Θα υποστηρίξω τώρα τη θέση ότι ο λεγόμενος Διαφωτισμός αποτελεί μια προσπάθεια ή μάλλον ένα ετερόκλητο σύνολο προσπαθειών να δοθεί απάντηση στο πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στο πνεύμα και στα αισθητά. Η θεώρηση αυτή, μετά από όσα είπαμε, ούτε αμελητέα είναι ούτε παραβλέπει τα ειδοποιά γνωρίσματα του Διαφωτισμού (αφού θα μπορούσε κανείς να αντιπαρατηρήσει ότι όλες οι εποχές ίσαμε τώρα το ίδιο έκαμαν). Εντελώς το αντίθετο συμβαίνει. Γιατί, όπως θα καταδείξουμε, στην εποχή του Διαφωτισμού το πρόβλημα τού αισθητού κόσμου τέθηκε με τρόπο ιδιαίτερα οξύ και γι’ αυτό πήρε και το πρόβλημα των σχέσεων του τελευταίου με το πνεύμα ένταση ολότελα πρωτόφαντη. Ο Διαφωτισμός ήταν υποχρεωμένος να θέσει αυτά τα προβλήματα στο προσκήνιο, γιατί η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα κοσμοθεωρητικά όπλα του στην πάλη εναντίον της θεολογικής οντολογίας και ηθικής — και συνάμα ένα από τα νευραλγικά σημεία της σκέψης των Νέων Χρόνων.
Η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου γέννησε, με άλλα λόγια, τεράστια λογικά προβλήματα, που η επίλυση τους φαινόταν τόσο πιο επείγουσα, όσο πιο αναπόφευκτη και επιθυμητή, σ’ αυτήν ή εκείνη τη μορφή, θεωρούνταν η ίδια η παραπάνω αποκατάσταση. Εξαιτίας της εννοιολογικής ευρύτητας του προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα σε πνεύμα και αισθητά και εξαιτίας της έμφυτης ικανότητας του να παίρνει τις πιο διαφορετικές μορφές, η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου στην εποχή του Διαφωτισμού έβαλε σε πυρετώδη κίνηση όλα τα φιλοσοφικά επίπεδα. Στη γνωσιοθεωρία κορυφώθηκε ο ανταγωνισμός νοησιαρχίας και εμπειρισμού ή μαθηματικής και πειραματικής μεθόδου, στην κοσμολογία χρειάστηκε να οριστούν εξαρχής οι σχέσεις κόσμου και Θεού, στην ανθρωπολογία και στην ηθική ο Λόγος και τα ψυχόρμητα μάχονται για τα ιδιαίτερα δικαιώματα τους, οξύνοντας έτσι τις σχέσεις ανάμεσα σε Ον και Δέον, ενώ στη φιλοσοφία της ιστορίας γίνεται εκρηκτική η αντίθεση ανάμεσα στην αιτιώδη σύλληψη της ιστορικής πορείας και στο επιθυμητό της, από κανονιστική σκοπιά, τέρμα.
Σκοπός μας είναι, τώρα, όχι μόνο να αποσαφηνίσουμε τη δομική συνάρτηση όλων αυτών των επιπέδων στο έργο του κάθε στοχαστή, αιτιολογώντας κάθε φορά τις αποκλίσεις από τον ιδεότυπο του ίδιου αυτού έργου, αλλά και να εκτιμήσουμε ορθά τον λογικό χαρακτήρα των προβλημάτων που τέθηκαν στην εποχή του Διαφωτισμού, έτσι ώστε να συλλάβουμε την ενότητα των πνευματικών του εκδηλώσεων ακριβώς μέσα στην πολλαπλότητα τους. Αυτό είναι δυνατόν, γιατί η ενότητα έγκειται όχι στις απαντήσεις, αλλά στα ερωτήματα, ενώ η πολλαπλότητα των απαντήσεων προκύπτει από την ποικιλομορφία των θεμελιωδών πνευματικών στάσεων και των πολεμικών αναγκών των διαφόρων στοχαστών. Η μελέτη των πηγών δείχνει, κατὰ τη γνώμη μου, ότι η ερμηνεία των διαφόρων θέσεων και αντιθέσεων, με αφετηρία την αντίληψη πως η σκέψη γενικά είναι στην ουσία της πολεμική, είναι και η γονιμότερη. Από τη σκοπιά της αντίληψης αυτής μπορεί δηλ. να εξηγηθεί όχι μονάχα η συνέπεια, αλλά και η αντιφατικότητα μιας ορισμένης σκέψης, και αυτό αποτελεί ιδιαίτερο πλεονέκτημα σχετικά με τη διερεύνηση τού Διαφωτισμού, όπου η δυαρχική αμφιταλάντευση (αποτέλεσμα του φόβου μπροστά στις έσχατες συνέπειες της αποκατάστασης του αισθητού κόσμου) βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε μία φιλοσοφία μέσα από το πρίσμα της ιστορίας των ιδεών είναι, επομένως, να καθορίσουμε με σαφήνεια τον αντίπαλο της και να σταθμίσουμε τι πρέπει και τι θέλει να αποδείξει, για να θέσει αυτόν τον αντίπαλο εκτός μάχης.
Στην πολεμική όλων εναντίων όλων (δηλ. των φιλοσοφικών κομμάτων συναμεταξύ τους) γεννιέται —ανάλογα με τον στόχο της πολεμικής και το εκάστοτε ιδεώδες της— η πολλαπλότητα των θεμάτων πάνω σε ένα και μόνο θέμα, δηλ. πάνω στο θεμελιώδες πρόβλημα, που γύρω του στρέφεται η πολεμική. Η λογική δομή του θεμελιώδους αυτού προβλήματος αποτελεί το σταθερό και αναγκαίο μέγεθος, οι θεμελιώδεις ατομικές στάσεις και οι πολεμικές συνιστούν τους μεταβλητούς και εναλλάξιμους παράγοντες: έτσι δημιουργείται η γενική πνευματική εικόνα της εποχής, ενώ η ιδιαίτερη εικόνα του έργου κάθε στοχαστή προκύπτει από τη διασταύρωση της λογικής δομής τού θεμελιώδους προβλήματος με την προσωπική θεμελιώδη στάση τού εκάστοτε ατόμου.
Αν δούμε το θέμα της ενότητας και της πολυμορφίας της εποχής του Διαφωτισμού με αυτόν τον τρόπο, αποδείχνονται ερμηνευτικά στείρες οι διαδεδομένες αντιλήψεις, ότι ο Διαφωτισμός αποτελεί την εποχή του ορθολογισμού, της αισιοδοξίας κτλ. Εξίσου αβάσιμη, αν πάρουμε υπόψη μας τη χρονολογική σειρά της δημοσίευσης και επίδρασης σημαντικών έργων, και επιπλέον παραπλανητική είναι η (άλλοτε γενική) εντύπωση, ότι την περίοδο του άκρου διαφωτιστικού ορθολογισμού τη διαδέχτηκε η εποχή του προρομαντικού διαμαρτυρόμενου συναισθήματος. Στην πραγματικότητα, δηλ. στο φως των πηγών, αισιοδοξία και απαισιοδοξία, εσχατολογία και μηδενισμός, πίστη στον Λόγο και εξύμνηση του συναισθήματος, πίστη στη δύναμη τού ανθρώπινου πνεύματος και γνωσιοθεωρητική απόγνωση, θρησκευτικότητα (διαφόρων βαθμών και αποχρώσεων) και αθεϊσμός, ηθικισμός και ευδαιμονισμός, αλτρουισμός και εγωισμός αποτελούν αναπόσπαστα μέρη μιας και μόνης εποχής, που ισότιμοι γόνοι της υπήρξαν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και διανοητές όσο ο Rousseau και ο La Mettrie, ο Herder και ο Locke, ο Fichte και ο μαρκήσιος de Sade. Όλες αυτές οι αντίρροπες τάσεις πρέπει να ιδωθούν στην ενότητα τους, δηλ. ως δυνατές απαντήσεις στο θεμελιώδες ερώτημα, που αρνητικά ή θετικά έθεσε η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου. Η συνύπαρξη τους είναι γεγονός, και όχι στην άρνηση, αλλά στην εξήγηση του βρίσκεται το κλειδί για την ορθή κατανόηση του φαινομένου που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «εποχή του Διαφωτισμού». Εφόσον έτσι είναι τα πράγματα, η παλαιότερη έρευνα οδηγήθηκε αναγκαστικά σε αδιέξοδο όσο προχωρούσε η ανακάλυψη και η μελέτη παραμελημένων πηγών — και προπαντός όσο λιγότερο αυτονόητες γίνονταν, ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους και τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, ορισμένες ορθολογιστικές θέσεις, που συμπύκνωναν τον ιδεολογικό πυρήνα της παλιάς μονοδιάστατης αντίληψης για τον Διαφωτισμό.
Μια διπλή αναγκαιότητα έκανε, λοιπόν, στα τελευταία χρόνια όλο και επιτακτικότερη την απαίτηση να εγκαταλειφθούν ριζικά όλες οι ευθύγραμμες ερμηνείες του Διαφωτισμού.
Η έκφραση «εποχή του Διαφωτισμού», που χρησιμοποιήσαμε ίσαμε τώρα, υποδηλώνει κατ’ αρχήν πως ο Διαφωτισμός δεν συμπίπτει με την εποχή του, αλλά διαδραματίζεται μέσα της. Η εποχή, άρα, είναι έννοια ευρύτερη από τον Διαφωτισμό. Συνάμα, όμως, και ο Διαφωτισμός ριζώνει μέσα στην εποχή του, η οποία χωρίς αυτόν δεν θα ήταν εκείνο που ήταν. Όταν, λοιπόν, λέμε πως ο Διαφωτισμός ανήκει στην εποχή του, εννοούμε δύο πράγματα: ότι δίνει στην εποχή του τον χαρακτήρα της και ότι καθορίζεται απ’ αυτήν. Επειδή όμως η εποχή είναι πολυδιάστατη και επειδή ο Διαφωτισμός συμπεριλαμβάνει αντιδράσεις σε εκάστοτε διαφορετικές πλευρές της, γι’ αυτό και ο ίδιος είναι εξίσου λίγο ενιαίος όσο και ταυτόσημος με την εποχή του. Για να οριοθετηθεί ο χώρος του Διαφωτισμού χρειάζεται, επομένως, μια διπλή διάκριση: ως «Διαφωτισμός» πρέπει από τη μια να χαρακτηριστούν τα πνευματικά εκείνα ρεύματα, που επιθυμούν να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή θεολογική κοσμοαντίληψη με μιά θύραθεν, δηλ. κατὰ το δυνατόν εμμενή, και από την άλλη —με τη στενότερη έννοια— τα ρεύματα εκείνα, που υπερασπίζουν ένα κανονιστικό-ηθικό ιδεώδες όχι μόνον απέναντι στην παραδοσιακή θεολογία, αλλά και απέναντι στον σκεπτικισμό ή στον μηδενισμό, ο όποιος γεννιέται ακριβώς μέσα στη διαδικασία της αποκοπής από τη θεολογία. (Ποιες πλευρές της μεταρρυθμιστικής θεολογίας ανήκουν στον Διαφωτισμό με τη στενότερη έννοια ή δέχονται απ’ αυτόν ερεθισμούς, πρέπει να κρίνεται σε κάθε περίπτωση χωριστά).
Θεμελιώδης είναι η διαπίστωση, πως η εμμενής ερμηνεία του κόσμου —αντίθετα από την υπερβατική, όπου ο Θεός ήταν οντολογική και συνάμα κανονιστική-ηθική αρχή— δεν συνδέεται ούτε κατά λογική ούτε κατά ιστορική αναγκαιότητα με την αποδοχή ηθικών ιδεωδών. Ακόμη και η πεποίθηση στη δύναμη του ανθρώπινου Λόγου δεν σημαίνει eo ipso ομολογία πίστεως σε μια κλίμακα ηθικών άξιων, αφού μένει κατ’ αρχήν αναπάντητο το ερώτημα, αν ο Λόγος από την ίδια του την υφή οφείλει να αναφέρεται σε μια τέτοια, όπως συνέβαινε στην πλατωνική-αριστοτελική-χριστιανική παράδοση, ή αν ενεργεί αδιαφορώντας για αξίες και με μόνο του στόχο να πετύχει τους όποιους σκοπούς του. Τέλος, η εποχή, μέσα στην οποία διαδραματίζεται ο Διαφωτισμός, αποκτώντας τα ειδοποιά του γνωρίσματα, μπορεί να προσδιοριστεί μονάχα πάνω στη βάση μιας γενικής επισκόπησης της υφής και της πορείας του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων.
Σε σχέση με όλες τις μεγάλες εποχές της ιστορίας των ιδεών η έρευνα αποκάλυψε βαθμιαία, αφού πέρασε ο πρώτος απλουστευτικός ενθουσιασμός, την πολυμορφία των εκάστοτε διαμορφωτικών παραγόντων έτσι έγινε, π.χ., με τους δύο εκείνους μύθους —τον Ελληνισμό και την Αναγέννηση—, που βοήθησαν την αστική τάξη να εμπεδώσει ιστορικά την αυτοσυνειδησία της. Η αντίληψη, πως μια εποχή αποτελεί τεταμένη συνύπαρξη διαφορετικών, και μάλιστα αντιφατικών, τάσεων (άσχετα από τη δυνατότητα υστερογενούς κατασκευής ενός εννοιολογικού πλαισίου ένταξης για πολλές από αυτές), είναι ουσιαστικά αυτονόητη, αρκεί μόνο να αναλογιστούμε —κατ’ αρχήν σε κοινωνικοιστορική προοπτική— την πληθώρα των ατόμων και των ομάδων, που, αδιάκοπα και με τον ιδιαίτερο τρόπο τους, εγείρουν ταυτόχρονα αξιώσεις κυριαρχίας και έρχονται γι’ αυτό μοιραία σε σύγκρουση, καθορίζοντας έτσι και τη λειτουργία των θεωριών μέσα σε συγκεκριμένες υπαρξιακές καταστάσεις. Η τεταμένη πολυμορφία μιας εποχής γίνεται με άλλα λόγια αυτονόητη, αν πάρουμε σοβαρά την άποψη, πως η υφή της σκέψης είναι πολεμική, και αν δούμε πώς κάθε θέση συνεπάγεται και μιάν αντί-θεση — ακριβέστερα πώς κάθε θέση γεννιέται ως αντί-θεση. Ο αγώνας και η εναλλαγή των συνομαδώσεων, σύμφωνα με τη σχέση «φίλος-έχθρός», εξηγούν, λοιπόν, την πολυμορφία όλων των μεγάλων εποχών της ιστορίας των ιδεών — και η εποχή του Διαφωτισμού δεν αποτελεί εξαίρεση. Ακόμη και η ενότητα, που διαφαίνεται στις γραμμές του Διαφωτισμού αναφορικά με ορισμένα θεμελιώδη σημεία, δεν είναι ένδειξη εναντίον της πολεμικής λειτουργίας της σκέψης γενικά, αφού και η ίδια οφείλεται σε πολεμικούς λόγους: υφίσταται δηλ. όσο ο θεολογικός αντίπαλος είναι μονολιθικός, και χαλαρώνει μόλις αυτός δείξει και την παραμικρή προθυμία για μεταρρυθμίσεις.
Η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου γέννησε, με άλλα λόγια, τεράστια λογικά προβλήματα, που η επίλυση τους φαινόταν τόσο πιο επείγουσα, όσο πιο αναπόφευκτη και επιθυμητή, σ’ αυτήν ή εκείνη τη μορφή, θεωρούνταν η ίδια η παραπάνω αποκατάσταση. Εξαιτίας της εννοιολογικής ευρύτητας του προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα σε πνεύμα και αισθητά και εξαιτίας της έμφυτης ικανότητας του να παίρνει τις πιο διαφορετικές μορφές, η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου στην εποχή του Διαφωτισμού έβαλε σε πυρετώδη κίνηση όλα τα φιλοσοφικά επίπεδα. Στη γνωσιοθεωρία κορυφώθηκε ο ανταγωνισμός νοησιαρχίας και εμπειρισμού ή μαθηματικής και πειραματικής μεθόδου, στην κοσμολογία χρειάστηκε να οριστούν εξαρχής οι σχέσεις κόσμου και Θεού, στην ανθρωπολογία και στην ηθική ο Λόγος και τα ψυχόρμητα μάχονται για τα ιδιαίτερα δικαιώματα τους, οξύνοντας έτσι τις σχέσεις ανάμεσα σε Ον και Δέον, ενώ στη φιλοσοφία της ιστορίας γίνεται εκρηκτική η αντίθεση ανάμεσα στην αιτιώδη σύλληψη της ιστορικής πορείας και στο επιθυμητό της, από κανονιστική σκοπιά, τέρμα.
Σκοπός μας είναι, τώρα, όχι μόνο να αποσαφηνίσουμε τη δομική συνάρτηση όλων αυτών των επιπέδων στο έργο του κάθε στοχαστή, αιτιολογώντας κάθε φορά τις αποκλίσεις από τον ιδεότυπο του ίδιου αυτού έργου, αλλά και να εκτιμήσουμε ορθά τον λογικό χαρακτήρα των προβλημάτων που τέθηκαν στην εποχή του Διαφωτισμού, έτσι ώστε να συλλάβουμε την ενότητα των πνευματικών του εκδηλώσεων ακριβώς μέσα στην πολλαπλότητα τους. Αυτό είναι δυνατόν, γιατί η ενότητα έγκειται όχι στις απαντήσεις, αλλά στα ερωτήματα, ενώ η πολλαπλότητα των απαντήσεων προκύπτει από την ποικιλομορφία των θεμελιωδών πνευματικών στάσεων και των πολεμικών αναγκών των διαφόρων στοχαστών. Η μελέτη των πηγών δείχνει, κατὰ τη γνώμη μου, ότι η ερμηνεία των διαφόρων θέσεων και αντιθέσεων, με αφετηρία την αντίληψη πως η σκέψη γενικά είναι στην ουσία της πολεμική, είναι και η γονιμότερη. Από τη σκοπιά της αντίληψης αυτής μπορεί δηλ. να εξηγηθεί όχι μονάχα η συνέπεια, αλλά και η αντιφατικότητα μιας ορισμένης σκέψης, και αυτό αποτελεί ιδιαίτερο πλεονέκτημα σχετικά με τη διερεύνηση τού Διαφωτισμού, όπου η δυαρχική αμφιταλάντευση (αποτέλεσμα του φόβου μπροστά στις έσχατες συνέπειες της αποκατάστασης του αισθητού κόσμου) βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε μία φιλοσοφία μέσα από το πρίσμα της ιστορίας των ιδεών είναι, επομένως, να καθορίσουμε με σαφήνεια τον αντίπαλο της και να σταθμίσουμε τι πρέπει και τι θέλει να αποδείξει, για να θέσει αυτόν τον αντίπαλο εκτός μάχης.
Στην πολεμική όλων εναντίων όλων (δηλ. των φιλοσοφικών κομμάτων συναμεταξύ τους) γεννιέται —ανάλογα με τον στόχο της πολεμικής και το εκάστοτε ιδεώδες της— η πολλαπλότητα των θεμάτων πάνω σε ένα και μόνο θέμα, δηλ. πάνω στο θεμελιώδες πρόβλημα, που γύρω του στρέφεται η πολεμική. Η λογική δομή του θεμελιώδους αυτού προβλήματος αποτελεί το σταθερό και αναγκαίο μέγεθος, οι θεμελιώδεις ατομικές στάσεις και οι πολεμικές συνιστούν τους μεταβλητούς και εναλλάξιμους παράγοντες: έτσι δημιουργείται η γενική πνευματική εικόνα της εποχής, ενώ η ιδιαίτερη εικόνα του έργου κάθε στοχαστή προκύπτει από τη διασταύρωση της λογικής δομής τού θεμελιώδους προβλήματος με την προσωπική θεμελιώδη στάση τού εκάστοτε ατόμου.
Αν δούμε το θέμα της ενότητας και της πολυμορφίας της εποχής του Διαφωτισμού με αυτόν τον τρόπο, αποδείχνονται ερμηνευτικά στείρες οι διαδεδομένες αντιλήψεις, ότι ο Διαφωτισμός αποτελεί την εποχή του ορθολογισμού, της αισιοδοξίας κτλ. Εξίσου αβάσιμη, αν πάρουμε υπόψη μας τη χρονολογική σειρά της δημοσίευσης και επίδρασης σημαντικών έργων, και επιπλέον παραπλανητική είναι η (άλλοτε γενική) εντύπωση, ότι την περίοδο του άκρου διαφωτιστικού ορθολογισμού τη διαδέχτηκε η εποχή του προρομαντικού διαμαρτυρόμενου συναισθήματος. Στην πραγματικότητα, δηλ. στο φως των πηγών, αισιοδοξία και απαισιοδοξία, εσχατολογία και μηδενισμός, πίστη στον Λόγο και εξύμνηση του συναισθήματος, πίστη στη δύναμη τού ανθρώπινου πνεύματος και γνωσιοθεωρητική απόγνωση, θρησκευτικότητα (διαφόρων βαθμών και αποχρώσεων) και αθεϊσμός, ηθικισμός και ευδαιμονισμός, αλτρουισμός και εγωισμός αποτελούν αναπόσπαστα μέρη μιας και μόνης εποχής, που ισότιμοι γόνοι της υπήρξαν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και διανοητές όσο ο Rousseau και ο La Mettrie, ο Herder και ο Locke, ο Fichte και ο μαρκήσιος de Sade. Όλες αυτές οι αντίρροπες τάσεις πρέπει να ιδωθούν στην ενότητα τους, δηλ. ως δυνατές απαντήσεις στο θεμελιώδες ερώτημα, που αρνητικά ή θετικά έθεσε η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου. Η συνύπαρξη τους είναι γεγονός, και όχι στην άρνηση, αλλά στην εξήγηση του βρίσκεται το κλειδί για την ορθή κατανόηση του φαινομένου που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «εποχή του Διαφωτισμού». Εφόσον έτσι είναι τα πράγματα, η παλαιότερη έρευνα οδηγήθηκε αναγκαστικά σε αδιέξοδο όσο προχωρούσε η ανακάλυψη και η μελέτη παραμελημένων πηγών — και προπαντός όσο λιγότερο αυτονόητες γίνονταν, ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους και τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, ορισμένες ορθολογιστικές θέσεις, που συμπύκνωναν τον ιδεολογικό πυρήνα της παλιάς μονοδιάστατης αντίληψης για τον Διαφωτισμό.
Μια διπλή αναγκαιότητα έκανε, λοιπόν, στα τελευταία χρόνια όλο και επιτακτικότερη την απαίτηση να εγκαταλειφθούν ριζικά όλες οι ευθύγραμμες ερμηνείες του Διαφωτισμού.
Η έκφραση «εποχή του Διαφωτισμού», που χρησιμοποιήσαμε ίσαμε τώρα, υποδηλώνει κατ’ αρχήν πως ο Διαφωτισμός δεν συμπίπτει με την εποχή του, αλλά διαδραματίζεται μέσα της. Η εποχή, άρα, είναι έννοια ευρύτερη από τον Διαφωτισμό. Συνάμα, όμως, και ο Διαφωτισμός ριζώνει μέσα στην εποχή του, η οποία χωρίς αυτόν δεν θα ήταν εκείνο που ήταν. Όταν, λοιπόν, λέμε πως ο Διαφωτισμός ανήκει στην εποχή του, εννοούμε δύο πράγματα: ότι δίνει στην εποχή του τον χαρακτήρα της και ότι καθορίζεται απ’ αυτήν. Επειδή όμως η εποχή είναι πολυδιάστατη και επειδή ο Διαφωτισμός συμπεριλαμβάνει αντιδράσεις σε εκάστοτε διαφορετικές πλευρές της, γι’ αυτό και ο ίδιος είναι εξίσου λίγο ενιαίος όσο και ταυτόσημος με την εποχή του. Για να οριοθετηθεί ο χώρος του Διαφωτισμού χρειάζεται, επομένως, μια διπλή διάκριση: ως «Διαφωτισμός» πρέπει από τη μια να χαρακτηριστούν τα πνευματικά εκείνα ρεύματα, που επιθυμούν να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή θεολογική κοσμοαντίληψη με μιά θύραθεν, δηλ. κατὰ το δυνατόν εμμενή, και από την άλλη —με τη στενότερη έννοια— τα ρεύματα εκείνα, που υπερασπίζουν ένα κανονιστικό-ηθικό ιδεώδες όχι μόνον απέναντι στην παραδοσιακή θεολογία, αλλά και απέναντι στον σκεπτικισμό ή στον μηδενισμό, ο όποιος γεννιέται ακριβώς μέσα στη διαδικασία της αποκοπής από τη θεολογία. (Ποιες πλευρές της μεταρρυθμιστικής θεολογίας ανήκουν στον Διαφωτισμό με τη στενότερη έννοια ή δέχονται απ’ αυτόν ερεθισμούς, πρέπει να κρίνεται σε κάθε περίπτωση χωριστά).
Θεμελιώδης είναι η διαπίστωση, πως η εμμενής ερμηνεία του κόσμου —αντίθετα από την υπερβατική, όπου ο Θεός ήταν οντολογική και συνάμα κανονιστική-ηθική αρχή— δεν συνδέεται ούτε κατά λογική ούτε κατά ιστορική αναγκαιότητα με την αποδοχή ηθικών ιδεωδών. Ακόμη και η πεποίθηση στη δύναμη του ανθρώπινου Λόγου δεν σημαίνει eo ipso ομολογία πίστεως σε μια κλίμακα ηθικών άξιων, αφού μένει κατ’ αρχήν αναπάντητο το ερώτημα, αν ο Λόγος από την ίδια του την υφή οφείλει να αναφέρεται σε μια τέτοια, όπως συνέβαινε στην πλατωνική-αριστοτελική-χριστιανική παράδοση, ή αν ενεργεί αδιαφορώντας για αξίες και με μόνο του στόχο να πετύχει τους όποιους σκοπούς του. Τέλος, η εποχή, μέσα στην οποία διαδραματίζεται ο Διαφωτισμός, αποκτώντας τα ειδοποιά του γνωρίσματα, μπορεί να προσδιοριστεί μονάχα πάνω στη βάση μιας γενικής επισκόπησης της υφής και της πορείας του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων.
Σε σχέση με όλες τις μεγάλες εποχές της ιστορίας των ιδεών η έρευνα αποκάλυψε βαθμιαία, αφού πέρασε ο πρώτος απλουστευτικός ενθουσιασμός, την πολυμορφία των εκάστοτε διαμορφωτικών παραγόντων έτσι έγινε, π.χ., με τους δύο εκείνους μύθους —τον Ελληνισμό και την Αναγέννηση—, που βοήθησαν την αστική τάξη να εμπεδώσει ιστορικά την αυτοσυνειδησία της. Η αντίληψη, πως μια εποχή αποτελεί τεταμένη συνύπαρξη διαφορετικών, και μάλιστα αντιφατικών, τάσεων (άσχετα από τη δυνατότητα υστερογενούς κατασκευής ενός εννοιολογικού πλαισίου ένταξης για πολλές από αυτές), είναι ουσιαστικά αυτονόητη, αρκεί μόνο να αναλογιστούμε —κατ’ αρχήν σε κοινωνικοιστορική προοπτική— την πληθώρα των ατόμων και των ομάδων, που, αδιάκοπα και με τον ιδιαίτερο τρόπο τους, εγείρουν ταυτόχρονα αξιώσεις κυριαρχίας και έρχονται γι’ αυτό μοιραία σε σύγκρουση, καθορίζοντας έτσι και τη λειτουργία των θεωριών μέσα σε συγκεκριμένες υπαρξιακές καταστάσεις. Η τεταμένη πολυμορφία μιας εποχής γίνεται με άλλα λόγια αυτονόητη, αν πάρουμε σοβαρά την άποψη, πως η υφή της σκέψης είναι πολεμική, και αν δούμε πώς κάθε θέση συνεπάγεται και μιάν αντί-θεση — ακριβέστερα πώς κάθε θέση γεννιέται ως αντί-θεση. Ο αγώνας και η εναλλαγή των συνομαδώσεων, σύμφωνα με τη σχέση «φίλος-έχθρός», εξηγούν, λοιπόν, την πολυμορφία όλων των μεγάλων εποχών της ιστορίας των ιδεών — και η εποχή του Διαφωτισμού δεν αποτελεί εξαίρεση. Ακόμη και η ενότητα, που διαφαίνεται στις γραμμές του Διαφωτισμού αναφορικά με ορισμένα θεμελιώδη σημεία, δεν είναι ένδειξη εναντίον της πολεμικής λειτουργίας της σκέψης γενικά, αφού και η ίδια οφείλεται σε πολεμικούς λόγους: υφίσταται δηλ. όσο ο θεολογικός αντίπαλος είναι μονολιθικός, και χαλαρώνει μόλις αυτός δείξει και την παραμικρή προθυμία για μεταρρυθμίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου