύραννος υποπτευόταν τον Πλάτωνα, και γι’ αυτό απέφευγε να εγκρίνει την αναχώρησή του. Μια εμπλοκή όμως σε πόλεμο με τους Καρχηδονίους ανάγκασε τον Διονύσιο να επιτρέψει την αναχώρηση (366/5), με τον όρο να επιστρέφει εν καιρώ, εφόσον όμως θα επέστρεφε και ο Δίων.
Το 367 ο Πλάτων επιστρέφει στην Αθήνα και ως το 361 καταγίνεται εντατικά με τις κατεξοχήν ενασχολήσεις του, τη διδασκαλία και τη συγγραφή. Τότε επιχειρεί το τρίτο και τελευταίο ταξίδι, ύστερα από επίμονες προσκλήσεις του αντιφατικού Διονυσίου. Οι συνεχείς όμως παραστάσεις στον Διονύσιο, να συμφιλιωθεί και να εγκρίνει την επάνοδο του Δίωνα τον κατέστησαν για μια ακόμη φορά ύποπτο. Διέταξε τη σύλληψη και τη μεταφορά του εν μέσω ύβρεων και προπηλακισμών από τους συνοδούς μισθοφόρους. Παράλληλα, όχι μόνο δεν ανακάλεσε από την εξορία τον Δίωνα, αλλά δήμευσε και την περιούσιά του. Ο Πλάτων διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο, απελευθερώθηκε όμως χάρη στη δυναμική παρέμβαση του Αρχύτα. Πέθανε το 347 «επ’ άρχοντος Θεοφίλου» και ενταφιάστηκε στο χώρο της Ακαδημίας.
Ο Πλάτων, παιδί και έφηβος, ανατράφηκε μέσα στην οδυνηρή δοκιμασία του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404), που σήμανε το τέλος της κραταιάς αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι γονείς του εύποροι διεκδικούν περγαμηνές αριστοκρατικής καταγωγής – ο πατέρας του Αρίστων ανήκε στο δήμο του Κολλυτού και στην Αιγηίδα φυλή, ανήκε δε το γένος του στον Κόδρο, ενώ η μητέρα του, Περικτιόνη, προερχόταν από το γένος τον Σόλωνα. Ο Πλάτων είχε δύο αδελφούς, τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα, γνωστούς από την Πολιτεία. Η αδελφή του Ποτώνη ήταν μητέρα του Σπεύσιππου, διαδόχου του στη διεύθυνση της Σχολής. Οι συγγενείς του, Χαρμίδης, πολιτικός της αριστοκρατικής παράταξης, αδελφός της μητέρας του, και ο Κριτίας, πρώτος εξάδελφός του, γνωστός για τις ακρότητές του ως βασικό στέλεχος των Τριάκοντα, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στη διαμόρφωση των αθηναϊκών πραγμάτων, αλλά και στη ζωή και στις επιλογές του Πλάτωνα. Η μομφή του αντιδημοκρατικού που τον ακολουθούσε ήταν προφανώς αποτέλεσμα και της στενής του συγγένειας προς τους δύο πολιτικούς.
Γόνος λοιπόν αριστοκρατικής και ευκατάστατης οικογένειας ευτύχησε να μορφωθεί κατά τρόπο ουσιαστικό και άνετο. «Φύση καλλιτεχνική, διονυσιακή και απολλώνια, με έξοχη συνθετική φαντασία και λογοπλαστική δύναμη», ευνοήθηκε και σωματικά από τη φύση- νίκησε μάλιστα σε γυμνικούς αγώνες στα Ίσθμια. Ως παιδί και ως έφηβος έλαβε την αγωγή που συνήθως έπαιρναν οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών. Ο γραμματικός Διονύσιος τον έφερε σε ουσιαστική επαφή με τον Όμηρο, ενώ τη μουσική του παιδεία επιμελήθηκε ο μουσικοδιδάσκαλος Δράκων. Έφηβος ακόμη μαθήτευσε κοντά στον φιλόσοφο Κρατύλο, στον οποίο οφείλει τη μύηση στη φιλοσοφία των Ιώνων φιλοσόφων, ιδιαίτερα σε εκείνη του Ηράκλειτου. Οι ποιητικές του επιδόσεις δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες- το αποδεικνύει άλλωστε η λογοτεχνικότητα των διαλόγων, όπου δεν είναι λίγες οι φορές που λογοτεχνία και φιλοσοφία δίνουν μοναδικά αισθητικά αποτελέσματα.
Όμως η γνωριμία του με τον Σωκράτη στην ηλικία των είκοσι ετών (περ 407) ανακόπτει τις ποιητικές ενασχολήσεις προσέρχεται ως «έταιρος» στον κύκλο του, όπου αποκαθιστά ειδική σχέση με τον δάσκαλο, μαθητεύοντας περίπου εννέα χρόνια. Η διδασκαλία και ο τρόπος ζωής και σκέψης τον Σωκράτη θα επιδράσουν καταλυτικά στη συνείδηση και στους πνευματικούς προσανατολισμούς του Πλάτωνα, ο οποίος θα αφοσιωθεί πλέον στη διδασκαλία και στη συγγραφή. Η ανθρωπολογική διδασκαλία του Σωκράτη, που μετέθεσε τη φιλοσοφία «από τον ουρανό στη γη», αποτελεί εφεξής βασική συνιστώσα του πλατωνικού φιλοσοφικού οικοδομήματος, ενώ η μεθοδολογία ανάλυσης εννοιών, σωκρατική και αυτή κληρονομιά, συνιστά κριτήριο και του δικού του προσανατολισμού. Ακόμη ήρθε σε άμεση επαφή με την επιστήμη και τη φιλοσοφική έρευνα (διαλογική-διαλεκτική μέθοδος, επαγωγή, ορισμός, έννοιες γενικές και γενικότατες).
Γενικά η ένταξη του Πλάτωνα στον σωκρατικό κύκλο, μαθητεία πλούσια και δημιουργική, έθεσε τα θεμέλια των θεματικών και μεθοδολογικών του επιλογών. Παρά τις άκρως ευνοϊκές συνθήκες (ισχυροί πολιτικοί συγγενείς, γόνος ο ίδιος αριστοκρατών, ευκατάστατος, μορφωμένος, αδιάφθορος), δεν έκρινε σκόπιμο να ασχοληθεί άμεσα με την άσκηση πολιτικής εξουσίας, παρά τη νεανική του ροπή και παρά την πίεση τον οικογενειακού του περιβάλλοντος που θεωρούσε «κεκτημένο δικαίωμα της τάξης την ενεργό εμπλοκή στα πολιτικά», γιατί νωρίς απογοητεύτηκε από την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής. Ο τρόπος με τον οποίο ασκούνταν η πολιτική, τόσο από τους αριστοκρατικούς όσο και από τους δημοκρατικούς, τον αποθάρρυνε. Όμως η συνειδητή αποχή από την τρέχουσα πολιτική δεν τον απομακρύνει από τα να εγκύψει στα σοβαρά προβλήματα της πολιτείας- πρόκειται, όπως έχει επισημανθεί, για μια δραματική εσωτερική σύγκρουση, που εντέλει έκλινε υπέρ της δεύτερης επιλογής. Ο θάνατος του Σωκράτη και η φημολογία που τον περιέβαλλε, λειτούργησαν καταλυτικά όσον αφορά την τύχη και την περαιτέρω πορεία των μαθητών του, οι οποίοι και λόγω της χαώδους καταστάσεως που επικράτησε μετά την κατάλυση του καθεστώτος και των Τριάκοντα έφυγαν για λόγους ασφαλείας, και ίδρυσαν «σωκρατικές» σχολές σε απομακρυσμένα (Κυρήνη) ή πλησιόχωρα (Μέγαρα) μέρη.
Μετά από μια διετή ή τριετή παραμονή κοντά στον σωκρατικό Ευκλείδη στα Μέγαρα, ο Πλάτων θα επιχειρήσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, εγκαινιάζοντας μια σειρά «εκπαιδευτικών» ταξιδιών, που «ως σταθμοί προορισμού του υποβάλλουν και μια αντίστοιχη εσωτερική κίνηση». Η αιγυπτιακή και η κυρηναϊκή περιπέτεια θα διαρκέσουν περίπου μια διετία. Στην Κυρήνη φιλοξενήθηκε από τον γεωμέτρη Θεόδωρο, όπου παρέμεινε ένα χειμώνα. Κατά την παραμονή του στη χώρα των Φαραώ αποκόμισε πολυτιμότατες ανθρώπινες και γνωστικές εμπειρίες. Ήρθε σε επαφή με τον πανάρχαιο αιγυπτιακό πολιτισμό, με τις σταθερές και άκρως ενδιαφέρουσες πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις, και είχε τη μοναδική εμπειρία της επαφής με το ιερατείο της Ηλιούπολης, στο Δέλτα τον Νείλου. Η σταθερότητα των θεσμών, ο σεβασμός των κοινωνικών και θρησκευτικών εθίμων είχαν ως συνέπεια την επικράτηση της κοινωνικής γαλήνης. Στη συνείδηση του Πλάτωνα η σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα ήταν αναπόφευκτη. Στην Αίγυπτο ο Πλάτων θα μυηθεί στην αστρονομία και τα μαθηματικά, τα οποία αποτελούν τη βάση της φιλοσοφίας του και βασικό θέμα της διδασκαλίας του. Κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο ξέσπασε στην Ελλάδα πόλεμος μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας ο αποκαλούμενος Κορινθιακός (395). Η προσχώρηση του βασιλιά της Αιγύπτου στους Σπαρτιάτες δυσχέρανε την παραμονή του και τον ανάγκασε να επισπεύσει την αναχώρησή του.
Το διάστημα 395-388 παραμένει στην Αθήνα, όπου επιδίδεται στη συγγραφή, ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν ήδη καταστεί «ηγεμόνες» της Ελλάδας. Το 388/7 επιχειρεί το πρώτο ταξίδι στην Κάτω Ιταλία. Στον Τάραντα έρχεται σε επαφή με τον πυθαγόρειο Αρχύτα, διάσημο μαθηματικό, πολιτικό και φιλόσοφο. Μυήθηκε στη μουσική, (Πολιτεία 530d) σε συνδυασμό με τα μαθηματικά και ίσως με βάση το οργανόγραμμα της σχολής των Πυθαγορείων συνέλαβε την πρώτη μορφή της Ακαδημίας. Στους Λοκρούς, όπου φιλοξενήθηκε από τον πυθαγόρειο φιλόσοφο Τίμαιο, μυήθηκε στα ορφικά μυστήρια, στη διδασκαλία της Ελεατικής Σχολής και ιδιαίτερα εκείνης τον Εμπεδοκλή. Μετά την Κατάνη και την Αίτνα (Φαίδων IIId), φτάνει στις Συρακούσες, στην αυλή του Διονυσίου τον Πρεσβύτερου, προκειμένου να μελετήσει το πολίτευμα της «τυραννίδος», μάλλον μετά από πρόσκληση του τυράννου. Εκεί συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον γυναικάδελφο του Διονυσίου, τον εικοσάχρονο Δίωνα. Όμως οι σχέσεις του με τον Διονύσιο συνεχώς επιδεινώνονταν λόγω της αντιπάθειας κυρίως του αυλικού περιβάλλοντος προς το πρόσωπό του. Ο Διονύσιος, φιλόδοξος πολιτικός, χωρίς όμως φιλοσοφικές ανησυχίες, στάθηκε επιφυλακτικός έως καχύποπτος στις κοινωνικές θεωρίες και στις πολιτειολογικές προτάσεις του Πλάτωνα, «οι φιλόσοφοι πρέπει να βασιλέψουν ή οι βασιλείς να φιλοσοφήσουν». Το αποτέλεσμα ήταν, με την παρέμβαση διαβολέων και αυλοκολάκων να παραδοθεί στον Λακεδαιμόνιο πρεσβευτή Πόλλι, ο οποίος μεταξύ θανάτωσης και πώλησης προκρίνει το δεύτερο. Ο Πλάτων βρέθηκε δούλος στην Αίγινα, που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αθήνα. Εκεί ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερις τον απολύτρωσε αντί τριάντα μνων.
Η επάνοδός του στην Αθήνα (387) συμπίπτει με την υπογραφή της ειρήνης του Ανταλκίδα (ο Σπαρτιάτης διαπραγματευτής), η οποία έθεσε τέρμα στις αντιπαραθέσεις των ελληνικών πόλεων με τρόπο καθόλου αξιοπρεπή. Αξιοποιώντας τις πλούσιες παιδευτικές και προσωπικές εμπειρίες από τον «γύρο του κόσμου», προγραμματίζει την πνευματική του δραστηριότητα μετά τον κατευνασμό των εμφύλιων παθών. Δημιουργική διέξοδο στο προσωπικό του αδιέξοδο δίνει ο Πλάτων με την απόφαση να ιδρύσει σχολή (387), που συνιστά τομή στην προσωπική του ζωή και στη διδακτική και συγγραφική τον σταδιοδρομία. Ο Πλάτων έκανε ένα βήμα πέρα από τον δάσκαλό του.
Παραμένοντας εκτός πολιτικής και εκτός οικογενειακών δεσμεύσεων επιδόθηκε απερίσπαστος στη διδασκαλία και στη συγγραφή. Η σχολή ιδρύθηκε σε έναν μικρό κήπο, νοτιοδυτικά του Ίππειου Κολωνού, έξι στάδια από το Δίπυλο, όπου υπήρχε Ιερό των Μουσών. Οι μαθητές της σχολής, της Ακαδημίας, όπως ονομάστηκε, συγκροτούνταν σε θρησκευτική κοινότητα αφιερωμένη στις Μούσες. «Άλσος των Μουσών» είναι ο «νομικός τύπος». Λειτούργησε με οργανωμένη εσωτερική ζωή, κατά τον τύπο των Πυθαγόρειων Σχολών, ως το 529 μ.Χ., οπότε καταργήθηκε με διαταγή του Ιουστινιανού.
Στην Ακαδημία μαθήτευσαν πολλοί διάσημοι άνδρες: Σπεύσιππος ο Αθηναίος, Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, Εύδοξος ο Κνίδιος κ.ά., αλλά και δύο γυναίκες: Λασθένεια η Μαντινική και Αξιοθέα η Φλειάσια.
Μετά από μια εικοσαετία στη σχολή, μεστή από διδακτική και συγγραφική άποψη, θα επιχειρήσει το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, μετά το θάνατο του Διονυσίου (367), τον οποίο διαδέχθηκε ο Διονύσιος ο Νεότερος. Οφείλει την πρόσκληση και τη λαμπρή υποδοχή στον Δίωνα, θείο πλέον του νέου τυράννου, προκειμένου να εφαρμόσει το πρότυπο του φιλοσόφου βασιλιά στο πρόσωπο του νεαρού Διονυσίου Β’.
Την αρχική ευφορία διαδέχτηκαν οι γνωστές μηχανορραφίες των αυλικών κύκλων, των οποίων η θέση και η επιρροή υπονομεύονταν, κατά τη γνώμη τους, από τη σχέση κυρίως του Πλάτωνα με τον Δίωνα. Η σχέση αυτή αποτελούσε αιτία υποψιών και εκ μέρους του Διονυσίου, γιατί δήθεν ο Δίων εποφθαλμιούσε την εξουσία του. Ο τελευταίος συνελήφθη και εξορίστηκε διαδοχικά στην Ιταλία, την Πελοπόννησο και την Αθήνα. Ταυτόχρονα όμως ο Διονύσιος έθεσε υπό κράτηση τον Πλάτωνα με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Ο τύραννος υποπτευόταν τον Πλάτωνα, και γι’ αυτό απέφευγε να εγκρίνει την αναχώρησή του. Μια εμπλοκή όμως σε πόλεμο με τους Καρχηδονίους ανάγκασε τον Διονύσιο να επιτρέψει την αναχώρηση (366/5), με τον όρο να επιστρέφει εν καιρώ, εφόσον όμως θα επέστρεφε και ο Δίων.
Το 367 ο Πλάτων επιστρέφει στην Αθήνα και ως το 361 καταγίνεται εντατικά με τις κατεξοχήν ενασχολήσεις του, τη διδασκαλία και τη συγγραφή. Τότε επιχειρεί το τρίτο και τελευταίο ταξίδι, ύστερα από επίμονες προσκλήσεις του αντιφατικού Διονυσίου. Οι συνεχείς όμως παραστάσεις στον Διονύσιο, να συμφιλιωθεί και να εγκρίνει την επάνοδο του Δίωνα τον κατέστησαν για μια ακόμη φορά ύποπτο. Διέταξε τη σύλληψη και τη μεταφορά του εν μέσω ύβρεων και προπηλακισμών από τους συνοδούς μισθοφόρους. Παράλληλα, όχι μόνο δεν ανακάλεσε από την εξορία τον Δίωνα, αλλά δήμευσε και την περιούσιά του. Ο Πλάτων διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο, απελευθερώθηκε όμως χάρη στη δυναμική παρέμβαση του Αρχύτα. Πέθανε το 347 «επ’ άρχοντος Θεοφίλου» και ενταφιάστηκε στο χώρο της Ακαδημίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου