Ήταν ο Σωκράτης ένας τυπικός εγκληματίας;
»Δεν είναι και μικρή ικανότητα να παραμένεις ευδιάθετος ενώ βρίσκεσαι μέσα σε μια σκοτεινή και υπερβολικά υπεύθυνη κατάσταση· και όμως, τι θα χρειαζόταν περισσότερο από την ευδιαθεσία; Κανένα πράγμα δεν έχει επιτυχή έκβαση, αν η ευθυμία δεν παίζει το ρόλο της. Το πλεόνασμα δύναμης είναι η μόνη απόδειξη της δύναμης.
»Μια επαναξιολόγηση όλων των αξιών, αυτό το ερωτηματικό το τόσο μαύρο, τόσο πελώριο, που σκεπάζει με τη σκιά του εκείνον που το θέτει, ένα τέτοιο πεπρωμένο ενός καθήκοντος μας αναγκάζει κάθε στιγμή να τρέχουμε έξω στον ήλιο για να πετάξουμε από πάνω μας μια βαριά σοβαρότητα, μια σοβαρότητα που έχει γίνει υπερβολικά βαριά. Κάθε μέσο είναι ορθό γι’ αυτό το πράγμα, κάθε “περίπτωση” μια ευτυχής συγκυρία. Κυρίως ο πόλεμος. Ο πόλεμος ήταν ανέκαθεν το μεγάλο τέχνασμα όλων των πνευμάτων που είχαν γίνει υπερβολικά εσωτερικά, υπερβολικά βαθιά· ακόμη και ένα τραύμα έχει ιαματική δύναμη.
»Αν είναι κανείς φιλόσοφος, όπως οι άνθρωποι ήταν πάντα φιλόσοφοι, δεν έχει μάτια για αυτό για το οποίο ήταν· και για αυτό για το οποίο γίνεται· βλέπει μόνον αυτό που είναι. Επειδή όμως τίποτε δεν είναι, το μόνο που έχει μείνει στον φιλόσοφο ως δικός του «κόσμος» είναι το φαντασιακό. Συνεπώς υπάρχει ένας αληθινός κόσμος· ο κόσμος αυτός είναι εξαρτώμενος από όρους: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος μη εξαρτώμενος από όρους· ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος αντίφαση: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος απαλλαγμένος από αντίφαση· – ο κόσμος αυτός είναι ένας κόσμος του γίγνεσθαι: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος του Είναι: – όλα λαθεμένα συμπεράσματα (τυφλή εμπιστοσύνη στο λογικό: αν το Α υπάρχει, τότε η αντίθετη έννοια Β πρέπει επίσης να υπάρχει). Είναι ο πόνος αυτό που εμπνέει αυτά τα συμπεράσματα: κατά βάθος υπάρχουν επιθυμίες να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος· κατά τον ίδιο τρόπο, το να φανταζόμαστε έναν άλλο, πιο μεστό από αξία, κόσμο είναι μια έκφραση μίσους για έναν κόσμο που μας κάνει να υποφέρουμε: η μνησικακία των μεταφυσικών απέναντι στην πραγματικότητα είναι εδώ δημιουργική.
Το πρόβλημα του Σωκράτη
Λόγω καταγωγής ο Σωκράτης ανήκε στον κατώτερο λαό: ήταν πληβείος. Ξέρουμε, μπορούμε ακόμη να δούμε, πόσο άσχημος ήταν. Αλλά η ασχήμια, από μόνη της ένα ελάττωμα, ήταν για τους Ελληνες σχεδόν διάψευση. Ήταν λοιπόν ή όχι Έλληνας ο Σωκράτης; Η ασχήμια είναι πολλές φορές έκφραση μιας διασταυρωμένης, μιας ματαιωμένης από τη διασταύρωση εξέλιξης. Σ’ άλλες περιπτώσεις εμφανίζεται σαν κατιούσα εξέλιξη. Όσοι από τους εγκληματολόγους είναι ανθρωπολόγοι μας λένε πως ο τυπικός εγκληματίας είναι άσχημος: monstrum in fronte, monstrum in animo». Αλλά ο εγκληματίας είναι ένας παρακμιακός.
Ήταν ο Σωκράτης ένας τυπικός εγκληματίας;
Αυτό τουλάχιστον δεν θα διαψευδόταν από κείνη την περίφημη κρίση του φυσιογνωμιστή που τόσο άσχημα ηχούσε στους φίλους του Σωκράτη. Ένας ξένος που ήξερε να διαβάζει τις φυσιογνωμίες, πέρασε κάποτε από την Αθήνα και είπε κατάμουτρα στο Σωκράτη πως ήταν ένα monstrum – πως έκρυβε μέσα του όλες τις κακές έξεις και ορέξεις. Κι ο Σωκράτης περιορίστηκε ν’ απαντήσει: «Με ξέρεις πολύ καλά κύριε!»
Η παρακμή στο Σωκράτη δεν υποδεικνύεται μόνο από την παραδεδεγμένη αχαλινωσιά και αναρχία των ενστίκτων του, αλλά και από την υπερτροφία της λογικής ικανότητας και από την κακία του μαχητικού που τον διακρίνει. Ας μη ξεχνούμε επίσης εκείνες τις ακουστικές παραισθήσεις που, ως «δαιμόνιον του Σωκράτη», ερμηνεύτηκαν με θρησκευτικό τρόπο. Το καθετί σ’ αυτόν είναι παρατραβηγμένο, buffo, καρικατούρα- την ίδια στιγμή το καθετί είναι κρυμμένο, υστερόβουλο, υποχθόνιο.
Προσπαθώ να καταλάβω ποια ιδιοσυγκρασία δίνει αυτήν την σωκρατική εξίσωση λογικού, αρετής και ευτυχίας: αυτήν την εξίσωση την πιο περίεργη απ’ όλες, που έχει συν τοις άλλοις εναντίον της όλα τα ένστικτα των παλιότερων Ελλήνων.
Με τον Σωκράτη, το ελληνικό γούστο στρέφεται προς τη διαλεκτική:
τι συνέβη λοιπόν ακριβώς; Πριν απ’ όλα χάθηκε ένα ευγενές γούστο- με τη διαλεκτική η πλέμπα ανεβαίνει στην κορυφή. Πριν το Σωκράτη, οι διαλεκτικοί τρόποι απορρίπτονταν από την καλή κοινωνία: θεωρούνταν κακοί τρόποι, ήταν επικίνδυνοι. Προειδοποιούσαν τους νέους γι’ αυτούς τους τρόπους. Επίσης, δυσπιστούσαν προς όσους παρουσίαζαν τα επιχειρήματά τους με τέτοιους τρόπους.
Τα έντιμα πράγματα, όπως και οι έντιμοι άνθρωποι, δεν προσφέρουν τα επιχειρήματά τους έτσι με το χέρι. Είναι απρέπεια να δείχνει κανείς και τα πέντε δάκτυλα. Δεν αξίζει και πολύ ότι πρέπει πρώτα να αποδειχτεί. Παντού όπου αποτελεί ακόμη η αυθεντία μέρος της καλής συμπεριφοράς, παντού όπου δεν αναπτύσσει κανείς επιχειρήματα αλλά δίνει διαταγές, ο διαλεκτικός είναι ένα είδος γελωτοποιού: γελούν μαζί του, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο Σωκράτης ήταν ο γελωτοποιός που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά: τί συνέβη λοιπόν τότε;
Διαλέγει κανείς τη διαλεκτική μόνο όταν δεν έχει άλλο μέσο
Ξέρει πως αυτή προκαλεί τη δυσπιστία, πως δεν είναι πολύ πειστική. Τίποτε δεν σβήνει ευκολότερα από την απήχηση του διαλεκτικού: το αποδεικνύει η απλή παρατήρηση κάθε συνάντησης στην οποία γίνεται συζήτηση. Η διαλεκτική μπορεί να είναι μόνο αυτοάμυνα στα χέρια εκείνων που δεν έχουν πια κανένα άλλο όπλο. Πρέπει κανείς να ενισχύσει το δίκιο του: μόλις τα καταφέρει δεν την χρησιμοποιεί πια. Οι Εβραίοι ήταν διαλεκτικοί γι’ αυτόν το λόγο. Ο Reineke Fuchs ήταν διαλεκτικός: πώς; Ήταν κι ο Σωκράτης διαλεκτικός;
Είναι η ειρωνεία του Σωκράτη μια έκφραση εξέγερσης;
Πληβείας αγανάκτησης;
Απολαμβάνει τάχα, σαν καταπιεζόμενος, την ίδια του την αγριότητα με τις μαχαιριές των συλλογισμών του; Εκδικείται τους ευγενείς τους οποίους γοητεύει; Ως διαλεκτικός κρατάει κανείς ένα ανελέητο εργαλείο στα χέρια του· μπορεί να γίνει τύραννος μ’ αυτό βάζει σε κίνδυνο αυτούς που κατακτάει. Ο διαλεκτικός αφήνει στον αντίπαλό του τη φροντίδα να αποδείξει ότι δεν είναι ηλίθιος: αφήνει τον άλλο εξοργισμένο και συνάμα αβοήθητο. Ο διαλεκτικός καθιστά ανίσχυρη τη νοημοσύνη του αντιπάλου του. – Πώς;
Είναι η διαλεκτική του Σωκράτη απλώς μια μορφή εκδίκησης;
Σας έδωσα να καταλάβετε πώς μπορούσε να προκαλεί απέχθεια ο Σωκράτης: γι’ αυτό ακριβώς επιβάλλεται πιο πολύ τώρα να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούσε. Ιδού ο πρώτος λόγος: ανακάλυψε ένα νέο είδος αγώνος κι έγινε ο πρώτος διδάσκαλός του στους ευγενείς κύκλους της Αθήνας. Γοήτευε ερεθίζοντας την αγωνιστική παρόρμηση των Ελλήνων – εισήγαγε μια παραλλαγή στον πυγμαχικό αγώνα μεταξύ νέων ανδρών και εφήβων.
Ο Σωκράτης ήταν επίσης ένας μεγάλος ερωτικός.
Ο Σωκράτης όμως μάντευσε ακόμη περισσότερο. Είδε πίσω από τους ευγενείς Αθηναίους του· κατάλαβε ότι η περίπτωσή του, η ιδιοσυγκρασία του, δεν αποτελούσε πια εξαίρεση. Το ίδιο είδος εκφυλισμού αναπτυσσόταν σιωπηλά παντού: η παλιά Αθήνα είχε φτάσει στο τέλος της. Και ο Σωκράτης κατάλαβε ότι όλος ο κόσμος τον χρειαζόταν, χρειαζόταν τα μέσα του, τη θεραπεία του, την προσωπική του τέχνη της αυτοσυντήρησης… Παντού τα ένστικτα βρίσκονταν σε κατάσταση αναρχίας· παντού όλοι απείχαν πέντε βήματα από την υπερβολή: το monstrum in animo ήταν κοινός κίνδυνος. «Οι παρορμήσεις θέλουν να γίνουν τύραννου πρέπει να βρούμε έναν ισχυρότερο αντι-τύραννο»…
Όταν ο φυσιογνωμιστής αποκάλυψε στο Σωκράτη τί ήταν – ένα σπήλαιο γεμάτο από κακές ορέξεις – ο μεγάλος ειρωνικός άφησε να του ξεφύγει άλλη μιά λέξη που είναι κλειδί του χαρακτήρα του. «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά τις ελέγχω όλες». Πώς μπόρεσε ο Σωκράτης να γίνει κύριος του εαυτού του; Κατά βάθος η περίπτωσή του ήταν απλώς η ακραία περίπτωση, απλώς το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτού που είχε αρχίσει να γίνεται κοινή ανησυχία: κανείς δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του, τα ένστικτα στρέφονταν ενάντια στον καθένα. Ο Σωκράτης γοήτευε επειδή ήταν η ακραία περίπτωση· η φοβερή του ασχήμια τό κάνε αυτό γνωστό σ’ όλα τα μάτια: είναι αυτονόητο βέβαια πως γοήτευε ακόμη περισσότερο σαν απάντηση, σαν λύση, σαν φαινομενική θεραπεία της περίπτωσης αυτής.
Όταν κανείς βρίσκει απαραίτητο, όπως έκανε ο Σωκράτης, να μετατρέψει το λογικό σε τύραννο, δεν μπορεί νά ‘ναι μικρός ο κίνδυνος ότι κάτι άλλο θα γίνει τύραννος. Τότε ανακαλύφτηκε σαν σωτήρας η ορθολογικότητα ούτε ο Σωκράτης ούτε οι «ασθενείς» του δεν ήταν ελεύθεροι να διαλέξουν την ορθολογικότητα: αυτό έγινε de rigueur, ήταν το τελευταίο τους καταφύγιο.
Ο φανατισμός με τον οποίο όλος ο ελληνικός στοχασμός ρίχνεται στην ορθολογικότητα, προδίδει την ύπαρξη μιας απελπιστικής κατάστασης· υπήρχε κίνδυνος, δεν υπήρχε παρά μόνο μια εκλογή: ή να χαθείς ή να γίνεις παράλογα ορθολογικός. Ο μοραλισμός των Ελλήνων φιλοσόφων από τον Πλάτωνα και μετά είναι παθολογικά καθορισμένο, το ίδιο και η εκτίμηση που τρέφουν για τη διαλεκτική. Η εξίσωση λογικό = αρετή = ευτυχία σημαίνει απλώς: πρέπει να μιμηθεί κανείς το Σωκράτη και να βάζει μόνιμα απέναντι στις σκοτεινές ορέξεις ένα φώς ημέρας – το φως ημέρας του λογικού. Πρέπει κανείς νά ναι με κάθε τρόπο έξυπνος, διαυγής, λαμπρός: κάθε παραχώρηση στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, οδηγεί προς τα κάτω.
Εξήγησα με ποιο τρόπο γοήτευε ο Σωκράτης: φαινόταν πως ήταν ένας γιατρός, ένας σωτήρας. Χρειάζεται ακόμη να καταδείξουμε το λάθος που ενυπήρχε στην πίστη του στην «ορθολογικότητα με κάθε τρόπο»; Οι φιλόσοφοι και οι μοραλιστές αυτοαπατώνται όταν πιστεύουν ότι απαλλάσσονται από την παρακμή με το να κηρύττουν απλώς πόλεμο εναντίον της.
Η απαλλαγή είναι υπεράνω των δυνάμεών τους: αυτό που διαλέγουν ως μέσο, ως σωτηρία, δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση της παρακμής- αλλάζουν την έκφρασή της αλλά δεν απαλλάσσονται από την ίδια την παρακμή. Ο Σωκράτης ήταν μια παρανόηση ολόκληρη η ηθική της βελτίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, ήταν μια παρανόηση… Το εκτυφλωτικότερο φως ημέρας- η ορθολογικότητα με κάθε τρόπο η ζωή, λαμπρή, ψυχρή, προσεκτική, συνειδητή, χωρίς το ένστικτο, σ’ αντίθεση προς τα ένστικτα – όλα αυτά δεν ήταν παρά μια αρρώστια, μια άλλη αρρώστια, και καθόλου μια επιστροφή στην «αρετή», στην «υγεία», στην ευτυχία. Η υποχρέωση να πολεμάς τα ένστικτα – αυτή είναι η συνταγή της παρακμής: όσο η ζωή διατηρεί μια ανοδική πορεία, η ευτυχία ταυτίζεται με το ένστικτο.
Ο Σωκράτης, αυτός ο εξυπνότερος όλων όσων ξεγέλασαν τους εαυτούς τους, δεν το κατάλαβε τάχα αυτό; Μήπως το ομολόγησε τελικά μέσα στη σοφία του θάρρους του μπροστά στο θάνατο; o Σωκράτης ήθελε να πεθάνει: το κώνειο το διάλεξε αυτός κι όχι η Αθήνα αυτός ανάγκασε την Αθήνα να τον καταδικάσει σε θάνατο. «Ο Σωκράτης δεν είναι γιατρός», είπε μέσα του σιγανά: «εδώ γιατρός είναι μόνο ο θάνατος. Ο Σωκράτης ήταν απλώς άρρωστος εδώ και πολύν καιρό»!
Τα τέσσερα μεγάλα λάθη που κάνουν οι άνθρωποι.
Το λάθος της σύγχυσης αιτίας και αποτελέσματος
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο λάθος από το μπέρδεμα της αιτίας με το αποτέλεσμα. Το ονομάζω πραγματική διαφθορά του λογικού. Κι όμως τούτο το λάθος εντάσσεται στις αρχαιότερες και στις νεότερες συνήθειες της ανθρωπότητας: είναι καθαγιασμένο και φέρει το όνομα της «θρησκείας» ή της «ηθικής». Οποια πρόταση διατυπωθεί από τη θρησκεία και την ηθική το περιέχει. Οι ιερείς και οι νομοθέτες ηθικών κανόνων είναι οι γεννήτορες τούτης της διαφθοράς του λογικού.
Το λάθος της ψευδούς αιτιότητας.
Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν ότι γνωρίζουν τί είναι μια αιτία: από που παίρναμε όμως τη γνώση μας – ή ακριβέστερα, την πίστη μας ότι είχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων», από τα οποία κανένα δεν αποδείχτηκε μέχρι σήμερα πως είναι όντως γεγονός. Πιστεύαμε ότι ήμασταν αιτιώδεις στην πράξη της θέλησης: νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επί το έργον. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως όλα τα προηγούμενα μιας πράξης, οι αιτίες της, έπρεπε να αναζητηθούν στη συνείδηση και πως θα βρίσκονταν εκεί αν πράγματι αναζητούνταν –με τη μορφή «κινήτρων»: αλλιώς κανείς δεν θά ‘ταν ελεύθερος και υπεύθυνος για την πράξη αυτή. Τέλος, ποιος θα αρνιόταν ότι μια σκέψη προκαλείται από μια αιτία; Οτι το εγώ γίνεται αίτιο της σκέψης;
Το λάθος των φανταστικών αιτιών
Για να αρχίσουμε με τα όνειρα: κατόπιν εορτής, μια αιτία τοποθετείται λαθραία κάτω από μια αίσθηση (λόγου χάρη, την αίσθηση που δημιουργείται από το μακρινό πυροβολισμό ενός κανονιού) – συχνά η αιτία αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ακριβώς αυτός που ονειρεύεται. Η αίσθηση διαρκεί στο μεταξύ, μ’ ένα είδος αντήχησης: περιμένει, ώσπου να της επιτρέψει το αιτιώδες ένστικτο νά ‘ρθει στην πρώτη σειρά, όχι πια σαν τυχαίο συμβάν, αλλά σαν «νόημα».
Ο πυροβολισμός του κανονιού παρουσιάζεται μ’ έναν αιτιώδη τρόπο, μέσα σε μια φαινομενική αντιστροφή του χρόνου. Αυτό που είναι πραγματικά τελευταίο, το κίνητρο, βιώνεται πρώτο -συχνά με εκατοντάδες λεπτομέρειες που περνούν σαν αστραπή- και ο πυροβολισμός ακολουθεί. Τι συνέβη; Οι παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από μια ορισμένη κατάσταση θεωρήθηκαν λανθασμένα αιτίες της.
Το λάθος της ελεύθερης θέλησης
Σήμερα δε νιώθουμε καμιά λύπηση για την έννοια της «ελεύθερης θέλησης» ξέρουμε πολύ καλά τι είναι – το πιο ολοκληρωμένο κατασκεύασμα των θεολόγων που θέλει να κάνει «υπεύθυνη» την ανθρωπότητα με τη δική τους έννοια, δηλαδή να την κάνει να εξαρτάται απ’ αυτούς. Δίνω εδώ μόνο την ψυχολογία κάθε «απόπειρας υπευθυνοποίησης»
Παντού όπου αναζητούνται ευθύνες, εκείνο που λειτουργεί συνήθως είναι το ένστικτο της επιθυμίας για κρίση και για τιμωρία. Το γίγνεσθαι χάνει την αθωότητά του όταν οποιοσδήποτε συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης αποδίδεται στη θέληση, σε σκοπούς, σε υπεύθυνες πράξεις: η θεωρία της θέλησης επινοήθηκε ουσιαστικά για το σκοπό της τιμωρίας, δηλαδή της επιθυμίας για εύρεση ενόχων. Ολόκληρη η παλιά ψυχολογία, η ψυχολογία της θέλησης, καθορίστηκε από το γεγονός ότι οι προπάτορές της, οι ιερείς που ήταν επικεφαλής των παλιών κοινοτήτων, ήθελαν να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να τιμωρούν – ή ήθελαν νά δημιουργήσουν τούτο, το δικαίωμα για το Θεό. Οι άνθρωποι θεωρούνταν «ελεύθεροι» ώστε να μπορούν να κρίνονται και να τιμωρούνται – ώστε να μπορούν να γίνονται ένοχοι: κατά συνέπεια, κάθε πράξη έπρεπε να θεωρηθεί ηθελημένη και η καταγωγή κάθε πράξης έπρεπε να θεωρηθεί πως βρισκόταν μέσα στη συνείδηση.
Τι μπορεί νά ‘ναι η θεωρία μας;
Η θεωρία μας είναι ότι κανείς δεν απονέμει στον άνθρωπο τις ιδιότητες του –ούτε ο Θεός, ούτε η κοινωνία, ούτε οι γονείς και οι πρόγονοί του, ούτε ο εαυτός του. (Η ανοησία της τελευταίας ιδέας διδάχτηκε ως «νοητή ελευθερία» από τον Καντ ή ίσως κι από τον Πλάτωνα). Κανείς δεν είναι λοιπόν υπεύθυνος για το ότι είναι έτσι, για το ότι είναι φτιαγμένος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή για το ότι βρίσκεται σ’ αυτές τις συνθήκες ή σ’ αυτό το περιβάλλον. Η αδυσώπητη μοίρα της ουσίας του δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την αδυσώπητη μοίρα αυτού που υπήρξε και αυτού που θα υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας ειδικής επιδίωξης, μιας θέλησης, ενός σκοπού· ούτε είναι το αντικείμενο μιας απόπειρας προσέγγισης ενός «ιδανικού ανθρώπου» ή μιας «ιδανικής ευτυχίας» ή μιας «ιδανικής ηθικής». Είναι παράλογο να θέλουμε να αναθέσουμε την ουσία κάποιου στον ένα ή στον άλλο σκοπό.
Επινοήσαμε την έννοια του «σκοπού» στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοπός
Ο καθένας, μας είναι αναγκαίος, είναι κομμάτι του μοιραίου, ανήκει στο όλον, είναι μέσα στο όλον δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να συγκρίνει ή να καταδικάσει το «είναι» μας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα έκρινε, θα μετρούσε, θα σύγκρινε ή θα καταδίκαζε το όλον.
Τι πραγματικά ΕΙΝΑΙ ο Κόσμος;
Το καινούργιο μας «άπειρο».
Μέχρι πού φτάνει ο προοπτικός χαρακτήρας της ύπαρξης; Έχει η ύπαρξη άλλον χαρακτήρα εκτός απ’ αυτόν; Μήπως δεν μετατρέπεται σε «ανοησία» μια ύπαρξη δίχως ερμηνεία, δίχως «νόημα»; Μήπως, από την άλλη μεριά, κάθε ύπαρξη δεν είναι ουσιαστικά ενεργά αναμεμειγμένη στην ερμηνεία; Σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη και η πιο επιμελής και ευσυνείδητη ανάλυση και αυτοεξέταση της διάνοιας· γιατί στην πορεία της ανάλυσης αυτής, η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να αποφύγει να δει τον εαυτό της κάτω από τις δικές της προοπτικές, και μόνο κάτω απ’ αυτές.
Δεν μπορούμε να δούμε γύρω γύρω τη γωνιά στην οποία βρισκόμαστε: είναι καταδικασμένη περιέργεια να θέλεις να μάθεις τι άλλα είδη διανοιών και προοπτικών μπορεί να υπάρχουν: για παράδειγμα, αν κάποια όντα μπορούν να αισθάνονται τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω, ή άλλοτε προς τα μπρος και άλλοτε προς τα πίσω (πράγμα που θα συνεπαγόταν μιαν άλλη κατεύθυνση της ζωής και μιαν άλλη έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος). Νομίζω όμως πως απέχουμε πολύ σήμερα τουλάχιστον από τον γελοίο ισχυρισμό ότι μπορεί να έχει κανείς προοπτικές μόνο από τη δική μας γωνιά. Αντίθετα, για μας ο κόσμος έχει ξαναγίνει «άπειρος», στο βαθμό που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δυνατότητά του να περικλείει άπειρες ερμηνείες.
Ο κόσμος «έχει γίνει άπειρος». Άραγε δεν ήταν άπειρος παλαιότερα; Φυσικά και ήταν μόνο που παλαιότερα ο άνθρωπος τον έβλεπε «από τη δική του οπτική γωνία» και δεν κατάφερνε να αναγνωρίσει ή να αποδεχτεί ή – γιατί όχι; – να απαιτήσει άλλες γωνίες.
»Να φυλαχτούμε από τη σκέψη ότι ο κόσμος είναι ένα ζωντανό ον. Ως πού θα εκτεινόταν; Από τι θα τρεφόταν; Πώς θα μπορούσε να μεγαλώσει και να πολλαπλασιαστεί; Πρέπει να φυλαχτούμε από την πίστη ότι το σύμπαν είναι μια μηχανή· είναι βέβαιο όχι τo σύμπαν δεν έχει κατασκευαστεί για έναν σκοπό και το τιμούμε υπερβολικά όταν το αποκαλουμε «μηχανή»
Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι είναι άκαρδο ή άλογο ή, αντίθετα, προικισμένο με καρδιά και λογικό: το σύμπαν δεν είναι τέλειο ούτε ωραίο, ούτε ευγενικό, ούτε θέλει να γίνει κάτι απ’ όλα αυτά- δεν πασχίζει να μιμηθεί τον άνθρωπο! Δεν το αγγίζει καμιά αισθητική και ηθική κρίση μας! Δεν έχει ένστικτο αυτοσυντήρησης ή κάποιο άλλο ένστικτο και δεν γνωρίζει κανένα νόμο. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι υπάρχουν νόμοι στη φύση. Υπάρχουν μόνο αναγκαιότητες: στο σύμπαν δεν υπάρχει κανείς που να διατάζει, κανείς που να υπακούει, κανείς που να καταπατά. Μόλις καταλάβει κανείς ότι δεν υπάρχουν σκοποί καταλαβαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει τυχαίο: η λέξη αυτή έχει νόημα μόνο δίπλα σ’ έναν κόσμο σκοπών. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι ο θάνατος ανατίθεται στη ζωή. Το ζωντανό είναι απλώς ένας τύπος (και μάλιστα πολύ σπάνιος) αυτού το οποίο είναι νεκρό.
Ο άνθρωπος θέλει να αποδώσει στον κόσμο την αιτία αυτού που συμβαίνει μέσα στο νου του. Τον θέλει «εξανθρωπισμένο»· τον θέλει σαν τον εαυτό του· θέλει να τον κατανοήσει με τον ίδιο τρόπο που κατανοεί τον εαυτό του. Ας φυλαχτούμε από το γεγονός ότι νομίζουμε πως μιλάμε για τον κόσμο όταν στην πραγματικότητα μιλάμε για τον εαυτό μας.
Η ζωή δεν είναι επιχείρημα
Φτιάξαμε για τους εαυτούς μας έναν κόσμο μέσα στον οποίο μπορούμε να ζούμε – με την παραδοχή της ύπαρξης σωμάτων, γραμμών, επιφανειών, αιτιών και αποτελεσμάτων, κίνησης και ακινησίας, μορφής και περιεχομένου· χωρίς αυτά τα άρθρα πίστης κανείς δεν θα άντεχε τη ζωή! Αυτό όμως δεν τα αποδεικνύει με τίποτα. Η ζωή δεν είναι επιχείρημα- οι συνθήκες της ζωής μπορεί να περιλαμβάνουν το λάθος.
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος υπάρχει ήδη στον κόσμο εδώ και αρκετό καιρό δεν σημαίνει ότι κρατά στα χέρια του το κλειδί της πραγματικής ουσίας του κόσμου. Τα ψάρια, οι κατσίκες, οι χήνες και τα βακτήρια πιθανόν να έχουν επιδείξει την ίδια ή μεγαλύτερη μακροζωία και σίγουρα κανείς δεν τολμά να ισχυριστεί ότι «γνωρίζουν» τι «είναι». Ο Νίτσε θέλει να βάλει τον άνθρωπο στη θέση του – όπου ή όποια κι αν είναι αυτή. Θέλει να πάψουμε να ζούμε μέσα στην αυταπάτη· αν δεν γνωρίζουμε ή δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την πραγματική ουσία του κόσμου, τουλάχιστον ας φανούμε γενναίοι και ας το αντιμετωπίσουμε με καθαρή συνείδηση.
»Η ίδια η ζωή είναι ουσιαστικά οικειοποίηση, επίθεση, υποδούλωση του ξένου και του πιο αδύνατου, καταπίεση, σκληρότητα, επιβολή των ιδίων μορφών, ενσωμάτωση, και, τουλάχιστον, εκμετάλλευση Η «εκμετάλλευση» δεν αναφέρεται μόνο σε μια ατελή ή πρωτόγονη κοινωνία: αναφέρεται και στην ουσία του όντος ως θεμελιώδη οργανική λειτουργία, αποτελεί το αποτέλεσμα της εγγενούς θέλησης για δύναμη, αυτής ακριβώς που αποτελεί τη θέληση για ζωή.
Αυτή όμως η επιθυμία για ζωή δεν είναι επιθυμία να διατηρήσουμε τον εαυτό μας: Η επιθυμία να διατηρήσουμε τον εαυτό μας είναι έκφραση μιας απελπιστικής κατάστασης, ενός περιορισμού του πραγματικά θεμελιώδους ενστίκτου της ζωής που αποβλέπει στην επέκταση της δύναμης, και που γι’ αυτό το λόγο συχνά θέτει υπό αμφισβήτηση ή και θυσιάζει την αυτοσυντήρηση. στη φύση δεν κυριαρχούν συνθήκες απελπισίας αλλά το ξεχείλισμα και η σπατάλη, μέχρι σημείου παραλογισμού. Ο αγώνας για την ύπαρξη είναι μόνο μια εξαίρεση, ένας προσωρινός περιορισμός της θέλησης για ζωή. Ο μεγάλος και μικρός αγώνας γίνεται πάντα γύρω από την υπεροχή, γύρω από την αύξηση και την ανάπτυξη, γύρω από τη δύναμη – σε συμφωνία με τη θέληση για δύναμη που είναι η θέληση για ζωή.
Αύξηση, ανάπτυξη, σπατάλη, υπεροχή, ξεχείλισμα: αυτά είναι η ουσία της θέλησης της δύναμης που βλέπει ο Νίτσε ως βάση της ζωής. Κατά κανόνα, αυτό που είναι δεν αγωνίζεται να είναι και να μείνει αυτό που είναι, αλλά παλεύει να γίνει κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, να αναπτυχθεί.
Τι είναι καλό; – Καθετί που ανυψώνει στον άνθρωπο το αίσθημα της Δύναμης, τη Θέληση της Δύναμης, την ίδια τη Δύναμη.
Τι είναι κακό; – Καθετί που ξεπηδά από την αδυναμία.
Τι είναι ευτυχία; –Το αίσθημα ότι μεγαλώνει η Δύναμη κι ότι μια αντίσταση υπερνικιέται.
Όπως συμβαίνει και με το πρόβλημα του «σκεπτόμενου» και του «σκέπτεσθαι» (δεν υπάρχει «εγώ» που «σκέπτεται»), μπορούμε αντιστοίχως να αναρωτηθούμε: ποιά είναι η Θέληση της Δύναμης; Απ’ ό,τι φαίνεται, η καλύτερη θέση του Νίτσε μοιάζει λίγο πολύ με εκείνου του φυσικού στη Γενεύη: δεν υπάρχουν πράγματα, μόνο δυνάμεις· και τι κάνουν οι δυνάμεις; Πιέζουν, ωθούν, προσπαθούν να κερδίσουν χώρο, επεκτείνονται.
Το σύμπαν κοιτάζοντάς το απ’ τα μέσα, το σύμπαν ορίζοντάς το και προσδιορίζοντάς το από το «νοητό χαρακτήρα», θα ήταν ακριβώς αυτή η «Θέληση της Δύναμης» και τίποτα άλλο.
Ο Ηράκλειτος, εμπνέει στον Νίτσε βαθύτατο σεβασμό εν αντιθέσει με τον Πλάτωνα που τον απεχθάνεται και τον βρίσκει ανιαρό. Ο Πλάτωνας, κατά τον Νίτσε, και η γοητεία του που ονομάζεται «ιδεώδες» είναι η οδός η οποία έκανε τις ευγενέστερες φύσεις της αρχαιότητας να παρανοήσουν τον εαυτό τους και να οδηγηθούν στον Χριστιανισμό. Στον Θουκυδίδη ο Νίτσε βρίσκει την τέλεια έκφραση της κουλτούρας των Σοφιστών, ή όπως την ορίζει: «της κουλτούρας των ρεαλιστών, την μοναδική αυθεντική και ανεκτίμητη κίνηση μέσα στην εξαπλωμένη παντού αγυρτεία της ηθικής και του ιδεώδες των Σωκρατικών Σχολών».
Τέλος, ως θεμελιώδες γεγονός του Ελληνικού ενστίκτου -την θέληση της ζωής και της δύναμης, ο Νίτσε ορίζει τα Διονυσιακά μυστήρια όπου αντιπροσωπεύουν την αιώνια ζωή ή την αιώνια επιστροφή της ζωής. Το αληθινό ΝΑΙ για ζωή, όπως εκφράζεται μέσα από τα Διονυσιακά Μυστήρια που υπερβαίνουν τον θάνατο μέσω του χορού, του τραγουδιού και της σεξουαλικότητας και αποτελούν το καθ’αυτό αξιοσέβαστο σύμβολο ολόκληρης της αρχαιότητας αφού είναι ο απόλυτος ύμνος στην ζωή σε αντιδιαστολή των Σωκρατικών-Πλατωνικών και Χριστιανικών πεποιθήσεων.
Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, μιλούν για την διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν
Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα όχι όπως είναι αυτά, αλλά όπως του εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα δεν υπάρχουν αλήθειες που να ισχύουν και κάτι που στον ένα φαίνεται αληθινό μπορεί στον άλλο να φανεί ψευδές. Την αρετή ακόμα την θεωρούσε απλώς σαν μια αγαθή έξι, που προπαρασκευάζει καλύτερη ψυχική διάθεση και προτρέπει τους ανθρώπους στη δράση. Το θεμέλιο της δραστηριότητας του, την εκπαίδευση του πολιτικού ανθρώπου, ο Πρωταγόρας το έθεσε με το έργο που αργότερα κυκλοφόρησε με τον επιθετικό διπλό τίτλο “Αλήθεια ή Καταβάλλοντες” (H αλήθεια ή Οι λόγοι που νικούν). Αρχιζε ως εξής: “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έατιν, των δε μη όντων ως ουκ έατιν” Απόδοση: Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν.
Επειδή στην ιστορία της φιλοσοφίας κυριαρχεί η διαδοχή δράσης αντίδρασης, η φράση αυτή κατ’ αρχάς πρέπει να εκληφθεί ως επίθεση. Περιέχει τη διαμαρτυρία εναντίον του ελεατικού χωρισμού της αισθησικής αντίληψης από την πραγματικότητα, εναντίον του αιτήματος για μια απόλυτη, αμετάβλητη ουσία που είναι προσιτή μόνο στη σκέψη.
Το σύγγραμμα αυτό στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που θεωρούσαν το ον ως ένα και μοναδικό και επομένως απόλυτο. Άρα, η σκέψη του Πρωταγόρα αντιτίθεται στη σκέψη του Παρμενίδη, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αυτή, καθώς στη φράση μέτρον-άνθρωπος διακρίνεται η παρμενιδική ενότητα σκέψης-είναι, η οποία τώρα μεταφέρεται στο άτομο που σκέφτεται και αισθάνεται. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γνώση είναι προϊόν δύο παραγόντων, του πράγματος, αυτού που βρίσκεται έξω από εμάς και των αισθητηρίων μας. O άνθρωπος γνωρίζει τα αντικείμενα του όχι όπως αυτά υπάρχουν αλλά όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει μέσα του και αφού οι παραστάσεις του υποστούν μια καθαρά υποκειμενική επεξεργασία.
Εδώ πλέον εισάγεται ο απεριόριστος σχετικισμός, η σχετικότητα των αισθήσεων, η οποία καταπολεμήθηκε σφοδρά από το Σωκράτη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αξιών και περιέχεται ως δυνατότητα. Επίσης στο Θεαίτητο του Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια υπεράσπιση της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, που ξεκινά από τη φράση μέτρον-άνθρωπος. H γεύση του υγιούς ανθρώπου, που για το ίδιο πράγμα είναι αντίθετη από του αρρώστου, αναγνωρίζεται το ίδιο αληθινή και έγκυρη. Βέβαια, ο υγιής είναι καλύτερα από τον άρρωστο, και καθήκον του γιατρού είναι να τον ξανακάνει καλά. Με το ίδιο πνεύμα πρέπει ο παιδαγωγός να καθοδηγήσει το μαθητή του και ο πολιτικός να αποκαταστήσει την καλύτερη κατάσταση στην κοινότητα.
Να σκοτώνεις την αρρώστια της πόλης
Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά), όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία. Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ’ όπου θ’αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα “Περί της Πρώτης Καταστάσεως”
»Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ’ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά. Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.
Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.
Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους: «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.
Friedrich Nietzsche, «Λυκόφως των Ειδώλων»
»Δεν είναι και μικρή ικανότητα να παραμένεις ευδιάθετος ενώ βρίσκεσαι μέσα σε μια σκοτεινή και υπερβολικά υπεύθυνη κατάσταση· και όμως, τι θα χρειαζόταν περισσότερο από την ευδιαθεσία; Κανένα πράγμα δεν έχει επιτυχή έκβαση, αν η ευθυμία δεν παίζει το ρόλο της. Το πλεόνασμα δύναμης είναι η μόνη απόδειξη της δύναμης.
»Μια επαναξιολόγηση όλων των αξιών, αυτό το ερωτηματικό το τόσο μαύρο, τόσο πελώριο, που σκεπάζει με τη σκιά του εκείνον που το θέτει, ένα τέτοιο πεπρωμένο ενός καθήκοντος μας αναγκάζει κάθε στιγμή να τρέχουμε έξω στον ήλιο για να πετάξουμε από πάνω μας μια βαριά σοβαρότητα, μια σοβαρότητα που έχει γίνει υπερβολικά βαριά. Κάθε μέσο είναι ορθό γι’ αυτό το πράγμα, κάθε “περίπτωση” μια ευτυχής συγκυρία. Κυρίως ο πόλεμος. Ο πόλεμος ήταν ανέκαθεν το μεγάλο τέχνασμα όλων των πνευμάτων που είχαν γίνει υπερβολικά εσωτερικά, υπερβολικά βαθιά· ακόμη και ένα τραύμα έχει ιαματική δύναμη.
»Αν είναι κανείς φιλόσοφος, όπως οι άνθρωποι ήταν πάντα φιλόσοφοι, δεν έχει μάτια για αυτό για το οποίο ήταν· και για αυτό για το οποίο γίνεται· βλέπει μόνον αυτό που είναι. Επειδή όμως τίποτε δεν είναι, το μόνο που έχει μείνει στον φιλόσοφο ως δικός του «κόσμος» είναι το φαντασιακό. Συνεπώς υπάρχει ένας αληθινός κόσμος· ο κόσμος αυτός είναι εξαρτώμενος από όρους: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος μη εξαρτώμενος από όρους· ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος αντίφαση: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος απαλλαγμένος από αντίφαση· – ο κόσμος αυτός είναι ένας κόσμος του γίγνεσθαι: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος του Είναι: – όλα λαθεμένα συμπεράσματα (τυφλή εμπιστοσύνη στο λογικό: αν το Α υπάρχει, τότε η αντίθετη έννοια Β πρέπει επίσης να υπάρχει). Είναι ο πόνος αυτό που εμπνέει αυτά τα συμπεράσματα: κατά βάθος υπάρχουν επιθυμίες να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος· κατά τον ίδιο τρόπο, το να φανταζόμαστε έναν άλλο, πιο μεστό από αξία, κόσμο είναι μια έκφραση μίσους για έναν κόσμο που μας κάνει να υποφέρουμε: η μνησικακία των μεταφυσικών απέναντι στην πραγματικότητα είναι εδώ δημιουργική.
Το πρόβλημα του Σωκράτη
Λόγω καταγωγής ο Σωκράτης ανήκε στον κατώτερο λαό: ήταν πληβείος. Ξέρουμε, μπορούμε ακόμη να δούμε, πόσο άσχημος ήταν. Αλλά η ασχήμια, από μόνη της ένα ελάττωμα, ήταν για τους Ελληνες σχεδόν διάψευση. Ήταν λοιπόν ή όχι Έλληνας ο Σωκράτης; Η ασχήμια είναι πολλές φορές έκφραση μιας διασταυρωμένης, μιας ματαιωμένης από τη διασταύρωση εξέλιξης. Σ’ άλλες περιπτώσεις εμφανίζεται σαν κατιούσα εξέλιξη. Όσοι από τους εγκληματολόγους είναι ανθρωπολόγοι μας λένε πως ο τυπικός εγκληματίας είναι άσχημος: monstrum in fronte, monstrum in animo». Αλλά ο εγκληματίας είναι ένας παρακμιακός.
Ήταν ο Σωκράτης ένας τυπικός εγκληματίας;
Αυτό τουλάχιστον δεν θα διαψευδόταν από κείνη την περίφημη κρίση του φυσιογνωμιστή που τόσο άσχημα ηχούσε στους φίλους του Σωκράτη. Ένας ξένος που ήξερε να διαβάζει τις φυσιογνωμίες, πέρασε κάποτε από την Αθήνα και είπε κατάμουτρα στο Σωκράτη πως ήταν ένα monstrum – πως έκρυβε μέσα του όλες τις κακές έξεις και ορέξεις. Κι ο Σωκράτης περιορίστηκε ν’ απαντήσει: «Με ξέρεις πολύ καλά κύριε!»
Η παρακμή στο Σωκράτη δεν υποδεικνύεται μόνο από την παραδεδεγμένη αχαλινωσιά και αναρχία των ενστίκτων του, αλλά και από την υπερτροφία της λογικής ικανότητας και από την κακία του μαχητικού που τον διακρίνει. Ας μη ξεχνούμε επίσης εκείνες τις ακουστικές παραισθήσεις που, ως «δαιμόνιον του Σωκράτη», ερμηνεύτηκαν με θρησκευτικό τρόπο. Το καθετί σ’ αυτόν είναι παρατραβηγμένο, buffo, καρικατούρα- την ίδια στιγμή το καθετί είναι κρυμμένο, υστερόβουλο, υποχθόνιο.
Προσπαθώ να καταλάβω ποια ιδιοσυγκρασία δίνει αυτήν την σωκρατική εξίσωση λογικού, αρετής και ευτυχίας: αυτήν την εξίσωση την πιο περίεργη απ’ όλες, που έχει συν τοις άλλοις εναντίον της όλα τα ένστικτα των παλιότερων Ελλήνων.
Με τον Σωκράτη, το ελληνικό γούστο στρέφεται προς τη διαλεκτική:
τι συνέβη λοιπόν ακριβώς; Πριν απ’ όλα χάθηκε ένα ευγενές γούστο- με τη διαλεκτική η πλέμπα ανεβαίνει στην κορυφή. Πριν το Σωκράτη, οι διαλεκτικοί τρόποι απορρίπτονταν από την καλή κοινωνία: θεωρούνταν κακοί τρόποι, ήταν επικίνδυνοι. Προειδοποιούσαν τους νέους γι’ αυτούς τους τρόπους. Επίσης, δυσπιστούσαν προς όσους παρουσίαζαν τα επιχειρήματά τους με τέτοιους τρόπους.
Τα έντιμα πράγματα, όπως και οι έντιμοι άνθρωποι, δεν προσφέρουν τα επιχειρήματά τους έτσι με το χέρι. Είναι απρέπεια να δείχνει κανείς και τα πέντε δάκτυλα. Δεν αξίζει και πολύ ότι πρέπει πρώτα να αποδειχτεί. Παντού όπου αποτελεί ακόμη η αυθεντία μέρος της καλής συμπεριφοράς, παντού όπου δεν αναπτύσσει κανείς επιχειρήματα αλλά δίνει διαταγές, ο διαλεκτικός είναι ένα είδος γελωτοποιού: γελούν μαζί του, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο Σωκράτης ήταν ο γελωτοποιός που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά: τί συνέβη λοιπόν τότε;
Διαλέγει κανείς τη διαλεκτική μόνο όταν δεν έχει άλλο μέσο
Ξέρει πως αυτή προκαλεί τη δυσπιστία, πως δεν είναι πολύ πειστική. Τίποτε δεν σβήνει ευκολότερα από την απήχηση του διαλεκτικού: το αποδεικνύει η απλή παρατήρηση κάθε συνάντησης στην οποία γίνεται συζήτηση. Η διαλεκτική μπορεί να είναι μόνο αυτοάμυνα στα χέρια εκείνων που δεν έχουν πια κανένα άλλο όπλο. Πρέπει κανείς να ενισχύσει το δίκιο του: μόλις τα καταφέρει δεν την χρησιμοποιεί πια. Οι Εβραίοι ήταν διαλεκτικοί γι’ αυτόν το λόγο. Ο Reineke Fuchs ήταν διαλεκτικός: πώς; Ήταν κι ο Σωκράτης διαλεκτικός;
Είναι η ειρωνεία του Σωκράτη μια έκφραση εξέγερσης;
Πληβείας αγανάκτησης;
Απολαμβάνει τάχα, σαν καταπιεζόμενος, την ίδια του την αγριότητα με τις μαχαιριές των συλλογισμών του; Εκδικείται τους ευγενείς τους οποίους γοητεύει; Ως διαλεκτικός κρατάει κανείς ένα ανελέητο εργαλείο στα χέρια του· μπορεί να γίνει τύραννος μ’ αυτό βάζει σε κίνδυνο αυτούς που κατακτάει. Ο διαλεκτικός αφήνει στον αντίπαλό του τη φροντίδα να αποδείξει ότι δεν είναι ηλίθιος: αφήνει τον άλλο εξοργισμένο και συνάμα αβοήθητο. Ο διαλεκτικός καθιστά ανίσχυρη τη νοημοσύνη του αντιπάλου του. – Πώς;
Είναι η διαλεκτική του Σωκράτη απλώς μια μορφή εκδίκησης;
Σας έδωσα να καταλάβετε πώς μπορούσε να προκαλεί απέχθεια ο Σωκράτης: γι’ αυτό ακριβώς επιβάλλεται πιο πολύ τώρα να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούσε. Ιδού ο πρώτος λόγος: ανακάλυψε ένα νέο είδος αγώνος κι έγινε ο πρώτος διδάσκαλός του στους ευγενείς κύκλους της Αθήνας. Γοήτευε ερεθίζοντας την αγωνιστική παρόρμηση των Ελλήνων – εισήγαγε μια παραλλαγή στον πυγμαχικό αγώνα μεταξύ νέων ανδρών και εφήβων.
Ο Σωκράτης ήταν επίσης ένας μεγάλος ερωτικός.
Ο Σωκράτης όμως μάντευσε ακόμη περισσότερο. Είδε πίσω από τους ευγενείς Αθηναίους του· κατάλαβε ότι η περίπτωσή του, η ιδιοσυγκρασία του, δεν αποτελούσε πια εξαίρεση. Το ίδιο είδος εκφυλισμού αναπτυσσόταν σιωπηλά παντού: η παλιά Αθήνα είχε φτάσει στο τέλος της. Και ο Σωκράτης κατάλαβε ότι όλος ο κόσμος τον χρειαζόταν, χρειαζόταν τα μέσα του, τη θεραπεία του, την προσωπική του τέχνη της αυτοσυντήρησης… Παντού τα ένστικτα βρίσκονταν σε κατάσταση αναρχίας· παντού όλοι απείχαν πέντε βήματα από την υπερβολή: το monstrum in animo ήταν κοινός κίνδυνος. «Οι παρορμήσεις θέλουν να γίνουν τύραννου πρέπει να βρούμε έναν ισχυρότερο αντι-τύραννο»…
Όταν ο φυσιογνωμιστής αποκάλυψε στο Σωκράτη τί ήταν – ένα σπήλαιο γεμάτο από κακές ορέξεις – ο μεγάλος ειρωνικός άφησε να του ξεφύγει άλλη μιά λέξη που είναι κλειδί του χαρακτήρα του. «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά τις ελέγχω όλες». Πώς μπόρεσε ο Σωκράτης να γίνει κύριος του εαυτού του; Κατά βάθος η περίπτωσή του ήταν απλώς η ακραία περίπτωση, απλώς το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτού που είχε αρχίσει να γίνεται κοινή ανησυχία: κανείς δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του, τα ένστικτα στρέφονταν ενάντια στον καθένα. Ο Σωκράτης γοήτευε επειδή ήταν η ακραία περίπτωση· η φοβερή του ασχήμια τό κάνε αυτό γνωστό σ’ όλα τα μάτια: είναι αυτονόητο βέβαια πως γοήτευε ακόμη περισσότερο σαν απάντηση, σαν λύση, σαν φαινομενική θεραπεία της περίπτωσης αυτής.
Όταν κανείς βρίσκει απαραίτητο, όπως έκανε ο Σωκράτης, να μετατρέψει το λογικό σε τύραννο, δεν μπορεί νά ‘ναι μικρός ο κίνδυνος ότι κάτι άλλο θα γίνει τύραννος. Τότε ανακαλύφτηκε σαν σωτήρας η ορθολογικότητα ούτε ο Σωκράτης ούτε οι «ασθενείς» του δεν ήταν ελεύθεροι να διαλέξουν την ορθολογικότητα: αυτό έγινε de rigueur, ήταν το τελευταίο τους καταφύγιο.
Ο φανατισμός με τον οποίο όλος ο ελληνικός στοχασμός ρίχνεται στην ορθολογικότητα, προδίδει την ύπαρξη μιας απελπιστικής κατάστασης· υπήρχε κίνδυνος, δεν υπήρχε παρά μόνο μια εκλογή: ή να χαθείς ή να γίνεις παράλογα ορθολογικός. Ο μοραλισμός των Ελλήνων φιλοσόφων από τον Πλάτωνα και μετά είναι παθολογικά καθορισμένο, το ίδιο και η εκτίμηση που τρέφουν για τη διαλεκτική. Η εξίσωση λογικό = αρετή = ευτυχία σημαίνει απλώς: πρέπει να μιμηθεί κανείς το Σωκράτη και να βάζει μόνιμα απέναντι στις σκοτεινές ορέξεις ένα φώς ημέρας – το φως ημέρας του λογικού. Πρέπει κανείς νά ναι με κάθε τρόπο έξυπνος, διαυγής, λαμπρός: κάθε παραχώρηση στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, οδηγεί προς τα κάτω.
Εξήγησα με ποιο τρόπο γοήτευε ο Σωκράτης: φαινόταν πως ήταν ένας γιατρός, ένας σωτήρας. Χρειάζεται ακόμη να καταδείξουμε το λάθος που ενυπήρχε στην πίστη του στην «ορθολογικότητα με κάθε τρόπο»; Οι φιλόσοφοι και οι μοραλιστές αυτοαπατώνται όταν πιστεύουν ότι απαλλάσσονται από την παρακμή με το να κηρύττουν απλώς πόλεμο εναντίον της.
Η απαλλαγή είναι υπεράνω των δυνάμεών τους: αυτό που διαλέγουν ως μέσο, ως σωτηρία, δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση της παρακμής- αλλάζουν την έκφρασή της αλλά δεν απαλλάσσονται από την ίδια την παρακμή. Ο Σωκράτης ήταν μια παρανόηση ολόκληρη η ηθική της βελτίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, ήταν μια παρανόηση… Το εκτυφλωτικότερο φως ημέρας- η ορθολογικότητα με κάθε τρόπο η ζωή, λαμπρή, ψυχρή, προσεκτική, συνειδητή, χωρίς το ένστικτο, σ’ αντίθεση προς τα ένστικτα – όλα αυτά δεν ήταν παρά μια αρρώστια, μια άλλη αρρώστια, και καθόλου μια επιστροφή στην «αρετή», στην «υγεία», στην ευτυχία. Η υποχρέωση να πολεμάς τα ένστικτα – αυτή είναι η συνταγή της παρακμής: όσο η ζωή διατηρεί μια ανοδική πορεία, η ευτυχία ταυτίζεται με το ένστικτο.
Ο Σωκράτης, αυτός ο εξυπνότερος όλων όσων ξεγέλασαν τους εαυτούς τους, δεν το κατάλαβε τάχα αυτό; Μήπως το ομολόγησε τελικά μέσα στη σοφία του θάρρους του μπροστά στο θάνατο; o Σωκράτης ήθελε να πεθάνει: το κώνειο το διάλεξε αυτός κι όχι η Αθήνα αυτός ανάγκασε την Αθήνα να τον καταδικάσει σε θάνατο. «Ο Σωκράτης δεν είναι γιατρός», είπε μέσα του σιγανά: «εδώ γιατρός είναι μόνο ο θάνατος. Ο Σωκράτης ήταν απλώς άρρωστος εδώ και πολύν καιρό»!
Τα τέσσερα μεγάλα λάθη που κάνουν οι άνθρωποι.
Το λάθος της σύγχυσης αιτίας και αποτελέσματος
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο λάθος από το μπέρδεμα της αιτίας με το αποτέλεσμα. Το ονομάζω πραγματική διαφθορά του λογικού. Κι όμως τούτο το λάθος εντάσσεται στις αρχαιότερες και στις νεότερες συνήθειες της ανθρωπότητας: είναι καθαγιασμένο και φέρει το όνομα της «θρησκείας» ή της «ηθικής». Οποια πρόταση διατυπωθεί από τη θρησκεία και την ηθική το περιέχει. Οι ιερείς και οι νομοθέτες ηθικών κανόνων είναι οι γεννήτορες τούτης της διαφθοράς του λογικού.
Το λάθος της ψευδούς αιτιότητας.
Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν ότι γνωρίζουν τί είναι μια αιτία: από που παίρναμε όμως τη γνώση μας – ή ακριβέστερα, την πίστη μας ότι είχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων», από τα οποία κανένα δεν αποδείχτηκε μέχρι σήμερα πως είναι όντως γεγονός. Πιστεύαμε ότι ήμασταν αιτιώδεις στην πράξη της θέλησης: νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επί το έργον. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως όλα τα προηγούμενα μιας πράξης, οι αιτίες της, έπρεπε να αναζητηθούν στη συνείδηση και πως θα βρίσκονταν εκεί αν πράγματι αναζητούνταν –με τη μορφή «κινήτρων»: αλλιώς κανείς δεν θά ‘ταν ελεύθερος και υπεύθυνος για την πράξη αυτή. Τέλος, ποιος θα αρνιόταν ότι μια σκέψη προκαλείται από μια αιτία; Οτι το εγώ γίνεται αίτιο της σκέψης;
Το λάθος των φανταστικών αιτιών
Για να αρχίσουμε με τα όνειρα: κατόπιν εορτής, μια αιτία τοποθετείται λαθραία κάτω από μια αίσθηση (λόγου χάρη, την αίσθηση που δημιουργείται από το μακρινό πυροβολισμό ενός κανονιού) – συχνά η αιτία αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ακριβώς αυτός που ονειρεύεται. Η αίσθηση διαρκεί στο μεταξύ, μ’ ένα είδος αντήχησης: περιμένει, ώσπου να της επιτρέψει το αιτιώδες ένστικτο νά ‘ρθει στην πρώτη σειρά, όχι πια σαν τυχαίο συμβάν, αλλά σαν «νόημα».
Ο πυροβολισμός του κανονιού παρουσιάζεται μ’ έναν αιτιώδη τρόπο, μέσα σε μια φαινομενική αντιστροφή του χρόνου. Αυτό που είναι πραγματικά τελευταίο, το κίνητρο, βιώνεται πρώτο -συχνά με εκατοντάδες λεπτομέρειες που περνούν σαν αστραπή- και ο πυροβολισμός ακολουθεί. Τι συνέβη; Οι παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από μια ορισμένη κατάσταση θεωρήθηκαν λανθασμένα αιτίες της.
Το λάθος της ελεύθερης θέλησης
Σήμερα δε νιώθουμε καμιά λύπηση για την έννοια της «ελεύθερης θέλησης» ξέρουμε πολύ καλά τι είναι – το πιο ολοκληρωμένο κατασκεύασμα των θεολόγων που θέλει να κάνει «υπεύθυνη» την ανθρωπότητα με τη δική τους έννοια, δηλαδή να την κάνει να εξαρτάται απ’ αυτούς. Δίνω εδώ μόνο την ψυχολογία κάθε «απόπειρας υπευθυνοποίησης»
Παντού όπου αναζητούνται ευθύνες, εκείνο που λειτουργεί συνήθως είναι το ένστικτο της επιθυμίας για κρίση και για τιμωρία. Το γίγνεσθαι χάνει την αθωότητά του όταν οποιοσδήποτε συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης αποδίδεται στη θέληση, σε σκοπούς, σε υπεύθυνες πράξεις: η θεωρία της θέλησης επινοήθηκε ουσιαστικά για το σκοπό της τιμωρίας, δηλαδή της επιθυμίας για εύρεση ενόχων. Ολόκληρη η παλιά ψυχολογία, η ψυχολογία της θέλησης, καθορίστηκε από το γεγονός ότι οι προπάτορές της, οι ιερείς που ήταν επικεφαλής των παλιών κοινοτήτων, ήθελαν να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να τιμωρούν – ή ήθελαν νά δημιουργήσουν τούτο, το δικαίωμα για το Θεό. Οι άνθρωποι θεωρούνταν «ελεύθεροι» ώστε να μπορούν να κρίνονται και να τιμωρούνται – ώστε να μπορούν να γίνονται ένοχοι: κατά συνέπεια, κάθε πράξη έπρεπε να θεωρηθεί ηθελημένη και η καταγωγή κάθε πράξης έπρεπε να θεωρηθεί πως βρισκόταν μέσα στη συνείδηση.
Τι μπορεί νά ‘ναι η θεωρία μας;
Η θεωρία μας είναι ότι κανείς δεν απονέμει στον άνθρωπο τις ιδιότητες του –ούτε ο Θεός, ούτε η κοινωνία, ούτε οι γονείς και οι πρόγονοί του, ούτε ο εαυτός του. (Η ανοησία της τελευταίας ιδέας διδάχτηκε ως «νοητή ελευθερία» από τον Καντ ή ίσως κι από τον Πλάτωνα). Κανείς δεν είναι λοιπόν υπεύθυνος για το ότι είναι έτσι, για το ότι είναι φτιαγμένος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή για το ότι βρίσκεται σ’ αυτές τις συνθήκες ή σ’ αυτό το περιβάλλον. Η αδυσώπητη μοίρα της ουσίας του δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την αδυσώπητη μοίρα αυτού που υπήρξε και αυτού που θα υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας ειδικής επιδίωξης, μιας θέλησης, ενός σκοπού· ούτε είναι το αντικείμενο μιας απόπειρας προσέγγισης ενός «ιδανικού ανθρώπου» ή μιας «ιδανικής ευτυχίας» ή μιας «ιδανικής ηθικής». Είναι παράλογο να θέλουμε να αναθέσουμε την ουσία κάποιου στον ένα ή στον άλλο σκοπό.
Επινοήσαμε την έννοια του «σκοπού» στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοπός
Ο καθένας, μας είναι αναγκαίος, είναι κομμάτι του μοιραίου, ανήκει στο όλον, είναι μέσα στο όλον δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να συγκρίνει ή να καταδικάσει το «είναι» μας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα έκρινε, θα μετρούσε, θα σύγκρινε ή θα καταδίκαζε το όλον.
Τι πραγματικά ΕΙΝΑΙ ο Κόσμος;
Το καινούργιο μας «άπειρο».
Μέχρι πού φτάνει ο προοπτικός χαρακτήρας της ύπαρξης; Έχει η ύπαρξη άλλον χαρακτήρα εκτός απ’ αυτόν; Μήπως δεν μετατρέπεται σε «ανοησία» μια ύπαρξη δίχως ερμηνεία, δίχως «νόημα»; Μήπως, από την άλλη μεριά, κάθε ύπαρξη δεν είναι ουσιαστικά ενεργά αναμεμειγμένη στην ερμηνεία; Σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη και η πιο επιμελής και ευσυνείδητη ανάλυση και αυτοεξέταση της διάνοιας· γιατί στην πορεία της ανάλυσης αυτής, η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να αποφύγει να δει τον εαυτό της κάτω από τις δικές της προοπτικές, και μόνο κάτω απ’ αυτές.
Δεν μπορούμε να δούμε γύρω γύρω τη γωνιά στην οποία βρισκόμαστε: είναι καταδικασμένη περιέργεια να θέλεις να μάθεις τι άλλα είδη διανοιών και προοπτικών μπορεί να υπάρχουν: για παράδειγμα, αν κάποια όντα μπορούν να αισθάνονται τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω, ή άλλοτε προς τα μπρος και άλλοτε προς τα πίσω (πράγμα που θα συνεπαγόταν μιαν άλλη κατεύθυνση της ζωής και μιαν άλλη έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος). Νομίζω όμως πως απέχουμε πολύ σήμερα τουλάχιστον από τον γελοίο ισχυρισμό ότι μπορεί να έχει κανείς προοπτικές μόνο από τη δική μας γωνιά. Αντίθετα, για μας ο κόσμος έχει ξαναγίνει «άπειρος», στο βαθμό που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δυνατότητά του να περικλείει άπειρες ερμηνείες.
Ο κόσμος «έχει γίνει άπειρος». Άραγε δεν ήταν άπειρος παλαιότερα; Φυσικά και ήταν μόνο που παλαιότερα ο άνθρωπος τον έβλεπε «από τη δική του οπτική γωνία» και δεν κατάφερνε να αναγνωρίσει ή να αποδεχτεί ή – γιατί όχι; – να απαιτήσει άλλες γωνίες.
»Να φυλαχτούμε από τη σκέψη ότι ο κόσμος είναι ένα ζωντανό ον. Ως πού θα εκτεινόταν; Από τι θα τρεφόταν; Πώς θα μπορούσε να μεγαλώσει και να πολλαπλασιαστεί; Πρέπει να φυλαχτούμε από την πίστη ότι το σύμπαν είναι μια μηχανή· είναι βέβαιο όχι τo σύμπαν δεν έχει κατασκευαστεί για έναν σκοπό και το τιμούμε υπερβολικά όταν το αποκαλουμε «μηχανή»
Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι είναι άκαρδο ή άλογο ή, αντίθετα, προικισμένο με καρδιά και λογικό: το σύμπαν δεν είναι τέλειο ούτε ωραίο, ούτε ευγενικό, ούτε θέλει να γίνει κάτι απ’ όλα αυτά- δεν πασχίζει να μιμηθεί τον άνθρωπο! Δεν το αγγίζει καμιά αισθητική και ηθική κρίση μας! Δεν έχει ένστικτο αυτοσυντήρησης ή κάποιο άλλο ένστικτο και δεν γνωρίζει κανένα νόμο. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι υπάρχουν νόμοι στη φύση. Υπάρχουν μόνο αναγκαιότητες: στο σύμπαν δεν υπάρχει κανείς που να διατάζει, κανείς που να υπακούει, κανείς που να καταπατά. Μόλις καταλάβει κανείς ότι δεν υπάρχουν σκοποί καταλαβαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει τυχαίο: η λέξη αυτή έχει νόημα μόνο δίπλα σ’ έναν κόσμο σκοπών. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι ο θάνατος ανατίθεται στη ζωή. Το ζωντανό είναι απλώς ένας τύπος (και μάλιστα πολύ σπάνιος) αυτού το οποίο είναι νεκρό.
Ο άνθρωπος θέλει να αποδώσει στον κόσμο την αιτία αυτού που συμβαίνει μέσα στο νου του. Τον θέλει «εξανθρωπισμένο»· τον θέλει σαν τον εαυτό του· θέλει να τον κατανοήσει με τον ίδιο τρόπο που κατανοεί τον εαυτό του. Ας φυλαχτούμε από το γεγονός ότι νομίζουμε πως μιλάμε για τον κόσμο όταν στην πραγματικότητα μιλάμε για τον εαυτό μας.
Η ζωή δεν είναι επιχείρημα
Φτιάξαμε για τους εαυτούς μας έναν κόσμο μέσα στον οποίο μπορούμε να ζούμε – με την παραδοχή της ύπαρξης σωμάτων, γραμμών, επιφανειών, αιτιών και αποτελεσμάτων, κίνησης και ακινησίας, μορφής και περιεχομένου· χωρίς αυτά τα άρθρα πίστης κανείς δεν θα άντεχε τη ζωή! Αυτό όμως δεν τα αποδεικνύει με τίποτα. Η ζωή δεν είναι επιχείρημα- οι συνθήκες της ζωής μπορεί να περιλαμβάνουν το λάθος.
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος υπάρχει ήδη στον κόσμο εδώ και αρκετό καιρό δεν σημαίνει ότι κρατά στα χέρια του το κλειδί της πραγματικής ουσίας του κόσμου. Τα ψάρια, οι κατσίκες, οι χήνες και τα βακτήρια πιθανόν να έχουν επιδείξει την ίδια ή μεγαλύτερη μακροζωία και σίγουρα κανείς δεν τολμά να ισχυριστεί ότι «γνωρίζουν» τι «είναι». Ο Νίτσε θέλει να βάλει τον άνθρωπο στη θέση του – όπου ή όποια κι αν είναι αυτή. Θέλει να πάψουμε να ζούμε μέσα στην αυταπάτη· αν δεν γνωρίζουμε ή δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την πραγματική ουσία του κόσμου, τουλάχιστον ας φανούμε γενναίοι και ας το αντιμετωπίσουμε με καθαρή συνείδηση.
»Η ίδια η ζωή είναι ουσιαστικά οικειοποίηση, επίθεση, υποδούλωση του ξένου και του πιο αδύνατου, καταπίεση, σκληρότητα, επιβολή των ιδίων μορφών, ενσωμάτωση, και, τουλάχιστον, εκμετάλλευση Η «εκμετάλλευση» δεν αναφέρεται μόνο σε μια ατελή ή πρωτόγονη κοινωνία: αναφέρεται και στην ουσία του όντος ως θεμελιώδη οργανική λειτουργία, αποτελεί το αποτέλεσμα της εγγενούς θέλησης για δύναμη, αυτής ακριβώς που αποτελεί τη θέληση για ζωή.
Αυτή όμως η επιθυμία για ζωή δεν είναι επιθυμία να διατηρήσουμε τον εαυτό μας: Η επιθυμία να διατηρήσουμε τον εαυτό μας είναι έκφραση μιας απελπιστικής κατάστασης, ενός περιορισμού του πραγματικά θεμελιώδους ενστίκτου της ζωής που αποβλέπει στην επέκταση της δύναμης, και που γι’ αυτό το λόγο συχνά θέτει υπό αμφισβήτηση ή και θυσιάζει την αυτοσυντήρηση. στη φύση δεν κυριαρχούν συνθήκες απελπισίας αλλά το ξεχείλισμα και η σπατάλη, μέχρι σημείου παραλογισμού. Ο αγώνας για την ύπαρξη είναι μόνο μια εξαίρεση, ένας προσωρινός περιορισμός της θέλησης για ζωή. Ο μεγάλος και μικρός αγώνας γίνεται πάντα γύρω από την υπεροχή, γύρω από την αύξηση και την ανάπτυξη, γύρω από τη δύναμη – σε συμφωνία με τη θέληση για δύναμη που είναι η θέληση για ζωή.
Αύξηση, ανάπτυξη, σπατάλη, υπεροχή, ξεχείλισμα: αυτά είναι η ουσία της θέλησης της δύναμης που βλέπει ο Νίτσε ως βάση της ζωής. Κατά κανόνα, αυτό που είναι δεν αγωνίζεται να είναι και να μείνει αυτό που είναι, αλλά παλεύει να γίνει κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, να αναπτυχθεί.
Τι είναι καλό; – Καθετί που ανυψώνει στον άνθρωπο το αίσθημα της Δύναμης, τη Θέληση της Δύναμης, την ίδια τη Δύναμη.
Τι είναι κακό; – Καθετί που ξεπηδά από την αδυναμία.
Τι είναι ευτυχία; –Το αίσθημα ότι μεγαλώνει η Δύναμη κι ότι μια αντίσταση υπερνικιέται.
Όπως συμβαίνει και με το πρόβλημα του «σκεπτόμενου» και του «σκέπτεσθαι» (δεν υπάρχει «εγώ» που «σκέπτεται»), μπορούμε αντιστοίχως να αναρωτηθούμε: ποιά είναι η Θέληση της Δύναμης; Απ’ ό,τι φαίνεται, η καλύτερη θέση του Νίτσε μοιάζει λίγο πολύ με εκείνου του φυσικού στη Γενεύη: δεν υπάρχουν πράγματα, μόνο δυνάμεις· και τι κάνουν οι δυνάμεις; Πιέζουν, ωθούν, προσπαθούν να κερδίσουν χώρο, επεκτείνονται.
Το σύμπαν κοιτάζοντάς το απ’ τα μέσα, το σύμπαν ορίζοντάς το και προσδιορίζοντάς το από το «νοητό χαρακτήρα», θα ήταν ακριβώς αυτή η «Θέληση της Δύναμης» και τίποτα άλλο.
Ο Ηράκλειτος, εμπνέει στον Νίτσε βαθύτατο σεβασμό εν αντιθέσει με τον Πλάτωνα που τον απεχθάνεται και τον βρίσκει ανιαρό. Ο Πλάτωνας, κατά τον Νίτσε, και η γοητεία του που ονομάζεται «ιδεώδες» είναι η οδός η οποία έκανε τις ευγενέστερες φύσεις της αρχαιότητας να παρανοήσουν τον εαυτό τους και να οδηγηθούν στον Χριστιανισμό. Στον Θουκυδίδη ο Νίτσε βρίσκει την τέλεια έκφραση της κουλτούρας των Σοφιστών, ή όπως την ορίζει: «της κουλτούρας των ρεαλιστών, την μοναδική αυθεντική και ανεκτίμητη κίνηση μέσα στην εξαπλωμένη παντού αγυρτεία της ηθικής και του ιδεώδες των Σωκρατικών Σχολών».
Τέλος, ως θεμελιώδες γεγονός του Ελληνικού ενστίκτου -την θέληση της ζωής και της δύναμης, ο Νίτσε ορίζει τα Διονυσιακά μυστήρια όπου αντιπροσωπεύουν την αιώνια ζωή ή την αιώνια επιστροφή της ζωής. Το αληθινό ΝΑΙ για ζωή, όπως εκφράζεται μέσα από τα Διονυσιακά Μυστήρια που υπερβαίνουν τον θάνατο μέσω του χορού, του τραγουδιού και της σεξουαλικότητας και αποτελούν το καθ’αυτό αξιοσέβαστο σύμβολο ολόκληρης της αρχαιότητας αφού είναι ο απόλυτος ύμνος στην ζωή σε αντιδιαστολή των Σωκρατικών-Πλατωνικών και Χριστιανικών πεποιθήσεων.
Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, μιλούν για την διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν
Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα όχι όπως είναι αυτά, αλλά όπως του εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα δεν υπάρχουν αλήθειες που να ισχύουν και κάτι που στον ένα φαίνεται αληθινό μπορεί στον άλλο να φανεί ψευδές. Την αρετή ακόμα την θεωρούσε απλώς σαν μια αγαθή έξι, που προπαρασκευάζει καλύτερη ψυχική διάθεση και προτρέπει τους ανθρώπους στη δράση. Το θεμέλιο της δραστηριότητας του, την εκπαίδευση του πολιτικού ανθρώπου, ο Πρωταγόρας το έθεσε με το έργο που αργότερα κυκλοφόρησε με τον επιθετικό διπλό τίτλο “Αλήθεια ή Καταβάλλοντες” (H αλήθεια ή Οι λόγοι που νικούν). Αρχιζε ως εξής: “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έατιν, των δε μη όντων ως ουκ έατιν” Απόδοση: Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν.
Επειδή στην ιστορία της φιλοσοφίας κυριαρχεί η διαδοχή δράσης αντίδρασης, η φράση αυτή κατ’ αρχάς πρέπει να εκληφθεί ως επίθεση. Περιέχει τη διαμαρτυρία εναντίον του ελεατικού χωρισμού της αισθησικής αντίληψης από την πραγματικότητα, εναντίον του αιτήματος για μια απόλυτη, αμετάβλητη ουσία που είναι προσιτή μόνο στη σκέψη.
Το σύγγραμμα αυτό στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που θεωρούσαν το ον ως ένα και μοναδικό και επομένως απόλυτο. Άρα, η σκέψη του Πρωταγόρα αντιτίθεται στη σκέψη του Παρμενίδη, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αυτή, καθώς στη φράση μέτρον-άνθρωπος διακρίνεται η παρμενιδική ενότητα σκέψης-είναι, η οποία τώρα μεταφέρεται στο άτομο που σκέφτεται και αισθάνεται. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γνώση είναι προϊόν δύο παραγόντων, του πράγματος, αυτού που βρίσκεται έξω από εμάς και των αισθητηρίων μας. O άνθρωπος γνωρίζει τα αντικείμενα του όχι όπως αυτά υπάρχουν αλλά όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει μέσα του και αφού οι παραστάσεις του υποστούν μια καθαρά υποκειμενική επεξεργασία.
Εδώ πλέον εισάγεται ο απεριόριστος σχετικισμός, η σχετικότητα των αισθήσεων, η οποία καταπολεμήθηκε σφοδρά από το Σωκράτη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αξιών και περιέχεται ως δυνατότητα. Επίσης στο Θεαίτητο του Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια υπεράσπιση της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, που ξεκινά από τη φράση μέτρον-άνθρωπος. H γεύση του υγιούς ανθρώπου, που για το ίδιο πράγμα είναι αντίθετη από του αρρώστου, αναγνωρίζεται το ίδιο αληθινή και έγκυρη. Βέβαια, ο υγιής είναι καλύτερα από τον άρρωστο, και καθήκον του γιατρού είναι να τον ξανακάνει καλά. Με το ίδιο πνεύμα πρέπει ο παιδαγωγός να καθοδηγήσει το μαθητή του και ο πολιτικός να αποκαταστήσει την καλύτερη κατάσταση στην κοινότητα.
Να σκοτώνεις την αρρώστια της πόλης
Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά), όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία. Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ’ όπου θ’αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα “Περί της Πρώτης Καταστάσεως”
»Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ’ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά. Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.
Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.
Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους: «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.
Friedrich Nietzsche, «Λυκόφως των Ειδώλων»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου