Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΩΝ-ΣΤΩΙΚΩΝ-ΣΚΕΠΤΙΚΩΝ

Θεωρίες γνώσης στα κύρια ρεύματα της προχριστιανικής ελληνιστικής φιλοσοφίας: Κήπος, Στοά, Σκέψις.

 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
Η αναζήτηση της γνώσης ήγουν της έγκυρης αληθούς πίστης[1] υπήρξε εξαρχής το βασικό κίνητρο για την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Στα ελληνιστικά χρόνια (300π.Χ- 300μ.Χ) τα τρία κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα, ο επικουρισμός, ο στωικισμός και ο σκεπτικισμός, αναπτύσσουν διαφορετικές θέσεις όσον αφορά το περιεχόμενο, τα όρια, τις προϋποθέσεις, τη μέθοδο και τα μέσα απόκτησης γνώσης.
 
Τα δύο πρώτα εξ’ αυτών, ο Κήπος και η Στοά, αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο απόκτησης ασφαλούς γνώσης για τα πράγματα του κόσμου αυτού και όχι μόνον σε αντίθεση με το τρίτο, τη Σκέψη, που κινείται από την αμφιβολία ως την απόλυτη άρνηση. Σε κάθε περίπτωση καθοριστικός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στις αισθήσεις και στο ανθρώπινο λογικό, ως κατεξοχήν γνωστικά εργαλεία. Ακόμη, οι τρεις ανωτέρω φιλοσοφικές κατευθύνσεις συγκλίνουν ως προς τη θέση τους για τη σκοπιμότητά της γνώσης, η οποία είναι πρακτική, αφού προσβλέπει στην επίτευξη της ψυχικής ηρεμίας, και εν γένει ως προς το χαρακτήρα της φιλοσοφικής τους σκέψης, που είναι ευδαιμονικός, καθώς αποσκοπεί στην ατομική ευδαιμονία των ανθρώπων.
 
Στα συμπεράσματα αυτά θα καταλήξουμε με την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης, αντικείμενο της οποίας είναι οι γνωστικές θεωρίες των τριών προαναφερθεισών φιλοσοφικών σχολών. Στο επίκεντρο αυτής τίθενται θέματα όπως το ενδεχόμενο απόκτησης γνώσης και τα ερείσματα της (θετικής ή αρνητικής) σχετικής θέσης, τα μέσα, τα όρια και οι προϋποθέσεις απόκτησης γνώσης, τα γνωστικά αντικείμενα, τα θεωρούμενα ως κριτήρια βεβαιότητας και βέβαια η σκοπιμότητα στην προσέγγιση της αλήθειας.
 
Ι. ΑΙΣΘΗΣΗ
 
Η απάντηση που δίνουν οι κυριότερες σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας στο ερώτημα αν και κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί η δε μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του, σχετίζεται πρωτίστως με την αναγνώριση της αξίας των αισθήσεων, αφού τόσο εκείνοι που είναι θετικοί στην προοπτική απόκτησης γνώσης, επικούρειοι και στωικοί, όσο και οι αρνητικοί σε αυτή, σκεπτικοί, στηρίζονται πρωτίστως στην αξία της συμβολής των αισθήσεων.
 
Ο Επίκουρος στο ερώτημα σχετικά με την αφετηρία της σκέψης και της διανοητικής δυνατότητας στον άνθρωπο υποστήριξε μια μέση θέση μεταξύ της νοησιοκρατίας και της αισθησιοκρατίας. Το Κανονικό, που περιλαμβάνει τα κύρια περί γνώσεως δόγματα του επικούρειου φιλοσοφικού συστήματος, έχει ως καθοριστικούς παράγοντες τις αισθήσεις και τα πάθη. Δεδομένου ότι το σύμπαν αποτελείται, κατά την δημοκρίτεια θεωρία, από άτομα, εννοείται ότι κάθε μέρος του έχει συγκεκριμένες ιδιότητες, όπως το σχήμα, το βάρος και το μέγεθος, οι οποίες προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα[2]. Συνεπώς, ως αίσθηση ορίζεται ακριβώς η ικανότητα των αισθητηρίων οργάνων να προσλαμβάνουν με τη μέγιστη δυνατή ενάργεια τα «είδωλα» των εξωτερικών αντικειμένων και τις ιδιότητές τους και οδηγεί στη δημιουργία δευτερογενών ιδιοτήτων και άρα ο ρόλος της είναι βασικός στην λειτουργία της μάθησης, γιατί κάθε λογική πρόταση εξαρτάται και προσδιορίζεται από τις αισθήσεις. Επομένως, οι αισθήσεις, μαζί με το πάθος, το κατεξοχήν αίσθημα κάθε ζωντανού οργανισμού[3], συνιστούν το συνδετικό κρίκο μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, ήτοι της φύσης και του ανθρώπου. Η εξωτερική πραγματικότητα οδηγεί στη δημιουργία αντίστοιχων μνημονικών παραστάσεων, ώστε ως κριτήρια της αλήθειας δε λειτουργούν μόνον οι αισθήσεις, αλλά επίσης τα συναισθήματα και οι έννοιες που δημιουργούνται[4]. Η αμεσότητα, με την οποία προσφέρουν οι αισθήσεις την πραγματικότητα μέσα από την πρόκληση ηδονής ή πόνου στον άνθρωπο[5], συνεπάγεται την επαλήθευση της δόξας και συνιστά εχέγγυο της αλήθειας. Αν ο άνθρωπος πέφτει σε πλάνη, αυτό, σύμφωνα με τη θεωρία των Επικούρειων, δεν οφείλεται στις αισθήσεις, αλλά στη λαθεμένη κρίση του[6]. Έτσι, αντίθετα με τον ορθολογισμό του Δημόκριτου, ο Επίκουρος παρουσιάζει τις αισθήσεις ως θεμελιωδώς αξιόπιστες[7].
 
Η μελέτη της λειτουργίας της αισθήσεως για τους Στωικούς συνδέεται επίσης με τη μελέτη των σωματικών μερών του σύμπαντος, εκείνων δηλαδή που έχουν αντικειμενική υπόσταση και δη τρεις διαστάσεις. Η γνώση των σωματικών προϋποθέτει τη διερεύνηση του τρόπου αντίληψης των πραγμάτων από τον ανθρώπινο νου. Σύμφωνα, δηλαδή, με τους Στωικούς ο άνθρωπος πρωτοέρχεται σε επαφή με τον κόσμο και άρα σταδιακά οδηγείται στη γνώση του, μέσω των αισθήσεων · μάλιστα η συνεισφορά των αισθήσεων στη γνωστική διαδικασία είναι τόσο σημαντική, ώστε να θεωρείται αδύνατη η απόκτηση γνώσης και κάθε νοητικής διαδικασίας άνευ της αισθητικής εμπειρίας και εν γένει των αισθήσεων.
 
Ο όρος αίσθησις χρησιμοποιούμενος από τους Στωικούς προσέλαβε διάφορες αποχρώσεις. Με την έννοια αυτή υποδηλώνονται άλλοτε τα αισθητήρια όργανα, άλλοτε η ενέργεια των αισθητηρίων οργάνων, άλλοτε η κατάληψις των εννοιών μέσω των αισθητηρίων οργάνων και άλλοτε, πάλι, το πνεύμα, το οποίο διοχετεύεται από το ήγεμονικόν στις αισθήσεις[8]. Το ήγεμονικόν μέρος της ψυχής είναι, κατά τους Στωικούς, υλοζωικού χαρακτήρα και κυρίαρχο και στις αισθήσεις και στη διάνοια[9]. Το μέρος αυτό είναι ειδικά προορισμένο και διαμορφωμένο έτσι, ώστε να είναι δεκτικό στην καταγραφή εμπειριών, εννοιών και γενικά πληροφοριών προερχόμενων από τον έξω κόσμο, είναι δηλαδή κάτι σαν χαρτί κενό, κατάλληλο για γραφή το αριστοτελικό tabula rasa. To ήγεμονικόν είναι η έκφραση, που προλαμβάνει στα έλλογα πλάσματα το πνεύμα, η κίνηση που εκδηλώνεται άλλοτε προς τα μέσα δηλαδή προς το κέντρο και άλλοτε προς τα έξω δηλαδή προς την επιφάνεια και που προσφέρει συνοχή και ζωτικότητα στο κάθε ον. Το πνεύμα επίσης φυσικόν ήτοι υλικό στη σύστασή του και συγκεκριμένα προϊόν της μείξης του αέρα με τη φωτιά είναι η κίνηση δηλαδή, που εκδηλώνεται από το ήγεμονικόν με προορισμό τα αισθητήρια όργανα και έπειτα επιστρέφει πάλι στην πηγή του ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, από τα αισθητήρια όργανα μέσω των νευρώνων με προορισμό το νου[10]. Στην εξωτερική του κίνηση προσδίδει στα πράγματα τις ιδιότητές τους, ενώ στην εσωτερική τα καθιστά ενοποιημένα αντικείμενα[11]. Η συμβολή του πνεύματος, επομένως, είναι καθοριστική, γιατί επιτρέπει στην αίσθησι να συνιστά ενέργεια. Οι αισθήσεις είναι διακριτές από τα αντίστοιχα όργανα ως δυνάμεις, αλλά η λειτουργία τους είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ύπαρξη και λειτουργία αυτών[12]. Οι αισθήσεις αποτελούν παραφυάδες , που απλώνονται από το ήγεμονικόν μέρος της ψυχής στα αντίστοιχα όργανα[13] μεταφέροντας τις πληροφορίες και με μια ορισμένη -αλλά όχι προδιαγεγραμμένη – διαδικασία, στο νου, ώστε εγείρουν μια δραστηριότητα[14] που τελικά οδηγεί στην συγκρότηση γνώσης[15]. Γι’ αυτό και υπάρχει κάποιες φορές ταύτιση του όρου αίσθησις με την κατάληψι, γιατί για τους Στωικούς η αίσθηση και οι αισθήσεις συνιστούν βασικότατο μέσο, που ενεργοποιεί τις γνωστικές διαδικασίες και τελικά οδηγεί στη γνώση.
 
Οι σκεπτικοί, Ακαδημαϊκοί και Πυρρωνιστές , αντίθετα, στηρίζονται πάλι στις αισθήσεις, για να υποστηρίξουν όμως το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμία προοπτική ασφαλούς γνώσης και η αιτία της κατάστασης αυτής είναι οι αισθήσεις. Για τους Ακαδημεικούς σκεπτικιστές η αλήθεια δε μπορεί να βασιστεί στις αισθήσεις, καθότι αυτές είναι απατηλές. Συγκεκριμένα, ο Αρκεσίλαος, εισηγητής του ακαδημαϊκού σκεπτικισμού[16], ακολουθώντας τον πλατωνικό δυισμό[17], υποστήριξε ότι οι αισθήσεις, στις οποίες έδωσαν τόσο μεγάλη σημασία τόσο οι Επικούρειοι, όσο και οι Στωικοί, δεν είναι ικανές να αποκαλύψουν την ουσία των πραγμάτων, ώστε τελικά τα αισθητήρια όργανα προσφέρουν μια στρεβλή ή πάντως απατηλή εικόνα των πραγμάτων .
 
II. ΓΝΩΣΗ
 
Η σημασία που αποδίδουν οι φιλόσοφοι των τριών κυριότερων φιλοσοφικών σχολών των ελληνιστικών χρόνων στην αξία των αισθήσεων συνδέεται με τη θέση τους για τη δυνατότητα απόκτησης γνώσης. Έτσι, Επικούρειοι και Στωικοί που αξιοποιούν τις αισθήσεις, αποδεικνύονται θετικοί στην προοπτική της γνώσης, ενώ αντίθετα οι σκεπτικιστές την απορρίπτουν.
 
Για τους Επικούρειους η αίσθηση είναι μόνο ένα από τα κριτήρια γνώσης, καθώς αντίστοιχο ρόλο επέχουν η πρόληψις, η υπόληψις και οι φανταστικαί επιβολαί. Ο σχηματισμός μιας μνήμης τον πολλάκις έξωθεν φανέντος οδηγεί στη συγκρότηση προλήψεων, η επανάληψη των οποίων σχηματίζει συνδυασμούς πάνω στα εσωτερικά στοιχεία και έτσι δημιουργεί υπολήψεις. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο άνθρωπος αποκτά ενημερωτικές θεωρήσεις της πραγματικότητας, ήτοι φανταστικάς έπιβολάς, και φτάνει τελικά στην αληθινή ουσία των όντων . Επομένως, η γνώση, σύμφωνα με τους επικούρειους εξαρτάται βασικά από την αντίληψη[18]. Έτσι, ο άνθρωπος κατά τους επικούρειους είναι σε θέση, με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων, να γνωρίσει τον κόσμο μέσω των αισθήσεών του, που είναι θεμελιωδώς αξιόπιστες[19]. Μπορεί να γνωρίσει το σύμπαν, τον κόσμο, αποτελούμενο από άτομα και κενό[20], αλλά και οντότητες, που δεν ανήκουν στο κόσμο αυτό, όπως είναι οι ζώντες στο μετακόσμιο θεοί[21].
 
Η θεωρία των Στωικών για τη γνωστική δυνατότητα του ανθρώπου είναι επίσης θετική[22] και αυτή η θέση εδράζεται στην αντίληψη, ότι μια καθολική επιστημονική γνώση είναι δυνατή[23], λόγω του ότι πραγματικά είναι μόνο τα εμπειρικά[24] και ότι ο άνθρωπος μετέχει της πρώτης αρχής και ουσίας του κόσμου, της ανώτατης αρχής, η οποία διέπει και καθορίζει τα πάντα , του Λόγου. Αυτός δομεί και διέπει όλο τον κόσμο[25] και μπορεί να γίνει γνωστός στον άνθρωπο (οίκείωσις)[26], γιατί – αντίθετα με τα άλλα ζώα μόνο εκείνος – έχει προικιστεί με αυτόν[27] και διαθέτει έμφυτες προϋποθέσεις, τον έν ήμϊν λόγο[28]. Το ανθρώπινο λογικό, που συνιστά τμήμα του συμπαντικού λόγου , εισκρίνεται ακριβώς για να οδηγήσει στη γνώση , αναπτύσσεται σταδιακά και ολοκληρώνεται με την ενηλικίωση του ατόμου. Με τη δύναμη του λογικού, ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό του ως μέρος του σύμπαντος και δη ως έναν μικρόκοσμο[29] και να ζήσει σε συμφωνία με το λόγο ήτοι τη φύση του[30].
 
Η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου αποδίδεται από τους Στωικούς σε ορισμένες φυσικές και έμφυτες έννοιες, τις προλήψεις[31], στις οποίες συνίσταται ο κανόνας της αλήθειας[32]. Η πρόσληψη και σημασιοδότηση των όποιων έξωθεν πληροφοριών γίνεται (με συγκεκριμένους τρόπους, παραδείγματος χάριν κατά περίπτωσιν, καθ’ ομοιότητα, κατ’ αναλογίαν, κατά σύνθεσιν, και ούτω καθεξής)[33]. Οι έννοιες σχηματίζονται με την ενεργό συμμετοχή του ηγεμονικού στη γνωστική διαδικασία[34], καθώς προϋποτίθεται επιμέλεια και διδασκαλία. Η τύπωσις οδηγεί στη συγκρότηση της φαντασίας, μιας επίγνωσης της αλήθειας, που έρχεται σαν φως στην ψυχή[35]. Αν υπάρξει ένας ικανός αριθμός φαντασιών, συντελείται η καταληπτική φαντασία, μια έννοια, που λειτουργεί ως κριτήριο διάγνωσης της αλήθειας[36], καθώς σχετίζεται με την ένταση και τη ζωντάνια της εικόνας, που μεταφέρουν οι αισθήσεις, διαχωρίζοντας, έτσι, τις αληθείς από τις ψευδείς . Όταν το ηγεμονικό παρέχει υπόσταση στις καταληπτικές φαντασίες, ουσιαστικά προσφέρει συγκατάθεση, μια προϋπόθεση για την εγγύηση της αλήθειας του πράγματος.
 
Έτσι, Επικούρειοι και Στωικοί υποστηρίζουν ότι με αφετηρία τις αισθήσεις και την ανάπτυξη της ανθρώπινης διάνοιας είναι δυνατή η γνώση των πάντων. Στον αντίποδά τους βρίσκονται οι σκεπτικοί, οι φιλόσοφοι, που απορρίπτουν κάθε δυνατότητας ασφαλούς γνώσης και αντιμετωπίζουν τα πάντα με διστακτικότητα[37] και διάθεση αμφισβήτησης[38]. Οι Σκεπτικοί των ελληνιστικών χρόνων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τους Ακαδημαϊκούς και τους Πυρρωνιστές[39]. Οι πρώτοι ή άλλως οι «εφεκτικοί» στηρίχτηκαν στην πλατωνική αντιμετώπιση του εμπειρικού κόσμου πάνω στην οποία δομούν τη θέση τους. Σύμφωνα με αυτή δεν υπάρχουν τεκμήρια, που να θεμελιώνουν την εγκυρότητα της γνώσης και άρα, κατ’ επέκταση, δεν έχει νόημα η αναζήτηση της αλήθειας. Αλλά κι οι θεωρητικοί συλλογισμοί, τους οποίους αποπειράται ο άνθρωπος, δε μπορούν να εξασφαλίσουν κάποια ασφαλή κριτήρια επαλήθευσης της δόξας, και άρα να οδηγούν σε γνώση[40]. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια αναπόφευκτη και αδιέξοδη σύγχυση του αληθινού και του απατηλού. Έτσι, οι σκεπτικοί καταλήγουν στο ίδιο σημείο, όπου είχε αφήσει ο Σωκράτης το φιλοσοφικό στοχασμό, ότι δηλαδή η μόνη γνώση, που είναι ενδεχομένως δυνατή στον άνθρωπο, είναι η αδυναμία επιβεβαίωσης του αληθούς οποιασδήποτε γνώσης[41].
 
Η άλλη κατεύθυνση του ελληνιστικού Σκεπτικισμού[42], εκείνη του Πύρρωνος[43], ακολουθεί επίσης τη θεωρία του Σωκράτη για τη γνώση. Σε αντίθεση όμως με αυτόν οδηγείται σε έναν θεωρητικό μηδενισμό[44] υποστηρίζοντας ότι, όχι μόνο δε μπορεί να βρεθεί η αλήθεια ή να οριστεί ένα κριτήριο εγκυρότητάς της, κάτι που θα άνοιγε το δρόμο για τη γνώση, αλλά – μάλλον περισσότερο κατά το παράδειγμα των σοφιστών[45] – κάθε θέση είναι αμφισβητήσιμη και ανατρέψιμη. Συνεπώς η προβολή της ως αληθούς ή ψευδούς είναι θέμα παρουσίασής της[46]. Παράλληλα, όμως, απορρίπτουν το ενδεχόμενο να στηριχτεί μια αλήθεια στο λόγο, γιατί αυτός μπορεί να συγκροτήσει αποδείξεις με βάση προκείμενες που είναι μη – αποδείξιμες[47]. Οι σκέψεις του ανθρώπινου νου είναι αβάσιμες και η δυνατότητά του να γνωρίσει την αλήθεια μέσω αυτών ανύπαρκτη[48].
 
Η στάση των ακαδημαϊκών σκεπτικών της ελληνιστικής περιόδου απέναντι στην προοπτική απόκτησης κάποιας γνώσης φαίνεται να μετριάζεται κατά τη μέση φάση της , όταν τα ηνία της σχολής ανέλαβαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης . Ο Καρνεάδης φαίνεται ότι υποστήριζε πώς, αν και δεν είναι δυνατή η γνώση της αλήθειας, όμως είναι δυνατή η διατύπωση κρίσεων πιθανών ή έστω αληθοφανών[49]. Η πιθανότητα γνώσης των αντικειμένων διαθέτει κατ’ αυτόν τρία επίπεδά, ήτοι κλιμακώνεται σε φαντασίαν πιθανήν, απερίσπαστον, όταν είναι συνεπής προς τις λοιπές εντυπώσεις που μοιάζουν αληθινές, ώστε να μην αναιρείται, και σε διεξωδευμένη, όταν έχουν προσεκτικά ελεγχθεί οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίστηκε η κρίση[50]. Οι δέκα τρόποι του Αινησίδημου, από τη νέα φάση της σχολής, δεν ήταν παρά ακριβώς η επισήμανση μερικών διαφορών, που επηρεάζουν την κρίση και δυσχεραίνουν τη βέβαιη περί του περιβάλλοντος γνώση, όπως για παράδειγμα η λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων, η συχνότητα της παρατήρησης, η θέση / απόσταση, η σχετικότητα, η διαφορά ηθών και εθίμων, και άλλες συναφείς διαφοροποιές της αντιλήψεως παράμετροι[51]. Και ακόμη, ο Σέξτος ο Εμπειρικός[52]υποστήριζε ότι κάθε άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε σε μια κατάσταση, κατά την οποία δε μπορεί να λειτουργήσει ως αντικειμενικός παρατηρητής, ώστε όλοι είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μεροληπτικοί[53]. Επομένως, κάθε θέση είναι αμφισβητήσιμη, ενώ ελάχιστα έως μηδαμινά είναι εκείνα που μπορούν να γίνουν γνωστά με βεβαιότητα[54].
 
ΙΙΙ. ΕΠΙΣΤΗΜΗ
 
Στην ανώτερη γνωστική βαθμίδα βρίσκεται η επιστήμη, η απόλυτη και ασφαλής γνώση. Εννοείται ότι για όσους φιλοσόφους αντιμετωπίζουν θετικά τη δυνατότητα απόκτησης γνώσης, προβλέπεται μια συγκεκριμένη – διαφορετική ανά σχολή – οδός προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ για όσους είναι αρνητικά διακείμενοι απορρίπτεται συλλήβδην κάθε παρόμοια περίπτωση.
 
Οι Επικούρειοι εντάσσουν, όπως προαναφέρθηκε, τις γνωσιολογικές θέσεις τους στο κανονικόν μέρος της φιλοσοφίας τους και σύμφωνα με αυτό η γνώση ξεκινάει από τις αισθήσεις και κορυφώνεται με τις φανταστικές επιβολές, ενημερωτικές δηλαδή θεωρήσεις της πραγματικότητας, που αποκαλύπτουν την αληθινή ουσία των όντων. Οι σημερινές νοούμενες ως επιστήμες, οι θετικές, όπως τα μαθηματικά και η φυσική, δε συνεισφέρουν ουσιαστικά σε αυτό, καθότι τα πρώτα δεν ανταποκρίνονται  στην  πραγματικότητα,   ενώ  η   δεύτερη   βοηθά  μόνο στην αντιμετώπιση του φόβου για το θάνατο και τη δράση των θεών[55]. Αυτό που ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, ήτοι ένας φιλόσοφος, μπορεί και οφείλει να κάνει για να οδηγηθεί στην ανώτερη γνωστική κατάσταση είναι να αποστασιοποιείται από προλήψεις και δοξασίες και γενικώς να διατηρεί μια διαφορετική από εκείνη του απλού κόσμου αντίληψη για τα πράγματα.
 
Η επιστήμη είναι και για τους Στωικούς το ανώτερο δυνατό γνωστικό επίπεδο στο οποίο μπορεί να οδηγηθεί ο ανθρώπινος νους. Για την ακρίβεια το ανώτερο γνωστικό επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει, κατά τους στωικούς, ένας απλός νους είναι η δημιουργία καταλήψεων, που προκύπτει από τη συγκατάθεση μεταξύ δόξας και αντικειμενικής πραγματικότητας συγκροτεί καταλήψεις. Αντίθετα, η μετάβαση από την κατάληψη στην επιστήμη θεωρείται δυνατή μόνο για έναν σοφό[56], γιατί μόνο αυτός μπορεί να διατηρήσει ασφαλή μια μνήμη, να διακρίνει ποιες είναι οι αξιόπιστες εντυπώσεις[57], να επιβεβαιώσει τη γνώση και να της προσδώσει διάρκεια με το λόγο[58]. Έτσι η ψυχή οδηγείται σταδιακά στην τύπωση εννοημάτων, στη δημιουργία αναμνήσεων και εμπειριών, στην αναγνώριση ορισμένων εξ αυτών ως αντικειμενικών, στη συγκατάθεση μεταξύ δόξης και αληθούς γνώσης[59]. Επομένως, η επιστήμη, η επιστημονική γνώση[60], και σε αυτή την περίπτωση συνδέεται με την απομάκρυνση από το επίπεδο της δόξας και με την προσέγγιση της αληθινής σοφίας.
 
Οι Σκεπτικοί, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, υπεραμύνθηκαν της αδυναμίας απόκτησης γνώσης μέσω των αισθήσεων[61](άκαταληψία)18 ή του λόγου και γενικότερα της αδυναμίας ασφαλούς γνώσης για οτιδήποτε, επομένως συνεπάγεται ότι τοποθετήθηκαν αρνητικά και στην προοπτική συγκρότησης επιστήμης. Αντίθετα, η δέουσα στάση ενός φιλοσόφου ενώπιον αυτού του γνωστικού αδιεξόδου (άπορία)19 είναι η αποφυγή από κάθε απόφανση (εποχή) , η άφασία , η πλήρη άρνηση χρήσης της γλώσσας ως μέσου για τη σύνθεση μιας εικόνας προκειμένου να αποδοθεί η πραγματικότητα[62] και φυσικά η παραίτηση από κάθε προσδοκία γνώσης και η ουδετερότητα (άρρεψία)[63].
 
ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
 
Ανάμεσα στις τρεις κυριότερες φιλοσοφικές σχολές των ελληνιστικών χρόνων, τους Επικούρειους, τους Στωικούς και τους Σκεπτικούς, οι δύο πρώτες υποστηρίζουν ότι είναι δυνατό ο άνθρωπος να οδηγηθεί με μια ορισμένη – διαφορετική κάθε φορά, ανάλογα με τις ειδικότερες εκφάνσεις της γνωσιοθεωρίας τους – διαδικασία στη γνώση, την αληθή δηλαδή και ασφαλή δόξα, αρχής γενομένης των δεδομένων, που προσπορίζουν οι αισθήσεις, όπως επίσης και να συγκροτήσει επιστήμη – αν και η δυνατότητα αυτή προσφέρεται περισσότερο στο σοφό, και όχι στο μέσο νου. Αντίθετα, ο σκεπτικισμός αναπτύσσει μια δυναμική επιχειρηματολογία, που κατατείνει στην έλλειψη εχέγγυων για την αλήθεια.
 
Η επικούρεια γνωσιοθεωρία παρέχει προτεραιότητα στις αισθήσεις, τάσσεται, επομένως, υπέρ του εμπειρισμού και ειδικά της αισθησιοκρατίας, την οποία υποστήριξε μια πληθώρα νεότερων φιλοσόφων, όπως ο Condillac, που κατέληξε πως όλες οι ψυχικές λειτουργίες είναι μετασχηματισμένα αισθήματα, ενώ ο Hegel πρόβαλε τη θέση ότι η ύλη είναι το πρωταρχικό και το πνεύμα το παράγωγό της . Οι Στωικοί, πάλι, ακολουθώντας περισσότερο τον Αριστοτέλη στη θέση ότι το ηγεμονικό είναι μέρος της ψυχής κατάλληλο για γραφή, τάσσονται υπέρ του εμπειρισμού, όπως θα κάνει πολύ αργότερα και ο Λοκ, ο οποίος συμφώνησε ότι η ψυχή είναι ένα άγραφο χαρτί πάνω στο οποίο αποτυπώνονται σταδιακά οι εντυπώσεις που αποκτούνται με τις αισθήσεις[64]. Ο στωικός εμπειρισμός, βεβαια, μετριάζεται από την παραδοχή της μεταγενέστερης ανάπτυξης της λογικής, θέση, που τους φέρνει κοντά στο αντίπαλο δέος, στη νοησιοκρατία, την οποία ανέπτυξαν πιο πρόσφατα ο Descartes, ο Spinoza, ο Kant και πληθώρα άλλων φιλοσόφων.
 
Η συνεχόμενη αναβάθμιση των γνώσεων του ανθρώπου σε πληθώρα αντικειμένων και η διαρκώς προώθηση της εμβάθυνσης σε αυτά ίσως προσφέρει μια κάποια ερμηνεία για την μακροβιότητα του σκεπτικισμού και την πολυμορφία των επιχειρημάτων, που κατά καιρούς επιστρατεύτηκαν · ο Hume υποστήριζε ότι η πραγματικότητα συγκροτεί αισθητηριακές και μνημονικές εντυπώσεις, αλλά δεν αρκεί για τη θεμελίωση της όποιας πεποίθησης για την ύπαρξη κάποιων σταθερών φυσικών αντικειμένων, ώστε η προοπτική αυτή υπερβαίνει τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου[65], όπως επίσης και ο Descartes επιχείρησε την ασφαλή θεμελίωση της γνώσης πάνω σε ένα συστηματικό σκεπτικισμό[66].
 
Η σχέση μεταξύ αισθήσεων και γνώσεως συνέχισε να διχάζει τους φιλοσόφους, από τους οποίους άλλοι τάχθηκαν υπέρ της «ρεαλιστικής» θεωρίας, σύμφωνα με την οποία οι πρώτες πληροφορούν άμεσα και αντικειμενικά για τον εξωτερικό κόσμο, και άλλοι υπέρ της «αναπαραστατικής», που υποστηρίζει μια σαφή απόσταση ανάμεσα στην αντιληπτική πράξη και την εξωτερική πραγματικότητα. Τις δυο αυτές θεωρίες επιχειρεί να συγκεράσει η «οργανισμική», που προβάλλει δύο μορφές επικοινωνίες με τον έξω κόσμο, μια πρωτογενή, την αιτιώδη αποτελεσματικότητα, και μια δευτερογενή, την παραστατική αμεσότητα, οι οποίες κατόπιν συνδυάζονται κατά τη σύλληψη της πραγματικότητας σε μια μικτή αντιληπτική μορφή, τη συμβολική αναφορά. Κατά τ’ άλλα και η «αιτιώδης» θεωρία διατείνεται ότι δε μπορεί να υπάρξει άμεση αντίληψη του φυσικού κόσμου, γιατί η γνώση ξεκινάει από την αισθητηριακή αναπαράσταση των αντικειμένων και οδηγεί στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, που ποικίλλει ανάλογα με τις διανοητικές δυνατότητες και δραστηριότητες του κάθε νου. Επίσης, και η θεωρία της «αντιληπτικής σχετικότητας», με τη σειρά της αναγνωρίζει ότι η γνώση προσδιορίζεται βάσει της αντιληπτικότητας, που είναι σχετική, καθώς συναρτάται με βιολογικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους[67].
 
Η διχογνωμία σχετικά με το κατά πόσο η γνώση και η επιστήμη συγκροτούνται συναρτήσει της διαμόρφωσης δεδομένων βάσει των πληροφοριών, που προσπορίζει το εξωτερικό περιβάλλον, φέρνει σε αντιπαράθεση τους υποστηρικτές της εμφυτιοκρατίας, με κύριο εκπρόσωπο τον Fodor, και της κατασκευαστικής γνωσιολογίας, την οποία εισήγαγε ο Piaget. Ο πρώτος υποστήριξε ότι υπάρχουν γενετικά προκαθορισμένα και λειτουργικά ανεξάρτητα συστήματα εισροής, «σπόνδυλοι», που επεξεργάζονται τις πληροφορίες του εξωτερικού περιβάλλοντος, οι οποίες περνούν από ένα σύστημα αισθητηριακών μεταγωγών[68]. Ο δεύτερος, όπως και οι συμπεριφοριστές, υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν έμφυτες δομές, αλλά βιολογικά προκαθορισμένες διεργασίες, που παρέχουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα αποτύπωσης των δεδομένων του εξωτερικού περιβάλλοντος και άρα συγκρότησης γνώσης[69]. Μάλιστα, κατά τον ίδιο, η νοητική ανάπτυξη γίνεται κατά περιόδους, αρχής γενομένης από την αισθησιοκινητική, που διαδέχεται η προσυλλογιστική, ακολουθεί η φάση της συγκεκριμένης σκέψης και καταλήγει σε εκείνη της αφαιρετικής, διαδικασία, που φαίνεται να φτάνει σε μια επαρκή ολοκλήρωση κατά την ηλικία των 12 ετών και άνω[70] – περίπου, δηλαδή στην ίδια ηλικία, κατά την οποία οι Στωικοί υποστήριξαν ότι ο νους «εισκρίνεται» στον άνθρωπο (!)
 
Δεδομένων αυτών των αντιπαραθέσεων και του αδιέξοδου στο οποίο οδηγούσαν, πρόβαλε πλέον επιτακτικά η αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ φιλοσοφικής αναζήτησης και επιστημονικής διερεύνησης. Η στροφή της επιστήμης στη μελέτη της διάνοιας και της διαδικασίας πρόσληψης της πραγματικότητας και συγκρότησης γνώσης σημειώθηκε σε διάφορες περιοχές, όπως στην ψυχολογία, γνωσιακή και αναπτυξιακή – εξελικτική, τη γνωσιακή ανθρωπολογία, τη γλωσσολογία, την τεχνητή νοημοσύνη, τη νευροεπιστήμη και ούτω καθεξής.
 
Οι γνωσιοθεωρητικοί συγκλίνουν στο ότι η γνώση συνυφαίνεται με την αληθή πίστη και δή, σύμφωνα με την θεωρία της αξιοπιστίας, ότι γνώση είναι η αληθής πίστη, που συγκροτείται βάσει μιας αξιόπιστης γνωστικής διεργασίας . Ο Dewey, κύριος εκπρόσωπος του πραγματισμού, υποστήριζε ότι μόνον οι αληθείς πίστεις συνιστούν γνώση, ή, υψηλού βαθμού γνώση είναι μια ασφαλώς θεμελιωμένη βεβαιότητα[71] και ως εκ τούτου ως μοναδικός κριτής της αλήθειας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο πειραματισμός σε όλα τα επίπεδα, όπως και στη φιλοσοφία. Παρόμοιες θέσεις κάνουν ένα αισιόδοξο άνοιγμα στην προοπτική συνεργασίας των δύο περιοχών του πνεύματος, της φιλοσοφικής και της επιστημονικής σκέψης και μιας συλλογικής προσπάθειας, εφόσον η απάντηση στα γνωσιοθεωρητικά ερωτήματα, που κληρονόμησαν και ανέπτυξαν με τη σειρά τους οι φιλόσοφοι των ελληνιστικών χρόνων, φαίνεται ακόμη να εκκρεμεί…
 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 
           Έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη των γνωστικών θεωριών των τριών κυριότερων φιλοσοφικών κατευθύνσεων των προχριστιανικών ελληνιστικών χρόνων, του Κήπου, της Στοάς και της Σκέψεως, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε ορισμένα γενικά συμπεράσματα κυρίως όσον αφορά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισής του σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο. Καταρχήν, διακρίνονται δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις: μια θετική στη δυνατότητα απόκτησης γνώσης και μια – στον ένα ή τον άλλο βαθμό ή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – αρνητική, με την πρώτη να εκπροσωπείται κυρίως από τους Επικούρειους και τους Στωικούς, και τη δεύτερη να εκφράζεται μέσω των Σκεπτικών.
 
Οι φιλόσοφοι της πρώτης κατηγορίας, πέραν της θετικής τους στάσης, παρουσιάζουν επίσης ομοιότητες στους γνωστικούς όρους, που μετέρχονται, στην παρουσίαση της γνωσιοθεωρίας τους καθώς και αναλογίες στην πορεία που υποστηρίζουν ότι οδηγεί στη γνώση · οι Επικούρειοι περιγράφουν τη διαδικασία αυτή ως μετάβαση από την αίσθησιν, στην πρόληψιν, στην νπόληψιν και στις φανταστικάς έπιβολάς, ενώ οι Στωικοί την αποδίδουν ως πέρασμα από την αίσθησιν στη φαντασία, στην καταληπτικήν φαντασία, στη συγκατάθεσιν, στην κατάληψιν και στην έπιστήμη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε αυτή την ευρετική πορεία προς την αλήθεια θεωρείται εξίσου καθοριστικός ο ρόλος των αισθήσεων και των διανοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου, όπως της μνήμης ή της φαντασίας. Οι φιλόσοφοι, αντίθετα, της δεύτερης κατηγορίας, διάκεινται αρνητικά, ακριβώς λόγω του ότι οι αισθήσεις και η λογική αποδεικνύονται επισφαλές εχέγγυο για την αλήθεια και ανεπαρκή μέσα για τη γνώση. Έτσι, Ακαδημαϊκοί και Πυρρωνιστές, κυμαίνονται από την επιφυλακτικότητα και την αμφιβολία, έως την πλήρη άρνηση ύπαρξης ασφαλούς και αληθούς δόξας, ήγουν γνώσης – πόσο μάλλον επιστήμης!
 
Πέρα, όμως, από αυτές τις διαφορές, υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο κοινό σημείο στα γνωσιοθεωρητικά συστήματα των τριών αυτών σχολών και αυτό συναρτάται με τις ιστορικές, κοινωνικοπολιτικές και ευρύτερες συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν. Και στις τρεις, δηλαδή, περιπτώσεις ενυπάρχει μια πρακτική σκοπιμότητα, καθώς η φιλοσοφία αποσκοπεί στην απαλλαγή του ανθρώπου από φόβους και πλάνες και στην επίτευξη της ψυχικής ειρήνευσης, μιας βασικότατης προϋπόθεσης για την ευτυχισμένη ζωή. Φαίνεται, όμως, ότι, όσο το ερώτημα για τη γνώση παραμένει ανοικτό, άλλο τόσο, το όραμα της ευτυχίας διατηρείται μετέωρο.
----------------------
[1] http://www.philosophypages.eom/dy/k9htm#know
[2] Lindberg, D., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις, ΕΜΠ, 2003, σ. 112
[3] Πολίτου, Ν.Γ., Φιλοσοφήματα, έν Αθήναις, 2004, σ. 347
[4] Zeller, Ed. & Nestle, W., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2000, σσ. 299 – 300
[5] όπ.π., σ. 299
[6] Windelband, W. & Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2001, σσ. 238 – 239
[7] Lindberg, όπ.π. σ. 112
[8] Andriopoulos, D.Z., «The stoie theory of perceiving and knowing*, Φιλοσοφία, ΑκαδημίαΑθηνών, Αθήνα,1972 , σ. 305
[9] Καραμπατζάκη Περδίκη, Ελ., «Οι στωικές περί λόγου αντιλήψεις και η επίδρασή τους σε φιλοσόφους του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμ.12, τεύχ. 36, Σεπτ. 1995, σ.192
[10]Andriopoulos, όπ. π, σ. 305
[11]Stanford Eneyeloredia of Philosophy, p. 4 (http://plato.stanford.edu/entries/stoieism)
[12] Andriopoulos, όπ. π, σ. 307
[13]Zeller & Nestle, όπ.π., σ. 279, Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 218 http://www.iep.utm.edu/s/stoiemind.htm, σ.4
[14]Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 196
[15] Πολίτου, όπ.π., σ. 338
[16] όπ.π., σσ. 131 – 133, Ράσσελ Μπ., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας και η συνάρτησή της με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της εποχής μας, τ. Α’, Η αρχαία Φιλοσοφία, Η καθολική Φιλοσοφία, Μτφρ. Αιμ. Χουρμουζίου, Εκδ. Ι.Δ. Αρδενίδης & Σια, σ. 400
[17] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997 σ. 125
[18] Τσάτσου, Κ., Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ., Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 2002, σ. 293
[19] Lindberg, όπ.π., σ. 112
[20] όπ.π., σ. 112, Windelband, W. & Heimsoeth, H., όπ.π., σ. 213
[21] Clark, St.R.L, Στωικοί, Επικούρειοι και περιπλανώμενοι σοφοί, στο Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, του Kenny, Ant., UniversityofOxford, μτφρ. Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σ. 71
[22] Πολίτου, όπ.π., σσ. 331 κ.ε.
[23] http://www.iep.utm.edu/s/stoicism.htm, σ. 1
[24] Zeller & Nestle, οπ.π., σ. 274
[25] Καραμπατζάκη Περδίκη, όπ.π., σ. 191
[26] Andriopoulos, όπ.π., σσ. 308 – 309
[27] Καραμπατζάκη Περδίκη, όπ.π., σ. 192
[28] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σ. 117, Zeller & Nestle, όπ.π., σσ. 280, 286
[29] http://encarta.msn.com/encyclopedia, σ. 1, http://www.philosophypages.com/hy/2w.htm, σ. 1
[30] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σ. 118, http://www.iep.utm.edu/s/StoicEth.htm, σ. 1
[31] Andriopoulos, όπ.π., σ. 314
[32] Tennenman, W.G., Σύνοψις της ιστορίας της φιλοσοφίας, μτφρ. Κούμας, ΚΚ., Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1973,σ. 77
[33] Andriopoulos, οπ.π., σσ. 324 – 325
[34] όπ.π., σ. 305
4476 όπ.π, σσ. 311, 313
[36] Tenneman, όπ.π.,σ. 76 και Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 243
[37] Πολίτου, όπ.π., σσ. 355 κ.ε.
5° Ράσσελ, όπ.π., σ. 398
[39] Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, όπ.π., σ. 131
[40]Zeller & Nestle, όπ.π., σ. 310
[41]Vegetti, όπ.π., σ. 279
[42] Δελλή, Ι.Γ., «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», Πλάτων, Δελτίον της εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, τόμ.19, τεύχ.57/58, εν Αθήναις, 1977, σ. 129
[43] Τσάτσου, όπ.π., σ. 300
[44] Δελλή, Ι.Γ., «Ένας σωκρατικός και πυρρώνειος ορισμός της φιλοσοφίας», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμ.4, τεύχ.10, Ιανουάριος 1987, σ. 37 και Δελλή, «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», όπ.π., σ.127
[45]Windelband & Heimsoeth, ο.π., σ. 232,
http://encarta.msn.com/encyclopedia_761574677_4/Philosophy.html, σ. 2
[46]Vegetti, όπ.π., σ. 277
[47] Δελλή, «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», όπ.π., σ. 127
[48]Clark, ο.π., σ. 71
[49] Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, ο.π., σσ. 133 – 134, Ράσσελ, ο.π., σσ. 400 – 401, Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 241
[50]Tenneman, όπ.π.,σ. 81
[51]Woodruff, P., «Aporetic Pyrrhonism», Oxford Studies in Ancient Philosophy, vol.VI, ed. J. Annas, Clarendon Press, Oxford, 1988, pp. 154 – 161
[52]Zeller & Nestle, όπ.π., σ. 357 κ.ε
[53] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σ. 127
[54] http://www.philosophypages.com/hy/2w.htm, σ. 2
[55]Zeller & Nestle, όπ.π., σ.298
[56]Andriopoulos, όπ.π, σ. 321
7723 Clark, ο.π., σ. 72
[58] http://www.iep.utm.edu/s/stoicmind.htm, σσ. 5 – 6
[59] http://plato.stanford.edu/entries/stoicism/, σ. 10
[60] Zeller & Nestle, ο.π., σ. 271, Vegetti, ο.π., σσ. 294 – 295
[61] Πολίτου, όπ.π., σ. 356
[62] Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, όπ.π., σσ. 136 – 137
[63] Δελλή, «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», όπ.π., σ. 123
[64] Πελεγρίνη, όπ.π., σ. 272
[65] Μπαρτζελιώτη, Λ.Κ., Φιλοσοφία και επιστημονική έρευνα, Γνωσιοθεωρία, Β’έκδ. Αθήνα, 1989, σσ. 154-155, 159 και Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σσ. 279 – 280
8889 όπ.π., σσ. 253 – 254
[67] Μπαρτζελιώτη, όπ.π., σσ. 13 – 19
[68]KarmiloffSmith, An., Πέρα από τη σπονδυλοπή διάνοια, Η γνωσιοεπιστήμη στην προοπτική της αναπτυξιακής ψυχολογίας, μτφρ. Γ. Μαραγκός, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1998, σσ. 18 – 22
[69]KarmiloffSmith, όπ.π., σσ. 26-28
[70] Παρασκευόπουλου, Ι.Ν., Εξελικτική ψυχολογία, Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την ενηλικίωση, τ.3, Σχολική ηλικία, Αθήνα, αχ, σ. 42
[71] Μπαρτζελιώτη, όπ.π., σ. 208

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου