Δίκαιο και εκφυλισμένο πολίτευμα: Διαλεκτική άρχειν και άρχεσθαι
Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, ακόμη και χωρίς αναγωγές στους σύγχρονους καιρούς, είναι από μόνη της ικανή να δώσει ριζικές απαντήσεις στα σημερινά αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η κατά συρροή εγκληματική δράση της πολιτικής φαυλοκρατίας στο όνομα της δημοκρατίας. Είναι ικανή, αποφαίνεται ο Χέγκελ, επειδή είναι πιο ιδεαλιστική συγκριτικά με τον Πλάτωνα· ιδεαλιστική με το νόημα της προσήλωσης στην εμπειρική πραγματικότητα. Αυτή η φαυλοκρατία έχει ιδιοποιηθεί την αρχή της λαϊκής βούλησης και υπονομεύει συστηματικά το κύρος του νόμου (Πολιτικά 1291b κ.εξ.). Ο Αριστοτέλης τη συνταυτίζει με τους δημαγωγούς, με αυτούς δηλ. που σήμερα αποκαλούμε πολιτικούς απατεώνες, οι οποίοι παραπλανούν το λαό με μικρο-παραχωρήσεις, αδιαφορώντας πλήρως για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της πολιτείας. Πώς εμπειρώμεθα στις ημέρες μας αυτή την παραπλάνηση; Θεωρητικά γίνεται πολύς λόγος για δημοκρατία και για τη συνταγματική της κατοχύρωση σε συνάρτηση με το γεγονός ότι διασφαλίζεται, υποτίθεται, η «κυριαρχία» του «λαού» και ανατροφοδοτείται από καθορισμένες εκάστοτε συμμετοχικές του πράξεις, όπως για παράδειγμα, η συμμετοχή του στο να εκλέγει εκείνους που θα τον εκπροσωπήσουν στα διάφορα πολιτικά, νομοθετικά, εκτελεστικά όργανα εξουσίας. Οι εκάστοτε «εκπρόσωποι» όμως, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αποδεικνύονται εν έργω εκπρόσωποι των συμφερόντων του φίλαυτου εαυτού τους και όχι του πάσχοντος πολίτη· βέβαια δεν κουράζονται διόλου να επικαλούνται τη «δημοκρατία» και το συμφέρον του λαού, ειδικά όταν χρειάζεται να νομοθετούν ενάντια στην ουσία της δημοκρατίας και στο συμφέρον των πολλών. Γι’ αυτό και η εκπροσώπηση ή η αντιπροσώπευση δεν παραπέμπει υποχρεωτικά ή ουσιαστικά στη λαϊκή κυριαρχία παρά στην υπονόμευσή της: κρατά την ευρεία μάζα του λαού μακριά από την ουσιαστική της συμμετοχή στις διάφορες πολιτικές αποφάσεις και κατ’ επέκταση μακριά από μια αντίστοιχη πολιτική παιδεία.
Το αποτέλεσμα είναι: αυτή η μάζα να μετατρέπεται, όχι σπάνια, σε όχλο κομματικο-γραφειοκρατικών γενίτσαρων –και άβουλων ψηφοφόρων– που στραγγαλίζουν εν τη γενέσει του καθετί το δημιουργικό και απελευθερωτικό για την από-οχλοποίηση πρωτίστως των ίδιων. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα γενιτσαρισμού ανδρώνονται, κατά κανόνα, και οι ίδιοι οι πολιτικοί «εκπρόσωποι», γιατί, αν δεν ήταν και οι ίδιοι γενίτσαροι, δεν θα πολιτικολογούσαν ανοήτως για λογαριασμό τρίτων. Η εν λόγω εκπροσώπηση ή αντιπροσώπευση λειτουργεί, εν πολλοίς, αλλοτριωτικά για την κοινωνία και εκφυλιστικά για το πολίτευμα. Χαρακτηριστικά είναι, ως προς το θέμα, τα λόγια του Χέγκελ από τη Φαινομενολογία του πνεύματος (§588):
«όπου ο Εαυτός είναι παρών δι’ αντιπροσώπευσης …εκεί αυτός δεν είναι [=υπάρχει] πραγματικά· όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι [=υπάρχει]».
Πώς κατανοεί ο Αριστοτέλης τη δημοκρατία; Την κατανοεί στο πλαίσιο κατάταξης των πολιτευμάτων με τα εξής κριτήρια: 1. Ο αριθμός των ασκούντων την εξουσία: αν οι κυβερνώντες είναι πολλοί, τότε έχουμε τη λεγόμενη «πολιτεία» ή τη δημοκρατία. Αν είναι ένας, τότε το πολίτευμα είναι μοναρχία ή τυραννίδα, ενώ αν είναι λίγοι, έχουμε ολιγαρχία. 2. Κατά πόσο το πολίτευμα ωφελεί όλους ή μόνο τους κυβερνώντες. Με βάση αυτό το κριτήριο, η δημοκρατία λογίζεται εκφυλισμένο πολίτευμα της «πολιτείας». Σύμφωνα με το αριθμητικό κριτήριο ταξινόμησης,
«δημοκρατία υπάρχει, όταν κατέχουν την εξουσία οι φτωχοί και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι. Συμβαίνει ασφαλώς οι πρώτοι να είναι πολλοί και οι δεύτεροι λίγοι. Οι ελεύθεροι δηλαδή είναι πολλοί και οι πλούσιοι λίγοι» (Πολιτικά 1290b).
Ι. Η «πολιτεία», με βάση το ποιοτικό κριτήριο, είναι το δίκαιο πολίτευμα, δηλαδή εκείνος ο τύπος δημοκρατίας, που ενδιαφέρεται για το συνολικό συμφέρον της πολιτείας, ήτοι της πόλης/κράτους, και δεν περιορίζεται στο μερικό συμφέρον των κυβερνώντων, ακόμη κι αν αυτοί είναι οι φτωχοί. Ο εκφυλισμένος τύπος ή μορφή δημοκρατίας προσδιορίζεται ποσοτικά μόνο ως εξουσία των πολλών και είναι, ως τέτοια ποσότητα, ευθέως αντίθετη προς την εξουσία των λίγων. Το ποσοτικό κριτήριο όμως δεν αρκεί, γιατί ο καταπιεστικός χαρακτήρας της εξουσίας ως τέτοιας παραμένει, άρα η ισότητα, με το νόημα της ποσοτικής ισοπέδωσης, δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του πολιτεύματος, αλλά επιβάλλεται –εάν επιβάλλεται– βίαια.
ΙΙ. Ο Αριστοτέλης συγχρόνως αναφέρει και το στοιχείο της ελευθερίας: οι πολλοί υποτίθεται ότι δύνανται να συμμετέχουν στην εξουσία, να άρχουν, γιατί είναι ελεύθεροι. Τούτο υποδηλώνει πως, εάν η έννοια της ελευθερίας κατανοείται στην ποιοτική της έκφανση ως άμεση πραγμάτωση της πολιτικής αρετής, τότε οι «ελεύθεροι» έρχονται στην εξουσία, έχοντας γνώση και επίγνωση τι είναι δίκαιο και άδικο, αγαθό και κακό, τουτέστι ως αληθώς πνευματικές και ανιδιοτελείς προσωπικότητες και όχι ως εξουσιομανείς πεινασμένοι-κλεπτοκράτες ή ασυνάρτητοι πλιατσικολόγοι, σαν τους αγράμματους καθεστωτικούς του παρόντος διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Οι πραγματικά ελεύθεροι άρχοντες δεν εμφορούνται από εγωιστικούς υπολογισμούς, μας λέει ο Αριστοτέλης, ούτε από αγελαία ένστικτα αλλά από την ευαισθησία της πνευματικότητάς τους, για να πραγματώσουν την ως άνω πολιτική αρετή.
ΙΙΙ. Θεμελιώδη συστατικά της τελευταίας, μεταξύ άλλων, είναι:
η ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη στην άσκηση της εξουσίας –όχι η απατηλή εκπροσώπηση–, η αίσθηση του δικαίου που εκπορεύεται από την αντίστοιχη φιλοσοφικο-πολιτική παιδεία, η απουσία βαναυσότητας, αμοραλισμού, αγελαίας συμπεριφοράς και πάνω από όλα η εφαρμογή της αρχής:
«ο πολίτης να μην άρχεται από καμιά εξουσία, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, ο καθένας να άρχεται με τη σειρά του» (Πολιτικά 1317a).
Ετούτη η τελευταία αρχή απαντά σε όλα τα αινίγματα του σημερινού πολιτικού αδιεξόδου της Ελλάδας. Πιο ειδικά: οι βασικοί εκπρόσωποι του σύγχρονου πολιτικαντισμού –που συνήθως άρχει– φροντίζουν ή να διαιωνίζουν την εξουσία τους – κυρίως αν είναι διεφθαρμένοι– ή να πλουτίζουν δια της εξουσίας και να αποσύρονται για να απολαύσουν τον πλούτο τους. Η οντολογική τους αγωνία είναι να αποφεύγουν να άρχονται. Όμως η αριστοτελική αρχή είναι αμείλικτη:
«όλοι οι άρχοντες να εκλέγονται από όλους του πολίτες· όλοι να γίνονται άρχοντες του καθενός και ο καθένας άρχοντας όλων» (ό.π.).
Εάν στοιχειωδώς ίσχυαν αυτές οι αρχές στη σημερινή ελλαδική πολιτικο-κοινωνική φαυλότητα, δεν θα υπήρχαν οι ατέλειωτες κοιλάδες των δακρύων.
Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, ακόμη και χωρίς αναγωγές στους σύγχρονους καιρούς, είναι από μόνη της ικανή να δώσει ριζικές απαντήσεις στα σημερινά αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η κατά συρροή εγκληματική δράση της πολιτικής φαυλοκρατίας στο όνομα της δημοκρατίας. Είναι ικανή, αποφαίνεται ο Χέγκελ, επειδή είναι πιο ιδεαλιστική συγκριτικά με τον Πλάτωνα· ιδεαλιστική με το νόημα της προσήλωσης στην εμπειρική πραγματικότητα. Αυτή η φαυλοκρατία έχει ιδιοποιηθεί την αρχή της λαϊκής βούλησης και υπονομεύει συστηματικά το κύρος του νόμου (Πολιτικά 1291b κ.εξ.). Ο Αριστοτέλης τη συνταυτίζει με τους δημαγωγούς, με αυτούς δηλ. που σήμερα αποκαλούμε πολιτικούς απατεώνες, οι οποίοι παραπλανούν το λαό με μικρο-παραχωρήσεις, αδιαφορώντας πλήρως για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της πολιτείας. Πώς εμπειρώμεθα στις ημέρες μας αυτή την παραπλάνηση; Θεωρητικά γίνεται πολύς λόγος για δημοκρατία και για τη συνταγματική της κατοχύρωση σε συνάρτηση με το γεγονός ότι διασφαλίζεται, υποτίθεται, η «κυριαρχία» του «λαού» και ανατροφοδοτείται από καθορισμένες εκάστοτε συμμετοχικές του πράξεις, όπως για παράδειγμα, η συμμετοχή του στο να εκλέγει εκείνους που θα τον εκπροσωπήσουν στα διάφορα πολιτικά, νομοθετικά, εκτελεστικά όργανα εξουσίας. Οι εκάστοτε «εκπρόσωποι» όμως, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αποδεικνύονται εν έργω εκπρόσωποι των συμφερόντων του φίλαυτου εαυτού τους και όχι του πάσχοντος πολίτη· βέβαια δεν κουράζονται διόλου να επικαλούνται τη «δημοκρατία» και το συμφέρον του λαού, ειδικά όταν χρειάζεται να νομοθετούν ενάντια στην ουσία της δημοκρατίας και στο συμφέρον των πολλών. Γι’ αυτό και η εκπροσώπηση ή η αντιπροσώπευση δεν παραπέμπει υποχρεωτικά ή ουσιαστικά στη λαϊκή κυριαρχία παρά στην υπονόμευσή της: κρατά την ευρεία μάζα του λαού μακριά από την ουσιαστική της συμμετοχή στις διάφορες πολιτικές αποφάσεις και κατ’ επέκταση μακριά από μια αντίστοιχη πολιτική παιδεία.
Το αποτέλεσμα είναι: αυτή η μάζα να μετατρέπεται, όχι σπάνια, σε όχλο κομματικο-γραφειοκρατικών γενίτσαρων –και άβουλων ψηφοφόρων– που στραγγαλίζουν εν τη γενέσει του καθετί το δημιουργικό και απελευθερωτικό για την από-οχλοποίηση πρωτίστως των ίδιων. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα γενιτσαρισμού ανδρώνονται, κατά κανόνα, και οι ίδιοι οι πολιτικοί «εκπρόσωποι», γιατί, αν δεν ήταν και οι ίδιοι γενίτσαροι, δεν θα πολιτικολογούσαν ανοήτως για λογαριασμό τρίτων. Η εν λόγω εκπροσώπηση ή αντιπροσώπευση λειτουργεί, εν πολλοίς, αλλοτριωτικά για την κοινωνία και εκφυλιστικά για το πολίτευμα. Χαρακτηριστικά είναι, ως προς το θέμα, τα λόγια του Χέγκελ από τη Φαινομενολογία του πνεύματος (§588):
«όπου ο Εαυτός είναι παρών δι’ αντιπροσώπευσης …εκεί αυτός δεν είναι [=υπάρχει] πραγματικά· όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι [=υπάρχει]».
Πώς κατανοεί ο Αριστοτέλης τη δημοκρατία; Την κατανοεί στο πλαίσιο κατάταξης των πολιτευμάτων με τα εξής κριτήρια: 1. Ο αριθμός των ασκούντων την εξουσία: αν οι κυβερνώντες είναι πολλοί, τότε έχουμε τη λεγόμενη «πολιτεία» ή τη δημοκρατία. Αν είναι ένας, τότε το πολίτευμα είναι μοναρχία ή τυραννίδα, ενώ αν είναι λίγοι, έχουμε ολιγαρχία. 2. Κατά πόσο το πολίτευμα ωφελεί όλους ή μόνο τους κυβερνώντες. Με βάση αυτό το κριτήριο, η δημοκρατία λογίζεται εκφυλισμένο πολίτευμα της «πολιτείας». Σύμφωνα με το αριθμητικό κριτήριο ταξινόμησης,
«δημοκρατία υπάρχει, όταν κατέχουν την εξουσία οι φτωχοί και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι. Συμβαίνει ασφαλώς οι πρώτοι να είναι πολλοί και οι δεύτεροι λίγοι. Οι ελεύθεροι δηλαδή είναι πολλοί και οι πλούσιοι λίγοι» (Πολιτικά 1290b).
Ι. Η «πολιτεία», με βάση το ποιοτικό κριτήριο, είναι το δίκαιο πολίτευμα, δηλαδή εκείνος ο τύπος δημοκρατίας, που ενδιαφέρεται για το συνολικό συμφέρον της πολιτείας, ήτοι της πόλης/κράτους, και δεν περιορίζεται στο μερικό συμφέρον των κυβερνώντων, ακόμη κι αν αυτοί είναι οι φτωχοί. Ο εκφυλισμένος τύπος ή μορφή δημοκρατίας προσδιορίζεται ποσοτικά μόνο ως εξουσία των πολλών και είναι, ως τέτοια ποσότητα, ευθέως αντίθετη προς την εξουσία των λίγων. Το ποσοτικό κριτήριο όμως δεν αρκεί, γιατί ο καταπιεστικός χαρακτήρας της εξουσίας ως τέτοιας παραμένει, άρα η ισότητα, με το νόημα της ποσοτικής ισοπέδωσης, δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του πολιτεύματος, αλλά επιβάλλεται –εάν επιβάλλεται– βίαια.
ΙΙ. Ο Αριστοτέλης συγχρόνως αναφέρει και το στοιχείο της ελευθερίας: οι πολλοί υποτίθεται ότι δύνανται να συμμετέχουν στην εξουσία, να άρχουν, γιατί είναι ελεύθεροι. Τούτο υποδηλώνει πως, εάν η έννοια της ελευθερίας κατανοείται στην ποιοτική της έκφανση ως άμεση πραγμάτωση της πολιτικής αρετής, τότε οι «ελεύθεροι» έρχονται στην εξουσία, έχοντας γνώση και επίγνωση τι είναι δίκαιο και άδικο, αγαθό και κακό, τουτέστι ως αληθώς πνευματικές και ανιδιοτελείς προσωπικότητες και όχι ως εξουσιομανείς πεινασμένοι-κλεπτοκράτες ή ασυνάρτητοι πλιατσικολόγοι, σαν τους αγράμματους καθεστωτικούς του παρόντος διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Οι πραγματικά ελεύθεροι άρχοντες δεν εμφορούνται από εγωιστικούς υπολογισμούς, μας λέει ο Αριστοτέλης, ούτε από αγελαία ένστικτα αλλά από την ευαισθησία της πνευματικότητάς τους, για να πραγματώσουν την ως άνω πολιτική αρετή.
ΙΙΙ. Θεμελιώδη συστατικά της τελευταίας, μεταξύ άλλων, είναι:
η ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη στην άσκηση της εξουσίας –όχι η απατηλή εκπροσώπηση–, η αίσθηση του δικαίου που εκπορεύεται από την αντίστοιχη φιλοσοφικο-πολιτική παιδεία, η απουσία βαναυσότητας, αμοραλισμού, αγελαίας συμπεριφοράς και πάνω από όλα η εφαρμογή της αρχής:
«ο πολίτης να μην άρχεται από καμιά εξουσία, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, ο καθένας να άρχεται με τη σειρά του» (Πολιτικά 1317a).
Ετούτη η τελευταία αρχή απαντά σε όλα τα αινίγματα του σημερινού πολιτικού αδιεξόδου της Ελλάδας. Πιο ειδικά: οι βασικοί εκπρόσωποι του σύγχρονου πολιτικαντισμού –που συνήθως άρχει– φροντίζουν ή να διαιωνίζουν την εξουσία τους – κυρίως αν είναι διεφθαρμένοι– ή να πλουτίζουν δια της εξουσίας και να αποσύρονται για να απολαύσουν τον πλούτο τους. Η οντολογική τους αγωνία είναι να αποφεύγουν να άρχονται. Όμως η αριστοτελική αρχή είναι αμείλικτη:
«όλοι οι άρχοντες να εκλέγονται από όλους του πολίτες· όλοι να γίνονται άρχοντες του καθενός και ο καθένας άρχοντας όλων» (ό.π.).
Εάν στοιχειωδώς ίσχυαν αυτές οι αρχές στη σημερινή ελλαδική πολιτικο-κοινωνική φαυλότητα, δεν θα υπήρχαν οι ατέλειωτες κοιλάδες των δακρύων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου