Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Κατὰ Νικομάχου (1-6)

[1] Ἤδη, ὦ ἄνδρες δικασταί, τινὲς εἰς κρίσιν καταστάντες ἀδικεῖν μὲν ἔδοξαν, ἀποφαίνοντες δὲ τὰς τῶν προγόνων ἀρετὰς καὶ τὰς σφετέρας αὐτῶν εὐεργεσίας συγγνώμης ἔτυχον παρ᾽ ὑμῶν. ἐπειδὴ τοίνυν καὶ τῶν ἀπολογουμένων ἀποδέχεσθε, ἐάν τι ἀγαθὸν φαίνωνται τὴν πόλιν πεποιηκότες, ἀξιῶ καὶ τῶν κατηγόρων ὑμᾶς ἀκροάσασθαι, ἐὰν ἀποφαίνωσι τοὺς φεύγοντας πάλαι πονηροὺς ὄντας.

[2] ὅτι μὲν τοίνυν ὁ πατὴρ ὁ Νικομάχου δημόσιος ἦν, καὶ οἷα νέος ὢν οὗτος ἐπετήδευσε, καὶ ὅσα ἔτη γεγονὼς εἰς τοὺς φράτερας εἰσήχθη, πολὺ ἂν ἔργον εἴη λέγειν· ἐπειδὴ δὲ τῶν νόμων ἀναγραφεὺς ἐγένετο, τίς οὐκ οἶδεν οἷα τὴν πόλιν ἐλυμήνατο; προσταχθὲν γὰρ αὐτῷ τεττάρων μηνῶν ἀναγράψαι τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος, ἀντὶ μὲν Σόλωνος αὑτὸν νομοθέτην κατέστησεν, ἀντὶ δὲ τεττάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο, καθ᾽ ἑκάστην δὲ ἡμέραν ἀργύριον λαμβάνων τοὺς μὲν ἐνέγραφε τοὺς δὲ ἐξήλειφεν.

[3] εἰς τοῦτο δὲ κατέστημεν, ὥστε ἐκ τῆς τούτου χειρὸς ἐταμιευόμεθα τοὺς νόμους καὶ οἱ ἀντίδικοι ἐπὶ τοῖς δικαστηρίοις ἐναντίους παρείχοντο, ἀμφότεροι παρὰ Νικομάχου φάσκοντες εἰληφέναι. ἐπιβαλλόντων δὲ τῶν ἀρχόντων ἐπιβολὰς καὶ εἰσαγόντων εἰς τὸ δικαστήριον οὐκ ἠθέλησε παραδοῦναι τοὺς νόμους· ἀλλὰ πρότερον ἡ πόλις εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς κατέστη, πρὶν τοῦτον ἀπαλλαγῆναι τῆς ἀρχῆς καὶ τῶν πεπραγμένων εὐθύνας ὑποσχεῖν.

[4] καὶ γάρ τοι, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπειδὴ ἐκείνων δίκην οὐ δέδωκεν, ὁμοίαν καὶ νῦν τὴν ἀρχὴν κατεστήσατο, ὅστις πρῶτον μὲν τέτταρα ἔτη ἀνέγραψεν, ἐξὸν αὐτῷ τριάκοντα ἡμερῶν ἀπαλλαγῆναι· ἔπειτα διωρισμένον ἐξ ὧν ἔδει ἀναγράφειν, αὑτὸν ἁπάντων κύριον ἐποιήσατο, καὶ ὅσα ‹οὐδεὶς πώποτε› διαχειρίσας μόνος οὗτος τῶν ἀρξάντων εὐθύνας οὐκ ἔδωκεν,

[5] ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἄλλοι τῆς αὑτῶν ἀρχῆς κατὰ πρυτανείαν λόγον ἀποφέρουσι, σὺ δέ, ὦ Νικόμαχε, οὐδὲ τεττάρων ἐτῶν ἠξίωσας ἐγγράψαι, ἀλλὰ μόνῳ σοὶ τῶν πολιτῶν ἐξεῖναι νομίζεις ἄρχειν πολὺν χρόνον, καὶ μήτε εὐθύνας διδόναι μήτε τοῖς ψηφίσμασι πείθεσθαι μήτε τῶν νόμων φροντίζειν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐγγράφεις τὰ δ᾽ ἐξαλείφεις, καὶ εἰς τοῦτο ὕβρεως ἥκεις, ὥστε σαυτοῦ νομίζεις εἶναι τὰ τῆς πόλεως, αὐτὸς δημόσιος ὤν.

[6] ὑμᾶς τοίνυν χρή, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἀναμνησθέντας καὶ τῶν προγόνων τῶν Νικομάχου, οἵτινες ἦσαν, καὶ οὗτος ὡς ἀχαρίστως ὑμῖν προσενήνεκται παρανομήσας, κολάσαι αὐτόν, καὶ ἐπειδὴ ἑνὸς ἑκάστου δίκην οὐκ εἰλήφατε, νῦν ὑπὲρ ἁπάντων γοῦν τὴν τιμωρίαν ποιήσασθαι.

***
[1] Στο παρελθόν, άνδρες δικαστές, κάποιοι που οδηγήθηκαν σε δίκη κρίθηκαν μεν ένοχοι, επικαλούμενοι ωστόσο τις περγαμηνές των προγόνων τους και τις δικές τους ευεργεσίες, εξασφάλισαν τη συγγνώμη σας. Επειδή λοιπόν δέχεστε να ακούτε τους απολογούμενους, εάν αποδεδειγμένως έχουν κάνει κάτι καλό στην πόλη, ζητώ να ακούσετε και τους κατήγορους, εάν αποδεικνύουν ότι οι κατηγορούμενοι είναι παλαιόθεν φαύλοι.

[2] Ότι εν προκειμένω ο πατέρας του Νικόμαχου ήταν δημόσιος δούλος, και ποιός ήταν ο βίος και η πολιτεία του ίδιου όταν ήταν νέος, και σε ποιά ηλικία έγινε η εισαγωγή του στους φράτερες, θα πήγαινε μακριά να τα αναφέρω. Από τότε όμως που ανέλαβε να καταγράψει τους νόμους, ποιός δεν γνωρίζει πόσο βαρύ ήταν το τίμημα που κατέβαλε η πόλη; Διότι, ενώ έλαβε εντολή να καταγράψει τους νόμους του Σόλωνος σε διάστημα τεσσάρων μηνών, αναγόρευσε τον εαυτό του νομοθέτη στη θέση του Σόλωνα, και μετέτρεψε τη θητεία του από τετράμηνη σε εξαετή, και χρηματιζόμενος καθημερινά άλλοτε πρόσθετε νόμους και άλλοτε απάλειφε.

[3] Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να προμηθευόμαστε με δόσεις τους νόμους από το χέρι αυτού του ανθρώπου και οι αντίδικοι να παρουσιάζουν στο δικαστήριο αντικρουόμενους νόμους, ισχυριζόμενοι και οι μεν και οι δε ότι τους είχαν πάρει από τον Νικόμαχο. Όταν οι άρχοντες επέβαλλαν πρόστιμα και παρέπεμπαν την υπόθεση στο δικαστήριο, δεν εδέησε να παραδώσει τους νόμους. Έπρεπε πρώτα να βυθιστεί η πόλη στις πιο μεγάλες συμφορές, προτού αυτός απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του.

[4] Επιπροσθέτως, άνδρες δικαστές, επειδή δεν τιμωρήθηκε για εκείνα, ασκεί και αυτή τη φορά με παρόμοιο τρόπο τα καθήκοντά του. Καταρχάς παρέμεινε στη θέση του καταγραφέα τέσσερα έτη, ενώ μπορούσε να ολοκληρώσει την καταγραφή σε τριάντα ημέρες. Έπειτα, ενώ ήταν σαφώς προσδιορισμένο από πού έπρεπε να γίνει η καταγραφή, κατέστησε τον εαυτό του κύριο του συνόλου των νόμων. Και παρότι χειρίστηκε τόσα θέματα όσα κανένας άλλος έως σήμερα, αυτός είναι ο μόνος αξιωματούχος που δεν έχει λογοδοτήσει.

[5] Οι άλλοι προβαίνουν σε απολογισμό για τη θητεία τους σε κάθε πρυτανεία. Εσύ αντιθέτως, Νικόμαχε, ούτε σε διάστημα τεσσάρων ετών δεν θεώρησες σωστό να καταθέσεις εγγράφως απολογισμό, αλλά νομίζεις ότι μόνος εσύ από τους πολίτες έχεις το δικαίωμα να αναλαμβάνεις αξιώματα επί μακρόν και ούτε να λογοδοτείς ούτε να εφαρμόζεις τις αποφάσεις ούτε να σκοτίζεσαι για τους νόμους, όπου άλλοτε παρεμβάλλεις διατάξεις και άλλοτε απαλείφεις. Και έφτασες σε τέτοιο σημείο προκλητικότητας, ώστε να θεωρείς ιδιοκτησία σου την πόλη, ενώ είσαι ο ίδιος ιδιοκτησία της πόλης.

[6] Εσείς λοιπόν, άνδρες δικαστές, έχετε χρέος, αφού ανακαλέσετε στη μνήμη σας και ποιοί ήταν οι πρόγονοι του Νικόμαχου και πόσο αχάριστα σας φέρθηκε ο ίδιος με τις παρανομίες του, να τον τιμωρήσετε. Επειδή μάλιστα δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη για καθένα χωριστά, οφείλετε να τον τιμωρήσετε τουλάχιστον τώρα συλλήβδην για όλα.

ΥΠΗΡΧΕ ΔΙΩΞΗ ΙΔΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ;

            Ήταν η καταδίκη του Σωκράτη μια μοναδική περίπτωση;  Ή ήταν το πιο γνωστό θύμα σ’ ένα κύμα διώξεων εναντίον των άθρησκων φιλοσόφων;
 
Δύο διακεκριμένοι  λόγιοι, με δικαιολογημένη φήμη και οι δύο, υποστήριξαν πρόσφατα την άποψη ότι η Αθήνα του πέμπτου αιώνα, παρ’ όλο που συχνά αποκαλείται Εποχή των Ελληνικών Φώτων, ήταν επίσης –τουλάχιστον κατά το δεύτερο μισό- η σκηνή μιας γενικής δίωξης κατά των ελεύθερα σκεπτομένων.
 
Σύμφωνα με τον Ε.R. Dodds, στο γνωστό έργο του The Greeks and the Irrational, αυτή η δίωξη αιρετικών ιδεών άρχισε με έναν νόμο τόσο τρομακτικό που αναρωτιέται κανείς πώς τόσο πολλοί φιλόσοφοι συνέρεαν εκεί από παντού και με ποιό θαύμα κατάφερε ο Σωκράτης ν’ αποφύγει τη σύλληψη επί τριάντα χρόνια, μετά το πέρασμα αυτού του νόμου. 
 
      Ο Dodds έγραψε ότι «Περί το 432 π.Χ., ένα ή δύο χρόνια μετά, η δυσπιστία στις υπερφυσικές δυνάμεις και η διδασκαλία της αστρονομίας θεωρούνταν προσβολές μηνύσιμες. Στα επόμενα τριάντα χρόνια μαρτυρούνται σειρά από δίκες για αίρεση... Στα θύματα περιλαμβάνονταν οι περισσότεροι προοδευτικοί στοχαστές στην Αθήνα – ο Αναξαγόρας, ο Διαγόρας, ο Σωκράτης, σχεδόν σίγουρα ο Πρωταγόρας και πιθανόν ο Ευριπίδης». 
 
    Ο Dodds λέει ότι σχεδόν δεν γίνονταν αθωώσεις. «Σ’ όλες αυτές τις υποθέσεις εκτός από την τελευταία», υποστηρίζει, «η δίωξη ήταν επιτυχής: ο Αναξαγόρας ίσως υποβλήθηκε σε πρόστιμο και εξορίστηκε· ο Διαγόρας εξαφανίστηκε από την Αθήνα· το ίδιο, πιθανόν, έκανε και ο Πρωταγόρας· ο Σωκράτης, που θα μπορούσε να είχε κάνει το ίδιο, ή να ζητήσει εξορία, προτίμησε να μείνει και να πιεί το κώνειο». Οι μαρτυρίες «είναι περισσότερο απ΄πο αρκετές για ν’ αποδείξουν», καταλήγει ο Dodds, «ότι ο Χρυσούς Αιώνας των Ελληνικών Φώτων» είχε επίσης σημαδευτεί από «εξορία λογίων, παρωπίδες στη σκέψη, ακόμα και (αν πιστέψουμε στη παράδοση για τον Πρωταγόρα) κάψιμο βιβλίων»1
 
     Μια παρόμοια εικόνα μας έδωσε πιο πρόσφατα ο Arnaldo Momigliano σε δύο δοκίμια που έγραψε για το γοητευτικό αλλά όχι τόσο γνωστό Dictionary of the History of Ideas. Το ένα  είναι περί «Ελευθερίας του Λόγου στην Αρχαιότητα» και το άλλο περί «Ασέβειας, στον Κλασικό Κόσμο»2. Μια επανεξέταση της δίκης του Σωκράτη θα ήταν ατελής, αν δεν λάβαινε υπόψη της αυτές τις αισιόδοξες απόψεις, από τόσο αξιοσέβαστες πηγές.
 
      Πιστεύω ότι οι μαρτυρίες για όλα αυτά προέρχονται από μεταγενέστερες εποχές και είναι αμφίβολες· ότι ο μύθος για τη δίωξη ιδεών έχει την αρχή του, όπως κι άλλες σημαντικές ιστορικές παρανοήσεις, στην αθηναϊκή κωμωδία – σ’ ένα χαμένο έργο, που αποσπάσματά του μπορεί να βρεθούν κάποια μέρα ανάμεσα σε καινούρια ευρήματα παπύρων. Αυτά έχουν προσθέσει τόσα πολλά, τον περασμένο αιώνα, στη γνώση μας για την κλασική αρχαιότητα. 
 
     «Μαρτυρία» για δίωξη ιδεών δεν εμφανίζεται νωρίτερα από τους συγγραφείς της Ρωμαϊκής Εποχής, ιδιαίτερα τον Πλούταρχο, που έγραφε πέντε περίπου αιώνες μετά τον Σωκράτη. Η χρονική απόσταση του Πλούταρχου από τον Σωκράτη είναι όσο μεγάλη και η χρονική απόσταση της εποχής μας από την εποχή του Κολόμβου, και το κενό στην πολιτική θεώρηση είναι το ίδιο πλατύ. Η συχνή απέλαση φιλοσόφων και άλλων Ελλήνων δασκάλων από τη Ρώμη ήταν γεγονός, κι αυτό έδινε αφορμή στους συγγραφείς της εποχής να υποθέσουν ότι οι Αθηναίοι ήταν κι αυτοί οι ίδιοι φιλύποπτοι και μή ανεκτικοί. Αυτό άλλωστε ταίριαζε και με την περιφρόνησή τους (σημείωση Υπνοβάτη: των συγγραφέων της ρωμαϊκής εποχής) για τη δημοκρατία. Όσο πιο πίσω γυρίζει κανείς, στους συγγραφείς της εποχής του Σωκράτη και δυο γενιές μετά, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να βρει κανείς στοιχεία για τέτοιες προηγούμενες διώξεις. Στην πραγματικότητα, η ισχυρότερη ανταπάντηση μπορεί να προέλθει από τον ίδιο τον Πλάτωνα, παρ’ όλο που –και ακριβώς επειδή- ήταν έτοιμος να πιστέψει το χειρότερο για τον όχλο, όπως θα ’κανε ο κάθε Ρωμαίος αριστοκράτης.
 
       Ας αρχίσουμε με το νόμο για «δυσπιστία στις υπερφυσικές δυνάμεις και τη διδασκαλία της αστρονομίας», που ο Dodds ανέφερε σαν τη βάση γι’ αυτό το κύμα διώξεων – ένα νόμο που υποστήριζε κάποιος ονόματι Διοπείθης.
 
      Μια τέτοια δραματική απομάκρυνση από τον αθηναϊκό νόμο και την παράδοση θα είχε προκαλέσει μεγάλη και θλιβερή αντιδικία. Και όμως, η μοναδική αναφορά νόμου που προτάθηκε από τον Διοπείθη είναι σ’ ένα μόνο σημείο του Βίου του Περικλέους από τον Πλούταρχο.
 
       Τα μόνα που ξέρουμε νωρίτερα για τον Διοπείθη προέρχονται από την αθηναϊκή κωμωδία: ήταν αγαπημένος στόχος των ποιητών της, που τον παρουσίαζαν ως φανατικό θρήσκο και εκκεντρικό πωλητή χρησμών.  Ο Διοπείθης – όχι όμως το διάταγμά του- αναφέρεται σε τρία έργα του Αριστοφάνη3. Η «Γερμανική Εγκυκλοπαίδεια της Κλασικής Αρχαιότητας», του Pauly-Wissowa, επίσης, περιέχει αναφορές σ’ αυτόν από τέσσερα αποσπάσματα άλλων συγγραφέων κωμωδίας. Αλλά πουθενά δεν τον συναντάμε στη σοβαρή γραμματεία, όπως θα περίμενε κανείς, αν ήταν πρόσωπο τέτοιας επιρροής ώστε να υποβάλλει ένα, χωρίς προηγούμενο, νομοθέτημα στην Αθηναϊκή Συνέλευση.
 
      Στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο του  Βίου του Περικλέους μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι ο Πλούταρχος παρασύρθηκε από κάποια ανάμνηση μιας άλλης χαμένης κωμωδίας, που διακωμωδούσε και τον Διοπείθη και τον Περικλή. Η αφήγηση του Πλούταρχου είναι ένα περίεργο ανακάτεμα που γενιές λογίων δεν κατάφεραν να ξεδιαλύνουν με επιτυχία.
 
     Ο Πλούταρχος συνδέει μια δίωξη του ίδιου του Περικλή με κατηγορίες ασέβειας κατά της ωραιοτάτης ερωμένης του, της Ασπασίας, και του φιλοσοφικού του συμβούλου, του Αναξαγόρα. Συμπεριλαμβάνεται μια γαργαλιστική διαβεβαίωση ότι η Ασπασία διηύθυνε έναν «οίκο συνέντευξης» για τον Περικλή, και τελικά ο ισχυρισμός ότι ο τελευταίος άρχισε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο για να στρέψει αλλού τη δημόσια προσοχή και να ανακτήσει τη δύναμή του, παρ’ όλο που ακόμα και ο Πλούταρχος παραδέχεται δειλά ότι «η αλήθεια για όλ’ αυτά δεν είναι ξεκάθαρη».
 
      Μόνο μια λεπτομέρεια της ιστορίας του Πλούταρχου βεβαιώνεται από τον Θουκυδίδη. Ξέρουμε ότι ο Περικλής σε μια στιγμή μεγάλης δυσαρέσκειας για την πολιτική του, υπεβλήθη μια φορά σε πρόστιμο και προσωρινά απομακρύνθηκε από τα αξιώματά του, από τους Αθηναίους. Όμως αυτό συνέβη όχι πριν αλλά μετά την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν μια δεύτερη σπαρτιατική επιδρομή στα περίχωρα της Αθήνας και τα προβλήματα μέσα στην πολιορκημένη πόλη, οδήγησαν σε απαίτηση για ειρήνη. Ο Περικλής πλήρωσε πρόστιμο, αλλά σε λίγο επανέκτησε καινούρια υποστήριξη και επανεξελέγη στην αρχηγία5.
 
      Μέχρις εδώ τα γεγονότα ήταν αληθινά. Όμως η περιγραφή του Πλούταρχου για διώξεις ασέβειας είναι πολύ απίθανη. «Γύρω στην ίδια εποχή επίσης», γράφει ο Πλούταρχος, «δικάστηκε η Ασπασία για ασέβεια και ο Έρμιππος, ο κωμικός ποιητής, ήταν μηνυτής της. Την κατηγόρησε επιπλέον ότι δεχόταν ελεύθερες γυναίκες στον οίκο συνέντευξης για τον Περικλή. Και ο Διοπείθης έφερε ένα νομοσχέδιο που έλεγε πως θα γίνεται δημόσια καταγγελία εναντίον αυτών που δεν πιστεύουν σε θεούς ή που διδάσκουν διάφορα δόγματα σχετικά με τους ουρανούς, κι έτσι κατηύθυνε τις απόψεις προς τον Περικλή μέσω του Αναξαγόρα».
 
       Ο Πλούταρχος λέει πως  «οι άνθρωποι δέχτηκαν μ’ ευχαρίστηση αυτές τις συκοφαντίες»· ο Περικλής έσωσε την Ασπασία «χύνοντας άφθονα δάκρυα στη δίκη», αλλά «φοβήθηκε τόσο πολύ για τον Αναξαγόρα, που τον έστειλε μακριά από την πόλη» και «έβαλε φωτιές» στη σύγκουση με τη Σπάρτη, για να μεταστρέψει την προσοχή από τις κατηγορίες εναντίον του ίδιου και των φίλων του6. Μια τέτοια πλοκή, φιλοσοφική και σέξι συγχρόνως, ήταν ό,τι έπρεπε για τους κωμικούς ποιητές.
 
       Η αποκαλυπτική λεπτομέρεια στην αφήγηση του Πλούταρχου, είναι η φράση ότι ο κατήγορος ήταν ο «ο Έρμιππος, ο κωμικός ποιητής». Φυσικά, ένας κωμικός ποιητής μπορούσε, όπως οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, να εγείρει κατηγορία υπό τον αθηναϊκό νόμο. Αλλά δεν γνωρίζουμε καμιά άλλη περίπτωση που ένας κωμικός ποιητής καταδίκασε τον εαυτό του σε σοβαρότητα, φέρνοντας τα αστεία και τους λιβέλλους του στο δικαστήριο. Στο άρθρο του για τον Έρμιππο ο  Pauly-Wissowa παίρνει την αφήγηση του Πλούταρχου κατά γράμμα και σημειώνει ότι ο Έρμιππος ήταν ο μόνος κωμικός ποιητής που «δεν περιόρισε τις επιθέσεις του κατά του Περικλή στο θέατρο».
 
      Ο Έρμιππος, πιστεύω, θα είχε γίνει γελοίος στην Αθήνα, αν είχε βγει από το ρόλο του κωμικού ποιητή και είχε προσπαθήσει να μετατρέψει τα αστεία του σε νόμιμη καταγγελία. Στην πραγματικότητα θα ήταν πολύ δύσκολο να το κάνει λόγω έλλειψης χρόνου, ακόμα κι αν είχε τη διάθεση. Ήταν παραγωγικότατος στο επάγγελμά του. Του αποδίδονται σαράντα έργα, εκ των οποίων γνωρίζουμε τους τίτλους δέκα κι έχουμε εκατό αποσπάσματα. Θα ήταν επίσης παράξενο γι’ αυτόν να εμφανιστεί ως κατήγορος ασέβειας, όταν ένα από τα χαμένα έργα του «ασεβώς» γελοιοποιεί τη γέννηση της Αθηνάς και είναι, όπως παρατηρεί ο Pauly-Wissowa, «το παλαιότερο παράδειγμα κωμικής θεώρησης μιας θείας γέννησης», είδος που πολύ καλλιεργήθηκε στη μεταγενέστερη αρχαιότητα.
 
      Ο Περικλής ήταν ένας από τους προσφιλείς του στόχους. Ένα από τα έργα του –ίσως το γνωστό ως Βασιλεύς των Σατύρων- κατηγορούσε τον Περικλή ως «ερωτικώς ακόρεστον». Ίσως αυτό να εξηγεί το αστείο του, όταν κατηγορούσε την Ασπασία ότι διατηρεί οίκο ανοχής για ον ακούραστο εραστή της! Η περιγραφή του Πλούταρχου για το πώς ο Περικλής έσωσε την ερωμένη του από την καταδίκη, δείχνει αρκετά καθαρά πως όλα αυτά προέρχονται από την κωμωδία και δεν έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Το ανάρμοστο θέαμα του αριστοκρατικού (σημείωση Υπνοβάτη: ο Stone εννοεί στους τρόπους) και αποστασιοποιημένου Περικλή που έχυνε άφθονα δάκρυα για να σώσει την ερωμένη του, θα είχε κατευχαριστήσει το αθηναϊκό κοινό.
 
       Όσο για την υπόθεση του Πλούταρχου ότι αυτό μπορεί να εξηγεί το γιατί ο Περικλής άρχισε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μοιάζει με το αστείο που κάνει ο Αριστοφάνης στους Αχαρνείς. Εκεί λέει ότι όλα άρχισαν λόγω έχθρας ανάμεσα σε δύο οίκους ανοχής. Κάποιοι από τη χρυσή νεολαία της Αθήνας, περισσότερο πιωμένοι από το συνηθισμένο, έκλεψαν τη Σιμαίθα από έναν οίκο στα Μέγαρα -σύμμαχο της Σπάρτης- και οι Μεγαρείς για αντίποινα «ξεπλήρωσαν την κλοπή κι άρπαξαν δύο πόρνες της Ασπασίας»7. Αυτά φαίνεται ότι ήταν τυποποιημένες ανηθικότητες στα αθηναϊκά αντιπολεμικά έργα.
 
       Η υπόθεση ότι η αφήγηση του Πλούταρχου προέρχεται από χαμένο έργο του Έρμιππου έχει πράγματι γίνει στην έκδοση του 1927 της Cambridge Ancient History, αλλά  με τρόπο που δεν τράβηξε την προσοχή. Εκεί στον τόμο 5, περί της ακμής της Αθήνας, ο μεγάλος ιστορικός J.B. Bury έγραψε ένα κεφάλαιο που λέγεται «Η Εποχή των Φώτων» και περιλαμβάνει ένα τμήμα για τις «δίκες βλασφημίας» στην Αθήνα. Σ’ αυτό το τμήμα –εκτός από μια ανασκευαστική σημείωση για τον Πρωταγόρα, στην οποία θα ξαναγυρίσουμε αργότερα-  ο Bury επίσης πήρε κατά γράμμα όλες τις ιστορίες για δίκες ασέβειας.
 
       Αλλά στο τέλος το τόμου της CAH υπάρχουν «Σημειώσεις πάνω σε ειδικά σημεία χρονολογίας». Σε μια απ’ αυτές που λέγεται «Οι επιθέσεις εναντίον φίλων του Περικλή», διαβάζουμε: «Είναι πιθανόν η Ασπασία να διώχθηκε για ασέβεια (όπως αναφέρεται από τον Bury στη σελ. 383 του τόμου της CAH), αλλά το λεχθέν ότι ο κατήγορός της ήταν ο κωμικός ποιητής Έρμιππος, που πρόσθεσε την κατηγορία ότι ήταν η μαστροπός του Περικλή, μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι εδώ έχουμε απλώς τη φιλυποψία για την ελεύθερη σκέψη της Ασπασίας μαζί με τη βωμολοχία της κωμωδίας. Η ίδια κατηγορία περί μαστροπίας έχει αναφερθεί επίσης από τον Αριστοφάνη στους Αχαρνείς»8. Ο συγγραφέας του ανωτέρω είναι ο F.E. Adcock, ένας από τους τρεις εκδότες της Cambridge Ancient History, μαζί με τον Bury και τον S.A. Cook.
 
        Ο  Adcock συνέχισε λέγοντας ότι η κατηγορία του Πλούταρχου πως ο Περικλής ξεκίνησε τον πόλεμο για να αποστρέψει την προσοχή από τα προβλήματά του, «πρωταναφέρθηκε από τον Αριστοφάνη, δέκα χρόνια μετά την έκρηξη του πολέμου, στην Ειρήνη», και ήταν «καθαρά η επινόηση ενός κωμικού ποιητή που μάλιστα χαιρόταν ιδιαίτερα μ΄αυτό του το εύρημα».  Ακόμα λέει ότι «το θέμα πάρθηκε στα σοβαρά από κείνους που επιθυμούσαν να αμαυρώσουν το χαρακτήρα του Περικλή».
 
        Μήπως όμως υπάρχει πιθανότητα και το διάταγμα του Διοπείθη να πάρθηκε μέσα από κείμενο χαμένης κωμωδίας του Έρμιππου και να θεωρήθηκε σοβαρό για να αμαυρώσει τη φήμη της δημοκρατικής Αθήνας;  Το ερώτημα παραμένει ακόμα αναπάντητο. Ο Adcock καταλήγει ότι «το διάταγμα του Διοπείθη ήταν, αναμφίβολα, ιστορικό γεγονός». Δεν μας εξηγεί όμως γιατί «αναμφίβολα». 
 
        Μια θαυμάσια πρόσφατη εργασία της Mary R. Lefkowitj, The Lives of the Comic Poets, φτάνει σε διαφορετικό συμπέρασμα. «Η ιστορία ότι ο Έρμιππος κατηγόρησε την Ασπασία για ασέβεια», γράφει, «φαίνεται ότι απλώς αντιγράφει την πλοκή της σχετικής κωμωδίας». Θεωρεί ότι το διάταγμα του Διοπείθη ανήκει στην ίδια κατηγορία και υποθέτει ότι «οι δίκες ασέβειας έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση» στους μεταγενέστερους συγγραφείς, «επειδή πρόσφεραν προηγούμενα για την καταδίκη του Σωκράτη»9
 
       Ο Πλούταρχος στον Βίο του Νικία, δίνει μια διαφορετική παραλλαγή για τη δίωξη ιδεών. Ο Νικίας ήταν ο προληπτικός στρατηγός, επικεφαλής της ναυτικής εκστρατείας της Σικελίας στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. 
 
      Μια νυχτερινή ξαφνική έφοδος στην πόλη των Συρακουσών είχε σχεδιαστεί, «αλλά ακριβώς όταν όλα είχαν ετοιμαστεί και κανείς εχθρός δεν είχε πάρει είδηση», λέει ο Πλούταρχος, έγινε έκλειψη σελήνης. «Αυτό κατατρόμαξε τον Νικία και όλους όσοι ήταν αμαθείς ή προληπτικοί κι έτρεμαν σε κάτι τέτοιο». Ματαίωσε την επίθεση, ενώ θα μπορούσε να είχε πετύχει, και η εκστρατεία κατέληξε στην μεγαλύτερη αθηναϊκή καταστροφή στον πόλεμο.
 
      Ο Πλούταρχος αποδίδει αυτή την υποχώρηση σ’ ένα προσφιλές θέμα –το δεισιδαίμονα χαρακτήρα του αθηναϊκού δήμου, και την εχθρότητά του προς τις φιλοσοφικές και αστρονομικές μελέτες. Αν οι Αθηναίοι ήταν πιο εξελιγμένοι, δεν θα είχαν φοβηθεί από μια έκλειψη σελήνης.
                                        
 Πρωταγόρας ο σοφιστής. Η «δίωξή» του από την Αθήνα λόγω των ιδεών του αποτελεί απλώς μια ιστορική χάλκευση των φιλορωμαίων σωκρατοπλατωνικών εχθρών της δημοκρατίας.  
  
     Ο Αναξαγόρας, λέει ο Πλούταρχος, «ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έδωσε γραπτά» μια λογική εξήγηση για τις εκλείψεις της σελήνης, αλλά η άποψή του «δεν ήταν σε μεγάλη υπόληψη» και κυκλοφορούσε μυστικά «μόνο ανάμεσα σε λίγους». Η διακριτικότητα ήταν αναγκαία, γιατί «οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τους φυσικούς φιλοσόφους και τους “οραματιστές” ... υποβίβαζαν τη θεία δύναμη σε μη λογικές αιτίες, σε τυφλές δυνάμεις και σε αναγκαία περιστατικά». Σαν αποτέλεσμα αυτών των λαϊκών δοξασιών, συνεχίζει ο Πλούταρχος, «ακόμα και ο Πρωταγόρας εξορίστηκε, ο Αναξαγόρας με δυσκολία σώθηκε από φυλάκιση με παρέμβαση του Περικλή και ο Σωκράτης, παρ’ όλο που δεν είχε να κάνει με τέτοια θέματα, έχασε τη ζωή του»10
 
       Ο Πλούταρχος δεν εξηγεί γιατί ο Πρωταγόρας εξορίστηκε. Αλλά έναν αιώνα αργότερα, ο Διογένης Λαέρτιος δίνει στην ιστορία μελοδραματικές λεπτομέρειες. Κατά την εκδοχή του, το πρώτο βιβλίο που ο Πρωταγόρας τόλμησε να δώσει για δημόσια ανάγνωση λεγόταν  Περί Θεών. Στον πρόλογό του έγραφε: «Όσο για τους θεούς, δεν έχω τρόπο να γνωρίζω αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν. Γιατί υπάρχουν πολλά εμπόδια που αναστέλλουν τη γνώση και η σκοτεινότητα του προβλήματος και το βραχύβιον του ανθρώπου».
 
       Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, αυτό έριξε την Αθήνα σε φρενίτιδα. «Γι’ αυτή την εισαγωγή στο βιβλίο του», μας λέει, «οι Αθηναίοι τον εξόρισαν». Επίσης «έστειλαν έναν κήρυκα να κατασχέσει» το βιβλίο «απ’ όλους όσοι είχαν αντίγραφα στην κατοχή τους» και «έκαψαν τα έργα του στην αγορά»11.
 
      Μια αποκαλυπτική ανακολουθία θα ’πρεπε να είχε κάνει αυτό το μύθο αστήρικτο καιρό τώρα. Ο Διογένης Λαέρτιος λέει ότι ο Πρωταγόρας έκανε την ανάγνωσή του στο σπίτι του Ευρυπίδη. Οι Αθηναίοι είχαν συνηθίσει στα έργα του ν’ ακούνε όχι μόνο τον ήπιο σκεπτικισμό του Πρωταγόρα, αλλά κακολογίες για τους θεούς που ήταν κατάφωρα προσβλητικές, όπως οι περιφρονητικές παρατηρήσεις του Ίωνα για την εγκληματική ασέλγεια των ολυμπίων12, ή κατάφωρα αθεϊστικές, όπως η προσευχή της Εκάβης, όπου αναρωτιέται αν ο Δίας είναι απλά «μια ανάγκη που ενυπάρχει στη φύση ή ένα επινόημα του θνητού νου».
 
      Η τελική απάντηση σ’ αυτούς τους μύθους της Ρωμαϊκής Εποχής δίνεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα, παρ’ όλο που το σημείο αυτό παραβλέφτηκε μέχρις ότου το πρόσεξε ο μεγάλος Σκοτσέζος κλασικιστής John Burnet, το 1914, στο βιβλίο του Greek Philosophy: Thales to Plato. Όλες οι ανοησίες για τον Πρωταγόρα στον Κικέρωνα, τον Πλούταρχο και τον Διογένη τον Λαέρτιο θα ’πρεπε να είχαν διαλυθεί αιώνες πριν, σύμφωνα με ένα απόσπασμα στο Μένωνα του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης μιλάει στον μελλοντικό του κατήγορο, τον Άνυτο, που κάνει επίθεση κατά των σοφιστών –κι επομένως κατά του Σωκράτη επίσης- επειδή διαφθείρουν τους νέους.
 
      Ο Σωκράτης απαντάει ότι ένας απ’ αυτούς τους δασκάλους, ο Πρωταγόρας, «συσσώρευσε περισσότερα χρήματα με την τέχνη του απ’ όσα ο Φειδίας –τόσο διάσημος από τα ευγενή έργα που παρήγαγε- ή άλλοι δέκα γλύπτες μαζί». Και όμως προσθέτει ο Σωκράτης, «προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι επιδιορθωτές υποδημάτων και καθαριστές ρούχων» δεν θα μπορούσαν «να μην αποκαλυφθούν σε τριάντα το πολύ μέρες, αν επέστρεφαν τα ρούχα ή τα παπούτσια σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι τα παρέλαβαν» και θα πέθαιναν της πείνας γρήγορα, ενώ για περισσότερα από σαράντα χρόνια ολόκληρη η Ελλάδα δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι ο Πρωταγόρας διέφθειρε τις τάξεις του και έστελνε πίσω τους μαθητές του σε «χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι όταν τους παρέλαβε»! Ο Σωκράτης καταλήγει ότι ο Πρωταγόρας πέθανε στα εβδομήντα του και «διατηρεί αμείωτη ακόμα και σήμερα τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε»14.
 
       Ο Burnet παρατήρησε ότι αυτή η αφήγηση στον Μένωνα είναι  «εντελώς ασυνεπής» με την αφήγηση του Διογένη του Λαέρτιου ότι ο Πρωταγόρας «διώχθηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια» το 411 π.Χ., μόνο δώδεκα χρόνια πριν από τη δίκη του Σωκράτη. «Ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη», γράφει ο Burnet, «να λέει πράγματα που μας κάνουν να μην μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Πρωταγόρας καταδικάστηκε ποτέ για ασέβεια». Γιατί ο Σωκράτης στον Μένωνα «τόνισε ιδιαίτερα» το γεγονός ότι «το καλό όνομα του Πρωταγόρα παρέμεινε ακηλίδωτο μέχρι τν υποτιθέμενη χρονολογία του διαλόγου, μερικά χρόνια μετά το θάνατό του»15.
 
        Ο Burnet απέρριψε ως «ανόητη» την ιστορία του Διογένη Λαέρτιου, ότι οι αθηναϊκές αρχές μάζεψαν κι έκαψαν όλα τα αντίτυπα του βιβλίου, στο οποίο ο Πρωταγόρας εξέφραζε κάποιο σκεπτικισμό για τους θεούς. Επίσης ανέφερε αποσπάσματα από τον Θεαίτητο του Πλάτωνα και την Ελένη, του ρήτορα του τέταρτου (σημείωση Υπνοβάτη: π.Χ.) αιώνα Ισοκράτη, που δείχνουν ότι «το έργο διαβαζόταν ευρέως πολύ μετά το θάνατο του Πρωταγόρα»16.
 
        Αλλά είναι περίεργο που ο Burnet δεν είδε ότι τα λόγια που βάζει ο Πλάτων στο στόμα του Σωκράτη στον Μένωνα αντικρούουν όχι μόνο τους μύθους του Διογένη του Λαέρτιου αλλά κι εκείνους του Πλουτάρχου. Γιατί, αν ξαναγυρίσουμε στο απόσπασμα και το ξανακοιτάξουμε, θα δούμε ότι ο Σωκράτης δεν περιορίστηκε στο να υπερασπιστεί τον Πρωταγόρα, αλλά επεκτάθηκε και κάλυψε όλους τους δασκάλους που ο Άνυτος στιγμάτιζε ως σοφιστές. Τελείωσε το λόγο του, λέγοντας ότι δεν ήταν μόνο η «μεγάλη φήμη» του Πρωταγόρα που είχε παραμείνει «αμείωτη μέχρι σήμερα» αλλά «και πολλών άλλων που μερικοί απ’ αυτούς έζησαν πριν απ’ αυτόν κι άλλοι που ζουν ακόμα». Αυτό είναι εντελώς αταίριαστο με την αντίληψη για «δίωξη ιδεών και ελεύθερης σκέψης».
 
        Ο Σωκράτης ρωτάει θριαμβευτικά τον Άνυτο: «Λοιπόν πρέπει να θεωρήσουμε, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, ότι εν επιγνώσει τους εξαπάτησαν και διέφθειραν τους νέους ή ότι δεν είχαν οι ίδιοι συναίσθηση; Πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτοί που τόσο συχνά λέγονται σόφιστοι των ανθρώπων είναι τόσο παράφρονες;»
 
       Η απάντηση του Άνυτου σ’ αυτές τις καινούριες ερωτήσεις είναι επίσης αποκαλυπτική. «Παράφρονες! Όχι αυτοί, Σωκράτη, μάλλον οι νεαροί μας που πληρώνουν χρήματα, κι ακόμα περισσότερο οι συγγενείς τους που τους εμπιστεύονται στη φροντίδα τους· και περισσότερο απ΄όλους οι ίδιες οι πόλεις που τους επιτρέπουν να μπαίνουν και δεν τους εξορίζουν, είτε είναι ξένοι είτε είναι πολίτες»17.  Αυτό δείχνει ότι η Αθήνα –κι άλλες ελληνικές πόλεις- ήταν  πολύ ανεκτική με τους σοφιστές. Θα ήταν περίεργη αυτή η απάντηση, αν η Αθήνα είχε πράγματι λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα διώξει τον Πρωταγόρα από την πόλη, είχε κάψει όλα τα αντίτυπα του βιβλίου του στην αγορά και είχε περάσει ένα «διάταγμα του Διοπείθη» που εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά των φιλοσόφων.
 
      Αλλά το πιο οξυδερκές συμπέρασμα του Burnet από τον Μένωνα δεν είχε παρά μικρή απήχηση στους κλασικούς φιλολόγους. Δεκατρία χρόνια αργότερα ο Bury, στην Cambridge Ancient History ξανάπε τους παλιούς μύθους για τον Πρωταγόρα, αν και πρόσθεσε μια υποσημείωση που λέει: «Βλέπε του Burnet Greek Philosophy I, σ. 111 κ.ε. όπου εκτίθενται λόγοι απόρριψης της ιστορίας, με την οποία ο γράφων είναι διατεθειμένος να συμφωνήσει».
 
      Όμως, αν οι παρατηρήσεις του Burnet είχαν γίνει δεκτές και κατέληγαν σε λογικό συμπέρασμα, τότε η «Εποχή των Φώτων» δεν ήταν επίσης  -όπως επέμενε ακόμα ο Bury- εποχή δίωξης ιδεών και «δικών βλασφημίας». Ακόμα και τώρα, ενώ οι απόψεις του Burnet για τη δίωξη του Πρωταγόρα είναι γενικά αποδεκτές, η υπόλοιπη αφήγηση για τη δίωξη ιδεών θεωρείται ακόμα από πολλούς λογίους ιστορικό γεγονός. Οι λόγιοι, όπως κι οι δημοσιογράφοι, είναι απρόθυμοι να αφήσουν μια καλή ιστορία, εφόσον προέρχεται από κάποια πηγή, όσο κι αν αυτή είναι επισφαλής.
 
 Αναξαγόρας ο σοφιστής. Άλλο ένα δήθεν θύμα «διώξεων» στην κλασική Αθήνα. Οι ρωμαιόφιλοι σωκρατοπλατωνικοί κοπτορράπτες ουσιαστικά ξαναέγραψαν τη βιογραφία του με στόχο να συκοφαντήσουν την αθηναϊκή δημοκρατία, ως διώκτρια φιλοσόφων.     
 
     Ας πάμε τώρα στον άλλο διάσημο φιλόσοφο που είχε υποτίθεται πέσει κι αυτός θύμα της δίωξης ιδεών. Οι επόμενοι αιώνες μας δίνουν πολλές διαφορετικές ιστορίες για τον Αναξαγόρα.
 
    Η πρώτη διασωθείσα πηγή για δίκη του Αναξαγόρα είναι ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελός, που έγραψε, στις μέρες του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυτοκράτορα Αυγούστου. Λέει την ίδια ιστορία με τον Πλούταρχο –ότι ο Περικλής άρχισε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο για να αποστρέψει την προσοχή από τις σκανδαλώδεις κατηγορίες ενατίον μερικών φίλων του. Προσθέτει ότι «ο σοφιστής Αναξαγόρας, που ήταν δάσκαλος του Περικλή, ψευδώς είχε κατηγορηθεί» για ασέβεια στην ίδια υπόθεση18. Ο Διόδωρος το θεωρεί ως δεδομένο ότι η κωμωδία μπορεί να θεωρηθεί ιστορία, γιατί αφελώς αναφέρει ως απόδειξη, ότι «το αναφέρει ακόμα κι ο Αριστοφάνης», και παραπέμπει στους στίχους 603-606 του αντιπολεμικού έργου Ειρήνη. Τελικά όμως ο Αναξαγόρας δεν αναφέρεται ούτε σ’ αυτό το έργο ούτε σε παρόμοια αποσπάσματα για την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου στους Αχαρνείς. Η αναφορά του Διόδωρου στον Αναξαγόρα ίσως προέρχεται από την ίδια χαμένη κωμωδία του Έρμιππου, που ο Πλούταρχος φαίνεται να έχει υπόψη.
 
      Αν είχε υπάρξει κατηγορία ασεβείας κατά του Αναξαγόρα, θα περιμέναμε κάποια νύξη στον Κικέρωνα, που έγραψε λίγο νωρίτερα από τον Διόδωρο. Υπάρχουν πολλές αναφορές στον Αναξαγόρα στις φιλοσοφικές εργασίες του Κικέρωνα, και σε δύο του δοκίμια για τη ρητορική αποδίδει την ευγλωττία του Περικλή στη διδασκαλία του Αναξαγόρα19. Αλλά πουθενά δεν λέει ότι αυτή η διδασκαλία δημιούργησε πρόβλημα σε κάποιον από τους δύο.
 
      Μια πλούσια συλλογή από μύθους για τον Αναξαγόρα έχει συλλέξει ο Διογένης Λαέρτιος, τον τρίτο μ.Χ. αιώνα. Περιέχει ένα ανακάτεμα από χρονολογικές και άλλες ανακολουθίες, που οι λόγιοι ακόμα προσπαθούν να βάλουν σε κάποια σειρά.
 
     «Για τη δίκη του Αναξαγόρα», γράφει, «υπάρχουν διάφορες αφηγήσεις». Μας παρέχει τέσσερεις. Η μία φέρει τον Αναξαγόρα να έχει καταδικαστεί για ασέβεια, αλλά ο Περικλής τον απάλλαξε με ένα πρόστιμο και ένα διάταγμα εξορίας. Η δεύτερη παραλλαγή έλεγε ότι είχε καταδικαστεί για προδοτικές σχέσεις με την Περσία και γλίτωσε τη θανατική ποινή φεύγοντας. Κατά την τρίτη αφήγηση, ήταν στη φυλακή περιμένοντας εκτέλεση, όταν ο Περικλής εκφώνησε έναν συγκινητικό λόγο, ανακοινώνοντας ότι ο ίδιος ήταν μαθητής του Αναξαγόρα και ικέτευσε να ελευθερωθεί ο δάσκαλός του, πράγμα που έγινε –αλλά ο Αναξαγόρας «δεν μπορούσε να ανεχτεί τις προσβολές που είχε υποστεί και αυτοκτόνησε». Κατά την τέταρτη παραλλαγή ο Περικλής συνόδευσε τον Αναξαγόρα στο δικαστήριο, και ήταν «τόσο αδύνατος και καταβεβλημένος» που αθωώθηκε «όχι τόσο για την ίδια την υπόθεση», αλλά γιατί οι δικαστές τον λυπήθηκαν20. Όλοι οι συγγραφείς που αναφέρονται από τον Διογένη, εκτός από έναν, είναι Αλεξανδρινοί του τρίτου αιώνα π.Χ. Ένας απ’ αυτούς, ο Σάτυρος, είναι περιβόητος, γιατί χρησιμοποίησε όχι μόνο την αττική κωμωδία αλλά και την τραγωδία σαν να ήταν ιστορικά γεγονότα, όπως έκανε και στον Βίο του Ευριπίδη
 
    Η πιο πλήρης εξέταση αυτών και άλλων αρχαίων αφηγήσεων, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών που προστέθηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας που ήθελαν πολύ να καταδικάσουν τους ειδωλολάτρες για μισαλλοδοξία, βρίσκεται σε μια ασυνήθιστη αλλά παραμελημένη εργασία, Anaxagoras and the Birth of Physics του Daniel E. Gershenson και Daniel  A. Greenberg. Σ’ αυτή ο εκλιπών Ernest Nagel του Columbia ανέθεσε σ’ ένα φυσικό κι έναν κλασικό να γράψουν τον εναρκτήριο τόμο μιας ιστορίας της φυσικής. 
 
   Όλες οι αρχαίες αναφορές στη ζωή και την εργασία του, μέχρι και τον σχολιαστή του Αριστοτέλη τον Simplicius στον έβδομο μ.Χ. αιώνα, έχουν μεταφρασθεί και αναλυθεί σ’ αυτή την εργασία. Η κατάληξη είναι ότι «η δίκη... είναι ένας επιμένων ιστορικός μύθος, βασισμένος σε καλή ανακατασκευή... λόγω του ότι τον προβάλλει με θεαματικό τρόπο ως τον πρώτο μάρτυρα της επιστήμης και ως τον πρόδρομο του Σωκράτη»21.
 
     Σίγουρα, αν η ιστορία ήταν κάτι περισσότερο από ένα μεταγενέστερο μύθο, αυτή η απόψη που λέει ότι η υπόθεση ήταν πρόδρομος της υπόθεσης του Σωκράτη, θα είχε αναφερθεί απ’ αυτούς που έζησαν τη δίκη του τελευταίου ή που έγραψαν γι’ αυτή στα χρόνια μετά το θάνατό του. Αλλά δεν υπάρχει αναφορά για δίωξη του Αναξαγόρα ούτε στον Θουκυδίδη ούτε στον Ξενοφώντα ή στον Πλάτωνα. 
 
      Η σιωπή ενός συγγραφέα μπορεί να έχει πολλές πιθανές εξηγήσεις, αλλά η σιωπή όλων των «συγχρόνων» δεν μπορεί να παραβλεφθεί τόσο εύκολα. Η πιο εντυπωσιακή είναι αυτή του Θουκυδίδη. Ο Περικλής είναι ο ήρωας της ιστορίας του, αλλά δεν αναφέρει καμιά σκευωρία εναντίον του Περικλή μέσω φίλων του, όπως η Ασπασία και ο Αναξαγόρας. Ούτε σαν πρώτος «επιστήμων» ιστορικός ασχολείται με τις σκανδαλώδεις και σέξι εξηγήσεις για το πώς άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος22.
 
       Η σιωπή του Θουκυδίδη, που ήταν υπέρ του Περικλή, ταιριάζει με τη σιωπή του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα που ήταν κατά του Περικλή. Ο Ξενοφών αποδίδει στον Σωκράτη τις ίδιες αντιδραστικές απόψεις για την αστρονομία μ’ αυτές του Διοπείθη. Φτάνει στο σημείο να αναφέρει ότι ο Σωκράτης είπε πως «αυτός που ανακατεύεται» στη μελέτη των ουρανίων σωμάτων «κινδυνεύει να χάσει τη διανοητική του υγεία εντελώς, σαν τον Αναξαγόρα, που περηφανεύτηκε για την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος για τη θεία μηχανή»23.
 
     Αλλά ο Ξενοφών ποτέ δεν αναφέρει καμία δίωξη κατά του Αναξαγόρα ή κανένα διάταγμα που θα καθιστούσε παράνομη μια τέτοια αστρονομική μελέτη.
 
     Στον Πλάτωνα, ο Αναξαγόρας συζητιέται περισσότερο και συχνότερα από κάθε άλλον φιλόσοφο και υπάρχουν πολλά μέρη που θα περίμενε κανείς κάποια αναφορά για την κατηγορία του, αν είχε πραγματικά συμβεί. Στον Φαίδρο, ο Σωκράτης αποδίδει στον Αναξαγόρα του Περικλή την «υψηλοφροσύνη»24 και την επιδεξιότητα στην ομιλία, αλλά δεν λέει ότι αυτή η σχέση δημιούργησε αργότερα στον Περικλή πολιτικές δυσκολίες. Στον Γοργία, ο Σωκράτης λέει ότι ο Περικλής ήταν κακός «ποιμήν» ως πολιτικός, επειδή κατέστησε το «κοπάδι» του χειρότερο απ’ ό,τι το βρήκε25. Ο Σωκράτης υποστήριζε ότι οι Αθηναίοι στα τελευταία χρόνια της ζωής του «μόνο που δεν καταδίκασαν σε θάνατο» τον Περικλή για υπεξαίρεση! Εδώ η ιστορία του Πλούταρχου για την επίθεση κατά της Ασπασίας και του Αναξαγόρα –αν ήταν αλήθεια- θα είχε δώσει μια άλλη δραματική απόδειξη για το πόσο άστατος και σκοτισμένος μπορούσε να είναι ο αθηναϊκός δήμος.
 
      Στον Φαίδωνα, ο Σωκράτης λέει στους μαθητές του πώς ενθουσιάστηκε σαν νέος, όταν πρωτοσυνάντησε στον Αναξαγόρα την ιδέα ότι είναι ο νους μάλλον παρά οι τυφλές υλικές δυνάμεις που θέτουν το σύμπαν σε κίνηση· δεν προσθέτει ότι ο Αναξαγόρας, σαν και τον ίδιο, είχε γίνει θύμα της εχθρότητας των Αθηναίων για φιλοσοφική αναζήτηση.
 
      Στον Κρίτωνα οι μαθητές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ο Σωκράτης θα ’πρεπε ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του Αναξαγόρα και να φύγει από την Αθήνα, ιδρύοντας σχολή κάπου αλλού, όπως έκανε ο Αναξαγόρας στην Λάμψακο.
 
      Η Απολογία είναι το μέρος που θα περίμενε κανείς περισσότερο από αλλού ότι θα αναφερόταν μια δίωξη του Αναξαγόρα. Ο Burnet, προβάλλοντας το επιχείρημα για τη δυσπιστία του στην ιστορία της διώξηςτου Πρωταγόρα, λέει: «Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αναφορά για καμία κατηγορία του Πρωταγόρα στην Απολογία, παρ’ όλο που μια τέτοια αναφορά θα ήταν αναπόφευκτη αν είχε ποτέ γίνει. Ο Σωκράτης πρέπει να γυρίσει πίσω στη δίκη του Αναξαγόρα, για να βρει μια ανάλογη με τη δική του υπόθεση. Επομένως, είναι ασφαλέστερο να απορρίψουμε την ιστορία τελείως»26.
 
      Αλλά το ίδιο συμπέρασμα από τη σιωπή του Σωκράτη βγαίνει εξίσου έντονα και για τον Αναξαγόρα. Ο Σωκράτης πουθενά δεν αναφέρει δίκη του Αναξαγόρα σαν «ανάλογη με τη δική του υπόθεση». Αναφέρεται πράγματι ο Αναξαγόρας, αλλά με τελείως διαφορετική σχέση και για τελείως διαφορετικό λόγο. Το όνομά του εμφανίζεται στη συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον κατήγορό του, τον Μέλητο. Ο Σωκράτης μεταφέρει το επίκεντρο της προσοχής από την πραγματική διατύπωση της κατηγορίας, παγιδεύοντας τον όχι και τόσο έξυπνο Μέλητο στο να τον κατηγορεί για αθεϊσμό. «Με κατηγορείς, λοιπόν» τον ρωτάει, «ότι δεν τιμώ και δεν πιστεύω τους θεούς που πιστεύει η πόλη αλλά άλλους» -η πραγματική κατηγορία της καταγγελίας- «ή ότι δεν πιστεύω καθόλου σε θεούς και το διδάσκω αυτό και σ’ άλλους ανθρώπους;». Ο απρόσεκτος Μέλητος απαντάει: «Ακριβώς αυτό λέω, ότι δεν πιστεύεις σε θεούς καθόλου». Τότε ο Σωκράτης λέει: «Με ξαφνιάζεις, Μέλητε!... Δεν πιστεύω ότι ο ήλιος και η σελήνη είναι θεοί, όπως πιστεύουν και οι άλλοι άνθρωποι;» Ο Μέλητος απαντάει: «Όχι, μα τον Δία, άνδρες δικαστές, αφού λέει ότι ο ήλιος είναι λίθος και η σελήνη γη».
 
       Ο Σωκράτης χαίρεται μ’ αυτή την απάντηση. Τη βλέπει σαν ευκαιρία να εκθέσει τον Μέλητο στο δικαστήριο, σαν ένα αδαή που βρίσκεται σε σύγχυση. «Νομίζεις ότι κατηγορείς τον Αναξαγόρα, φίλε μου Μέλητε», τον ρωτάει, «και τόσο πολύ καταφρονείς αυτούς τους κυρίους (δηλαδή τους δικαστές) και τους νομίζεις τόσο άσχετους από γράμματα (απείρους γραμμάτων) ώστε να μην γνωρίζουν ότι τα βιβλία του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα με τέτοια λόγια;»
 
     Ο Σωκράτης συνεχίζοντας λέει ότι οι νέοι που κατηγορείται ότι παρασύρει με τέτοιες αντιθρησκευτικές ιδέες για τον ήλιο και τη σελήνη μπορούν ν’ αγοράσουν το βιβλίο του Αναξαγόρα «με μία δραχμή στην ορχήστρα και να κοροϊδεύουν τον Σωκράτη, αν προσποιείται ότι είναι δικές του αυτές οι ιδέες, ιδιαιτέρως όταν είναι τόσο άτοπες!»27 Η λέξη ορχήστρα δεν σήμαινε μόνο το μπροστά μέρος του θεάτρου όπου ο χορός «ορχείτο» αλλά και ένα ανοιχτό μέρος κοντά στην αγορά, όπου πουλούσαν βιβλία και άλλα είδη.
 
      Αυτή η αναφορά του Σωκράτη μας δίνει μια εικόνα της Αθήνας τελείως διαφορετική απ’ αυτήν του Πλούταρχου – όχι μιας φαντασμένης πόλης, όπου τα έργα ενός ορθολογιστή φιλοσόφου καίγονταν στην πυρά, αλλά μιας πόλης όπου τέτοια βιβλία πουλιόνταν ελεύθερα και διαβάζονταν πολύ. Ο Σωκράτης εδώ κάνει μια λεπτή φιλοφρόνηση στους δικαστές του για την κοσμικότητα και την ανοιχτομυαλιά τους.
 
     Αν, αντίθετα, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας και άλλοι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι είχαν πράγματι διωχθεί για τις απόψεις τους, μια τέτοια φιλοφρόνηση θα ήταν εντελώς άτοπη. Θα είχε επιτεθεί στους Αθηναίους για τη μισαλλοδοξία τους. Δεν θα είχε μιλήσει σε τόσο ελαφρύ τόνο, αν και ο Αναξαγόρας είχε τη ίδια τραγική μοίρα. 
------------------------
        Σημειώσεις
 
  1. E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational.
  2. Dictionary of the History of Ideas, Philip Weiner.
  3. Αριστοφάνης, Ιππείς.
  4. Πλούταρχος, Βίος Περικλέους.
  5. Θουκυδίδης.
  6. Πλούταρχος, Βίος Περικλέους.
  7. Αριστοφάνης, Αχαρνής.
  8. Cambridge Ancient History.
  9. Mary R. Lefkowitz, The Lives of the Greek Poets.
10. Πλούταρχος, Βίος του Νικία 23. Ο ίδιος ο Πλούταρχος δεν ήταν από τους πολύ φωτισμένους. Ως ιερέας των Δελφών και πλατωνιστής δεν αισθανόταν και πολύ άνετα με τις ορθολογιστικές θεωρίες για τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Αυτό φαίνεται στο τελικό του σχόλιο: «Δεν ήταν παρά πολύ αργότερα που η ακτινοβόλα φήμη του Πλάτωνα, λόγω της ζωής που ζούσε, και λόγω του ότι υπέταξε ην αναγκαιότητα του φυσικού κόσμου σε θείες και εξουσιαστικές αρχές, εξαφάνισε τη μορφή απ’ αυτές τις ιδέες κι έδωσε ελεύθερο δρόμο για την επιστήμη». Στην πραγματικότητα ο Πλάτων θεωρούσε τα ουράνια σώματα θεούς. Το να τα μεταχειρίζεται κανείς ως υλικά αντικείμενα εθεωρείτο αθεϊσμός στους Νόμους και ήταν αξιόποινη πράξη.
11.Μια πιο απλή εκδοχή της ίδιας ιστορίας είχε εμφανιστεί νωρίτερα στην πραγματεία του Κικέρωνα περί θεών, de Natura Deorum
12. Ευριπίδης, Ίων.
13. Ευριπίδης, Τρωάδες.
14. Μένων.
15. John Burnet, Greek Philosophy: Thales to Plato.
16. Ένθ. αν., Θεαίτητος, Ελένη.
17. Μένων.
18. Διόδωρος Σικελός.
19. Για αναφορές στον Αναξαγόρα στο φιλοσοφικό έργο του Κικέρωνα, βλέπε Academica, Tusculan Disputations, de Natura Deorum. Για αναφορές στα δοκίμιά του βλέπε de Oratore…  και Brutus.
20. Διογένης Λαέρτιος.
21. D. E. Gershenson, D. A. Greenberg, Anaxagoras and the Birth of Physics.
22. O Α.W. Gomme, στο άρθρο του για τον Περικλή στο OCD, θεωρεί τις ιστορίες για την επίθεση κατά του πολιτικού μέσω των φίλων του, Ασπασίας, Αναξαγόρα και Φειδία – και το διάταγμα του Διοπείθη- ως ιστορικά γεγονότα. Θα του ζητούσαμε κάποια εξήγηση γιατί ο Θουκυδίδης δεν τις αναφέρει. Στο μεγάλο Historical Comentary on Thucydides, o Gomme γράφει ένα εξασέλιδο δοκίμιο για τις «Διώξεις του Περικλή και των Φίλων του». Αλλά, προς απογοήτευσή μας δεν προσφέρει άλλη εξήγηση, εκτός από μια σαρωτική φράση –«για όλα αυτά ο Θουκυδίδης ήταν σκόπιμα σιωπηλός» (184, η υπογράμμιση προστέθηκε). Εξετάζοντας την ιστορία του Πλούταρχου, ότι ο κωμικός ποιητής Έρμιππος δίωξε την Ασπασία, ο Gomme αναγνώρισε πράγματι ότι, παρ’ όλο που «τίποτα δεν θα εμπόδιζε» έναν κωμικό ποιητή ν’ ασκήσει δίωξη κατά της Ασπασίας, «υπάρχει μια φυσική υποψία ότι είναι παρεξήγηση κι ότι ο Έρμιππος της επετέθη σε μια κωμωδία».
23. Απομνημονεύματα.
24. Φαίδρος.
25. Γοργίας.
26. Burnet, Greek Philosophy.
27. Πλάτων, Απολογία.

Πόνος, η πύλη της σοφίας!

ponos-h-pylh-ths-sofiasΚάθε πόνος είναι σπόρος φώτισης, επειδή ο πόνος σε σπρώχνει να αναζητήσεις τη σοφία. Μπορείς να πεις ότι ο πόνος σε οδηγεί στη φώτιση, μα δεν μπορείς να πεις ότι ο πόνος είναι η ίδια η φώτιση.

Το σώμα και ο νους σου είναι το χωράφι. Ο πόνος είναι ο σπόρος, η σοφία είναι το κλαδί και η φώτιση ο καρπός. Ο Πόνος είναι Σπόρος Φώτισης, ο άνθρωπος που βλέπει τη ζωή σαν μια οργανική ενότητα αποδέχεται τον πόνο. Ο πόνος σού δημιουργεί την ανάγκη να αναζητήσεις την αλήθεια.Αλλιώς, θα βαριόσουν, θα κοιμόσουν, θα ήσουν σαν φυτό. Μην ανταγωνίζεσαι τον πόνο. Να νιώθεις ευγνωμοσύνη προς τον πόνο. Σε κρατάει σε εγρήγορση, σε κρατάει ξύπνιο και σε προκαλεί να βρεις τρόπο να τον ξεπεράσεις. «Bodhidharma, The Greatest Zen Master».
 
Σταμάτα πια με τις Αυταπάτες
 
Ο πόνος, τα βάσανα, η δυσαρέσκεια, η έλλειψη ικανοποίησης είναι τόσο οδυνηρά, που ο νους δημιουργεί αυταπάτες ευχαρίστησης.
 
Αυτές οι αυταπάτες βοηθούν τους ανθρώπους να συνεχίζουν να ζουν. Αν αφαιρέσεις όλες τις αυταπάτες από έναν άνθρωπο, τότε δεν θα έχει λόγο να ζήσει ούτε για μια στιγμή ακόμη.
 
Όταν δεν είσαι συνειδητός, οι αυταπάτες χρειάζονται, επειδή δημιουργούν έστω και ψεύτικο νόημα στη ζωή. Kαι μέχρι να συμβεί το αληθινό, συνεχίζουμε να δημιουργούμε ψεύτικα νοήματα. Για να αποφευχθεί η δυσαρέσκεια, ο πόνος, η ζωή χωρίς νόημα, τη γεμίζουμε με μεγάλες αυταπάτες, που γίνονται πεποιθήσεις, αυτές όμως δεν κρατούν για πολύ. Όταν ένας άνθρωπος έχει μπουχτίσει από ένα ψεύτικο νόημα, δημιουργεί ένα άλλο.
 
Μπουχτίζει με τα χρήματα, μετακινείται προς την πολιτική. Μπουχτίζει με την πολιτική, μετακινείται σε κάτι άλλο. Μπουχτίζεις με μια γυναίκα και ψάχνεις για άλλη κι ύστερα άλλη κι άλλη. Απλώς αντικαθιστούμε τις παλιές αυταπάτες με καινούριες κι αυτό το ονομάζουμε 
 
Η αλήθεια όμως θρυμματίζει όλες τις αυταπάτες. Αλήθεια είναι το να ζήσεις τον βαθύ πόνο, τον υπέρτατο πόνο και να αναζητάς το πραγματικό. Η αναζήτηση είναι εφικτή μόνο όταν αναγνωρίσεις τον αληθινό πόνο της ζωής και σταματήσεις να παίρνεις ηρεμιστικά. Την ημέρα που θα δεις τι έχεις κάνει στη ζωή σου – την ημέρα που θα δεις πραγματικά τον πόνο και την αγωνία και δεν θα προσπαθήσεις να πάρεις κανένα παυσίπονο, την ημέρα που θα περάσεις μέσα από την αγωνία και τον πόνο – τότε και μόνο τότε θα μπορέσεις να κινηθείς προς το αληθινό. Μόνο ο πόνος μπορεί να σε οδηγήσει προς το αληθινό. Θα σε σπρώξει να ανακαλύψεις τι είναι εκείνο που μπορεί να διαλύσει τον πόνο και να σε οδηγήσει στην έκσταση.
Σταμάτα πια με τις αυταπάτες! Το μονοπάτι είναι γεμάτο από μεγάλο πόνο και μόνο ελάχιστοι φτάνουν. Και φτάνουν μόνο ελάχιστοι, επειδή οι άνθρωποι αρνούνται να δεχτούν τον πόνο τής ζωής. Αυτός ακριβώς ο πόνος όμως είναι η πηγή όλης της ανάπτυξης.
 
Να βλέπεις την αλήθεια γυμνή, να μην την αποφεύγεις, μη δραπετεύεις, κοίταζε όλο και βαθύτερα μέσα της. Αυτό είναι το ξεκίνημα τής ευφυΐας, το ξεκίνημα τής επίγνωσης, το ξεκίνημα τής συνειδητότητας. Αυτό είναι το πρώτο βήμα — και το τελευταίο βήμα γίνεται η φώτιση. Όταν αρχίσεις να ζεις με αυτό που υπάρχει και ούτε για μια στιγμή δεν δημιουργείς όνειρα για να το αποφύγεις, τότε μια μέρα, συμβαίνει το άνοιγμα. Ο ίδιος ο πόνος τής ζωής γίνεται η αιτία για το άνοιγμα τής ζωής. Η επίγνωση είναι το μονοπάτι τού μεγάλου πόνου. Όσο μεγαλύτερος είναι όμως ο πόνος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η δυνατότητα για έκσταση.

Η Μέθοδος τού Ατίσα
Ένας από τους μαθητές του βούδα· ο Ατίσα, βρήκε μια μέθοδο για να μετασχηματίζει τον πόνο. Όταν εισπνέεις, φαντάσου ότι εισπνέεις όλα τα βάσανα, όλο τον πόνο, όλων των ανθρώπων στον κόσμο. Εισπνέεις όλο το σκοτάδι, όλη την αρνητικότητα, όλη την κόλαση που υπάρχει παντού. Άφησε την καρδιά σου να τα απορροφήσει. Όταν εισπνέεις, να εισπέεις όλο τον πόνο και όλα τα βάσανα ολόκληρης τής ύπαρξης —τού παρελθόντος, τού παρόντος και τού μέλλοντος. Όταν εκπνέεις, βγάλε προς τα έξω όλη τη χαρά που έχεις, όλη την ευτυχία, όλη την ευλογία. Να εκπνέεις αφήνοντας τον εαυτό σου να λιώσει μέσα στην ύπαρξη. Αυτή είναι η μέθοδος τής συμπόνιας. Πάρε μέσα σου όλο τον πόνο και δώσε προς τα έξω όλες τις ευλογίες.

Όταν το κάνεις, θα εκπλαγείς. Από τη στιγμή που θα πάρεις μέσα σου όλον τον πόνο του κόσμου, δεν θα είναι πια πόνος.
 
Η καρδιά αυτόματα μεταμορφώνει την ενέργεια. Η καρδιά έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει το κάθε τι. Πιες τον πόνο και θα τον δεις να μεταμορφώνεται σε ευτυχία. Ύστερα, άφησε την ευτυχία να απλωθεί προς τα έξω.
Ο Ατίσα λέει ότι ο πόνος προέρχεται από ψία δηλητήρια: Από την προσκόλληση, από την αποστροφή ή από την αδιαφορία.
 
Πώς λοιπόν μπορείς να μην έχεις προσκολλήσεις, να μην αποστρέφεσαι τίποτα και να μην είσαι αδιάφορος; Με το να μάθεις να απορροφάς τον πόνο. Τότε το δηλητήριο τού πόνου μεταμορφώνεται σε συμπόνια.
Και να θυμάσαι, μην απορροφάς μόνο τον ανθρώπινο πόνο, αλλά ολόκληρης τής ύπαρξης — των βράχων, των δέντρων, των ζώων και των ανθρώπων. Και όχι μόνο τον πόνο που υπάρχει στο παρόν, αλλά ολόκληρο τον πόνο τού παρελθόντος, τού παρόντος και τού μέλλοντος.
Όταν εισπνέεις όλον αυτόν τον πόνο, δεν μπορείς να αποστρέφεσαι τίποτα πια και δεν μπορείς να είσαι αδιάφορος. Κι όταν βγάζεις προς τα έξω όλη τη χαρά, την ευτυχία και τη μακαριότητα, δεν μπορείς να είσαι άλλο πια προσκολλημένος.
Όταν απορροφάς τον πόνο κάποιου άλλου, ο πόνος μεταμορφώνεται. Η φυσική τάση είναι να αποφύγεις τον πόνο. Η φυσική τάση είναι να προστατέψεις τον εαυτό σου από τον πόνο, να απομακρυνθείς, να μη συμπονέσεις τον άλλο. Ol άνθρωποι δεν συμπονούν αληθινά, αλλά μόνο τυπικά, μόνο με τα χείλη. Αν συμπονούσαν αληθινά, θα έπαιρναν τον πόνο, θα βοηθούσαν τον άλλο άνθρωπο.
Συμβαίνει μερικές φορές και το γνωρίζεις. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, που όταν τους συναντάς, νιώθεις ξαλαφρωμένος. Όταν φεύγουν, νιώθεις φωτεινός, νιώθεις να ρέεις, νιώθεις πιο ζωντανός, με εντονότερο παλμό — σαν να σου έχουν πάρει ένα μεγάλο βάρος από το κεφάλι σου, από το στήθος σου, σαν να έχυσαν κάποιο νέκταρ μέσα σου. Όταν φεύγουν, νιώθεις την καρδιά σου να χορεύει. Τους περιμένεις να ξανάρθουν, αναζητάς την παρέα τους, την απολαμβάνεις, επειδή τρέφεσαι από την παρουσία τους.
Επίσης υπάρχει και το αντίθετο είδος ανθρώπων. Όταν σε συναντούν, σε αφήνουν βαρύτερο από ό,τι ήσουν προηγουμένως. Σε αφήνουν σε ένα είδος απόγνωσης, αηδίας. Νιώθεις ότι σε έχουν ρουφήξει. Η ενέργειά σου είναι πεσμένη.Έχουν πάρει κάτι από την ενέργειά σου και δεν σου έχουν δώσει τίποτα. Αυτό είναι καθημερινή εμπειρία.
Αν οι άνθρωποι σε αποφεύγουν, να θυμάσαι ότι δεν φταίνε εκείνοι. Κάτι σ’εσένα τούς κάνει να σ’ αποφεύγουν. Αν oι άνθρωποι δεν θέλουν να σε συναντούν, αν βρίσκουν δικαιολογίες για να ξεφύγουν από σένα, να θυμάσαι ότι δεν είναι εκείνοι υπεύθυνοι. Εσύ κάνεις κάτι. κακό στην ενέργεια τους.
Αν oι άνθρωποι αναζητούν τη συντροφιά σου, αν γίνονται αμέσως φιλικοί, αν νιώθουν ένα είδος συμπάθειας και ακόμη και οι ξένοι έρχονται και κάθονται δίπλα σου και σου κρατούν το χέρι, αυτό σημαίνει ότι με κάποιο τρόπο τους βοηθάς — είτε το ξέρεις είτε όχι.
Οι πάντες βρίσκονται κάτω από το βάρος μεγάλης δυστυχίας, οι πάντες βρίσκονται κάτω από μεγάλο πόνο, όλων των ανθρώπων η καρδιά πονάει. Υπάρχει πολύς πόνος. Ο Ατίσα όμως λέει και κάτι άλλο, που είναι το κλειδί για να βιώσεις τη μέθοδο και να μη μείνει θεωρητική, στα λόγια.
Λέει: Άρχισε την ανάπτυξη από τον εαυτό σου.
Πριν μπορέσεις να μεταμορφώσεις τον πόνο ολόκληρης τής ύπαρξης, πρέπει να αρχίσεις πρώτα από τον εαυτό σου. Αυτό είναι ένα από τα θεμελιώδη μυστικά τής εσωτερικής ανάπτυξης. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στους άλλους, που να μην το έχεις κάνει προηγουμένως στον εαυτό σου.Αν πονάς τον εαυτό σου, θα πονάς και τους άλλους. Αν είσαι πονοκέφαλος για τον εαυτό σου, θα είσαι πονοκέφαλος και για τους άλλους. Αν είσαι ευτυχία για τον εαυτό σου, θα είσαι ευτυχία και για τους άλλους.
Ό,τι μπορείς να κάνεις στους άλλους, πρέπει να το έχεις κάνει προηγουμένως στον εαυτό σου, επειδή αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που μπορείς να μοιραστείς.
 
Άρχισε την ανάπτυξη από τον εαυτό σου.
Συνεχίζεις να αποφεύγεις τον ίδιο σου τον πόνο. Αν νιώθεις ότι πονάς, ανοίγεις το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση και ξεχνιέσαι. Αρχίζεις να διαβάζεις εφημερίδα, ώστε να μπορέσεις να ξεχάσεις τα βάσανά σου ή πηγαίνεις στον κινηματογράφο ή στο φίλο σου ή στη φίλη σου. Πηγαίνεις για ψώνια, πηγαίνεις στο κλαμπ, ώστε με κάποιο τρόπο να κρατάς τον εαυτό σου μακριά από τον εαυτό σου, ώστε να μην βλέπεις την πληγή, ώστε να μην χρειάζεται να παραδεχθείς πόσο πολύ πονάς μέσα σου.
Οι άνθρωποι κάνουν το κάθε τι για να αποφύγουν τον εαυτό τους. Δεν γνωρίζουν ούτε καν τον δικό τους πόνο. Πώς μπορούν να νιώσουν τον πόνο ολόκληρης τής ύπαρξης; Πρώτα πρέπει να αρχίσεις με τον εαυτό σου. Αν νιώθεις πόνο, άφησε τον να γίνει διαλογισμός. Κλείσε τις πόρτες και κάθισε σιωπηλά. Πρώτα νιώσε τον πόνο, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση που είναι εφικτό. Κάποιος σε πρόσβαλλε. Τώρα, ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις τον πόνο είναι να πας και να τον προσβάλλεις κι εσύ. Αυτό όμως δεν είναι στοχασμός.
Αν κάποιος σε πρόσβαλλε, νιώσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν, γιατί σού έδωσε την ευκαιρία να αισθανθείς μια βαθιά πληγή μέσα σου. Σού την άνοιξε εκείνη την πληγή. Η πληγή μπορεί να δημιουργήθηκε από πάμπολλες προσβολές, που έχεις υποφέρει σε όλη σου τη ζωή. Μπορεί αυτός που σε πρόσβαλλε να μην είναι η αιτία για όλο σου τον πόνο, σού τον έβγαλε όμως στην επιφάνεια.
Κλείσου λοιπόν στο δωμάτιο σου και κάθισε σιωπηλά, χωρίς θυμό για τον άνθρωπο. Παρατήρησε το συναίσθημα που υπάρχει μέσα σου. Νιώσε τον πόνο που έχεις απωθήσει, νιώσε την προσβολή.
Και τότε θα εκπλαγείς: Θα δεις ότι δεν βρίσκεται εκεί μόνο ο άνθρωπος που σε πρόσβαλλε, αλλά θα αρχίσουν να έρχονται στη μνήμη σου όλοι οι άνθρωποι που σε έχουν κατά καιρούς προσβάλλει.
Δεν θα αρχίσεις απλώς να τους θυμάσαι, αλλά θα αρχίσεις να ξαναζείς τις προσβολές. Θα μπεις σε ένα είδος πρωτογενούς θεραπείας – θα είναι σαν να κάνεις πράιμαλ.
Νιώσε τον πόνο, μην τον αποφεύγεις. Γι’αυτό, σε πολλές θεραπείες λένε στον ασθενή να μην παίρνει ναρκωτικά πριν αρχίσει η θεραπεία, για τον απλό λόγο ότι τα ναρκωτικά είναι ένας τρόπος για να αποφύγεις τον εσωτερικό σου πόνο. Δεν σου επιτρέπουν να δεις τις πληγές σου, τις καταπιέζουν, δεν σε αφήνουν να μπεις μέσα στον πόνο σου. Κι αν δεν μπεις μέσα στον πόνο σου, δεν μπορείς να τον ελευθερώσεις από τη φυλακή του.Είναι απολύτως επιστημονικό το να αφήσεις όλα τα ναρκωτικά πριν μπεις σε ένα θεραπευτικό γκρουπ, ακόμη και ναρκωτικά όπως ο καφές, το τσάι, το κάπνισμα, επειδή και αυτά είναι τρόποι για να ξεφεύγεις.
Έχεις παρατηρήσει; Όποτε νιώθεις νευρικά, αμέσως αρχίζεις να καπνίζεις. Είναι ένας τρόπος για να αποφύγεις τη νευρικότητα, επειδή το κάπνισμα σε κρατάει απασχολημένο.
 
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει μια παλινδρόμηση. Το κάπνισμα σε ξανακάνει να νιώθεις σαν παιδί, ανέμελος, χωρίς ευθύνες, επειδή το κάπνισμα είναι συμβολικό βύζαγμα. Ο ζεστός καπνός που μπαίνει μέσα σου, σε πηγαίνει πίσω στις μέρες που σε τάΐζε το στήθος της μητέρας σου και έμπαινε μέσα σου το ζεστό γάλα. Η θηλή έχει γίνει τώρα τσιγάρο. Το τσιγάρο είναι μια συμβολική θηλή.
Μέσα από την παλινδρόμηση αποφεύγεις τις ευθύνες και τους πόνους τής ενήλικης ζωής σου. Κι αυτό συμβαίνει μέσα από πολλά και διάφορα ναρκωτικά. Ο σύγχρονος άνθρωπος παίρνει ναρκωτικά, όσο ποτέ άλλοτε, επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος ζει μέσα σε τεράστιο πόνο. Χωρίς ναρκωτικά του είναι ανέφικτο να ζήσει. Αυτά τα ναρκωτικά δημιουργούν ένα φράχτη. Σε κρατούν ναρκωμένο, δεν σε αφήνουν να είσαι αρκετά ευαίσθητος στον πόνο.
Το πρώτο πράγμα είναι να κλείσεις τις πόρτες και να σταματήσεις κάθε είδους ασχολία — να βλέπεις τηλεόραση, να ακούς ραδιόφωνο, να διαβάζεις εφημερίδα. Σταμάτα όλες τις ασχολίες, επειδή και αυτές είναι ναρκωτικά με μια έννοια. Απλώς μείνε μόνος και εντελώς στάσιμος.
Ο Aτίσα λέει: Απλώς να είσαι ο εαυτός που. Όποιος κι αν είναι ο πόνος και όσο μεγάλος κι αν είναι, άφησέ τον να βρίσκεται εκεί. Πρώτα βίωσέ τον σε όλη του την ένταση. Θα είναι δύσκολο, θα σου ξεριζώσει την καρδιά. Μπορεί να αρχίσεις να κλαις σαν παιδί, μπορεί να κυλιέσαι στο πάτωμα από τον βαθύ πόνο, μπορεί να παραμορφωθεί το σώμα σου, μπορεί ξαφνικά να συνειδητοποιήσεις ότι ο πόνος δεν είναι μόνο στην καρδιά, αλλά σ’ ολόκληρο το σώμα, ότι ολόκληρο το σώμα σου δεν είναι τίποτε άλλο παρά πόνος και μόνο πόνος.
Αν τον βιώσεις – και αυτό έχει τρομακτική σημασία – τότε άρχισε να τον απορροφάς. Μην τον πετάξεις μακριά. Είναι τόσο πολύτιμη ενέργεια, μην τον πετάς.
 
Απορρόφησε τον, πιες τον, δέξου τον, καλωσόρισε τον, νιώσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν. Και πες στον εαυτό σου: «Αυτή τη φορά, θα τον πιω και θα τον δεχτώ σαν επισκέπτη. Αυτή τη φορά θα τον καταπιώ.»
Μπορεί να σου πάρει μερικές μέρες, μέχρι να είσαι έτοιμος να τον καταπιείς, αλλά την ημέρα που θα συμβεί, θα έχεις περάσει από εκείνη την πόρτα που μπορεί να σε πάει πάρα πολύ μακριά. Έχει αρχίσει ένα καινούριο ταξίδι στη ζωή σου, κινείσαι προς ένα καινούριο είδος ύπαρξης, επειδή τη στιγμή που αποδέχεσαι τον πόνο, χωρίς να τον απορρίπτεις, αμέσως αλλάζει ολόκληρη η ποιότητά του. Δεν είναι άλλο πια πόνος — είναι καθαρή ενέργεια.
Στην πραγματικότητα, θα εκπλαγείς, δεν θα μπορείς να το πιστέψεις. Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι ο πόνος μπορεί να γίνει χαρά, ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε έκσταση. Στην καθημερινή ζωή όμως έχεις αντιληφθεί ότι τα αντίθετα πάντοτε ενώνονται, ότι δεν είναι αντίθετα, αλλά συμπληρωματικά.
Γνωρίζεις πολύ καλά ότι η αγάπη σου μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να γίνει μίσος κι ότι το μίσος σου μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να γίνει αγάπη. Στην πραγματικότητα, αν μισείς υπερβολικά, έντονα και ολοκληρωτικά, το μίσος γίνεται αγάπη. Όποτε κάτι συμβαίνει ολοκληρωτικά, γυρίζει στο αντίθετό του; Αυτό είναι ένα σπουδαίο μυστικό — να το θυμάσαι. Όποτε κάτι είναι ολοκληρωτικό, αλλάζει στο αντίθετό του, επειδή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα. Έχει φτάσει σε αδιέξοδο.  
Παρατήρησε ένα παλιό ρολόι με εκκρεμές. Το εκκρεμές πηγαίνει αριστερά, στο αριστερό άκρο κι όταν φτάσει στο σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να πάει, τότε αρχίζει να κινείται προς τα δεξιά.
Τα αντίθετα είναι συμπληρωματικά. Αν μπορέσεις να υποφέρεις τον πόνο ολοκληρωτικά, με μεγάλη ένταση, θα εκπλαγείς. Την πρώτη φορά δεν θα το πιστεύεις — ότι ο πόνος σου απορροφάται με τη θέλησή σου, ότι τον καλωσορίζεις και μεταμορφώνεται στην υπέρτατη ευτυχία. Η ίδια ενέργεια που γινόταν πόνος, τώρα γίνεται ευτυχία. Η ίδια ενέργεια που γινόταν πόνος, τώρα μεταμορφώνεται στην υπέρτατη ευτυχία.
Άρχισε όμως με τον εαυτό οου. Κάνε ένα μικρό πείραμα με τους πόνους σου, με τα βάσανα και τις δυστυχίες σου. Και από τη στιγμή που θα βρεις το κλειδί, τότε μπορείς να το μοιραστείς και με ολόκληρη την ύπαρξη. Τότε μπορείς να πάρεις όλο τον πόνο, όλου τού κόσμου ή όλων των κόσμων.
Ακολούθησε την εισπνοή σου και θα έρθει η στιγμή που θα δεις ότι η μικρή σου καρδιά είναι μεγαλύτερη από ολόκληρο το σύμπαν — αν γνωρίζεις τι θαύματα μπορεί να κάνει. Και ανάβλυσε την ευτυχία σου. Είναι η ίδια ενέργεια που, περνώντας μέσα από την καρδιά σου, γίνεται ευτυχία. Τότε άφησε τη μακαριότητα να ακολουθήσει την εκπνοή και να φτάσει σε όλες τις απόμερες γωνιές τής ύπαρξης.
Ο Ατίσα λέει: Αυτό είναι συμπόνια. Συμπόνια είναι το να γίνεις δύναμη μεταμόρφωσης στην ύπαρξη, να μεταμορφώνεις το άσχημο σε όμορφο, να φιλάς το βάτραχο και να τον μεταμορφώνεις σε πρίγκιπα, να μεταμορφώνεις το σκοτάδι σε φως. Συμπόνια είναι το να γίνεις ένα τέτοιο μέσο μεταμόρφωσης.

Μεταμόρφωσε τον Πόνο σε Φώτιση
Η βουδιστική αλχημεία είναι η μεταμόρφωση του πόνου. Ο πόνος δεν είναι εναντίον σου, απλώς εσύ δεν ξέρεις πώς να τον χρησιμοποιήσεις.
 
Το δηλητήριο δεν είναι εχθρός σου, απλώς εσύ δεν ξέρεις πώς να φτιάξεις φάρμακο από αυτό. Σε σοφά χέρια, το δηλητήριο γίνεται γιατρικό. Σε ανόητα χέρια, το γιατρικό μπορεί να γίνει δηλητήριο. Όλα εξαρτώνται από σένα, από την επιδεξιότητά σου.
Αυτή είναι η βουδιστική οπτική και αυτή είναι η συνεισφορά τού βουδισμού στον κόσμο, επειδή αυτή είναι μια εσωτερική αλχημεία: Αποδέξου τον πόνο. Μην αντιστέκεσαι, μην τον πολεμάς, μη θυμώνεις μαζί του. Απορρόφησέ τον — επειδή μόνο έτσι μπορεί να μεταμορφωθεί σε φώτιση.
Ή τέχνη τού να μεταμορφώνεις τον πόνο και τα βάσανα σε κάτι καλό είναι η τέχνη τού να βλέπεις την αναγκαιότητα τού αντίθετου. Το Ερεβοκτόνο φως μπορεί να υπάρξει μόνο αν υπάρχει το σκοτάδι. Τότε γιατί μισείς το σκοτάδι; Χωρίς το σκοτάδι δεν θα υπήρχε φως, οπότε εκείνοι που αγαπούν το φως και μισούν το σκοτάδι, βρίσκονται σε δίλημμα. Δεν ξέρουν τι κάνουν.
Η ζωή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το θάνατο. Τότε, γιατί μισείς το θάνατο; Ο θάνατος δημιουργεί το πλαίσιο για να υπάρξει η ζωή. Ο θάνατος είναι ο μαυροπίνακας, πάνω στον οποίο γράφεται η ζωή με άσπρη κιμωλία. Ο άγιος μπορεί να υπάρξει μόνο επειδή υπάρχει ο αμαρτωλός. Γι’ αυτό, ο Βούδας λέει να μη μισείς τον αμαρτωλό. Είναι oι δύο πλευρές τού ίδιου νομίσματος.
Πρέπει κανείς να δεχτεί και τις δύο όψεις σαν μέρος τού πακέτου τής ζωής. Με αυτή τη δεκτικότητα, μπορείς να μεταμορφώσεις τα πράγματα. Μόνο μέσα από αυτή τη δεκτικότητα είναι εφικτή η μεταμόρφωση.
Πριν μπορέσεις να μεταμορφώσεις τον πόνο, θα χρειαστεί να γίνεις παρατηρητής. Αυτό όμως είναι το τρίτο σημείο. 
  • Το πρώτο είναι το να μην αντιστέκεσαι στον πόνο. 
  • Το δεύτερο είναι το να ξέρεις ότι τα αντίθετα δεν είναι αντίθετα, αλλά συμπληρωματικά 
  • το τρίτο είναι το να είσαι παρατηρητής, επειδή αν είσαι παρατηρητής τού πόνου σου, θα μπορέσεις να τον απορροφήσεις.
Αν ταυτιστείς με τον πόνο, δεν θα μπορέσεις να τον απορροφήσεις. Τη στιγμή που ταυτίζεσαι με τον πόνο, θέλεις να τον ξεσκαρτάρεις, να τον πετάξεις, να τον ξεφορτωθείς, επειδή είναι οδυνηρός. Αν όμως είσαι παρατηρητής, τότε ο πόνος χάνει όλα του τα αγκάθια. Τότε ο πόνος υπάρχει και εσύ τον παρατηρείς. Εσύ είσαι απλώς ο καθρέφτης. Δεν έχεις καμία σχέση μαζί του.
Η ευτυχία έρχεται και φεύγει, η δυστυχία έρχεται και φεύγει, όμως εσύ βρίσκεσαι πάντοτε εκεί — ένας καθρέφτης που καθρεφτίζει. Η ζωή έρχεται και φεύγει, ο θάνατος έρχεται και φεύγει, όμως ο καθρέφτης δεν επηρεάζεται από τίποτα.
Όταν είσαι παρατηρητής, δημιουργείται απόσταση. Και μόνο όταν υπάρχει απόσταση, μπορείς να παρατηρήσεις αυτό που συμβαίνει. Μέσα από αυτή την παρατήρηση, μπορείς να μεταμορφώσεις τα κατώτερα μέταλλα σε χρυσό. Μόνο μέσα απ’ αυτή την παρατήρηση γίνεσαι επιστήμονας του εσώτερου, ένας ανεπηρέαστος παρατηρητής.

Προμηθέας δεσμώτης

Πρίν παρακολουθήσουμε ένα απόσπασμα από την απάντηση του Προμηθέα στον Ερμή, για την παράδοση της φωτιάς στους ανθρώπους, λίγα λόγια για τον Προμηθέα δεσμώτη.

Στον Προμηθέα του Αισχύλου οι άνθρωποι πριν από την παρέμβαση του Προμηθέα ζούσαν σε σπηλιές και δεν διέθεταν πρακτική νοημοσύνη για να μπορούν να συλλάβουν, να κατανοήσουν τον κόσμο και να επινοήσουν τρόπους βελτίωσης της ζωής τους. Ο Προμηθέας, λοιπόν, τους διδάσκει όλες τις τέχνες: αρχιτεκτονική, ξυλουργική, αστρονομία, μαθηματικά, γραφή, γλώσσα, ιστορία, γεωργία, τη χρήση των ζώων και την ίππευση, τη ναυτική τέχνη, την ιατρική, τη φαρμακευτική, τη μαντική και τη μεταλλοτεχνία.

Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην κατάσταση της αυτονομίας του νοήμονος όντος συμβολίζεται με τον Προμηθέα και την φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να γίνει, αλλά ως ευρηματική πράξη του Προμηθέα - ανθρώπου που υπαγορεύεται από αυτή την ίδια την αρχή, η οποία κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα, της σύμμετρης και ισόρροπης διατήρησης του φυσικού κόσμου και της αναπλήρωσης της φυσικής αδυναμίας του ανθρώπου σε αυτόν.

Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνογνωσία και η γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον άνθρωπο να επινοεί τα προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής. Πρόκειται συνεπώς για την πρώτη ενέργεια της ανθρώπινης ελευθερίας, που είναι και ρήξη με την προ-ανθρώπινη τάξη του κόσμου.

Τα δώρα του Προμηθέα συνετέλεσαν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος «τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν», χρήσιμες δηλαδή γνώσεις προκειμένου να αντισταθμίσει τις ελλείψεις των εφοδίων που είχαν δοθεί στα υπόλοιπα έμβια όντα. Έτσι, ο άνθρωπος μπόρεσε με τη γνώση να καλύψει τις βιολογικές του ανάγκες (τροφή, στέγη, ένδυση, υπόδεση, κ.τ.λ.) και να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Αυτά ακριβώς τα πρώτα βασικά επιτεύγματά του υποδηλώνονται με τη φράση «εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται».

Ο άνθρωπος όμως δεν σταμάτησε εκεί: ανέπτυξε γλώσσα, θρησκεία, δηλαδή πολιτισμό, και αργότερα ανέπτυξε και αρετές, όπως ο σεβασμός, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, που τον βοήθησαν να οργανωθεί πολιτικά και να συμβιώσει αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Αυτά, λοιπόν, τα εφόδια του έδωσαν τη δυνατότητα όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να διαφοροποιηθεί σημαντικά από τα άλλα έμβια όντα.

Γενικά η κατάκτηση τεχνικής συνδέεται με την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων, την οργάνωση της εργασίας ως κατασκευαστικής διαδικασίας, για παράδειγνα σπιτιών, όπλων, εργαλείων, με την επινόηση συμβολικών συστημάτων επικοινωνίας και αντιμετώπισης καθημερινών αναγκών, πχ. γλώσσα, γραφή, αρίθμηση, με την καλλιέργεια, πχ. γης, και με την αγωγή, καθώς όλα αυτά δεν είναι εξωτερικά προς τη φύση του ανθρώπου, αλλά την επηρεάζουν και οδηγούν τον άνθρωπο σταδιακά σε έλεγχο των παθών και οργάνωση της άμυνάς του προς τους άλλους.

Στην εξέλιξη του μύθου, κάθε στάδιο της ανθρώπινης παρουσίας και εξέλιξης στον κόσμο συμβολίζεται με κάποιον θεό και την προσφορά του στον άνθρωπο. Το στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο, της δημιουργίας τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα δώρα του και το τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του προσφορά στον άνθρωπο. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τα δώρα του Προμηθέα και του Δία, αρχικά μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται με διαφορετικές φάσεις εξέλιξης και ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου.

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Δίας δεν δώρισε στον άνθρωπο την πολιτική τέχνη, αν και την κατείχε, αλλά την αιδώ και τη δίκη, με τις οποίες ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατακτήσει την πολιτική τέχνη. Τα «δώρα του Δία» εκφράζουν ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, κατά το οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει ηθικοπνευματικά και παράγει πολιτισμό που προσανατολίζεται όχι απλώς από την ανάγκη του ζῆν, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αξίας
του εὖ ζῆν

Η χρήση συμβόλων αποτελεί χαρακτηριστικό του μύθου και η αναφορά στους θεούς φαίνεται να είναι συμβολική: ο Δίας συμβολίζει τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας και ο Ερμής αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των όντων και εξασφαλίζουν ισορροπία.

Προμηθέας προς Ερμή.

..Εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα προσπαθήσω ν' αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και
καλλίτερον δι' αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους. Εάν λοιπόν παλαιόθεν — διότι ευκολώτερα θ' αποδειχθή ούτω εάν εγώ κακώς έπραξα να σχηματίσω το ανθρώπινον γένος—εάν υπήρχε μόνον το θείον και επουράνιον γένος, η δε γη ήτο εις αγρίαν και άμορφον κατάστασιν, κατεχομένη όλη από δάση άγρια, ούτε βωμοί, ούτε ναοί θεών υπήρχον—και πώς ηδύναντο να υπάρχουν;-— ούτε αγάλματα ή ξόανα ή άλλο τι τοιούτον, εξ εκείνων τα οποία, πολυάριθμα φαίνονται τώρα παντού και μετά τόσης φροντίδος τιμώνται.

Εγώ δε — διότι πάντοτε κάτι προνοώ χάριν του κοινού συμφέροντος και προσπαθώ πώς ν'αυξηθούν μεν τα ανήκοντα εις τους θεούς, προκόψουν δε και τα άλλα όλα εις αρμονίαν και ωραιότητα —εσκέφθηκα ότι ήτο καλλίτερον να λάβω ολίγον πηλόν και να πλάσω εξ αυτού ζώα τινα και να δώσω εις αυτά μορφάς
προσομοιαζούσας προς τας ιδικάς μας• διότι ενόμιζα ότι κάτι έλειπεν
από το θείον, επειδή δεν υπήρχε τι αντίθετον, προς το οποίον να δύναται να συγκριθή και ούτω να αναδεικνύεται ευδαιμονέστερον. Και να είνε μεν θνητόν το γένος τούτο, αλλ' ευφυέστατον κατά τα άλλα και νοημονέστατον και δυνάμενον να διακρίνη το καλλίτερον.

Λοιπόν, ως λέγουν οι ποιηταί, «γαίαν ύδει φύρας» και μαλάξας έπλασα τους ανθρώπους, παρεκάλεσα δε και την Αθηνάν να με βοηθήση εις το έργον. Αυτά είνε τα μεγάλα εγκλήματά μου προς τους θεούς. Και βλέπεις ποία είνε η ζημία εάν εκ πηλού έκαμα ζώα και εις το πρώην ακίνητον έδωκα κίνησιν και φαίνεται ότι έκτοτε οι θεοί είνε ολιγώτερον θεοί, διότι και επί της γης έγειναν ζώα τινα θνητά• ο δε Ζευς τώρα αγανακτεί, ως εάν εκ της δημιουργίας των ανθρώπων
ελαττούται η αξία των θεών, εκτός εάν φοβήται μήπως και αυτοί σκεφθούν να επαναστατήσουν εναντίον του και να κινήσουν πόλεμον κατά
των θεών, όπως οι Γίγαντες.

Αλλ' ότι ουδόλως εζημιώθητε, ω Ερμή, παρ' εμού και των έργων μου είνε φανερόν• ή συ απόδειξέ μου και την ελαχίστην ζημίαν και τότε εγώ θα σιωπήσω και θ' αναγνωρίσω ότι δίκαια έπαθα εκ μέρους υμών. Ότι δε τα έργα μου έγειναν χρήσιμα εις τους θεούς αρκεί, διά να το εννοήσης, να παρατηρήσης εξ' ύψους την γην όλην και να ίδης ότι δεν είνε πλέον ξηρά και ακαλλιέργητος, αλλά στολισμένη με πόλεις, αγρούς καλλιεργημένους και φυτά ήμερα, και την θάλασσαν διασχιζομένην υπό πλοίων και τας νήσους κατοικημένας, πανταχού δε βωμούς και θυσίας και ναούς και πανηγύρεις• μεσταί δε Διός πάσαι μεν αγυιαί, πάσαι δ' ανθρώπων αγοραί Εάν εδημιούργουν τους ανθρώπους διά να είνε μόνον κτήμα μου, θα ηδυνάμην ίσως να κατηγορηθώ ως πλεονέκτης• αλλ' εγώ αφού τους εδημιούργησα τους κατέστησα κοινόν κτήμα των θεών• και ενώ παντού δύναταί τις να ίδη ναούς του Διός και του Απόλλωνος, της Ήρας και σου, ω Ερμή, του Προμηθέως ουδαμού φαίνεται ναός. Βλέπεις, ότι μόνον περί του συμφέροντός μου φροντίζω, τα δε κοινά καταπροδίδω και ζημιώνω.

Αλλά θέλω να μου είπης και τούτο, ω Ερμή, εάν νομίζης ότι δύναται να υπάρξη αγαθόν άγνωστον, κτήμα ή έργον το οποίον ουδείς βλέπει και ουδείς επαινεί και αν το τοιούτον δύναται να είνε εξ ίσου ευχάριστον εις τον κάτοχον αυτού. Διά τούτου θέλω να είπω, ότι αν δεν εδημιουργούντο οι άνθρωποι, θα έμενε χωρίς θεατάς το κάλλος του σύμπαντος και θα ήμεθα κάτοχοι πλούτου, ο οποίος ούτε υπό άλλων θα εθαυμάζετο, ούτε δι' ημάς θα ήτο όσον σήμερον πολύτιμος, διότι, δεν θα είχαμεν τίποτε κατώτερον προς το οποίον να τον συγκρίνωμεν, ούτε
θα είχαμεν συνείδησιν όλης της ευτυχίας μας μη βλέποντες άλλους στερουμένους των όσων ημείς απολαμβάνομεν. Το μέγα φαίνεται τοιούτον μόνον όταν συγκρίνεται προς το μικρόν. Σεις, δε αντί να με τιμήσετε δι' αυτάς μου τας πράξεις, μ' εσταυρώσατε, και αυτήν την αμοιβήν μου εδώκατε διά την προνοητικότητά μου.

Αλλά θα είπης ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν κακούργοι και μοιχεύουν και πολεμούν και τας αδελφάς των νυμφεύονται και επιβουλεύονται την ζωήν των γονέων των. Αλλά μήπως και μεταξύ ημών των θεών δεν είνε πολλή αφθονία τοιούτων εγκλημάτων; Και πρέπει κανείς διά τούτο να κατηγορήση την Γην και τον Ουρανόν διότι μας εγέννησαν; Αλλά δύνασαι να είπης και τούτο ακόμη ότι μας δίδει πολλάς φροντίδας η επιτήρησίς των. Ο ποιμήν όμως δεν θεωρεί δυστύχημα ότι έχει το ποίμνιον και ευρίσκεται εις την ανάγκην να φροντίζη δι' αυτό• διότι αι φροντίδες αποτελούν την ευτυχίαν του• άλλως και η φροντίς
είνε τέρψις διότι συντελεί να διερχώμεθα τον καιρόν χωρίς πλήξιν.
Διότι τι θα εκάναμεν εάν δεν είχαμεν να φροντίζωμεν περί των
ανθρώπων;

Θα διηρχόμεθα τον καιρόν με αργίαν, θα επίναμεν το νέκταρ και θα εγεμίζαμεν την γαστέρα με αμβροσίαν χωρίς να έχωμεν κανένα πόθον. Εκείνο δε το οποίον προ πάντων με πνίγει από αγανάκτησιν, είνε ότι ενώ με κατηγορείτε ότι έκαμα τους ανθρώπους και μάλιστα τας γυναίκας, όμως τας ερωτεύεσθε και δεν παύετε να κατέρχεσθε εις την γην, άλλοτε μεν εις ταύρους, άλλοτε δε εις σατύρους και κύκνους μεταμορφούμενοι και καταδέχεσθε να γεννάτε εξ αυτών θεούς. Αλλ' ίσως θα είπης ότι έπρεπε μεν να πλασθούν οι άνθρωποι, διαφορετικοί όμως και όχι ομοιάζοντες προς ημάς. Και ποίον άλλο υπόδειγμα ηδυνάμην να προτιμήσω
από εκείνο το οποίον εγνώριζα ως το τελειότερον;

Ή έπρεπε να κάμω τον άνθρωπον ζώον ανόητον, άγριον και θηριώδες; Αλλά τότε πώς θα προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και πώς θα σας απένεμον τας άλλας
τιμάς αν ήσαν τοιούτοι; Αλλά σεις όταν μεν σας προσφέρουν εκατόμβας προσέρχεσθε και δεν βαρύνεσθε ούτε και αν είνε ανάγκη να μεταβήτε μέχρι του Ωκεανού «μετ' αμύμονας Αιθιοπήας »• τον δε αίτιον των προσφερομένων προς υμάς τιμών εσταυρώσατε. Ως προς το ζήτημα λοιπόν των ανθρώπων, όσα είπα είνε επίσης αρκετά.

Τώρα δε μεταβαίνω εις την υπόθεσιν του πυρός και την επονείδιστον εκείνην κλοπήν. Και σ' εξορκίζω εις τους θεούς να μην αρνηθής να μου αποκριθής εις την εξής ερώτησιν• μήπως ημείς εστερήθημεν το πυρ, αφ' ότου το έχουν και οι άνθρωποι; Βεβαίως όχι. Διότι η φύσις του πράγματος τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον, διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε αγαθοί και
«δοτήρες εάων» και απηλλαγμένοι παντός φθόνου.

  Άλλως τε και αν ολόκληρον το πυρ αφήρουν εκ του ουρανού και το εκόμιζα κάτω εις την γην, χωρίς ν' αφήσω εξ αυτού τίποτε, η ζημία σας δεν θα ήτο μεγάλη.
Διότι ουδόλως έχετε ανάγκην αυτού, καθότι ούτε κρυόνετε, ούτε την αμβροσίαν ψήνετε, ούτε τεχνητόν φως χρειάζεσθε. Εις τοις ανθρώπους δε είνε απαραίτητον το πυρ και διά τας άλλας των ανάγκας, αλλά και διά τας θυσίας, διά να διαχύνουν εις τας οδούς την κνίσσαν των θυμάτων, να θυμιάζουν διά του λιβανωτού και να καίουν τα μηρία επί των βωμών. Γνωρίζω δε πόσον σας ευχαριστεί ο καπνός των θυσιών και ότι αυτήν την ευωχίαν νομίζετε ως την νοστιμωτέραν, όταν η κνίσσα φθάνη εις τον ουρανόν «ελισσομένη περί καπνώ ».

Επομένως η κατηγορία αύτη είνε όλως εναντία προς τας διαθέσεις σας. Απορώ δε πώς δεν διατάσσετε και τον ήλιον να παύση να φωτίζη τους ανθρώπους• διότι και αυτός είνε πυρ, πολύ θαυμαστότερον και φλογερώτερον. Ή και εκείνον κατηγορείτε ότι ασωτεύει την περιουσίαν σας; Αυτή είνε η απολογία μου. Σεις δε,
Ερμή και Ήφαιστε, εάν νομίζετε ότι είπα τίποτε, το οποίον δεν είνε
ορθόν, ελέγξετε και επανορθώσετέ με, εγώ δε θα απολογηθώ εκ νέου.

 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ

 

Τα πορτρέτα του Φαγιούμ

Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας Ελληνικής ζωγραφικής, η οποία γονιμοποίησε την Βυζαντινή Χριστιανική αγιογραφία, αποτελούν τα πορτραίτα Φαγιούμ. Η διάσωση δύο εικόνων τον 6ο μ.Χ. αιώνα στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και η ανακάλυψη των νεκρικών πορτρέτων των Ελληνιστικών χρόνων στην μικρή πόλη Φαγιούμ της Αιγύπτου πολλούς αιώνες μετά αποτελούν το γεφύρωμα των δύο εποχών της Ελληνικής ζωγραφικής.

Τα πορτραίτα Φαγιούμ είναι κατασκευασμένα με την τεχνική της εγκαυστικής πάνω σε ξύλο. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν την εγκαυστική μέθοδος ζωγραφικής, δηλαδή την τεχνική που χρησιμοποιεί για συνδετική ουσία των χρωμάτων το λιωμένο κερί. Μέχρι σήμερα δεν είναι τελείως ξεκάθαρο τι είδους πινέλα χρησιμοποιούσαν ώστε να μη καίγεται η τρίχα του πινέλου από το λιωμένο κερί. Συνέχιση της τεχνικής αυτής βρίσκουμε στα πορτρέτα Φαγιούμ.

Οι φτωχοί Αιγύπτιοι, που κι αυτοί όπως και οι ευγενείς πίστευαν στη μετά θάνατο ζωή αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να χρησιμοποιούν σαρκοφάγους με επικάλυψη πολύτιμων μετάλλων, χρησιμοποιούσαν κυρίως Έλληνες ζωγράφους για να απαθανατίσουν τις μορφές των νεκρών. Χιλιάδες από αυτά τα πορτρέτα βρέθηκαν και κοσμούν σήμερα μεγάλα Μουσεία, όπως του Καΐρου και το Βρετανικό Μουσείο.


Προσωπογραφία νέας από το Φαγιούμ με τη χαρακτηριστική στάση που θα διατηρήσουν οι γυναικείες μορφές στη βυζαντινή τέχνη. (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη)

Τα πορτρέτα, που αποδίδουν με ρεαλιστικό τρόπο άλλοτε γυναίκες, άλλοτε άνδρες και άλλοτε παιδιά, κράτησαν το μυστικό τους και, κατά κάποιον τρόπο, τις αποστάσεις τους από το ευρύτερο κοινό. Σήμερα έχουνε ανακαλυφθεί περισσότερα από 1.000 πορτρέτα Φαγιούμ, τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο corpus ζωγραφικής που έφθασε στις ημέρες μας από την αρχαιότητα. Τα περισσότερα από τα πορτρέτα αυτά προέρχονται από την περιοχή του Φαγιούμ, ένα νομό της αρχαίας Αιγύπτου που κάλυπτε μια μεγάλη και εύφορη κοιλάδα κάπου 60 χιλιόμετρα νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου.

Οι προσωπογραφίες φυλάσσονταν στα σπίτια και ίσως να είχαν διακοσμητική χρήση, όπως γίνεται και σήμερα. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί ακόμη και τα πλαίσια με τα οποία κρεμούσαν τις προσωπογραφίες στον τοίχο όσο ζούσε ακόμη ο άνθρωπος που απεικόνιζαν ενώ ακτινογραφίες έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι η ηλικία του νεκρού δεν αντιστοιχούσε πάντα στην ηλικία του ειδώλου του πορτρέτου.

Τα πορτρέτα χρονολογούνται στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, μια εποχή δηλαδή όπου ανθούσε ακόμη το Ελληνικό στοιχείο, η τεχνοτροπία και ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίον αποδίδονται οι μορφές μας υποδεικνύουν ότι οι ρίζες αυτής της ζωγραφικής βρίσκονται στη σχολή της Αλεξάνδρειας και είναι (αρχαίες) Ελληνικές. Λίγους αιώνες αργότερα, στο Σινά μια εικόνα του Χριστού «με νατουραλιστικά χαρακτηριστικά» και η προτομή του αποστόλου Πέτρου, «που φορά λευκοπράσινη ελληνιστική ενδυμασία», καταδεικνύουν την εξέλιξη της τέχνης Ελληνιστικής εποχής και τη μεταμόρφωσή της σε Βυζαντινή.

Η μετάβαση λοιπόν στην Χριστιανική αγιογραφία, ακολούθησε εμφανώς τις παγανιστικές φόρμες των Φαγιούμ, όπως αυτές διασώθηκαν έως σήμερα…