Ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος διήρκεσε 27 χρόνια, από το 431 έως το 404 π.Χ., με την έναρξη των εχθροπραξιών να χρεώνεται στην Πελοποννησιακή πλευρά, αν και όλες οι προηγούμενες πρωτοβουλίες στοχευμένης πολιτικής όξυνσης βάρυναν την πλευρά των Αθηναίων. Γιατί η Αθήνα ήταν βέβαιη ότι, αν κατόρθωνε να εξωθήσει τους γεωστρατηγικούς της αντιπάλους σε ανοιχτή πλέον σύρραξη, θα έβγαινε νικήτρια, εξασφαλίζοντας την ηγεμονία της όχι μόνον στο
Αιγαίο, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, επί σειρά ετών, η Αθήνα κινούσε όλα τα νήματα, είτε εφαρμόζοντας οικονομικούς κι εμπορικούς αποκλεισμούς, είτε επεμβαίνοντας στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων πόλεων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα χειριζόταν οικείους και αντιπάλους, προβλέποντας τις αντιδράσεις τους ή –για να το θέσουμε ακριβέστερα– προσανατολίζοντας τις αντιδράσεις τους προς την κατεύθυνση που η ίδια επιθυμούσε, έχοντας όμως πάρει γι’ αυτό το σκοπό, εγκαίρως, τα κατάλληλα μέτρα.
Και επειδή ο Περικλής, με την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε, το περίμενε πως αργά ή γρήγορα θα εισέβαλλαν οι εχθροί στην Αττική, είχε φροντίσει για την οργάνωση της άμυνας της πόλης με οχύρωση που οι άλλες δεν διέθεταν. Το έργο είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, από την εποχή του Θεμιστοκλή. Ο Περικλής το επεξέτεινε και το ολοκλήρωσε. Οι εχθροί μπορούσαν να ρημάζουν το λεκανοπέδιο, καίγοντας κατοικίες, λεηλατώντας καλλιέργειες. Σε όποιο ενδεχόμενο, ωστόσο, ο πληθυσμός της υπαίθρου θα έβρισκε καταφύγιο πίσω από τα ισχυρά τείχη του άστεως, με την τροφοδοσία του εξασφαλισμένη. Γιατί τα Μακρά Τείχη κάλυπταν μέχρι και το λιμάνι του Πειραιά. Από εκεί και πέρα ξανοιγόταν η θάλασσα με τις απεριόριστες δυνατότητες που παρείχε στο παντοδύναμο αθηναϊκό ναυτικό να προσπορίζεται από τους λεγόμενους συμμάχους –και φόρου υποτελείς στην Αθήνα– κάθε είδους αγαθά.
Κατά το δεύτερο έτος του πολέμου, λοιπόν, και στην αρχή του καλοκαιριού, η Αθήνα βρισκόταν σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη. Με τους Πελοποννησίους να έχουν στρατοπεδεύσει στο έδαφος της Αττικής, πυρπολώντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Με τον αθηναϊκό στρατό να τους εμπαίζει, κάνοντας πως αδιαφορεί για την ύπαρξή τους, χωρίς να βγαίνει να τους αντιμετωπίσει σε χερσαία σύγκρουση. Και με τον αγροτικό πληθυσμό να παρακολουθεί αφ’ υψηλού τη δήωση της Αττικής. Γιατί η αθηναϊκή πολιτική έπαιζε τα ρέστα της στη θάλασσα. Και το στοίχημά της, στο επίπεδο του πολέμου των εντυπώσεων, ήταν να αποδείξει ότι εννοούσε την απεδαφικοποιημένη της ηγεμονία. Με όποιο κόστος!
Και ενώ το άστυ βρισκόταν καλά θωρακισμένο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, απέναντι στον εξωτερικό εχθρό, μια άξαφνη μάστιγα εκδηλώθηκε στην πόλη. Το θανατικό που πήρε διαστάσεις πανδημίας. Κράτησε κοντά τρία χρόνια κι εξολόθρευσε το ένα τέταρτο, ίσως και το ένα τρίτο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των σύγχρονων μελετητών, του αθηναϊκού πληθυσμού. Προσέβαλε και τον Περικλή που τελικά πέθανε αφού πιο πριν είχε κηδεύσει τους δυο γιους του. Ο ισχυρός άνδρας της αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτός που νόμιζε ότι μπορεί να βλέπει πάνω και πέρα απ’ τα κύματα, πάνω και πέρα από τα ακλόνητα τείχη της πόλης του, πριν τον θάνατό του, είχε ψυχικά καταρρεύσει. Ο πιο απρόβλεπτος και ύπουλος εχθρός αναπτυσσόταν intra muros. Η πανούκλα. Ο λοιμός!
Την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο θέμα μάς την έχει αφήσει ο Θουκυδίδης, καθώς, όπως εξηγεί, είχε κι ο ίδιος νοσήσει, αλλά κατάφερε να αποθεραπευτεί, κατά τρόπο ανεξιχνίαστο, μαζί με αρκετούς άλλους. Η περί λοιμού πραγματεία περιλαμβάνεται στο Β΄ βιβλίο του ιστορικού και ακολουθεί την εξής δομή.
Αρχικά (48), ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι επρόκειτο για άγνωστη ασθένεια –με μεγάλη ακτίνα μετάδοσης στην Ανατολική Μεσόγειο, παρ’ όλη την αρχική σκέψη των Αθηναίων ότι το θανατικό οφειλόταν σε δηλητήρια τα οποία οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει στα πηγάδια του Πειραιά– ασθένεια που σημείωσε τρομακτική έξαρση στην Αθήνα, με τους γιατρούς να μην επαρκούν –και μάλιστα να πεθαίνουν κατεξοχήν αυτοί λόγω της επαφής τους με τους ασθενείς– και με τους ανθρώπους να καταλαμβάνονται από πλήρη απελπισία, εφόσον ούτε η καταφυγή στα ιερά των θεών έφερνε, βεβαίως, κανένα αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια –και προκειμένου να υπάρχει καταγεγραμμένη γνώση πάνω στο φαινόμενο ώστε, αν ποτέ ξαναεκδηλωθεί, να το αναγνωρίσουν οι γιατροί, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που θα το αντιμετωπίζουν– περιγράφονται αναλυτικά (49-51) τα συμπτώματα της νόσου: πυρετοί, ερυθρήματα και οιδήματα, εμετοί και διάρροιες, σήψη των άκρων, κατάθλιψη, παράνοια ή αμνησία. Περιγράφεται, επίσης, και η κοινωνική απομόνωση και εγκατάλειψη, ακόμη κι απ’ τους πλησιέστερους συγγενείς, που αντιμετώπιζαν τα θύματα της αρρώστιας.
Αμέσως μετά (52), ο ιστορικός εστιάζει στις άθλιες συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν στο άστυ λόγω της πολιορκίας του, με την εγκατάσταση του πληθυσμού της Αττικής σε πνιγηρούς καταυλισμούς και τον αναπόφευκτο συνωστισμό του μέσα στα στενά όρια του τειχισμένου χώρου, συνθήκες που επιδεινώνονταν από τις υψηλές θερμοκρασίες του θέρους, οδηγώντας σε εκτός ελέγχου κατάσταση όταν οι θάνατοι άρχισαν να εκδηλώνονται μαζικά, με τα πτώματα να σήπονται διάσπαρτα στους δημόσιους χώρους, στους δρόμους, στις κρήνες, στους ναούς, ενώ την ίδια στιγμή οι ζωντανοί δεν έβρισκαν καν τα μέσα για να τα θάψουν ή, ακόμη καλύτερα, να τα κάψουν.
Η διάβρωση των ηθών, κάθε αξίας και έννοιας δικαίου, παράλληλα με την επιδίωξη του εφήμερου κέρδους και τη στροφή προς τις κάθε είδους ηδονές, απασχολεί την επόμενη (53) παράγραφο.
Και ο ιστορικός καταλήγει (54) ως εξής στην περί λοιμού πραγματεία του: «Μέσα στη δυστυχία τους θυμήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, και τον εξής στίχο που παλαιότερα ψαλλόταν, όταν έλεγαν οι γεροντότεροι “Θα ’ρθει πόλεμος Δωρικός και μαζί μ’ αυτόν λοιμός”. Πάνω στο θέμα αυτό ξέσπασε φιλονεικία ότι στον στίχο αυτό οι παλαιοί δεν μιλούσαν για λοιμό, αλλά για λιμό. Επικράτησε, ωστόσο, στη δεδομένη περίσταση η εκδοχή ότι ο στίχος μιλούσε για λοιμό, γιατί η μνήμη των ανθρώπων προσαρμόζεται στα παθήματά τους. Και νομίζω ότι, αν κάποτε στο μέλλον γίνει άλλος Δωρικός πόλεμος, και τότε συμβεί λιμός, έτσι θα ψάλλουν φυσικά τον στίχο. Και τότε θυμήθηκαν κι ένα χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμόνιους όταν είχαν ρωτήσει τον Απόλλωνα (των Δελφών) αν έπρεπε να πολεμήσουν και τους απάντησε ότι θα νικήσουν, αν πολεμήσουν με όλες τις δυνάμεις τους, και ότι κι εκείνος θα βοηθήσει. Συμπέραιναν, λοιπόν, (οι Αθηναίοι) ότι αυτά που τους συνέβαιναν ήταν σύμφωνα με τον χρησμό, αφού, εξάλλου, η νόσος είχε ενσκήψει αμέσως μόλις εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι (στην Αττική)».
Έτσι αντιμετωπίζει ο Θουκυδίδης, στη σχετική του μελέτη, το φαινόμενο του μεγάλου λοιμού της Αθήνας κατά την έναρξη της σύρραξης με τους Πελοποννησίους. Με τη συστηματική σκέψη του ιστορικού που αναγνωρίζει ότι βασική παράμετρος στη φρικτή υπόθεση των πολέμων είναι η αγωνία των πολιορκημένων πόλεων οι οποίες, την ίδια στιγμή που έχουν να αντιμετωπίσουν την απειλή των εξωτερικών επιθέσεων, γίνονται, εκ των πραγμάτων, περισσότερο ευάλωτες σε ενδημικά καταστροφικά φαινόμενα, σαν τις αρρώστιες. Με την επιστημονική σκέψη του κλινικού γιατρού, που παρατηρεί τα εμπειρικά δεδομένα, καταγράφει τη συμπτωματολογία, μελετά τις συνθήκες εξάπλωσης μιας νόσου, ερευνά τις αντιστάσεις της και αναζητεί τα σημεία υποχώρησής της. Με τον ορθολογισμό του πολιτικού διανοητή, τέλος, που βλέπει ότι οι πανδημίες έχουν ανυπολόγιστης σημασίας ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις: αναλγησία απέναντι στις ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες, γενίκευση των φαινομένων δεισιδαιμονίας, εξάπλωση της κοινωνικής υστερίας και παράκρουσης.
Κι έτσι, με την πραγματεία του αυτή –και ειδικά με την ειρωνική του κατακλείδα σχετικά με το πόσο αφελώς επιδιώκουν συνήθως οι άνθρωποι, σε περιόδους κρίσης, κάθε λογής “χρησμούς” και πώς ερμηνεύουν τη λεγόμενη “θεϊκή βούληση”– ο Θουκυδίδης απομακρύνεται πλήρως από την προηγούμενη μαγικο-θρησκευτική σκέψη. Εκείνην που αντιμετώπιζε τις νόσους ως εκδηλώσεις ενός τιμωρητικού θεϊκού παράγοντα και που γνωστό της παράδειγμα βρίσκουμε στην Α ραψωδία της Ιλιάδας, όπου ένας λοιμός στο στρατόπεδο των Αχαιών, οφείλεται στα εκδικητικά βέλη του Απόλλωνα Σμινθέως (Απόλλωνα των Ποντικιών), προκειμένου να πληρώσει ο Αγαμέμνονας για την αλαζονεία του. Ναι, ο Θουκυδίδης έχει βρεθεί πολύ μακριά από όλα αυτά. Μάλιστα, κατά τη γνώμη των σύγχρονων μελετητών, με την περί λοιμού πραγματεία του, ο Θουκυδίδης αποδεικνύεται ένθερμος θιασώτης της ιπποκρατικής ιατρικής που –κακά τα ψέματα– παρ’ όλη την άμεση έκθεση των υποστηρικτών της στους κινδύνους του λοιμού, εκείνην ακριβώς την περίοδο σημείωσε τεράστια πρόοδο λόγω της δυνατότητας που της δόθηκε να κάνει παρατηρήσεις και έρευνα πάνω σε έναν ολόκληρο συγκεντρωμένο πληθυσμό. Ναι, ο Θουκυδίδης γράφει σαν ένας πραγματικός γιατρός! Κι ίσως η ιπποκρατική του συγκρότηση επηρέασε άμεσα τη διαμόρφωση της σκέψης του ως πολιτικού ιστορικού. Στην Ιστορία του, πήρε την έννοια του νοσήματος από το επίπεδο της σωματικής ή ψυχικής εκδήλωσης, για να την χρησιμοποιήσει ως μεταφορά στο πολιτικό επίπεδο, μιλώντας –πρώτος και κατεξοχήν αυτός– για την ανηθικότητα της πολεμοκάπηλης πολιτικής με όρους «νόσου πόλεως».
Ο Σοφοκλής και η μυθολογική προσέγγιση
Είδαμε ότι ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα το 430 π.Χ. μάς είναι γνωστός σε όλες του τις λεπτομέρειες (συμπτωματολογία, φαινόμενα μαζικής δεισιδαιμονίας και υστερίας, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις) από τη σχετική πραγματεία του Θουκυδίδη, που με ορθολογιστική προσέγγιση –και υπό το φως των καινοτομιών που εισήγαγε η ιπποκρατική ιατρική– αναπτύσσεται στο Β΄ βιβλίο της Ιστορίας του. Ένας λοιμός είχε απασχολήσει και τον Σοφοκλή, σε τραγωδία του με θέμα τον Οιδίποδα. Εκείνος όμως είχε δει το θέμα μέσα από διαφορετικό πρίσμα.
Στην αρχαιότητα, ο μύθος του Οιδίποδα ήταν από τους πλέον γνωστούς. Υπαγόταν στις αφηγήσεις για την καταραμένη γενιά των βασιλέων της Θήβας. Ένας από αυτούς, ο Λάιος, είχε πάρει χρησμό από τον Απόλλωνα των Δελφών ότι το αγόρι που θα γεννιόταν από τη γυναίκα του, Ιοκάστη, θα σκότωνε κάποτε τον ίδιο και θα παντρευόταν τη μάνα του. Έντρομος, σκέφτηκε να απαλλαγεί μόλις το μωρό γεννήθηκε. Τρύπησε κι έδεσε σφιχτά τους αστραγάλους του και το παρέδωσε σε έναν υπηρέτη για να το εγκαταλείψει στο όρος Κιθαιρώνα. Ο υπηρέτης όμως δεν άφησε έκθετο το παιδί, παρά το εμπιστεύτηκε σε γνωστό του βοσκό από την Κόρινθο. Κι εκείνος, με τη σειρά του, το παρέδωσε στο βασιλικό ζεύγος της πόλης του που ήταν άτεκνο. Το ονόμασαν Οιδίποδα λόγω των πρησμένων του ποδιών. Όταν όμως το αγόρι ενηλικιώθηκε, το αποκάλεσε νόθο κάποιος συνδαιτυμόνας σε γλέντι. Και ο Οιδίποδας ξεκίνησε για τους Δελφούς, για να ζητήσει από τον Απόλλωνα να του φανερώσει την πραγματική καταγωγή του. Ο θεός δεν του έδωσε άλλη απάντηση παρά ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μάνα του. Ο Οιδίποδας, λοιπόν, θέλοντας να αποφύγει το “γραμμένο” και θεωρώντας πως οι γονείς του ήταν όντως Κορίνθιοι, πήρε αντίθετη κατεύθυνση, οδεύοντας προς τη Θήβα. Στο δρόμο σκότωσε, όντας σε άμυνα, έναν γέροντα που επέβαινε σε άμαξα και τον είχε προηγουμένως προσβάλει. Αυτός ήταν ο πατέρας του. Συνεχίζοντας την πορεία του, σκότωσε το τέρας Σφίγγα, λύνοντας με το σοφό μυαλό του το αίνιγμά της για τον άνθρωπο και απαλλάσσοντας κατά τον τρόπο αυτό τη Θήβα από μεγάλο φόβητρο. Όταν, λοιπόν, έφτασε στην πόλη, του έδωσαν ως ανταμοιβή την Ιοκάστη και την εξουσία. Κι έτσι, ο Οιδίποδας έκανε με τη μάνα του τέσσερα παιδιά. Ο χρησμός είχε εκπληρωθεί, χωρίς ο ίδιος ο Οιδίποδας να το γνωρίζει. Την αλήθεια την ανακάλυψε πολύ αργότερα, οπότε αυτοτυφλώθηκε, αυτοεξορίστηκε και κατέληξε να πεθάνει περιπλανώμενος.
Τον μύθο τον δραματοποίησε ο Σοφοκλής στην περί Οιδίποδα τριλογία του, με το κρισιμότερο μέρος της υπόθεσης –εκείνο που αφορούσε στο πώς ο ήρωας ανακάλυψε την αλήθεια και αυτοτιμωρήθηκε– να αποτελεί το περιεχόμενο του κεντρικού έργου. Παρουσίαζε τον Οιδίποδα να ασκεί εδώ και πολλά χρόνια την εξουσία στη Θήβα, χωρίς επίγνωση της πραγματικής καταγωγής του, έχοντας σκοτώσει τον πατέρα του –στοιχείο που εξακολουθούσε να αγνοεί– και έχοντας την Ιοκάστη σύζυγο και μητέρα των παιδιών του. Ήταν η τραγωδία Οιδίπους Τύραννος. Ο τίτλος της σχετιζόταν με παλαιότερη πολιτική ορολογία που συνδεόταν άμεσα με το νομικό status –ή μάλλον την εθιμική υπόσταση– ενός απόλυτου άρχοντα: ένας βασιλιάς βασιζόταν στα κληρονομικά δικαιώματα τα οποία ο παραδοσιακός συντηρητισμός διαφύλασσε γι’ αυτόν, ενώ ένας τύραννος αναγορευόταν ως τέτοιος κατόπιν έντονης ποπουλαρίστικης επιθυμίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι στα αυτιά του αθηναϊκού κοινού, στο διονυσιακό θέατρο του 5ου π.Χ. αιώνα, ο όρος τύραννος ηχούσε ενοχλητικά. Ανεξαρτήτως της ποιότητας, των προθέσεων και του χαρακτήρα του ανδρός, για τύραννο επρόκειτο, δηλαδή για ό,τι πιο μισητό υπήρχε για τους πολίτες της άμεσης δημοκρατίας, που είχαν κάθε λόγο να υπερηφανεύονται για τη γραμμένη με αίμα τυραννοκτονική εποποιία της Αθήνας.
Ο Οιδίποδας, βεβαίως, σε όλη την έκταση του συγκεκριμένου έργου σκιαγραφείται ως εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος, με ευαισθησίες και αγωνία για τον λαό της Θήβας. Πολύ περισσότερο γιατί, από τους πρώτους κιόλας στίχους του προλόγου του έργου, αντιλαμβανόμαστε ότι την πόλη αυτή την έχει χτυπήσει ανυπολόγιστων διαστάσεων κακό. Μια ομάδα παιδιών και εφήβων, με γέροντα ιερέα επικεφαλής, έχουν προσπέσει ικέτες μπροστά στον Οιδίποδα, με πλήρη εμπιστοσύνη στη φρόνηση και στα έργα του, ζητώντας του, για άλλη μια φορά, να τους βρει σωτηρία, γιατί:
«ο υπόλοιπος λαός, κρατώντας ικετευτικά στεφάνια,
στέκει στις αγορές, γύρω από της Αθηνάς Παλλάδας τους δύο
ναούς και τον μαντικό βωμό του Ισμηνού.
Κι η πόλη, όπως βλέπεις, ανυπέρβλητα
ήδη κλυδωνίζεται και να σηκώσει κεφάλι
δεν μπορεί από τα βάθη τρικυμίας φονικής,
καθώς σαπίζουν πρόωρα οι καρποί της γης,
ψοφούν τα κοπάδια των βοδιών, κι οι τοκετοί
των γυναικών αποβαίνουν άκαρποι∙ και μέσα σ’ όλα αυτά, ο φλογοφόρος θεός,
ενσκήπτοντας, η μισητή πανούκλα, αφανίζει την πόλη,
απ’ τον οποίο ρημάζει ο οίκος του Κάδμου∙ κι ο μαύρος
Άδης πλουτίζει από στεναγμούς και θρήνους» (19-30).
Ο Οιδίποδας ανταποκρίνεται με ευσυνειδησία στις εκκλήσεις, ώστε να τους καθησυχάσει. Έχει προλάβει τις επιθυμίες τους. Εδώ και μέρες, έχει στείλει τον γυναικάδελφό του, τον Κρέοντα, να ζητήσει χρησμό από τον Φοίβο των Δελφών σχετικά με την αιτία της δυστυχίας. Όταν ο Κρέοντας επιστρέφει, ανακοινώνει:
«Ξεκάθαρα ο βασιλιάς Φοίβος μάς διατάζει
το μίασμα της χώρας, που γεννήθηκε στον τόπο
αυτόν εδώ, να διώξουμε και να μην θρέφουμε μέχρι να γίνει αγιάτρευτο» (96-98).
Και παρακάτω (100-110) διευκρινίζεται: Καταστρέφει την πόλη το αίμα του προηγούμενου βασιλιά. Πρέπει να βρουν τον φονιά και είτε να τον εξορίσουν είτε να τον σκοτώσουν.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μίασμα, μύσος, άγος – η έννοια επαναλαμβάνεται σταθερά (138, 241, 313). Είναι κάτι καταραμένο και ανίερο, μια ηθικής τάξεως βάναυση παρέκκλιση, που αντικειμενοποιείται σε νόσημα, παίρνει υλική υπόσταση πάνω στο σώμα, προσβάλλει τα κύτταρα σαν λοιμός, θρέφεται σαν απόστημα, απειλεί τα πάντα στο περιβάλλον της, τα κάνει να σαπίζουν. Κι έτσι, ο Οιδίποδας αναλαμβάνει προσωπικά τη διεξαγωγή της έρευνας, με μια προσήλωση που υπερβαίνει τη μεθοδικότητα του ανακριτή και μάλλον προσιδιάζει στην αυταπάρνηση του γιατρού. Αναζητεί «ίαση» (68), «καθαρμό» (99), «υπηρέτες ταγμένους απέναντι στην αρρώστια, για δύναμη κι ανακούφιση από τα δεινά» (217-218), «έκλυση του νοσήματος» (306-307), προκειμένου «να ξεπλυθεί όλη η μόλυνση που προέρχεται από τον νεκρό» (313). Σ’ αυτό τον αγώνα, οφείλει να ψάξει «τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η συμφορά» (99), «το ίχνος ακόμη και το πλέον δυστέκμαρτο» (109). Επιδίδεται σε «ανίχνευση μεγάλης έκτασης, στη βάση σημείων» (220-221). Οφείλει να τα πάρει «όλα απ’ την αρχή για να αποκαλυφθεί η πρωτογενής αιτία» (132).
Αυτό που διακυβεύεται στην περίπτωση του Οιδίποδα είναι η αποτελεσματικότητα της συστηματικής και ορθολογικής αναζήτησης της αλήθειας. Και σωστά οι J.-P. Vernant και P. Vidal-Naquet, στο Myth and Tragedy in Ancient Greece, παρατηρούν ότι η προβληματική αυτή είναι σύμφυτη με τον ίδιο τον χαρακτήρα του Οιδίποδα, καθώς το όνομά του ετυμολογείται μεν από το οίδημα, υποδηλώνει όμως και συνάφεια με το ρήμα οἶδα, που σήμαινε γνωρίζω. Ο ήρωας έχει τυφλή εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της γνώσης, ενώ υποβλέπει οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ως μαγικό, κρυμμένο στα σκοτάδια των υπαινιγμών και στην αχλύ του μυστηρίου. Εξ ου κι η βίαιη αντίδρασή του απέναντι στις σιβυλλικές παρατηρήσεις του μάντη Τειρεσία. Ο ίδιος χτίζει στο φως το οικοδόμημα της έρευνάς του. Λιθαράκι λιθαράκι. Και, σε μια κρίσιμη στιγμή της διαδικασίας, διαισθάνεται ότι, καθώς συμπληρώνει πια το παζλ, με πείσμα και με αστείρευτα αποθέματα θάρρους, βρίσκεται πολύ κοντά στο να ανακαλύψει κυριολεκτικά τα πάντα, ακόμη και την ίδια του τη φύτρα. Ευνοημένος απ’ όλους του οιωνούς, νιώθει «Παιδί της Τύχης» (1080). Ποια ειρωνεία! Η στιγμή της αποκορύφωσης της καλότυχης ευστροφίας του τον καταβαραθρώνει. Βρίσκει τον φονιά κι αυτός δεν είναι άλλος από τον εαυτό του! Ο γιατρός έχει μετατραπεί στην πιο καταραμένη νόσο! Έχουμε εδώ την πλήρη, την πιο δραματική και εκ θεμελίων αντιστροφή των όρων του παιχνιδιού!
Είναι απολύτως βέβαιο ότι στο υπόβαθρο της τραγωδίας αυτής του Σοφοκλή διακρίνεται ο αθηναϊκός λοιμός που ξέσπασε το 430 π.Χ. Ο αιφνιδιασμός και η οδυνηρή εμπειρία των Αθηναίων απηχούνται όχι μόνο στην ομαδική ικεσία του Προλόγου, αλλά και στο τραγούδι του Χορού Γερόντων των στίχων 167-188. Αν συμφωνήσουμε, λοιπόν, μαζί με τους σύγχρονους μελετητές, πως έτσι είχαν τα πράγματα, και πως το έργο αυτό του Σοφοκλή έχασε το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες επειδή μιλούσε στο κοινό για οικεία κακά, ποιοι υπαινιγμοί κρύβονταν –ίσως– πίσω απ’ το προσωπείο και την τραγική μετάπτωση του ρόλου του Οιδίποδα; Μια πρόχειρη απάντηση ενδεχομένως θα υποδείκνυε τους ιπποκρατικούς γιατρούς, που έπεσαν με τα μούτρα, όπως ξέρουμε από τον Θουκυδίδη, στην αντιμετώπιση του λοιμού και κατέληξαν οι ίδιοι να αποτελούν το πιο ευπρόσβλητο τμήμα του πληθυσμού. Μια διεισδυτικότερη ερμηνεία θα υποδείκνυε, ωστόσο, τον Περικλή. Εκείνος, πριν το θάνατό του απ’ την αρρώστια, κατέρρευσε κηδεύοντας τα δυο παιδιά του. Κι επίσης, εκείνος –σίγουρα– θα είχε ακούσει νωρίτερα ικεσίες σαν αυτές του ιερέα της τραγωδίας που έμμεσα αφήνει αιχμές προς τα μεγαλεπήβολα και συστηματικά οργανωμένα περίκλεια σχέδια για την τοιχοποιία και την ολοκλήρωση της απεδαφικοποίησης της αθηναϊκής ηγεμονίας.
«Γιατί, αν μέλλει να κυβερνάς αυτή τη χώρα, όπως το κάνεις τώρα,
καλύτερο είναι να την ορίζεις με λαό κι όχι αδειανή.
Γιατί δεν αξίζει τίποτε ούτε πύργος ούτε καράβι,
αν είναι έρημο, χωρίς ανθρώπους μέσα.» (54-55)
Τι άλλο θα είχε να προσάψει, μέσω του Οιδίποδά του, ο Σοφοκλής στον πρώτο του αθηναϊκού δήμου; Η σκιαγράφηση ενός ήρωα μιαρού, που προερχόταν από την καταραμένη βασιλική γενιά των Λαβδακιδών της Θήβας, συμμεριζόταν ενδεχομένως τη δεισιδαιμονική βεβαιότητα πολλών Αθηναίων, την οποία επίσης καταγράφει ο Θουκυδίδης (1. 126. 2), ότι ο Περικλής καταγόταν απ’ την αριστοκρατική γενιά των Αλκμεωνιδών την οποία βάραινε αρχαίο άγος; Όχι απαραίτητα, νομίζω. Ωστόσο, η μαγικο-θρησκευτική προσέγγιση του Σοφοκλή στο θέμα του λοιμού, μέσω της πτώσης του ήρωά του, διαπερνάται μάλλον από τον άξονα εκείνο που είναι κεντρικός στην αρχαία τραγωδία. Κι αυτός είναι ο άξονας της ύβρεως, της καταπάτησης, δηλαδή, και της υπέρβασης των ορίων που αντικειμενικά υπάρχουν στη σκέψη και στη δράση των ανθρώπων. Ο Περικλής έφτασε στα όριά της την πολιτική τέχνη, αυτή την τέχνη που περιγράφεται απ’ τον Οιδίποδα ως «ανώτερη από κάθε άλλη στην πολυζήλευτη ανθρώπινη ζωή» (380-381). Κι αυτά τα όρια τα ξεπέρασε, με τρόπο υπεροπτικό προς τους εχθρούς –και εντέλει αφύσικο. Ποντάροντας στη δυναμική της θαλασσοκρατίας, καταδίκασε την πόλη και τον εαυτό του σε μια παράλογη λοιμώδη στενοχωρία.
Τι θα έλεγε ο Θουκυδίδης, που ασφαλώς είχε παρακολουθήσει την παράσταση του Οιδίποδα Τυράννου, για την προσέγγιση του Σοφοκλή στο θέμα; Θα αποτολμήσω να υποθέσω ότι δεν διαφώνησε. Κι εκείνος σκοπίμως τοποθέτησε στην Ιστορία του, ακριβώς πριν την αφήγηση των γεγονότων του λοιμού εκείνο τον περίφημο Επιτάφιο Λόγο του Περικλή, που προκαλεί ερωτήματα. Γιατί για τους νεκρούς κάποιων ασήμαντων αψιμαχιών υποτίθεται ότι εκφωνήθηκε, χρησιμοποιείται όμως από τον Θουκυδίδη για να προβάλλει το ιδεώδες του Περικλή για την αθηναϊκή δημοκρατία και ηγεμονία. Κι έτσι, στο μυαλό του αναγνώστη, προκύπτει ένα καλότυχο πριν (η ακμή της ηγεμονίας) κι ένα οδυνηρό μετά (ο λοιμός). Εντυπωσιακή αντίστιξη –σχολιάζουμε, συνήθως, οι φιλόλογοι. Θα αποτολμήσω να πω: τραγική μετάπτωση! Και με σοφόκλειους όρους….