Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Έρευνες για τη διεργασία του πένθους

«Ο θάνατος ήταν μαζί μας από πάντα και θα είναι μαζί μας για πάντα» -Elisabeth Kubler – Ross
 
Η διαδικασία του πένθους αποτελεί μια περίπλοκη συναισθηματική απάντηση στην απώλεια. Ένας σημαντικός αριθμός ειδικών δίνει θεωρητικές εξηγήσεις στην απώλεια και άλλοι έχουν προσπαθήσει να διαμορφώσουν ένα μοντέλο απώλειας περιγράφοντας και κατηγοριοποιώντας τις αντιδράσεις του ατόμου στην εν λόγω κατάσταση. Η ψυχολογική διαδικασία που περιλαμβάνεται σ’ αυτή την κατάσταση «ανάρρωσης» είναι ο λεγόμενος «θρήνος» ή, αλλιώς, το λεγόμενο «πένθος». 
 
Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία ο πενθών μπορεί να υποστηριχτεί κατάλληλα από έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας προκειμένου να την κατανοήσει και να τη διαχειριστεί αποτελεσματικά. Προφανώς, ικανοί και άρτια εκπαιδευμένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορούν να επιτύχουν την καλύτερη έκβαση της πορείας του πενθούντος. Εντούτοις, ο άνθρωπος που βιώνει πένθος συχνά έχει το δικό του κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο το οποίο δεν πρέπει να παραγκωνίζεται, καθώς ο πενθών αποτελεί μέλος του δικού του κοινωνικού συνόλου. Σε κάποιες περιπτώσεις, η καλύτερη παρέμβαση από τον επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι να στηρίξει και να ενημερώσει την ενδιαφερόμενη οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον, καθώς «συνταξιδεύουν» με τον πενθούντα.
 
Η Elizabeth Kübler-Ross (1969), στο βιβλίο της On Death and Dying, είναι η πρώτη συγγραφέας που αναφέρθηκε στα στάδια του πένθους από τα οποία, όπως εκτιμά η ίδια,  περνάει κάθε άνθρωπος, είτε πρόκειται για την αποδοχή του δικού του θανάτου, είτε για την αντιμετώπιση του θανάτου ενός αγαπημένου του προσώπου. Τα στάδια του πένθους κατά την Kübler-Ross έχουν ως εξής:
 
(α) σοκ και άρνηση,
(β) οργή και θυμός,
(γ) θλίψη και πόνος,
(δ) διαπραγμάτευση,
(ε) κατάθλιψη και εσωστρέφεια, απομάκρυνση από τον περίγυρο, και
(στ) γαλήνη και αποδοχή.
 
Αναλυτικότερα:
Το σοκ και η άρνηση είναι ο «φυσικός αμυντικός μηχανισμός» του ανθρώπου (Eliot, 1946) για να μπορέσει να αντέξει το δυσάρεστο συμβάν. Ο Parkes (1972) έδωσε έμφαση στον ρυθμιστικό ρόλο της άρνησης στην άμβλυνση του συναισθηματικού αντίκτυπου που έχει ο θάνατος του/της συντρόφου στον πενθούντα. Ο θυμός ξεκινάει με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, όταν πια η άρνηση δεν είναι εφικτή, καθώς ο θάνατος πλέον είναι μια κατάσταση οριστική και αμετάκλητη. Ερωτήσεις του τύπου «Γιατί σε εμένα;» και «Γιατί στον δικό μου άνθρωπο;» είναι σύνηθες φαινόμενο στο στάδιο αυτό. Η οργή ξεσπάει προς διάφορες κατευθύνσεις και έχει ποικίλους παραλήπτες, την οικογένεια, τους γιατρούς, τον Θεό (Parkes, 1972), ακόμα και τον ίδιο τον εκλιπόντα, στον οποίο χρεώνεται η εγκατάλειψη του/της συντρόφου (Lichtenberg, 1990).
 
Η διαπραγμάτευση παίρνει τη μορφή διαλόγου με τον εκλιπόντα (Keane, 2005). Η θλίψη έρχεται ως απόρροια  του πόνου που νιώθει ο επιζών από το κενό που άφησε στη ζωή του ο θάνατος του αγαπημένου του προσώπου. Kατά την περίοδο αυτή, ο πενθών παρουσιάζει ποικίλες αντιδράσεις και βιώνει ανάμεικτα συναισθήματα όπως μοναξιά, άγχος, ενοχή και αγωνία, που πολλές φορές εκφράζονται μέσω σωματικών συμπτωμάτων. Το πέμπτο  στάδιο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων που έχουν τα χαρακτηριστικά της κατάθλιψης. Παρατηρείται απώλεια όρεξης, αϋπνίες (Parkes & Brown, 1972), απώλεια ενδιαφέροντος για τα κοινά, καθώς και δυσκολία συγκέντρωσης (Shuchter & Zisook, 1993). Η απομόνωση και η εσωστρέφεια  είναι συχνά το απαραίτητο στάδιο προετοιμασίας, ο προθάλαμος  για την αποδοχή και η αφετηρία ενός νέου ξεκινήματος.
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, το πένθος χαρακτηρίζεται ως μια πολύ προσωπική κατάσταση, υπό την έννοια ότι κάθε άνθρωπος το βιώνει διαφορετικά και αντιδρά με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Ωστόσο, η βιβλιογραφία εντοπίζει κάποιους παράγοντες που θέτουν συγκεκριμένα  πλαίσια στις επιμέρους αντιδράσεις των ατόμων. Για παράδειγμα, ο Worden (2009), ο Rando (1984) και ο Sanders (1993) έχουν σημειώσει τις κάτωθι μεταβλητές:
  • Τύπος απώλειας
  • Σχέση και σύνδεση με τον εκλιπόντα (π.χ. η εγγύτητα της σχέσης, ζητήματα αμφιθυμίας, εξάρτησης κλπ.)
  • Συνθήκες σχετικές με την απώλεια (π.χ. αιφνίδια, μπορούσε να αποφευχθεί, συγχρονισμός [το λεγόμενο «timing»], ύπαρξη ή μη επιπρόσθετων στρεσογόνων παραγόντων κλπ.)
  • Ύπαρξη προηγούμενων απωλειών και η επίδραση που είχαν στο άτομο
  • Η προσωπικότητα του πενθούντος και η αποτελεσματικότητά του να αντιμετωπίσει την απώλεια
  • Κοινωνικές μεταβλητές (π.χ. ηλικία, φύλο, πολιτιστικές πεποιθήσεις και πρακτικές, κοινωνική τάξη, θρησκευτική πίστη, πνευματικές ανησυχίες, ύπαρξη ή μη στήριξης από το στενό και ευρύτερο περιβάλλον κλπ.)
  • Προσωπικές μεταβλητές (π.χ. υγεία, διαχείριση τρόπου ζωής, κλπ.).
Οι παραπάνω παράγοντες αντικατοπτρίζουν την αξία και το «ειδικό βάρος» που έχει η έννοια της απώλειας κάτω από διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς τύπους ανθρώπων.
 
Ο θάνατος, βέβαια, αντιπροσωπεύει την απόλυτη μορφή απώλειας, καθώς σηματοδοτεί την απώλεια της απτής, φυσικής παρουσίας του ατόμου. Αποτελεί την «τομή» στη ζωή του πενθούντα, ανατρέποντας τα μέχρι τότε δεδομένα της ζωής του. Παίρνει μαζί του τη σχέση με ένα παρελθόν που τερματίστηκε τη στιγμή που συνέβη, δημιουργώντας όμως τη δυνατότητα για μεταμόρφωση του Εγώ και για αναζήτηση ενός νέου νοήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Judith Batler (2009):
 
«Υπάρχει η απώλεια, αλλά υπάρχει και το μεταμορφωτικό αποτέλεσμα της απώλειας, και αυτό δεν μπορεί ούτε να χαρτογραφηθεί ούτε να σχεδιαστεί». Το ψυχικό άλγος που δημιουργεί η απώλεια είναι η «κίνηση της ψυχής», το βασικό συστατικό του πένθους, μέσα στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιείται η αλλαγή. 
 
Μοντέλα της θλίψης
Πολλοί θεωρητικοί έχουν περιγράψει και συστηματοποιήσει τις αντιδράσεις στο πένθος. Ένας από αυτούς ήταν ο Lindermann (1944), ο οποίος περιέγραψε πέντε χαρακτηριστικά της φυσιολογικής αντίδρασης στη θλίψη και στο πένθος. Τα χαρακτηριστικά συνοψίζονται ως εξής:
  1. Σωματική δυσφορία κάποιου τύπου
  2. Ενασχόληση με την εικόνα του νεκρού
  3. Ενοχή που σχετίζεται με τον θανόντα ή με τις συνθήκες/περιστάσεις του θανάτου του
  4. Εχθρικές αντιδράσεις
  5. Η αδυναμία του πενθούντος να λειτουργήσει όπως πριν.
Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με τον πενθούντα θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει αυτούς τους τρόπους απάντησης στον πόνο, καθώς και το γεγονός ότι αυτές τις αντιδράσεις, τις συνοδεύουν χαρακτηριστικά συναισθήματα, σωματικές αισθήσεις, συμπεριφορές και τρόποι σκέψης. Μια σειρά ειδικών, και ειδικότερα ο Bowlby και ο Parkes, κατηγοριοποίησαν όλες αυτές τις αντιδράσεις/απαντήσεις σε φάσεις. Ο Bowlby προσδιόρισε τρεις φάσεις όταν ένα παιδί αποχωρίζεται τον γονιό του ή κάποιον σημαντικό φροντιστή, οι οποίες είναι ο θυμός, η κατάθλιψη και η απόγνωση, ακολουθούμενα από αποσύνδεση/αδιαφορία, εάν ο γονιός/φροντιστής δεν επιστρέψει αρκετά σύντομα ή καθόλου. Ο Parkes, βασισμένος σε συνεντεύξεις με χήρες του Λονδίνου, πρόσθεσε μια επιπλέον φάση, αυτή του μουδιάσματος. Αυτές οι φάσεις και τα συνδεδεμένα με αυτές συναισθήματα παρουσιάζονται συνοπτικά στον παρακάτω πίνακα:
 
Φάσεις ενήλικου πένθους και συναφών συναισθημάτων
ΦΑΣΕΙΣΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ
 
1η: Μούδιασμα
Σοκ, δυσπιστία
2     εβδομάδες-1 μήνα
2η: Λαχτάρα/επιθυμίαΑναπόληση/ανάμνηση, αναζήτηση, παραισθήσεις, θυμός, ενοχή

6     μήνες

 
 
3η: Αποδιοργάνωση/  απελπισίαΑνησυχία, μοναξιά, αμφιθυμία, φόβος, αβοηθησία, απουσία ελπίδας
1 χρόνος
 
 
 
4η: ΑναδιοργάνωσηΑποδοχή, ανακούφιση2 χρόνια ή  και                         περισσότερο

Μολονότι αυτό το μοντέλο κατασκευάστηκε βάσει γυναικείων μαρτυριών είναι ουσιαστικά το ίδιο και για τους άνδρες. Βέβαια, όσον αφορά τις φάσεις του, δέχτηκε αρνητική κριτική, με την αιτιολογία ότι το πένθος διαγράφεται ως μια γραμμική διαδικασία, κάτι που ποτέ δεν πρότεινε ο Parkes. Η διαδικασία του πένθους είναι σε μεγάλο βαθμό ένα από τα δύο βήματα μπροστά και ένα βήμα πίσω, με αποτέλεσμα οι φάσεις να αλληλεπικαλύπτονται. Τη μια στιγμή ο πενθών βλέπει ότι η ζωή βελτιώνεται και υπάρχουν πράγματα για να απολαύσει ξανά (φάση αποδοχής) και την επόμενη στιγμή βυθίζεται ξανά σε οξεία θλίψη (φάση απόγνωσης/αποδιοργάνωσης).
 
Μια άλλη κριτική που δέχτηκε το συγκεκριμένο μοντέλο είναι ότι οι φάσεις του, συνάδουν με μια χρονική κλίμακα. Ενώ για πολλούς η φάση του μουδιάσματος (σοκ) διαρκεί περίπου δύο εβδομάδες και η λαχτάρα/επιθυμία έξι μήνες, εκεί ακριβώς είναι που υπάρχουν τεράστιες διακυμάνσεις οι οποίες, όταν λαμβάνουν χώρα, δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως μη φυσιολογικές. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι οι φάσεις του Parkes εστιάζουν αποκλειστικά στα συναισθήματα της θλίψης.

Οι Stroebe και Schut (1999) μελέτησαν τη διαδικασία του πένθους σε διαφορετικούς πληθυσμούς και συνειδητοποίησαν ότι υπάρχουν πολλές διαπολιτισμικές διαφορές. Για παράδειγμα, σε κάποιες κουλτούρες, όπως οι μουσουλμανικές κοινότητες στο Μπαλί, το πένθος ούτε αντιμετωπίζεται, ούτε εκδηλώνεται, ούτε υπάρχουν σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες. Σε άλλες κουλτούρες, όπως στην Ιαπωνία, ένα οικογενειακό ιερό προσκύνημα στη μνήμη των νεκρών προγόνων είναι φυσιολογικό, ενώ στις Δυτικές κοινωνίες θεωρείται ως σημάδι ένδειξης άλυτου πένθους. Οι παραπάνω διαφορές οδήγησαν τους εν λόγω ερευνητές να προτείνουν το «μοντέλο της διπλής διαδικασίας (dual process model)» του πένθους. Συγκεκριμένα, αναγνώρισαν ότι οι δύο συνιστώσες της θλίψης είναι (α) η προσανατολισμένη απώλεια (loss-oriented), ουσιαστικά το συναισθηματικό μέρος της διαδικασίας που παρατήρησε ο Parkes, και (β) η αποκατάσταση του προσανατολισμού (restoration-orientation), διαδικασία που αφορά στην αναγκαία έμφαση στα νέα καθήκοντα και στην ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, για να είναι σε θέση το άτομο να διαχειριστεί τις βαρυσήμαντες αλλαγές στον τρόπο ζωής που προκύπτει από τον θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου. Η ανάκαμψη/αποκατάσταση από το πένθος περιλαμβάνει και τα δύο στάδια που περιγράφηκαν παραπάνω.

Μια περαιτέρω εξέλιξη στο συγκεκριμένο πεδίο υπήρξε η αναγνώριση από τους θεωρητικούς ότι ο πενθών/η πενθούσα πάντα ήξερε ότι ο αποθανών δεν έχει ξεχαστεί, ότι η πληγή, ακόμα κι αν επουλωθεί, είναι πάντα παρούσα και ότι εξακολουθούν να υφίστανται δεσμοί, τόσο υλικοί όσο και άυλοι, με τον θανόντα. Οι υλικοί σχετίζονται με τα αναμνηστικά, όπως επιστολές, προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες του εκλιπόντος. Τα άυλα είναι οι αναμνήσεις που διατηρούνται στην καρδιά του πενθούντα. Οι Klass et al. (1996) έχουν γράψει εκτενώς για την αναγκαιότητα της συνέχισης των δεσμών και την ακαταλληλότητα των όρων όπως «ας το αφήσουμε στην άκρη» που βρίσκονται συνήθως στη βιβλιογραφία του πένθους. Ο Βucay (2010) θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε ότι η όλη σχέση μας με το σύμπαν, και ακόμη περισσότερο με τον περιορισμένο κοινωνικό μας κύκλο, είναι εφήμερη. Άλλωστε… όλα έχουν ένα τέλος… Έτσι και η ζωή!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου