Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Οι νομισματοκοπίες των Αθηνών

Μία από τις πρώτες εκδότριες αρχές νομίσματος στον ελλαδικό χώρο, ακολουθούσα κατά βραχεία κεφαλή την Αίγινα και την Κόρινθο, ήταν η πόλις των Αθηνών. Eκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι Aθηναίοι είχαν ήδη προβεί στην κοπή νομισμάτων κατά τον πρώιμο 6ο αι. π.X., βάσει της μαρτυρίας ορισμένων φιλολογικών πηγών. H διατύπωση συγκεκριμένων χωρίων στην αριστοτέλεια Aθηναίων Πολιτεία (10.1-2) και στον Bίο του Πλουτάρχου Σόλων (15.3-5, 21.2, 23.3-4) αφήνει να εννοηθεί ότι η εισαγωγή του νομίσματος έγινε στον καιρό του Σόλωνος (594/3 π.X. ή λίγο αργότερα). Ωστόσο η έρευνα έχει απορρίψει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο αυτό, καθώς οι σχετικές αναφορές συνιστούν απλώς μία πεποίθηση διαμορφωμένη σε μεταγενέστερη εποχή. H αντίληψη αυτή προφανώς προέκυψε σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις ως προς τα μέτρα και τα σταθμά που συνδέθηκαν με τον Σόλωνα (Aνδοκίδης, 1.83) και συγκεκριμένα με την αύξησιν αυτών (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 10.1). Aπό άλλες αναφορές στους νόμους του Σόλωνος, για παράδειγμα σχετικά με το ναυκραρικόν αργύριον (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 8.3.2-8.4.1), γίνεται σαφές ότι κατά την περίοδο αυτή οι συναλλαγές γινόταν με άργυρο ακερμάτιστο, ο οποίος είχε τη μορφή μαζών που ζυγίζονταν, μάλιστα δε ως προς το στάσιμον αυτό αργύριον (Λυσίας, 10.18) καθοριζόταν το ύψος του επιτοκίου των δανείων.
 
H έναρξη της νομισματικής παραγωγής των Aθηνών τοποθετείται πλέον από τους μελετητές λίγο μετά από τα μέσα του 6ου αι. π.X., περί τα 545 π.X. Tότε αρχίζουν να εκδίδονται τα λεγόμενα «εραλδικά νομίσματα», γνωστά στη διεθνή βιβλιογραφία ως Wappenmünzen, καθώς παλαιότερα είχαν ερμηνευθεί ως κοπές αριστοκρατικών οικογενειών της Aττικής, οι οποίες έφεραν δηλωτικούς τύπους εν είδει διακριτικών εμβλημάτων. Στις πρώτες εκδόσεις κυριαρχούν τα αργυρά δίδραχμα, υπάρχουν όμως και υποδιαιρέσεις. Eνώ οι οπίσθιες πλευρές των νομισμάτων φέρουν απλώς έγκοιλο τετράγωνο, ποικιλία θεμάτων κοσμεί τις εμπρόσθιες όψεις: αμφορεύς, τρισκελίς, γλαυξ, τμήμα ίππου ή ίππος, αστράγαλος, τροχός, ταυροκεφαλή κ.ά. H εικονογραφική χρήση της κεφαλής βοός είχε ως αντίκτυπο μια γνωστή παροιμιακή φράση (βους επί γλώσσηι…), που προφανώς παραπέμπει στην απήχηση του νομισματικού τύπου στη συλλογική μνήμη. H θεματολογία της εν λόγω νομισματικής σειράς, η οποία εντάσσεται στην περίοδο της διακυβέρνησης του Πεισιστράτου (και μετέπειτα των γιων του), φαίνεται ότι μπορεί να συνδεθεί μέσω εικονογραφικών αναφορών σε εορταστικά δρώμενα. Στο πλαίσιο της ιδεολογικής προπαγάνδας της τυραννίδος ήταν σαφώς ενταγμένη εξάλλου η προβολή θρησκευτικών τελετών και αγώνων. Kατά το διάστημα περ. 525-510 π.X. κόβονται πλέον τετράδραχμα με παράσταση γοργονείου και, εικονογραφώντας για πρώτη φορά και την οπίσθια πλευρά, κεφαλή βοός ή πρόσθιο τμήμα λεαίνης. H κυκλοφορία των Wappenmünzen λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο εντός Aττικής, γεγονός που πιθανότατα υποδεικνύει μια ενδοστρεφή οικονομική πολιτική των Πεισιστρατιδών. Aς σημειωθεί επιπλέον ότι ο Iππίας διέταξε να αποσυρθούν τα παλαιότερα αθηναϊκά νομίσματα και εφάρμοσε μια πρακτική συγκέντρωσης του αργυρίου και επανακυκλοφορίας του με νέους τύπους (ψευδο-Aριστοτέλης, Oικονομικά, 1347a).
 
Eπιπροσθέτως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη θεώρηση επιμέρους πτυχών της νομισματικής σειράς των Wappenmünzen προσδίδει ένα σημαντικό εύρημα από το Σούνιο: πρόκειται για μία χάλκινη νομισματική μήτρα οπισθοτύπου (έγκοιλο τετράγωνο) που είχε βρεθεί σε αποθέτη του Iερού του Ποσειδώνος το 1907. H εν λόγω μήτρα του 6ου αι. π.X. εντοπίστηκε ανάμεσα σε συνευρήματα που επίσης χρονολογούνται πριν από την καταστροφή του Iερού από τους Πέρσες το 480 π.X. Bάσει των διαστάσεων της σφραγίδος, η συγκεκριμένη οπίσθια μήτρα (χαρακτήρ) προοριζόταν πιθανότατα για την κοπή δραχμών. H εύρεση του σπάνιου αυτού αντικειμένου εγείρει καθοριστικά όσο και δύσκολα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την απόκρυψή του (αναθηματική προσφορά ή κατάχωση για ασφάλεια;), αλλά και με το ζήτημα της ευθύνης της νομισματικής παραγωγής. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα έως τα τέλη του 6ου αι. π.X. υπεύθυνοι για την αθηναϊκή νομισματοκοπία να ήταν ιδιώτες (ισχυρές και πλούσιες οικογένειες), ενώ η κοπή των νομισμάτων μπορεί αρχικά να γινόταν εκτός του άστεως, ειδικά στην περιοχή όπου η γειτνίαση με τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου ―που ήταν επίσης σε ιδιωτικά χέρια― καθιστούσε τη διαδικασία ευχερέστερη. Eπιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί ότι χημικές αναλύσεις υποδεικνύουν πως το πολύτιμο μέταλλο των Wappenmünzen φαίνεται να έχει ως επί το πλείστον διαφορετική προέλευση από αυτό των μεταγενέστερων αθηναϊκών νομισμάτων. Ως βασική πηγή μετάλλου προσδιορίζεται η Θράκη, καθώς είναι γνωστή η μαρτυρία (Hρόδοτος, 1.64) ότι ο Πεισίστρατος όταν κατέλαβε την εξουσία για τρίτη φορά (546 π.X.) βασίστηκε σε τοπικούς πόρους αλλά και στα μεταλλεία της περιοχής του Στρυμόνος, μέρος της οποίας ήλεγχε.
 
Aποφασιστικής σημασίας τομή στην αθηναϊκή νομισματοκοπία παρατηρείται με την αλλαγή της εικονογραφίας που λαμβάνει χώρα κατά την προτελευταία ή (σύμφωνα με ορισμένους μελετητές) κατά την τελευταία δεκαετία του 6ου αι. π.X. H εμφάνιση του διπτύχου κεφαλή Aθηνάς / γλαυξ συνιστά σημείο καμπής και έμελλε να κυριαρχήσει στα αθηναϊκά νομίσματα έως τον ύστερο 1ο αι. π.X. Kατά μία άποψη η εισαγωγή της νέας σειράς οφείλεται στον γιο του Πεισιστράτου Iππία, όπως θα μπορούσε να υποδηλώνει και η αναφορά στην αλλαγή των νομισματικών τύπων (βλ. παραπάνω). Ωστόσο η μαρτυρία αυτή μπορεί απλώς να αφορά την καινοτομία της εικονογράφησης των οπισθίων όψεων. Θεωρείται πιθανότερο οι «παρθένοι» ή «γλαύκες» να έκαναν την εμφάνισή τους μετά από την εκδίωξη του Iππίου (510 π.X.) και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας με τις μεταρρυθμίσεις του Kλεισθένους (508/7 π.X.). Σε συνάφεια με αυτά τα κομβικά γεγονότα εντάσσεται λογικότερα και η ταυτόχρονη προσθήκη του εθνικού AΘE (Aθηναίων) στις κοπές, που επιπλέον αρχίζουν να έχουν μια ευρύτερη κυκλοφορία. Την εποχή αυτή καθιερώνεται ένα παραπληρωματικό κόσμημα (κλάδος ελαίας) στην πάνω αριστερή γωνία του εγκοίλου της πίσω πλευράς.
 
Λίγο αργότερα η αθηναϊκή νομισματοκοπία θα βρεθεί σε ένα μεταίχμιο: η στιγμή αποτυπώνεται στον «θησαυρό» που προέρχεται από την Ακρόπολη και ο οποίος βρέθηκε το 1886 σε στρώμα καταστροφής που συνδέεται με την περσική εισβολή του 480 π.Χ. (IGCH 12) Στο «εύρημα» αυτό συνυπάρχουν «εραλδικές» κοπές και αρχαϊκές γλαύκες· χαρακτηριστικό είναι ότι τα νομίσματα έφεραν ίχνη φωτιάς που παραπέμπουν στην πυρπόληση του χώρου από τους Πέρσες. Το τέλος της αρχαϊκής νομισματοκοπίας των Αθηνών επέρχεται με την προσθήκη δύο εικονογραφικών λεπτομερειών. Στην εμπρόσθια όψη ένας κλάδος ελαίας κοσμεί πλέον το κράνος της θεάς, ενώ στην οπίσθια (μόνον των τετραδράχμων) παγιώνεται ένα μικρό μισοφέγγαρο (μηνίσκος) αριστερά στο πεδίο, δίπλα από τη γλαύκα. Η ακριβής χρονική στιγμή δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο το πρώτο στοιχείο εύλογα θα μπορούσε να απηχεί την περιφανή νίκη του Μαραθώνος (490 π.Χ.) ή πιθανότερα τον καταλυτικό θρίαμβο της Σαλαμίνος (480 π.Χ.). Κομβική για την τροφοδότηση της αθηναϊκής νομισματικής παραγωγής έμελλε να είναι η ανακάλυψη ήδη κατά τη διάρκεια των Μηδικών (το 483 π.Χ.) μιας σημαντικής φλέβας αργύρου στη Λαυρεωτική (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 22.7). Η αναφερόμενη θέση Μαρώνεια βρισκόταν πιθανότατα μεταξύ Καμάριζας και Αγριλέζας, στην περιοχή Νόρια – Μπότσαρη. Από εκεί  το αθηναϊκό κράτος προσπορίστηκε εκατό τάλαντα αργύρου, τα οποία ο Θεμιστοκλής κατάφερε να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή 100 τριήρων (200 κατά τον Ηρόδοτο, 7.144), κίνηση καίρια για την έκβαση της αντιπαράθεσης με την περσική αυτοκρατορία. Πράγματι, η αργύρου πηγή του Λαυρίου, ο θησαυρός χθονός που αναφέρει ο Αισχύλος (Πέρσαι, 238), συντέλεσε καθοριστικά στο να κερδηθεί η ναυμαχία της Σαλαμίνος.
 
Χαρακτηριστική για την ευρωστία του αθηναϊκού νομισματοκοπείου κατά το δεύτερο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. είναι και η έκδοση δεκαδράχμων, βαρύσταθμων πολλαπλασίων (περ. 43 γρ.) που ξεχωρίζουν φέροντας γλαύκα κατενώπιον ως οπισθότυπο. Ο εντοπισμός περισσοτέρων από αυτά τα σπάνια νομίσματα κατά τα τελευταία χρόνια κατέδειξε ότι τα αθηναϊκά δεκάδραχμα συνιστούν σειρά πλήρως ενταγμένη στη νομισματική παραγωγή των Αθηνών. Ο πιθανώς αναμνηστικός τους χαρακτήρας μπορεί να συνδέεται με τη μεγάλη νίκη του Ευρυμέδοντος Ποταμού που κατήγαγε ο Κίμων (466 π.Χ.), ενώ η διάρκεια της κοπής στον χρόνο είναι δυσκολότερο να αποσαφηνιστεί. Ίσως τα όψιμα δείγματα δεκαδράχμων να παρήχθησαν μετά από τη μεταφορά του ταμείου της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα το 454 π.Χ. και τη συνακόλουθη εισροή πολύτιμου μετάλλου (Διόδωρος, 12.38.2: σχεδόν 8.000 τάλαντα αργύρου). Η άποψη για μια υστερότερη χρονολόγηση των νομισμάτων αυτών έως και τις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, βάσει των τεχνοτροπικών και ιστορικο-νομισματικών δεδομένων, μάλλον στερείται ισχυρών ερεισμάτων.
 
Με τη βοήθεια του συμμαχικού φόρου η αττική οικονομία ανθεί και το αθηναϊκό νόμισμα γνωρίζει ευρεία διάδοση. Η εδραίωση της αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας φέρνει ευημερία στην πόλη: όλα τα αγαθά συρρέουν από παντού «διά την αρχήν της θαλάττης» (ψευδο-Ξενοφών, Aθηναίων Πολιτεία, 2.7). Κομβικό ρόλο βεβαίως παίζει η σύνδεση με τον λιμένα του Πειραιώς, που αναδεικνύεται ως το «κοινό εμπορ[ε]ίο της Ελλάδος» (Σώπατρος, 8.47.2-5). Η κεντρική θέση του λιμένος στον ελληνικό χώρο (Ξενοφών, Πόροι, 1.6-7) προσέδιδε μεγάλα πλεονεκτήματα στους Αθηναίους (Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 42). Στην προκυμαία του μεγάλου λιμανιού του Κανθάρου βρισκόταν η Μακρά Στοά (στη σημ. Ακτή Ποσειδώνος), κτίσμα της εποχής του Περικλέους όπου γινόταν η αγοραπωλησία των σιτηρών, και το Δείγμα (στη σημ. Ακτή Μιαούλη), όπου εκθέτονταν τα εμπορεύματα και υπήρχαν ανταλλακτήρια νομισμάτων (τράπεζαι). Ας σημειωθεί ακόμη ότι ο αθηναϊκός δήμος έβγαινε κερδισμένος όταν δίκες των συμμάχων γίνονταν στην πόλη, πρωτίστως από την εκατοστή, φόρο εκτελωνισμού 1% που συλλεγόταν στον Πειραιά (ψευδο-Ξενοφών, Aθηναίων Πολιτεία, 1.17-18).
 
Το έτος 422 π.Χ. αναφέρεται ότι τα ετήσια έσοδα της πόλεως ―συμμαχική φορολογία, εισφορές, καταβολές εκατοστής, δικαστικά και λιμενικά τέλη, πρόσοδοι μεταλλείων και αγορών, μισθώματα και κατασχέσεις― ανέρχονταν σε 2.000 τάλαντα  αργύρου (Αριστοφάνης, Σφήκες, 657-660). Ένα υπολογίσιμο ποσό, περίπου το 1/13 των εσόδων (150 τάλαντα ετησίως), καταβαλλόταν με τη μορφή μισθών στους 6.000 πολίτες που τελούσαν χρέη δικαστών (Σφήκες, 661-664). Είναι γεγονός ότι στους χρόνους του Περικλέους οι αυξημένοι πόροι έδωσαν ώθηση σε πλήθος δραστηριοτήτων και έργων έτσι ώστε οι παροχές «σχεδόν όλην» να καθιστούν «έμμισθον την πόλιν» (Πλούταρχος, Περικλής, 12.3-4· πβλ. Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 24.3). Όντως, επί Περικλέους, ίσως ήδη πριν από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ή μάλλον αμέσως κατόπιν, θεσμοθετήθηκε για τους πολίτες η έμμισθη υπηρεσία στα δικαστήρια (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 27.4). Στα χρόνια του δημαγωγού Κλέωνος (429-422 π.Χ.) η ημερήσια δικαστική αποζημίωση από δύο οβολούς που φαίνεται ότι ήταν αρχικά (Σχόλια Αριστοφάνους: Σφήκες, 300) ανήλθε σε ένα τριώβολον (Σφήκες, 684-5, 689-90· Ιππής, 800). Ανάληψη υπηρεσίας στο δικαστήριο της Ηλιαίας πληρωνόταν με έναν οβολό ημερησίως (Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 863-4). Επιπροσθέτως, ειρωνικό σχόλιο του 424 π.Χ. παρουσιάζει τον Κλέωνα να τάζει αύξηση του ηλιαστικού μισθού σε πέντε οβολούς (Αριστοφάνης, Ιππής, 797-799). Την περίοδο αυτή για έναν συνήγορο προβλεπόταν αμοιβή μία δραχμή ημερησίως (Σφήκες, 691). Επιπλέον, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. είχε καθιερωθεί ο στρατιωτικός μισθός: ίσως 4 οβολοί την ημέρα αρχικά (περ. 450 π.Χ.), μία δραχμή λίγο αργότερα (περ. 441 π.Χ.) για έναν απλό στρατιώτη ή ναύτη.
 
Το πέρασμα από τον κολοφώνα της ισχύος στους σκοτεινούς καιρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου θα οδηγήσει τους Αθηναίους σε μία χαρακτηριστική κίνηση για τα οικονομικά πράγματα της εποχής: την έκδοση ενός ψηφίσματος περί νομισμάτων, μέτρων και σταθμών (IG I3, 1453), που έχει σωθεί αποσπασματικά. Το περίφημο αυτό επιγραφικό τεκμήριο, το πρώτο αυτού του είδους, είχε χρονολογηθεί παλαιότερα γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., αλλά πλέον έχει επικρατήσει η άποψη ότι συνδέεται με την κρίσιμη καμπή του πολέμου το 425/4 π.Χ. και την αναπροσαρμογή του συμμαχικού φόρου. Κύρια μέριμνα του ψηφίσματος αποτελεί η επιβολή σε ολόκληρη τη Δηλιακή Συμμαχία του αθηναϊκού νομίσματος και των αττικών μέτρων και σταθμών. Χαρακτηριστική όσο ακόμη η σύγκρουση παραμένει αμφίρροπη είναι η καταγραφή του απόηχου της ευμάρειας στην οποία είχαν συνεισφέρει τα αθηναϊκά τετράδραχμα. Αλήθεια, ποιός τότε θα «έφερνε γλαύκες στην Αθήνα»; (Αριστοφάνης, Όρνιθες, 301). Η μνεία βεβαίως γίνεται για τις αργυρές λαυρεωτικές γλαύκες (Αριστοφάνης, Όρνιθες, 1106-8), που το 414 π.Χ. ακόμη αφθονούσαν στο κλεινόν άστυ (Λουκιανός, Νιγρίνος, πρόλογος). Στα ταραχώδη αυτά χρόνια οι παροχές προς τον δήμο δεν παύουν με σημαντικότερη την καθιέρωση της διωβελίας από τον Κλεοφώντα τον λυροποιό (410-406 π.Χ.), δηλ. την καταβολή δύο οβολών ημερησίως στους πληγέντες από τον πόλεμο. Λίγο αργότερα (περ. 405 π.Χ.) ο Καλλικράτης ο Παιανιεύς υπόσχεται τη διανομή τριών οβολών αντί για δύο στους οικονομικά εξαθλιωμένους, όμως αντιθέτως η διωβελία θα καταργηθεί (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 28.3.7-12). Ωστόσο, ο ίδιος Καλλικράτης, καθώς φαίνεται, πιστώνεται την αύξηση σε ένα τετρώβολον του δικαστικού μισθού, την οποία μνημονεύουν μεταγενέστεροι συγγραφείς βασιζόμενοι στον κωμωδιογράφο Θεόπομπο και στον Αριστοτέλη: λεξικογράφος Παυσανίας (λ. τετρωβολίζων), Φώτιος (λ. υπέρ τα Καλλικράτους), Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (Οδ. 1.41.21-23).
 
Την ίδια περίπου εποχή (περ. 408/7 π.Χ.) ένας ναύτης Αθηναίος (ή σύμμαχος) έπαιρνε ως ημερομίσθιο τρεις οβολούς, για να έλθει τότε ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος με περσική επιχορήγηση και να δώσει τέσσερις στα δικά του πληρώματα, ώστε να προκαλέσει διαρροές από τους αντιπάλους (Ξενοφών, Ελληνικά, 1.5.4-7· Πλούταρχος, Αλκιβιάδης, 35.5, Λύσανδρος, 4.3-4). Παράλληλα, στην Αθήνα παρατηρείται το φαινόμενο οι εργατοτεχνίτες του Ερεχθείου (409-407 π.Χ.) να παίρνουν το ίδιο ημερομίσθιο αδιακρίτως ειδικότητας: μία δραχμή (IG I3, 475-476). Το γεγονός δεν φαίνεται πάντως να συνηγορεί για την παγίωση ενός ενιαίου μισθού, αλλά μάλλον αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, το αθηναϊκό κράτος είχε ήδη περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση μετά από τη σικελική καταστροφή και τη στρατοπέδευση των Λακεδαιμονίων στη Δεκέλεια (413 π.Χ.). Περισσότεροι από 20.000 δούλοι αυτομόλησαν από το Λαύριον στο σπαρτιατικό στρατόπεδο (Θουκυδίδης, 7.27.5), με συνέπεια να διακοπεί η παραγωγή των μεταλλείων. Χωρίς τα έσοδα του συμμαχικού φόρου, που καταργείται εξαιτίας των αποστασιών πολλών συμμάχων, η πόλις αναγκάζεται να λιώσει τα αγάλματα των επτά από τις οκτώ Νίκες που ήταν αφιερωμένες στον Παρθενώνα (407/6 π.Χ., επί επωνύμου άρχοντος Αντιγένους). Καθεμία από τις Νίκες ζύγιζε περίπου δύο τάλαντα χρυσού· με την αναχύτευση και άλλων αναθημάτων από την Ακρόπολη οι Αθηναίοι πρέπει να χρησιμοποίησαν για κοπή στατήρων και υποδιαιρέσεων περίπου 17 τάλαντα χρυσού ―που με μια αναλογία (ratio) αργύρου-χρυσού 12:1 αντιστοιχούσαν σε 204 τάλαντα αργύρου. Με τα έσοδα αυτά η πόλις μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις πολεμικές ανάγκες και ο στόλος της να βγει νικητής από τη ναυμαχία των Αργινουσών. Ο αντίκτυπος του χρυσού νομίσματος είναι αισθητός τόσο σε κείμενα (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 720: το καινόν χρυσίον) όσο και σε μεταγενέστερη επιγραφή (IG II2, 1408) που διασώζει ότι οι μήτρες των χρυσών εκδόσεων φυλάσσονταν ακόμη στον Παρθενώνα λίγο μετά το 385/4 π.Χ.
 
Το επόμενο έτος (406/5 π.Χ., επί επωνύμου άρχοντος Καλλίου) η αδήριτη οικονομική πίεση οδήγησε το αθηναϊκό κράτος σε μια πρωτοφανή κίνηση: στην έκδοση υπόχαλκων νομισμάτων, δηλ. κερμάτων με επάργυρη επιφάνεια και χάλκινο πυρήνα. Τετράδραχμα και δραχμές αυτού του είδους σώζονται από ένα σπάνιο «εύρημα» (IGCH 46) που σήμερα εκτίθεται στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών και προέρχεται από τον Πειραιά (1902). Πρόκειται για τα περιώνυμα πονηρά χαλκία για τα οποία διαμαρτύρεται ο Αριστοφάνης το 405 π.Χ. (Βάτραχοι, 725-6), μια κοπή εκτάκτου ανάγκης που δεν είναι ξεκάθαρο εάν είχε «πιστωτικό» χαρακτήρα ή αν συνιστούσε κρατική κιβδηλία. Ας υπογραμμιστεί επίσης ότι την επόμενη χρονιά (405/4 π.Χ.), λόγω έλλειψης ρευστού, η διανομή διωβελίας καλύφθηκε με παροχή σίτου. Το 403/2 π.Χ., όταν πλέον η Αθήνα είχε υποκύψει στον Λύσανδρο, σημειώθηκαν περικοπές κατά έν τρίτον των στρατιωτικών ημερομισθίων: δίδονταν 8 οβολοί αντί για 2 δραχμές σε έναν ιπποτοξότη και 4 οβολοί αντί για μία δραχμή σε έναν ιππέα (Λυσίας, Κατά Θεοζοτίδου, 75-79). Παρομοίως συνάγεται ότι την περίοδο αυτή το ημερομίσθιο για τον απλό στρατιώτη ή ναύτη πέφτει από 3 σε 2 οβολούς (Θεόπομπος, Στρατιώτιδες, απόσπ. 56).
 
Κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επικράτηση μισθοφορίας για τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Συγκεκριμένα, περί τα 400 π.Χ. ο Αγύρριος πέρασε νόμο που όριζε αποζημίωση έναν οβολό, για να ακολουθήσει γύρω στο 393 π.Χ. ο Ηρακλείδης ο Κλαζομένιος με νέα διάταξη (δύο οβολοί) και να υπερθεματίσει αμέσως πάλι ο Αγύρριος (περ. 392 π.Χ.) με τρεις οβολούς (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 41.3). Τη νέα πρακτική για τα κοινά αποτυπώνει το 392 π.Χ. καυστικά η γραφίδα του Αριστοφάνους (Εκκλησιάζουσαι, 309-310). Παράλληλα στην ίδια κωμωδία γίνεται αναφορά στην απόσυρση χάλκινων νομισμάτων και εννοούνται μάλλον τα πονηρά χαλκία (Εκκλησιάζουσαι, 815-822). Μια άλλη πιθανότητα είναι όμως η μνεία στα μικρά χάλκινα κέρματα που τέθηκαν εκτός κυκλοφορίας να αφορά τους λεγόμενους κολλύβους. Το περιστατικό πρέπει να είχε λάβει χώρα το προηγούμενο έτος· η επάνοδος στον άργυρο φαίνεται να συνδέεται με την επιστροφή του Κόνωνος (393 π.Χ.) και τα περσικά χρήματα που έφερε μαζί του. Τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιώς επανοικοδομούνται και ανακτώντας μέρος της παλαιάς αίγλης η πόλις θα προχωρήσει στη σύμπηξη της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ. Στην περίοδο αυτή (πρώιμος 4ος αι. π.Χ.) ανήκει και το κτίριο που βρίσκεται στη ΝΑ γωνία της Αθηναϊκής Αγοράς, δίπλα από τη Νότια Στοά Ι, και το οποίο ονομάστηκε νομισματοκοπείο. Η οικοδόμηση του κτίσματος χρονολογείται γύρω στα 400 π.Χ. και τα κατάλοιπά του μόλις που διακρίνονται σήμερα, λόγω μεταγενέστερων επεμβάσεων και κυρίως της γειτνίασης με την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων (Σολάκη). Οι αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο αυτόν έφεραν στο φως «πέταλα» (ασφράγιστα δισκάρια) χαλκών μόνο νομισμάτων. Τα βιοτεχνικά κατάλοιπα συνδέονται επίσης μόνο με κατεργασία χαλκού και μολύβδου, επομένως λανθασμένα το κτίριο αποκαλείται ενίοτε αργυροκοπείον. Η θέση του άλλου νομισματοκοπείου των Αθηνών, όπου κόβονταν τα αργυρά νομίσματα, παραμένει άγνωστη.
 
Η ανάκαμψη των Αθηνών θα δώσει ξανά ώθηση στη νομισματική παραγωγή που είχε ατονίσει. Όμως η αδυναμία του αθηναϊκού νομισματοκοπείου δεν έμεινε χωρίς αντίκτυπο, καθώς ήδη από την τελευταία δεκαπενταετία του 5ου αι. π.Χ. είχαν εμφανιστεί οι πρώτες απομιμήσεις, στα πρότυπα των αθηναϊκών νομισμάτων (κατεξοχήν των τετραδράχμων) που κυριαρχούσαν στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνον. Γνωστή είναι η κοπή που εξέδωσε ο Πέρσης σατράπης Τισσαφέρνης (περ. 412 π.Χ.) και η οποία απομιμείται την πίσω όψη των γλαυκών, ενεπίγραφη όμως με τον τίτλο του Μεγάλου Βασιλέως (ΒΑΣ). Το παράδειγμα ακολούθησαν σατράπες και πόλεις της Λυκίας (περ. 405-360 π.Χ.), καθώς και πόλεις ή περιοχές της Παλαιστίνης (Γάζα, Ασκαλών κ.ά.) και της Αραβίας (Lihyan, Saba, Qataban) σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. Απομιμήσεις εκδόθηκαν και στην Αίγυπτο, μάλιστα έχει βρεθεί μια σφραγίδα για την κοπή αθηναϊκών τετραδράχμων που προέρχεται από τη θέση Tel el-Athrib. Αργότερα, λίγο πριν από την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Μ. Αλέξανδρο (332 π.Χ.), ανάλογες απομιμήσεις έκοψαν οι Πέρσες σατράπες Σαβάκης και Μαζάκης. Η απήχηση του φαινομένου φθάνει μακριά, καθώς κάποιες απομιμήσεις αυτού του τύπου φαίνεται ότι παρήχθησαν κατά τον 4ο αι. π.Χ. στη Βαβυλωνία ή ακόμη και στη Βακτρία.
 
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ψήφισμα των χρόνων αυτών που βρέθηκε στις ανασκαφές της αθηναϊκής Αγοράς και στο οποίο λαμβανόταν μέριμνα για τα νομίσματα που γίνονταν αποδεκτά από την πολιτεία. Με τον νόμο του Νικοφώντος (375/4 π.Χ.) τίθενται ως απαραίτητες δύο παράμετροι, το μέταλλο (άργυρος) και η δημόσια σφραγίδα (χαρακτήρ) της πόλεως. Παράλληλα με τα αθηναϊκά νομίσματα θεσπιζόταν να ελέγχονται τα αττικού τύπου ξένα (απομιμήσεις): εάν περνούσαν τον έλεγχο του δοκιμαστού, η κυκλοφορία τους επιτρεπόταν· εάν πάλι όχι, τα εκτός προδιαγραφών (υπόχαλκα, υπομόλυβδα ή κίβδηλα) κέρματα ακυρώνονταν πάραυτα με τη χάραξη τομής και αποσύρονταν στο Μητρώον. Ακόμη προβλέπονταν διάφορες ποινές για τη μη τήρηση συμπληρωματικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή του ψηφίσματος αυτού.
 
Προκαλεί κάποια εντύπωση ότι κατά το διάστημα αυτό (α΄ τρίτο 4ου αι. π.Χ.) οι Αθηναίοι δείχνουν έναν συντηρητισμό απέναντι στη χρήση χαλκής νομισματοκοπίας. Χάλκινα (χυτά) νομισματόμορφα κυκλοφορούν από τον 5ο αι. π.Χ. στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου, ενώ (παιστά) χαλκά νομίσματα καθιερώνονται στη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., για να υιοθετηθούν σε πόλεις της Κορινθίας το αργότερο στην ύστατη δεκαετία του ίδιου αιώνα. Η έκδοση και χρήση χαλκού νομίσματος, ιδίως από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., διαδίδεται σε πολλές περιοχές του ελληνικού κόσμου (Μακεδονία, Θεσσαλία, Ρόδος κ.ά.). Η πόλις των Αθηνών φαίνεται να μην ακολουθεί το ρεύμα, με εξαίρεση την περίπτωση του στρατηγού Τιμοθέου, όταν αυτός πολιορκούσε την Όλυνθο (363-359 π.Χ.). Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις πηγές (ψευδο-Aριστοτέλης, Oικονομικά, 1350a· Πολύαινος, Στρατηγήματα, 3.10.14) ότι ο Τιμόθεος λόγω απορίας αργύρου προχώρησε στην κοπή χάλκινων κερμάτων προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των ανδρών του. Έκανε μάλιστα συμφωνία με τους ντόπιους και με εμπόρους εγγυώμενος ότι τα εν λόγω κέρματα θα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με αργυρά. Η φύση της έκδοσης αυτής δικαιολογεί κάποιες εικονογραφικές διαφοροποιήσεις ―αριστερόστροφη κεφαλή Αθηνάς, εθνικόν όνομα στο ιωνικό αλφάβητο (ΑΘΗ), παρουσία κουκκίδων που ίσως δηλώνουν αξίες (δύο στη μεγάλη υποδιαίρεση, μία στη μικρότερη). Ο σκοπός της έκδοσης γίνεται προφανής από τη λεπτομέρεια του κόκκου σίτου πάνω στον οποίον πατά η γλαυξ: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν για την πληρωμή της καθημερινής χορήγησης σίτου (σιτηρέσιον) στους στρατιώτες. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα πορίσματα της έρευνας οι πρώτες αττικές χαλκές κοπές ―της Ελευσίνος― έπονται (περ. 355 π.Χ. κ.ε.), ενώ οι πρώτες χαλκές εκδόσεις των Αθηνών εμφανίζονται λίγο μετά το 340 π.Χ. Ίσως δεν θα έπρεπε ωστόσο να αποκλειστεί μια πρωιμότερη χρονολόγηση ορισμένων αθηναϊκών χαλκών, εγγύτερα προς το περιστατικό του Τιμοθέου. Έχει επίσης εκφραστεί η άποψη ότι η επιφυλακτική στάση της αθηναϊκής κοινωνίας απέναντι στα χάλκινα νομίσματα είχε να κάνει κυρίως με την προσπάθεια σταθεροποίησης της παλινορθωμένης δημοκρατίας, κατεξοχήν μέσω της αναζωογόνησης της αργυρής νομισματοκοπίας και της εμπορικής της πίστης.
 
Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι την περίοδο εκείνη οι αργυρές γλαύκες έχαιραν ανυπέρβλητης αποδοχής και είχαν καταξιωθεί ως το «κοινόν Ελληνικόν νόμισμα», όπως τονίζει ο Πλάτων, σε αντίθεση με το εκάστοτε επιχώριον, δηλ. τα κατά τόπους νομίσματα που κάλυπταν κυρίως τις καθημερινές ανάγκες (Νόμοι, 5.742a-b). Παρομοίως, την ίδια περίπου εποχή, γύρω στο 355 π.Χ., ο Ξενοφών υπογραμμίζει ότι το αθηναϊκό αργύριον γινόταν παντού αποδεκτό (Πόροι, 3.2).
 
Κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. πολιτικοί άνδρες όπως ο Αγύρριος, ο Διόφαντος και ο Εύβουλος έριξαν το βάρος των προσπαθειών τους στη συνετή διαχείριση των οικονομικών και στην επίτευξη μιας σχετικής ευημερίας, που εκτός των άλλων προέβλεπε την άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω παροχών στα λαϊκά στρώματα, με κύρια έκφανση τα θεωρικά. Ωστόσο, η εμφάνιση μιας νέας ανερχόμενης δύναμης, του μακεδονικού βασιλείου, θα θέσει νέες προκλήσεις για την αθηναϊκή δημοκρατία. Είναι ο καιρός του Δημοσθένους, ο οποίος προσπαθεί να αντιπαραταχθεί στον επεκτατισμό του Φιλίππου Β΄, προτείνοντας μια διαφορετική δημοσιονομική πολιτική, ειδικά για το ζήτημα των θεωρικών. Ο Αρποκρατίων βασιζόμενος στον ιστορικό Φιλόχορο (ύστερος 4ος αι. – περ. 261 π.Χ.) σημειώνει ότι το παρεχόμενο ποσό ανά άτομο ήταν μία δραχμή, ενώ από άλλους λεξικογράφους (Ησύχιος, Σούδα) μαθαίνουμε ότι αυτό είχε γίνει επί επωνύμου άρχοντος Διοφάντου (395/4 π.Χ.). Άλλες παροχές αφορούσαν τους αδυνάτους ―δηλ. τους απόρους και αναπήρους― στους οποίους η πολιτεία έδινε έναν οβολό την ημέρα σύμφωνα με τον Λυσία (Υπέρ του αδυνάτου, 24.13.2-6), ενώ ο Αριστοτέλης, πιθανώς λίγο αργότερα, αναφέρει δύο οβολούς (Aθηναίων Πολιτεία, 49.4).
 
Για το εμπόριο και την οικονομία της πόλεως κατά τον 4ο αι. π.Χ. κομβική, καταρχάς, είναι η πολιτική του αθηναϊκού κράτους στα ζητήματα εισαγωγών-εξαγωγών, ιδίως όσον αφορά τα σιτηρά. Όποιος κάτοικος των Αθηνών έκανε εισαγωγή σίτου σε οποιοδήποτε άλλο λιμάνι εκτός του Πειραιώς αντιμετώπιζε ποινή θανάτου. Επιπλέον, Αθηναίοι και μέτοικοι επιτρεπόταν να δανείζουν χρήματα μόνο σε πλοία που έφερναν σιτηρά στην πόλη. Ήταν ακόμη παλαιός νόμος της πόλεως να απαγορεύεται η εξαγωγή αγροτικών αγαθών, πλην του ελαίου.  Επιπροσθέτως, υπήρχε διάταξη που προέβλεπε ότι οι επιμεληταί θα έπρεπε να φροντίζουν ώστε τα 2/3 του εισαγόμενου σίτου να διοχετεύονται στο άστυ (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 51.4). Ένας άλλος νόμος περιόριζε την αγορά ποσότητας σίτου μεγαλύτερης από 50 φορμούς (Λυσίας, Κατά σιτοπωλών, 5-6). Αν και αγνοείται η ακριβής εννοούμενη ποσότητα (φορμός = μονάδα μέτρου, είδος καλαθιού), είναι προφανής η διάθεση περιορισμού της συγκέντρωσης μεγάλου όγκου σιτηρών που θα μπορούσε να προκαλέσει φαινόμενα κερδοσκοπίας. Στην ίδια πηγή εξάλλου καυτηριάζεται το εξαπλάσιο κέρδος (δραχμή αντί οβολού), που αποκομιζόταν παρανόμως ενίοτε (Λυσίας, Κατά σιτοπωλών, 8, 12). Παρεμπιπτόντως αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η τιμή ενός αττικού μεδίμνου (52,18 λίτρα ή 40,27 κιλά) σίτου ήταν 5 δραχμές, γύρω στο 330 π.Χ. ανήλθε στις 16 δραχμές (Δημοσθένης, 34.39).
 
Ένα από τα έσοδα της πόλεως ήταν και το μετοίκιον, δηλ. το εισφερόμενο ποσό που πλήρωναν οι μέτοικοι και το οποίον ανερχόταν σε 12 δραχμές ετησίως, με την καταβολή και ενός τριωβόλου στον γραμματέα. Οι γυναίκες μέτοικοι πλήρωναν 6 δραχμές μέχρι την ενηλικίωση άρρενος τέκνου. Σημαντικές για τις δημόσιες προσόδους ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Καλλιστράτου του Αφιδναίου κατά το διάστημα περ. 378-362 π.Χ. Μια πρώτη αναδιάρθρωση αφορούσε τη φορολογία και ιδιαίτερα τους πλουσιότερους πολίτες που έπρεπε πλέον να προκαταβάλλουν τον φόρο στην πόλη (προεισφορά). Η δεύτερη ρύθμιση άλλαξε τους όρους εκχώρησης των μεταλλείων από το κράτος στους ιδιώτες. Στο εξής η εκμετάλλευση των εργασίμων στοών γινόταν για τρία χρόνια, ενώ οι στοές που είχαν ήδη δουλευτεί πολύ παραχωρούνταν για δέκα έτη. Ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση του Λαυρίου εκφράζεται λίγο αργότερα και από τον Ξενοφώντα (περ. 355 π.Χ.), ο οποίος επισημαίνει τα μέτρια μέχρι τότε αποτελέσματα και συνιστά εντατικοποίηση της παραγωγής με χρησιμοποίηση περισσότερων δούλων (Πόροι, 4.1, 4.4, 4.23-25). Πολλές είναι οι αναφορές την εποχή αυτή και στις τραπεζικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στην πόλη, μέσα από κείμενα συγγραφέων όπως ο Λυσίας, ο Ισοκράτης, ο Υπερείδης και κυρίως ο Δημοσθένης (π.χ. 36.5, 45.6, 45.31, 49.6, 52.3-4). Παραδίδονται αρκετά ονόματα τραπεζιτών ―Αντισθένης, Απολλόδωρος, Αριστόλοχος, Αρχέστρατος, Δημοτέλης, Ξούθος, Πυλάδης, Σωσίνομος, Τιμόδημος, Φορμίων― με πιο γνωστό ίσως αυτό του Πασίωνος.
 
Όσον αφορά πληροφορίες για μισθούς στην αθηναϊκή πολιτεία υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες που παρέχουν στοιχεία για τον 4ο αι. π.Χ. Φαίνεται ότι επί μακρόν ο μέσος μισθός ενός στρατιώτη ήταν τέσσερις οβολοί την ημέρα (λεξικογράφος Παυσανίας, λ. τετρωβόλου βίος, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Οδ. 1.41.23). Το 351 π.Χ. δύο οβολοί ημερησίως αποτελούν το σιτηρέσιον των ερετών και των στρατιωτών, ενώ οι ιππείς παίρνουν μία δραχμή αντιστοίχως (Δημοσθένης, 4.28).  Λίγο αργότερα (περ. 335-322 π.Χ.) τέσσερις οβολοί καλύπτουν τα ημερήσια τροφεία των Αθηναίων εφήβων (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 42.3). Το ημερομίσθιο τεσσάρων οβολών για έναν ναύτη εμφανίζεται και κατά το έτος 314/3 π.Χ. (Μένανδρος, απόσπ. 297).
 
Είναι ενδιαφέρον ότι ενώ κατά τον 4ο και 3ο αι. π.Χ. οι τύποι των αθηναϊκών νομισμάτων παραμένουν απαράλλακτοι, η προχειρότερη αποτύπωσή τους δεν πέρασε απαρατήρητη. Αξιοσημείωτο είναι το σχόλιο του Ζήνωνος του Κιτιέως (περ. 333-264 π.Χ.), ο οποίος, αν και υπό άλλο πρίσμα, σε σύγκριση με τα ευόφθαλμα και περιγεγραμμένα Αλεξάνδρεια νομίσματα, χαρακτηρίζει τα αττικά τετράδραχμα εική κεκομμένα και σολοίκως, δηλ. κομμένα με απρόσεκτο και άκομψο τρόπο (Διογένης Λαέρτιος, 7.18).
 
Οι τύχες της πόλεως επηρεάζονται πλέον από τις περιδινήσεις που προκαλούν οι επιδιώξεις και οι ενέργειες των ελληνιστικών βασιλείων. Το επεισόδιο με τον Λαχάρη στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. είναι χαρακτηριστικό. Ο εν λόγω τύραννος προκειμένου να καλύψει αμοιβές μισθοφόρων και άλλα έξοδα εκτάκτου ανάγκης, όντας αποκλεισμένος από τον Δημήτριο Πολιορκητή, προέβη στο αδιανόητο: απογύμνωσε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς («…την Αθηνάν Λαχάρης εξέδυσε…», Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 71), και το έλιωσε, μαζί με άλλα αναθήματα, για να εκδώσει χρυσά νομίσματα. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλισε μεγάλο απόθεμα πολύτιμου μετάλλου (ο χρυσός του αγάλματος μόνον ζύγιζε 40 τάλαντα), παρά ταύτα όμως η πόλις υπέκυψε τελικά στην πολιορκία και ο Λαχάρης αναγκάστηκε να διαφύγει στη Βοιωτία.
 
Οι πληροφορίες για τον 3ο αι. π.Χ. είναι περισσότερο σποραδικές, ωστόσο για ένα διάστημα φαίνεται ότι το βασικό στρατιωτικό ημερομίσθιο παρέμεινε τέσσερις οβολοί. Για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών πληθώρα χαλκών κοπών εκδίδεται από το αθηναϊκό νομισματοκοπείο, όπως διαπιστώνεται και στις ανασκαφές της Αθηναϊκής Αγοράς.
 
Η μετάβαση στον 2ο αι. π.Χ. σηματοδοτεί την έλευση των Ρωμαίων στα ελληνικά πράγματα. Για την πόλη της Παλλάδος η συμμαχία με τη Ρώμη σήμανε την έναρξη μιας περιόδου ανάκαμψης. Ο αντίκτυπος στη νομισματοκοπία γίνεται αισθητός, για πρώτη φορά μετά από τρεις και πλέον αιώνες, με τις τροποποιήσεις των παλαιών τύπων. Στη νέα σειρά αθηναϊκών τετραδράχμων η κεφαλή της θεάς φέρει τα χαρακτηριστικά της φειδιακής Παρθένου, ενώ στην οπίσθια όψη η γλαυξ απεικονίζεται πάνω σε οξυπύθμενο αμφορέα και εντός στεφάνου ελαίας.  Από το τελευταίο στοιχείο προέκυψε η δηλωτική ονομασία των νομισμάτων αυτών σε επιγραφές της εποχής: στεφανηφόρα ή τετράχμα αργυρίου αττικού (του) στεφανηφόρου. Η ακριβής χρονολογία εισαγωγής των νομισμάτων που είναι γνωστά στην έρευνα ως τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας» παραμένει μάλλον ανοικτή. Αρχικά η έναρξη της σειράς είχε τοποθετηθεί στο 196/5 π.Χ. (Margaret Thompson), για να αντικρουσθεί σχεδόν αμέσως με μια αντιπροταθείσα χαμηλότερη χρονολόγηση (164/3 π.Χ., D. M. Lewis). Μια «συμβιβαστική» λύση προτάθηκε από τον O. Mørkholm (185-180 π.Χ.), ενώ αρκετοί μελετητές τάχθηκαν υπέρ της χαμηλής χρονολόγησης (A. Giovannini, M. J. Price, H. B. Mattingly, J. H. Kroll κ.ά.). Νέα δεδομένα από τη μελέτη «θησαυρών» ―όπως του υπό δημοσίευση «ευρήματος» Gaziantep 1994― ίσως συνηγορούν πλέον για την αποδοχή μιας χρονολογίας έναρξης γύρω στο 165 π.Χ. (A. Meadows – στον οποίον οφείλω ευχαριστίες για την πληροφορία).
 
Μετά την παραχώρηση της Δήλου από τους Ρωμαίους (166 π.Χ.) οι Αθηναίοι αποκτούν ένα σπουδαίο λιμάνι, σημαντικό θρησκευτικό πόλο έλξης και κέντρο εμπορίου. Εξυπηρετώντας κυρίως τα ρωμαϊκά συμφέροντα η πόλις θα γνωρίσει μια δεύτερη ακμή. Σταδιακά, τα αθηναϊκά νομίσματα θα κυριαρχήσουν πλέον και πάλι στις αγορές, έστω σε πιο περιορισμένη εμβέλεια. Η δυναμική παρουσία των στεφανηφόρων αντανακλάται σε νομισματικές εκδόσεις που εμφανίζονται να έχουν επηρεαστεί από την εικονογραφία των αθηναϊκών (Μακεδονία, Αινιάνες, Θύρρειον Ακαρνανίας, Ίλιον Τρωάδος, Ηράκλεια Λάτμου κ.ά.). Κατά το τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. π.Χ. (ή λίγο αργότερα) η απήχηση του αθηναϊκού νομίσματος οδήγησε στην έκδοση ψηφίσματος που ουσιαστικά προωθούσε την εκτεταμένη χρήση των αττικών τετραδράχμων από τα μέλη της Δελφικής Αμφικτυονίας (FD III, 2, 139). Την ίδια περίπου εποχή ένα αθηναϊκό ψήφισμα, τμήμα του οποίου εντοπίστηκε και στην Ακρόπολη, προχωρούσε στην αντιστοίχηση των αττικών μέτρων και σταθμών με τα ρωμαϊκά, προφανώς προκειμένου να διευκολυνθούν οι εμπορικές συναλλαγές (IG II2 1013).
 
H ευημερία των Αθηναίων θα αποδειχθεί εφήμερη καθώς η πόλις θα εμπλακεί στη δίνη του Α΄ Μιθριδατικού Πολέμου (89-85 π.Χ.). Με την προσέγγιση του βασιλέως του Πόντου Μιθριδάτου ΣΤ΄ Ευπάτορος και την επικράτηση των αντιρωμαϊκών στοιχείων στην πόλη, στο προσκήνιο έρχονται ο Αθηνίων και ο Αριστίων. Ο τελευταίος μάλιστα θα κόψει στο όνομα του Βασιλέως Μιθραδάτου (ως επωνύμου άρχοντος) και στο όνομά του τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας» το 87/6 π.Χ. Μια σύστοιχη κοπή χρυσών στατήρων κυκλοφόρησε επίσης, πιθανώς αφού ο βασιλεύς προμήθευσε το πολύτιμο μέταλλο. Η παρουσία των μιθριδατικών δυνάμεων στην Ελλάδα και η σφαγή των Ιταλών της Δήλου επέφεραν την άμεση αντίδραση της Ρώμης, που απέστειλε τον Λ. Κορνήλιο Σύλλα για να ελέγξει την κατάσταση. Ο Σύλλας πολιόρκησε την πόλη και τον Πειραιά· υπό τις διαταγές του υπηρετούσαν ο Λ. Λικίνιος Λούκουλλος και ο αδελφός του Μ. Λικίνιος Λούκουλλος. Ο πρώτος κατευθύνθηκε στην Κρήτη για να συγκεντρώσει δυνάμεις και εφόδια. Αυτή ήταν πιθανότατα και η αιτία για την έκδοση απομιμήσεων «Νέας Τεχνοτροπίας» από επτά κρητικές πόλεις: Πολυρρηνία, Kυδωνία, Λάππα, Kνωσός, Πρίανσος, Γόρτυνα, Iεράπυτνα. Ο αδελφός του Μάρκος, επιφορτισμένος με χρέη ταμίου, ανέλαβε μάλλον την κοπή των νομισμάτων που μνημονεύονται επιγραφικώς (πλάτη Λευκόλλεια· FD III, 3, 282) και στον Πλούταρχο (νόμισμαΛευκόλλειον· Λεύκολλος, 2.1-2). Πρόκειται πιθανώς για τα τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας» που δεν φέρουν το εθνικό ΑΘΕ αλλά μόνο δύο μονογραφήματα. Τα μονογραφήματα αυτά, κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, αναλύονται σε ΜΑΡ και ΤΑΜ, δηλ. Μάρ(κου) Ταμ(ίου). Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι οι δύο σειρές, αυτή των μονογραφημάτων και εκείνη των κρητικών πόλεων, συνδέονται: τον συνδετικό κρίκο αποτελεί ένα τετράδραχμον (της Συλλογής Π. Ζ. Σαρόγλου, ΝΜΑ), που εκτός των δύο μονογραφημάτων φέρει στο πεδίο δεξιά και το λαλούν σύμβολον της Κνωσού, τον λαβύρινθο (Ι. Σβορώνος, ΔΕΝΑ 17 (1915), 61-62, εικ. 6). Το επεισόδιο με τον Μιθριδάτη κλείνει με την κατάληψη των Αθηνών από τον Σύλλα (Μάρτιος 86 π.Χ.) και τη συντριβή του μιθριδατικού στρατού στη Χαιρώνεια και στον Ορχομενό. Για τις δύο αυτές νίκες μάλιστα ο Σύλλας έκοψε άλλη μια σειρά νομισμάτων «Νέας Τεχνοτροπίας» που φέρουν μόνο δύο τρόπαια.
 
Η δήωση των Αθηνών από τα στρατεύματα του Σύλλα σηματοδοτεί την απαρχή μιας φθίνουσας πορείας για την πόλη. Στα νομισματικά πράγματα αποτελεί ένα terminus post quem για τα χαλκά αθηναϊκά νομίσματα που φέρουν τους τύπους της «Νέας Τεχνοτροπίας», όπως αυτό προκύπτει από «θησαυρικά» και ανασκαφικά δεδομένα. Σε χαλκούς (1/8 του αττικού οβολού) δίδονται οι τιμές σε μια αγορανομική επιγραφή αυτής της εποχής που βρέθηκε στον Πειραιά (BCH 118 (1994), 51-68· Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς, 4628) και όπου παρατίθενται τα εδέσματα ενός εφθοπωλίου (πατσατζίδικου). Κατά τη διάρκεια του 1ου αι. π.Χ. η παραγωγή αθηναϊκών αργυρών κοπών αραιώνει, για να παύσει τελικά γύρω στα 45/42 π.Χ. Ωστόσο οι γλαύκες θα προλάβουν να αφήσουν τον αντίκτυπό τους σε μια ευρύτερη περιοχή: από τον Πόντο και την Παφλαγονία ―κτήσεις του Μιθριδάτου ΣΤ΄, όπου εκδόθηκαν χαλκά νομίσματα με αθηναϊκές επιρροές― έως τα εδάφη της Αραβίας, όπου η παρουσία απομιμήσεων διαπιστώνεται έως και τον 1ο αι. μ.Χ.
 
Η έλευση του Μάρκου Αντωνίου το 42/1 π.Χ. στην Αθήνα έρχεται να κλείσει τον κύκλο των αθηναϊκών αργυρών νομισμάτων, χάριν των δηναρίων που επικρατούν πλέον στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι χαλκές κοπές των Αθηνών που συνεχίζονται και την περίοδο του Οκταβιανού Αυγούστου δεν εναρμονίζονται με το ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα. Η πόλις μάλιστα διαφοροποιείται αισθητά από τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών και εξελληνισμένων πόλεων που κόβουν νομίσματα υπό τη ρωμαϊκή αιγίδα με το γεγονός ότι συνεχίζει να θέτει την προτομή της θεάς Αθηνάς στις εμπρόσθιες όψεις των χαλκών της, αντί του αυτοκρατορικού πορτραίτου. Όσον αφορά στους πόρους της πόλεως, στις αρχές του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα τα περίφημα μεταλλεία της Λαυρεωτικής είχαν εξαντληθεί πλέον σύμφωνα με τον Στράβωνα (9.1.23). Για περισσότερο από έναν αιώνα παρατηρείται μια διακοπή στη νομισματική παραγωγή, που συνάδει με αυτά που γνωρίζουμε για τα μάλλον άσχημα οικονομικά της πόλεως (βλ. π.χ. σχετική αναφορά για το διάστημα περ. 70-82 μ.Χ. από τον Δίωνα Χρυσόστομο, 31.123). Χαρακτηριστικό μπορεί να θεωρηθεί ένα εύρημα από αποθέτη της Aθηναϊκής Aγοράς, που ανακαλύφθηκε Β. της Στοάς του Αττάλου, πλησίον των γραμμών του Η.Σ.Α.Π. Πρόκειται για έναν πήλινο «κουμπαρά» που περιείχε λίγα χαλκά νομίσματα του 1ου αι. π.Χ. Το γεγονός ότι  ο «κουμπαράς» πετάχτηκε στον αποθέτη γύρω στο 100 μ.Χ. καταδεικνύει ότι οι υστεροελληνιστικές αθηναϊκές κοπές κυκλοφορούσαν και αποθησαυρίζονταν για μακρό διάστημα. Στους χρόνους του Αδριανού η πόλις θα γνωρίσει μια ανάκαμψη, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που επιδείχθηκε από τον φιλέλληνα αυτοκράτορα. Από τις εκλάμψεις του αυτοκρατορικού ενδιαφέροντος σταχυολογούμε επιγραφική μαρτυρία που μεριμνά για αγοραπωλησίες στην ευρύτερη περιοχή ―αναφέρονται ψαράδες της Ελευσίνος― το 124/5 μ.Χ., όταν ήταν επιμελητής ο Τ. Ιούλιος Ηρωδιανός από τον Κολλυτό (IG II2 1103). Δεν είναι τυχαία η αναβίωση της χαλκής νομισματοκοπίας την εποχή αυτή, που θα συνεχιστεί με πληθώρα εκδόσεων και στην περίοδο των Αντωνίνων. Εκτός από τις παραστάσεις που έχουν ως σημείο αναφοράς τις μυθολογικές ρίζες της πόλεως δεν λείπουν και οι απεικονίσεις γνωστών έργων πλαστικής. Το κλέος του παρελθόντος επανέρχεται κατά περίσταση με την εμφάνιση γνωστών ιστορικών προσώπων (Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής) που χαράσσονται στα πεδία των νομισμάτων. Τον 3ο αι., στα χρόνια του Γαλλιηνού, παρατηρείται μια τελευταία έξαρση της νομισματικής παραγωγής, με θέματα που μεταξύ άλλων εστιάζουν στα σημεία αναφοράς της πόλεως. Πρόκειται για μια βραχεία αλλά πλούσια σειρά που εκδόθηκε κατά τα έτη περ. 264-267 μ.Χ. προκειμένου να αντιμετωπιστούν αμυντικές δαπάνες εν όψει βαρβαρικών επιδρομών. Θα είναι και η τελευταία νομισματική αναλαμπή της αρχαίας πόλεως, που όμως δεν θα καταφέρει να αποσοβήσει τη μανία των Ερούλων το 267 μ.Χ. Ύστερα από 770 και πλέον χρόνια τα νομίσματα με τη μορφή της Παλλάδος θα φθάσουν στο πέρας της διαδρομής τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου