«Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα καλάμι, το πιο αδύνατο της φύσης, αλλά ένα καλάμι που σκέφτεται. Δεν χρειάζεται να οπλιστεί ολόκληρο το σύμπαν για να το σπάσει. Λίγος ατμός, μια σταγόνα νερό, φτάνει για να το σκοτώσει. Μα όταν θα τον έσπαζε το σύμπαν, ο άνθρωπος θα ήταν πιο ευγενής απ’ αυτό που τον σκοτώνει, γιατί ξέρει πως πεθαίνει, και ξέρει το πλεονέκτημα που έχει το σύμπαν επάνω του. Το σύμπαν δεν γνωρίζει τίποτα απ’ αυτό». Στην εικόνα αυτή, στο καλάμι που σκέφτεται, ο Πασκάλ συνδέει την απόγνωση με την επίλεκτη θέση της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξηγεί τόσο την αδυναμία όσο και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τον συνδυασμό των αντιθέσεων, το παράδοξο, ώστε ο άνθρωπος να παρουσιαστεί τελικά ως ένα πλάσμα που η λογική του δεν το βοηθάει.
Ως εκ τούτου, οι θεωρίες περί σωφροσύνης του Μονταίν ή του Επίκτητου δεν είναι αρκετές για τον Πασκάλ. Στις Σκέψεις επιστρέφει διαρκώς στους φιλοσόφους εκείνους που κάποτε ήταν δάσκαλοί του. Για τον Μονταίν λέει ότι παρασύρει τους ανθρώπους στην απάθεια έναντι της σωτηρίας. Κατά την άποψη του Πασκάλ, κανείς από αυτούς τους δύο φιλοσόφους δεν αντιλήφθηκε ότι η αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας δεν έγκειται στην αποξένωση από τη λογική. Δεν πρόκειται για την εγκόσμια ευτυχία, αλλά για τη σωτηρία του ανθρώπου πέρα από τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Και ο δρόμος που οδηγεί εκεί δεν περνάει μέσα από τη λογική αλλά μέσα από την καρδιά.
Η λογική, η νόηση, και η καρδιά είναι κατά τον Πασκάλ τα δύο ουσιώδη γνωστικά όργανα του ανθρώπου. Η λογική και η νόηση είναι υπεύθυνες για μια γνώση η οποία στηρίζεται σε επιχειρήματα, αποδείξεις και συμπεράσματα, όπως στη φιλοσοφία, στη λογική και στις επιστήμες. Αυτά όμως δεν καλύπτουν, κατά τον Πασκάλ, ολόκληρο το εύρος της αλήθειας. Εκτός από τη «λογική της νόησης», υπάρχει και η «λογική της καρδιάς». Η καρδιά, με την αισθητική-διαισθητική ικανότητά της να προσεγγίζει τη γνώση, προχωράει βαθύτερα σε σχέση με τη νόηση. Κατακτά γνώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να «αιτιολογήσουμε» και να «αποδείξουμε». Ο Πασκάλ αναφέρει εν προκειμένω ως παράδειγμα το ότι γνωρίζουμε ότι ο χώρος είναι τρισδιάστατος ή ότι οι αριθμοί είναι άπειροι. Ειδικά τα βασικά αξιώματα, που αποτελούν προϋπόθεση των επιστημονικών θεωριών, δεν αναγνωρίζονται με τη λογική αλλά με την καρδιά. Τα αξιώματα τα αισθανόμαστε, τα θεωρήματα τα συνάγουμε, όπως λέει ο ίδιος. Όλες οι μεγάλες θεωρίες, υποστηρίζει ο Πασκάλ, βασίζονται αρχικά σε μια διαίσθηση.
Η αισθητική-διαισθητική ικανότητα της καρδιάς να συνάγει συμπεράσματα δεν φαίνεται μόνο στη διερεύνηση της φύσης, αλλά σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα μάλιστα στον τρόπο που σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους αλλά και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Υπάρχει μια συγκεκριμένη «λογική», μια γνωστική περιοχή της καρδιάς. Ο Πασκάλ το διατυπώνει ως εξής: «La Coeur a sa raison, que la raison connait pas» – η καρδιά δηλαδή έχει τη δική της «λογική», την οποία η λογική δεν γνωρίζει». Με αυτή τη θέση του ο Πασκάλ εναντιώνεται στην «ορθολογική» παράδοση που κυριαρχεί στη φιλοσοφία από την αρχαιότητα και θέλει ειδικά τις ύψιστες αλήθειες να είναι προσιτές μόνο μέσω της λογικής. Δίνοντας στη «λογική της καρδιάς» το προβάδισμα έναντι της «λογικής της νόησης», αποδεικνύει απεναντίας τις περιορισμένες δυνατότητες και την αδυναμία της νόησης.
Ο Πασκάλ συνειδητοποιεί όμως ότι με τις θέσεις που υποστηρίζει βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δημόσιας αντιπαράθεσης και ότι οι αναγνώστες του προέρχονται ως επί το πλείστον από τους κύκλους των λογίων. Για τον λόγο αυτό επιχειρεί στο πιο γνωστό μέρος του βιβλίου, το μέρος του στοιχήματος, ένα στρατηγικό πείραμα. Σε μια αντιπαράθεση με έναν επιφυλακτικό και κοσμικό συνομιλητή, έναν μορφωμένο μπον βιβέρ, δεν χρησιμοποιεί καθόλου τις έννοιες της Θείας Χάριτος και «αίσθηση της καρδιάς». Ακολουθεί την κριτική στάση του συνομιλητή του και προσπαθεί αρχικά να τον πείσει για την ύπαρξη του Θεού με έναν ορθολογικό υπολογισμό.
O Θεός βρίσκεται έξω από την «τάξη του πνεύματος». Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια «κανονική» απόδειξη της ύπαρξής του ή της μη ύπαρξής του. Στη ζωή μας πρέπει να αποφασίσουμε αν θα δεχτούμε ή όχι την ύπαρξη του Θεού. Ο Πασκάλ δεν αφήνει περιθώριο διαφυγής από την απόφαση αυτή. Βρισκόμαστε επομένως σε μια κατάσταση όπου θα πρέπει να ποντάρουμε υπέρ ή κατά της ύπαρξης του Θεού. Και το στοίχημα αυτό αφορά κάτι απείρως σημαντικό: την αιώνια μακαριότητα. Όλα δείχνουν πως η πιθανότητα να ποντάρει κανείς σωστά είναι 50:50. Το ενδεχόμενο όμως ενός μη πεπερασμένου κέρδους καταργεί κατά τον Πασκάλ κάθε στάθμιση πιθανοτήτων. Άρα άνθρωπος πρέπει να ποντάρει υπέρ της ύπαρξης του Θεού, επειδή η πιθανότητα να χάσει δεν μπορεί να συγκριθεί με το πιθανό κέρδος της αιώνιας μακαριότητας. Ακόμη και η λογική, αντιτείνει ο Πασκάλ στον ορθολογιστή συνομιλητή του, ωθεί τον άνθρωπο στην πίστη.
Η επιχειρηματολογία του Πασκάλ όμως δεν τελειώνει στο σημείο αυτό. Διότι ο συνομιλητής του, ο μπον βιβέρ, δεν μπορεί να αποφασίσει πού να ποντάρει και ομολογεί πως είναι ανίκανος να πιστέψει. Τώρα ο Πασκάλ προτείνει μια «μη ορθολογική», μια πρακτική οδό. Ο άνθρωπος πρέπει να φέρεται σαν να πιστεύει, πρέπει να συμμετέχει στα τελετουργικά της θρησκείας και έτσι να μετριάζει τα πάθη του. Πρέπει να ταπεινωθεί, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την αληθινή πίστη. Ταπεινοφροσύνη και αυτοπεριορισμός της λογικής: Αυτός είναι για τον Πασκάλ ο δρόμος που οδηγεί ακόμη και έναν μορφωμένο άνθρωπο στην πίστη.
Αυτός ο μορφωμένος άνθρωπος έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Στις Σκέψεις ο θρήσκος Πασκάλ αντιπαλεύει με τον επιφυλακτικό ορθολογιστή που υπήρξε κάποτε και από τον οποίο θέλει να απελευθερωθεί. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα διπλό πρόσωπο: το ένα επιχειρηματολογεί ορθολογικά και το άλλο διαλογίζεται θρησκευτικά. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο το βιβλίο προσέλκυε πάντα εξίσου τόσο θρησκευόμενους αναγνώστες όσο και αναγνώστες με φιλοσοφικό-ορθολογικό προσανατολισμό. Αλλά και για εκείνους που δεν πιστεύουν, οι Σκέψεις αποτελούν απόδειξη για τη διαυγή σκέψη του συγγραφέα τους, ο οποίος μέσα από μια εξαιρετική ανάλυση της κατάστασης του ανθρώπου καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Ως εκ τούτου, οι θεωρίες περί σωφροσύνης του Μονταίν ή του Επίκτητου δεν είναι αρκετές για τον Πασκάλ. Στις Σκέψεις επιστρέφει διαρκώς στους φιλοσόφους εκείνους που κάποτε ήταν δάσκαλοί του. Για τον Μονταίν λέει ότι παρασύρει τους ανθρώπους στην απάθεια έναντι της σωτηρίας. Κατά την άποψη του Πασκάλ, κανείς από αυτούς τους δύο φιλοσόφους δεν αντιλήφθηκε ότι η αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας δεν έγκειται στην αποξένωση από τη λογική. Δεν πρόκειται για την εγκόσμια ευτυχία, αλλά για τη σωτηρία του ανθρώπου πέρα από τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Και ο δρόμος που οδηγεί εκεί δεν περνάει μέσα από τη λογική αλλά μέσα από την καρδιά.
Η λογική, η νόηση, και η καρδιά είναι κατά τον Πασκάλ τα δύο ουσιώδη γνωστικά όργανα του ανθρώπου. Η λογική και η νόηση είναι υπεύθυνες για μια γνώση η οποία στηρίζεται σε επιχειρήματα, αποδείξεις και συμπεράσματα, όπως στη φιλοσοφία, στη λογική και στις επιστήμες. Αυτά όμως δεν καλύπτουν, κατά τον Πασκάλ, ολόκληρο το εύρος της αλήθειας. Εκτός από τη «λογική της νόησης», υπάρχει και η «λογική της καρδιάς». Η καρδιά, με την αισθητική-διαισθητική ικανότητά της να προσεγγίζει τη γνώση, προχωράει βαθύτερα σε σχέση με τη νόηση. Κατακτά γνώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να «αιτιολογήσουμε» και να «αποδείξουμε». Ο Πασκάλ αναφέρει εν προκειμένω ως παράδειγμα το ότι γνωρίζουμε ότι ο χώρος είναι τρισδιάστατος ή ότι οι αριθμοί είναι άπειροι. Ειδικά τα βασικά αξιώματα, που αποτελούν προϋπόθεση των επιστημονικών θεωριών, δεν αναγνωρίζονται με τη λογική αλλά με την καρδιά. Τα αξιώματα τα αισθανόμαστε, τα θεωρήματα τα συνάγουμε, όπως λέει ο ίδιος. Όλες οι μεγάλες θεωρίες, υποστηρίζει ο Πασκάλ, βασίζονται αρχικά σε μια διαίσθηση.
Η αισθητική-διαισθητική ικανότητα της καρδιάς να συνάγει συμπεράσματα δεν φαίνεται μόνο στη διερεύνηση της φύσης, αλλά σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα μάλιστα στον τρόπο που σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους αλλά και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Υπάρχει μια συγκεκριμένη «λογική», μια γνωστική περιοχή της καρδιάς. Ο Πασκάλ το διατυπώνει ως εξής: «La Coeur a sa raison, que la raison connait pas» – η καρδιά δηλαδή έχει τη δική της «λογική», την οποία η λογική δεν γνωρίζει». Με αυτή τη θέση του ο Πασκάλ εναντιώνεται στην «ορθολογική» παράδοση που κυριαρχεί στη φιλοσοφία από την αρχαιότητα και θέλει ειδικά τις ύψιστες αλήθειες να είναι προσιτές μόνο μέσω της λογικής. Δίνοντας στη «λογική της καρδιάς» το προβάδισμα έναντι της «λογικής της νόησης», αποδεικνύει απεναντίας τις περιορισμένες δυνατότητες και την αδυναμία της νόησης.
Ο Πασκάλ συνειδητοποιεί όμως ότι με τις θέσεις που υποστηρίζει βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δημόσιας αντιπαράθεσης και ότι οι αναγνώστες του προέρχονται ως επί το πλείστον από τους κύκλους των λογίων. Για τον λόγο αυτό επιχειρεί στο πιο γνωστό μέρος του βιβλίου, το μέρος του στοιχήματος, ένα στρατηγικό πείραμα. Σε μια αντιπαράθεση με έναν επιφυλακτικό και κοσμικό συνομιλητή, έναν μορφωμένο μπον βιβέρ, δεν χρησιμοποιεί καθόλου τις έννοιες της Θείας Χάριτος και «αίσθηση της καρδιάς». Ακολουθεί την κριτική στάση του συνομιλητή του και προσπαθεί αρχικά να τον πείσει για την ύπαρξη του Θεού με έναν ορθολογικό υπολογισμό.
O Θεός βρίσκεται έξω από την «τάξη του πνεύματος». Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια «κανονική» απόδειξη της ύπαρξής του ή της μη ύπαρξής του. Στη ζωή μας πρέπει να αποφασίσουμε αν θα δεχτούμε ή όχι την ύπαρξη του Θεού. Ο Πασκάλ δεν αφήνει περιθώριο διαφυγής από την απόφαση αυτή. Βρισκόμαστε επομένως σε μια κατάσταση όπου θα πρέπει να ποντάρουμε υπέρ ή κατά της ύπαρξης του Θεού. Και το στοίχημα αυτό αφορά κάτι απείρως σημαντικό: την αιώνια μακαριότητα. Όλα δείχνουν πως η πιθανότητα να ποντάρει κανείς σωστά είναι 50:50. Το ενδεχόμενο όμως ενός μη πεπερασμένου κέρδους καταργεί κατά τον Πασκάλ κάθε στάθμιση πιθανοτήτων. Άρα άνθρωπος πρέπει να ποντάρει υπέρ της ύπαρξης του Θεού, επειδή η πιθανότητα να χάσει δεν μπορεί να συγκριθεί με το πιθανό κέρδος της αιώνιας μακαριότητας. Ακόμη και η λογική, αντιτείνει ο Πασκάλ στον ορθολογιστή συνομιλητή του, ωθεί τον άνθρωπο στην πίστη.
Η επιχειρηματολογία του Πασκάλ όμως δεν τελειώνει στο σημείο αυτό. Διότι ο συνομιλητής του, ο μπον βιβέρ, δεν μπορεί να αποφασίσει πού να ποντάρει και ομολογεί πως είναι ανίκανος να πιστέψει. Τώρα ο Πασκάλ προτείνει μια «μη ορθολογική», μια πρακτική οδό. Ο άνθρωπος πρέπει να φέρεται σαν να πιστεύει, πρέπει να συμμετέχει στα τελετουργικά της θρησκείας και έτσι να μετριάζει τα πάθη του. Πρέπει να ταπεινωθεί, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την αληθινή πίστη. Ταπεινοφροσύνη και αυτοπεριορισμός της λογικής: Αυτός είναι για τον Πασκάλ ο δρόμος που οδηγεί ακόμη και έναν μορφωμένο άνθρωπο στην πίστη.
Αυτός ο μορφωμένος άνθρωπος έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Στις Σκέψεις ο θρήσκος Πασκάλ αντιπαλεύει με τον επιφυλακτικό ορθολογιστή που υπήρξε κάποτε και από τον οποίο θέλει να απελευθερωθεί. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα διπλό πρόσωπο: το ένα επιχειρηματολογεί ορθολογικά και το άλλο διαλογίζεται θρησκευτικά. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο το βιβλίο προσέλκυε πάντα εξίσου τόσο θρησκευόμενους αναγνώστες όσο και αναγνώστες με φιλοσοφικό-ορθολογικό προσανατολισμό. Αλλά και για εκείνους που δεν πιστεύουν, οι Σκέψεις αποτελούν απόδειξη για τη διαυγή σκέψη του συγγραφέα τους, ο οποίος μέσα από μια εξαιρετική ανάλυση της κατάστασης του ανθρώπου καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου