[1] Νέος μὲν καὶ ἄπειρος δικῶν ἔγωγε ἔτι, δεινῶς δὲ καὶ ἀπόρως ἔχει μοι περὶ τοῦ πράγματος, ὦ ἄνδρες, τοῦτο μὲν εἰ ἐπισκήψαντος τοῦ πατρὸς ἐπεξελθεῖν τοῖς αὑτοῦ φονεῦσι μὴ ἐπέξειμι, τοῦτο δὲ εἰ ἐπεξιόντι ἀναγκαίως ἔχει οἷς ἥκιστα ἐχρῆν ἐν διαφορᾷ καταστῆναι, ἀδελφοῖς ὁμοπατρίοις καὶ μητρὶ ἀδελφῶν.
[2] ἡ γὰρ τύχη καὶ αὐτοὶ οὗτοι ἠνάγκασαν ἐμοὶ πρὸς τούτους αὐτοὺς τὸν ἀγῶνα καταστῆναι, οὓς εἰκὸς ἦν τῷ μὲν τεθνεῶτι τιμωροὺς γενέσθαι, τῷ δὲ ἐπεξιόντι βοηθούς. νῦν δὲ τούτων τἀναντία γεγένηται· αὐτοὶ γὰρ οὗτοι καθεστᾶσιν ἀντίδικοι καὶ φονῆς, ὡς καὶ ἐγὼ καὶ ἡ γραφὴ λέγει.
[3] δέομαι δ᾽ ὑμῶν, ὦ ἄνδρες, ἐὰν ἀποδείξω ἐξ ἐπιβουλῆς καὶ προβουλῆς τὴν τούτων μητέρα φονέα οὖσαν τοῦ ἡμετέρου πατρός, καὶ μὴ ἅπαξ ἀλλὰ πολλάκις ἤδη ληφθεῖσαν τὸν θάνατον τὸν ἐκείνου ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ μηχανωμένην, τιμωρῆσαι πρῶτον μὲν τοῖς νόμοις τοῖς ὑμετέροις, οὓς παρὰ τῶν θεῶν καὶ τῶν προγόνων διαδεξάμενοι κατὰ τὸ αὐτὸ ἐκείνοις περὶ τῆς καταψηφίσεως δικάζετε, δεύτερον δ᾽ ἐκείνῳ τῷ τεθνηκότι, καὶ ἅμα ἐμοὶ μόνῳ ἀπολελειμμένῳ βοηθῆσαι.
[4] ὑμεῖς γάρ μοι ἀναγκαῖοι. οὓς γὰρ ἐχρῆν τῷ μὲν τεθνεῶτι τιμωροὺς γενέσθαι, ἐμοὶ δὲ βοηθούς, οὗτοι τοῦ μὲν τεθνεῶτος φονῆς γεγένηνται, ἐμοὶ δ᾽ ἀντίδικοι καθεστᾶσι. πρὸς τίνας οὖν ἔλθῃ τις βοηθούς, ἢ ποῖ τὴν καταφυγὴν ποιήσεται ἄλλοθι ἢ πρὸς ὑμᾶς καὶ τὸ δίκαιον;
[5] Θαυμάζω δ᾽ ἔγωγε καὶ τοῦ ἀδελφοῦ, ἥντινά ποτε γνώμην ἔχων ἀντίδικος καθέστηκε πρὸς ἐμέ, καὶ εἰ νομίζει τοῦτο εὐσέβειαν εἶναι, τὸ τὴν μητέρα μὴ προδοῦναι. ἐγὼ δ᾽ ἡγοῦμαι πολὺ ἀνοσιώτερον εἶναι ἀφεῖναι τοῦ τεθνεῶτος τὴν τιμωρίαν, ἄλλως τε καὶ τοῦ μὲν ἐκ προβουλῆς ἀκουσίως ἀποθανόντος, τῆς δὲ ἑκουσίως ἐκ προνοίας ἀποκτεινάσης.
[6] καὶ οὐ τοῦτό γ᾽ ἐρεῖ, ὡς εὖ οἶδεν ὅτι γ᾽ οὐκ ἀπέκτεινεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ τὸν πατέρα τὸν ἡμέτερον. ἐν οἷς μὲν γὰρ αὐτῷ ἐξουσία ἦν σαφῶς εἰδέναι, παρὰ τῆς βασάνου, οὐκ ἠθέλησεν· ἐν οἷς δ᾽ οὐκ ἦν πυθέσθαι, τοῦτο αὐτὸ προὐθυμήθη. καίτοι αὐτὸ τοῦτο ἐχρῆν, ὃ καὶ ἐγὼ προὐκαλούμην, προθυμηθῆναι, ὅπως τὸ πραχθὲν ᾖ ἀληθές, ἐπεξελθεῖν.
[7] μὴ γὰρ ὁμολογούντων τῶν ἀνδραπόδων οὗτός τ᾽ εὖ εἰδὼς ἂν ἀπελογεῖτο καὶ ἀντέσπευδε πρὸς ἐμέ, καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀπήλλακτο ἂν ταύτης τῆς αἰτίας. ὅπου δὲ μὴ ἠθέλησεν ἔλεγχον ποιήσασθαι τῶν πεπραγμένων, πῶς περί γ᾽ ὧν οὐκ ἠθέλησε πυθέσθαι, ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι; πῶς οὖν περὶ τούτων, ὦ δικάζοντες, αὐτὸν εἰκὸς εἰδέναι, ὧν γε τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἴληφε;
[8] Τί ποτε ἀπολογήσεται μέλει μοι. ἐκ μὲν γὰρ τῆς τῶν ἀνδραπόδων βασάνου εὖ ᾔδει ὅτι οὐχ οἷόν τ᾽ ἦν αὐτῇ σωθῆναι, ἐν δὲ τῷ μὴ βασανισθῆναι ἡγεῖτο τὴν σωτηρίαν εἶναι· τὰ γὰρ γενόμενα ἐν τούτῳ ἀφανισθῆναι ᾠήθησαν. πῶς οὖν εὔορκα ἀντομωμοκὼς ἔσται φάσκων εὖ εἰδέναι, ὃς οὐκ ἠθέλησε σαφῶς πυθέσθαι ἐμοῦ ἐθέλοντος τῇ δικαιοτάτῃ βασάνῳ χρήσασθαι περὶ τούτου τοῦ πράγματος;
[9] τοῦτο μὲν γὰρ ἠθέλησα μὲν τὰ τούτων ἀνδράποδα βασανίσαι, ἃ συνῄδει καὶ πρότερον τὴν γυναῖκα ταύτην, μητέρα δὲ τούτων, τῷ πατρὶ τῷ ἡμετέρῳ θάνατον μηχανωμένην φαρμάκοις, καὶ τὸν πατέρα εἰληφότα ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον, πλὴν οὐκ ἐπὶ θανάτῳ φάσκουσαν διδόναι ἀλλ᾽ ἐπὶ φίλτροις.
[10] διὰ οὖν ταῦτα ἐγὼ βάσανον τοιαύτην ἠθέλησα ποιήσασθαι περὶ αὐτῶν, γράψας ἐν γραμματείῳ ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην, βασανιστάς τε αὐτοὺς τούτους ἐκέλευον γίγνεσθαι ἐμοῦ παρόντος, ἵνα μὴ ἀναγκαζόμενοι ἃ ἐγὼ ἐπερωτῴην λέγοιεν, ἀλλ᾽ ἐξήρκει μοι τοῖς ἐν τῷ γραμματείῳ χρῆσθαι· καὶ αὐτό μοι τοῦτο τεκμήριον δίκαιον γενέσθαι, ὅτι ὀρθῶς καὶ δικαίως μετέρχομαι τὸν φονέα τοῦ πατρός· εἰ δὲ ἄπαρνοι γίγνοιντο ἢ λέγοιεν μὴ ὁμολογούμενα, ‹ἡ βάσανος› ἀναγκάζοι τὰ γεγονότα κατηγορεῖν· αὕτη γὰρ καὶ τοὺς τὰ ψευδῆ παρεσκευασμένους λέγειν τἀληθῆ κατηγορεῖν ποιήσει.
[11] καίτοι εὖ οἶδά γ᾽, εἰ οὗτοι πρὸς ἐμὲ ἐλθόντες, ἐπειδὴ τάχιστα αὐτοῖς ἀπηγγέλθη ὅτι ἐπεξίοιμι τοῦ πατρὸς τὸν φονέα, ἠθέλησαν τὰ ἀνδράποδα ἃ ἦν αὐτοῖς παραδοῦναι, ἐγὼ δὲ μὴ ἠθέλησα παραλαβεῖν, αὐτὰ ἂν ταῦτα μέγιστα τεκμήρια παρείχοντο ὡς οὐκ ἔνοχοί εἰσι τῷ φόνῳ. νῦν δ᾽, ἐγὼ γάρ εἰμι τοῦτο μὲν ὁ θέλων αὐτὸς βασανιστὴς γενέσθαι, τοῦτο δὲ τούτους αὐτοὺς κελεύων βασανίσαι ἀντ᾽ ἐμοῦ, ἐμοὶ δή που εἰκὸς ταὐτὰ ταῦτα τεκμήρια εἶναι ὡς εἰσὶν ἔνοχοι τῷ φόνῳ.
[12] εἰ γὰρ τούτων θελόντων διδόναι εἰς βάσανον ἐγὼ μὴ ἐδεξάμην, τούτοις ἂν ἦν ταῦτα τεκμήρια. τὸ αὐτὸ οὖν τοῦτο καὶ ἐμοὶ γενέσθω, εἴπερ ἐμοῦ θέλοντος ἔλεγχον λαβεῖν τοῦ πράγματος αὐτοὶ μὴ ἠθέλησαν δοῦναι. δεινὸν δ᾽ ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, εἰ ὑμᾶς μὲν ζητοῦσι ‹παρ›αιτεῖσθαι ὅπως αὐτῶν μὴ καταψηφίσησθε, αὐτοὶ δὲ σφίσιν αὐτοῖς οὐκ ἠξίωσαν δικασταὶ γενέσθαι δόντες βασανίσαι τὰ αὑτῶν ἀνδράποδα.
[13] περὶ μὲν οὖν τούτων οὐκ ἄδηλον ὅτι αὐτοὶ ἔφευγον τῶν πραχθέντων τὴν σαφήνειαν πυθέσθαι· ᾔδεσαν γὰρ οἰκεῖον σφίσι τὸ κακὸν ἀναφανησόμενον, ὥστε σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον αὐτὸ ἐᾶσαι ἐβουλήθησαν. ἀλλ᾽ οὐχ ὑμεῖς γε, ὦ ἄνδρες, ἔγωγ᾽ εὖ οἶδα, ἀλλὰ σαφὲς ποιήσετε.
Ταῦτα μὲν οὖν μέχρι τούτου· περὶ δὲ τῶν γενομένων πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι τὴν ἀλήθειαν· δίκη δὲ κυβερνήσειεν.
***
[1] Είμαι νέος ακόμη, κύριοι, και άπειρος από δικαστικούς αγώνες· γι᾽ αυτό, σχετικά με την υπόθεση βρίσκομαι σε φοβερά δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας το δίλημμα ή να μη διώξω δικαστικά τους δολοφόνους του πατέρα μου, παρά τη ρητή εντολή του, ή διώκοντάς τους να έρθω αναπόφευκτα σε ρήξη με πρόσωπα που έπρεπε να είναι τα τελευταία με τα οποία θα ταίριαζε να φτάσω σε διαμάχη, δηλαδή με τα ετεροθαλή αδέρφια μου και τη μητέρα τους.
[2] Γιατί η κακή τύχη και προσωπικά αυτοί με ανάγκασαν να βρεθώ αντιμέτωπος στα δικαστήρια εναντίον αυτών ειδικά από τους οποίους θα περίμενε κανείς να πάρουν εκδίκηση για το νεκρό και να υποστηρίξουν τον κατήγορο. Τώρα όμως έχει γίνει το αντίθετο: αυτοί οι ίδιοι έχουν γίνει αντίδικοί μου και φονιάδες, όπως υποστηρίζω εγώ προσωπικά και αναφέρει η μήνυσή μου.
[3] Κάνω όμως έκκληση σε σας, κύριοι δικαστές: αν αποδείξω ότι η μητέρα τους σκότωσε τον πατέρα μας με σχέδιο που κατέστρωσε εκ των προτέρων, και μάλιστα συλληφθείσα επ᾽ αυτοφώρω, όχι μια φορά αλλά κατ᾽ επανάληψη, να σχεδιάζει με διάφορους τρόπους το θάνατό του, τότε πρωτίστως προστατεύσετε τους νόμους σας, που κληρονομήσατε από τους θεούς και τους προγόνους σας και σύμφωνα με τους οποίους εκδίδετε καταδικαστικές αποφάσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνοι· δεύτερον, πάρτε εκδίκηση για το νεκρό και έτσι βοηθήσετε και εμένα που απόμεινα μόνος και ορφανός.
[4] Εσείς είστε τώρα οι συγγενείς μου· γιατί αυτοί που έπρεπε να πάρουν εκδίκηση για το νεκρό και να βοηθήσουν εμένα, έχουν γίνει οι δολοφόνοι του και δικοί μου αντίδικοι. Σε ποιούς λοιπόν να έρθει κανείς για βοήθεια; Πού αλλού να βρει καταφύγιο παρά σε σας και στη δικαιοσύνη;
[5] Δεν μπορώ, αλήθεια, να καταλάβω από ποιό συναίσθημα άραγε διακατεχόμενος ο αδερφός μου παρασύρθηκε ώστε να γίνει αντίδικός μου· μήπως νομίζει ότι η αφοσίωση προς τη μητέρα του αποτελεί ευσέβεια; Αντίθετα, εγώ θεωρώ πολύ μεγαλύτερο αμάρτημα να αμελήσει να πάρει εκδίκηση για το νεκρό πατέρα μας, τη στιγμή μάλιστα που εκείνος υπήρξε ακούσιο θύμα συνωμοσίας μιας φόνισσας, που τον οδήγησε στο θάνατο εσκεμμένα με προσχεδιασμένη απόφαση.
[6] Επίσης, δεν μπορεί ο αδερφός μου να ισχυριστεί ότι είναι σίγουρος πως η μητέρα του δεν δολοφόνησε τον πατέρα μας· γιατί τα μέσα με τα οποία μπορούσε να εξακριβώσει το πράγμα, το βασανισμό δηλαδή των δούλων, δε θέλησε να τα δεχθεί· αντίθετα, έδειξε προθυμία μόνο σε εκείνους τους τρόπους έρευνας με τους οποίους δεν ήταν δυνατό να αποδειχτεί τίποτε. Και όμως έπρεπε να είχε δείξει προθυμία ακριβώς σ᾽ αυτό που και εγώ τον προκαλούσα να κάνει, ώστε να ήταν δυνατή μια έρευνα των γεγονότων βασισμένη στην αλήθεια.
[7] Γιατί, αν οι δούλοι δεν ομολογούσαν την ενοχή της, τότε και αυτός θα απολογούνταν όντας σίγουρος για την αθωότητά της και θα με αντιμετώπιζε σθεναρά και η μητέρα του θα είχε απαλλαγεί από αυτή την κατηγορία. Αφού όμως δε θέλησε να προχωρήσει στην έρευνα των γεγονότων, πώς είναι δυνατό να έχει σαφή άποψη για πράγματα που αρνήθηκε να εξακριβώσει; Πώς λοιπόν μπορεί να είναι πιθανό, κύριοι δικαστές, να είναι σίγουρος για γεγονότα για τα οποία δεν έχει μάθει την αλήθεια;
[8] Είμαι περίεργος να ακούσω τί τέλος πάντων θα απολογηθεί· γιατί με το βασανισμό των δούλων κατά την ανάκριση ήταν σίγουρος ότι η μητέρα του δεν μπορούσε να σωθεί, ενώ, με το να αποφύγει το βασανισμό των δούλων κατά την ανάκριση, σκέφτηκε ότι αυτό θα έσωζε τη ζωή της· γιατί φαντάστηκαν ότι με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζαν κάθε ίχνος του πράγματος. Πώς λοιπόν θα έχει τηρήσει τον όρκο του, όταν ισχυρίζεται ότι γνωρίζει με ακρίβεια τα γεγονότα αυτός που αρνήθηκε να λάβει σαφή γνώση αυτών, όταν εγώ ζήτησα να χρησιμοποιήσουμε γι᾽ αυτή την υπόθεση την πιο αμερόληπτη εξέταση, το βασανισμό των δούλων;
[9] Αρχικά ήμουν έτοιμος να βασανίσω τους δούλους των κατηγορουμένων, γιατί ήξεραν καλά ότι η γυναίκα αυτή εδώ, η μητέρα τους, σχεδίαζε να δηλητηριάσει και άλλη μια φορά στο παρελθόν τον πατέρα μας· επίσης, ότι ο πατέρας μας την είχε πιάσει επ᾽ αυτοφώρω, χωρίς αυτή να το αρνηθεί· προφασίστηκε όμως ότι το έκανε όχι για να τον σκοτώσει, αλλά ως φίλτρο, για να ξανακερδίσει την αγάπη του.
[10] Στη συνέχεια, για όλους αυτούς τους λόγους, πρότεινα να γίνει κατάθεση με βασανισμό των δούλων ως εξής: έγραψα σε πινακίδα τις κατηγορίες μου εναντίον αυτής εδώ της γυναίκας· ζήτησα να διενεργήσουν την εξέταση αυτοί οι ίδιοι παρουσία μου, για να μη αναγκάζονται οι δούλοι να απαντούν υπό πίεση στις ερωτήσεις μου· μου αρκούσε να χρησιμοποιούν κατά την ανάκριση τις ερωτήσεις μου που ήταν γραμμένες στην πινακίδα· αυτό από μόνο του θα ήταν για μένα δίκαιη απόδειξη ότι η έρευνα για το φόνο του πατέρα μου ήταν έντιμη και αμερόληπτη· αν όμως οι δούλοι αρνούνταν να καταθέσουν ή έκαναν αντιφατικές καταθέσεις, η μέθοδος του βασανισμού θα τους ανάγκαζε να αποκαλύψουν τα γεγονότα· γιατί η μέθοδος αυτή κάνει ακόμη και αυτούς που είναι προετοιμασμένοι να λένε ψέματα να ομολογούν την αλήθεια.
[11] Αν οι αντίπαλοί μου με πλησίαζαν αμέσως μόλις είχαν μάθει ότι θα κινηθώ εναντίον του φονιά του πατέρα μου και ήταν πρόθυμοι να μου παραδώσουν τους δούλους τους αλλά εγώ αρνιόμουν να τους παραλάβω, προφανώς αυτή ακριβώς η προσφορά τους και η δική μου άρνηση θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν είναι ένοχοι για φόνο. Τώρα όμως εγώ είμαι αυτός που αφενός προθυμοποιήθηκα να διενεργήσω την εξέταση προσωπικά, αφετέρου πρότεινα τους ίδιους τους αντιδίκους μου να κάνουν την εξέταση των δούλων τους αντί για μένα· λογικό λοιπόν είναι η αντίστοιχη δική μου προσφορά και η δική τους άρνηση να αποτελούν απόδειξη υπέρ εμού ότι αυτοί είναι ένοχοι για το φόνο.
[12] Γιατί, αν αυτοί ήταν πρόθυμοι να μου παραδώσουν τους δούλους για βασανισμό και εγώ δε δεχόμουν την προσφορά τους, μια τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε απόδειξη υπέρ αυτών. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ας αποτελέσει απόδειξη υπέρ εμού η άρνηση αυτών να μου παραδώσουν τους δούλους για βασανισμό, ενώ εγώ έδειξα προθυμία να διαλευκάνω την υπόθεση. Αλήθεια, μου φαίνεται περίεργο που προσπαθούν να ζητήσουν από σας να μη τους καταδικάσετε, τη στιγμή που οι ίδιοι απαξίωσαν να γίνουν κριτές του εαυτού τους (: να βγάλουν ετυμηγορία για τον εαυτό τους) παραδίδοντας τους δούλους τους για βασανισμό.
[13] Όσον αφορά λοιπόν την υπόθεση των δούλων είναι ολοφάνερο ότι οι αντίδικοι προσπαθούσαν να αποφύγουν την εξακρίβωση των γεγονότων· γιατί ήταν σίγουροι ότι θα αποδεικνυόταν ότι το έγκλημα βαραίνει αυτούς· γι᾽ αυτό θέλησαν να το αφήσουν συγκεκαλυμμένο και να μη ασχοληθεί η ανάκριση με αυτούς. Εσείς όμως, κύριοι δικαστές, δε θα αφήσετε το πράγμα έτσι, είμαι σίγουρος γι᾽ αυτό, αλλά θα ρίξετε άπλετο φως. Αρκετά λοιπόν ώς εδώ· όσο για τα γεγονότα, θα προσπαθήσω να σας τα εξιστορήσω όπως πραγματικά συνέβησαν, και ας με οδηγήσει το δίκαιο.
[2] ἡ γὰρ τύχη καὶ αὐτοὶ οὗτοι ἠνάγκασαν ἐμοὶ πρὸς τούτους αὐτοὺς τὸν ἀγῶνα καταστῆναι, οὓς εἰκὸς ἦν τῷ μὲν τεθνεῶτι τιμωροὺς γενέσθαι, τῷ δὲ ἐπεξιόντι βοηθούς. νῦν δὲ τούτων τἀναντία γεγένηται· αὐτοὶ γὰρ οὗτοι καθεστᾶσιν ἀντίδικοι καὶ φονῆς, ὡς καὶ ἐγὼ καὶ ἡ γραφὴ λέγει.
[3] δέομαι δ᾽ ὑμῶν, ὦ ἄνδρες, ἐὰν ἀποδείξω ἐξ ἐπιβουλῆς καὶ προβουλῆς τὴν τούτων μητέρα φονέα οὖσαν τοῦ ἡμετέρου πατρός, καὶ μὴ ἅπαξ ἀλλὰ πολλάκις ἤδη ληφθεῖσαν τὸν θάνατον τὸν ἐκείνου ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ μηχανωμένην, τιμωρῆσαι πρῶτον μὲν τοῖς νόμοις τοῖς ὑμετέροις, οὓς παρὰ τῶν θεῶν καὶ τῶν προγόνων διαδεξάμενοι κατὰ τὸ αὐτὸ ἐκείνοις περὶ τῆς καταψηφίσεως δικάζετε, δεύτερον δ᾽ ἐκείνῳ τῷ τεθνηκότι, καὶ ἅμα ἐμοὶ μόνῳ ἀπολελειμμένῳ βοηθῆσαι.
[4] ὑμεῖς γάρ μοι ἀναγκαῖοι. οὓς γὰρ ἐχρῆν τῷ μὲν τεθνεῶτι τιμωροὺς γενέσθαι, ἐμοὶ δὲ βοηθούς, οὗτοι τοῦ μὲν τεθνεῶτος φονῆς γεγένηνται, ἐμοὶ δ᾽ ἀντίδικοι καθεστᾶσι. πρὸς τίνας οὖν ἔλθῃ τις βοηθούς, ἢ ποῖ τὴν καταφυγὴν ποιήσεται ἄλλοθι ἢ πρὸς ὑμᾶς καὶ τὸ δίκαιον;
[5] Θαυμάζω δ᾽ ἔγωγε καὶ τοῦ ἀδελφοῦ, ἥντινά ποτε γνώμην ἔχων ἀντίδικος καθέστηκε πρὸς ἐμέ, καὶ εἰ νομίζει τοῦτο εὐσέβειαν εἶναι, τὸ τὴν μητέρα μὴ προδοῦναι. ἐγὼ δ᾽ ἡγοῦμαι πολὺ ἀνοσιώτερον εἶναι ἀφεῖναι τοῦ τεθνεῶτος τὴν τιμωρίαν, ἄλλως τε καὶ τοῦ μὲν ἐκ προβουλῆς ἀκουσίως ἀποθανόντος, τῆς δὲ ἑκουσίως ἐκ προνοίας ἀποκτεινάσης.
[6] καὶ οὐ τοῦτό γ᾽ ἐρεῖ, ὡς εὖ οἶδεν ὅτι γ᾽ οὐκ ἀπέκτεινεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ τὸν πατέρα τὸν ἡμέτερον. ἐν οἷς μὲν γὰρ αὐτῷ ἐξουσία ἦν σαφῶς εἰδέναι, παρὰ τῆς βασάνου, οὐκ ἠθέλησεν· ἐν οἷς δ᾽ οὐκ ἦν πυθέσθαι, τοῦτο αὐτὸ προὐθυμήθη. καίτοι αὐτὸ τοῦτο ἐχρῆν, ὃ καὶ ἐγὼ προὐκαλούμην, προθυμηθῆναι, ὅπως τὸ πραχθὲν ᾖ ἀληθές, ἐπεξελθεῖν.
[7] μὴ γὰρ ὁμολογούντων τῶν ἀνδραπόδων οὗτός τ᾽ εὖ εἰδὼς ἂν ἀπελογεῖτο καὶ ἀντέσπευδε πρὸς ἐμέ, καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀπήλλακτο ἂν ταύτης τῆς αἰτίας. ὅπου δὲ μὴ ἠθέλησεν ἔλεγχον ποιήσασθαι τῶν πεπραγμένων, πῶς περί γ᾽ ὧν οὐκ ἠθέλησε πυθέσθαι, ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι; πῶς οὖν περὶ τούτων, ὦ δικάζοντες, αὐτὸν εἰκὸς εἰδέναι, ὧν γε τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἴληφε;
[8] Τί ποτε ἀπολογήσεται μέλει μοι. ἐκ μὲν γὰρ τῆς τῶν ἀνδραπόδων βασάνου εὖ ᾔδει ὅτι οὐχ οἷόν τ᾽ ἦν αὐτῇ σωθῆναι, ἐν δὲ τῷ μὴ βασανισθῆναι ἡγεῖτο τὴν σωτηρίαν εἶναι· τὰ γὰρ γενόμενα ἐν τούτῳ ἀφανισθῆναι ᾠήθησαν. πῶς οὖν εὔορκα ἀντομωμοκὼς ἔσται φάσκων εὖ εἰδέναι, ὃς οὐκ ἠθέλησε σαφῶς πυθέσθαι ἐμοῦ ἐθέλοντος τῇ δικαιοτάτῃ βασάνῳ χρήσασθαι περὶ τούτου τοῦ πράγματος;
[9] τοῦτο μὲν γὰρ ἠθέλησα μὲν τὰ τούτων ἀνδράποδα βασανίσαι, ἃ συνῄδει καὶ πρότερον τὴν γυναῖκα ταύτην, μητέρα δὲ τούτων, τῷ πατρὶ τῷ ἡμετέρῳ θάνατον μηχανωμένην φαρμάκοις, καὶ τὸν πατέρα εἰληφότα ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον, πλὴν οὐκ ἐπὶ θανάτῳ φάσκουσαν διδόναι ἀλλ᾽ ἐπὶ φίλτροις.
[10] διὰ οὖν ταῦτα ἐγὼ βάσανον τοιαύτην ἠθέλησα ποιήσασθαι περὶ αὐτῶν, γράψας ἐν γραμματείῳ ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην, βασανιστάς τε αὐτοὺς τούτους ἐκέλευον γίγνεσθαι ἐμοῦ παρόντος, ἵνα μὴ ἀναγκαζόμενοι ἃ ἐγὼ ἐπερωτῴην λέγοιεν, ἀλλ᾽ ἐξήρκει μοι τοῖς ἐν τῷ γραμματείῳ χρῆσθαι· καὶ αὐτό μοι τοῦτο τεκμήριον δίκαιον γενέσθαι, ὅτι ὀρθῶς καὶ δικαίως μετέρχομαι τὸν φονέα τοῦ πατρός· εἰ δὲ ἄπαρνοι γίγνοιντο ἢ λέγοιεν μὴ ὁμολογούμενα, ‹ἡ βάσανος› ἀναγκάζοι τὰ γεγονότα κατηγορεῖν· αὕτη γὰρ καὶ τοὺς τὰ ψευδῆ παρεσκευασμένους λέγειν τἀληθῆ κατηγορεῖν ποιήσει.
[11] καίτοι εὖ οἶδά γ᾽, εἰ οὗτοι πρὸς ἐμὲ ἐλθόντες, ἐπειδὴ τάχιστα αὐτοῖς ἀπηγγέλθη ὅτι ἐπεξίοιμι τοῦ πατρὸς τὸν φονέα, ἠθέλησαν τὰ ἀνδράποδα ἃ ἦν αὐτοῖς παραδοῦναι, ἐγὼ δὲ μὴ ἠθέλησα παραλαβεῖν, αὐτὰ ἂν ταῦτα μέγιστα τεκμήρια παρείχοντο ὡς οὐκ ἔνοχοί εἰσι τῷ φόνῳ. νῦν δ᾽, ἐγὼ γάρ εἰμι τοῦτο μὲν ὁ θέλων αὐτὸς βασανιστὴς γενέσθαι, τοῦτο δὲ τούτους αὐτοὺς κελεύων βασανίσαι ἀντ᾽ ἐμοῦ, ἐμοὶ δή που εἰκὸς ταὐτὰ ταῦτα τεκμήρια εἶναι ὡς εἰσὶν ἔνοχοι τῷ φόνῳ.
[12] εἰ γὰρ τούτων θελόντων διδόναι εἰς βάσανον ἐγὼ μὴ ἐδεξάμην, τούτοις ἂν ἦν ταῦτα τεκμήρια. τὸ αὐτὸ οὖν τοῦτο καὶ ἐμοὶ γενέσθω, εἴπερ ἐμοῦ θέλοντος ἔλεγχον λαβεῖν τοῦ πράγματος αὐτοὶ μὴ ἠθέλησαν δοῦναι. δεινὸν δ᾽ ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, εἰ ὑμᾶς μὲν ζητοῦσι ‹παρ›αιτεῖσθαι ὅπως αὐτῶν μὴ καταψηφίσησθε, αὐτοὶ δὲ σφίσιν αὐτοῖς οὐκ ἠξίωσαν δικασταὶ γενέσθαι δόντες βασανίσαι τὰ αὑτῶν ἀνδράποδα.
[13] περὶ μὲν οὖν τούτων οὐκ ἄδηλον ὅτι αὐτοὶ ἔφευγον τῶν πραχθέντων τὴν σαφήνειαν πυθέσθαι· ᾔδεσαν γὰρ οἰκεῖον σφίσι τὸ κακὸν ἀναφανησόμενον, ὥστε σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον αὐτὸ ἐᾶσαι ἐβουλήθησαν. ἀλλ᾽ οὐχ ὑμεῖς γε, ὦ ἄνδρες, ἔγωγ᾽ εὖ οἶδα, ἀλλὰ σαφὲς ποιήσετε.
Ταῦτα μὲν οὖν μέχρι τούτου· περὶ δὲ τῶν γενομένων πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι τὴν ἀλήθειαν· δίκη δὲ κυβερνήσειεν.
***
[1] Είμαι νέος ακόμη, κύριοι, και άπειρος από δικαστικούς αγώνες· γι᾽ αυτό, σχετικά με την υπόθεση βρίσκομαι σε φοβερά δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας το δίλημμα ή να μη διώξω δικαστικά τους δολοφόνους του πατέρα μου, παρά τη ρητή εντολή του, ή διώκοντάς τους να έρθω αναπόφευκτα σε ρήξη με πρόσωπα που έπρεπε να είναι τα τελευταία με τα οποία θα ταίριαζε να φτάσω σε διαμάχη, δηλαδή με τα ετεροθαλή αδέρφια μου και τη μητέρα τους.
[2] Γιατί η κακή τύχη και προσωπικά αυτοί με ανάγκασαν να βρεθώ αντιμέτωπος στα δικαστήρια εναντίον αυτών ειδικά από τους οποίους θα περίμενε κανείς να πάρουν εκδίκηση για το νεκρό και να υποστηρίξουν τον κατήγορο. Τώρα όμως έχει γίνει το αντίθετο: αυτοί οι ίδιοι έχουν γίνει αντίδικοί μου και φονιάδες, όπως υποστηρίζω εγώ προσωπικά και αναφέρει η μήνυσή μου.
[3] Κάνω όμως έκκληση σε σας, κύριοι δικαστές: αν αποδείξω ότι η μητέρα τους σκότωσε τον πατέρα μας με σχέδιο που κατέστρωσε εκ των προτέρων, και μάλιστα συλληφθείσα επ᾽ αυτοφώρω, όχι μια φορά αλλά κατ᾽ επανάληψη, να σχεδιάζει με διάφορους τρόπους το θάνατό του, τότε πρωτίστως προστατεύσετε τους νόμους σας, που κληρονομήσατε από τους θεούς και τους προγόνους σας και σύμφωνα με τους οποίους εκδίδετε καταδικαστικές αποφάσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνοι· δεύτερον, πάρτε εκδίκηση για το νεκρό και έτσι βοηθήσετε και εμένα που απόμεινα μόνος και ορφανός.
[4] Εσείς είστε τώρα οι συγγενείς μου· γιατί αυτοί που έπρεπε να πάρουν εκδίκηση για το νεκρό και να βοηθήσουν εμένα, έχουν γίνει οι δολοφόνοι του και δικοί μου αντίδικοι. Σε ποιούς λοιπόν να έρθει κανείς για βοήθεια; Πού αλλού να βρει καταφύγιο παρά σε σας και στη δικαιοσύνη;
[5] Δεν μπορώ, αλήθεια, να καταλάβω από ποιό συναίσθημα άραγε διακατεχόμενος ο αδερφός μου παρασύρθηκε ώστε να γίνει αντίδικός μου· μήπως νομίζει ότι η αφοσίωση προς τη μητέρα του αποτελεί ευσέβεια; Αντίθετα, εγώ θεωρώ πολύ μεγαλύτερο αμάρτημα να αμελήσει να πάρει εκδίκηση για το νεκρό πατέρα μας, τη στιγμή μάλιστα που εκείνος υπήρξε ακούσιο θύμα συνωμοσίας μιας φόνισσας, που τον οδήγησε στο θάνατο εσκεμμένα με προσχεδιασμένη απόφαση.
[6] Επίσης, δεν μπορεί ο αδερφός μου να ισχυριστεί ότι είναι σίγουρος πως η μητέρα του δεν δολοφόνησε τον πατέρα μας· γιατί τα μέσα με τα οποία μπορούσε να εξακριβώσει το πράγμα, το βασανισμό δηλαδή των δούλων, δε θέλησε να τα δεχθεί· αντίθετα, έδειξε προθυμία μόνο σε εκείνους τους τρόπους έρευνας με τους οποίους δεν ήταν δυνατό να αποδειχτεί τίποτε. Και όμως έπρεπε να είχε δείξει προθυμία ακριβώς σ᾽ αυτό που και εγώ τον προκαλούσα να κάνει, ώστε να ήταν δυνατή μια έρευνα των γεγονότων βασισμένη στην αλήθεια.
[7] Γιατί, αν οι δούλοι δεν ομολογούσαν την ενοχή της, τότε και αυτός θα απολογούνταν όντας σίγουρος για την αθωότητά της και θα με αντιμετώπιζε σθεναρά και η μητέρα του θα είχε απαλλαγεί από αυτή την κατηγορία. Αφού όμως δε θέλησε να προχωρήσει στην έρευνα των γεγονότων, πώς είναι δυνατό να έχει σαφή άποψη για πράγματα που αρνήθηκε να εξακριβώσει; Πώς λοιπόν μπορεί να είναι πιθανό, κύριοι δικαστές, να είναι σίγουρος για γεγονότα για τα οποία δεν έχει μάθει την αλήθεια;
[8] Είμαι περίεργος να ακούσω τί τέλος πάντων θα απολογηθεί· γιατί με το βασανισμό των δούλων κατά την ανάκριση ήταν σίγουρος ότι η μητέρα του δεν μπορούσε να σωθεί, ενώ, με το να αποφύγει το βασανισμό των δούλων κατά την ανάκριση, σκέφτηκε ότι αυτό θα έσωζε τη ζωή της· γιατί φαντάστηκαν ότι με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζαν κάθε ίχνος του πράγματος. Πώς λοιπόν θα έχει τηρήσει τον όρκο του, όταν ισχυρίζεται ότι γνωρίζει με ακρίβεια τα γεγονότα αυτός που αρνήθηκε να λάβει σαφή γνώση αυτών, όταν εγώ ζήτησα να χρησιμοποιήσουμε γι᾽ αυτή την υπόθεση την πιο αμερόληπτη εξέταση, το βασανισμό των δούλων;
[9] Αρχικά ήμουν έτοιμος να βασανίσω τους δούλους των κατηγορουμένων, γιατί ήξεραν καλά ότι η γυναίκα αυτή εδώ, η μητέρα τους, σχεδίαζε να δηλητηριάσει και άλλη μια φορά στο παρελθόν τον πατέρα μας· επίσης, ότι ο πατέρας μας την είχε πιάσει επ᾽ αυτοφώρω, χωρίς αυτή να το αρνηθεί· προφασίστηκε όμως ότι το έκανε όχι για να τον σκοτώσει, αλλά ως φίλτρο, για να ξανακερδίσει την αγάπη του.
[10] Στη συνέχεια, για όλους αυτούς τους λόγους, πρότεινα να γίνει κατάθεση με βασανισμό των δούλων ως εξής: έγραψα σε πινακίδα τις κατηγορίες μου εναντίον αυτής εδώ της γυναίκας· ζήτησα να διενεργήσουν την εξέταση αυτοί οι ίδιοι παρουσία μου, για να μη αναγκάζονται οι δούλοι να απαντούν υπό πίεση στις ερωτήσεις μου· μου αρκούσε να χρησιμοποιούν κατά την ανάκριση τις ερωτήσεις μου που ήταν γραμμένες στην πινακίδα· αυτό από μόνο του θα ήταν για μένα δίκαιη απόδειξη ότι η έρευνα για το φόνο του πατέρα μου ήταν έντιμη και αμερόληπτη· αν όμως οι δούλοι αρνούνταν να καταθέσουν ή έκαναν αντιφατικές καταθέσεις, η μέθοδος του βασανισμού θα τους ανάγκαζε να αποκαλύψουν τα γεγονότα· γιατί η μέθοδος αυτή κάνει ακόμη και αυτούς που είναι προετοιμασμένοι να λένε ψέματα να ομολογούν την αλήθεια.
[11] Αν οι αντίπαλοί μου με πλησίαζαν αμέσως μόλις είχαν μάθει ότι θα κινηθώ εναντίον του φονιά του πατέρα μου και ήταν πρόθυμοι να μου παραδώσουν τους δούλους τους αλλά εγώ αρνιόμουν να τους παραλάβω, προφανώς αυτή ακριβώς η προσφορά τους και η δική μου άρνηση θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν είναι ένοχοι για φόνο. Τώρα όμως εγώ είμαι αυτός που αφενός προθυμοποιήθηκα να διενεργήσω την εξέταση προσωπικά, αφετέρου πρότεινα τους ίδιους τους αντιδίκους μου να κάνουν την εξέταση των δούλων τους αντί για μένα· λογικό λοιπόν είναι η αντίστοιχη δική μου προσφορά και η δική τους άρνηση να αποτελούν απόδειξη υπέρ εμού ότι αυτοί είναι ένοχοι για το φόνο.
[12] Γιατί, αν αυτοί ήταν πρόθυμοι να μου παραδώσουν τους δούλους για βασανισμό και εγώ δε δεχόμουν την προσφορά τους, μια τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε απόδειξη υπέρ αυτών. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ας αποτελέσει απόδειξη υπέρ εμού η άρνηση αυτών να μου παραδώσουν τους δούλους για βασανισμό, ενώ εγώ έδειξα προθυμία να διαλευκάνω την υπόθεση. Αλήθεια, μου φαίνεται περίεργο που προσπαθούν να ζητήσουν από σας να μη τους καταδικάσετε, τη στιγμή που οι ίδιοι απαξίωσαν να γίνουν κριτές του εαυτού τους (: να βγάλουν ετυμηγορία για τον εαυτό τους) παραδίδοντας τους δούλους τους για βασανισμό.
[13] Όσον αφορά λοιπόν την υπόθεση των δούλων είναι ολοφάνερο ότι οι αντίδικοι προσπαθούσαν να αποφύγουν την εξακρίβωση των γεγονότων· γιατί ήταν σίγουροι ότι θα αποδεικνυόταν ότι το έγκλημα βαραίνει αυτούς· γι᾽ αυτό θέλησαν να το αφήσουν συγκεκαλυμμένο και να μη ασχοληθεί η ανάκριση με αυτούς. Εσείς όμως, κύριοι δικαστές, δε θα αφήσετε το πράγμα έτσι, είμαι σίγουρος γι᾽ αυτό, αλλά θα ρίξετε άπλετο φως. Αρκετά λοιπόν ώς εδώ· όσο για τα γεγονότα, θα προσπαθήσω να σας τα εξιστορήσω όπως πραγματικά συνέβησαν, και ας με οδηγήσει το δίκαιο.