Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Είναι η νεότερη από τις κόρες του Πρίαμου και της Εκάβης. Δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα αλλά στα μεταγενέστερα έπη και σε σχέση πάντα με τον Αχιλλέα.
 
Λεγόταν ότι συναντήθηκαν στην πηγή, όπου ο αδελφός της Τρωίλος πήγε να ποτίσει τα άλογά του και η κόρη να πάρει νερό. Εκεί ο Αχιλλέας καταδίωξε και σκότωσε τον νέο και ερωτεύτηκε το κορίτσι, το οποίο όμως κατάφερε να ξεφύγει. Η εκδοχή αυτή δομήθηκε πάνω στο γνωστό μοτίβο αρπαγών των κοριτσιών από νέους σε περιβάλλοντα όμορφα, θαλερά και αναγκαία για την επιβίωση, σε περιβάλλοντα εκτός πόλεως, επομένως επικίνδυνα για τις κοπέλες, καθώς, απροστάτευτες μέσα στο φυσικό τοπίο, ήταν εκτεθειμένες στις ορέξεις μεγάλων γητευτών.
 
Άλλη εκδοχή, της ελληνιστικής περιόδου, θέλει την Πολυξένη να συνοδεύει τον πατέρα της Πρίαμο, μαζί με την Ανδρομάχη, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να ζητήσουν το πτώμα του Έκτορα και να το θάψουν με τις πρέπουσες τιμές. Αδιάφορος ο Αχιλλέας στις παρακλήσεις της χήρας και του πατέρα, γοητευμένος όμως από τη νέα που προσφέρθηκε να γίνει σκλάβα πλάι του, δέχτηκε να παραδώσει το νεκρό και ά-τιμο σώμα. Μάλιστα, μυθολογείται κάποιες φορές ότι ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να προβεί σε συμφωνία με τον Πρίαμο, να προδώσει το αχαϊκό στρατόπεδο και να επιστρέψει στην πατρίδα του ή να πολεμήσει μαζί τους εναντίον των Ελλήνων, προκειμένου να πάρει την Πολυξένη για γυναίκα του. Η συμφωνία θα επικυρωνόταν στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, όμως ο Πάρης (ή ο Δηίφοβος), κρυμμένος πίσω από το άγαλμα του θεού, σκότωσε τον γαμπροστολισμένο και άοπλο Αχιλλέα με βέλος ή με μαχαίρι. (Σχόλια στον Ευρ. Εκάβη 41 και 388 και Τρωάδες 16)
 
Πιο παλιοί είναι οι σχετικοί με τον θάνατό της μύθοι. Στα Κύπρια έπη παραδίδεται ότι η Πολυξένη τραυματίστηκε από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα κατά την άλωση της Τροίας, υπέκυψε στα τραύματά της και την έθαψε ο Νεοπτόλεμος. Αργότερα πλάστηκε η ιστορία ότι θυσιάστηκε πάνω στον τάφο του Αχιλλέα από τον Νεοπτόλεμο ή από άλλους αρχηγούς, τον Δημοφώντα και τον Ακάμαντα, γιους του Θησέα (Ιλίου Πέρσις) με την παρακίνηση του Οδυσσέα. Οι Αχαιοί τη θυσίασαν για να καταστεί ευκολότερο το ταξίδι της επιστροφής των Αχαιών, όπως ακριβώς η θυσία της Ιφιγένειας είχε εξασφαλίσει τους ευνοϊκούς ανέμους για το ταξίδι της αναχώρησης από την Ελλάδα προς την Τροία. Ή επειδή το είχε ζητήσει το φάντασμα του Αχιλλέα που είχε εμφανιστεί σε όνειρο στον γιο του και του ζητούσε την προσφορά της κόρης σαν μερίδιο από τα λάφυρα του πολέμου που δικαιούνταν. Στην τραγωδία Εκάβη, ο Ευριπίδης βάζει την Πολυξένη να προχωρά στον τόπο της θυσίας αυτοβούλως, όπου αντιμετώπισε περήφανα τον Οδυσσέα (Ευρ., Εκάβη 342-378*). Το τελετουργικό της θυσίας δίνεται από τον ποιητή με τρόπο ανάλογο με εκείνο της θυσίας της Ιφιγένειας στην τραγωδία Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Οι αγγελικές ρήσεις στις δύο τραγωδίες παρουσιάζουν δομικές αντιστοιχίες**.
---------------------------
*Η Πολυξένη στον Οδυσσέα
 
Σε βλέπω, Οδυσσέα, να κρύβεις το χέρι σου στο ρούχο σου.
Σε βλέπω να στρέφεις το πρόσωπο,
μήπως κι αγγίξω τα γένια σου.
Μη με φοβάσαι. Απ' την οργή του Διός της ικεσίας σ' απαλλάσσω.
Θα υποκύψω στην ανάγκη και μαζί σου θα 'ρθω.
Λαχταρώ να πεθάνω. Αν αρνηθώ το θάνατο,
θα πουν πως είμαι γυναίκα δειλή και πως παλεύω για να σώσω τη ζωή μου.
Όμως γιατί να ζω; Είχα πατέρα μου της Φρυγίας τον άνακτα.
Ήταν αυτή πρώτη μεγάλη τύχη·
Με τις καλές ελπίδες ύστερα μεγάλωσα
ότι θα γίνω νύφη βασιλιάδων· ο ζήλος των γαμπρών μεγάλωνε ,
που μάλωναν ποιος θα με κάνει ρήγισσα στ' αρχοντικό του.
Ήμουν η κόρη που καμάρωναν μέσα στην Τροία γυναίκες και παρθένες
και φάνταζα θεά θνητή.
Τώρα είμαι μια σκλάβα· και μόνο την ανοίκεια τη λέξη «σκλάβα»
να στοχάζομαι,
ο έρωτας με πιάνει του θανάτου.
Αν κάποιος αφέντης ωμός μ' αγοράσει,
πληρώνοντας ασήμι και χρυσό,
εμέ, την αδελφή του Έκτορος, κι άλλων πολλών ηρώων
θα μ' αναγκάζει να ζυμώνω ψωμί,
να σαρώνω το πάτωμα, ορθή στον αργαλειό να ρίχνω τη σαΐτα
και να περνώ τις μέρες μου φαρμακωμένη;
Και κάποιος δούλος αγοραστός να μαγαρίζει το κρεβάτι μου,
που κάποτε το στόλιζα για βασιλιάδες;
Ποτέ!
Να μη δώσουν να δουν τα μάτια μου μιας τέτοιας μέρας το φως.
Καλύτερα στον Άδη να προσφέρω το κορμί μου.
Πάρε με, Οδυσσέα, και σφάξε με.
Ελπίδας ίχνος δεν υπάρχει πουθενά
που να υπόσχεται στο μέλλον σωτηρία.
Μητέρα, μην πεις, μην κάνεις τίποτε να μ' εμποδίσεις.
Συναίνεσε στο θάνατό μου
προτού με βρουν ντροπές που δε μ' αξίζουν.
Όποιος δεν έχει συνηθίσει τη γεύση της συμφοράς, στο τέλος τη συνηθίζει,
όμως τον γονατίζει το άλγος της δουλείας.
Γι' αυτό και προτιμά το θάνατο αντίς για τη ζωή.
Είναι μεγάλος ο καημός να ζεις στην καταφρόνια.
(Ευρ., Εκάβη 342-378)
 
**Δομικές αντιστοιχίες στις θυσίες Ιφιγένειας και Πολυξένης
 
Ο Άγγελος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας:
 
Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα·
θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει
ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει.
Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος
και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι
της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ήταν
συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι
μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε
o βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει
για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι
γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο
τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει.
Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του
και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ' εσένα·
για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα
αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου·
στο βωμό της θεάς ας μ' οδηγήσουν,
και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν.
Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε·
και νικητές γυρίστε στην πατρίδα.
Αργείος κανείς να μη μ' αγγίξει· δίνω
σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.»
Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια,
την αρετή της κόρης και την τόλμη.
Και στάθηκε ο Ταλθύβιος - έργο του ήταν -
στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους.
Απ' το φηχάρι κοφτερό μαχαίρι
έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι
το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα
στεφάνωσε- και πήρε του Πηλέα
ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι,
ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε:
«Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία,
εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα
φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία
που των Αχαιών σ' εσέ ο στρατός προσφέρνει,
μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας
αμόλυντο αίμα απ' τον ωραίο λαιμό της,
και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία,
κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.»
Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι
σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας
το μαχαίρι κι αφού είπε μιαν ευχή
κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει·
εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος
στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα.
Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο
της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε
που χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα.
Φωνάζει κι ο ιερέας κι ο στρατός όλος,
θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν,
που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις·
καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια
κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός
απ' το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν.
Και με χαρά μεγάλη λέει ο Κάλχας:
«Των Παναχαιών πολέμαρχοι, το θύμα
βλέπετε αυτό, το λάφι το βουνίσιο,
που το 'βαλε η θεά μπρος στο βωμό της;
Δέχεται κάλλιο αυτό παρά την κόρη,
μη μολυνθεί ο βωμός μ' ανθρώπινο αίμα.
Το 'λαβε με χαρά και μας χαρίζει
καλό ταξίδι και εισβολή στην Τροία,
θάρρος λοιπόν όλ' οι άντρες, και τραβήξτε
για τα καράβια· σήμερα είν' ανάγκη
ν' αφήσουμε τον κόρφο της Αυλίδας,
του Αιγαίου για να περάσουμε το κύμα.»
Κι όταν καλά μες στου Ηφαίστου τη φλόγα
κάηκε όλο το σφαχτό, για το ταξίδι
εδεήθη του στρατού, σαν που είναι η τάξη.
Εμένα ο Αγαμέμνονας με στέλνει
να τα ιστορήσω να σου πω ποια μοίρα
οι θεοί στην κόρη δίνουνε, ποια δόξα,
που αμάραντη θα μείνει στην Ελλάδα.
Και λέω εκείνο που είδα: το κορίτσι
στους θεούς έχει πετάξει, δίχως άλλο.
Μη θλίβεσαι· το χόλιασμα παράτα
που για τον άντρα σου είχες· όσα κάνουν
οι θεοί αναπάντεχα είναι στους ανθρώπους,
κι εκείνους που αγαπούνε τους γλιτώνουν.
Η μέρα η σημερνή την κόρη σου είδε
και να πεθαίνει και να ζει όμως πάλι.
(Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1540-161)
 
Ο Ταλθύβιος (Άγγελος) ανακοινώνει στην Εκάβη τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Πολυξένης:
 
[…] Το πλήθος
του αχαϊκού στρατού ήταν συναγμένο
για τη σφαγή της κόρης μπρος στον τύμβο-
ο γιος του Αχιλλέα, την Πολυξένη
παίρνοντας απ' το χέρι, τήνε βάζει
πάνω στου τάφου την κορφή· κοντά τους
κι εγώ· ξεδιαλεγμένα παλικάρια,
των Αχαιών τα πρώτα, ακολουθούσαν
για να κρατούν, καθώς θα σπαρταρούσε,
την κόρη σου. Ένα ολόχρυσο κροντήρι
στο χέρι του σηκώνει του Αχιλλέα
ο γιος, χοές να κάνει στο νεκρό του
πατέρα, και μου γνέφει να κηρύξω
στο στράτευμα όλο να σωπάσει· κι είπα
τα λόγια τούτα ως βγήκα ανάμεσά τους.
«Σωπάτε οι Αχαιοί, σιωπή ας κρατήσει
ο στρατός όλος, σιωπή, σωπάστε»·
έτσι έκανα το πλήθος να ησυχάσει.
Εκείνος τότε λέει: «Γιε του Πηλέα,
πατέρα μου, από μένα δέξου ετούτες
τις προσφορές που τους νεκρούς ευφραίνουν
κι έξω απ' τον Άδη τους καλούν· το μαύρο,
καθάριο έλα να πιεις αίμα της κόρης
που σου προσφέρω εγώ με το στρατό μας·
γίνε σε μας καλόβολος και λύσε
τις άγκυρες και τα σκοινιά της πρύμης
και κάμε να γυρίσουμε απ' την Τροία
με γυρισμό καλό όλοι στην πατρίδα.»
Τόσα είπε κι ο στρατός δεήθηκε όλος.
Ύστερα το χρυσό σπαθί χουφτώνει
και το τραβά απ' τη θήκη, στων Αργείων
τα παλικάρια γνέφοντας να πιάσουν
την κόρη· αυτή σαν το 'νιωσε, τους λέει:
«Αργίτες που κουρσέψατε τη γη μου,
με τη δικιά μου θέληση πεθαίνω·
κανένας το κορμί μου να μην αγγίζει·
άφοβα θα σας δώσω το λαιμό μου.
Στ' όνομα των θεών, για να πεθάνω
λεύτερη, μη μου δέσετε τα χέρια·
το 'χω ντροπή στον Άδη να με κράζουν
εμένα σκλάβα, μια βασιλοπούλα».
Και τότε με φωνές τήνε παίνεψαν
κι ο ρήγας Αγαμέμνονας τους νέους
επρόσταξε ν' αφήσουν την παρθένα.
Του πρώτου αυτοί γρικώντας βασιλέα
την προσταγή, την άφησαν αμέσως.
Το λόγο του όταν άκουσε κι εκείνη,
τα πέπλα της αδράχνει κι απ' την άκρη
του ώμου σκίζοντάς τα ως τα λαγόνια,
μπροστά στον αφαλό, μαστούς και στέρνο,
πανέμορφα σαν άγαλμα, τα δείχνει·
και γονατίζοντας στη γης ετούτα
τα πάρα θαρρετά λόγια του λέει:
«Να, παλικάρι, αν θες, εδώ στο στήθος
να με χτυπήσεις, χτύπα με, κι αν πάλι
στη ρίζα θέλεις του λαιμού μου, νάτος,
είναι έτοιμος κι αυτός». Εκείνος τότε
δίβουλος απ' τη λύπη του γι' αυτήνε,
με το σπαθί της κόβει το λαρύγγι
και το αίμα σαν κρουνός αναπηδούσε.
Ωστόσο, αυτή πεθαίνοντας νοιαζόταν
σεμνόπρεπα να πέσει και να κρύψει
όσα απ' τα μάτια των αντρών ταιριάζει
να κρύβονται. Κι αφού ξεψύχησε έτσι
με τη θανατερή χτυπιά, οι Αργίτες
μπήκαν σε ξέχωρο ο καθένας κόπο·
άλλοι ρίχνανε φύλλα στη σφαγμένη,
έφερναν άλλοι στο σωρό των ξύλων
κούτσουρα πεύκου, κι όποιος δε μοχθούσε,
τέτοια άκουγε πικρά λόγια από κείνον
που κουραζόταν: «Στέκεις, κακομοίρη,
δεν έχεις ούτε πέπλο ούτε στολίδι
για την παρθένα; Δε θα πας να δώσεις
κάτι γι' αυτήν που τόσο έδειξε θάρρος
και μια ψυχή γενναία;» Ανιστορώντας
ετούτα για την κόρη σου που σφάξαν,
θαρρώ πως είσαι η πιο ευτυχισμένη
μάνα για τα λαμπρά σου τα βλαστάρια,
μα σύγκαιρα κι η πιο δυστυχισμένη.
(Ευρ., Εκάβη 518-580)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου