ΧΟ. ὦ ποθεινὴ τοῖς δικαίοις καὶ γεωργοῖς ἡμέρα,
ἄσμενός ‹σ᾽› ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους,
τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ᾽φύτευον ὢν νεώτερος
ἀσπάσασθαι θυμὸς ἡμῖν ἐστι πολλοστῷ χρόνῳ.
560 ΤΡ. νῦν μὲν οὖν, ὦνδρες, προσευξώμεσθα πρῶτον τῇ θεῷ,
ἥπερ ἡμῶν τοὺς λόφους ἀφεῖλε καὶ τὰς Γοργόνας·
εἶθ᾽ ὅπως λιταργιοῦμεν οἴκαδ᾽ εἰς τὰ χωρία,
ἐμπολήσαντές τι χρηστὸν εἰς ἀγρὸν ταρίχιον.
ΕΡ. ὦ Πόσειδον, ὡς καλὸν τὸ στῖφος αὐτῶν φαίνεται
565 καὶ πυκνὸν καὶ γοργὸν ὥσπερ μᾶζα καὶ πανδαισία.
ΤΡ. νὴ Δί᾽, ἡ γὰρ σφῦρα λαμπρὸν ἦν ἄρ᾽ ἐξωπλισμένη,
αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον.
ἦ καλῶς αὐτῶν ἀπαλλάξειεν ἂν μετόρχιον.
ὥστ᾽ ἔγωγ᾽ ἤδη ᾽πιθυμῶ καὐτὸς ἐλθεῖν εἰς ἀγρὸν
570 καὶ τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ διὰ χρόνου τὸ γῄδιον.
ἀλλ᾽ ἀναμνησθέντες, ὦνδρες,
τῆς διαίτης τῆς παλαιᾶς,
ἣν παρεῖχ᾽ αὕτη ποθ᾽ ἡμῖν,
τῶν τε παλασίων ἐκείνων
575 τῶν τε σύκων, τῶν τε μύρτων,
τῆς τρυγός τε τῆς γλυκείας
τῆς ἰωνιᾶς τε τῆς πρὸς
τῷ φρέατι, τῶν τ᾽ ἐλαῶν,
ὧν ποθοῦμεν,
580 ἀντὶ τούτων τήνδε νυνὶ
τὴν θεὸν προσείπατε.
ΧΟ. χαῖρε, χαῖρ᾽, ὡς ἀσμένοισιν ἦλθες, ὦ φιλτάτη· [ἀντ. β]
σῷ γὰρ ἐδάμην πόθῳ,
δαιμόνια βουλόμενος
585 εἰς ἀγρὸν ἀνερπύσαι.
ἦσθα γὰρ μέγιστον ἡμῖν κέρδος, ὦ ποθουμένη,
πᾶσιν ὁπόσοι γεωργι-
κὸν βίον ἐτρίβομεν· μό-
590 νη γὰρ ἡμᾶς ὠφέλεις.
πολλὰ γὰρ ἐπάσχομεν
πρίν ποτ᾽ ἐπὶ σοῦ γλυκέα
κἀδάπανα καὶ φίλα.
595 τοῖς ἀγροίκοισιν γὰρ ἦσθα χῖδρα καὶ σωτηρία.
ὥστε σὲ τά τ᾽ ἀμπέλια
καὶ τὰ νέα συκίδια
τἄλλα θ᾽ ὁπόσ᾽ ἐστὶ φυτὰ
600 προσγελάσεται λαβόντ᾽ ἄσμενα.
***
ΚΟΡ. Μέρα ποθητή σε δίκιους και σε αγρότες, με χαρά
σε είδα, και να χαιρετήσω τ᾽ αμπελάκι μου ποθώ·
κι έπειτ᾽ από τόσα χρόνια τις συκιές που φύτευα,
νιος σαν ήμουν, η ψυχή μου ν᾽ αγκαλιάσει λαχταρά.
560 ΤΡΥ. Λοιπόν, φίλοι μου, ας δεηθούμε πρώτα πρώτα στη θεά,
που από πάνω μας λοφία και Γοργόνες έδιωξε·
έπειτ᾽ ας προμηθευτούμε τίποτα παστά, καλά
για την εξοχή, κι αμέσως στα χωράφια ας τρέξουμε.
ΕΡΜ. Ω, η ομάδα τους τί ωραία, Ποσειδώνα, που σφαντά,
σαν μπουρέκι, σαν τσιμπούσι, και πυκνή κι αστραφτερή.
ΤΡΥ. Το καλοφτιαγμένο, αλήθεια, βωλοκόπι κοίτα πώς
λάμπει, και στον ήλιο μέσα τα τρικράνια αστράφτουνε·
αν στ᾽ αμπέλι μέσα πέσουν, θα τα νιώσει αυτό καλά.
Στο χωράφι μου να σύρω τώρα λαχταράω κι εγώ,
570 κι έπειτ᾽ από τόσα χρόνια να το στρώσω στο τσαπί.
Μα τη ζήση την παλιά μας
θυμηθείτε, αγαπητοί μου,
που μας χάριζε η Ειρήνη,
τις ωραίες εκείνες πίτες
με τα σύκα, με τα μύρτα,
το γλυκόπιοτο κρασάκι,
τη βραγιά των μενεξέδων
στο πηγάδι πλάι, κι ακόμα
τις ελιές που λαχταρούμε,
580 και για τα καλά όλα τούτα
προσφωνήστε τη θεά.
ΧΟΡ. Χαίρε, ω χαίρε, αγαπημένη· ω η χαρά μας που ήρθες πια!
Σε ποθούσα κι έλιωνα
κι ο καημός μου ήταν βαθύς
στο χωράφι να διαβώ.
Διάφορο μεγάλο εσύ ᾽σουν, ω παμπόθητη, για μας,
για όλους που περνούσαμε
σαν ξωμάχοι· μόνη εσύ
590 τ᾽ αγαθά μάς χάριζες.
Στο δικό σου τον καιρό
χίλια βλέπαμε καλά
και γλυκά κι ανέξοδα.
Σωτηρία και χλωροσίτι των γεωργών εσύ ᾽σουνα.
Κι έτσι, αμπέλια, νέες συκιές,
κι όλα τ᾽ άλλα δεντρικά
με χαρά θα σε δεχτούν
600 και με το χαμόγελο.
ἄσμενός ‹σ᾽› ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους,
τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ᾽φύτευον ὢν νεώτερος
ἀσπάσασθαι θυμὸς ἡμῖν ἐστι πολλοστῷ χρόνῳ.
560 ΤΡ. νῦν μὲν οὖν, ὦνδρες, προσευξώμεσθα πρῶτον τῇ θεῷ,
ἥπερ ἡμῶν τοὺς λόφους ἀφεῖλε καὶ τὰς Γοργόνας·
εἶθ᾽ ὅπως λιταργιοῦμεν οἴκαδ᾽ εἰς τὰ χωρία,
ἐμπολήσαντές τι χρηστὸν εἰς ἀγρὸν ταρίχιον.
ΕΡ. ὦ Πόσειδον, ὡς καλὸν τὸ στῖφος αὐτῶν φαίνεται
565 καὶ πυκνὸν καὶ γοργὸν ὥσπερ μᾶζα καὶ πανδαισία.
ΤΡ. νὴ Δί᾽, ἡ γὰρ σφῦρα λαμπρὸν ἦν ἄρ᾽ ἐξωπλισμένη,
αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον.
ἦ καλῶς αὐτῶν ἀπαλλάξειεν ἂν μετόρχιον.
ὥστ᾽ ἔγωγ᾽ ἤδη ᾽πιθυμῶ καὐτὸς ἐλθεῖν εἰς ἀγρὸν
570 καὶ τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ διὰ χρόνου τὸ γῄδιον.
ἀλλ᾽ ἀναμνησθέντες, ὦνδρες,
τῆς διαίτης τῆς παλαιᾶς,
ἣν παρεῖχ᾽ αὕτη ποθ᾽ ἡμῖν,
τῶν τε παλασίων ἐκείνων
575 τῶν τε σύκων, τῶν τε μύρτων,
τῆς τρυγός τε τῆς γλυκείας
τῆς ἰωνιᾶς τε τῆς πρὸς
τῷ φρέατι, τῶν τ᾽ ἐλαῶν,
ὧν ποθοῦμεν,
580 ἀντὶ τούτων τήνδε νυνὶ
τὴν θεὸν προσείπατε.
ΧΟ. χαῖρε, χαῖρ᾽, ὡς ἀσμένοισιν ἦλθες, ὦ φιλτάτη· [ἀντ. β]
σῷ γὰρ ἐδάμην πόθῳ,
δαιμόνια βουλόμενος
585 εἰς ἀγρὸν ἀνερπύσαι.
ἦσθα γὰρ μέγιστον ἡμῖν κέρδος, ὦ ποθουμένη,
πᾶσιν ὁπόσοι γεωργι-
κὸν βίον ἐτρίβομεν· μό-
590 νη γὰρ ἡμᾶς ὠφέλεις.
πολλὰ γὰρ ἐπάσχομεν
πρίν ποτ᾽ ἐπὶ σοῦ γλυκέα
κἀδάπανα καὶ φίλα.
595 τοῖς ἀγροίκοισιν γὰρ ἦσθα χῖδρα καὶ σωτηρία.
ὥστε σὲ τά τ᾽ ἀμπέλια
καὶ τὰ νέα συκίδια
τἄλλα θ᾽ ὁπόσ᾽ ἐστὶ φυτὰ
600 προσγελάσεται λαβόντ᾽ ἄσμενα.
***
ΚΟΡ. Μέρα ποθητή σε δίκιους και σε αγρότες, με χαρά
σε είδα, και να χαιρετήσω τ᾽ αμπελάκι μου ποθώ·
κι έπειτ᾽ από τόσα χρόνια τις συκιές που φύτευα,
νιος σαν ήμουν, η ψυχή μου ν᾽ αγκαλιάσει λαχταρά.
560 ΤΡΥ. Λοιπόν, φίλοι μου, ας δεηθούμε πρώτα πρώτα στη θεά,
που από πάνω μας λοφία και Γοργόνες έδιωξε·
έπειτ᾽ ας προμηθευτούμε τίποτα παστά, καλά
για την εξοχή, κι αμέσως στα χωράφια ας τρέξουμε.
ΕΡΜ. Ω, η ομάδα τους τί ωραία, Ποσειδώνα, που σφαντά,
σαν μπουρέκι, σαν τσιμπούσι, και πυκνή κι αστραφτερή.
ΤΡΥ. Το καλοφτιαγμένο, αλήθεια, βωλοκόπι κοίτα πώς
λάμπει, και στον ήλιο μέσα τα τρικράνια αστράφτουνε·
αν στ᾽ αμπέλι μέσα πέσουν, θα τα νιώσει αυτό καλά.
Στο χωράφι μου να σύρω τώρα λαχταράω κι εγώ,
570 κι έπειτ᾽ από τόσα χρόνια να το στρώσω στο τσαπί.
Μα τη ζήση την παλιά μας
θυμηθείτε, αγαπητοί μου,
που μας χάριζε η Ειρήνη,
τις ωραίες εκείνες πίτες
με τα σύκα, με τα μύρτα,
το γλυκόπιοτο κρασάκι,
τη βραγιά των μενεξέδων
στο πηγάδι πλάι, κι ακόμα
τις ελιές που λαχταρούμε,
580 και για τα καλά όλα τούτα
προσφωνήστε τη θεά.
ΧΟΡ. Χαίρε, ω χαίρε, αγαπημένη· ω η χαρά μας που ήρθες πια!
Σε ποθούσα κι έλιωνα
κι ο καημός μου ήταν βαθύς
στο χωράφι να διαβώ.
Διάφορο μεγάλο εσύ ᾽σουν, ω παμπόθητη, για μας,
για όλους που περνούσαμε
σαν ξωμάχοι· μόνη εσύ
590 τ᾽ αγαθά μάς χάριζες.
Στο δικό σου τον καιρό
χίλια βλέπαμε καλά
και γλυκά κι ανέξοδα.
Σωτηρία και χλωροσίτι των γεωργών εσύ ᾽σουνα.
Κι έτσι, αμπέλια, νέες συκιές,
κι όλα τ᾽ άλλα δεντρικά
με χαρά θα σε δεχτούν
600 και με το χαμόγελο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου