Η ημερομηνία γέννησης του Τίμωνα προσδιορίζεται περί το 325-320 π.Χ. και η ημερομηνία θανάτου του το 235-230 π.Χ. Για τις λεπτομέρειες του βίου του μοναδική πηγή αποτελεί ο Διογένης Λαέρτιος (9.109-115) («Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων»). Σύμφωνα με αυτόν, ο Τίμων ήταν γιός του Τιμάρχου και μετά από μια σύντομη καριέρα ως χορευτής στην πατρίδα του Φλιούντα (αρχαία πόλη – κράτος της Πελοποννήσου, χτισμένη στο Φλιάσιο Πεδίο, νοτιοδυτικά του σημερινού νομού Κορινθίας, 3,5 χλμ. βορειοδυτικά της Νεμέας και στις όχθες του Ασωπού ποταμού) φοιτά στην σχολή του Στίλπωνα των Μεγάρων. Κάποια στιγμή επιστρέφει για να παντρευτεί και κατόπιν μεταβαίνει στην Ήλιδα, για να σπουδάσει στον Πύρρωνα τον Ηλείο ιδρυτή του σκεπτικισμού. Ο Διογένης εκτιμά ότι η παραμονή του στην Ήλιδα ήταν σχετικά σύντομη, αφού όπως αναφέρει διήρκεσε μέχρι να αποκτήσει παιδιά (9.109) και αναγκάστηκε να μετακομίσει για να κερδίσει χρήματα ως σοφιστής, ή ως έμμισθος καθηγητής φιλοσοφίας σε εφήβους στον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και την Χαλκηδόνα. Όμως όποια και αν ήταν η διάρκεια της σχέσης του με τον Πύρρωνα, ο Τίμων κατέστη οπαδός της φιλοσοφίας του.
Οι δραστηριότητές του τον ωφέλησαν οικονομικά και μεταβαίνει στην Αθήνα όπου εγκαθίσταται (εκτός από μια σύντομη παραμονή στη Θήβα) μέχρι το θάνατό του. Ο Διογένης αναφέρει βασιλείς με τους οποίους σχετίσθηκε, όπως ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, καθώς και πολλούς ποιητές με τους οποίους συνεργάστηκε. Είναι δύσκολο να εξάγουμε συμπεράσματα όσον αφορά στο συγγραφικό του έργο, αν και το πρόσφατο έργο του Ινστιτούτου Clayman (2010) κατέδειξε ότι αφοσιώθηκε βαθιά στον ποιητικό λόγο. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς διαμονής του στην Αθήνα πιθανότατα γνώρισε και τους κορυφαίους φιλοσόφους της εποχής. Ο Διογένης αναφέρει ανέκδοτα που τον εμφανίζουν να λοιδορεί τον Αρκεσίλαο, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Ακαδημίας, αλλά με τον ίδιο σατυρικό τρόπο αντιμετώπισε τους Στωικούς και τους Επίκουρους φιλοσόφους. Ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ουδείς εκπρόσωπος από τις υπάρχουσες σχολές δεν τον αναφέρει στα διασωθέντα αρχεία, λόγω της έντονης κριτικής που υπάρχει στο έργο του «Σίλλοι».
Έργα
Οι Σίλλοι (=σάτυρα, ή λίβελλος) αποτελούν σατυρική αναφορά στους διάσημους φιλόσοφους της εποχής, ζώντες και νεκρούς, σε στίχο δακτυλικό εξάμετρο. Το άλλο έργο από το οποίο σώζονται μερικά αποσπάσματα ονομαζόταν «Ινδαλμοί» (=εικόνες, ή εμφανίσεις, ή φαινόμενα) και ήταν γραμμένο σε ελεγειακά δίστιχα (εναλλασσόμενα εξάμετρα και πεντάμετρα). Η σημασία του τίτλου δεν είναι σαφής, αφού πιθανόν να αναφέρεται στις «εμφανίσεις» των Πυρρωνιστών. Ένας από τους διασωθέντες στίχους του ποιήματος αναφέρει: «Αλλά η εμφάνιση (ενν. φαινόμενο) είναι πανίσχυρη παντού, οπουδήποτε και αν προέρχεται» (Διογένης Λαέρτιος 9.105) και οι περισσότεροι λόγιοι το χρησιμοποίησαν για να καταδείξουν την σημασία των φαινομένων – συμβάντων στην διαμόρφωση των ενεργειών μας. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι οι εικόνες που αναφέρονται στον τίτλο είναι «εικόνες» του ίδιου του Πύρρωνα και ότι το ποίημα αποτελεί μια απεικόνιση αυτού και της «μακάριας γαλήνης του» αφού το μεγαλύτερο διασωθέν απόσπασμα του ποιήματος – μια ακολουθία επτά στίχων στον Διογένη Λαέρτιο και τον Σέξτο Εμπειρικό – επαληθεύει αυτήν την περιγραφή.
Μια τρίτη εκδοχή είναι ότι οι «εικόνες» ή «εμφανίσεις» απευθύνονται (με αρνητική έννοια) στους αφελείς, αναφερόμενες στις φαντασιώσεις, ή τις ψευδαισθήσεις που διακατέχουν όσους δεν ασπάζονται την φιλοσοφία του Πύρρωνα. Ο Τίμων διέθετε σαφή αντίληψη για τις απερισκεψίες των ανθρώπων, γεγονός που κλόνισε τις αρχές του, σε σημείο ολικής αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να γίνει σκεπτικιστής και σατιρικός. Ο αγνωστικισμός (χρησιμοποιώντας έναν σύγχρονο όρο) εμφανίζεται στην διδασκαλία του, λέγοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν μόνο τρία πράγματα – ποια είναι η φύση των πραγμάτων, πώς σχετιζόμαστε με αυτά και τι μπορούμε να κερδίσουμε από αυτά – αλλά καθώς η γνώση είναι πάντα υποκειμενική και εξωπραγματική, είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε σε μια κατάσταση διστακτικότητας.
Μια πιθανή εξήγηση προέρχεται από ένα πεντάμετρο στίχο, που εμφανίζεται συχνά στους Ινδαλμούς: «αλλά αυτά τα πράγματα κρίνονται από το μυαλό των ανθρώπων» (Σέξτος Εμπειρικός Μ 11.140). Η τοποθέτηση υποδηλώνει ότι τα εν λόγω «πράγματα» θεωρούνται εκ φύσεως καλά ή κακά. Αναφορικά με τον χαρακτήρα του έργου καμία από αυτές τις προτάσεις δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά ταυτόχρονα ουδεμία μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι περισσότερο από εικασία. Με εξαίρεση ένα τετράστιχο απόσπασμα σχετικά με την «φύση του θεϊκού και του καλού» το οποίο είναι ίσως το πιο αμφιλεγόμενο από όλα τα αποσπάσματα του Τίμωνα, δεν επιβιώνουν άλλα αποσπάσματα, πέραν αυτών που μόλις αναφέρθηκαν. Επίσης, δεν έχουμε γενική περιγραφή του έργου, αφού ο Διογένης Λαέρτιος δεν το συμπεριέλαβε στον κατάλογο των έργων του Τίμωνα, ενώ το αναφέρει αλλού. Έτσι, παρά την σημασία των λίγων σωζόμενων τμημάτων των Ινδαλμών, το ποίημα ως σύνολο είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου «αδιαφανές».
Ο Διογένης (9.110) ισχυρίζεται ότι εκτός από τα προαναφερθέντα ποιήματα, ο Τίμωνας έγραψε 60 τραγωδίες και 30 κωμωδίες, καθώς και έπη, σάτυρα και κιναίδους (= «άσεμνα ποιήματα» – Στράβων 14.1 .41, Αθήναιος XIV.620e-f). Αναφέρει επίσης ότι ο Τίμωνας αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο στην ποίηση, εις βάρος της φιλοσοφίας, αλλά τα ποιήματα που απαριθμεί σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνουν τους Σίλλους, οι οποίοι αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Τίμωνα. Πάντως κανένα ίχνος αυτού του ογκώδους μη φιλοσοφικού έργου, εφόσον υπήρξε, φαίνεται να έχει διασωθεί. Υπάρχουν ορισμένα αποσπάσματα από στίχους του Τίμωνα που αποδίδονται στους Σίλλους ή τους Ινδαλμούς, αφού δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι προέρχονται από κάποιο άλλο έργο.
Τα υπόλοιπα έργα που αποδίδονται στο Τίμωνα είναι πεζογραφήματα. Από αυτά το πιο σημαντικό είναι το «Πυθώ». Σύμφωνα με τον Αριστοκλή (Ευσέβιος, Praeparatio evangelica 14.18.14) αυτό περιγράφει μια συνάντηση και έναν διάλογο μεταξύ Τίμωνα και Πύρρωνα. Ο Τίμων εμφανίζεται να συναντά τον Πύρρωνα σε έναν ναό, καθώς περπατούσε προς την Πυθώ (την περιοχή των Δελφών). Το αν το έργο ήταν σε μορφή διαλόγου, ή απλώς ανέφερε διάλογο σε τρίτο πρόσωπο δεν είναι σαφές. Φαίνεται όμως ότι αυτός ο διάλογος αφορά σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της συμπεριφοράς του Πύρρωνα. Ο Διογένης Λαέρτιος, ο οποίος αναφέρεται στο ίδιο έργο (9.67) λέγει ότι ο Τίμων «αποσαφηνίζει» τις διαθέσεις του Πύρρωνα.
Αυτός ο ισχυρισμός πιθανώς έχει αποδοθεί αυθαίρετα στον Πύρρωνα, με τον Τίμωνα να εμφανίζεται ως πρόθυμος μαθητής. Το εν λόγω μοτίβο εμφανίζεται συχνά στα γραπτά του Τιμωνα· τα αποσπάσματα από τους Σίλλους και τους Αντάλμους αποτελούνται από ερωτήσεις στον Πύρρωνα – πιθανότατα από τον ίδιο τον Τίμωνα – για το πώς καταφέρνει να διατηρεί την ηρεμία του. Υπάρχει μία παραπομπή στο «Πυθώ» και μια ακόμη αναφορά σχετικά με μια δήλωση, οι οποίες έχουν κάποια φιλοσοφική σημασία, αλλά δεν παρέχουν ενδείξεις σχετικά με ύφος της Πυθούς. Ο καθορισμός του διαλόγου έχει συμβολική σημασία (οι Δελφοί είναι η έδρα του μαντείου του Απόλλωνα) αλλά οι ερμηνείες είναι διφορούμενες. Ο Αριστοκλής παρέχει μια περίληψη ενός αποσπάσματος του Τίμωνα για τα κύρια σημεία της φιλοσοφίας του Πύρρωνα και αυτό εκτιμάται ότι ισχύει στο «Πυθώ».
Ο Διογένης (9.105) αναφέρει το έργο «Στις αισθήσεις και τον Σέξτο» (Μ 3.2) όπου γίνεται μνεία ενός άλλου έργου που ονομάζεται «Ενάντια στους Φυσικούς». Όμως οι συγκεκριμένες φράσεις, ή απόψεις που αποδίδονται στον Τίμωνα χρήζουν συζήτησης, ενώ δηλώνουν ελάχιστα, έως τίποτα για τα ίδια τα έργα, πέρα από ό, τι υποδηλώνουν οι τίτλοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι αυτά αποτελούσαν, ή περιελάμβαναν δείγματα της φιλοσοφίας του Πύρρωνα. Τέλος, ο Διογένης αναφέρει (9.115) ότι ο Τίμων εξήρε τον Αρκεσίλαο (ο οποίος την εποχή του Τίμωνα, ανέλαβε την Ακαδημία) σε ένα έργο που ονομάζεται «Κηδεία του Αρκεσιλάου» – σε αντίθεση με τις επιθέσεις εναντίον του στους Σίλλους, όπως αναφέρει ο Διογένης και όπως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε από τα αποσπάσματα που διασώθηκαν. Αυτό το έργο θεωρείται απόδειξη ότι ο Τίμων έζησε περισσότερο από τον Αρκεσίλαο. Ωστόσο, δεδομένης της τάσης του Τίμωνα για περίτεχνα αφηγηματικά ερεθίσματα, τα συμπεράσματα είναι παρακινδυνευμένα. Το Clayman (2010) 13-15 αποσαφηνίζει ότι το επίγειο συμπόσιο ήταν ένας αναγνωρισμένος παρωδικός στίχος που χρονολογείται πριν την εποχή του Τίμωνα και σε καμία περίπτωση δεν απαιτεί να πεθάνει ο Αρκεσίλαος, ή κάποιος άλλος. Το είδος αναφοράς μας δίνει ερέθισμα να αναρωτηθούμε αν ο έπαινος του Αρκεσιλάου ήταν εν μέρει, ή καθ’ ολοκληρία ψευδής.
Στους Σιλλούς γίνεται εκτενής χρήση λογοτεχνικών όρων. Ο Διογένης Λαέρτιος μας λέγει (9.111) ότι οι Σιλλοί χωρίζονται σε τρία βιβλία. Στο πρώτο βιβλίο ο Τίμων μιλά αποκλειστικά σε πρώτο πρόσωπο, ενώ στο δεύτερο και τρίτο έχουν την μορφή διαλόγου μεταξύ του ιδίου και του πρώιμου (τέλη του 6ου αι. π.Χ.) φιλόσοφου Ξενοφάνη, όπου ο Τίμων αμφισβητώντας κάθε φιλόσοφο, υπέβαλλε ερωτήσεις και ο Ξενοφάνης απαντούσε. Το έργο στο σύνολό του, ήταν αφιερωμένο στην απαξίωση και γελοιοποίηση των μη Πυρρωνικών φιλοσόφων.
Φαίνεται ότι ένα τμήμα του έργου διαμορφώθηκε μετά την περιβόητη σκηνή στο βιβλίο XI της Οδύσσειας όπου ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Κάτω Κόσμο. Πολλά αποσπάσματα περιλαμβάνουν τις λέξεις «είδα» ή «αναγνώρισα» (όπου αυτός που βλέπει, ή αναγνωρίζει είναι ο νεκρός φιλόσοφος) και ο συγκεκριμένος τύπος έκφρασης θυμίζει ιδιαίτερα την γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας για να περιγράψει τις συναντήσεις με τους νεκρούς συντρόφους του. Υπάρχουν και άλλες αναφορές του Ομήρου, κυρίως από τα πρώτα βιβλία της Ιλιάδας, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν τους διαμαρτυρόμενους φιλόσοφους κυριολεκτικά ως «μαχητές».
Το Clayman στο 3ο κεφάλαιο προσδιορίζει άλλες δύο παρόμοιες σκηνές: «Αγορά των ιδεών» στις οποίες παρουσιάζονται φιλόσοφοι να εμπορεύονται τις ιδέες τους και «Hyde Park Corner», στην οποία οι φιλόσοφοι απευθύνονται στα πλήθη. Ωστόσο, διαφωνεί με την υποθετική σκηνή αλιείας, η οποία είναι αποδεκτή από αρκετούς προγενέστερους λόγιους, αφού τα αποσπάσματα που εμφανίζουν συχνά φιλόσοφους ως «αλιείς» (αλιεύουν οπαδούς) ή «ψάρια» (αλιεύονται ως οπαδοί) δεν είναι αποδεκτά, ή επιδέχονται ειδικής ερμηνείας.
Χαρακτήρας
Ο Τίμων αγαπούσε πολύ την κηπουρική και ασχολείτο κυρίως με προσωπικά του ζητήματα, όπως λέγει και ο Αντίγονος. Λέγεται ότι ο Ιερώνυμος ο Περιπατητικός είχε πει το εξής για τον Τίμωνα: «Όπως συμβαίνει στους Σκύθες, όπου τοξεύουν και άλλοι υποχωρούν, ενώ άλλοι επιτίθενται, έτσι συμβαίνει και με τους φιλοσόφους, όπου άλλοι θηρεύουν μαθητές καταδιώκοντάς τους και άλλοι αποφεύγοντάς τους, όπως ακριβώς κάνει και ο Τίμων».
Ήταν, οξύνους, σκωπτικός – περιπαικτικός, αγαπούσε το γράψιμο και ήταν ικανός στην συγγραφή μύθων (θεατρικών υποθέσεων) και την σύνθεση δραμάτων για τους ποιητές. Τις τραγωδίες του τις παραχωρούσε στον Αλέξανδρο (ποιητής από την Αιολία) και στον Όμηρο (ποιητής από το Βυζάντιο). Όταν τον ενοχλούσαν οι υπηρέτριες και τα σκυλιά, δεν εργαζόταν και γενικότερα επεδίωκε την ηρεμία.
Λένε ότι, όταν ο Άρατος ο Σολεύς τον ρώτησε πώς θα κατανοήσει την ποίηση τού Ομήρου (ο επικός ποιητής τής «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας») ο Τίμων του απάντησε: «Εάν πέσουν στα χέρια σου τ’ αρχαία αντίγραφα, και όχι τα ήδη διορθωμένα». Τα δικά του ποιήματα, ήταν διασκορπισμένα, ενίοτε μισοκατεστραμμένα (είτε από αμέλεια είτε από τον χρόνο είτε από τα ποντίκια). Κάποτε, που σκόπευε ν’ αναγνώσει κάτι δικό του στον ρήτορα Ζώπυρο, ξετύλιγε (εκείνη την εποχή, τα βιβλία είχαν την μορφή κυλίνδρων) συνέχεια ένα βιβλίο και διάβαζε οτιδήποτε έβλεπε μπροστά του. Όταν έφτασε στην μέση του βιβλίου, τότε βρήκε το ζητούμενο απόσπασμα, τού οποίου το σημείο προηγουμένως αγνοούσε. Τόσο αδιάφορος ήταν!
Αγαπούσε το βάδισμα και λέγεται ότι μπορούσε να περπατήσει χωρίς να έχει φάει. Λένε ότι, όταν είδε τον Αρκεσίλαο να περνά από την αγορά των Κερκώπων, του είπε: «Τι κάνεις εσύ εδώ, ανάμεσα σ’ εμάς, τους ελεύθερους ανθρώπους;». Συχνά συνήθιζε να λέει ότι «συνεταιρίστηκαν ο Ατταγάς και ο Νουμήνιος (διάσημοι απατεώνες τής αρχαίας εποχής)» για όσους αποδέχονταν την αξιοπιστία των αισθήσεων, όταν αυτές εγκρίνονταν από τον νου [Τόσο οι αισθήσεις (οι αισθητηριακές εντυπώσεις) όσο και ο νους (οι εντυπώσεις που προέρχονται από την διανοητική επεξεργασία) αποτελούσαν αναξιόπιστους μάρτυρες της αλήθειας για κάθε Σκεπτικό φιλόσοφο. Εδώ, ο Τίμων υπονοεί ότι οι αισθήσεις και ο νους είναι δύο απατεώνες (εξαπατούν όποιον τα χρησιμοποιεί κατά την αναζήτηση τής αλήθειας) όπως ήταν ο Ατταγάς και ο Νουμήνιος] .
Συνήθιζε, επίσης, να εμπαίζει με τον ακόλουθο τρόπο: σε κάποιον, που απορούσε με τα πάντα, ρώτησε «γιατί δεν απορείς που εμείς, ενώ είμαστε τρεις, έχουμε τέσσερα μάτια;», διότι ο ίδιος και ο Διοσκουρίδης, ο μαθητής του, ήταν μονόφθαλμοι, ενώ ο συνομιλητής του ήταν υγιής. Όταν κάποτε ο Αρκεσίλαος τον ρώτησε γιατί επέστρεψε από την Θήβα, ο Τίμων του απήντησε: «για να σας βλέπω απλωμένους μπροστά μου και να γελώ». Ωστόσο, ενώ στους «Σίλλους» επιτίθεται στον Αρκεσίλαο, στο βιβλίο του, που επιγράφεται «Νεκρόδειπνο του Αρκεσίλαου» τον επαινεί.
Διάδοχος τού Τίμωνα δεν υπήρξε στην σχολή, όπως λέει ο Μηνόδοτος, αλλά διακόπηκε αυτή η διδασκαλία, μέχρι που την επανέφερε ο Πτολεμαίος ο Κυρηναίος. Όπως, όμως, λέει ο Ιππόβοτος και ο Σωτίων, μαθητές του ήταν ο Κύπριος Διοσκουρίδης, ο Ρόδιος Νικόλοχος, ο Ευφράνωρ ο Σελευκεύς, και ο Πραΰλους από την Τρωάδα, ο οποίος ήταν τόσο καρτερικός – σύμφωνα με την εξιστόρηση του Φύλαρχου – ώστε υπέμεινε την αδικία τής τιμωρίας του για προδοσία, απαξιώνοντας ακόμη και να μιλήσει στους συμπολίτες του.
Οι δραστηριότητές του τον ωφέλησαν οικονομικά και μεταβαίνει στην Αθήνα όπου εγκαθίσταται (εκτός από μια σύντομη παραμονή στη Θήβα) μέχρι το θάνατό του. Ο Διογένης αναφέρει βασιλείς με τους οποίους σχετίσθηκε, όπως ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, καθώς και πολλούς ποιητές με τους οποίους συνεργάστηκε. Είναι δύσκολο να εξάγουμε συμπεράσματα όσον αφορά στο συγγραφικό του έργο, αν και το πρόσφατο έργο του Ινστιτούτου Clayman (2010) κατέδειξε ότι αφοσιώθηκε βαθιά στον ποιητικό λόγο. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς διαμονής του στην Αθήνα πιθανότατα γνώρισε και τους κορυφαίους φιλοσόφους της εποχής. Ο Διογένης αναφέρει ανέκδοτα που τον εμφανίζουν να λοιδορεί τον Αρκεσίλαο, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Ακαδημίας, αλλά με τον ίδιο σατυρικό τρόπο αντιμετώπισε τους Στωικούς και τους Επίκουρους φιλοσόφους. Ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ουδείς εκπρόσωπος από τις υπάρχουσες σχολές δεν τον αναφέρει στα διασωθέντα αρχεία, λόγω της έντονης κριτικής που υπάρχει στο έργο του «Σίλλοι».
Έργα
Οι Σίλλοι (=σάτυρα, ή λίβελλος) αποτελούν σατυρική αναφορά στους διάσημους φιλόσοφους της εποχής, ζώντες και νεκρούς, σε στίχο δακτυλικό εξάμετρο. Το άλλο έργο από το οποίο σώζονται μερικά αποσπάσματα ονομαζόταν «Ινδαλμοί» (=εικόνες, ή εμφανίσεις, ή φαινόμενα) και ήταν γραμμένο σε ελεγειακά δίστιχα (εναλλασσόμενα εξάμετρα και πεντάμετρα). Η σημασία του τίτλου δεν είναι σαφής, αφού πιθανόν να αναφέρεται στις «εμφανίσεις» των Πυρρωνιστών. Ένας από τους διασωθέντες στίχους του ποιήματος αναφέρει: «Αλλά η εμφάνιση (ενν. φαινόμενο) είναι πανίσχυρη παντού, οπουδήποτε και αν προέρχεται» (Διογένης Λαέρτιος 9.105) και οι περισσότεροι λόγιοι το χρησιμοποίησαν για να καταδείξουν την σημασία των φαινομένων – συμβάντων στην διαμόρφωση των ενεργειών μας. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι οι εικόνες που αναφέρονται στον τίτλο είναι «εικόνες» του ίδιου του Πύρρωνα και ότι το ποίημα αποτελεί μια απεικόνιση αυτού και της «μακάριας γαλήνης του» αφού το μεγαλύτερο διασωθέν απόσπασμα του ποιήματος – μια ακολουθία επτά στίχων στον Διογένη Λαέρτιο και τον Σέξτο Εμπειρικό – επαληθεύει αυτήν την περιγραφή.
Μια τρίτη εκδοχή είναι ότι οι «εικόνες» ή «εμφανίσεις» απευθύνονται (με αρνητική έννοια) στους αφελείς, αναφερόμενες στις φαντασιώσεις, ή τις ψευδαισθήσεις που διακατέχουν όσους δεν ασπάζονται την φιλοσοφία του Πύρρωνα. Ο Τίμων διέθετε σαφή αντίληψη για τις απερισκεψίες των ανθρώπων, γεγονός που κλόνισε τις αρχές του, σε σημείο ολικής αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να γίνει σκεπτικιστής και σατιρικός. Ο αγνωστικισμός (χρησιμοποιώντας έναν σύγχρονο όρο) εμφανίζεται στην διδασκαλία του, λέγοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν μόνο τρία πράγματα – ποια είναι η φύση των πραγμάτων, πώς σχετιζόμαστε με αυτά και τι μπορούμε να κερδίσουμε από αυτά – αλλά καθώς η γνώση είναι πάντα υποκειμενική και εξωπραγματική, είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε σε μια κατάσταση διστακτικότητας.
Μια πιθανή εξήγηση προέρχεται από ένα πεντάμετρο στίχο, που εμφανίζεται συχνά στους Ινδαλμούς: «αλλά αυτά τα πράγματα κρίνονται από το μυαλό των ανθρώπων» (Σέξτος Εμπειρικός Μ 11.140). Η τοποθέτηση υποδηλώνει ότι τα εν λόγω «πράγματα» θεωρούνται εκ φύσεως καλά ή κακά. Αναφορικά με τον χαρακτήρα του έργου καμία από αυτές τις προτάσεις δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά ταυτόχρονα ουδεμία μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι περισσότερο από εικασία. Με εξαίρεση ένα τετράστιχο απόσπασμα σχετικά με την «φύση του θεϊκού και του καλού» το οποίο είναι ίσως το πιο αμφιλεγόμενο από όλα τα αποσπάσματα του Τίμωνα, δεν επιβιώνουν άλλα αποσπάσματα, πέραν αυτών που μόλις αναφέρθηκαν. Επίσης, δεν έχουμε γενική περιγραφή του έργου, αφού ο Διογένης Λαέρτιος δεν το συμπεριέλαβε στον κατάλογο των έργων του Τίμωνα, ενώ το αναφέρει αλλού. Έτσι, παρά την σημασία των λίγων σωζόμενων τμημάτων των Ινδαλμών, το ποίημα ως σύνολο είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου «αδιαφανές».
Ο Διογένης (9.110) ισχυρίζεται ότι εκτός από τα προαναφερθέντα ποιήματα, ο Τίμωνας έγραψε 60 τραγωδίες και 30 κωμωδίες, καθώς και έπη, σάτυρα και κιναίδους (= «άσεμνα ποιήματα» – Στράβων 14.1 .41, Αθήναιος XIV.620e-f). Αναφέρει επίσης ότι ο Τίμωνας αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο στην ποίηση, εις βάρος της φιλοσοφίας, αλλά τα ποιήματα που απαριθμεί σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνουν τους Σίλλους, οι οποίοι αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Τίμωνα. Πάντως κανένα ίχνος αυτού του ογκώδους μη φιλοσοφικού έργου, εφόσον υπήρξε, φαίνεται να έχει διασωθεί. Υπάρχουν ορισμένα αποσπάσματα από στίχους του Τίμωνα που αποδίδονται στους Σίλλους ή τους Ινδαλμούς, αφού δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι προέρχονται από κάποιο άλλο έργο.
Τα υπόλοιπα έργα που αποδίδονται στο Τίμωνα είναι πεζογραφήματα. Από αυτά το πιο σημαντικό είναι το «Πυθώ». Σύμφωνα με τον Αριστοκλή (Ευσέβιος, Praeparatio evangelica 14.18.14) αυτό περιγράφει μια συνάντηση και έναν διάλογο μεταξύ Τίμωνα και Πύρρωνα. Ο Τίμων εμφανίζεται να συναντά τον Πύρρωνα σε έναν ναό, καθώς περπατούσε προς την Πυθώ (την περιοχή των Δελφών). Το αν το έργο ήταν σε μορφή διαλόγου, ή απλώς ανέφερε διάλογο σε τρίτο πρόσωπο δεν είναι σαφές. Φαίνεται όμως ότι αυτός ο διάλογος αφορά σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της συμπεριφοράς του Πύρρωνα. Ο Διογένης Λαέρτιος, ο οποίος αναφέρεται στο ίδιο έργο (9.67) λέγει ότι ο Τίμων «αποσαφηνίζει» τις διαθέσεις του Πύρρωνα.
Αυτός ο ισχυρισμός πιθανώς έχει αποδοθεί αυθαίρετα στον Πύρρωνα, με τον Τίμωνα να εμφανίζεται ως πρόθυμος μαθητής. Το εν λόγω μοτίβο εμφανίζεται συχνά στα γραπτά του Τιμωνα· τα αποσπάσματα από τους Σίλλους και τους Αντάλμους αποτελούνται από ερωτήσεις στον Πύρρωνα – πιθανότατα από τον ίδιο τον Τίμωνα – για το πώς καταφέρνει να διατηρεί την ηρεμία του. Υπάρχει μία παραπομπή στο «Πυθώ» και μια ακόμη αναφορά σχετικά με μια δήλωση, οι οποίες έχουν κάποια φιλοσοφική σημασία, αλλά δεν παρέχουν ενδείξεις σχετικά με ύφος της Πυθούς. Ο καθορισμός του διαλόγου έχει συμβολική σημασία (οι Δελφοί είναι η έδρα του μαντείου του Απόλλωνα) αλλά οι ερμηνείες είναι διφορούμενες. Ο Αριστοκλής παρέχει μια περίληψη ενός αποσπάσματος του Τίμωνα για τα κύρια σημεία της φιλοσοφίας του Πύρρωνα και αυτό εκτιμάται ότι ισχύει στο «Πυθώ».
Ο Διογένης (9.105) αναφέρει το έργο «Στις αισθήσεις και τον Σέξτο» (Μ 3.2) όπου γίνεται μνεία ενός άλλου έργου που ονομάζεται «Ενάντια στους Φυσικούς». Όμως οι συγκεκριμένες φράσεις, ή απόψεις που αποδίδονται στον Τίμωνα χρήζουν συζήτησης, ενώ δηλώνουν ελάχιστα, έως τίποτα για τα ίδια τα έργα, πέρα από ό, τι υποδηλώνουν οι τίτλοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι αυτά αποτελούσαν, ή περιελάμβαναν δείγματα της φιλοσοφίας του Πύρρωνα. Τέλος, ο Διογένης αναφέρει (9.115) ότι ο Τίμων εξήρε τον Αρκεσίλαο (ο οποίος την εποχή του Τίμωνα, ανέλαβε την Ακαδημία) σε ένα έργο που ονομάζεται «Κηδεία του Αρκεσιλάου» – σε αντίθεση με τις επιθέσεις εναντίον του στους Σίλλους, όπως αναφέρει ο Διογένης και όπως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε από τα αποσπάσματα που διασώθηκαν. Αυτό το έργο θεωρείται απόδειξη ότι ο Τίμων έζησε περισσότερο από τον Αρκεσίλαο. Ωστόσο, δεδομένης της τάσης του Τίμωνα για περίτεχνα αφηγηματικά ερεθίσματα, τα συμπεράσματα είναι παρακινδυνευμένα. Το Clayman (2010) 13-15 αποσαφηνίζει ότι το επίγειο συμπόσιο ήταν ένας αναγνωρισμένος παρωδικός στίχος που χρονολογείται πριν την εποχή του Τίμωνα και σε καμία περίπτωση δεν απαιτεί να πεθάνει ο Αρκεσίλαος, ή κάποιος άλλος. Το είδος αναφοράς μας δίνει ερέθισμα να αναρωτηθούμε αν ο έπαινος του Αρκεσιλάου ήταν εν μέρει, ή καθ’ ολοκληρία ψευδής.
Στους Σιλλούς γίνεται εκτενής χρήση λογοτεχνικών όρων. Ο Διογένης Λαέρτιος μας λέγει (9.111) ότι οι Σιλλοί χωρίζονται σε τρία βιβλία. Στο πρώτο βιβλίο ο Τίμων μιλά αποκλειστικά σε πρώτο πρόσωπο, ενώ στο δεύτερο και τρίτο έχουν την μορφή διαλόγου μεταξύ του ιδίου και του πρώιμου (τέλη του 6ου αι. π.Χ.) φιλόσοφου Ξενοφάνη, όπου ο Τίμων αμφισβητώντας κάθε φιλόσοφο, υπέβαλλε ερωτήσεις και ο Ξενοφάνης απαντούσε. Το έργο στο σύνολό του, ήταν αφιερωμένο στην απαξίωση και γελοιοποίηση των μη Πυρρωνικών φιλοσόφων.
Φαίνεται ότι ένα τμήμα του έργου διαμορφώθηκε μετά την περιβόητη σκηνή στο βιβλίο XI της Οδύσσειας όπου ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Κάτω Κόσμο. Πολλά αποσπάσματα περιλαμβάνουν τις λέξεις «είδα» ή «αναγνώρισα» (όπου αυτός που βλέπει, ή αναγνωρίζει είναι ο νεκρός φιλόσοφος) και ο συγκεκριμένος τύπος έκφρασης θυμίζει ιδιαίτερα την γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας για να περιγράψει τις συναντήσεις με τους νεκρούς συντρόφους του. Υπάρχουν και άλλες αναφορές του Ομήρου, κυρίως από τα πρώτα βιβλία της Ιλιάδας, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν τους διαμαρτυρόμενους φιλόσοφους κυριολεκτικά ως «μαχητές».
Το Clayman στο 3ο κεφάλαιο προσδιορίζει άλλες δύο παρόμοιες σκηνές: «Αγορά των ιδεών» στις οποίες παρουσιάζονται φιλόσοφοι να εμπορεύονται τις ιδέες τους και «Hyde Park Corner», στην οποία οι φιλόσοφοι απευθύνονται στα πλήθη. Ωστόσο, διαφωνεί με την υποθετική σκηνή αλιείας, η οποία είναι αποδεκτή από αρκετούς προγενέστερους λόγιους, αφού τα αποσπάσματα που εμφανίζουν συχνά φιλόσοφους ως «αλιείς» (αλιεύουν οπαδούς) ή «ψάρια» (αλιεύονται ως οπαδοί) δεν είναι αποδεκτά, ή επιδέχονται ειδικής ερμηνείας.
Χαρακτήρας
Ο Τίμων αγαπούσε πολύ την κηπουρική και ασχολείτο κυρίως με προσωπικά του ζητήματα, όπως λέγει και ο Αντίγονος. Λέγεται ότι ο Ιερώνυμος ο Περιπατητικός είχε πει το εξής για τον Τίμωνα: «Όπως συμβαίνει στους Σκύθες, όπου τοξεύουν και άλλοι υποχωρούν, ενώ άλλοι επιτίθενται, έτσι συμβαίνει και με τους φιλοσόφους, όπου άλλοι θηρεύουν μαθητές καταδιώκοντάς τους και άλλοι αποφεύγοντάς τους, όπως ακριβώς κάνει και ο Τίμων».
Ήταν, οξύνους, σκωπτικός – περιπαικτικός, αγαπούσε το γράψιμο και ήταν ικανός στην συγγραφή μύθων (θεατρικών υποθέσεων) και την σύνθεση δραμάτων για τους ποιητές. Τις τραγωδίες του τις παραχωρούσε στον Αλέξανδρο (ποιητής από την Αιολία) και στον Όμηρο (ποιητής από το Βυζάντιο). Όταν τον ενοχλούσαν οι υπηρέτριες και τα σκυλιά, δεν εργαζόταν και γενικότερα επεδίωκε την ηρεμία.
Λένε ότι, όταν ο Άρατος ο Σολεύς τον ρώτησε πώς θα κατανοήσει την ποίηση τού Ομήρου (ο επικός ποιητής τής «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας») ο Τίμων του απάντησε: «Εάν πέσουν στα χέρια σου τ’ αρχαία αντίγραφα, και όχι τα ήδη διορθωμένα». Τα δικά του ποιήματα, ήταν διασκορπισμένα, ενίοτε μισοκατεστραμμένα (είτε από αμέλεια είτε από τον χρόνο είτε από τα ποντίκια). Κάποτε, που σκόπευε ν’ αναγνώσει κάτι δικό του στον ρήτορα Ζώπυρο, ξετύλιγε (εκείνη την εποχή, τα βιβλία είχαν την μορφή κυλίνδρων) συνέχεια ένα βιβλίο και διάβαζε οτιδήποτε έβλεπε μπροστά του. Όταν έφτασε στην μέση του βιβλίου, τότε βρήκε το ζητούμενο απόσπασμα, τού οποίου το σημείο προηγουμένως αγνοούσε. Τόσο αδιάφορος ήταν!
Αγαπούσε το βάδισμα και λέγεται ότι μπορούσε να περπατήσει χωρίς να έχει φάει. Λένε ότι, όταν είδε τον Αρκεσίλαο να περνά από την αγορά των Κερκώπων, του είπε: «Τι κάνεις εσύ εδώ, ανάμεσα σ’ εμάς, τους ελεύθερους ανθρώπους;». Συχνά συνήθιζε να λέει ότι «συνεταιρίστηκαν ο Ατταγάς και ο Νουμήνιος (διάσημοι απατεώνες τής αρχαίας εποχής)» για όσους αποδέχονταν την αξιοπιστία των αισθήσεων, όταν αυτές εγκρίνονταν από τον νου [Τόσο οι αισθήσεις (οι αισθητηριακές εντυπώσεις) όσο και ο νους (οι εντυπώσεις που προέρχονται από την διανοητική επεξεργασία) αποτελούσαν αναξιόπιστους μάρτυρες της αλήθειας για κάθε Σκεπτικό φιλόσοφο. Εδώ, ο Τίμων υπονοεί ότι οι αισθήσεις και ο νους είναι δύο απατεώνες (εξαπατούν όποιον τα χρησιμοποιεί κατά την αναζήτηση τής αλήθειας) όπως ήταν ο Ατταγάς και ο Νουμήνιος] .
Συνήθιζε, επίσης, να εμπαίζει με τον ακόλουθο τρόπο: σε κάποιον, που απορούσε με τα πάντα, ρώτησε «γιατί δεν απορείς που εμείς, ενώ είμαστε τρεις, έχουμε τέσσερα μάτια;», διότι ο ίδιος και ο Διοσκουρίδης, ο μαθητής του, ήταν μονόφθαλμοι, ενώ ο συνομιλητής του ήταν υγιής. Όταν κάποτε ο Αρκεσίλαος τον ρώτησε γιατί επέστρεψε από την Θήβα, ο Τίμων του απήντησε: «για να σας βλέπω απλωμένους μπροστά μου και να γελώ». Ωστόσο, ενώ στους «Σίλλους» επιτίθεται στον Αρκεσίλαο, στο βιβλίο του, που επιγράφεται «Νεκρόδειπνο του Αρκεσίλαου» τον επαινεί.
Διάδοχος τού Τίμωνα δεν υπήρξε στην σχολή, όπως λέει ο Μηνόδοτος, αλλά διακόπηκε αυτή η διδασκαλία, μέχρι που την επανέφερε ο Πτολεμαίος ο Κυρηναίος. Όπως, όμως, λέει ο Ιππόβοτος και ο Σωτίων, μαθητές του ήταν ο Κύπριος Διοσκουρίδης, ο Ρόδιος Νικόλοχος, ο Ευφράνωρ ο Σελευκεύς, και ο Πραΰλους από την Τρωάδα, ο οποίος ήταν τόσο καρτερικός – σύμφωνα με την εξιστόρηση του Φύλαρχου – ώστε υπέμεινε την αδικία τής τιμωρίας του για προδοσία, απαξιώνοντας ακόμη και να μιλήσει στους συμπολίτες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου