Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι

Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός, αν και από πολλούς αμφισβητείται η ύπαρξή του. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία.

Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες. Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ενώ σύμφωνα μ' άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις ή την Αίγυπτο. Όπως γίνεται και με τον Όμηρο πολλές πόλεις και χώρες ερίζουνε θέλοντάς τον δικό τους. Όλα τα σημεία της γης που επισκέφτηκε. Ήτανε παθιασμένος ταξιδευτής.

Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των 7 Σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους των. Επίσης τον φέρουνε στις Σάρδεις στην Αυλή του βασιλιά Κροίσου του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Τη βιογραφία του συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ' αυτή ένα σωρό ανέκδοτα γα τη ζωή και την εν γένει δράση του. Θεωρείται επίσης σαν ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας.

Σύμφωνα λοιπόν με μιαν εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήρανε λοιπόν από το ιερό του ναού "φιάλην χρυσήν" και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Ύστερα τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκοτώσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από τη κορφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.

Επιλογή μύθων του σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρέας στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δε σώζεται και μόνo ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου (ελληνικά), του Φαίδρου (λατινικά) κι άλλων, διασώσανε το υλικό της επιτομής εκείνης. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα κι έπειτα. Οι μύθοι του έχουνε συγκεντρωθεί σε "Συλλογή Αισώπειων Μύθων" και πρωταγωνιστές σ' αυτούς είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως αλεπού, λύκος, λιοντάρι, ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που μιλούν κι ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς. Είναι δε αυτοί μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι του έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα! Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι αυτή ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.

Λέγεται πως έλεγε τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα τους διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουνε στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με τη παρατηρητικότητα και τη βαθειά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι τρέχανε κοντά του ν' ακούσουνε κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά-σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σαν ένα βιβλίο, αιώνες αργότερα.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αίσωπος ήτανε ταπεινής καταγωγής και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε, ήτανε δούλος, οι Αθηναίοι του στήσαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας, πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του να τιμάται. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήτανε πολύ γνωστός "λογοποιός". Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγούνταν πολλά αστεία κι ανέκδοτα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δε δημιούργησε μύθους αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε κι ο ίδιος μερικούς απ' αυτούς. Πάντως, τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του μ' αυτούς.

Σε μιαν άλλη εκδοχή, δούλευε σε κάποιον κτηματία σαν δούλος βοσκός. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τονε βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στο αφεντικό, τον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσσου να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σα δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τονε πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυία του, τον απελευθέρωσε.

Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ' αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγιδέψαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγορήσανε για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδικάσανε σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδρυάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.

Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου. Όπως και να 'χει, επειδή υποστήριζε μια ζωή την αλήθεια, ήτανε φυσικό να δολοφονηθεί. Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι δεν έγραψε μήτε μια λέξη, αλλά όλους τους Μύθους τους έλεγε με το στόμα.

Πρώτη φορά εκτυπωθήκαν στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ. ακολούθησε αυτή του Παρισιού το 1547 κι από τότε έχουν κυκλοφορήσει σε πάρα πολλές γλώσσες. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση (1852) στη Λειψία από τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιαστήκαν κι οι Μύθοι πιστεύεται πως έχουνε διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδoσή τους έγινε από τον Οίκο ΡΕΝGUΙΝ του Λονδίνου (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που ζήσανε τον 16ο αιώνα.

Οι Αισώπειοι Μύθοι ήτανε γραμμένοι σε πεζό λόγο. Ως γνωστό, μέχρι τότε, μόνον ο έμμετρος λόγος, η ποίηση, εθεωρείτο μοναδικό εκφραστικό είδος για τους συγγραφείς. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί κι ως πρωτοπόρος στο είδος του. Ιδεολογία των είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία Δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής.
------------------------
ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (1.1-5.1)

Α. Collectio Augustana


1. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[1.1] ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο, ἡ δὲ εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. ἐξελθούσης δέ ποτε αὐτῆς ἐπὶ νομὴν ὁ ἀετὸς ἀπορῶν τροφῆς καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας μετὰ τῶν αὑτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ μᾶλλον ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη, ὅσον ἐπὶ τῆς ἀμύνης· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀσθενέσιν καὶ ἀδυνάτοις ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. συνέβη δὲ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν. θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ᾽ ἀγροῦ καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιὰν σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ —καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοὶ— ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν, ἀλλ᾽ οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούσονται.

2. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΗΝ
[2.1] ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτον θεασάμενος διὰ ζῆλον [τοῦτον] μιμήσασθαι ἤθελε. καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμὴν τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς αὐτοῦ παισὶν ἐκόμισε. τῶν δὲ πυνθανομένων, τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός».
οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.

3. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΘΑΡΟΣ
[3.1] ἀετὸς λαγωὸν ἐδίωκεν. ὁ δὲ ἐν ἐρημίᾳ τῶν βοηθησόντων ὑπάρχων, ὃν μόνον ὁ καιρὸς παρέσχεν, κάνθαρον ἰδὼν τοῦτον ἱκέτευεν, ὁ δὲ παραθαρσύνας αὐτὸν ὡς ἐγγὺς ἐλθόντα τὸν ἀετὸν ἐθεάσατο, παρεκάλει μὴ ἀπάγειν αὐτοῦ τὸν ἱκέτην. κἀκεῖνος ὑπεριδὼν τῆς σμικρότητος ἐν ὄψει τοῦ κανθάρου τὸν λαγωὸν κατεθοινήσατο. ὁ δὲ ἀπ᾽ ἐκείνου μνησικακῶν διετέλει παρατηρούμενος τοῦ ἀετοῦ τὰς καλιὰς καί, εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε, μετάρσιος αἰρόμενος ἐκύλιε τὰ ὠὰ καὶ κατέασσε, μέχρις οὗ πανταχόθεν ἐλαυνόμενος ὁ ἀετὸς ἐπὶ τὸν Δία κατέφυγεν καὶ αὐτοῦ ἐδεήθη τόπον αὐτῷ πρὸς νεοττοποιίαν ἀσφαλῆ παρασχεῖν. τοῦ δὲ Διὸς ἐν τοῖς ἑαυτοῦ κόλποις τίκτειν ἐπιτρέψαντος αὐτῷ ὁ κάνθαρος τοῦτο ἑωρακὼς κόπρου σφαῖραν ποιήσας ἀνέπτη καὶ γενόμενος κατὰ τοὺς τοῦ Διὸς κόλπους ἐνταῦθα καθῆκεν. ὁ δὲ Ζεὺς ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς διανέστη, ἔλαθεν ἀπορρίψας τὰ ὠά. ἀπ᾽ ἐκείνου τέ φασιν, περὶ ὃν καιρὸν οἱ κάνθαροι γίνονται, τοὺς ἀετοὺς μὴ νεοττεύειν.
ὁ λόγος διδάσκει μηδενὸς καταφρονεῖν λογιζομένους, ὅτι οὐδεὶς οὕτως ἐστὶν ἀδύνατος, ὡς προπηλακισθεὶς μὴ δύνασθαι ἑαυτὸν ἐκδικῆσαι.

4. ΑΗΔΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΑΞ
[4.1] ἀηδὼν ἐπί τινος ὑψηλῆς δρυὸς καθημένη κατὰ τὸ σύνηθες ᾖδεν. ἱέραξ δὲ αὐτὴν θεασάμενος, ὡς ἠπόρει τροφῆς, ἐπιπτὰς συνέλαβεν. ἡ δὲ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἐδέετο αὐτοῦ μεθεῖναι λέγουσα, ὡς οὐχ ἱκανή ἐστιν ἱέρακος γαστέρα αὐτὴ πληρῶσαι, δεῖ δὲ αὐτόν, εἰ τροφῆς ἀπορεῖ, ἐπὶ τὰ μείζονα τῶν ὀρνέων τρέπεσθαι. καὶ ὃς ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ἀπόπληκτος ἂν εἴην, εἰ τὴν ἐν χερσὶν ἑτοίμην βορὰν παρεὶς τὰ μηδέπω φαινόμενα διώκοιμι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν, οἳ δι᾽ ἐλπίδα μειζόνων τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.

5. ΧΡΕΩΦΕΙΛΕΤΗΣ
[5.1] Ἀθήνησιν ἀνὴρ χρεωφειλέτης ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ τὸ χρέος τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει ἀναβολὴν αὐτῷ παρασχέσθαι ἀπορεῖν φάσκων. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθε, προσαγαγὼν ἣν μόνην εἶχεν ὗν παρόντος αὐτοῦ ἐπώλει. ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος, εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη, ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν τίκτειν ἀλλὰ καὶ παραδόξως· τοῖς μὲν γὰρ μυστηρίοις θήλεα ἀποκύειν, τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἄρσενα. τοῦ δὲ ἐκπλαγέντος πρὸς τὸν λόγον ὁ δανειστὴς εἶπεν· «ἀλλὰ μὴ θαύμαζε· αὕτη γάρ σοι καὶ Διονυσίοις ἐρίφους τέξεται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλοὶ διὰ τὸ ἴδιον κέρδος οὐκ ὀκνοῦσιν οὐδὲ τοῖς ἀδυνάτοις ψευδομαρτυρεῖν.

***

Α. Οι μύθοι της Αυγουσταίας Συναγωγής (Collectio Augustana)


1. Ο αετός και η αλεπού.
[1.1] Μια φορά και έναν καιρό ο αετός και η αλεπού σύναψαν επίσημη φιλία μεταξύ τους και αποφάσισαν να κατοικήσουν ο ένας κοντά στον άλλον. Πίστευαν, βλέπετε, ότι η συναναστροφή τους θα αποτελούσε τεκμήριο της φιλίας τους. Ο αετός, λοιπόν, ανέβηκε πάνω σε πανύψηλο δέντρο και εκκόλαψε τους νεοσσούς του, ενώ η αλεπού γέννησε τα μικρά της στον θάμνο που βρισκόταν από κάτω. Μια μέρα όμως, την ώρα που η αλεπού είχε βγει να ψάξει για τροφή, ο αετός δεν έβρισκε τί να φάει. Έτσι, όρμησε κάτω στον θάμνο, άρπαξε τα μικρά της αλεπούς, και με αυτά έκαναν ωραιότατο γεύμα και ο ίδιος και τα αετόπουλά του. Όταν γύρισε η αλεπού και κατάλαβε τί είχε συμβεί, δεν στενοχωρήθηκε τόσο για τον θάνατο των παιδιών της, όσο για το ζήτημα της εκδίκησης: όντας πλάσμα της στεριάς η ίδια, πώς θα μπορούσε να κυνηγήσει εκείνον που πετούσε; Γι᾽ αυτό λοιπόν στάθηκε παράμερα και κατέφυγε στη μόνη διέξοδο που απομένει στους ανήμπορους και αδύναμους: εξαπέλυε κατάρες ενάντια στον εχθρό της. Εντούτοις, πριν περάσει πολύς καιρός, ήρθαν έτσι τα πράγματα που ο φταίχτης τιμωρήθηκε για την καταπάτηση της φιλίας. Συγκεκριμένα, μια φορά που κάποιοι χωρικοί θυσίαζαν ένα κατσίκι στο ύπαιθρο, ο αετός όρμησε καταπάνω τους και άρπαξε από τον βωμό ένα κομμάτι από τα εντόσθια του ζώου, αναμμένο ακόμη από τις φλόγες. Όταν το έφερε στη φωλιά του, φύσηξε πάνω στην ώρα δυνατός αέρας, και από τα μικρά και ξεραμένα φρύγανα της φωλιάς άναψε ζωηρή φωτιά. Έτσι έγιναν ολοκαύτωμα τα αετόπουλα (ήσαν, βλέπετε, ακόμη νεοσσοί πάνω στην ανάπτυξη) και έπεσαν κάτω στο έδαφος. Αμέσως έσπευσε εκεί η αλεπού και τα καταβρόχθισε όλα μπροστά στα μάτια του πατέρα τους.
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι παραβαίνουν τις υποσχέσεις της φιλίας, ακόμη και αν ξεφύγουν από την εκδίκηση των αδικημένων, πάντως την τιμωρία από τον θεό δεν θα καταφέρουν να την αποκρούσουν.

2. Ο αετός, η καλιακούδα και ο βοσκός.
[2.1] Ήταν ένας αετός που εφόρμησε από ψηλό βράχο και άρπαξε ένα αρνί. Τον είδε, που λέτε, μια καλιακούδα, η οποία ζήλεψε και θέλησε να τον μιμηθεί. Ρίχτηκε λοιπόν και αυτή προς τα κάτω, κάνοντας μεγάλο σαματά με τα φτερά της, και επιτέθηκε σε ένα κριάρι. Έμπηξε τα νύχια της στο μαλλί του ζώου, και ώς εδώ όλα καλά· έλα όμως που δεν είχε τη δύναμη να το σηκώσει ψηλά. Έτσι, καθόταν εκεί και φτερούγιζε μάταια, ώσπου ο βοσκός αντιλήφθηκε τί γινόταν και έσπευσε επιτόπου. Αυτός έπιασε την καλιακούδα, της ψαλίδισε τις άκρες των φτερών της, και όταν έφτασε το βράδυ, την έφερε σπίτι στα παιδιά του. Τα μικρά τον ρώτησαν τί λογής πουλί είναι αυτό, και ο βοσκός αποκρίθηκε: «Καλιακούδα βέβαια, είναι φως φανάρι· άλλο αν η ίδια φαντάζεται πως είναι αετός».
Δίδαγμα: Άμα πας να συναγωνιστείς τους ανώτερούς σου, όχι μόνο δεν πετυχαίνεις το παραμικρό, αλλά επιπλέον, εκτός από την κακοπάθεια, γίνεσαι και περίγελος.

3. Ο αετός και το σκαθάρι.
[3.1] Μια φορά ο αετός κυνηγούσε τον λαγό. Ο κυνηγημένος, που λέτε, μόνος και έρημος δίχως κανέναν να τον βοηθήσει, προσέτρεξε στο μοναδικό πλάσμα που έφερε η τύχη μπροστά του, ένα σκαθάρι, και ρίχτηκε στα παρακάλια. Το σκαθάρι τον παρότρυνε να κάνει κουράγιο, και μόλις αντιλήφθηκε τον αετό να πλησιάζει, τον προειδοποίησε: «Μην τυχόν και τολμήσεις να αγγίξεις τον ικέτη μου». Ο αετός, ωστόσο, βλέποντας το ζουζουνάκι τόσο δα μικρό, δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία, και έκανε τον λαγό μια χαψιά. Από εκείνον τον καιρό το σκαθάρι τού το φύλαγε. Παραμόνευε συνέχεια κοντά στη φωλιά του αετού, και όποτε γεννούσε αυτός, το άθλιο το μαμούνι σηκωνόταν ψηλά στον αέρα, κυλούσε τα αυγά έξω και τα έκανε θρύψαλα. Έτσι τον καταδίωκε τον φταίχτη παντού. Με τα πολλά, ο αετός κατέφυγε στον Δία και τον θερμοπαρακαλούσε να του εξασφαλίσει σίγουρο μέρος για να φέρει στο φως τα μικρά του. Ο θεός τότε άνοιξε τον ίδιο τον κόρφο του και έδωσε στο πουλί την άδεια να γεννήσει τα αυγά του εκεί μέσα. Έλα όμως που το σκαθάρι το πήρε είδηση αυτό. Μια και δυο, λοιπόν, έπλασε μια μπαλίτσα από κοπριά, πέταξε ψηλά φτάνοντας μέχρι τον κόρφο του Δία και εκτόξευσε τον σβώλο του εκεί. Αμέσως ο Δίας πετάχτηκε όρθιος, θέλοντας να τινάξει από πάνω του την κοπριά· και έτσι, άθελά του, έριξε κάτω τα αυγά. Εξαιτίας όλων αυτών, καθώς λένε, οι αετοί δεν γεννούν πια καθόλου κατά την εποχή που έρχονται στον κόσμο τα σκαθάρια.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να περιφρονούμε κανέναν· αντίθετα, να θυμόμαστε ότι κανείς δεν είναι τόσο ανήμπορος που να μη μπορεί να πάρει εκδίκηση αν τον κακομεταχειριστούμε.

4. Η αηδόνα και το γεράκι.
[4.1] Ήταν κάποτε μια αηδόνα που κούρνιαζε πάνω σε ψηλή βαλανιδιά και κελαηδούσε κατά τη συνήθειά της. Την πρόσεξε τότε το γεράκι, και επειδή δεν είχε τί άλλο να φάει, πέταξε καταπάνω της και τη γράπωσε. Εκεί λοιπόν που ετοιμαζόταν να την ξεπαστρέψει, η καημενούλα βάλθηκε να τον εκλιπαρεί: «Αχ, άφησέ με, να χαρείς», του έλεγε. «Κοίταξέ με εδώ, δεν είμαι αρκετή εγώ από μόνη μου για να γεμίσεις την κοιλάρα σου εσύ, ολόκληρο γεράκι. Εντάξει, έχεις ανάγκη από φαγητό, αλλά γιατί δεν πας να κυνηγήσεις πιο μεγάλα πουλιά;» Όμως το γεράκι αποκρίθηκε: «Ναι καλά, δεν αποβλακώθηκα εντελώς. Σιγά μην αφήσω τη λεία που έχω έτοιμη μέσα στα χέρια μου για να τρέχω να γυρεύω τα άφαντα».
Το δίδαγμα του μύθου: Το ίδιο απερίσκεπτοι είναι ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι παρατούν όσα έχουν πρόχειρα επειδή ελπίζουν σε μεγαλύτερα αποκτήματα.

5. Ο χρεοφειλέτης.
[5.1] Ήταν μια φορά ένας χρεωμένος στην Αθήνα, που ο δανειστής του τον πίεζε να εξοφλήσει το χρέος του. Εκείνος, λοιπόν, παρακαλούσε στην αρχή τον τοκογλύφο να του δώσει παράταση, επειδή δεν είχε λεφτά. Δεν τον έπεισε όμως, και έτσι αναγκάστηκε να φέρει εκεί μπροστά τη μοναδική γουρούνα που είχε και να τη βγάλει για πούλημα, παρουσία του δανειστή. Σε κάποια στιγμή πλησίασε ένας αγοραστής και ρωτούσε αν είναι γόνιμη η γουρούνα. Ο χρεοφειλέτης βάλθηκε τότε να της πλέκει το εγκώμιο: «Βεβαίως, βεβαίως. Μάλιστα, όχι μόνο γεννάει, αλλά το κάνει και με απίστευτο τρόπο: Τον Μάρτη, που γιορτάζουμε τα Μυστήρια, γεννοβολάει θηλυκά γουρουνάκια, ενώ τον Αύγουστο, που έχουμε Παναθήναια, αρσενικά». Ο πελάτης έμεινε βέβαια έκπληκτος με αυτά τα λόγια, οπότε ο δανειστής τού είπε: «Τί παραξενεύεσαι ρε; Να δεις που όταν θα είναι τα Διονύσια, τούτη εδώ θα σου γεννήσει και κατσικάκια».
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλοί άνθρωποι, προκειμένου να βγάλουν κέρδος, δεν διστάζουν να πουν ψέματα ακόμη και για πράγματα που είναι αδύνατον να συμβούν.

Ο Αριστοτέλης και η αναζήτηση της αρετής

Από τη στιγμή που έχει καταδειχτεί ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση, αλλά μπορεί να αποκτηθεί με τον εθισμό, αυτό που μένει είναι η πρακτική διαδικασία, η ανεύρεση, δηλαδή, των καθημερινών επιλογών – συνηθειών, που θα διαπλάσουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα με τρόπο ενάρετο: «Επειδή λοιπόν η παρούσα φιλοσοφική μας ενασχόληση δεν έχει ως στόχο της, όπως οι άλλες, τη θεωρητική γνώση (η έρευνά μας δηλαδή δε γίνεται για να μάθουμε τι είναι η αρετή, αλλά για να γίνουμε ενάρετοι – αλλιώς δε θα είχε κανένα νόημα), είναι ανάγκη να εξετάσουμε το θέμα “πράξεις”, με το νόημα “πώς πρέπει να τις πράττουμε” – αυτό, φυσικά, επειδή από αυτές εξαρτάται και το τι θα είναι τελικά οι έξεις μας, όπως το έχουμε ήδη πει». (1103b 2, 30-34).
 
Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει την πάγια θέση ότι η φιλοσοφία που αποκόβεται από την ανθρώπινη πραγματικότητα στο όνομα καθαρά θεωρητικών αναζητήσεων δεν είναι φιλοσοφία. Έχοντας ως μοναδική αποστολή την υπηρεσία του ανθρώπου (διαφορετικά δεν έχει νόημα), οφείλει να σταθεί πλάι του λειτουργώντας βοηθητικά στη διερεύνηση όλων των διανοητικών ζητημάτων που τον απασχολούν.
 
Παρακολουθούμε το ξεδίπλωμα της αριστοτελικής δεοντολογίας για το ρόλο του φιλοσόφου (και κατ’ επέκταση του επιστήμονα), που τίθεται αποκλειστικά σε ανθρωποκεντρική βάση. Αυτός είναι και ο λόγος που αντιτάσσεται στον πλατωνικό κόσμο των ιδεών. Γιατί ο άνθρωπος είναι συνυφασμένος με τις αισθήσεις κι όπως δε νοείται άνθρωπος χωρίς αισθήσεις, έτσι δεν μπορεί να νοηθεί και κόσμος που δεν τις λαμβάνει υπόψη – πολύ περισσότερο που τις περιφρονεί ως δεσμά που τον οδηγούν στην αμάθεια. Εκτός αν μιλάμε για μη ανθρώπινο κόσμο, οπότε στερείται ενδιαφέροντος.
 
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης αναζητά την πρακτική εφαρμογή αυτών που πρεσβεύει, αφού το ανεφάρμοστο ή αυτό που κινείται στο νεφέλωμα της θεωρητικής ασάφειας δεν τον αφορά. Κι εδώ βρίσκονται τα προβλήματα, καθώς είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς με τρόπο καθαρά πρακτικό (δηλαδή απολύτως συγκεκριμένο) σε ζητήματα πολύπλοκα και πολλές φορές αντιφατικά, όπως η ανθρώπινη προσωπικότητα: «Ας σπεύσουμε όμως να συμφωνήσουμε από τώρα μεταξύ μας πως κάθε φορά που μιλούμε για πράξεις και για συμπεριφορές ο λόγος μας δεν μπορεί παρά να είναι γενικός και όχι ακριβής ως τη λεπτομέρεια». (1104a 2, 1-2).
 
Με άλλα λόγια, αφού όλα κινούνται με γνώμονα τον άνθρωπο, και η παρέμβαση του φιλοσόφου να δώσει ερμηνείες μεταφέροντας τις διανοητικές του αναζητήσεις στο πρακτικό πεδίο θα γίνουν επίσης μέσα στα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Το ζήτημα είναι ότι η επακριβής, εξονυχιστική παρουσίαση της ανθρώπινης δράσης κρίνεται αδύνατη, καθώς δεν πρόκειται για κάτι μετρήσιμο.
Μοιραία, η αναζήτηση θα κυμανθεί σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι χάνει τον προσανατολισμό της. Απλώς, οφείλει να προσαρμοστεί στα δεδομένα της διερεύνησης: «το είπαμε ήδη στην αρχή αρχή, ότι οι φιλοσοφικοί μας λόγοι πρέπει να ζητούμε να είναι αντίστοιχοι προς το θέμα μας – και, βέβαια, τα θέματα τα σχετικά με τη συμπεριφορά μας και με ό,τι μας συμφέρει και μας ωφελεί δεν έχουν τίποτε το σταθερό, όπως δεν έχουν τίποτε το σταθερό και τα θέματα τα σχετικά με την υγεία μας». (1104a 2, 3-5).
 
Με άλλα λόγια, συνταγή ευτυχίας που να την πάρει κανείς και να την εφαρμόσει επακριβώς δεν υπάρχει. Αν κάποιος ψάχνει την απόλυτη καθοδήγηση (με συμβουλές του στυλ «κάθε απόγευμα να ποτίζεις τα λουλούδια») ας μην υπολογίζει στον Αριστοτέλη. Εφόσον μιλάμε για ανθρώπους δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το πρόταγμα μιας γενικής κατεύθυνσης, που θα ακολουθείται ως τρόπος ζωής με οτιδήποτε κι αν ασχολείται κανείς. Από τη στιγμή που πράγματα πολύ πιο συγκεκριμένα και μετρήσιμα, όπως η υγεία, είναι αδύνατο να μπουν σε απόλυτα καλούπια, θα ήταν προφανώς παράλογο να ζητηθεί κάτι τέτοιο για ένα θέμα τόσο αόριστο και υποκειμενικό, όπως η ευτυχία.
 
Αυτό που μένει είναι η κρίση του καθενός, ώστε να επιλέγει αυτά που του ταιριάζουν: «Αν αυτό ισχύει για τις γενικότερου περιεχομένου κρίσεις μας, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό δεν μπορεί να είναι ακριβής ως την τελευταία λεπτομέρεια ο λόγος μας για τα επιμέρους θέματα, αφού αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο κάποιας συγκεκριμένης επιστήμης ούτε εμπίπτουν σε κάποιους συγκεκριμένους κανόνες, αλλά τα ίδια τα ενεργούντα άτομα πρέπει κάθε φορά να κρίνουν τι ταιριάζει στη συγκεκριμένη περίσταση – όπως ακριβώς συμβαίνει στο χώρο της ιατρικής ή στην τέχνη της διακυβέρνησης του πλοίου». (1104a 2, 6-11).
 
Παρά τις αντικειμενικές αυτές δυσκολίες όμως, ο Αριστοτέλης θα χαράξει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η αρετή, προς επίτευξη της ευτυχίας: «Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την παρατήρηση ότι τα πράγματα αυτά έχουν από τη φύση τους την ιδιότητα να φθείρονται από την έλλειψη και την υπερβολή, όπως ακριβώς βλέπουμε ότι γίνεται στην περίπτωση της σωματικής ρώμης και της υγείας – το θεωρείτε, φαντάζομαι, φυσικό, για τα όχι φανερά πράγματα να χρησιμοποιούμε τις αποδείξεις που μας προσφέρουν τα φανερά». (1104a 2, 12-16).
 
Οι παρατηρήσεις του αισθητού κόσμου αποτελούν για τον Αριστοτέλη αδιαπραγμάτευτα τεκμήρια. Κι όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει τις αρνητικές συνέπειες τόσο της υπερβολής όσο και τη έλλειψης: «οι υπερβολικές γυμναστικές ασκήσεις αλλά και οι λειψές φθείρουν τη σωματική δύναμη· τα ποτά και τα τρόφιμα, όταν γίνονται περισσότερα ή λιγότερα από κάποια συγκεκριμένη ποσότητα, φθείρουν την υγεία, ενώ τα σύμφωνα με το μέτρο τη γεννούν, την αυξάνουν και τη διασφαλίζουν». (1104a 2, 16-20).
 
Ο πρώτος αδιαπραγμάτευτος κανόνας που τίθεται για την αναζήτηση της αρετής είναι το μέτρο. Η υπερβολή και η έλλειψη παρουσιάζονται ως κυριότεροι παράγοντες απομάκρυνσης από την αρετή. Η μεσότητα σε όλα τα ζητήματα είναι ο ασφαλέστερος τρόπος προσέγγισής της. Η μέριμνα του σώματος δίνει το στίγμα. Τόσο το φαγητό, όσο και η γυμναστική κρίνονται απαραίτητα για την καλή σωματική υγεία, όμως η πολυφαγία και οι εξοντωτικές γυμναστικές ασκήσεις αποδεικνύονται ζημιογόνα. Με δυο λόγια, είναι καλό να τρώει ή να γυμνάζεται κανείς όσο πρέπει. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, καθώς όσο βλάπτει το ένα (έλλειψη), άλλο τόσο βλάπτει και άλλο (υπερβολή).
 
Και το σώμα είναι απλώς το παράδειγμα: «Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στην περίπτωση της σωφροσύνης, της ανδρείας και των άλλων αρετών». (1104a 2, 20-22).
 
Κι αν κάποιος θέλει περισσότερες εξηγήσεις, ο Αριστοτέλης θα δώσει: «… ο άνθρωπος που συστηματικά τρέπεται σε φυγή μπροστά στο καθετί, που φοβάται τα πάντα και δεν αντιστέκεται σε τίποτε, γίνεται δειλός· ο άνθρωπος, από την άλλη, που δε φοβάται τίποτε και βγαίνει να αντιμετωπίζει το καθετί, γίνεται απόκοτος· το ίδιο: αυτός που απολαμβάνει συστηματικά όλων των ειδών τις ηδονές και δε μένει μακριά από καμία, γίνεται ακόλαστος, ενώ αυτός που – σαν αγροίκος – μένει συστηματικά μακριά από όλες τους, γίνεται, θα λέγαμε, αναίσθητος· συμπέρασμα: τη σωφροσύνη και την ανδρεία τις φθείρει η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ η μεσότητα τις σώζει». (1104a 2, 22-29).
 
Όλες οι αρετές έχουν ως βάση τη μεσότητα. Πρέπει να είναι κανείς ανδρείος, αλλά όχι θρασύς. Δεν είναι σωστό να γίνεται κανείς έρμαιο των ηδονών, αλλά δεν πρέπει και να στερεί από τον εαυτό του («σαν αγροίκος») τις απολαύσεις της ζωής. Η αρετή εμφανίζεται πάντα ως σημείο ισορροπίας, ως σταθερότητα κι ευρυθμία ανάμεσα στα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης.
 
Στο αρνητικό ζεύγος δειλός – θρασύς (έλλειψη – υπερβολή) αυτό που προτάσσεται είναι η αρμονικότητα και η σύνεση της μετριοπάθειας ως μόνος δρόμος για την αρετή. Κι αυτό είναι το θάρρος. Σε τελική ανάλυση, και αυτό που ονομάζουμε ευτυχία δεν είναι παρά η ισορροπία της ψυχής που επέρχεται από τις αποφάσεις της μεσότητας. Είναι καλό να μην ανέχεται κανείς να τον αδικούν, αλλά δεν πρέπει να ψάχνει συνέχεια για εχθρούς ή να αναλύει τα πάντα για να βρει το υποτιμητικό σχόλιο που τον μειώνει.
 
Η έλλειψη και η υπερβολή δηλητηριάζουν την ψυχή, όπως ακριβώς ζημιώνουν το σώμα. Όμως η αναζήτηση της μεσότητας δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως απαξίωση της προσπάθειας, δεν πρέπει, δηλαδή, να εκληφθεί ως ματαίωση της εντατικοποίησης: «π.χ. στην περίπτωση της σωματικής ρώμης: η σωματική ρώμη γεννιέται από την πολλή τροφή και από την άσκηση στους πολλούς κόπους, αυτά όμως τα πράγματα είναι ικανός να τα κάνει κατά κύριο λόγο ο σωματικά ρωμαλέος. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις αρετές: μένοντας συστηματικά μακριά από τις ηδονές γινόμαστε σώφρονες, και όταν γίνουμε, έχουμε πια σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δύναμη να μένουμε μακριά τους». (1104a 2, 33-39).
 
Ο Αριστοτέλης θα φέρει κι ένα ακόμη παράδειγμα: «το ίδιο και με την ανδρεία: αποκτώντας σιγά σιγά τη συνήθεια να περιφρονούμε τα πράγματα που προκαλούν φόβο και να τα αντιμετωπίζουμε, γινόμαστε ανδρείοι, και όταν γίνουμε, έχουμε πια σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δύναμη να τα αντιμετωπίζουμε». (1104b 2, 1-4).
 
Με άλλα λόγια, αν κάποιος θέλει να αποκτήσει κάποια αρετή, πρέπει να μοχθήσει. Να εξασκηθεί. Εξάλλου, για όλες τις ηθικές αρετές προηγείται το ενεργεία κι ακολουθεί το δυνάμει, πράγμα που σημαίνει ότι προηγείται η προσπάθεια των επαναλαμβανόμενων πράξεων που θα φέρουν τον εθισμό, ώστε ακολούθως να έχει κανείς τη δυνατότητα να εφαρμόσει την αρετή που κατέχει, όταν το ζητήσουν οι περιστάσεις.
 
Όμως κι εδώ υπάρχουν όρια. Στόχος είναι η ανδρεία κι όχι το θράσος. Ο εσφαλμένος εθισμός που τελικά θα επιφέρει το θράσος αντί της ανδρείας ή την αναισθησία αντί της εγκράτειας δεν έχει ποιότητα, αφού τελικά δεν οδηγεί στην αρετή. Ο εθισμός πρέπει επίσης να εκπληρώνει τις αρχές της μεσότητας. Θα έλεγε κανείς ότι η μεσότητα η ίδια θα έπρεπε να είναι αντικείμενο εθισμού. Κι αυτή είναι η εξασφάλιση της ποιότητας.
 
Ο καθορισμός του μέτρου στις έξεις είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, καθώς οι έξεις θα διαμορφώσουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Αν κάποιος μάθει να συμπεριφέρεται υπερβολικά δεν μπορεί παρά κινείται στην υπερβολή. Γιατί ο εθισμός σε κάτι γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Η φράση «έξις δευτέρα φύσις» είναι αρκούντως κατατοπιστική. Ο άνθρωπος είναι ακριβώς αυτό που συνηθίζει να πράττει. Γι’ αυτό πρέπει οι πράξεις του να συνοδεύονται από ποιότητα.
 
Ο εθισμός, ως υπέρτατη συνήθεια που σηματοδοτεί την προσωπικότητα του ανθρώπου, ολοκληρώνεται μόνο αν συνδεθεί με τα συναισθήματα: «Σημάδι αποδεικτικό των έξεων πρέπει να θεωρούμε την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας». (1104b 3, 5-6).
 
Το να ασκεί, δηλαδή, κάποιος την αρετή δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι ενάρετος. Αν η άσκηση της αρετής δε συμβαδίζει με το αίσθημα της χαράς κρίνεται επίφοβη. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί: «Όποιος μένει μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση, είναι άνθρωπος σώφρων· ακόλαστος είναι αυτός που το πράγμα αυτό τον δυσαρεστεί· επίσης: ο άνθρωπος που στέκεται να αντιμετωπίσει όλα τα επικίνδυνα πράγματα και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση ή, έστω, δεν τον δυσαρεστεί, είναι ανδρείος· δειλός είναι αυτός που το πράγμα αυτό τον δυσαρεστεί». (1104b 3, 6-10).
 
Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος θα κάνει αυτό που του δίνει ευχαρίστηση. Είναι αδύνατο να πράξει διαφορετικά. Αυτός που συνέχεια καταπιέζεται κάνοντας πράγματα που δεν επιθυμεί είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία. Κι αυτό είναι το νόημα του σωστού εθισμού. Να κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται με τις αξιόλογες πράξεις.
 
Η επισήμανση του Αριστοτέλη για τον ανδρείο «αντιμετωπίζει όλα τα επικίνδυνα πράγματα και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση» δεν είναι προτροπή προς το φιλοπόλεμο. Δεν εννοεί, δηλαδή, ότι ανδρείος είναι αυτός που ευχαριστιέται με τις μάχες. (Γι’ αυτό και συμπληρώνει «ή, έστω, δεν τον δυσαρεστεί»). Εννοεί ότι ανδρείος είναι αυτός που στέκεται και αντιμετωπίζει τους κινδύνους χωρίς να νιώθει τον πειρασμό να το βάλει στα πόδια.
 
Κι όταν ο κίνδυνος περάσει, νιώθει χαρά που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αν νιώθει φόβο, και στο τέλος της μάχης, αντί για την ικανοποίηση του εαυτού, αισθανθεί ανακούφιση για τον κίνδυνο που διέφυγε και οδύνη για την επόμενη μάχη που θα πρέπει να συμμετέχει, τότε είναι δειλός ασχέτως που δε λιποτάχτησε. Γιατί έχοντας τέτοια ψυχολογία είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα το κάνει.
 
Με τον ίδιο τρόπο, όταν κάποιος απορρίπτει μια δωροδοκία ή μια πρόταση για κλοπή ή οποιοδήποτε πειρασμό για άδικη κερδοφορία, πρέπει να είναι περήφανος γι’ αυτό. Να αισθάνεται γαλήνη και ψυχική ολοκλήρωση. Γιατί, αν σκέφτεται τα κέρδη που έχασε και υπολογίζει τις ηδονές που θα μπορούσε να απολαύσει μ’ αυτά, είναι πολύ πιθανό, την επόμενη φορά να υποκύψει. Το συναίσθημα είναι που θωρακίζει τη συμπεριφορά.
 
Ο Αριστοτέλης εφαρμόζοντας την αρχή ότι η φιλοσοφία πρέπει να απευθύνεται στους ανθρώπους λαμβάνει πολύ σοβαρά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και το συναίσθημα αποτελεί κινητήριο δύναμη για την ανθρώπινη δράση. Αν λοιπόν θέλουμε να γαλουχήσουμε τον άνθρωπο στο δρόμο της αρετής, πρέπει να του μάθουμε ότι η χαρά έχει να κάνει με την πραγμάτωση της αρετής.
 
Η συναισθηματική είσπραξη από την ενάρετη πράξη είναι η επιβεβαίωση του εθισμού που πλέον είναι αμετάκλητος. Κι αν κάποιος έχει τον αντίθετο προς την αρετή εθισμό, αν δηλαδή βρίσκει χαρά κλέβοντας ή εξαπατώντας το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό του, αλλά ολόκληρης της πόλης. Γιατί όχι μόνο θα είναι δύσκολο να ευτυχήσει ο ίδιος προσωπικά, αλλά θα ζημιώσει την κοινωνική γαλήνη παραβαίνοντας τους νόμους.
 
Κι αυτό η πόλη πρέπει να το λάβει υπόψη της πολύ σοβαρά. Να εκμεταλλευτεί δεόντως τους θεσμούς της παιδείας και της αγωγής στρέφοντας τους πολίτες προς τη σωστή κατεύθυνση. Όσο για την πόλη που ανάγει σε κοινωνικό πρότυπο την αδικία, την απληστία, την αναξιοκρατία και την αδιαφορία προς τον άλλο, αριστοτελικά τουλάχιστον, δεν έχει καμία πιθανότητα ευημερίας…
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Στον έρωτα να μετράς πάντα το «τώρα»

Έρωτα τον λένε. Πολλοί τον ζουν. Άλλοι σωστά κι άλλοι λάθος. Βλέπεις δεν υπάρχουν οδηγίες χρήσης. Όπως του υπαγορεύει του καθενός το μέσα του, εκείνοι οι άτακτοι χτύποι της καρδιάς, έτσι και τον ζει.

Κάποιους τους απελευθερώνει. Δίνει φτερά στις πλάτες τους και τους εκτοξεύει σε δυσθεώρητα ύψη.

Ψηλές πτήσεις. Επικίνδυνες αλλά με ασύγκριτη αίσθηση πληρότητας και θέα.

Κάποιους πάλι τους δένει βαρίδια στα πόδια και τους πετά στα βάθη. Είναι αυτοί που αδυνατούν να τον διαχειριστούν, που πνίγονται και μόνο στην ιδέα του.

Αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται πολύ. Και κάπως έτσι χάνουν τη βαθύτερη ουσία. Χάνουν το παρόν του έρωτα και μένουν να απορούν για το παρελθόν και να αγχώνονται για το μέλλον.

Μόνο που η ουσία του έρωτα είναι στο τώρα. Μήτε στο χθες, μήτε στο αύριο.

Τι μπορεί να αλλάξει από όσα έγιναν στο παρελθόν; Τίποτα. Ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει. Μνήμες και πάθη, αμφιβολίες και δάκρυα ας μείνουν κλεισμένα σε ένα συρτάρι. Μήτε το δικό σου παρελθόν αλλάζει μήτε του έρωτά σου. Κι όσο μένεις να σκέφτεσαι, να θυμώνεις, να απογοητεύεσαι ή και να ζηλεύεις, τόσο χάνεις στιγμές. Τόσο φυλακίζεσαι σε μνήμες που καλά κάνουν και υπάρχουν αλλά που δε βοηθούν κανέναν.

Όσο για το αύριο; Ποιος ξέρει; Ποιος κατάφερε ποτέ να σιγουρέψει το αύριο στον έρωτα;

Κανείς. Κι όποιος προσπάθησε βρέθηκε να διαψεύδεται πανηγυρικά. Γιατί δεν πιάνεται μάτια μου ο έρωτας. Δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν αναγνωρίζει προβλέψεις, μήτε σχέδια και προγραμματισμούς.

Απλά τον ζεις. Τον ανασαίνεις, τον μυρίζεις, ποτίζεις από εκείνον. Κι όσο βαστά, τον χαίρεσαι. Δεν τον μιζεριάζεις με αμφιβολίες και φόβους. Δεν τον γκαντεμιάζεις με “αν” κι “ως πότε”.

Απλά τον ζεις. Τώρα τον ζεις, που είναι στα καλύτερά του. Τον χαίρεσαι, τον καμαρώνεις, γεμίζεις από δαύτον.

Τώρα τον ευχαριστιέσαι μέχρι το μεδούλι. Σήμερα, γιατί για αύριο δεν ξέρεις. Μήτε εσύ, μήτε άλλος κανείς…

Αν αύριο υπάρχει, με γεια σου με χαρά σου. Αν πάλι δεν υπάρχει, θα κλάψεις, θα πονέσεις και θα ξεχάσεις. Αλλά μπορεί και να γελάσεις, να ανακουφιστείς, δεν ξέρεις. Μπορεί να σταυροκοπηθείς και να πεις ευτυχώς που τελείωσε.

Γιατί έτσι άστατος είναι ο έρωτας από καταβολής χρόνου.

Τη μια φυσάει πρίμα και την άλλη σε παίρνει και σε σηκώνει.

Ποιο το νόημα, λοιπόν, να ανησυχείς για το χθες; Αφού ό,τι ήταν να φέρει το έφερε. Ποιο το νόημα, να ανησυχείς για το αύριο; Αφού δεν ξέρεις τι θα φέρει.

Να ελπίζεις μόνο ό,τι κι αν είναι να έρθουν να είναι για καλό. Μόνο για καλό. Κι όλα τα άλλα άστα στην τύχη.

Εκείνη ξέρει…

Τι λέμε Αγάπη

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο˙ αγάπη είναι να κοιτάζουν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση» Μπουσκάλια

Κάθε προσπάθεια ορισμού ή έστω μιας εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας αγάπη προσκρούει πάντα στις πολλαπλές αποχρώσεις της που αφορούν το βαθύτερο περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την έντασή της και το αντικείμενο. Η δυσκολία του ορισμού δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι συνιστά μια αφηρημένη έννοια αλλά κι από τη διαπίστωση ότι είναι ένα συναίσθημα που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, και γι’ αυτό επιδέχεται πολλές κι αντιτιθέμενες ερμηνείες.

Διαφορετικά την προσεγγίζουν οι βιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες….. υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές και τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από τα θυελλώδη συναισθήματα, ενώ η αγάπη από τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Στον έρωτα κυριαρχεί ένας παραλογισμός κι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που πυροδοτεί τον ψυχικό κόσμο. Στόχος του η ένωση δύο ατόμων με προορισμό την ερωτική ικανοποίηση. Αντίθετα, στην αγάπη κυριαρχεί η σωφροσύνη που αποτελεί και το βάθρο μιας υγιούς ανθρώπινης σχέσης με εσωτερικό περιεχόμενο και διάρκεια.

Έτσι, έχουμε την μητρική αγάπη, την ερωτική, την υπερβατική αγάπη προς το θείο, τη φιλική, αδελφική, πατριωτική, την αγνή, την άδολη, τη φλογερή ή την αρρωστημένη. Κάποιοι πολιτισμοί έχουν δέκα ή και περισσότερες λέξεις για να αποδώσουν τις διάφορες μορφές της αγάπης. Γιατί, όμως, να ορίσουμε την έννοια της αγάπης όταν μπορούμε να τη νιώσουμε; «Μήπως όλες οι μορφές αγάπης είναι βασικά ένα πράγμα, οπότε η αγάπη, στις πάμπολλες και πολυποίκιλες εκδηλώσεις της, είναι τελικά η μοναδική πραγματικότητα;»

Σχετικά με το αντικείμενο της αγάπης μας από τον Φρόιντ αρχικά κι από άλλους αργότερα επισημάνθηκαν τα εξής:

α. Συνήθως αγαπάμε εκείνο το πρόσωπο, την ιδιότητα ή συμπεριφορά που ομοιάζει με τη δική μας. Στο πρόσωπο του άλλου βλέπουμε το δικό μας Εγώ. Άρα, στην περίπτωση αυτή στην ουσία δεν «αγαπάμε» τον άλλο αλλά ασυνείδητα το δικό μας Εγώ. Εδώ υπολανθάνει μια μορφή «αθώου» ναρκισσισμού.

β. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πλάθει την ιδανική μορφή – εικόνα του Εγώ του. Αυτή η εξιδανικευμένη μορφή εμπεριέχει όλα τα θετικά και επιθυμητά στοιχεία του Εγώ. Όταν αυτό το εξιδανικευμένο πρότυπο το βλέπουμε σε ένα άλλο πρόσωπο – Εγώ τότε αμέσως το πρόσωπο αυτό καθίσταται αντικείμενο αγάπης.

«Αγαπά κανείς το αντικείμενό του γιατί βρίσκει σ’ αυτό την τελειότητα που επεδίωκε για το δικό του Εγώ, και προσπαθεί να την εξασφαλίσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό του» (Φρόιντ «Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ»).

Κατά καιρούς πολλοί μελετητές του κορυφαίου αυτού συναισθήματος, της αγάπης, αναλώθηκαν στην καταγραφή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη βίωσή της. Προϋποθέσεις που υπερβαίνουν τις απλές συνταγές και εισχωρούν στη βαθύτερη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού. Κάθε πρόταση – προϋπόθεση, όμως, της αγάπης πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την ελευθερία ως του κατεξοχήν στοιχείου που διέπει το βαθύτερο πυρήνα της. «Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται˙ γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη» (Χαλίλ Γκιμπράν, «Ο προφήτης»).

Ο Έριχ Φρομ στο εμβληματικό του έργο «Η Τέχνη της Αγάπης θεωρεί πως «να αγαπάς προϋποθέτει το άτομο να έχει ξεπεράσει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία». Αυτή η πρόταση υποδηλώνει και αισθητοποιεί πως η προσφορά αγάπης προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό του υποκειμένου από τα δεσμά του ναρκισσισμού. Κι αυτό γιατί η αυτάρκεια και η δύναμη που γεννά ο ναρκισσισμός αναστέλλει κάθε εκδήλωση αγάπης προς τους άλλους. Ο ναρκισσιστής θαμπώνεται από το φωτεινό είδωλο του Εγώ του και αρκείται στην επιβεβαίωσή του μέσα από τον αυτοθαυμασμό του.

Επιπρόσθετα, η «ναρκισσιστική παντοδυναμία» κάνει το άτομο εγωιστικό και το υποχρεώνει να αναζητά την ευτυχία του όχι στην προσφορά προς τους άλλους αλλά στην αποδοχή του θαυμασμού από τους άλλους. Η προσφορά αγάπης, όμως, προϋποθέτει μετριοφροσύνη, αλτρουισμό και εσωτερική σεμνότητα. Αυτός που αγαπά νιώθει λίγο αδύναμος κι ανασφαλής γι’ αυτό και προσφέρει αγάπη με την ελπίδα της ανταπόκρισης. Η ταπεινοφροσύνη καθιστά το υποκείμενο της αγάπης συγκαταβατικό και ανεκτικό.

Επομένως, η αγάπη προϋποθέτει την απεξάρτηση του ατόμου από την οίηση της παντοδυναμίας του Εγώ και την αναζήτηση της χαράς και της εσωτερικής πληρότητας στην ταπεινότητα και στην ομολογία της αδυναμίας.

Σε ένα άλλο επίπεδο ο Έριχ Φρομ θέτει ως προϋπόθεση της αγάπης το σεβασμό, που «δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής του ατομικότητας». Αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο της αγάπης έχει την ικανότητα να βλέπει το πρόσωπο – αντικείμενο της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι όπως αυτό (υποκείμενο) θα ήθελε να είναι. Ο σεβασμός, δηλαδή, απομακρύνει κάθε υποκειμενική θεώρηση του άλλου και θρυμματίζει κάθε εγωιστική συμπεριφορά.

Ο σεβασμός, επίσης, βοηθά να αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες του διπλανού μας και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική κι ανεπανάληπτη οντότητα. Η αποδοχή του άλλου ως μιας αυτόβουλης ατομικότητας συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάδειξη θετικών στοιχείων και κυρίως του ανθρωπισμού και της αρετής της ανεκτικότητας. Έτσι, περιορίζεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου να βλέπει αλλά και να θέλει όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να «συμμορφώνονται» προς τις δικές του ιδιαιτερότητες.

Συναφές προς τα παραπάνω είναι και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου ως αφετηρία για την οικοδόμηση σχέσεων πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας και της δημιουργικής συμβίωσης.

Προκειμένου δε για την αγάπη ο σεβασμός διασώζει το υποκείμενο από την τάση για απόλυτη κτήση – εξουσία πάνω σε εκείνο το πρόσωπο που διεκδικεί μερίδιο από τα αισθήματά μας. Όσο κι αν η αγάπη είναι εν μέρει δεσποτική και κτητική, ο σεβασμός ισορροπεί τις αντιφατικές διαθέσεις των υποκειμένων της αγάπης (επιθυμία να κυριαρχούν και να εξουσιάζονται) και διασώζει τελικά την αξιοπρέπεια αλλά και την ελευθερία τους.

Από μια άλλη σκοπιά ο Μπουσκάλια τονίζει πως η πραγματική αγάπη είναι αυτή που δεν αναμένει ανταλλάγματα «Είναι αγάπη μόνον όταν προσφέρεται χωρίς προσμονή ανταλλαγμάτων… Δεν μπορείς να επιμένεις να σ’ αγαπήσει κάποιος, να σου ανταποδώσει την αγάπη». Αυτό σημαίνει απαλλαγή από την προσδοκία της ανταπόδοσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τα συναισθήματα των άλλων. Η μόνη εγγύηση για την αληθινή αγάπη είναι η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας (αυτογνωσία).

Η απελευθέρωση, λοιπόν, από την επιθυμία – απαίτηση έναντι των άλλων συνιστά μια ακόμη προϋπόθεση της αληθινής αγάπης, γιατί οι άλλοι μπορούν να δώσουν μόνο όσα αυτοί νιώθουν και όχι όσα εμείς έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία «την αγάπη τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ποιο σκοπό θα είχε η γνώση αν δεν την προσφέραμε στους σπουδαστές; Ποιο νόημα θα είχε η ομορφιά που δεν θα γινόταν εμπειρία και βίωμα όλων;» (Μπουσκάλια).

Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη αν σε όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζαμε την αιρετική άποψη του Φρόιντ σχετικά με τη Χριστιανική επιταγή «να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Θεωρεί μια τέτοια αγάπη αθέμιτη κι ανώφελη και ίσως – ίσως «αδικία» προς αυτούς που πραγματικά αξίζουν την αγάπη του υποκειμένου «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Σε τι θα μας βοηθήσει; Πώς μας είναι δυνατό; Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο…. Για να αγαπώ κάποιον άλλο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το αξίζει…. Κάνω μάλιστα αδικία, γιατί η αγάπη μου θα κριθεί από όλους τους δικούς μου σαν προτίμηση˙ είναι αδικία απέναντί τους που τοποθετώ τον ξένο στην ίδια θέση με αυτούς…. Προς τι μια τόσο επίσημα εμφανιζόμενη εντολή, αφού η εκτέλεσή της δεν μπορεί να συστηθεί σα λογική;» (Φρόιντ, «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).

Την πλήρη αντίθεση του προς τη Χριστιανική αγάπη ο Φρόιντ την θεμελιώνει στον παραλογισμό που αυτή κρύβει «Υπάρχει μια δεύτερη εντολή που μου φαίνεται πιο ακατάληπτη και ξεσηκώνει μέσα μου ισχυρότερη αντίσταση. Αυτή λέει: Αγάπα τους εχθρούς σου… Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό είναι μια περίπτωση παρόμοια με το Gredo quia absurdum». Υπέρμαχος της θέσης του Χομπς «Homo homini lupus» ο Φρόιντ είναι αντίθετος στο κάλεσμα για αγάπη – ιδιαίτερα προς τον εχθρό μας - , αφού κάτι τέτοιο είναι μη εφικτό αλλά και αθέμιτο.

Ωστόσο, ο φιλόσοφος – ποιητής Σίλλερ επισημαίνει με έμφαση πως «η πείνα και η αγάπη στηρίζουν το μηχανισμό του κόσμου». Η πείνα αφορά την ικανοποίηση αναγκών για την υλική επιβίωση και συντήρηση του ατόμου. Η αγάπη στρέφεται στο αντικείμενο και διευκολύνει τη συνύπαρξη των ανθρώπων με στόχο τη διατήρηση του είδους.

Αγάπη, επομένως, χωρίς «όρους και όρια» προς όλους και προς τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι θα εξανθρωπίσουμε τον κόσμο και θα λυτρώσουμε τον ψυχισμό μας κόσμο από το φθόνο και το φόβο των άλλων.

«Εκείνη η αγάπη είναι μεγάλη, όταν φέρνει μέσα μας, τέτοιες αλλαγές όσες δεν έφεραν όλες οι επαναστάσεις του κόσμου».

Κινητήριος δύναμη, μπορεί να είναι μόνο η αγάπη

Ζευγάρια σε αδιέξοδο. Σύντροφοι απεγνωσμένοι. Πολύ θυμός. Πολλή απογοήτευση, ακόμη περισσότερη ματαίωση. Έρωτες που φθάρθηκαν, σχέσεις που ξέφτισαν, λόγια που ξεχάστηκαν. Σύντροφοι τρομαγμένοι : Άλλοι απειλούν, άλλοι απολογούνται, άλλοι παρακαλούν. Βλέμματα σκληρά, χαμόγελα παγωμένα, πίκρα και θυμός. Η εικονοποιία της κρίσης. Ένα κάδρο λυπηρό – το αντίθετο της Άνοιξης : χιόνια λασπωμένα στην άκρη του πεζοδρομίου…

Ζευγάρια που έχουν ξεχάσει να αγαπάνε. Έχουνε ξεχάσει πως κάποτε οι δύο σύντροφοι, οι δύο εραστές ενώθηκαν από αγάπη, από επιθυμία ο ένας για τον άλλο. Κανείς δεν τους υποχρέωσε (συνήθως), μόνοι τους το θέλησαν, μόνοι τους το επιδίωξαν, μόνοι τους τα κατάφεραν.
Και τώρα καταφέρνουν το αντίθετο!

Την αποσύνθεση του νοήματος που οι ίδιοι δόμησαν. Από εκεί, από την αποσύνθεση, περνάει και ο δρόμος του γυρισμού (για όσους τον αναζητήσουν). Από την σύνθεση της Αγάπης του ενός για τον άλλον. Από το δόσιμο του ενός στον άλλον. Και από τις αναγκαίες υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που χρειάζεται να κάνουν και οι δύο, όπως χρειάστηκε να κάνουν και παλιά, στην αρχή. Τότε τα είχαν καταφέρει…(θυμάστε;) Γιατί δεν υπάρχει σχέση χωρίς υποχωρήσεις, χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς αμοιβαία μετακίνηση των δύο συντρόφων από την θέση τους, από τη θέληση τους, από τη βάση τους.

Η σχέση είναι ο νέος, κοινός τόπος που διαμορφώνεται από τον συμβιβασμό. Ο νέος τόπος που διαμορφώνεται απ’ τον συγκερασμό των απόψεων, των ιδεών, των «θέλω» και των «πρέπει» των δύο συντρόφων. Η σχέση είναι «ο διθέσιος καναπές, έναντι των δυο ατομικών πολυθρόνων, που πρέπει να αποχωριστούν οι δύο σύντροφοι, για να κάτσουν μαζί, ενωμένοι.»

Και η κινητήριος δύναμη, η συγκολλητική ουσία και το καύσιμο μαζί, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την Αγάπη! Ούτε τα χρήματα, ούτε η γοητεία, ούτε η δόξα, τίποτα από όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί, δεν αρκούν για να προχωρήσει μια σχέση. Αντιθέτως, χωρίς χρήματα, χωρίς δόξα, χωρίς γοητεία, χωρίς τίποτα σχεδόν, αλλά με Αγάπη δύο άνθρωποι μπορούν να καταφέρουν πολλά. Πάρα πολλά…

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

Όταν μου απλώνεις το μικρό σου χέρι,
Που τόσα ανείπωτα λέει,
Σε ρώτησα ποτέ μου,
Αν μ’ αγαπάς;

Μα δεν θέλω να μ’ αγαπάς,
Θέλω μονάχα να σε νιώθω κοντά
Και πως εσύ καμιά φορά σιωπηλά και σιγανά
Το χέρι σου να μου απλώνεις.

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Είναι πραγματικά ανησυχητικό και παράλογο πόσο μας χαροποιεί η προσοχή των άλλων και πόσο μας θίγει η αδιαφορία τους

Πώς μας επηρεάζει η έλλειψη αγάπης; Γιατί η ακραία παραμέληση θα μας ωθούσε σε τέτοια «οργή και ανείπωτη απελπισία», ώστε ακόμη και τα βασανιστήρια να τα θεωρούμε ανακούφιση μπροστά της;

Η προσοχή των άλλων έχει πρωταρχική σημασία, μάλλον, επειδή υποφέρουμε εκ γενετής από αβεβαιότητα ως προς την αξία μας· πράγμα που σημαίνει ότι η γνώμη των άλλων για το άτομό μας καταλήγει να επιδρά καθοριστικά στην εικόνα που είμαστε σε θέση να διαμορφώνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Η αυτοθεώρησή μας είναι δέσμια της γνώμης εκείνων που μας περιβάλλουν. Αν διασκεδάζουν με τα ανέκδοτά μας, αποκτούμε σιγουριά ως προς την ικανότητά μας να είμαστε διασκεδαστικοί. Αν μας επαινούν, σχηματίζουμε την εντύπωση ότι είμαστε σπουδαίοι. Αν όμως κάποιος αποφύγει τη ματιά μας την ώρα που μπαίνουμε σε κάποιο χώρο ή το βάλει στα πόδια μόλις αναφέρουμε τι δουλειά κάνουμε, είναι πιθανόν να νιώσουμε ανάξιοι και να μας καταλάβει διάθεση αυτοαμφισβήτησης.

Σε έναν ιδεώδη κόσμο δε θα ήμαστε τόσο ευάλωτοι. Θα παραμέναμε ατάραχοι, ασχέτως αν θα μας πρόσεχαν ή θα μας αγνοούσαν, αν θα μας εγκωμίαζαν ή θα μας χλεύαζαν. Δε θα μας ξελόγιαζε όποιος μας απευθύνει μια απατηλή φιλοφρόνηση. Και αφού θα αποτιμούσαμε σωστά τον εαυτό μας για να συμπεράνουμε την αξία μας, δε θα μας πλήγωναν τα υποτιμητικά σχόλια των άλλων. Θα ξέραμε τι αξίζουμε. Εμείς όμως, αντίθετα, φαίνεται ότι διαθέτουμε ολόκληρο φάσμα από αποκλίνουσες απόψεις ως προς το χαρακτήρα μας. Έχουμε ενδείξεις ότι είμαστε έξυπνοι και βλάκες, ευχάριστοι και πληκτικοί, πολύτιμοι και περιττοί. Καθώς όμως οι περιστάσεις είναι τόσο ευμετάβλητες, το ζήτημα της σημαντικότητάς μας επαφίεται κατά κανόνα στη στάση των γύρω μας. Η αδιαφορία των άλλων φέρνει στο προσκήνιο τις αρνητικές πλευρές της αυτοαποτίμησης, ενώ μ’ ένα χαμόγελο η με μια φιλοφρόνηση ευδοκιμούν ακαριαία οι θετικές. Φαίνεται πως το χρωστάμε στη στοργή των άλλων ότι αντέχουμε τον εαυτό μας.

Το «εγώ» μας, λοιπόν, η νοερή εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, μοιάζει μ’ ένα μπαλόνι που από κάπου χάνει, και γι’ αυτό απαιτεί διαρκώς ήλιον –την αγάπη των άλλων- για να κρατηθεί φουσκωμένο, ενώ παραμένει ανά πάσα στιγμή τρωτό ακόμη και στο πιο μικρό αγκαθάκι παραμέλησης. Είναι πραγματικά ανησυχητικό και παράλογο πόσο μας χαροποιεί η προσοχή των άλλων και πόσο μας θίγει η αδιαφορία τους. Μπορεί να μας μαυρίσει η ψυχή επειδή κάποιος στη δουλειά μας χαιρέτησε αφηρημένα ή δεν απάντησε όταν τον ζητήσαμε. Και κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να βρούμε νόημα στη ζωή απλώς και μόνο επειδή θυμήθηκαν τη γιορτή μας και μας έφεραν λουλούδια.

ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, Περί του κοινωνικού Status 

Mετα-αλήθεια

Κάθε προσπάθεια να ορίσουμε την ταυτότητα της κοινωνίας και να σκιαγραφήσουμε τα μυστικά δώματα του πυρήνα της προσκρούει στην επιλογή των μέσων και των κριτηρίων που θα επιλέξουμε. Ένα από τα βασικότερα κριτήρια – εργαλεία είναι και οι λέξεις και ιδιαίτερα εκείνες που κυριάρχησαν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης με απώτατο στόχο τη διατήρηση ή την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας.

Στον αστερισμό των λέξεων – εννοιών που επιθετικά εισέβαλαν στη ζωή μας είναι και η «μετα-αλήθεια» (post – truth) όπως και τα Fake news (ψευδείς ειδήσεις). Η λέξη «μετα-αλήθεια» σχετίζεται ή δηλώνει συνθήκες υπό τις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα ασκούν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από ό,τι το συναίσθημα και η προσωπική πίστη. Συνιστά μια από τις βασικές πτυχές της πολιτικής ρητορικής ή πρακτικής που αγνοεί την αλήθεια και βασίζεται σε μια προσωπική, ενίοτε εντελώς πλαστή, εκδοχή της πραγματικότητας.

Τα Fake news (ψευδείς ειδήσεις) συνιστούν μια αλλοιωμένη όψη της όποιας πραγματικότητας και στοχεύουν στην παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Οι «ψευδείς ειδήσεις» εισάγουν τον υποκειμενισμό στην κατανόηση της πραγματικότητας και αποδομούν την αντικειμενικότητα. Εξάλλου για τα χαλκεία των Fake news κάθε άποψη εμπερικλείει τη δική της αλήθεια και γι’ αυτό όλες οι απόψεις νομιμοποιούνται να προβάλονται  – μετά την ακύρωση της αντικειμενικότητας – ακόμη κι αν αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα γεγονότα.
 
Σε μια εποχή πνευματικής σύγχυσης, ακλόνητων βεβαιοτήτων, ιδεολογικών αγκυλώσεων και ηθικού σχετικισμού οι άνθρωποι οχυρωμένοι πίσω από τον υποκειμενισμό τους αναζητούν ασυνείδητα εκείνες τις απόψεις που συμφωνούν μαζί τους. Έτσι, το υποκείμενο καθίσταται δέσμιο της υποκειμενικότητάς του και αποποιείται κάθε στοιχείο λογικής και ηθικής ερμηνείας της πραγματικότητας. Απότοκο αυτής της στάσης ο εξορισμός της αντικειμενικής αλήθειας που παραδοσιακά αποτελούσε το αναγκαίο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσαν τα μέλη μιας κοινωνίας να επικοινωνήσουν και να συνεργαστούν.
 
Οι συνέπειες της «μετα–αλήθειας» και των Fake news επωάζουν τον ανορθολογισμό, την αποθέωση της υποκειμενικής εμπειρίας και τον ατομικισμό. Η κοινή γνώμη ποδηγετείται εύκολα κι αδυνατεί να ερμηνεύσει τη διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην παραποιημένη – χαλκευμένη εικόνα της. Κυριαρχεί στους κόλπους της κοινής γνώμης ένα γνωσιακό χάος κι ένας ερμηνευτικός διχασμός. Οι παραδοσιακοί κωδικοί κατανόησης και νοηματοδότησης της πραγματικότητας υποχωρούν και στη θέση τους ανθοφορούν οι υποκειμενικές βεβαιότητες και οι συναισθηματικές αυτάρκειες.

Η συναισθηματική προσέγγιση των γεγονότων σχετίζεται με τον εθισμό του ατόμου να διερευνά τον περιβάλλοντα χώρο όχι με λογικά κριτήρια αλλά πρωτίστως με τη «λογική» του συναισθήματος. Έτσι, η αλήθεια αλλοιώνεται και το άτομο και συλλήβδην η κοινή γνώμη βρίσκεται σε μια κατάσταση ετεροβουλίας. Σε αυτό συντείνουν τόσο οι υποβολιμαίες πληροφορίες όσο και η νέα αλήθεια της «μετα-αλήθειας» και των «ψευδών ειδήσεων».
 
Διάφορα κέντρα – πομποί πληροφοριών γνωρίζοντας τη δύναμή τους χαλκεύουν ψευδείς πληροφορίες και τις διοχετεύουν με έντεχνο τρόπο στο ανύποπτο κοινό που είναι ανίκανο για κάθε λογικό έλεγχο και κριτική επεξεργασία.  Αυτό έχοντας μια ψευδή εικόνα της πραγματικότητας αντιδρά με λανθασμένο τρόπο που αγγίζει τα όρια του ανορθολογισμού. Εθίζεται, δηλαδή, στην ευπιστία και στην παθητική αποδοχή όλων εκείνων των πληροφοριών – «αληθειών» που θολώνουν την αλήθεια της ζωής κι απομακρύνουν το δέκτη – κοινή γνώμη από την άσκηση της κριτικής και του ορθολογισμού. Το «υπουργείο αλήθειας» του Όργουελ βρίσκει στις μέρες μας το συνεχιστή του και τη δικαίωσή του. «Ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η άγνοια είναι δύναμη» (1984).
 
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως οι κατήγοροι της «μετα-αλήθειας» και των «ψευδών ειδήσεων» μιλούν για μια sui generis προπαγάνδα. Μέσα από αυτήν ενεργοποιούνται όλες οι απωθημένες προσδοκίες και επιθυμίες του ατόμου, στις οποίες οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης προσφέρουν ελπίδα για έναν άλλο κόσμο, προεπιλεγμένο και κατασκευασμένο.
 
Αυτή η νέα μορφή προπαγάνδας αποτελεί μια προσπάθεια «εποικισμού» στη σκέψη και στη συνείδηση του πολίτη, αφαιρώντας απ’ αυτόν κάθε δυνατότητα αμφισβήτησης των απόλυτων «αληθειών» των κέντρων «μαζικής χειραγώγησης». Μέσα από αυτήν την προπαγάνδα η κοινή γνώμη δεν ωθείται μόνο στην απομάκρυνσή της από παραδοσιακές απόψεις κι αντιλήψεις αλλά ετοιμάζεται για την αποδοχή και καλλιέργεια νέων τάσεων και συμπεριφορών, ικανών να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα όλων εκείνων, που επενδύουν στην ιδιότυπη «εξουσία» και δύναμη της κοινής γνώμης.
 
Ωστόσο, οι υποστηρικτές της «μετα-αλήθειας» και των Fake news αντιτείνουν πως αποτελεί θεμελιώδεις γνώρισμα της δημοκρατίας η θέση «όλες οι απόψεις δικαιούνται να υπάρχουν και να εκφράζονται» ή και το «όλες οι απόψεις είναι σωστές, αφού η κάθε μια είναι η έκφραση της αλήθειας του ατόμου». Την αντίφαση των δυο αυτών θέσεων οφείλει να λύσει η δημοκρατία του μέλλοντος αποκλείοντας τόσο την προληπτική λογοκρισία όσο και τη μεθοδευμένη χάλκευση πληροφοριών.
 
Είναι ευθύνη, όμως, και του κάθε ατόμου χωριστά να μειώσει στο έπακρον τη «γνωστική ασυμφωνία»που βιώνει από την έκθεση ανάμεσα στην εικόνα που έχει το ίδιο για την πραγματικότητα και την εικόνα που προβάλλουν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Οι «νέες αλήθειες» θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με δυσπιστία για να επιτευχθεί η ισορροπία – συμφωνία ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα και στην υποκειμενική ή κατασκευασμένη.
 
Κι αυτό γιατί όσα προβάλλονται ως «αυτονόητα» στοχεύουν στην ύπνωση και στην πνευματική νάρκωση. Χρειάζεται να αποκαλυφθεί η φενάκη των αυτονόητων της «μετα-αλήθειας» και να στρατευθούμε στο θρυμματισμό τους. Σίγουρα η πραγματικότητα δεν είναι ίδια για όλους αλλά η συνειδητή στρέβλωσή της την καθιστά επικίνδυνη για τους εύπιστους.

Γιατί η εξουσία στις μέρες μας δεν ασκείται με τις παραδοσιακές μεθόδους αλλά χρησιμοποιεί αφανείς μηχανισμούς που κολακεύουν κάποιες απωθημένες επιθυμίες ή προσδοκίες της κοινής γνώμης. Μια κοινή γνώμη που είναι εύπλαστη και αρέσκεται να ακολουθεί το «ακραίο», το «αφιλτράριστο», το «μη  κανονικό» και το «αντι-συστηματικό».
 
Σε αυτήν την ανάγκη του ανθρώπου για μια μικρή επανάσταση ενάντια στο παραδοσιακό (άσχετα, αν αυτό είναι και το αληθινό) οι ειδικοί της «μετα-αλήθειας» και των «ψευδών ειδήσεων» πλέκουν τον ιστό της σύγχρονης χειραγώγησης των μαζών.
 
Όποιο κι αν είναι το ιδεολογικό πρόσημο της νέας μορφής παραπληροφόρησης, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο οδυνηρό για όλους. Είναι θέμα ελευθερίας και δημοκρατίας.
 
Μπορεί οι θιασώτες της «μετα-αλήθειας» να μην μπορούν να ακυρώσουν την πραγματικότητα ακυρώνοντας τις λέξεις που την περιγράφουν, ωστόσο κι εμείς ως δέκτες δεν επιτρέπεται να εθελοτυφλούμε.
 
Γιατί, η «εθελοτυφλία αφήνει τα πράγματα όπως είναι, μας αποτρέπει από το να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα και γι’ αυτό μας καταδικάζει σε ήττα» (Sartori, «Η δημοκρατία σε 30 μαθήματα»).

Ν. Καζαντζάκης: Το μάθημα της πεταλούδας

Αποτέλεσμα εικόνας για πεταλουδα κουκουλιΘυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσόφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει.

Περίμενα, αργούσε κι εγώ βιαζόμουν. Έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό ρυθμό. Το τσόφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα όλο όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει.

Μα δεν μπορούσε, μαχόμουν κι εγώ με την ανάσα μου να την βοηθήσω. Του κάκου, είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο και τώρα πια ήταν αργά. Η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη,κουνήθηκε απελπισμένη και σε λίγο πέθανε στην παλάμη μου.

Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά..

Είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους, έχεις χρέος ν’ ακολουθείς τον αθάνατο ρυθμό μ’ εμπιστοσύνη.

Η μικρή ετούτη πεταλούδα, που σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά μου και να μου δείχνει το δρόμο. Κι έτσι μια πεταλούδα που πρόωρα πέθανε να βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει να ξετυλίξει με αργό ρυθμό τις φτερούγες!

Νίκος Καζαντζάκης

Υπεριώδες «Βόρειο Σέλας» ανιχνεύθηκε στον Άρη

Αποτέλεσμα εικόνας για aurora borealis on marsΔορυφόρος της NASA που μελετά το γεωλογικό παρελθόν του Άρη ανίχνευσε δύο δυσεξήγητα φαινόμενα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη: ένα μυστηριώδες σύννεφο σκόνης σε μεγάλο υψόμετρο και ένα σέλας που φθάνει βαθιά στην ατμόσφαιρα και λάμπει στο υπεριώδες τμήμα του φάσματος.

Από πού «προέρχονται»;
Το μυστηριώδες σύννεφο που ανακαλύφθηκε από το σκάφος Maven αποτελείται από σωματίδια σκόνης που κινούνται σε ύψος 150 έως 300 χιλιομέτρων.

Η προέλευσή τους παραμένει άγνωστη, ωστόσο οι ερευνητές της NASA προτείνουν τέσσερις πιθανές εξηγήσεις: μπορεί να είναι σκόνη που παρασύρθηκε από την επιφάνεια μέσω άγνωστου μηχανισμού· σκόνη που προέρχεται από τα δύο μικρά φεγγάρια του Άρη, τον Φόβο και τον Δήμο· σωματίδια που αποσπάστηκαν από κομήτες· ή διαπλανητική σκόνη που μεταφέρθηκε στον Άρη από τον ηλιακό άνεμο.

Το δεύτερο δυσεξήγητο φαινόμενο είναι το σέλας που καταγράφηκε από τις 20 έως τις 25 Δεκεμβρίου σε μεγάλο τμήμα του βόρειου ημισφαιρίου. Σέλας έχει ανιχνευτεί στον Άρη και παλαιότερα, όχι όμως σε τόσο μικρή απόσταση από την επιφάνεια.

Το σέλας, τόσο στη Γη όσο και σε άλλους πλανήτες, είναι λάμψεις που προέρχονται από τη σύγκρουση φορτισμένων σωματιδίων με μόρια της ατμόσφαιρας.

Αποτέλεσμα εικόνας για mars auroraΧάρτης των λάμψεων του σέλαος στο βόρειο ημισφαίριο του Άρη

Στην περίπτωση της Γης, το μαγνητικό πεδίο του πλανήτη εκτρέπει αυτά τα σωματίδια προς τους πόλους, οπότε το σέλας εμφανίζεται μόνο στις περιοχές του βόρειου και του νότιου πόλου.

Ο Άρης, αντίθετα, έχει χάσει το μαγνητικό πεδίο του, οπότε τα εισερχόμενα σωματίδια βομβαρδίζουν ολόκληρη την ατμόσφαιρα και μπορούν να δημιουργούν σέλας σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Το γεγονός ότι τα σωματίδια χτυπούν απευθείας την ατμόσφαιρα ίσως εξηγεί το χαμηλό ύψος του αρειανού σέλαος.

Οι τελευταίες παρατηρήσεις του Maven παρουσιάστηκαν στο 46ο Συνέδριο Σεληνιακής και Πλανητικής Επιστήμης που πραγματοποιείται στο Τέξας.

Η αποστολή εκτοξεύτηκε με στόχο να διερευνήσει πώς ο Άρης έχασε τις θάλασσες και το μεγαλύτερο μέρος της ατμόσφαιρας του

Τα «κρυμμένα» μηνύματα των μετεωριτών

Οι αστεροειδείς περιέχουν κρυφά μηνύματα στα μαγνητικά τους πεδία, τα οποία θα μπορούσαν να παρέχουν στοιχεία για το θάνατο του πλανήτη μας.

Αυτό τουλάχιστον αναφέρουν βρετανοί επιστήμονες, οι οποίοι κατάφεραν για πρώτη φορά να ανιχνεύσουν τις τελευταίες στιγμές από το μαγνητικό πεδίο ενός μετεωρίτη –μια μοίρα που θα μπορούσε να έχει και η Γη. Οι επιστήμονες, όπως αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail, κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν τα «μηνύματα» κοιτάζοντας στους μικροσκοπικούς «μαγνήτες» (space magnets) σε μετεωρίτες που διατηρούν μια «μνήμη» της γέννησης και του θανάτου του πυρήνα του αστεροειδούς. Τα στοιχεία αυτά, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, παρέχουν μια δελεαστική ματιά στο πώς θα συμπεριφερθεί ο μαγνητικός πυρήνας της Γης καθώς συνεχίζει να ψύχεται.

Αυτό είναι κάτι που προκαλεί ανησυχία στους επιστήμονες, επειδή ο πυρήνας επηρεάζει το μαγνητικό πεδίο της Γης, το οποίο έχει αποδυναμωθεί κατά 15% κατά τα τελευταία 200 χρόνια.
Με αποδυναμωμένο μαγνητικό πεδίο, ο πλανήτης μας θα μπορούσε να εκτεθεί σε ηλιακούς ανέμους, οι οποίοι είναι ικανοί να «ανοίξουν τρύπες» στο στρώμα του όζοντος.

Οι επιπτώσεις από ένα τέτοιο γεγονός για την ανθρωπότητα θα είναι καταστροφικές, οδηγώντας τελικά στον αφανισμό του πλανήτη.

Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν το μήνυμα των μετεωριτών, χρησιμοποιώντας ένα τεράστιο μικροσκόπιο ακτινών Χ (synchrotron). «Η παρατήρηση των μαγνητικών πεδίων είναι ένας από τους λίγους τρόπους, με τους οποίους μπορούμε να δούμε μέσα στο εσωτερικό ενός πλανήτη» εξήγησε ο Dr Richard Harrison από το Τμήμα Επιστημών της Γης του φημισμένου αγγλικού πανεπιστημίου, που ηγήθηκε της μελέτης.

Πολλοί αστεροειδείς είχαν υγρό εξωτερικό πυρήνα, όπως η Γη, που δημιούργησε τα δικά τους μαγνητικά πεδία. Όπως θα συμβεί και με τη Γη σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, έτσι και αυτοί οι αστεροειδείς ψύχθηκαν μέχρι που οι πυρήνες τους έγιναν στερεοί, διαδικασία η οποία «σκότωσε» τα μαγνητικά τους πεδία.

«Υπάρχει εδώ και καιρό η θεωρία που θέλει τους πλούσιους σε μέταλλα μετεωρίτες να έχουν ανίσχυρες μαγνητικές μνήμες, καθώς αποτελούνται κυρίως από σίδηρο, που έχει πολύ κακή ΄μνήμη’. Οι ερευνητές πίστευαν ότι τα μαγνητικά σήματα θα είχαν γραφτεί και επαναγραφτεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, έτσι κανείς δεν ασχολήθηκε με το να εξετάσει τις μαγνητικές τους ιδιότητες με λεπτομέρεια» εξήγησε ο καθηγητής.

Οι μετεωρίτες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη αυτή είναι γνωστοί ως pallasites και αποτελούνται κυρίως από σίδηρο και νικέλιο, σπαρμένα με κρυστάλλους πυριτικών αλάτων. Επίσης, περιέχουν μικροσκοπικά σωματίδια μόλις 100 nanometres, περίπου στο ένα χιλιοστό του πλάτους μιας ανθρώπινης τρίχας. Αυτά είναι φτιαγμένα από ένα μοναδικό μαγνητικό ορυκτό που ονομάζεται tetrataenite και το οποίο είναι πολύ πιο σταθερό από ότι ο υπόλοιπος μετεωρίτης και περιέχει «μηνύματα» που πηγαίνουν δισεκατομμύρια χρόνια πίσω.

Η συγκεκριμένη μελέτη, καταλήγει το δημοσίευμα, αλλάζει την οπτική των επιστημόνων, ως προς τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα μαγνητικά πεδία κατά τη διάρκεια της πρόωρης ζωής του ηλιακού συστήματος.

Ο φυσικός Κόσμος του Καρτέσιου

Πόσο σημαντικό είναι το έργο του Καρτέσιου; Για την ακρίβεια είναι ανεκτίμητο γιατί σηματοδοτεί τη ρήξη ανάμεσα στο πριν (τον Αριστοτέλη) και το μετά (τη μοντέρνα επιστήμη). Μέχρι τότε, η φιλοσοφία θεωρούσε δεδομένο το φυσικό κόσμο και προσπαθούσε να ερμηνεύσει την ύπαρξη του με διάφορες θεωρίες. Αντίθετα, ο Καρτέσιος ανασκευάζει τη φυσική, ώστε να εξηγεί πραγματικά τα φυσικά φαινόμενα, σε σχέση με τα μηχανικά τους αίτια, τα μόνα που μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα.

Από το 1628 που εγκαθίσταται στην Ολλανδία, ξεκινά να εργάζεται πάνω στη μεταφυσική και ταυτόχρονα να μελετά ανατομία και ιατρική. Κατανοεί ότι τα μαθηματικά ανοίγουν ένα επιστημονικό πεδίο, πολύ μεγαλύτερο από τις απλές τεχνικές εφαρμογές. Εφαρμόζοντας τις αριθμητικές σχέσεις στα γεωμετρικά σχήματα καταφέρνει να συσχετίσει την άλγεβρα και τη γεωμετρία και να δημιουργήσει ένα νέο κλάδο μαθηματικών, την αναλυτική γεωμετρία.

● O Ντεκάρτ διέθετε μια εξαιρετική ικανότητα να διατυπώνει ακόμα και τα πιο σύνθετα επιχειρήματα με τρόπο μεστό και απόλυτα κατανοητό

Πριν φτάσει όμως εκεί, ξεκινά ένα τιτάνιο έργο εφαρμόζοντας την αντίληψη που έχει για τη φυσική, ότι δηλαδή πρέπει να γίνει αληθινή επιστήμη με την έννοια της επιβεβαιωμένης γνώσης. Αμφισβητεί το σύνολο των παραδοσιακών γνώσεων, που βασίζονται στις εντυπώσεις των αισθήσεων, μέχρι να φτάσει σε ένα συμπέρασμα που δεν μπορεί να αμφισβητήσει, την ύπαρξη του σκεπτόμενου εαυτού του. «Cogito ergo sum»=Σκέφτομαι άρα υπάρχω.

To πρώτο του μέλημα είναι να ακυρώσει τις ψευδοέννοιες των «ουσιωδών μορφών», πάνω στις οποίες βασίζεται η επιστήμη. Τα υλικά σώματα, υποστηρίζει, δεν έχουν «ψυχή». Μόνο ο άνθρωπος έχει ψυχή μέσα στο σώμα του. Εάν έχουμε ξεκάθαρη άποψη για το τι είναι φυσικό σώμα, είναι δυνατό να «χτίσουμε μια καθαρή, σίγουρη, αποδεδειγμένη φυσική, πολύ πιο χρήσιμη από αυτή που διδάσκεται» , γράφει.

H πρακτική αποτελεσματικότητα εξαρτάται από την αλήθεια των αρχών που διέπουν την επιστήμη. Ο Καρτέσιος ασχολείται με όλα τα μέτωπα της γνώσης, όχι μόνο γιατί πιστεύει ότι μαθαίνουμε καλύτερα τις επιστήμες όλες μαζί, παρά την καθεμία χώρια, αλλά και γιατί φαντάζεται μια οργανική μονάδα της γνώσης, την οποία αργότερα δα αναπαραστήσει με το δέντρο της φιλοσοφίας.

● Καταφέρνει να συσχετίσει την άλγεβρα και τη γεωμετρία και να δημιουργήσει ένα νέο κλάδο μαθηματικών, την αναλυτική γεωμετρία, οι βάσεις της οποίας τίθενται το 1632 με την αλγεβρική λύση στο πρόβλημα του Πάππου

Το 1633 αποκαλύπτει, στους φίλους του στο Παρίσι, ότι έχει σχεδόν τελειώσει τον Κόσμο, ένα γιγάντιο έργο φυσικής, το οποίο δα εξηγεί όλα τα κύρια φυσικά φαινόμενα, ξεκινώντας από το αίτιο και καταλήγοντας στο αιτιατό. Θέλει επίσης να συμπληρώσει τον Κόσμο με την Πραγματεία για τον Άνθρωπο, όπου θα περιγράφει τη μηχανή του ανθρώπινου σώματος και τις κύριες λειτουργίες της.

Δεν φιλοδοξεί απλώς να γίνει φιλόσοφος, αλλά «ο» φιλόσοφος. Για να το καταφέρει πρέπει να ξαναγράψει ολόκληρη τη φυσική, που θα αντικαταστήσει στο μυαλό όλων εκείνη του Αριστοτέλη, και θα διδάσκεται στη θέση της.

Παρ’ όλο που ο Αριστοτέλης δεν είναι πια ο κύριος της φιλοσοφίας και της επιστήμης, το έργο του δεν έχει αντικατασταθεί με κάποιο άλλο. Γι’ αυτό, ο Καρτέσιος αργεί πολύ να τελειώσει τον Κόσμο. Έτσι γίνεται άλλωστε με όλα του τα έργα. Κανένα από αυτά δεν βγαίνει από το γραφείο του χωρίς να διαθέτει την τελειότητα ενός έργου τέχνης. Τα μεγάλα καρτεσιανά έργα είναι ολιγάριθμα και, παρ’ όλο που κάποια από αυτά γράφτηκαν γρήγορα, ήταν αποτέλεσμα μακράς και επίπονης εργασίας.

● Οι ιδέες του αποδείχθηκαν τόσο επαναστατικές που επηρέασαν την πορεία της φιλοσοφικής σκέψης για πολλούς αιώνες

Ο Κόσμος ή Πραγματεία περί Φωτός είναι το πρώτο έργο που ολοκλήρωσε ο Καρτέσιος, παρ’ όλο που δεν δημοσιεύθηκε αμέσως. Δεν το έγραψε με τη μορφή συστηματικής πραγματείας της φυσικής, αλλά διάλεξε ένα συγγραφικό τέχνασμα που κάνει την ανάγνωση του πιο ελκυστική.

Όπως δηλώνει και το όνομα του, ο Καρτέσιος εισάγει τον αναγνώστη στον Κόσμο μέσα από την εξήγηση του φαινομένου του φωτός. Μήπως δεν είναι το φως που κάνει τον κόσμο ορατό; Καλεί τον αναγνώστη να φανταστεί μαζί του τη γέννηση και τη δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου. Δημιουργώντας ένα παραμύθι για να «ντύσει» την επιστήμη και απευθυνόμενος στον αναγνώστη, ο Καρτέσιος αφήνει τους «επιστήμονες» στις στείρες συζητήσεις τους και καλεί τον καθένα να χρησιμοποιήσει την κοινή λογική, το «φυσικό φως» και να γίνει μάρτυρας του φυσικού κόσμου.

Περιφρονεί εντελώς τις προηγούμενες θεωρίες, δεν ξεκινά τη δική του καταρρίπτοντας τις άλλες, δημιουργεί τα πάντα από την αρχή.

● Με τη φιλοσοφική του μέθοδο ο Καρτέσιος προσδοκούσε να αποτελέσει τη μέθοδο για κάθε επιστήμη

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, εάν το παραμύθι της γέννησης ενός καινούργιου κόσμου έχει βιβλικές αναφορές. Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με σιγουριά. Ενώ η αναφορά είναι σαφής, είναι πιθανό θέλοντας να χτίσει τη φυσική από τα αίτια προς τα αποτελέσματα, προτίμησε να ξεκινήσει από την αρχή, να θέσει μία νέα τάξη πραγμάτων, παρά να εξηγήσει έναν ήδη υπάρχοντα κόσμο. Για να γεννηθεί ο καινούργιος κόσμος, ο Καρτέσιος υποστηρίζει ότι πρέπει, κατ’ αρχήν, να υπάρχουν τα πιο απλά στοιχεία, τα οποία συνδέουν τα υπόλοιπα: η ύλη, από την οποία αποτελούνται όλα τα σώματα και, στοιχεία (φωτιά, γη και αέρας), η κίνηση, καθώς και οι κανόνες που τη διέπουν.

Εάν οι απλές αυτές έννοιες του φυσικού κόσμου είναι ξεκάθαρα ορισμένες, εάν οι νόμοι που διέπουν τη φύση βασίζονται σε στέρεα βάση (και τι πιο στέρεο, υποστηρίζει ο Καρτέσιος, από το αμετάβλητο της θείας θέλησης που όρισε τους νόμους της φύσης), τότε από το χάος προκύπτει ένας πλήρης κόσμος.

● O Ντεκάρτ υπήρξε ο αναμορφωτής της νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης και ιδρυτής του δυτικού ορθολογισμού

Μέσα από τη μοντέρνα κοσμογονία του, ο Καρτέσιος θέλει να δείξει ότι η ύπαρξη του κόσμου εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέληση του Θεού να δημιουργήσει και να διατηρήσει και ότι αρκεί να δέσει κάποιους βασικούς νόμους (κυρίως την αρχή της διατήρησης και συγκεκριμένα την αρχή της αδράνειας), ώστε ο κόσμος να αποτελεί μια τέλεια μηχανή, η οποία λειτουργεί μόνη της. Δεν θα πρέπει να θεοποιούμε τη φύση, εξηγεί, γιατί απλώς ακολουθεί τους θείους νόμους.

Σίγουρος για το δρόμο προς την αληθινή επιστήμη που έχει ο ίδιος ανοίξει, πιστεύει ότι μπορεί πια να στραφεί προς την εξήγηση της λειτουργίας των έμβιων όντων, να περάσει από τη μηχανή του κόσμου στη μηχανή του ανθρώπινου σώματος. H Πραγματεία για τον Άνθρωπο εγγράφεται λοιπόν στη συνέχεια της Πραγματείας περί φωτός και οι δύο μαζί ερμηνεύουν πλήρως το φυσικό κόσμο.

Παρ’ όλο που οι εξηγήσεις που δίνει ο Καρτέσιος δεν είναι «επιστημονικές» με τη σημερινή έννοια της λέξης, το μεγάλο άλμα που πραγματοποιεί η σκέψη έγκειται στη διαμόρφωση των βασικών αρχών της μοντέρνας επιστήμης: υπόθεση, πείραμα, εξακρίβωση της ορθότητας της υπόθεσης.

Για παράδειγμα, γνωρίζουμε σήμερα ότι η αρχή της διατήρησης ισχύει για την ενέργεια και όχι για την κίνηση. Το γεγονός όμως ότι περιέγραψε τη διατήρηση ενός φυσικού μεγέθους -«καμία κίνηση δεν δημιουργείται και καμία δεν χάνεται»— είναι κεφαλαιώδους σημασίας, μια που προετοίμασε το δρόμο της σύγχρονης φυσικής.

● O Ντεκάρτ δεν βελτίωσε η «διόρθωσε» τη θεωρία τον Αριστοτέλη. Την παρέκαμψε.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περιγραφή της δημιουργίας και της συντήρησης των αναμνήσεων στον ανθρώπινο εγκέφαλο, η οποία μόνο ιστορική αξία έχει σήμερα. Ωστόσο, η διασαφήνιση του καρτεσιανού έργου για το τι είναι σώμα, ο δρόμος που ακολουθεί για να εξηγήσει τη σχέση σώματος και ψυχής, η ανησυχία για την υλική ακρίβεια των σωματικών λειτουργιών, καθώς και η βασική ιδέα ότι η μηχανή του σώματος εξαρτάται από το μέγεθος, το σχήμα και την κίνηση των στοιχείων που την απαρτίζουν, αποτελούν πρότυπο επιστημονικής σκέψης.

H τελευταία φράση της πραγματείας είναι χαρακτηριστική: «Όλες οι λειτουργίες που αποδίδονται στη μηχανή του σώματος ακολουθούν φυσικά τη διάταξη των οργάνων της, όπως και οι κινήσεις ενός άλλου αυτόματου, του ρολογιού, που ακολουθούν τη διάταξη των βαριδιών και των τροχών που το απαρτίζουν»

● Oι αρχές του θα γενικευτούν πολλά χρόνια αργότερα από τον Λάιμπνιτς και το Νεύτωνα και θα δώσουν νέα ώθηση στην ανάπτυξη των μαθηματικών

H Πραγματεία για τον Άνθρωπο δεν αναφέρεται στον άνθρωπο, ον που διαθέτει σώμα και ψυχή, αλλά μόνο στο σώμα, του οποίου ο μηχανισμός είναι ίδιος μ’ εκείνο των άλλων ζώων. Παρ’ όλο που δεν αναφέρεται με σαφήνεια, είναι φανερό πως η καρτεσιανή θεωρία του αυτοματισμού αποκλείει την πιθανότητα να έχουν τα ζώα μια ενδιάμεση δέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή.

O Καρτέσιος και οι υπόλοιποι καρτεσιανοί φιλόσοφοι, όπως ο Μαλεμπράνς, πιστεύουν ότι όσο «έξυπνη» και αν φαίνεται η συμπεριφορά των ζώων, στην ουσία ανήκουν στην κατηγορία μιας τέλειας μηχανής.

H συζήτηση για την κατάταξη των ζώων δα συνεχιστεί κυρίως το 18ο αιώνα. Εκείνη την εποχή το επίθετο καρτεσιανός είχε άμεση αναφορά στα ζώα-μηχανές (και αντίστροφα). Σήμερα, η συζήτηση αυτή βρίσκει την προέκταση της στις σύγχρονες έρευνες για την τεχνητή νοημοσύνη. Μια μηχανή μπορεί, άραγε, να σκέφτεται; Ένας καρτεσιανός θα απαντούσε: «Ρωτήστε τη! Εάν σας απαντήσει, τότε ένα πνεύμα σαν το δικό σας κρύβεται μέσα της. Εάν, όπως και τα ζώα, δεν μπορεί να σας δώσει απάντηση, τότε είναι μηχανή και από μέσα, όπως είναι απ’ έξω».

Την ώρα που ο Καρτέσιος ετοιμάζεται να εκδώσει το έργο του, στα τέλη του 1633, μαθαίνει την καταδίκη του Γαλιλαίου και εγκαταλείπει το σχέδιο του. Πολλοί τον χρέωσαν με δειλία, άλλωστε ο ίδιος έγραψε αργότερα: «προχωρώ κρυμμένος». «Προτιμούσε να μη φαίνεται πολύ, ώστε να κρατά την ανεξαρτησία του», γράφει η Ζενεβιέβ Ροντίς-Λιούις.

H Ολλανδία που ζούσε τότε ήταν μια ανεκτική χώρα, ο ίδιος βέβαια δεν κινδυνεύει, κινδυνεύει όμως το έργο του. H πιθανή απαγόρευση της θεωρίας του θα του στερούσε τη φιλοδοξία να δώσει στην πίστη μια βάση σταθερή, περισσότερο εναρμονισμένη με το χριστιανισμό, από εκείνη του Αριστοτέλη. Από την άλλη πλευρά, εάν η θεωρία του Γαλιλαίου είναι ανυπόστατη (ή έτσι υποστηρίξει η Ιερά Εξέταση), τότε και όλη η φιλοσοφία του Καρτέσιου, που είναι και αυτή ηλιοκεντρική, είναι επίσης ανυπόστατη.

O Καρτέσιος λοιπόν δεν φανερώνει δημόσια το τετράχρονο έργο του, αλλά δεν το αποκηρύσσει ούτε απαρνείται τις βεβαιότητες του και συνεχίζει. Δεν εκδίδει τον Κόσμο και την Πραγματεία για τον Άνθρωπο, εκδίδει κάτι άλλο, ακόμη καλύτερο, το Λόγο περί της Μεθόδου και τα Δοκίμια.