(ἀρεταὶ τῆς λέξεως, virtutes elocutionis)
Oρθοέπεια
Oρθοέπεια
(ἑλληνίζειν, hellenismos / latinitas, puritas, Latine atque emendateloqui)
Η γραμματική ορθότητα και η γλωσσική καθαρότητα (η αποφυγή δηλαδή ξένων όρων) αποτελούν την πρώτη αρετή που πρέπει να διακρίνει το ύφος του λόγου, καθώς επιβεβαιώνουν ότι ο ομιλητής γνωρίζει καλά τη γλώσσα που χρησιμοποιεί για να συντάξει το κείμενό του (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 1.5.1, 8.1.2, Κικέρων, De oratore 3.38). Η ύπαρξη της συγκεκριμένης αρετής ελέγχεται με σημείο αναφοράς τους μεμονωμένους όρους (verba singula) και τη σύνταξή τους, τη σύνθεση των λέξεων (verba coniuncta), και με κριτήρια α) τους κανόνες της γλώσσας (ratio), β) τη γλωσσική παράδοση (vetustas), γ) τη μαρτυρία των όρων που χρησιμοποιεί ο ομιλητής σε κείμενα σημαντικών ποιητών και συγγραφέων (auctoritas), δ) το έθος της ομιλίας (consuetudo).
Είναι προφανές ότι οι τρεις τελευταίες προϋποθέσεις-εγγυήσεις του κύρους λέξεων ή φράσεων μπορεί να βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους: για παράδειγμα, η αρχαιότητα μιας λέξης ή φράσης ή η χρήση της από σημαντικούς εκπροσώπους των Γραμμάτων εγγυάται καταρχήν την ορθότητά της, ωστόσο, είναι το γλωσσικό έθος, το αν δηλαδή η συγκεκριμένη λέξη ή φράση έχει ή όχι πολιτογραφηθεί γλωσσικά, που τελικά θα επισφραγίσει την εκφραστική αξία και τη δύναμή της. Στην περίπτωση που πρόκειται για (εξαιρετικά) σπάνια λέξη, είναι πιθανό η χρήση της να προκαλέσει στο ακροατήριο την εντύπωση ότι ο λόγος είναι ανοίκειος, ενώ δεν αποκλείεται να εγείρει και την αίσθηση της εκζήτησης. Σε κάθε περίπτωση έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση του Κοϊντιλιανού (Institutio οratoria 1.6.2) ότι ακόμη και ένα γλωσσικό λάθος -μια απόκλιση από τη συμβατική και συνήθη χρήση της γλώσσας- μπορεί να προσδώσει τιμή σε εκείνον που υπέπεσε στο σφάλμα, αν για το ολίσθημά του έχει σημαντικούς προδρόμους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εξάλλου και η παρατήρησή του ότι το γλωσσικό έθος διαμορφώνεται όχι με βάση τις γλωσσικές προτιμήσεις του απαίδευτου πλήθους των πολλών, αλλά τη συμφωνία των μορφωμένων (consensus eruditorum).
Λάθη στη χρήση των λέξεων χαρακτηρίζονται ως βαρβαρισμοί, ενώ όσα σχετίζονται με τη σύνταξη των όρων ονομάζονται σολοικισμοί. Ωστόσο η σαφής διάκριση του τύπου των λαθών δεν είναι πάντα δυνατή, για τον λόγο ότι συχνά τα λάθη στη γραμματική των μεμονωμένων όρων διακρίνονται, όταν ελέγξει κανείς τα συμφραζόμενά τους, δηλαδή τη σύνταξή τους.
Συμμετρία, Αναλογία, Ευπρέπεια
(πρέπον, aptum / decorum)
Ο όρος εμφανίζεται με ιδιαίτερη τεχνική σημασία κιόλας στη Ῥητορικὴ του Αριστοτέλη (3.7.1408a10-11): «Το ύφος θα είναι το πρέπον, αν πετυχαίνει να εκφράσει τα πάθη και τους χαρακτήρες και αν είναι ανάλογο προς το προκείμενο θέμα». Ωστόσο η αρχή του πρέποντος, που ορίζει τι πρέπει, τι ταιριάζει και ενδείκνυται, δεν αφορά μόνο το ύφος του λόγου. Πολύ περισσότερο αποτελεί τη βάση σύνθεσης της ομιλίας ως συνόλου, αφού διέπει κατά τις επιταγές της τέχνης όλα τα έργα του ρήτορα (την εύρεση, τη διάταξη, τη λέξη, την υπόκριση), κάθε στοιχείο του λόγου χωριστά αλλά και όλα μαζί ως ενότητα: οι ιδέες και τα επιχειρήματα θα πρέπει να συνάδουν προς το έργο της εύρεσης· η έκφραση θα πρέπει να είναι σύμμετρη προς τα αποτελέσματα αυτού του έργου: τα επιχειρήματα και οι θέσεις πρέπει να αποδίδονται με τους κατάλληλους λεκτικούς τρόπους, το ύφος να αντιστοιχεί με ακρίβεια στο πάθος, το ήθος και το θέμα του λόγου· οι κινήσεις του σώματος και ο τόνος της φωνής θα πρέπει να ανταποκρίνονται στη διάθεση που αποπνέει κάθε τμήμα του λόγου και να την υπογραμμίζουν. Επιπλέον, όλα τα στοιχεία της ομιλίας, όσα αφορούν κάθε έργο του ρήτορα χωριστά, θα πρέπει να συμφωνούν αρμονικά μεταξύ τους. Ο ομιλητής οφείλει ακόμη, όταν συνθέτει τον λόγο του, να συνεκτιμά τις συνθήκες εκφώνησής του (τον χρόνο, τον τόπο, την πολιτική συγκυρία) και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ακροατηρίου του. Ο λόγος θα πρέπει άλλωστε να ανταποκρίνεται στην προσωπικότητα, την ηλικία και τη θέση του ομιλητή. Ο ίδιος θα αντιληφθεί και θα τηρήσει όλες αυτές τις λεπτές αντιστοιχίες και συμμετρίες με βασικό κριτήριο και οδηγό την οξεία κριτική δύναμη (iudicium) και τη γνώμη του για τις γενικότερες συνθήκες γέννησης και παρουσίασης του λόγου του (consilium).
Σαφήνεια
(σαφήνεια, perspicuitas)
Η αρετή της σαφήνειας διακρίνει τον λόγο που κατανοούν όχι μόνο οι ειδικοί αλλά και οι αδαείς (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 8.2.22). Η συγκεκριμένη αρετή θα πρέπει να διέπει, όπως και η αρετή του πρέποντος, όλα τα έργα του ρήτορα. Στη σαφήνεια του περιεκτικού και συγκροτημένου τρόπου έκφρασης συμβάλλει η σαφής και εύλογη δομή του λόγου, η απουσία ελλείψεων και πλατειασμών, η καθαρή, εκφραστική και κατάλληλα χρωματισμένη εκφώνηση όπως και η ενδεδειγμένη κίνηση και γλώσσα του σώματος. Η σκοτεινότητα συνιστά καταρχήν το σφάλμα που βρίσκεται στον αντίποδα της συγκεκριμένης αρετής. Ωστόσο, μπορεί κάποτε ο ομιλητής να επιδιώκει τη σκοτεινή και αινιγματική διατύπωση, όταν, για παράδειγμα, θα πρέπει να επικοινωνήσει μέσα από υπαινιγμούς με ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, χωρίς δηλαδή να γίνει αντιληπτός από το σύνολο των ακροατών (ή των αναγνωστών) του. Υπάρχουν μάλιστα λογοτεχνικά είδη, όπως η σάτιρα, όπου η υπαινικτική-προστατευτική διατύπωση είναι σκόπιμη και μάλιστα αναμενόμενη.
Όταν κάνουμε λόγο για σαφή χρήση κάθε όρου χωριστά, εννοούμε ότι για τη δήλωση κάθε προσώπου, πράγματος ή γεγονότος χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχες κατάλληλες, κυριολεκτικές ονομασίες. Ωστόσο, ακόμη και η μεταφορική χρήση της γλώσσας μπορεί να υπηρετεί τη σαφήνεια του λόγου, όταν ένας όρος, δηλαδή η έκφραση μιας εικόνας που μεταφέρεται από άλλο σημασιολογικό περιβάλλον, αποδίδει με ενάργεια ό,τι πρέπει να δηλωθεί.
Καλλιέπεια
(κόσμος, ornatus)
Όποιος απλώς εκφράζεται ορθά, με σαφήνεια και βάσει των αρχών του πρέποντος δεν κατέχει ακόμη την τέχνη της γλωσσικής διατύπωσης σε όλη της την έκταση. Μάλιστα ο ρήτορας μπορεί να επιδιώκει με άλλα έργα του -την εύρεση, τη διάταξη, την υπόκριση- να κερδίσει την κρίση του εξειδικευμένου κοινού του, με τον καλλωπισμό όμως του λόγου του, τους ιδιαίτερους και εντυπωσιακούς εκφραστικούς του τρόπους ζητά να προκαλέσει τον θαυμασμό του μεγάλου πλήθους γι' αυτόν τον ίδιο και το έργο του (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 8.3.2). Αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι, που δεν αποτελούν απλώς δυνατά αλλά επιπλέον λαμπερά όπλα, συνθέτουν τον κόσμον του λόγου, τον στολισμό του, που αποβλέπει στο να γοητεύσει το κοινό και τελικώς να το πείσει τέρποντάς το. Η καλλιέπεια έχει λοιπόν διττή λειτουργία: αισθητική και πρακτική. Συμβάλλοντας με την εντύπωση που προκαλεί, στη διέγερση του ενδιαφέροντος του ακροατηρίου ενισχύει την πειθώ και την αποτελεσματικότητα του λόγου.
Όπως και οι άλλες αρετές του ύφους έτσι και η συγκεκριμένη αναδεικνύεται τόσο μέσα από τις μεμονωμένες λέξεις όσο και μέσα από τη σύνθεση των λέξεων, τις εκτενέστερες φράσεις. O ρήτορας καλλωπίζει τον λόγο του χρησιμοποιώντας ρητορικά σχήματα και τρόπους, κυρίως τη μεταφορά, αλλά και εύηχες λέξεις, επιπλέον σε κάποιες περιπτώσεις λέξεις αρχαίες αλλά και νεολογισμούς. Στην πραγματικότητα οι τρόποικαι τα σχήματα εμφανίζονται σε μια μεγάλη ποικιλία μορφών και η χρήση τους στον λόγο αναδεικνύει τη φαντασία και την ευστροφία του ομιλητή.
Υπάρχουν άλλωστε διάφοροι τύποι και ποιότητες κόσμου: ο αδρός, που προφυλάσσει από την εκζήτηση και την υπερβολή και προσδίδει αρρενωπότητα, δύναμη και αυστηρότητα στον λόγο, ο λαμπρός, που συνίσταται στην αποφυγή ευτελών όρων και φράσεων, μπορεί όμως να αποπνέει, όταν υπάρχει υπερβολή, και μια αίσθηση ματαιοδοξίας, ο οξύνους, που προβλέπει τη χρήση σχημάτων, όπως η ειρωνεία, η παρονομασία, το πολύπτωτον, η υποφορά και η ανθυποφορά, ο άφθονος, εδώ έχουμε, μεταξύ άλλων, περιφράσεις, ισόκωλα, ο ιλαρός, συγγενής του οξύνου, που αναδεικνύει την πνευματώδη διάθεση του ομιλητή, o τερπνός, που διακρίνεται από χρήση εύηχων και ρυθμικών λέξεων και φράσεων, ο επιμελής, που προβάλλει τη φροντίδα και την προσοχή του ρήτορα, ο ανθηρός, που χαρακτηρίζεται από ποικιλία, ο οξυδερκής, με κύριο γνώρισμά του τη διεισδυτική σαφήνεια που είναι ικανή να αναδείξει όλες τις πτυχές του θέματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου