Η ποιητική στέψη του Ησιόδου
Στο έπος που φέρει τον τίτλο Θεογονία ο Ησίοδος εξιστορεί την γένεση των θεών και τα γεγονότα που οδήγησαν στην οριστική επικράτηση του Δία. Το ποίημα έχει τη δομή γενεαλογικού καταλόγου, στον οποίο εντάσσονται περισσότερες από τριακόσιες θεότητες και προσωποποιημένες κοσμικές δυνάμεις, ενώ ενδιαμέσως παρεμβάλλονται αρκετές μυθικές διηγήσεις ποικίλης έκτασης. Στην αρχή της γενεαλογίας βρίσκεται η "γέννηση" του Χάους· ακολουθούν η Γη, ο Τάρταρος και ο Έρως. Την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης από τον Ουρανό διαδέχεται η δεύτερη της κυριαρχίας του Κρόνου, ο οποίος τρώει τα παιδιά του, για να ακολουθήσει στο τέλος ο Δίας, ο οποίος ανατρέπει τον Κρόνο, αφού καταφέρνει προηγουμένως να τον ξεγελάσει και να σωθεί. Ύστερα από τον "μύθο της διαδοχής", ο οποίος παρουσιάζει εμφανείς αντιστοιχίες με παρόμοιους μύθους της Εγγύς Ανατολής, η αφήγηση επικεντρώνεται στην οριστική κυριαρχία του Δία: η τιμωρία του Προμηθέα, η νίκη στον πόλεμο με τους Τιτάνες, η καθυπόταξη του τέρατος Τυφωέα, η ανάδειξη του Δία σε βασιλιά των θεών, και μια σειρά γάμων τόσο του ίδιου του Δία όσο και των υπολοίπων θεών.
Το προοίμιο του έργου αποτελείται από έναν ύμνο προς τις Μούσες. Παρόμοιοι ύμνοι, δείγματα των οποίων σώζονται στους Ὁμηρικοὺς Ὕμνους,προτάσσονταν ως προοίμιο σε ποιήματα (κυρίως επικά) γραμμένα σε εξάμετρο. Στο τμήμα του προοιμίου που ακολουθεί περιγράφονται οι Μούσες, που χορεύουν και τραγουδούν στον Ελικώνα (στ. 1-21), η επιφάνειά τους στον ποιητή, ο οποίος αποκτά το χάρισμα να τραγουδά (στ. 22-34), και ο ύμνος του χρισμένου πια ποιητή προς τις Μούσες, οι οποίες τραγουδούν στα δώματα του Ολύμπου και ευφραίνουν τον Δία (στ. 35-52). Στο προοίμιο αυτό πρώτη φορά ποιητής αυτοσυστήνεται στο έργο του. Πρώτη φορά επίσης ποιητής παραδέχεται ότι η ποίηση δεν λέει πάντα την αλήθεια.
Το προοίμιο του έργου αποτελείται από έναν ύμνο προς τις Μούσες. Παρόμοιοι ύμνοι, δείγματα των οποίων σώζονται στους Ὁμηρικοὺς Ὕμνους,προτάσσονταν ως προοίμιο σε ποιήματα (κυρίως επικά) γραμμένα σε εξάμετρο. Στο τμήμα του προοιμίου που ακολουθεί περιγράφονται οι Μούσες, που χορεύουν και τραγουδούν στον Ελικώνα (στ. 1-21), η επιφάνειά τους στον ποιητή, ο οποίος αποκτά το χάρισμα να τραγουδά (στ. 22-34), και ο ύμνος του χρισμένου πια ποιητή προς τις Μούσες, οι οποίες τραγουδούν στα δώματα του Ολύμπου και ευφραίνουν τον Δία (στ. 35-52). Στο προοίμιο αυτό πρώτη φορά ποιητής αυτοσυστήνεται στο έργο του. Πρώτη φορά επίσης ποιητής παραδέχεται ότι η ποίηση δεν λέει πάντα την αλήθεια.
Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ᾽ ἀείδειν,
αἵ θ᾽ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε,
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος·
5 καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἠ᾽ Ἵππου κρήνης ἠ᾽ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο,
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ
10 ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ᾽ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
15 ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ᾽ Ἀφροδίτην
Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
Λητώ τ᾽ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
Ἠῶ τ᾽ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
20 Γαῖάν τ᾽ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὕπο ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
25 Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·
«ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽ εὖτ᾽ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι.»
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι,
30 καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι, θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί μ᾽ ἐκέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
35ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρὶ
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι, τῶν δ᾽ ἀκάματος ῥέει αὐδὴ
40 ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρὸς
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ, ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ᾽ ἀθανάτων· αἱ δ᾽ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι
θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ
45 ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
οἵ τ᾽ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων·
δεύτερον αὖτε Ζῆνα θεῶν πατέρ᾽ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
[ἀρχόμεναί θ᾽ ὑμνεῦσι θεαὶ † λήγουσαί τ᾽ ἀοιδῆς,]
ὅσσον φέρτατός ἐστι θεῶν κάρτει τε μέγιστος·
50 αὖτις δ᾽ ἀνθρώπων τε γένος κρατερῶν τε Γιγάντων
ὑμνεῦσαι τέρπουσι Διὸς νόον ἐντὸς Ὀλύμπου
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
***
Από τις Ελικωνιάδες Μούσες το τραγούδι ας αρχίσουμε,
που του Ελικώνα το βουνό κατέχουν, το μεγάλο και πανίερο,
κι από την κρήνη γύρω τη μενεξεδιά με πόδια απαλά
χορεύουν και το βωμό του παντοδύναμου του γιου του Κρόνου.
Κι αφού το τρυφερό τους σώμα λούσουν στην πηγή
του Περμησσού ή του Αλόγου ή του πανίερου Ολμειού,
στήνουν χορούς στο πιο ψηλό σημείο του Ελικώνα,
ωραίους, θελκτικούς, ζωηρά κινώντας με τα πόδια τους.
Αποδώ πέρα ορμούνε με πολύ ομίχλη καλυμμένες
10 και προχωρούνε μες στη νύχτα κι αφήνουνε περικαλλή φωνή,
το Δία υμνώντας που βαστά αιγίδα και τη σεβάσμια Ήρα,
την Αργίτισσα, που πάνω σε πέδιλα χρυσά πατά,
και του αιγιδοφόρου Δία την κόρη, την Αθηνά την αστραπόματη,
τον Φοίβο Απόλλωνα, την Άρτεμη που χύνει βέλη,
τον Ποσειδώνα που τη γη κυκλώνει και σείει,
τη σεβαστή τη Θέμιδα, την Αφροδίτη με το γοργό το βλέμμα,
τη χρυσοστέφανη Ήβη, την ωραία Διώνη,
τη Λητώ και τον Ιαπετό, το δολοπλόκο Κρόνο,
την Αυγή, το μέγα Ήλιο και τη λαμπρή Σελήνη,
20 τη Γαία, τον Ωκεανό το μέγα και τη μαύρη Νύχτα
και των υπόλοιπων αθάνατων θεών το ιερό το γένος των αιώνιων.
Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,
καθώς τ᾽ αρνιά του ποίμαινε απ᾽ τον πανίερο Ελικώνα κάτω.
Τούτα τα λόγια πρώτα απ᾽ όλα μού είπανε οι θεές,
οι Ολυμπιάδες Μούσες, κόρες του Δία που βαστά αιγίδα:
«Ποιμένες της υπαίθρου, κακές ντροπές, στομάχια σκέτα,
γνωρίζουμε να λέμε ψέματα πολλά, με την πραγματικότητα όμοια,
μα ξέρουμε, σαν θέλουμε, να ψάλλουμε κι αλήθειες».
Έτσι είπαν του μεγάλου Δία οι κόρες με τον τέλειο λόγο
30 και μου ᾽δωσαν σκήπτρο, κόβοντας δάφνης πολύβλαστης κλωνί,
θαυμάσιο. Θεόπνευστη φωνή φύσηξαν μέσα μου,
για να υμνώ όσα στο μέλλον θα συμβούν κι όσα στο παρελθόν γινήκανε.
Και με προέτρεψαν να υμνώ των μακαρίων θεών το γένος των αιώνιων
κι αυτές τις ίδιες πρώτα κι ύστατα πάντοτε να ψάλλω.
Μα τί το όφελος να λέω αυτά για τη βαλανιδιά ή για την πέτρα;
Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούν
και τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,
και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,
με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών
40 γλυκιά απ᾽ το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,
του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνο
η φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπου
και των αθάνατων τα δώματα. Κι αυτές αθάνατη αφήνουνε φωνή
και πρώτα των σεβαστών θεών το γένος υμνούν με το τραγούδι τους,
απ᾽ την αρχή, αυτό που γέννησε η Γη κι ο Ουρανός ο ευρύς,
μα κι όσους θεούς, χορηγούς των αγαθών, από αυτούς γεννήθηκαν.
Ύστερα πάλι υμνούν το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα,
[καθώς αρχίζουν, μα κι όταν τελειώνουν το τραγούδι τους οι θεές,]
πόσο καλύτερος είναι απ᾽ τους θεούς και μέγιστος στη δύναμή του.
50 Ύστερα πάλι των ανθρώπων τη γενιά υμνούν μα και των δυνατών Γιγάντων
και τέρπουνε του Δία το νου μέσα στον Όλυμπο,
οι Ολυμπιάδες Μούσες, του αιγιδοφόρου Δία οι κόρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου