Σύμφωνα με όσα βλέπω, η αδερφική αγάπη είναι στις μέρες μας τόσο σπάνια όσο ήταν το μίσος μεταξύ αδελφών την παλαιά εποχή· όταν εμφανίζονταν περιπτώσεις τέτοιου μίσους, ήταν τόσο παράδοξες που η κάθε εποχή τις έκανε γνωστές σε όλους ως παραδείγματα σε τραγωδίες και άλλες θεατρικές παραστάσεις· όμως όλοι οι σημερινοί άνθρωποι, όταν συναντούν αδελφούς που είναι καλοί ο ένας προς τον άλλον, τους θαυμάζουν εξίσου με τους περίφημους γιους του Μολιόνη, οι οποίοι, κατά κοινή πεποίθηση, είχαν γεννηθεί με τα σώματά τους ενωμένα· το να χρησιμοποιούν από κοινού την πατρική περιουσία, τους φίλους και τους δούλους τους θεωρείται το ίδιο απίστευτο και αλλόκοτο σαν να χρησιμοποιεί μια ψυχή τα χέρια και τα πόδια και τα μάτια δύο σωμάτων.
Οι περισσότερες αγάπες είναι πραγματικά σκιές, απομιμήσεις και είδωλα εκείνης της πρώτης αγάπης που εμφύτευσε η φύση στα παιδιά προς τους γονείς και στους αδελφούς προς αδελφούς· δες αν αυτός που δεν την σέβεται μπορεί ποτέ να δώσει κάποια εγγύηση καλής θέλησης σε ξένους ή τι είδους άνθρωπος είναι εκείνος που προσφωνεί τον φίλο του “αδελφό”, όταν τον χαιρετάει ή όταν του γράφει, αλλά δεν θέλει ούτε να περπατήσει στον ίδιο δρόμο με τον αδελφό του.
Κανένας πατέρας δεν αγαπά τόσο τους λόγους ή τις τιμές ή τα πλούτη όσο τα παιδιά του· γι’ αυτό οι πατέρες δεν ευχαριστιούνται τόσο βλέποντας τους γιους τους ν’ αποχτούν φήμη στους λόγους, ν’ αποκτούν πλούτη ή αξιώματα όσο βλέποντας την αγάπη μεταξύ τους. Έτσι, λένε για την Απολλωνίδα από την Κύζικο, μητέρα του βασιλιά Ευμένη και άλλων τριών γιων, του Αττάλου, του Φιλεταίρου και του Αθηναίου, ότι πάντοτε μακάριζε τον εαυτό της και ευχαριστούσε τους θεούς όχι για τα πλούτη και τα βασίλεια αλλά επειδή είδε τους τρεις γιους της να είναι στη σωματοφυλακή του μεγαλύτερου, ο οποίος ζούσε χωρίς φόβο, περιτριγυρισμένος από αδελφούς που είχαν ξίφη και δόρατα στα χέρια τους. Αντίθετα πάλι, όταν ο Αρταξέρξης αντιλήφθηκε ότι ο γιος του ‘Ωχος είχε συνωμοτήσει ενάντια στους αδελφούς του, πέθανε από την απελπισία του.
“Σκληροί οι πόλεμοι αδερφών”. Όπως λέει ο Ευριπίδης, και ακόμα πιο σκληροί για τους ίδιους τους γονείς τους.
Εκείνος, δηλαδή, που μισεί τον ίδιο του τον αδελφό και οργίζεται μαζί του δεν μπορεί να μη μέμφεται τον πατέρα και τη μητέρα που γέννησαν τέτοιον αδελφό.
Ξέρουμε, άλλωστε, ότι μεγάλες κατηγορίες καταλύουν τη μεγάλη αγάπη και εύνοια. Για τούτο δεν είναι εύκολο να συμφιλιωθούν τα αδέλφια· όπως τα πράγματα που έχουν ενωθεί, ακόμα και αν χαλαρώσει η κόλλα, μπορούν να ξανακολληθούν και να γίνουν ένα, ενώ, όταν κάτι που είναι ένα σώμα σπάσει ή σκιστεί, δύσκολα βρίσκεται τρόπος να ξανακολλήσει ή να ενωθεί, κατά τον ίδιο τρόπο και οι φιλίες που έχουν πλεχτεί μαζί μέσα από μακρά οικειότητα, ακόμα κι αν οι φίλοι χωριστούν, εύκολα μπορούν να ξαναρχίσουν, αλλά, αν σπάσουν οι αδελφοί τους δεσμούς της φύσης, δεν μπορούν εύκολα να ξαναμονιάσουν, ενώ,ακόμα κι αν το κάνουν, η συμφιλίωσή τους κουβαλάει μαζί της το βρόμικο και ύπουλο σπυρί της καχυποψίας. Κάθε έχθρα ανάμεσα σε ανθρώπους, που χώνεται στην καρδιά μαζί με τα πιο οδυνηρά συναισθήματα, ανταγωνισμό, οργή, φθόνο, μνησικακία, προκαλεί πόνο και ταραχή· όταν όμως η έχθρα είναι ενάντια σε αδελφό, με τον οποίο είναι απαραίτητο να συμμετέχει στις θυσίες και στις οικογενειακές τελετές, να θάβεται στον ίδιο τάφο, και στη ζωή, ίσως να μένει στην ίδια ή σε γειτονική κατοικία, η τέτοια έχθρα διατηρεί την ίδια οδυνηρή κατάσταση διαρκώς μπροστά στα μάτια μας, θυμίζοντας κάθε μέρα τη μωρία και την παραφροσύνη που έχει κάνει γλυκύτερο και συγγενικότερο πρόσωπο το σκυθρωπότερο στα μάτια μας και κείνη την προσφιλέστερη και πιο οικεία φωνή από τα παιδικά μας χρόνια την πιο φοβερή στα αυτιά μας.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνει, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, ένας που έχει κακό αδελφό; Πρέπει τούτο πάνω απ’ όλα να θυμόμαστε, ότι η κακία μπορεί ν’ αγγίζει κάθε είδος φιλίας, και, σύμφωνα με τον Σοφοκλή, “αν ψάξεις, τα πιο πολλά ανθρώπινα θα βρεις να είναι ταπεινά”. Είναι αδύνατον, άλλωστε, ν’ ανακαλύψουμε ότι οι σχέσεις μας με συγγενείς ή φίλους ή εραστές είναι καθαρές, ελεύθερες από πάθη και απαλλαγμένες από κακότητα. Έτσι και ο Λάκων, όταν παντρεύτηκε γυναίκα μικρόσωμη, είπε ότι από τα κακά πρέπει να διαλέγει κάποιος τα μικρότερα· τους αδελφούς όμως πρέπει να τους συμβουλεύει κάποιος με σωφροσύνη να υπομένουν καλύτερα τα κακά που τους είναι πιο οικεία παρά να δοκιμάζουν εκείνα που τους είναι ξένα· το πρώτο, επειδή είναι αναγκαίο, δεν προκαλεί κατηγορίες, ενώ το δεύτερο, επειδή το διαλέγουμε, είναι αξιοκατάκριτο.
Κανένας συμπότης ούτε παιδικός φίλος ή ξένος δεν “είναι δεμένος με τα αχειροποίητα δεσμά του σεβασμού”, αλλά αυτός που έχει το ίδιο αίμα και ανατροφή και είναι γεννημένος από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα.
Γι’ αυτόν αρμόζει απόλυτα ν’ αποδεχόμαστε και να επιτρέπουμε μερικά ελαττώματα, λέγοντας στον αδελφό, όταν σφάλει:
“Δεν μπορώ να σε αφήσω στην αθλιότητά σου” (ΟΜΗΡΟΣ)
και στη φαυλότητα και στη μωρία σου, μήπως και άθελά μου τιμωρήσω σκληρά και πικρά, γιατί το μισώ, κάποιο νόσημα φυτεμένο μέσα σου από το σπέρμα του πατέρα ή της μητέρας”. Όπως, εξ άλλου, είπε και ο Θεόφραστος, δεν πρέπει πρώτα ν’ αγαπάμε τους ξένους και μετά να τους κρίνουμε, αλλά πρώτα να τους κρίνουμε και μετά να τους αγαπάμε· εκεί όμως που η φύση δεν παραχωρεί την πρωτοβουλία στην κρίση, προκειμένου να δείξει εύνοια σε κάποιον, ούτε περιμένει, κατά το λεγόμενο, “τον μέδιμνο του αλατιού”, αλλά γεννάει μαζί με το παιδί και την αρχή της αγάπης, στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να υπάρχουν σκληροί ή αυστηροί κριτές των σφαλμάτων του. Τώρα όμως, τι να πεις με κείνους που μερικές φορές ανέχονται πρόθυμα τα σφάλματα ξένων και ανθρώπων που δεν έχουν καμιά συγγένεια μαζί τους, ανδρών που γνώρισαν σε κάποια οινοποσία ή σε παιχνίδι ή στην παλαίστρα και απολαμβάνουν την παρέα τους, αλλά με τους ίδιους τους αδελφούς τους είναι οξύθυμοι και άτεγκτοι; Εδώ μερικοί τρέφουν και αγαπούν άγρια σκυλιά και άλογα και πολλοί άλλοι λύγκες και αίλουρους, πιθήκους και λιοντάρια, αλλά δεν μπορούν να υπομείνουν τους θυμούς ή τις ανοησίες ή τις φιλοδοξίες των αδελφών τους. Άλλοι πάλι γράφουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους σε παλλακίδες και πόρνες, και όμως μονομαχούν με τους αδελφούς τους για ένα οικόπεδο ή για μια γωνία οικοπέδου· τελικά, ονομάζοντας το μίσος για τους αδελφούς τους “μίσος για το κακό”, τριγυρνούν με έπαρση κατηγορώντας και κακολογώντας την κακία των αδελφών τους· ωστόσο με τους άλλους δεν ενοχλούνται από την ίδια τούτη ιδιότητα, αλλά καταφεύγουν συχνά σ’ αυτούς και τους συναναστρέφονται.
Αφού όμως δεν είναι μόνο η απόκτηση και η απώλεια χρημάτων που κάνει λιγότερο να εχθρεύεται το περισσότερο, αλλά γενικά, όπως λέει ο Πλάτων, στην ανισότητα παράγεται κίνηση και στην ισότητα στάση και σταθερότητα, έτσι και κάθε ανισότητα είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να καλλιεργήσει διαφορές ανάμεσα σε αδελφούς, και παρ’ ότι είναι αδύνατο να είναι ίσοι και όμοιοι από κάθε άποψη (γιατί από τη μια οι φύσεις μας από την αρχή κιόλας κάνουν άνιση μοιρασιά, ενώ αργότερα οι διαφορετικές μας τύχες γεννούν φθόνους και ζήλιες, που είναι οι πιο επονείδιστες αρρώστιες και ολέθριες μάστιγες, καταστροφικές όχι μόνο για τα σπίτια αλλά και για πολιτείες ολόκληρες)· πρέπει να φυλαγόμαστε από τις ανισότητες αυτές και να τις θεραπεύουμε αν γεννηθούν.
Για τούτο, κατ’ αρχάς, πρέπει κάποιος να συμβουλεύει τον αδελφό που υπερέχει να κάνει τους αδελφούς του συμμέτοχους ως προς αυτά στα οποία θεωρείται ανώτερος, κοσμώντας τους με κάποιο μερίδιο της φήμης του και κάνοντας τους φίλους του φίλους τους και, αν είναι πιο καλός ομιλητής από αυτούς, να τους παρέχει την ευφράδειά του προς όφελός τους σαν να ήταν εξίσου δική τους· δεύτερον, να μην εκδηλώνει απέναντί τους έπαρση ή περιφρόνηση, αλλά μάλλον με υποχωρητικότητα και προσαρμόζοντας τον χαρακτήρα του στον δικό τους να προφυλάσσει την ανωτερότητά του από τον φθόνο και να εξισώνει, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, την ανισότητα της τύχης του με τη μετριοπάθεια του φρονήματος του.
Ο Λούκουλλος, για παράδειγμα, αρνήθηκε να λάβει αξίωμα πριν τον αδελφό του, αν και ήταν μεγαλύτερός του, και, αποποιούμενος τη δική του σειρά για υποψηφιότητα, περίμενε του αδελφού του.
Ο Πολυδεύκης, επίσης, αρνήθηκε να γίνει ακόμα και θεός μόνος του, αλλά προτίμησε να γίνει ημίθεος μαζί με τον αδελφό του και κοινωνός της θνητής μερίδας εκείνου, υπό τον όρο να μεταδοθεί στον αδελφό του μέρος της δικής του αθανασίας.
“Εσύ όμως, καλότυχε”, θα μπορούσε να πει κάποιος, “βρίσκεσαι σε τέτοια θέση που, χωρίς να ελαττώσεις ούτε στο ελάχιστο τα παρόντα σου αγαθά, μπορείς να κάνεις κάποιον άλλον μέτοχο εξίσου σ’ αυτά και να του δώσεις μερίδιο του στολισμού σου, ώστε να μπορεί ν’ απολαμβάνει την ακτινοβολία, κατά κάποιο τρόπο, της φήμης, της αρετής ή της ευημερίας σου”.
Έτσι έκανε και ο Πλάτων τους αδελφούς του ονομαστούς βάζοντάς τους στα καλύτερά του συγγράμματα, τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο στην “Πολιτεία” και τον Αντιφώντα τον νεότερο στον “Παρμενίδη”.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
Οι περισσότερες αγάπες είναι πραγματικά σκιές, απομιμήσεις και είδωλα εκείνης της πρώτης αγάπης που εμφύτευσε η φύση στα παιδιά προς τους γονείς και στους αδελφούς προς αδελφούς· δες αν αυτός που δεν την σέβεται μπορεί ποτέ να δώσει κάποια εγγύηση καλής θέλησης σε ξένους ή τι είδους άνθρωπος είναι εκείνος που προσφωνεί τον φίλο του “αδελφό”, όταν τον χαιρετάει ή όταν του γράφει, αλλά δεν θέλει ούτε να περπατήσει στον ίδιο δρόμο με τον αδελφό του.
Κανένας πατέρας δεν αγαπά τόσο τους λόγους ή τις τιμές ή τα πλούτη όσο τα παιδιά του· γι’ αυτό οι πατέρες δεν ευχαριστιούνται τόσο βλέποντας τους γιους τους ν’ αποχτούν φήμη στους λόγους, ν’ αποκτούν πλούτη ή αξιώματα όσο βλέποντας την αγάπη μεταξύ τους. Έτσι, λένε για την Απολλωνίδα από την Κύζικο, μητέρα του βασιλιά Ευμένη και άλλων τριών γιων, του Αττάλου, του Φιλεταίρου και του Αθηναίου, ότι πάντοτε μακάριζε τον εαυτό της και ευχαριστούσε τους θεούς όχι για τα πλούτη και τα βασίλεια αλλά επειδή είδε τους τρεις γιους της να είναι στη σωματοφυλακή του μεγαλύτερου, ο οποίος ζούσε χωρίς φόβο, περιτριγυρισμένος από αδελφούς που είχαν ξίφη και δόρατα στα χέρια τους. Αντίθετα πάλι, όταν ο Αρταξέρξης αντιλήφθηκε ότι ο γιος του ‘Ωχος είχε συνωμοτήσει ενάντια στους αδελφούς του, πέθανε από την απελπισία του.
“Σκληροί οι πόλεμοι αδερφών”. Όπως λέει ο Ευριπίδης, και ακόμα πιο σκληροί για τους ίδιους τους γονείς τους.
Εκείνος, δηλαδή, που μισεί τον ίδιο του τον αδελφό και οργίζεται μαζί του δεν μπορεί να μη μέμφεται τον πατέρα και τη μητέρα που γέννησαν τέτοιον αδελφό.
Ξέρουμε, άλλωστε, ότι μεγάλες κατηγορίες καταλύουν τη μεγάλη αγάπη και εύνοια. Για τούτο δεν είναι εύκολο να συμφιλιωθούν τα αδέλφια· όπως τα πράγματα που έχουν ενωθεί, ακόμα και αν χαλαρώσει η κόλλα, μπορούν να ξανακολληθούν και να γίνουν ένα, ενώ, όταν κάτι που είναι ένα σώμα σπάσει ή σκιστεί, δύσκολα βρίσκεται τρόπος να ξανακολλήσει ή να ενωθεί, κατά τον ίδιο τρόπο και οι φιλίες που έχουν πλεχτεί μαζί μέσα από μακρά οικειότητα, ακόμα κι αν οι φίλοι χωριστούν, εύκολα μπορούν να ξαναρχίσουν, αλλά, αν σπάσουν οι αδελφοί τους δεσμούς της φύσης, δεν μπορούν εύκολα να ξαναμονιάσουν, ενώ,ακόμα κι αν το κάνουν, η συμφιλίωσή τους κουβαλάει μαζί της το βρόμικο και ύπουλο σπυρί της καχυποψίας. Κάθε έχθρα ανάμεσα σε ανθρώπους, που χώνεται στην καρδιά μαζί με τα πιο οδυνηρά συναισθήματα, ανταγωνισμό, οργή, φθόνο, μνησικακία, προκαλεί πόνο και ταραχή· όταν όμως η έχθρα είναι ενάντια σε αδελφό, με τον οποίο είναι απαραίτητο να συμμετέχει στις θυσίες και στις οικογενειακές τελετές, να θάβεται στον ίδιο τάφο, και στη ζωή, ίσως να μένει στην ίδια ή σε γειτονική κατοικία, η τέτοια έχθρα διατηρεί την ίδια οδυνηρή κατάσταση διαρκώς μπροστά στα μάτια μας, θυμίζοντας κάθε μέρα τη μωρία και την παραφροσύνη που έχει κάνει γλυκύτερο και συγγενικότερο πρόσωπο το σκυθρωπότερο στα μάτια μας και κείνη την προσφιλέστερη και πιο οικεία φωνή από τα παιδικά μας χρόνια την πιο φοβερή στα αυτιά μας.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνει, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, ένας που έχει κακό αδελφό; Πρέπει τούτο πάνω απ’ όλα να θυμόμαστε, ότι η κακία μπορεί ν’ αγγίζει κάθε είδος φιλίας, και, σύμφωνα με τον Σοφοκλή, “αν ψάξεις, τα πιο πολλά ανθρώπινα θα βρεις να είναι ταπεινά”. Είναι αδύνατον, άλλωστε, ν’ ανακαλύψουμε ότι οι σχέσεις μας με συγγενείς ή φίλους ή εραστές είναι καθαρές, ελεύθερες από πάθη και απαλλαγμένες από κακότητα. Έτσι και ο Λάκων, όταν παντρεύτηκε γυναίκα μικρόσωμη, είπε ότι από τα κακά πρέπει να διαλέγει κάποιος τα μικρότερα· τους αδελφούς όμως πρέπει να τους συμβουλεύει κάποιος με σωφροσύνη να υπομένουν καλύτερα τα κακά που τους είναι πιο οικεία παρά να δοκιμάζουν εκείνα που τους είναι ξένα· το πρώτο, επειδή είναι αναγκαίο, δεν προκαλεί κατηγορίες, ενώ το δεύτερο, επειδή το διαλέγουμε, είναι αξιοκατάκριτο.
Κανένας συμπότης ούτε παιδικός φίλος ή ξένος δεν “είναι δεμένος με τα αχειροποίητα δεσμά του σεβασμού”, αλλά αυτός που έχει το ίδιο αίμα και ανατροφή και είναι γεννημένος από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα.
Γι’ αυτόν αρμόζει απόλυτα ν’ αποδεχόμαστε και να επιτρέπουμε μερικά ελαττώματα, λέγοντας στον αδελφό, όταν σφάλει:
“Δεν μπορώ να σε αφήσω στην αθλιότητά σου” (ΟΜΗΡΟΣ)
και στη φαυλότητα και στη μωρία σου, μήπως και άθελά μου τιμωρήσω σκληρά και πικρά, γιατί το μισώ, κάποιο νόσημα φυτεμένο μέσα σου από το σπέρμα του πατέρα ή της μητέρας”. Όπως, εξ άλλου, είπε και ο Θεόφραστος, δεν πρέπει πρώτα ν’ αγαπάμε τους ξένους και μετά να τους κρίνουμε, αλλά πρώτα να τους κρίνουμε και μετά να τους αγαπάμε· εκεί όμως που η φύση δεν παραχωρεί την πρωτοβουλία στην κρίση, προκειμένου να δείξει εύνοια σε κάποιον, ούτε περιμένει, κατά το λεγόμενο, “τον μέδιμνο του αλατιού”, αλλά γεννάει μαζί με το παιδί και την αρχή της αγάπης, στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να υπάρχουν σκληροί ή αυστηροί κριτές των σφαλμάτων του. Τώρα όμως, τι να πεις με κείνους που μερικές φορές ανέχονται πρόθυμα τα σφάλματα ξένων και ανθρώπων που δεν έχουν καμιά συγγένεια μαζί τους, ανδρών που γνώρισαν σε κάποια οινοποσία ή σε παιχνίδι ή στην παλαίστρα και απολαμβάνουν την παρέα τους, αλλά με τους ίδιους τους αδελφούς τους είναι οξύθυμοι και άτεγκτοι; Εδώ μερικοί τρέφουν και αγαπούν άγρια σκυλιά και άλογα και πολλοί άλλοι λύγκες και αίλουρους, πιθήκους και λιοντάρια, αλλά δεν μπορούν να υπομείνουν τους θυμούς ή τις ανοησίες ή τις φιλοδοξίες των αδελφών τους. Άλλοι πάλι γράφουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους σε παλλακίδες και πόρνες, και όμως μονομαχούν με τους αδελφούς τους για ένα οικόπεδο ή για μια γωνία οικοπέδου· τελικά, ονομάζοντας το μίσος για τους αδελφούς τους “μίσος για το κακό”, τριγυρνούν με έπαρση κατηγορώντας και κακολογώντας την κακία των αδελφών τους· ωστόσο με τους άλλους δεν ενοχλούνται από την ίδια τούτη ιδιότητα, αλλά καταφεύγουν συχνά σ’ αυτούς και τους συναναστρέφονται.
Αφού όμως δεν είναι μόνο η απόκτηση και η απώλεια χρημάτων που κάνει λιγότερο να εχθρεύεται το περισσότερο, αλλά γενικά, όπως λέει ο Πλάτων, στην ανισότητα παράγεται κίνηση και στην ισότητα στάση και σταθερότητα, έτσι και κάθε ανισότητα είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να καλλιεργήσει διαφορές ανάμεσα σε αδελφούς, και παρ’ ότι είναι αδύνατο να είναι ίσοι και όμοιοι από κάθε άποψη (γιατί από τη μια οι φύσεις μας από την αρχή κιόλας κάνουν άνιση μοιρασιά, ενώ αργότερα οι διαφορετικές μας τύχες γεννούν φθόνους και ζήλιες, που είναι οι πιο επονείδιστες αρρώστιες και ολέθριες μάστιγες, καταστροφικές όχι μόνο για τα σπίτια αλλά και για πολιτείες ολόκληρες)· πρέπει να φυλαγόμαστε από τις ανισότητες αυτές και να τις θεραπεύουμε αν γεννηθούν.
Για τούτο, κατ’ αρχάς, πρέπει κάποιος να συμβουλεύει τον αδελφό που υπερέχει να κάνει τους αδελφούς του συμμέτοχους ως προς αυτά στα οποία θεωρείται ανώτερος, κοσμώντας τους με κάποιο μερίδιο της φήμης του και κάνοντας τους φίλους του φίλους τους και, αν είναι πιο καλός ομιλητής από αυτούς, να τους παρέχει την ευφράδειά του προς όφελός τους σαν να ήταν εξίσου δική τους· δεύτερον, να μην εκδηλώνει απέναντί τους έπαρση ή περιφρόνηση, αλλά μάλλον με υποχωρητικότητα και προσαρμόζοντας τον χαρακτήρα του στον δικό τους να προφυλάσσει την ανωτερότητά του από τον φθόνο και να εξισώνει, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, την ανισότητα της τύχης του με τη μετριοπάθεια του φρονήματος του.
Ο Λούκουλλος, για παράδειγμα, αρνήθηκε να λάβει αξίωμα πριν τον αδελφό του, αν και ήταν μεγαλύτερός του, και, αποποιούμενος τη δική του σειρά για υποψηφιότητα, περίμενε του αδελφού του.
Ο Πολυδεύκης, επίσης, αρνήθηκε να γίνει ακόμα και θεός μόνος του, αλλά προτίμησε να γίνει ημίθεος μαζί με τον αδελφό του και κοινωνός της θνητής μερίδας εκείνου, υπό τον όρο να μεταδοθεί στον αδελφό του μέρος της δικής του αθανασίας.
“Εσύ όμως, καλότυχε”, θα μπορούσε να πει κάποιος, “βρίσκεσαι σε τέτοια θέση που, χωρίς να ελαττώσεις ούτε στο ελάχιστο τα παρόντα σου αγαθά, μπορείς να κάνεις κάποιον άλλον μέτοχο εξίσου σ’ αυτά και να του δώσεις μερίδιο του στολισμού σου, ώστε να μπορεί ν’ απολαμβάνει την ακτινοβολία, κατά κάποιο τρόπο, της φήμης, της αρετής ή της ευημερίας σου”.
Έτσι έκανε και ο Πλάτων τους αδελφούς του ονομαστούς βάζοντάς τους στα καλύτερά του συγγράμματα, τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο στην “Πολιτεία” και τον Αντιφώντα τον νεότερο στον “Παρμενίδη”.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου