Το είδος της παγκόσμιας ιστορίας, το οποίο στην αρχαιότητα χαρακτηριζόταν με τη διατύπωση τὰ καθόλου γράφειν (ο Πολύβιος για τον Έφορο, 5.33.2) ή με τον όρο κοιναὶ πράξεις (ο Διόδωρος για τον ίδιο, 1.4.3, 5.1.4), καλύπτει δύο κατηγορίες έργων: έργα που πραγματεύονται τα ιστορικά γεγονότα όλου του τότε γνωστού κόσμου από τις απαρχές έως την εποχή του συγγραφέα τους (π.χ. Έφορος, Διόδωρος, Νικόλαος Δαμασκηνός), «παγκόσμια» ιστορία δηλαδή τόσο ως προς τον χρόνο όσο και ως προς τον χώρο, ή έργα που καλύπτουν μόνο ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, παγκόσμια δηλαδή μόνο από την άποψη της γεωγραφίας (π.χ. Θεόπομπος, Πολύβιος, Ποσειδώνιος, Στράβωνας).
Έφορος από την Κύμη (FGrHist 70)
Ο Έφορος καταγόταν από την Κύμη της Μικράς Ασίας και πρέπει να έζησε από το πρώτο έως το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. Θεωρείται (χωρίς να είναι βέβαιο) μαθητής του Ισοκράτη και είναι ο πρώτος συγγραφέας παγκόσμιας ιστορίας. Το κύριο έργο του, Ἱστορίαι, σε 29 βιβλία κάλυπτε την περίοδο από την Κάθοδο των Hρακλειδών (1069/8 π.Χ.) έως την εποχή του, την αρχή του λεγόμενου Ιερού πολέμου το 356 (το 30ό βιβλίο που παραδίδεται και καλύπτει τα έτη 356-340 συντάχθηκε από τον γιο του, Δημόφιλο· από το συνολικό έργο, που πραγματευόταν συνεπώς 730 έτη, σώζονται 225 περίπου αποσπάσματα). Το τεράστιο αυτό υλικό ανάγκασε τον Έφορο να επιλέξει έναν ιδιαίτερο τρόπο διάρθρωσης του έργου: όπως γράφει ο Διόδωρος (5.1.4), η παρουσίαση των γεγονότων γινόταν κατὰ γένος, με άλλα λόγια ο Έφορος δεν ακολούθησε τη χρονολογική σειρά των γεγονότων (όπως έκανε ο Θουκυδίδης και κατά κανόνα οι συγγραφείς Ελληνικών), αλλά τα αφηγούνταν συγκεντρώνοντάς τα κατά θέμα· έτσι το 6ο βιβλίο περιλάμβανε την ιστορία της Πελοποννήσου στην αρχαϊκή εποχή, το 7ο την ιστορία της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας, το 8ο και το 9ο την ιστορία των Λυδών και των Περσών.
Το αποτέλεσμα ήταν ασφαλώς η έλλειψη χρονολογικής ακρίβειας· το έργο του επιπλέον προσέφερε την εντύπωση ότι δεν είχε οργανική συνοχή, αλλά αποτελούνταν από συνάθροιση άσχετων μεταξύ τους γεγονότων. Παρ' όλα αυτά η κατὰ γένος κατάταξη του υλικού υιοθετήθηκε από τους συνεχιστές του είδους αυτού, τον Πολύβιο λ.χ. και τον Διόδωρο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του έργου του Έφορου, το οποίο υιοθετήθηκε από τους μεταγενέστερους συγγραφείς παγκόσμιας ιστορίας, ήταν η ολοένα και πιο λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων όσο η αφήγηση πλησίαζε την εποχή του ίδιου του ιστορικού· έτσι, τα τελευταία 10 βιβλία πραγματεύονταν τα γεγονότα 47 μόλις ετών (387-340).
Ο Έφορος θεωρείται ο πρώτος εκπρόσωπος της λεγόμενης «ρητορικής» ιστοριογραφίας, της ιστοριογραφίας δηλαδή στην οποία το ύφος διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο (ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας τον θεωρούσε πρότυπο γλαφυρᾶς συνθέσεως), μολονότι σε σύγκριση με τον σύγχρονό του Θεόπομπο ο Έφορος υστερούσε σε πάθος. Έντονη ήταν ωστόσο μια γενικότερη ηθικοπλαστική τάση, η οποία βασιζόταν στην πεποίθηση ότι η περιγραφή καλών πράξεων ωθεί τους λαούς και τα μεμονωμένα άτομα στη μίμησή τους, ενώ η περιγραφή κακών πράξεων τους αποτρέπει από αυτές. Τέλος, ο Έφορος έγραψε το ιστορικό του έργο βασιζόμενος στην πλούσια ιστοριογραφική παραγωγή των προηγούμενων αιώνων (άντλησε υλικό αποδεδειγμένα από όλους τους προκατόχους του, από τον Εκαταίο και τον Ηρόδοτο έως τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Θεόπομπο και τον Καλλισθένη) και όχι σε αυτοψία ή προσωπική έρευνα και τις μαρτυρίες άλλων. Παρ' όλα αυτά στην αρχαιότητα ο θαυμασμός για το έργο του υπήρξε μεγάλος (αποκαλείται λογιώτατος, ακριβέστατος και ο αυστηρός Πολύβιος γράφει [12.28.10]: ὁ γὰρ Ἔφορος παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν θαυμάσιος ὢν καὶ κατὰ τὴν φράσιν καὶ κατὰ τὸν χειρισμὸν καὶ κατὰ τὴν ἐπίνοιαν τῶν λημμάτων …).
Θεόπομπος ο Χίος (FGrHist 115)
O Θεόπομπος γεννήθηκε το 378/7 στη Χίο, έζησε αρχικά μεγάλο διάστημα στην αυλή του Φιλίππου Β', επέστρεψε στην πατρίδα του, από την οποία είχε εξορισθεί λόγω λακωνισμού, το 333 ύστερα από παρέμβαση του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, μετά τον θάνατο του οποίου εκδιώχθηκε από παντού, κατέφυγε στην Aλεξάνδρεια, στην αυλή του Πτολεμαίου του Α'. Κατηγορήθηκε και εκεί ως πολυπράγμων, σώθηκε όμως με παρέμβαση φίλων του· ο θάνατός του τοποθετείται μετά το 324.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ρήτορας -η αρχαία παράδοση τον αποκαλεί μαθητή του Ισοκράτη. Ο ίδιος ισχυρίζεται (απ. 25) ότι μαζί με τον δάσκαλό του και τον Θεοδέκτη ανήκε στους επιφανέστερους ρήτορες της Ελλάδας και ότι είχε συντάξει περισσότερους από 20.000 στίχους επιδεικτικών λόγων (περίπου 600 σελίδες) και περισσότερους από 150.000 στίχους (ή 5000 σελίδες) ιστορικών έργων. Το πρώτο του ιστορικό έργο ήταν μια Επιτομή των Ηροδότου Ιστοριών σε 2 βιβλία· σημαντικότερα είναι οι Ελληνικαί Ιστορίαι σε 12 και οι Φιλιππικαί Ιστορίαι σε 58 βιβλία. Από τις Ελληνικές Ιστορίες, που αποτελούσαν, όπως και τα Eλληνικά του Ξενοφώντα ή τα λεγόμενα Ελληνικά της Οξυρύγχου, συνέχεια του έργου του Θουκυδίδη, σώζονται μόνο 19 αποσπάσματα (απ. 5-23 στη συλλογή του Jacoby), τα οποία δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τη δομή, την ιστορική ή τη λογοτεχνική αξία του έργου αυτού, που πραγματευόταν τα γεγονότα από το 411 έως τη ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αφήγηση του Θεόπομπου πρέπει να ήταν πολύ πιο λεπτομερής από εκείνη του Ξενοφώντα.
Πολύ περισσότερα (372· απ. 24-396· από αυτά περίπου 500 στίχοι παραθέματα κατά λέξη) είναι τα αποσπάσματα που παραδίδονται από τις Φιλιππικές Ιστορίες. Θέμα του έργου δεν ήταν απλώς η ιστορία του Φιλίππου Β' (359-336), αλλά, όπως γράφει ο ίδιος (απ. 25) οι τῶν Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων πράξεις, δηλαδή η παγκόσμια ιστορία, με κεντρικό βέβαια άξονα τη δεσπόζουσα την εποχή εκείνη προσωπικότητα του Φιλίππου. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του έργου ήταν η ύπαρξη πολυάριθμων εκτενέστατων παρεκβάσεων, ο ηροδότειος με άλλα λόγια χαρακτήρας του· στις παρεκβάσεις αυτές ο Θεόπομπος, όπως ακριβώς και ο «πατέρας της ιστορίας» πραγματευόταν γεωγραφικά ή τοπογραφικά ζητήματα, ήθη και έθιμα, θαυμάσια· έτσι, το 8ο βιβλίο περιλάμβανε θαυμάσια (π.χ. τα σχετικά με τη φανταστική χώρα Μεροπίδα), το 10ο βιβλίο πραγματευόταν τὰ περὶ τῶν Ἀθήνησι δημαγωγῶν (από τον Θεμιστοκλή έως τον Εύβουλο), ενώ τρία βιβλία την ιστορία της Σικελίας (από την τυραννίδα του Διονύσιου του πρεσβύτερου, 406/5, έως την πτώση του Διονύσιου του νεότερου το 344/3). Οι παρεκβάσεις αυτές, οι οποίες τραυμάτιζαν σοβαρά τη συνοχή του έργου, προκάλεσαν οξύτατες επικρίσεις από τους μεταγενέστερους τόσο για την έκτασή τους όσο και για το συχνά μυθώδες περιεχόμενό τους (T 25 και 30). Ένα άλλο χαρακτηριστικό των έργων του Θεόπομπου ήταν ο ρητορικός και έντονα ηθικοπλαστικός χαρακτήρας τους· πηγές τους ήταν για τα μεν γεγονότα της εποχής του η αυτοψία και η προσωπική ιστορία, ενώ για γεγονότα προηγούμενων εποχών οι προγενέστεροι ιστορικοί, ρήτορες και συγγραφείς δραματικών έργων. Στην αρχαιότητα ο Θεόπομπος θεωρούνταν ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς -μια κρίση που δεν συμμερίζεται εντελώς η σύγχρονη έρευνα.
Ποσειδώνιος από την Απάμεια (FGrHist 87)
Ο σημαντικότερος αυτός εκπρόσωπος της Μέσης Στοάς (περ. 135-51 π.Χ.), μαθητής του φιλόσοφου Παναίτιου, γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας, εγκαταστάθηκε όμως στη Ρόδο, όπου και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Πραγματοποίησε πολλά και εκτεταμένα ταξίδια και επισκέφθηκε συχνά τη Ρώμη, όπου και συναναστράφηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Συνέγραψε, μεταξύ συνολικά 25 έργων από τα οποία σώζονται ευάριθμα μόνον αποσπάσματα, Ιστορίες σε 52 βιβλία, που συνέχιζαν το ιστορικό έργο του Πολύβιου από το 145/44 έως ίσως το τέλος του Μιθριδατικού πολέμου (85 π.Χ.) και που μπορούν να ανασυντεθούν κυρίως με βάση τα βιβλία 32 έως 37 του Διόδωρου. To έργο, ένας συνδυασμός ηροδότειας θεματικής και θουκυδίδειας ακρίβειας στην ανάλυση των ιστορικών αιτίων, περιλάμβανε όχι μόνο πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα, αλλά και εθνογραφικές, γεωγραφικές, θρησκειολογικές και κοινωνικοοικονομικές πληροφορίες, ήταν γραμμένο με ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις και διέπονταν από την ιδέα της προϊούσας ιστορικής παρακμής της Ανατολής και ακμής της Ρώμης, η κυριαρχία της οποίας ο Ποσειδώνιος πίστευε ότι νομιμοποιούνταν από τις ηθικές αρετές των Ρωμαίων.
Διόδωρος ο Σικελιώτης
O Διόδωρος από το Αγύριο της Σικελίας συνέγραψε κατά το δεύτερο μισό την Ιστορική Βιβλιοθήκη, μια παγκόσμια ιστορία σε 40 βιβλία από τη δημιουργία του κόσμου έως την αρχή της εκστρατείας του Καίσαρα κατά των Γαλατών το 60/59 π.Χ. Το έργο του Διόδωρου, ο οποίος φαίνεται ότι το συνέταξε κατά τη διάρκεια μακρόχρονης παραμονής του στη Ρώμη, είχε ως πρότυπο το έργο του Έφορου, με τη διαφορά ότι ο Σικελιώτης πραγματεύθηκε και τη μυθική εποχή, αλλά και με αυξανόμενη (όσο πλησίαζε τη δική του εποχή) διεξοδικότητα και τη ρωμαϊκή ιστορία. Η δομή της Βιβλιοθήκης αναγγέλλεται από τον ίδιο στην εισαγωγή του έργου (1.4.6): τα βιβλία 1-6 πραγματεύονταν την περίοδο πριν από τον Τρωικό πόλεμο (1-3: ιστορία της Αιγύπτου, της Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής· 4-6 μυθική ιστορία της Ελλάδας), τα βιβλία 7-17 την ιστορία από την άλωση της Τροίας έως τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 και τα βιβλία 18-40 την περίοδο από τον θάνατο του Αλεξάνδρου έως το έτος 60/59 π.Χ. Σώζονται εν όλω τα βιβλία 1-5 και 11-20, ενώ από τα υπόλοιπα παραδίδονται αποσπάσματα τόσο εκτενή, ώστε να είναι σαφής η κατανομή του ιστορικού υλικού σε αυτά· τα βιβλία 11-20 καλύπτουν την περίοδο 480-302, για την οποία η Βιβλιοθήκη είναι η μοναδική σωζόμενη συνεχής ιστορική αφήγηση.
Η βάση του έργου του Διόδωρου υπήρξε ένα χρονογραφικό έργο, το οποίο όμως δεν μπορεί να ταυτισθεί και που χρονολογούσε τα σημαντικότερα γεγονότα αφενός βάσει των Ολυμπιάδων και των Αθηναίων αρχόντων και αφετέρου βάσει των Ρωμαίων υπάτων. Στο χρονογραφικό αυτό πλαίσιο προσέθεσε ο Διόδωρος από διάφορες πηγές, που συνήθως μπορούν να ταυτισθούν με ασφάλεια, εκτενή αποσπάσματα. Με τον τρόπο αυτό η Ιστορική Βιβλιοθήκη αποτελεί μια ανεκτίμητη συλλογή αποσπασμάτων ιστορικών τα έργα των οποίων δεν σώζονται πλέον (π.χ. Έφορος, Κτησίας, Ποσειδώνιος, Τίμαιος κλπ.). Κατά κανόνα για κάθε τμήμα του έργου του Διόδωρου μπορούν να εντοπισθούν μία κύρια και μία (ενίοτε και περισσότερες από μία) δευτερεύουσα πηγή. Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη έρευνα το έργο του Διόδωρου, ακριβώς λόγω του συμπιληματικού χαρακτήρα του, δεν έχαιρε και εξακολουθεί να μη χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης.
Στράβων από την Αμάσεια (FGrHist 91)
Ο γνωστός γεωγράφος (περ. 64/63 π.Χ. - μετά το 23 π.Χ) συνέταξε ένα ιστορικό έργο (Ιστορικά Υπομνήματα) σε 43 (ή 39) βιβλία, το οποίο αποτελούσε συνέχεια του έργου του Πολυβίου και αφηγούνταν τα γεγονότα έως το 27. Το έργο εισάγεται με μια προπαρασκευή σε 4 βιβλία (δεν είναι σαφές αν η προπαρασκευή προσμετράται στο συνολικό αριθμό των βιβλίων) που συνόψιζε γεγονότα έως το 145 π.Χ. Στόχος του έργου ήταν, όπως γράφει ο ίδιος ο Στράβων (απ. 2), η χρησιμότητά του για την «ηθική και πολιτική φιλοσοφία» (δηλαδή τη ρητορική), χωρίς να είναι σαφής ο λόγος για τον οποίο επέλεξε να πργματευθεί εκ νέου το χρονικό διάστημα που είχε καλύψει με το έργο του ο Ποσειδώνιος. Τα Ιστορικά Υπομνήματα ήταν γραμμένα σε ανεπιτήδευτο ύφος και δεν διέθεταν το φιλοσοφικό βάθος του έργου του Ποσειδωνίου -επρόκειτο αναμφίβολα για μια συλλογή πληροφοριών χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου