640 ΙΩ. οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ὑμῖν ἀπιστῆσαί με χρή,
σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε
πεύσεσθε· καίτοι καὶ λέγουσ᾽ αἰσχύνομαι
θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν
μορφῆς, ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο.
645 αἰεὶ γὰρ ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι
ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμοὺς παρηγόρουν
λείοισι μύθοις «Ὦ μέγ᾽ εὔδαιμον κόρη,
τί παρθενεύῃ δαρόν, ἐξόν σοι γάμου
τυχεῖν μεγίστου; Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει
650 πρὸς σοῦ τέθαλπται καὶ συναίρεσθαι Κύπριν
θέλει· σὺ δ᾽, ὦ παῖ, μὴ ᾽πολακτίσῃς λέχος
τὸ Ζηνός, ἀλλ᾽ ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν
λειμῶνα, ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός,
ὡς ἂν τὸ Δῖον ὄμμα λωφήσῃ πόθου.»
655 τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασι
ξυνειχόμην δύστηνος, ἔστε δὴ πατρὶ
ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ᾽ ὀνείρατα.
ὁ δ᾽ ἔς τε Πυθὼ κἀπὶ Δωδώνης πυκνοὺς
θεοπρόπους ἴαλλεν, ὡς μάθοι τί χρὴ
660 δρῶντ᾽ ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα.
ἧκον δ᾽ ἀναγγέλλοντες αἰολοστόμους
χρησμοὺς ἀσήμους δυσκρίτως τ᾽ εἰρημένους.
τέλος δ᾽ ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ
σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μυθουμένη
665 ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν ἐμέ,
ἄφετον ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις,
εἰ μὴ θέλοι πυρωπὸν ἐκ Διὸς μολεῖν
κεραυνόν, ὃς πᾶν ἐξαϊστώσοι γένος.
τοιοῖσδε πεισθεὶς Λοξίου μαντεύμασιν
670 ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων
ἄκουσαν ἄκων· ἀλλ᾽ ἐπηνάγκαζέ νιν
Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε.
εὐθὺς δὲ μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι
ἦσαν, κεραστὶς δ᾽, ὡς ὁρᾶτ᾽, ὀξυστόμῳ
675 μύωπι χρισθεῖσ᾽ ἐμμανεῖ σκιρτήματι
ᾖσσον πρὸς εὔποτόν τε Κερχνείας ῥέος
Λέρνης τε κρήνην· βουκόλος δὲ γηγενὴς
ἄκρατος ὀργὴν Ἄργος ὡμάρτει, πυκνοῖς
ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους.
680 ἀπροσδόκητος δ᾽ αὐτὸν † αἰφνίδιος μόρος
τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν. οἰστροπλὴξ δ᾽ ἐγὼ
μάστιγι θείᾳ γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι.
κλύεις τὰ πραχθέντ᾽· εἰ δ᾽ ἔχεις εἰπεῖν ὅ τι
λοιπὸν πόνων, σήμαινε μηδέ μ᾽ οἰκτίσας
685 σύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν· νόσημα γὰρ
αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους.
ΧΟ. ἔα ἔα, ἄπεχε, φεῦ·
οὔποτ᾽ οὔποτ᾽ ηὔχουν ‹ὧδε› ξένους
μολεῖσθαι λόγους ἐς ἀκοὰν ἐμάν,
690 οὐδ᾽ ὧδε δυσθέατα καὶ δύσοιστα
πήματα λύμα[τα δείμα]τ᾽ ἀμ-
φήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν.
ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα,
695 πέφρικ᾽ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς.
***
ΙΩ
640 Δε ξέρω πώς μπορώ να μη σας υπακούσω.
Ένα προς ένα, ξάστερα, θ᾽ ακούσετε όλα
που ζητάτε από με, κι αν με ντροπή θα λέγω
τη θεόργητή μου συμφορά και της μορφής μου
το παράλλαμ᾽ αυτό, πώς με βρήκε, τη μαύρη!
Συχνά τη νύχτα στην παρθενική μου κλίνη
ερχόνταν υπνοφαντασιές και με πλανεύαν
με λόγια δολερά: «ω τρισευτυχισμένη,
πώς κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα ακόμη,
ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη;
γιατ᾽ έχει ο Δίας φλογιστεί απ᾽ του έρωτά σου
τα βέλη, και να μοιραστεί ποθεί μαζί σου
650 τη γλύκα της αγάπης σου· μα μη αποστρέψεις
του Δία τους γάμους κι έβγα, κόρη, στα λιβάδια
της Λέρνας, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια,
για να χορτάσει ο πόθος σου του Δία το μάτι».
Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τις νύχτες
την άμοιρη, ώσπου τόλμησα να κάμω λόγο
στον πατέρα γι᾽ αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα.
Και κείνος στέλνει στην Πυθώ και στη Δωδώνη
συχνούς θεοπρόπους, για να μάθει, τί αν θα κάμει
660 ή τί αν θα πει, τους θεούς θέλει ευχαριστήσει.
Μα δυσοπείκαστους χρησμούς γυρνώντας φέρνουν,
σκοτεινά και τυφλά κι αξεδιάλυτα λόγια.
ώσπου μες στα πολλά ξάστερος ήρθε λόγος
στον Ίναχο, προστάζοντας και λέγοντάς του
έξω απ᾽ τα σπίτια κι απ᾽ τη χώρα να με διώξει
για να πλανιέμαι απολυτή στης γης τις άκρες.
κι αν δε θελήσει, κεραυνός φωτιά απ᾽ το Δία
θα ᾽ρθει π᾽ όλο το γένος του θα ξολοθρέψει.
Σε τέτοιους του Λοξία χρησμούς υποταγμένος
670 μ᾽ έβγαλε και μ᾽ απόδιωξε μες απ᾽ το σπίτι
άθελ᾽ αυτός άθελα εγώ· μα να το πράξει
με βία του Δία τον έσφιγγε το χαλινάρι.
Κι αμέσως μου παράλλαξε η μορφή κι ο νους μου.
κι έτσι με κέρατα στο μέτωπο, ως με βλέπεις,
μ᾽ οξύ κεντρί βοϊδόμυγας φαρμακεμένη
με ξώφρενα σκιρτήματα κατά το ρέμα
της Κέρχνης χύμηξα και τις πηγές της Λέρνας.
και βοϊδολάτης γίγαντας ατόφιος, ο Άργος,
ξακλούθα με είχε ο αμέρωτος με μύρια μάτια
680 πίσω απ᾽ τα χνάρια μου· ώσπου απάντεχος ο Χάρος
τον πήρε ξάφνου. μα με θεϊκιά βουκέντρα
μυγοκέντητη εγώ σε γη από γης πλανιούμαι.
Άκουσες όσα τράβηξα· τώρ᾽ αν γνωρίζεις
να πεις όσα σου λείπουνται, φανέρωσέ τα,
δίχως να θες από έλεος να με θερμάνεις
με ψευτοπαρηγόριες· γιατί, λέω, δεν είναι
άλλη πιο αισχρή απ᾽ τα πλαστά τα λόγια αρρώστια.
ΧΟΡΟΣ
Αχ! Αχ!
μακριά κι όξω από μας!
ποτέ δεν το ᾽λεγα ποτέ
παράξενα έτσι πράματα
να ᾽ρθουν στην ακοή μου
690 κι έτσι άστεργα ανυπόφερτα
παθήματα, βδελύγματα, σκιαξίματα
με δίστομο κεντρί
να μου μαργώσουν τη ψυχή μου.
τα πάθη σου είδα κι έφριξα.
ω μοίρα, μοίρα, αλί μου!
σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε
πεύσεσθε· καίτοι καὶ λέγουσ᾽ αἰσχύνομαι
θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν
μορφῆς, ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο.
645 αἰεὶ γὰρ ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι
ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμοὺς παρηγόρουν
λείοισι μύθοις «Ὦ μέγ᾽ εὔδαιμον κόρη,
τί παρθενεύῃ δαρόν, ἐξόν σοι γάμου
τυχεῖν μεγίστου; Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει
650 πρὸς σοῦ τέθαλπται καὶ συναίρεσθαι Κύπριν
θέλει· σὺ δ᾽, ὦ παῖ, μὴ ᾽πολακτίσῃς λέχος
τὸ Ζηνός, ἀλλ᾽ ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν
λειμῶνα, ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός,
ὡς ἂν τὸ Δῖον ὄμμα λωφήσῃ πόθου.»
655 τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασι
ξυνειχόμην δύστηνος, ἔστε δὴ πατρὶ
ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ᾽ ὀνείρατα.
ὁ δ᾽ ἔς τε Πυθὼ κἀπὶ Δωδώνης πυκνοὺς
θεοπρόπους ἴαλλεν, ὡς μάθοι τί χρὴ
660 δρῶντ᾽ ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα.
ἧκον δ᾽ ἀναγγέλλοντες αἰολοστόμους
χρησμοὺς ἀσήμους δυσκρίτως τ᾽ εἰρημένους.
τέλος δ᾽ ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ
σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μυθουμένη
665 ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν ἐμέ,
ἄφετον ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις,
εἰ μὴ θέλοι πυρωπὸν ἐκ Διὸς μολεῖν
κεραυνόν, ὃς πᾶν ἐξαϊστώσοι γένος.
τοιοῖσδε πεισθεὶς Λοξίου μαντεύμασιν
670 ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων
ἄκουσαν ἄκων· ἀλλ᾽ ἐπηνάγκαζέ νιν
Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε.
εὐθὺς δὲ μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι
ἦσαν, κεραστὶς δ᾽, ὡς ὁρᾶτ᾽, ὀξυστόμῳ
675 μύωπι χρισθεῖσ᾽ ἐμμανεῖ σκιρτήματι
ᾖσσον πρὸς εὔποτόν τε Κερχνείας ῥέος
Λέρνης τε κρήνην· βουκόλος δὲ γηγενὴς
ἄκρατος ὀργὴν Ἄργος ὡμάρτει, πυκνοῖς
ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους.
680 ἀπροσδόκητος δ᾽ αὐτὸν † αἰφνίδιος μόρος
τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν. οἰστροπλὴξ δ᾽ ἐγὼ
μάστιγι θείᾳ γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι.
κλύεις τὰ πραχθέντ᾽· εἰ δ᾽ ἔχεις εἰπεῖν ὅ τι
λοιπὸν πόνων, σήμαινε μηδέ μ᾽ οἰκτίσας
685 σύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν· νόσημα γὰρ
αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους.
ΧΟ. ἔα ἔα, ἄπεχε, φεῦ·
οὔποτ᾽ οὔποτ᾽ ηὔχουν ‹ὧδε› ξένους
μολεῖσθαι λόγους ἐς ἀκοὰν ἐμάν,
690 οὐδ᾽ ὧδε δυσθέατα καὶ δύσοιστα
πήματα λύμα[τα δείμα]τ᾽ ἀμ-
φήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν.
ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα,
695 πέφρικ᾽ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς.
***
ΙΩ
640 Δε ξέρω πώς μπορώ να μη σας υπακούσω.
Ένα προς ένα, ξάστερα, θ᾽ ακούσετε όλα
που ζητάτε από με, κι αν με ντροπή θα λέγω
τη θεόργητή μου συμφορά και της μορφής μου
το παράλλαμ᾽ αυτό, πώς με βρήκε, τη μαύρη!
Συχνά τη νύχτα στην παρθενική μου κλίνη
ερχόνταν υπνοφαντασιές και με πλανεύαν
με λόγια δολερά: «ω τρισευτυχισμένη,
πώς κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα ακόμη,
ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη;
γιατ᾽ έχει ο Δίας φλογιστεί απ᾽ του έρωτά σου
τα βέλη, και να μοιραστεί ποθεί μαζί σου
650 τη γλύκα της αγάπης σου· μα μη αποστρέψεις
του Δία τους γάμους κι έβγα, κόρη, στα λιβάδια
της Λέρνας, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια,
για να χορτάσει ο πόθος σου του Δία το μάτι».
Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τις νύχτες
την άμοιρη, ώσπου τόλμησα να κάμω λόγο
στον πατέρα γι᾽ αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα.
Και κείνος στέλνει στην Πυθώ και στη Δωδώνη
συχνούς θεοπρόπους, για να μάθει, τί αν θα κάμει
660 ή τί αν θα πει, τους θεούς θέλει ευχαριστήσει.
Μα δυσοπείκαστους χρησμούς γυρνώντας φέρνουν,
σκοτεινά και τυφλά κι αξεδιάλυτα λόγια.
ώσπου μες στα πολλά ξάστερος ήρθε λόγος
στον Ίναχο, προστάζοντας και λέγοντάς του
έξω απ᾽ τα σπίτια κι απ᾽ τη χώρα να με διώξει
για να πλανιέμαι απολυτή στης γης τις άκρες.
κι αν δε θελήσει, κεραυνός φωτιά απ᾽ το Δία
θα ᾽ρθει π᾽ όλο το γένος του θα ξολοθρέψει.
Σε τέτοιους του Λοξία χρησμούς υποταγμένος
670 μ᾽ έβγαλε και μ᾽ απόδιωξε μες απ᾽ το σπίτι
άθελ᾽ αυτός άθελα εγώ· μα να το πράξει
με βία του Δία τον έσφιγγε το χαλινάρι.
Κι αμέσως μου παράλλαξε η μορφή κι ο νους μου.
κι έτσι με κέρατα στο μέτωπο, ως με βλέπεις,
μ᾽ οξύ κεντρί βοϊδόμυγας φαρμακεμένη
με ξώφρενα σκιρτήματα κατά το ρέμα
της Κέρχνης χύμηξα και τις πηγές της Λέρνας.
και βοϊδολάτης γίγαντας ατόφιος, ο Άργος,
ξακλούθα με είχε ο αμέρωτος με μύρια μάτια
680 πίσω απ᾽ τα χνάρια μου· ώσπου απάντεχος ο Χάρος
τον πήρε ξάφνου. μα με θεϊκιά βουκέντρα
μυγοκέντητη εγώ σε γη από γης πλανιούμαι.
Άκουσες όσα τράβηξα· τώρ᾽ αν γνωρίζεις
να πεις όσα σου λείπουνται, φανέρωσέ τα,
δίχως να θες από έλεος να με θερμάνεις
με ψευτοπαρηγόριες· γιατί, λέω, δεν είναι
άλλη πιο αισχρή απ᾽ τα πλαστά τα λόγια αρρώστια.
ΧΟΡΟΣ
Αχ! Αχ!
μακριά κι όξω από μας!
ποτέ δεν το ᾽λεγα ποτέ
παράξενα έτσι πράματα
να ᾽ρθουν στην ακοή μου
690 κι έτσι άστεργα ανυπόφερτα
παθήματα, βδελύγματα, σκιαξίματα
με δίστομο κεντρί
να μου μαργώσουν τη ψυχή μου.
τα πάθη σου είδα κι έφριξα.
ω μοίρα, μοίρα, αλί μου!