Επειδή όμως τα γηρατειά δεν έχουν όλα τα κακά, κατά τον Ευριπίδη, ούτε και η βλακεία των φίλων, πρέπει να βλέπει κανείς όχι μόνο τα σφάλματα αλλά και τις επιτυχίες τους και, μα τον Δία, να τους επαινεί αρχικά, έπειτα όμως, όπως ο σίδηρος πήζει με το πάγωμα και επιδέχεται τη στόμωση, αφού πρώτα διασταλεί και μαλακώσει με τη θερμότητα, έτσι και στους φίλους, χαλαροί καθώς είναι και θερμοί από τους επαίνους, μπορεί εύκολα κανείς να εφαρμόσει την παρρησία, σαν εμβάπτιση στο κατάλληλο υγρό. Παρουσιάζεται, πράγματι, η ευκαιρία να πει κανείς: “Αξίζουν άραγε αυτά να παραβληθούν με εκείνα; Βλέπεις τι καρπούς αποδίδει το καλό; Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες. Τα άλλα πρέπει να ριχτούν
στα βουνά ή στο κύμα της πολύβουης θάλασσας (ΟΜΗΡΟΣ).
Τίποτε άλλο δεν προσφέρεται περισσότερο για να λυπήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τον αποδέκτη της παρρησίας και να το θεραπεύσει όσο το δυνατόν καλύτερα από το να μετριάζει κανείς την οργή στη συμπεριφορά του και να αντιμετωπίζει καλοπροαίρετα όσους κάνουν λάθη.
Επομένως, δεν πρέπει ούτε να τους επικρίνει κανείς άγρια, αν αρνούνται (τα λάθη τους), ούτε να τους εμποδίζει, αν θέλουν να απολογηθούν, αλλά και δικαιολογίες εύσχημες να τους βοηθάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρουν και να απορρίπτει τη χειρότερη εξήγηση της πράξης τους, προτείνοντάς τους άλλη πιο μετριοπαθή, όπως ο Έκτωρ,
Τρελέ, καλό δεν είναι να βάζεις τέτοια οργή στην ψυχή σου,
προς τον αδερφό του, επειδή τάχα δεν ήταν λιποταξία ή δειλία η αναχώρησή του από τη μάχη αλλά αντίδραση οργής.
Και προς τον Αγαμέμνονα ο Νέστωρ:
Συ όμως στη μεγαλοπρεπή οργή σου υπάκουσες, (ΟΜΗΡΟΣ)
Πιο ψυχολογημένο, θαρρώ, είναι να πεις “φέρθηκες άσχημα” παρά “φέρθηκες άδικα”, “δεν σκέφτηκες σωστά” παρά “αδιαφόρησες”, “μην τσακώνεσαι με τον αδερφό σου” παρά “μην φθονείς τον αδερφό σου” και “απόφυγε τη γυναίκα που σε καταστρέφει” παρά “πάψε να καταστρέφεις τη γυναίκα”.
Τέτοιου είδους μέθοδο αναζητεί η επανορθωτική παρρησία, ενώ η προληπτική την αντίθετη.
Πράγματι, όταν χρειαστεί είτε να αποτρέψει κανείς ανθρώπους που πρόκειται να κάνουν λάθος είτε θελήσουμε να τονώσουμε και να παροτρύνουμε ανθρώπους που στέκονται αδρανείς απέναντι σε κάποια βίαιη αντίδραση ή είναι μαλθακοί και απρόθυμοι να κάνουν το καλό, πρέπει να αποδίδουμε το φαινόμενο σε αιτίες άτοπες και άπρεπες.
Έτσι, στο έργο του Σοφοκλή, ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να ερεθίσει τον Αχιλλέα, δεν λέει πως η οργή του έχει να κάνει με το δείπνο, αλλά:
Τώρα είναι η θέα των επάλξεων της Τροίας που σε τρομάζει;
Και πάλι, ενώ ο Αχιλλέας αγανακτεί και λέει ότι θα αποπλεύσει:
Ξέρω εγώ τι προσπαθείς να αποφύγεις· όχι τα λόγια σε βάρος σου,
αλλά τον Έκτορα που είναι κοντά.
Ωραίο πράγμα στ’ αλήθεια, ο θυμός.
Τρομάζοντας τον ψυχωμένο άντρα με την ιδέα ότι θα αποκτήσει φήμη δειλού, τον μετρημένο και κόσμιο ακόλαστου, τον γενναιόδωρο και μεγαλόπρεπο με το ότι θα αποκτήσει φήμη μίζερου και τσιγκούνη, τους παροτρύνουν προς ωραίες πράξεις και τους αποτρέπουν από τις άσχημες, μένοντας μετρημένοι στις κριτικές τους σε περιπτώσεις ανίατες και προσθέτοντας στην παρρησία περισσότερη λύπη και συμμετοχή στον πόνο του άλλου παρά ψόγο, ενώ, όταν πρόκειται να εμποδίσουν τον άλλο να διαπράξει το λάθος ή να (τον κάνουν να) αντισταθεί στο πάθος του, είναι σφοδροί, άτεγκτοι και επίμονοι. Τούτη είναι, όντως, η ευκαιρία να φανεί η ακλόνητη αφοσίωση και η αληθινή παρρησία.
Τον ψόγο, αντίθετα, για όσα έχουν ήδη γίνει βλέπουμε να εφαρμόζουν και οι εχθροί μεταξύ τους, όπως ακριβώς έλεγε ο Διογένης ότι αυτός που είναι να σωθεί πρέπει να έχει φίλους καλούς ή σφοδρούς εχθρούς, διότι οι πρώτοι νουθετούν, οι δεύτεροι επικρίνουν.
Είναι καλύτερο όμως να πείθεται κανείς χάρη σε όσους τον συμβουλεύουν και να αποφεύγει τα σφάλματα, παρά να σφάλει και να μετανοεί λόγω αυτών που τον κακολογούν.
Για τούτο χρειάζεται τέχνη η παρρησία, στον βαθμό που είναι το μεγαλύτερο και πιο δυνατό φάρμακο στη φιλία, εφόσον χρειάζεται πάντοτε να πέφτει την κατάλληλη στιγμή και να είναι ισορροπημένη.
Επειδή λοιπόν η παρρησία, όπως έχει λεχθεί, πολλές φορές είναι από τη φύση της λυπηρή γι’ αυτόν που θεραπεύεται, πρέπει να μιμείται κανείς τους γιατρούς.
Πράγματι, ούτε εκείνοι, όταν κάνουν τομή, αφήνουν το μέρος που πάσχει να πονάει και να υποφέρει, αλλά το πλένουν μαλακά και το καταβρέχουν, ούτε όσοι νουθετούν, αφού πετάξουν διακριτικά την πικρή και δηκτική παρατήρησή τους, φεύγουν μακριά, αλλά με άλλες συζητήσεις και λόγους ευχάριστους, τους καταπραΰνουν και τους ψυχαγωγούν, όπως ακριβώς οι λιθοξόοι λειαίνουν και βερνικώνουν τα μέρη των αγαλμάτων που χτύπησαν με τη σμίλη και έκοψαν.
Αυτόν όμως που χτυπήθηκε και χαρακώθηκε από την παρρησία, αν τον αφήσεις τραχύ, με εξογκώματα και ανωμαλίες από την οργή, είναι δύσκολο να τον επαναφέρεις και να τον παρηγορήσεις.
Γι’ αυτό, τούτο είναι από τα κυριότερα που πρέπει να προσέχουν όσοι νουθετούν και να μην το παραμελούν ούτε η τελευταία γεύση που αφήνουν στη συντροφιά και την παρέα να είναι η λύπη και η πίκρα στους φίλους.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
στα βουνά ή στο κύμα της πολύβουης θάλασσας (ΟΜΗΡΟΣ).
Τίποτε άλλο δεν προσφέρεται περισσότερο για να λυπήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τον αποδέκτη της παρρησίας και να το θεραπεύσει όσο το δυνατόν καλύτερα από το να μετριάζει κανείς την οργή στη συμπεριφορά του και να αντιμετωπίζει καλοπροαίρετα όσους κάνουν λάθη.
Επομένως, δεν πρέπει ούτε να τους επικρίνει κανείς άγρια, αν αρνούνται (τα λάθη τους), ούτε να τους εμποδίζει, αν θέλουν να απολογηθούν, αλλά και δικαιολογίες εύσχημες να τους βοηθάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρουν και να απορρίπτει τη χειρότερη εξήγηση της πράξης τους, προτείνοντάς τους άλλη πιο μετριοπαθή, όπως ο Έκτωρ,
Τρελέ, καλό δεν είναι να βάζεις τέτοια οργή στην ψυχή σου,
προς τον αδερφό του, επειδή τάχα δεν ήταν λιποταξία ή δειλία η αναχώρησή του από τη μάχη αλλά αντίδραση οργής.
Και προς τον Αγαμέμνονα ο Νέστωρ:
Συ όμως στη μεγαλοπρεπή οργή σου υπάκουσες, (ΟΜΗΡΟΣ)
Πιο ψυχολογημένο, θαρρώ, είναι να πεις “φέρθηκες άσχημα” παρά “φέρθηκες άδικα”, “δεν σκέφτηκες σωστά” παρά “αδιαφόρησες”, “μην τσακώνεσαι με τον αδερφό σου” παρά “μην φθονείς τον αδερφό σου” και “απόφυγε τη γυναίκα που σε καταστρέφει” παρά “πάψε να καταστρέφεις τη γυναίκα”.
Τέτοιου είδους μέθοδο αναζητεί η επανορθωτική παρρησία, ενώ η προληπτική την αντίθετη.
Πράγματι, όταν χρειαστεί είτε να αποτρέψει κανείς ανθρώπους που πρόκειται να κάνουν λάθος είτε θελήσουμε να τονώσουμε και να παροτρύνουμε ανθρώπους που στέκονται αδρανείς απέναντι σε κάποια βίαιη αντίδραση ή είναι μαλθακοί και απρόθυμοι να κάνουν το καλό, πρέπει να αποδίδουμε το φαινόμενο σε αιτίες άτοπες και άπρεπες.
Έτσι, στο έργο του Σοφοκλή, ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να ερεθίσει τον Αχιλλέα, δεν λέει πως η οργή του έχει να κάνει με το δείπνο, αλλά:
Τώρα είναι η θέα των επάλξεων της Τροίας που σε τρομάζει;
Και πάλι, ενώ ο Αχιλλέας αγανακτεί και λέει ότι θα αποπλεύσει:
Ξέρω εγώ τι προσπαθείς να αποφύγεις· όχι τα λόγια σε βάρος σου,
αλλά τον Έκτορα που είναι κοντά.
Ωραίο πράγμα στ’ αλήθεια, ο θυμός.
Τρομάζοντας τον ψυχωμένο άντρα με την ιδέα ότι θα αποκτήσει φήμη δειλού, τον μετρημένο και κόσμιο ακόλαστου, τον γενναιόδωρο και μεγαλόπρεπο με το ότι θα αποκτήσει φήμη μίζερου και τσιγκούνη, τους παροτρύνουν προς ωραίες πράξεις και τους αποτρέπουν από τις άσχημες, μένοντας μετρημένοι στις κριτικές τους σε περιπτώσεις ανίατες και προσθέτοντας στην παρρησία περισσότερη λύπη και συμμετοχή στον πόνο του άλλου παρά ψόγο, ενώ, όταν πρόκειται να εμποδίσουν τον άλλο να διαπράξει το λάθος ή να (τον κάνουν να) αντισταθεί στο πάθος του, είναι σφοδροί, άτεγκτοι και επίμονοι. Τούτη είναι, όντως, η ευκαιρία να φανεί η ακλόνητη αφοσίωση και η αληθινή παρρησία.
Τον ψόγο, αντίθετα, για όσα έχουν ήδη γίνει βλέπουμε να εφαρμόζουν και οι εχθροί μεταξύ τους, όπως ακριβώς έλεγε ο Διογένης ότι αυτός που είναι να σωθεί πρέπει να έχει φίλους καλούς ή σφοδρούς εχθρούς, διότι οι πρώτοι νουθετούν, οι δεύτεροι επικρίνουν.
Είναι καλύτερο όμως να πείθεται κανείς χάρη σε όσους τον συμβουλεύουν και να αποφεύγει τα σφάλματα, παρά να σφάλει και να μετανοεί λόγω αυτών που τον κακολογούν.
Για τούτο χρειάζεται τέχνη η παρρησία, στον βαθμό που είναι το μεγαλύτερο και πιο δυνατό φάρμακο στη φιλία, εφόσον χρειάζεται πάντοτε να πέφτει την κατάλληλη στιγμή και να είναι ισορροπημένη.
Επειδή λοιπόν η παρρησία, όπως έχει λεχθεί, πολλές φορές είναι από τη φύση της λυπηρή γι’ αυτόν που θεραπεύεται, πρέπει να μιμείται κανείς τους γιατρούς.
Πράγματι, ούτε εκείνοι, όταν κάνουν τομή, αφήνουν το μέρος που πάσχει να πονάει και να υποφέρει, αλλά το πλένουν μαλακά και το καταβρέχουν, ούτε όσοι νουθετούν, αφού πετάξουν διακριτικά την πικρή και δηκτική παρατήρησή τους, φεύγουν μακριά, αλλά με άλλες συζητήσεις και λόγους ευχάριστους, τους καταπραΰνουν και τους ψυχαγωγούν, όπως ακριβώς οι λιθοξόοι λειαίνουν και βερνικώνουν τα μέρη των αγαλμάτων που χτύπησαν με τη σμίλη και έκοψαν.
Αυτόν όμως που χτυπήθηκε και χαρακώθηκε από την παρρησία, αν τον αφήσεις τραχύ, με εξογκώματα και ανωμαλίες από την οργή, είναι δύσκολο να τον επαναφέρεις και να τον παρηγορήσεις.
Γι’ αυτό, τούτο είναι από τα κυριότερα που πρέπει να προσέχουν όσοι νουθετούν και να μην το παραμελούν ούτε η τελευταία γεύση που αφήνουν στη συντροφιά και την παρέα να είναι η λύπη και η πίκρα στους φίλους.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου