Η Λογική (ο λόγος,ο νούς), είναι ταυτόσημη με τον άνθρωπο (αφού σαν Λόγο νοούμε την αρχική και θεμελιακή-οντολογική- δομή του ανθρώπου), ο άνθρωπος είναι ένας μικρός οργανωμένος κόσμος, άρα η λογική δομή είναι χαρακτηριστικό του κόσμου. Για αυτό η λογική είναι το πιό τέλειο όργανο γνώσης και άμυνας. Είναι το σύνολο, το άθροισμα της πείρας που μαζεύουν οι αισθήσεις.
Η κοσμική πραγματικότητα μονάχα στον ανθρώπινο νου καθρεφτίζεται με επάρκεια και η λογική, είναι ο καθρέφτης όπου βλέπουμε το πρόσωπο της αντικειμενικής αλήθειας. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού «veritas est adaecuatio rei et intellectus» (η αλήθεια είναι ταύτιση και συμφωνία της πραγματικότητας με την διάνοια,την νόηση).
Θα μπορούσαμε με άλλα λόγια να πούμε πως αλήθεια – γιατον άνθρωπο- είναι η διάνοιξη της κλειδαριάς της πραγματικότητας με το κλειδί της νόησης (της λογικής).
Αφού «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» χρειάζεται ο μόχθος του συλλογισμού για να αποσπάσουμε τα μυστικά της.
Κι αληθινά άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γιατί η λογική,είναι από μόνη της η προυπόθεση κάθε επιστήμης και το ανώτατο κρητήριο για την λειτουργία και τα συμπεράσματά της κάθε επιστήμης.
Από τον Παρμενίδη θεωρούνται ταυτόσημα το «νοείν» και το «είναι», ο Σωκράτης ταυτίζει την λογική, την γνώση και την αρετή και ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη ταυτίζει την αλήθεια με τον ορθό λόγο: «Ορθόν αλήθεια αεί» (στ.1196).
Ο Αριστοτέλης μας λέει πως η διάνοια είναι κάτι μεταξύ του νού και της ουσίας των πραγματων, ενώ ο Πλάτων αποφαίνεται πως «ο εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος…επωνομάσθη διάνοια» (Σοφ.263e).
Από αυτά φαίνεται πως η διανόηση, σαν πνευματική λειτουργία,έχει άμεση αναφορά προς τα όντα, έτσι που οι έννοιες διανόηση, γνώση και αλήθεια να εξομοιώνονται.
Η καθαρή λογική -ανηπερέαστη από το πάθος- είναι το κύριο και μοναδικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας για την κατάχτηση της ζωής και του κόσμου.
Για τη νόηση, «αλήθεια» είναι η επιστημονική διασάφηση όλων των λεπτομερειών ενός αντικειμένου,ενώ για το συναίσθημα «αλήθεια» είναι η υποβλητική έξαρση μιας μόνο λεπτομέρειας.
Και αυτό είναι μια σημαντική διαφορά και κακοτοπιά. Η ιστορία της λογικής, είναι ένας συνεχής αγώνας προς την φαντασία που μάχεται να την αντικαταστήσει και προς τα πάθη που ζητούν να την ανατρέψουν.
Την λογική μάχονται και δυο άλλες κατηγορίες εννοιών που έχουν μητέρα τους την Φαντασία. Γιατί αυτή η πολύχρωμη σκιά της λογικής πολύ εξαπατά τοους ανθρώπους -όταν δεν έχουν ορθάνοιχτα τα μάτια- βεβαιώνοντας τους,που είναι η ίδια η λογική.
Η μία από αυτές τις κατηγορίες είναι το «Υπέρλογο». Οι ευφάνταστοι άνθρωποι, βλέπουν απίθανη την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και πολύ πιο πιθανό το μη πραγματικό.
Δεν κάθισαν όμως να συλλογιστούν δυο πράγματα:
α).Το ότι με τον Λόγο θέτουμε υπέρλογες έννοιες κι αμφισβητούμε την παντοδυναμία του Λόγου,τούτο ακριβώς δεν ενισχύει την αξία του?
β).Γιατί ότι δεν συλλαμβάνει η λογική πρέπει -σώνει και καλά- να είναι υπέρλογο και υπερβατικό και μεταφυσικό?
Η πίσω πλευρά ενός βουνού είναι απλώς «αθέατη» γιατί η φυσιολογική κατασκευή του ματιού είναι τέτοια που δεν μπορεί το βλέμμα να τρυπήσει το βουνό. Αυτό είναι όλο. Το βουνό όμως ολόκληρο βρίσκεται μέσα στην φύση δεν είναι το μισό φυσικό και το άλλο μισό υπερφυσικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ήχους που υπάρχουν γύρω μας και δεν τους ακούμε -εκτός κι αν έχουμε ένα ραδιόφωνο ή έναν ασύρματο.
Η Επιστήμη για να καταχτήσει το άγνωστο πρέπει να το μετατρέψει σε ελεγχόμενη πραγματικότητα. Πρέπει να βρίσκει μεθόδους να μετασχηματίζει τις φυσικέςεκδηλώσεις (φαινόμενα) που βρίσκονται έξω από την περιοχή της προσδεκτικότητας των ανθρώπινων αισθητηρίων (π.χ. υπέρηχοι) σε αισθητηριακά ερεθίσματα για τον άνθρωπο ερευνητή. Αλλιώς ο επιστημονικός νούς, είναι φυσικό να υποπτεύεται μόνο από τις λογικές προεκτάσεις των ευρυμάτων του κι από τα συμπεράσματα της εμπειρίας του, τη σκιερή πλευρά της αλήθειας – αλλά θα στέκεται ανήμπορος να την ελέγξει και να την επικυρώσει.
Ωστόσο μέχρι σήμερα,οι επίστήμες εξιχνίασαν, μεταγλώτισαν και αποκρυπτογράφησαν ένα σωρό «υπερφυσικά» φαινόμενα, περιορίζοντας έτσι τον «ζωτικό χώρο» του μύθου.
Η δεύτερη κατηγορία εννοιών που αντιμάχεται την λογική είναι το «Παράλογο» ή «Ανορθόλογο» ή ‘Εξωλογικό».
Οι άνθρωποι που υπηρετούν και προπαγανδίζουν το παράλογο, είναι οι αρνητές και αναρχικοί του Λόγου. Προσπαθούν να δείξουν πως είναι ελέυθεροι από τα δεσμά του Λόγου.
Όμως ξεχνούν πως ελεύθερος είναι όποιος υποτάσσεται -μονάχα- στην φύση του.
Για αυτό ελεύθερος άνθρωπος είναι όποιος υποτάσσεται στον Λόγο (που είναι η Φύση του ανθρώπου) κι όχι όποιος «απελευθερώνεται» από τον λόγο.
Προσπαθούν να ροκανίσουν τα θεμέλια της πνευματικής ύπαρξης του ανθρώπου και να εξουδετερώσουν το μοναδικό όπλο που του εμπιστεύτηκε η Φύση για την άμυνα και την προκοπή του: την Λογική.
Με άλλα λόγια ενεργούν εγκληματικά για να αποδυναμώσουν τον άνθρωπο και να εμποδίσουν την ευτυχία του, αφού όπως λέει ο Αισχύλος «όσο πιο γερό το μυαλό τόσο πιο γερή και η ευτυχία».
Από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα αμφισβητίσει και θα χάσει την εμπιστοσύνη του στην λογική αντιμετώπιση των υλικών και πνευματικών του προβλημάτων, τότε παρασύρεται στο χάος ολόκληρη η ψυχική του υπόσταση και ιδιαίτερα το θυμικό, η κρίση και η βούληση. Η αλογία οδηγεί στην καταστροφή αφού περάσει από την γελοιοποίηση.
Το ότι στον Ελληνικό χώρο τιμήθηκε και λατρεύτηκε ξεχωριστά το Απολλώνιο αυτό χάρισμα,ο Λόγος, δεν είναι βέβαια συμπτωματικό και τυχαίο. Όλοι οι λαοί έχουν μια εθνική παρακαταθήκη: την Ελευθερία. Οι Έλληνες όμως έχουν και δεύτερη: τον Ορθό Λόγο.
Πλάϊ στο μνημείο των πεσόντων στείνουν την Ακαδημία.
ΑΛΛΟΙ ΛΑΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΓΙΟΥΣ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΧΟΥΝ ΣΟΦΟΥΣ, θα μας πει ο Νίτσε.
Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη των αρχαίων πως εμπνευστής της νομοθεσίας του Λυκούργου ήταν ο Απόλλων, που σαν θεός του Φωτός χάρισε στους Σπαρτιάτες το φως της νομοθεσίας (Λυκούργος=Lux,Φως).
Η λογική, μέσα στον Ελληνικό πολιτιστικό χώρο εκφράστηκε με την μορφή της «διαλεκτικής» που χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η αναζήτηση, η αμφιβολία,η απορία, η αυτενέργεια,η κριτική, η ανάλυση και η σύνθεση,η δημιουργία.
Με την διαλεκτική ο δυναμικός Λόγος αντιτάχθηκε στην παθητική στασιμότητα, στη συντηριτική παράδοση, στην αμετακίνητη πίστη, στην «αλάνθαστη» αυθεντία, στο ιερό δόγμα.
O άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τον φυσικό κόσμο με τις πέντε αισθήσεις του.Ύστερα η λογική επεξεργάζεται τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν από αυτή την επαφή και τις ανάγει σε έννοιες ή διαννοήματα που με τον συσχετισμό τους δημιουργεί τις κρίσεις και τις ιδέες (συμπεράσματα).
Γιατί ιδέες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ενωτικές γέφυρες ανάμεσα στις έννοιες που προέκυψαν από τα αισθητά δεδομένα.
Η νοητική αυτή επεξεργασία των δεδομένων της εμπειρίας ονομάζεται «λογική λειτουργία».
Έτσι η λογική είναι «ου μικρόν όργανον…προς τε γνώσιν και την κατά την φιλοσοφίαν φρόνησιν «(Τοπ.163 Β9).
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η λογική είναι η βαρύτητα που σαν κεντρομόλος δύναμη μας κρατάει καρφωμένους στην σφαίρα του πνεύματος. Η τυπική Λογική ή Στοιχειολογία, εξετάζει τις αρχές της νόησης και προϋποθέτει τη δύναμη της νόησης να παράγει εξελικτικά από ορισμένα δεδομένα νέες γνώσεις, αλλά και να κριτικάρει τα συμπεράσματά της με τα ίδια της τα μέσα αφού φυσικά υπάρχει σαν στέρεη βάση η σταθερότητα των φαινομένων του εξωτερικού κόσμου.
Η μεθοδολογία είναι απαραίτητο τμήμα της λογικής. Τούτο γίνεται φανερό από τους κύκλους των γνωσιολογικών προβλημάτων, από την τεχνική και τις αρχές, από το σύστημα και την οργάνωση της ύλης γενικά που σαν επιστήμη πραγματεύεται. Και είναι πολύ πλατύ και αξιόλογο αυτό το μεθοδευμένο υλικό.
Μερικοί βασικοί κύκλοι του π.χ. είναι : οι Έννοιες και οι λέξεις (πλάτος, βάθος και σχέσεις των εννοιών. Κατηγορίες και λογικά σύμβολα). Οι Κρίσεις (προτάσεις κατηγορικές, υποθετικές, διαζευκτικές, αναλυτικές, συνθετικές, συμβολικές). Οι διαλογισμοί (άμεσοι-έμμεσοι, κατηγορικοί, υποθετικοί, διαζευκτικοί, παραγωγικοί-επαγωγικοί). Οι Παραλογισμοί. Οι Συμβολισμοί. Οι αρχές του Ορθού λόγου. Η Λογιστική. Η Προτασιακή συνάρτηση κ.α. Σπουδαία εξέλιξη της της Τυπικής Λογικής είναι η Μαθηματική Λογική, που χρησιμοποιώντας σύμβολα και τύπους βρίσκει τις διάφορες λογικές σχέσεις.
Τις βασικές λογικές αρχές («θεμελιώδεις νόμοι της νοήσεως») που είναι καθολικές και απόλυτες, τις διατύπωσαν πριν από τον Αριστοτέλη (που τις ονομάζει «πρώτες αρχές ή αξιώματα») οι Ελεάτες: Παρμενίδης και Ζήνων, ο Δημόκριτος, επίσης ο Σωκράτης και ο Πλάτων κ.α. Οι αρχές αυτές είναι τέσσερις:
α) Η αρχή της ταυτότητας.
β) η αρχή της αντίφασης.
γ) η αρχή του αποκλειομένου τρίτου.
δ) Η αρχή του επαρκούς (αποχρώντος) λόγου.
Ο Δημόκριτος είναι ο συγγραφέας της πρώτης Ελληνικής πραγματείας περί Λογικής («Κανόνες» σε τρία βιβλία). Η Λογική του στρεφόταν εναντίον του σκεπτικισμού των Σοφιστών, του Ιδεαλισμού των Ελεατών και της Μεταφυσικής των Πυθαγορείων. Η Λογική του αναπτύχθηκε στη συνέχεια από την σχολή του Επίκουρου.
Ο Αριστοτέλης όμως ερεύνησε συστηματικά και επεξεργάστικε ολόκληρη την Λογική σαν επιστήμη, με τα σχετικά έργα του: Κατηγορίαι, Περί Ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Τοπικά και Περί σοφιστικών ελέγχων.
Σε αυτά τα έργα, οι μεταγενέστεροι έδωσαν το γενικό όνομα «Όργανον», από την πιο πάνω φράση του, που χαρακτρίζει τη νέα αυτή επιστήμη (Τοπ. 163 Β9). Το όνομα Λογική ή Διαλεκτική οφείλεται στους Στωικούς.
Το κυριότερο μέρος της Τυπικής Λογικής για τις «κατηγορικές κρίσεις», διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη τόσο τέλεια, ώστε ο Κάντ είπε πως όλοι οι μεταγενέστεροι αιώνες τίποτε το ουσιαστικό δεν πρόσθεσαν, αλλά ούτε και η μελλοντική εξέλιξη της επιστήμης πρόκειται να προσθέσει κάτι το σημαντικό.
Αλλά και ο Γάλλος φιλόσοφος-μαθηματικός Descartes (1596-1650) που έδωσε νέα ώθηση στην επιστήμη της Λογικής (με το έργο του: «Λόγος περί της μεθόδου»), την ίδια γνώμη είχε.
…Υπάρχει στενή σχέση.αλλά δεν υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στη φιλοσοφία και την λογική.Σαν Φιλοσοφία εννοούμε μια καθολική επιστήμη, που ζητάει να συλλάβει μια ενιαία θεωρία για τα όντα, τον κόσμο και την ζωή.
Με αυτή τη σπουδή ολόκληρου του επιστητού, η φιλοσοφία επιχειρεί να καταχτήσει την αλήθεια και να δώσει ένα ηθικό περιεχόμενο στη ζωή.
Με άλλα λόγια φιλοσοφία είναι η «κατά λόγον» νόηση του κόσμου. Από τη άλλη μεριά σαν λογική θεωρούμε την επιστήμη που ερευνάει τις αρχές και τις προϋποθέσεις της σωστής σκέψης, αλλά κυρίως την επεξεργασία του λόγου : δηλαδή τους τύπους, τους κανόνες, τους νόμους και τις εκφράσεις της ορθολογικής σκέψης με τον λόγο.
Αντικειμενικός σκοπός της ορθής διανόησης είναι η έρευνα της αλήθειας.
Από τους ορισμούς αυτούς βγαίνει το συμπέρασμα, πως η Λογική δεν ταυτίζεται απόλυτα με την Φιλοσοφία. Το πεδίο της φιλοσοφίας – η οποία ασχολείται συχνά και με σχήματα μη λογικά – διαφέρει κατά την έκταση και την ποιότητα από το πεδίο της λογικής.
Η λογική χρησιμεύει σαν προϋπόθεση για να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος. Η φιλοσοφία αρχίζει με την λογική αντιμετώπιση του κόσμου. Ο φιλόσοφος προσέχει την πρωταρχική πηγή της γνώσης δηλ. την αίσθηση αλλά επεξεργάζεται την εμπειρία που του κομίζουν τα αισθητήρια όργανα, αναλύει το συναίσθημα με την αντίληψη και το αξιολογεί με την νόηση δηλ. τον Λόγο, που στην αρχαιότητα εσήμαινε : σκέψη και λεκτική έκφραση της σκέψης μαζί, νόημα και ορθολογισμό, αιτία και σκοπό.
Με τον Λόγο δημιουργεί τις παραστάσεις που αντιπροσωπεύουν τα πράγματα δηλ. τις έννοιες, τα ορίζει με τις κρίσεις και συνδυάζει τις κρίσεις με τον συλλογισμό. Έτσι πλάθει τις ιδέες. Ο Frege δέχεται πως «η Λογική χρησιμοποιείται από την φιλοσοφία σαν όργανο για να κατανοήσει τα προβλήματά της και για να καταλύσει την τυραννία των λέξεων και της σκέψης».
Η ανθρώπινη σκέψη υπήρξε πάντοτε μια πορεία και μια κατάχτηση, Μια πορεία του πνεύματος, ανηφορική και γεμάτη εμπόδια. Γιατί η σκέψη είναι μια παρατήρηση κι ένας σκόπελος, ένα εμπόδιο (ρήμα: σκοπώ ή σκοπούμαι- εσκεπτόμην – σκέψομαι,κλπ).
Τέρμα της πορείας αυτής είναι ο συμπερασματικός λόγος, το εύρημα της αλήθειας.
Είναι λοιπόν η Λογική μια επιστήμη κανόνων, δηλ. κανονική (σε σχέση με την Ψυχολογία π.χ. που είναι περιγραφική) και έχει σαν αποστολή να διερευνάει τα προϊόντα της σκέψης, να αναγνωρίζει, να ταξιθετεί και να διαχωρίζει τα γνήσια από τα νόθα, τα ορθά από τα εσφαλμένα, τα αληθινα από τα ψεύτικα. Το ενδιαφέρον της Λογικής δεν στρέφεται προς το φαινόμενο της λειτουργίας της σκέψης δηλ. προς τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η σκέψη, (όπως η ψυχολογία), αλλά προς τις αρχές και τους νόμους με τους οποίους λειτουργεί αυτή η σκέψη, σαν λόγος.
Από αυτόν τον δρόμο όμως το ενδιαφέρον της Λογικής στρέφεται προς την αλήθεια και μάλιστα προς την αντικειμενική αλήθεια. Και τούτο ακριβώς το πετυχαίνει με το να αγνοεί τον συγκεκριμένο άνθρωπο και να εξετάζει τις σκέψεις του καθεαυτές και μόνο, για να τις προσδιορίσει άν είναι αληθινές ή ψεύτικες, ορθές ή λαθεμένες.
Για αυτόν τον λόγο, η ανεύρεση της αλήθειας μέσα στο λόγο βρίσκεται πολύ κοντά στον αντίστοιχο στόχο της Φιλοσοφίας, που είναι η ανεύρεση της αλήθειας μέσω του λόγου.
…Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς με πολλά ιστορικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα πως η λογική βοήθησε αφάνταστα τον άνθρωπο για να απελευθερώσει την σκέψη του από την σύγχηση, τις εκτροπές και τις πλάνες. Από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι την σύγχρονη εποχή όπου, στον πνευματικό στίβο συνυπάρχουν η ορθολογιστική φιλοσοφική θεώρηση με τον αντικειμενικό χαρακτήρα και η υπαρξιακή σκέψη με την σφραγίδα της υποκειμενικότητας.
Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι στην διακονία της λογικής επιστήμης, συναντούμε ένα πλήθος από μεγάλα φιλοσοφικά αναστήματα, όπως τους Ηράκλειτο, Παρμενίδη, Δημόκριτο, Ζήνωνα, Πρωταγόρα, Πρόδικο, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ευκλείδη, Στίλπωνα, Αντισθένη, Κράτη, Kant, Descartes, Bacon, Hegel, Mill, κ.α.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την χρησιμότητα της λογικής στην φιλοσοφική θεωρία των μαθηματικών. Στην εποχή μας η συνεργασία της λογικής και των μαθηματικών, είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη της «Συμβολικής Λογικής» και της «Μαθηματικής Λογικής». Και πάλι μεγάλα φιλοσοφικά αναστήματα έρχονται στο προσκήνιο, όπως οι B.Russel, A.Tarski, L.Wittgenstein, G.Frege, K.Gobel, κ.α. Δεν είναι όμως μικρότερη και η συμβολή της Λογικής στην Κυβερνητική επιστήμη (Cybernetics), καθώς και στη Νομοθετική.
Ανατρέχοντας στην ιστορία της φιλοσοφίας, διαπιστώνουμε την επίδραση που ασκεί η λογική σαν όργανο και μέθοδος στοχασμού και έκφρασης, για τους περισσότερους φιλοσόφους και ιδίως για τους φιλοσόφους του ορθολογισμού (Rationalismus) : Descartes, Malebranche, Spinoza, Wolff, Leibniz. Ο Καρτέσιος στο έργο του «Λόγος περί της μεθόδου» αλλά και στους έξι «Μεταφυσικούς Διαλόγους» χρησιμοποιεί λογικές μεθόδους για την αναζήτηση της αλήθειας. Και τούτο ακριβώς έκανε, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει φιλοσοφικά τη νεώτερη Φυσικομαθηματική επιστήμη.
Ο Σπινόζα μας δίνει ένα θαυμάσιο δείγμα φιλοσοφικού και ηθικού οικοδομήματος, που συντελέστηκε με την χρησιμοποίηση όλων των κανόνων της λογικής. Πρόκειται για την περίφημη «Γεωμετρική » ηθική του.
Στην πνευματική ιστορία των νεότερων χρόνων ο Κάντ είναι μια κορυφαία μορφή και ένα ορόσημο της φιλοσοφίας. Στο έργο λοιπόν του Κάντ καταφαίνεται σε όλο το πλάτος και το βάθος η χρησιμότητα της λογικής σαν όργανο, για την ανεύρεση και διατύπωση των βασικών θεωριών της φιλοσοφίας του. Με καθαρά λογικές μεθόδους ο Κάντ έφτασε σε πολλά συμπεράσματα, βρήκε τις κατηγορίες της διάνοιας και τις αρχές της τυπικής ηθικής. Και όπου το όργανο αυτό δεν τον βοηθούσε εκεί δεν δίστσε να επισημάνει το «εκτός Λόγου» στοιχείο της μεταφυσικής. Και ονομάζει «Die Paralogismen» τις «παρά τον Λόγον» έννοιες, που δεν μπορούν να υποβληθούν στην έρευνα με την λογική και δεν μπορούν να αποδειχτούν από την ανθρώπινη φιλοσοφία, θεωρώντας τες σαν «αιτήματα πίστεως» και σαν «ηθικώς δέοντα» δηλ: α) την ύπαρξη του θεού β) την αθανασία της ψυχής γ) την αρχή του κόσμου.
Θερμός θιασώτης της λογικής σκέψης ο Κάντ, δεν αφήνει ευκαιρία να μην διατυπώσει με ζέση την πίστη του στις λογικές μεθόδους επεξεργασίας των φιλοσοφημάτων και την αγάπη του γενικά στη Λογική. Αυτό το πράγμα, το αναγνωρίζει κανείς εκτός από τα μεγάλα έργα του και στα Δοκίμιά του.
Στο υπέροχο δοκίμιο «Απόκριση στο ερώτημα τι είναι Διαφωτισμός» γράφει: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεται κανείς τον νού του χωρίς την καθοδήγηση από έναν άλλο. Είμαστε υπεύθυνοι για αυτή την ανωριμότητα όταν η αιτία της βρίσκεται όχι στην ανεπάρκεια του νού, αλλά στην έλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να μεταχειριστούμε τον νού χωρίς να μας καθοδηγήσει κάποιος άλλος.
«Sapere aude :Τόλμα να μάθεις. Έχε το θάρρος να χρησιμοποιείς τον δικό σου νου. Τούτο είναι το έμβλημα του Διαφωτισμού. Οκνηρία και δειλία είναι τα αίτια που ένα μεγάλο μέρος από τους ανθρώπους ευχαρίστως μένει σε όλη του την ζωή ανώριμο και κηδεμονεύεται από άλλους. Κι ας τους έχει η Φύση ελευθερώσει από την ξένη καθοδήγηση. Είναι τόσο βολικό να είναι κανείς ανώριμος. Έχω ένα βιβλίο που σκέφτεται για εμένα, ένα πνευματικό που έχει συνείδηση για εμένα, έναν γιατρό που κρίνει την δίαιτα για εμένα, κ.ο.κ».
Οι αντιλήψεις αυτές του Κάντ, θυμίζουν τους αντίστοιχους αφορισμούς του R.Bacon, που στο «Μείζον Έργον» γράφει: «Εμπόδια για την γνώση είναι: η μεγάλη μας εξάρτηση από τις προσωπικότητες, ο φόβος μας μήπως πούμε κάτι το πολύ κοινό, το να αφήσουμε να μας επιρεάζει το παραδεδεγμένο και η προσποίηση γνώσης για να αποκρύψουμε την άγνοια»…
…H διαφορά αντιλήψεων ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Κάντ είναι πως ο Αριστοτέλης (και οι ορθολογιστές) θεωρούν αυτονόητο πως η λογική συλλαμβάνει την ουσία της πραγματικότητας – όπως αυτή αντικειμενικά είναι. Ο Κάντ δέχεται πως η λογική συλλαμβάνει την πραγματικότητα διαμορφωμένη από το πνεύμα μας, με μορφές που προϋπάρχουν σε αυτό – «εποπτείες» για την αίσθηση, «κατηγορίες» για την νόηση, κι όχι όπως πραγματικά είναι – γιατί την ουσία της δεν θα την γνωρίσουμε ποτέ.
Ο Wittgenstein στο πείφημο έργο του «Tractatus logico-philosophicus» γράφει σχετικά: «Ο κόσμος καθορίζεται από τα γεγονότα. Τα γεγονότα στο λογικό χώρο είναι ο κόσμος…Τα αντικείμενα – με την σταθερή μορφή – αποτελούν την ουσία του κόσμου. Για να γνωρίσουμε τα αντικείμενα πρέπει να ξέρουμε τις εσωτερικές τους ιδιότητες…Η ουσία είναι μορφή και περιεχόμενο…Η λογική πρόταση είναι μια εικόνα της πραγματικότητας, δηλ. ένα υπόδειγμα του κόσμου, ένα υποκατάστατο…Η λογική διασάφηση των προτάσεων είναι ο σκοπός της φιλοσοφίας».
Από όλα τούτα μπορούμε να καταλάβουμε την σημασία της κλασικής και νεώτερης Λογικής σαν όργανο της φιλοσοφικής προπαιδείας, τόσο χρήσιμο για τον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά και για την πρακτική – διακοινωνική – συμπεριφορά του καλλιεργημένου ανθρώπου. Του ανθρώπου, που μέσα σε μια τεχνοκρατούμενη εποχή, η οποία κλείνει μέσα της το άκρως λογικό και μαθηματικό αλλά και το παράλογο και παράνοο, προσπαθεί να περισώσει την πνευματική του συνείδηση και τον βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξης του.
Ο συλλογισμός (σκέψη) είναι μια πνευματική πορεία που οδηγεί στην συμπερασματική γνώση. Είναι μια λειτουργία, όπου ο άνθρωπος – που δεν θέλει να οικειοποιηθεί την έτοιμη (δεδομένη) ξένη γνώμη – επιτελεί μέσα στο απαραίτητο κλίμα της ελευθερίας. Γιατί μόνο ο ελεύθερος προβληματισμός και συλλογισμός περισώζει την πνευματική αξιοπρέπεια του ατόμου και οδηγεί σε στέρεα συμπεράσματα.
Ο συλλογισμός μπορεί να είναι μια μεγάλη πορεία ή κάποτε κι ένα στιγμιαίο άλμα. Στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για έμπνευση ή ακόμα και για ενόραση (intuitio). Σαν ενόραση χαρακτηρίστηκε η άμεση γνώση (εποπτεία της αλήθειας) ενός αντικειμένου ή φαινομένου και η αστραπιαία (σαν έλλαμψη) σύλληψη της ουσίας ή των σχέσεων του, χωρίς την μεσολάβηση των αισθήσεων και της διάνοιας. Ο ορισμός αυτός που φέρνει στο νού μια άμεση γνώση κάπως «υπερβατική» και «εξ αποκαλύψεως» δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνδυασμός πολλών παραγόντων που παράγουν ξαφνικά μια ευτυχισμένη στιγμή για το πνεύμα. Και μερικοί από τους παράγοντες αυτούς είναι:
α) η συναθροισμένη εμπειρική γνώση (από τα αισθητήρια),
β) η προετοιμασμένη και απωθημένη λογική γνώση (από την νόηση),
γ) η κρυπτομνησία (μνημονικές εικόνες που αναδύονται ξαφνικά και επίκαιρα),
δ) η διαίσθηση, δηλ. η ενστικτώδης αντίληψη, η υποσυνείδητη πρόγνωση,
ε) η ικανότητα για άμεση συμπερασματική κρίση (χωρίς τη μεσολάβηση «μείζονος και ελάσσονος προτάσεως» δηλ. η ετοιμότητα του πνεύματος, η κριτική δεξιότητα και ευστροφία).
Η ψυχιατρική επιστήμη μας διδάσκει πως στα ημισφαίρια του εγκεφάλου έχει την έδρα της η «ΝΟΟΨΥΧΗ» δηλ. η νοητική λειτουργία, ενώ στον υποθάλαμο του εγκεφάλου έχει τά κέντρα της η «ΘΥΜΟΨΥΧΗ» δηλ. η συναισθηματική λειτουργία. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως – και οργανικά – υπάρχουν δύο ιδιαίτερες βασικές εγκεφαλικές λειτουργίες που μάλιστα μπορούν και ελέγχονται ξεχωριστά με ειδικά όργανα : τα νοόμετρα για τη νόηση και τα ψυχόμετρα για το συναίσθημα. Ανάμεσα στα ημισφαίρια (κυρίως στο μετωπιαίο και βρεγματικό λοβό) και στον υποθάμο υπάρχει αμφίδρομη επικοινωνία (συνδέσεις αλληλοεπιροής). Με αυτό τον τρόπο η νόηση (ο ορθός λόγος) αντιμάχεται ή συνεργάζεται ανάλογα με το συναίσθημα, ρυθμίζοντας την συγκινησιακή ισσοροπία. Ολόκληρος ο ψυχικός βίος του ανθρώπου εξαρτάται από τούτη την οργανωτική δομή του εγκεφάλου που μέσα στην ενότητά της περικλείνει την ιδιαιτερότητα της νόησης και του συναισθήματος.
Είναι χαρακτηριστικές οι πεποιθήσεις του Αριστοτέλη οι σχετικές με την κεφαλαιώδη σημασία του Νού. Δίδασκε πως η ψυχή, σαν συνισταμένη της φυσιολογικής λειτουργίας γεννιέται και πεθαίνει με το σώμα. Αλλά ο νούς έρχεται απ΄ έξω «θύραθεν» και μπαίνει στο σώμα, για να χωρισθεί από αυτό με τον θάνατο. Γιατί ο νούς είναι το ανώτερο μέρος της ψυχής (σε σχέση με το αίσθημα και την βούληση) είναι το «προγενέστερον και κύριον, το απλούν και απαθές» : «έοικε ψυχής γένος έτερον είναι και τούτο μόνον ενδέχεται χωρίζεσθαι, καθάπερ αϊδιον του φθαρτού» (Περί ψυχής ΙΙ 413 β 25).
…Οι Έλληνες έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία στο φως του λόγου, γιατί η Φύση τούς μαθαίνει να βιώνουν το φως και η παράδοση να βιώνουν τον Λόγο. Το Φώς τονίζει την λεπτομέρεια και την ακρίβεια των μορφών, η Λογική τονίζει την καθαρότητα της ουσίας.
Όλοι οι κλασικοί φιλόσοφοι της Ελλάδας, υλιστές και ιδεαλιστές, στα «ηθικά» τους έργα ύμνησαν την Λογική.
Ο Δημόκριτος έγραψε: «Βαιά γαρ φρονήσει τύχη μάχεται, τα δε πλείστα εν βίω ευξύνετος οξυδερκείη κατιθύνει» (Σπάνια η τύχη αντιμάχεται την Λογική. Τα περισσότερα στην ζωή τα κατευθύνει σωστά η καλοθεμελιωμένη οξυδέρκεια).
Ακόμα ο Δημόκριτος ονόμαζε την Αθηνά «Τριτογένεια φρόνησιν», ότι από της φρονήσεως τρία ταύτα συμβαίνει: το εύ λογίζεσθαι, το εύ λέγειν και το πράττειν α δεί (Diels II,B, 2 και 118.
Ο Μένανδρος είπε πως «ψυχής μέγας χαλινός έστιν ανθρώποις ο νούς». Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο ειδών ευδαιμονίες : α) την πρακτική (ατελής ευδαιμονία).Αυτή προέρχεται από την άσκηση των ηθικών αρετών (που έχουν έδρα την Βούληση) στην κοινωνία. β) την θεωρητική (τέλεια ευδαιμονία). Αυτή προέρχεται από την άσκηση των διανοητικών αρετών (που έχουν έδρα τον Λόγο). Πρόκειται για την ιδανική ικανοποίηση του ανθρώπου που γίνεται με τον λόγο ισόθεος, γιατί ο νούς γεμίζει με την φιλοσοφική γνώση και γίνεται θεωρός – και ερμηνευτής – του επιστητού.
Η θεωριτική αυτή στάση ζωής, που καταλήγει στην αρτίωση της προσωπικότητας υπερβαίνει την ανθρώπινη συμβίωση. Ο «κατά νούν βίος» αφίσταται σαν «κράτιστος και ήδυστος» του πρακτικού βίου (Ηθικά Νικομ. 1098 α 7,1177 α 12,1178 α5).
Ακόμα μας λέει πως «ο λόγος και ο νούς της φύσεως τέλος εισίν» (Πολιτικά Η 15, 1334β) και καθορίζει την σχέση του νού προς την ψυχή «ως εν σώματι όψις, εν ψυχή νούς » (Ηθικ.Νικομ. Ι, 4 1096 β) για να εκφραστεί τελικά με όλο του τον θαυμασμό «Τον νούν ο θεός, φως ανήψεν εν τη ψυχή» (Ρητορ. Γ, 10 1411, 12). Και το φως αυτό συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι τα βαθειά γεράματα, αφού κατά τον Πλούταρχο «μόνον ο νούς, παλαιούμενος ανηβά και χρόνος τ΄ άλλα πάντ΄αφαιρών, τω γήρα προστίθησι την επιστήμην» (Περί Παίδων Αγωγής 8,5e).
Την υπεροχή του Λόγου, την πρωτοκαθεδρία του Νού, δηλώνει επιγραμματικά ο Πλάτων στούς Νόμους (Θ. 875D): «Επιστήμης γαρ, ούτε νόμος ούτε τάξις ουδεμία κρείττων, ουδέ θέμις εστίν ΝΟΥΝ ουδενός υπήκοον ουδέ δούλον, αλλά πάντων άρχοντα είναι εάν περ αληθινός, ελεύθερος τε όντως ή κατα φύσιν».
Και στον Κρίτωνα (40) εξομοιώνει τον Λόγο με τον Θεό: «Το δε πείθεσθαι τω αργώ (=καθαρώ,αληθεί) λόγω τω θεώ ταυτόν εστι». Έτσι ο Ελληνικός Λόγος, με υψηλό φιλοσοφικό πάθος, έδωσε έκφραση στο ανέκφραστο, μορφή στην αμορφία, ζωή στις νεκρές λέξεις και νόημα στις αφηρημένες έννοιες. Καλλιέργησε την αμφιβολία προς τους μύθους και τα δόγματα, τον κριτικό έλεγχο και τον διάλογο. Η διαλεκτική βασισμένη στον ορθό λόγο, υπερνίκησε το αδιέξοδο της απορίας αποκατέστησε τις θεϊκές και ανθρώπινες αυθεντίες και χωρίς να αναλίσκεται σε σοφίσματα και νοητικέ δεξιοτεχνίες προχώρησε ελεύθερα και υπεύθυνα για την κατάχτηση της αλήθειας.
Έμφορτη από ηθική ουσία, σεβάστηκε το κύρος της και τους ανθρώπους. Έμφορτη ακόμα κι από αισθητικά στοιχεία έγινε υπόδειγμα ευγενούς λόγου.
Η Ηρακλειτική και μετά η Σωκρατική φιλοσοφία έστησαν στο αιώνιο βάθρο της μια υπερκοσμική λογική επιταγή, υποχρεωτική για όλες τις συνειδήσεις, μια υπερπροσωπική λογική τάξη, έναν ανιδιοτελή Ορθό Λόγο, απόλυτο και υπερχρονικό με ιστορική επιβεβαίωση.
Ο «Λόγος» του Ηράκλειτου, είναι η αιώνια αλήθεια κι ο κοσμικός νόμος μαζί. Είναι η συμφωνία του ατομικού λόγου με τον καθολικό λόγο, που αποτελεί την ενότητα όλων των πραγμάτων και την ενιαία και αληθινή σοφία. Έτσι ο Λόγος γίνεται η Σοφία με το καθολικό κύρος. «
Ουκ εμού, αλλά του Λόγου ακούσαντας, ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι» Απόσπ.50 (Όχι εμένα αλλά τον λόγο να ακούσετε…).
Το δαιμόνιο του Σωκράτη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο υπερχρονικός αυτός Ορθός Λόγος, ο αγαθός Νούς. Και η πίστη του Σωκράτη ότι είναι «διδακτόν η αρετή» μαρτυρεί την αντίληψη πως το αγαθό είναι προϊόν της ορθολογικής σκέψης και παιδείας.
Γιατί ο Λόγος έκλεινε μέσα του ολόκληρο το πνεύμα, αφού ήταν φορτισμένος με ηθικά και αισθητικά στοιχεία. Από μια τέτοια σφαιρική θεώρηση, ο λόγος βγαλμένος μέσα από τον άνθρωπο, έρχεται να σταθεί πάνω από αυτόν, σαν υπέρτατος νομοθέτης και κριτής με καθολικό κύρος σαν μοναδικός ταξιθέτης κι επιμελητής των εγκοσμίων, σαν κεντρικό σημείο αναφοράς των επί μέρους στοχασμών, σαν ενωτικός δεσμός των πάντων.
Όσο θα υπάρχουν λογικά όντα που θα λέγονται άνθρωποι, ο Λόγος θα είναι μια οντολογική κατηγορία, πρωταρχική στην αξιολογική κλίμακα και αμετάβλητη, αφού βιολογικά αμετάβλητη παραμένει και η ανθρώπινη υπόσταση.
Με όλες αυτές λοιπόν τις προδιαγραφές ο Ελληνικός Λόγος έγινε το επίκεντρο μιας στέρεης κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας και πέτυχε να διαμορφώσει ένα κλασικό ανθρώπινο πρότυπο, με τονισμένους τους χαρακτήρες της αυτογνωσίας (νόηση), της ισορροπίας (κάλλος) και της αξιοπρέπειας (ήθος), αλλά και να διαπλάσσει ένα πλατύτερο κι υψηλότερο ανθρωπιστικό ιδεώδες.
Η κοσμική πραγματικότητα μονάχα στον ανθρώπινο νου καθρεφτίζεται με επάρκεια και η λογική, είναι ο καθρέφτης όπου βλέπουμε το πρόσωπο της αντικειμενικής αλήθειας. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού «veritas est adaecuatio rei et intellectus» (η αλήθεια είναι ταύτιση και συμφωνία της πραγματικότητας με την διάνοια,την νόηση).
Θα μπορούσαμε με άλλα λόγια να πούμε πως αλήθεια – γιατον άνθρωπο- είναι η διάνοιξη της κλειδαριάς της πραγματικότητας με το κλειδί της νόησης (της λογικής).
Αφού «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» χρειάζεται ο μόχθος του συλλογισμού για να αποσπάσουμε τα μυστικά της.
Κι αληθινά άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γιατί η λογική,είναι από μόνη της η προυπόθεση κάθε επιστήμης και το ανώτατο κρητήριο για την λειτουργία και τα συμπεράσματά της κάθε επιστήμης.
Από τον Παρμενίδη θεωρούνται ταυτόσημα το «νοείν» και το «είναι», ο Σωκράτης ταυτίζει την λογική, την γνώση και την αρετή και ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη ταυτίζει την αλήθεια με τον ορθό λόγο: «Ορθόν αλήθεια αεί» (στ.1196).
Ο Αριστοτέλης μας λέει πως η διάνοια είναι κάτι μεταξύ του νού και της ουσίας των πραγματων, ενώ ο Πλάτων αποφαίνεται πως «ο εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος…επωνομάσθη διάνοια» (Σοφ.263e).
Από αυτά φαίνεται πως η διανόηση, σαν πνευματική λειτουργία,έχει άμεση αναφορά προς τα όντα, έτσι που οι έννοιες διανόηση, γνώση και αλήθεια να εξομοιώνονται.
Η καθαρή λογική -ανηπερέαστη από το πάθος- είναι το κύριο και μοναδικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας για την κατάχτηση της ζωής και του κόσμου.
Για τη νόηση, «αλήθεια» είναι η επιστημονική διασάφηση όλων των λεπτομερειών ενός αντικειμένου,ενώ για το συναίσθημα «αλήθεια» είναι η υποβλητική έξαρση μιας μόνο λεπτομέρειας.
Και αυτό είναι μια σημαντική διαφορά και κακοτοπιά. Η ιστορία της λογικής, είναι ένας συνεχής αγώνας προς την φαντασία που μάχεται να την αντικαταστήσει και προς τα πάθη που ζητούν να την ανατρέψουν.
Την λογική μάχονται και δυο άλλες κατηγορίες εννοιών που έχουν μητέρα τους την Φαντασία. Γιατί αυτή η πολύχρωμη σκιά της λογικής πολύ εξαπατά τοους ανθρώπους -όταν δεν έχουν ορθάνοιχτα τα μάτια- βεβαιώνοντας τους,που είναι η ίδια η λογική.
Η μία από αυτές τις κατηγορίες είναι το «Υπέρλογο». Οι ευφάνταστοι άνθρωποι, βλέπουν απίθανη την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και πολύ πιο πιθανό το μη πραγματικό.
Δεν κάθισαν όμως να συλλογιστούν δυο πράγματα:
α).Το ότι με τον Λόγο θέτουμε υπέρλογες έννοιες κι αμφισβητούμε την παντοδυναμία του Λόγου,τούτο ακριβώς δεν ενισχύει την αξία του?
β).Γιατί ότι δεν συλλαμβάνει η λογική πρέπει -σώνει και καλά- να είναι υπέρλογο και υπερβατικό και μεταφυσικό?
Η πίσω πλευρά ενός βουνού είναι απλώς «αθέατη» γιατί η φυσιολογική κατασκευή του ματιού είναι τέτοια που δεν μπορεί το βλέμμα να τρυπήσει το βουνό. Αυτό είναι όλο. Το βουνό όμως ολόκληρο βρίσκεται μέσα στην φύση δεν είναι το μισό φυσικό και το άλλο μισό υπερφυσικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ήχους που υπάρχουν γύρω μας και δεν τους ακούμε -εκτός κι αν έχουμε ένα ραδιόφωνο ή έναν ασύρματο.
Η Επιστήμη για να καταχτήσει το άγνωστο πρέπει να το μετατρέψει σε ελεγχόμενη πραγματικότητα. Πρέπει να βρίσκει μεθόδους να μετασχηματίζει τις φυσικέςεκδηλώσεις (φαινόμενα) που βρίσκονται έξω από την περιοχή της προσδεκτικότητας των ανθρώπινων αισθητηρίων (π.χ. υπέρηχοι) σε αισθητηριακά ερεθίσματα για τον άνθρωπο ερευνητή. Αλλιώς ο επιστημονικός νούς, είναι φυσικό να υποπτεύεται μόνο από τις λογικές προεκτάσεις των ευρυμάτων του κι από τα συμπεράσματα της εμπειρίας του, τη σκιερή πλευρά της αλήθειας – αλλά θα στέκεται ανήμπορος να την ελέγξει και να την επικυρώσει.
Ωστόσο μέχρι σήμερα,οι επίστήμες εξιχνίασαν, μεταγλώτισαν και αποκρυπτογράφησαν ένα σωρό «υπερφυσικά» φαινόμενα, περιορίζοντας έτσι τον «ζωτικό χώρο» του μύθου.
Η δεύτερη κατηγορία εννοιών που αντιμάχεται την λογική είναι το «Παράλογο» ή «Ανορθόλογο» ή ‘Εξωλογικό».
Οι άνθρωποι που υπηρετούν και προπαγανδίζουν το παράλογο, είναι οι αρνητές και αναρχικοί του Λόγου. Προσπαθούν να δείξουν πως είναι ελέυθεροι από τα δεσμά του Λόγου.
Όμως ξεχνούν πως ελεύθερος είναι όποιος υποτάσσεται -μονάχα- στην φύση του.
Για αυτό ελεύθερος άνθρωπος είναι όποιος υποτάσσεται στον Λόγο (που είναι η Φύση του ανθρώπου) κι όχι όποιος «απελευθερώνεται» από τον λόγο.
Προσπαθούν να ροκανίσουν τα θεμέλια της πνευματικής ύπαρξης του ανθρώπου και να εξουδετερώσουν το μοναδικό όπλο που του εμπιστεύτηκε η Φύση για την άμυνα και την προκοπή του: την Λογική.
Με άλλα λόγια ενεργούν εγκληματικά για να αποδυναμώσουν τον άνθρωπο και να εμποδίσουν την ευτυχία του, αφού όπως λέει ο Αισχύλος «όσο πιο γερό το μυαλό τόσο πιο γερή και η ευτυχία».
Από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα αμφισβητίσει και θα χάσει την εμπιστοσύνη του στην λογική αντιμετώπιση των υλικών και πνευματικών του προβλημάτων, τότε παρασύρεται στο χάος ολόκληρη η ψυχική του υπόσταση και ιδιαίτερα το θυμικό, η κρίση και η βούληση. Η αλογία οδηγεί στην καταστροφή αφού περάσει από την γελοιοποίηση.
Το ότι στον Ελληνικό χώρο τιμήθηκε και λατρεύτηκε ξεχωριστά το Απολλώνιο αυτό χάρισμα,ο Λόγος, δεν είναι βέβαια συμπτωματικό και τυχαίο. Όλοι οι λαοί έχουν μια εθνική παρακαταθήκη: την Ελευθερία. Οι Έλληνες όμως έχουν και δεύτερη: τον Ορθό Λόγο.
Πλάϊ στο μνημείο των πεσόντων στείνουν την Ακαδημία.
ΑΛΛΟΙ ΛΑΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΓΙΟΥΣ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΧΟΥΝ ΣΟΦΟΥΣ, θα μας πει ο Νίτσε.
Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη των αρχαίων πως εμπνευστής της νομοθεσίας του Λυκούργου ήταν ο Απόλλων, που σαν θεός του Φωτός χάρισε στους Σπαρτιάτες το φως της νομοθεσίας (Λυκούργος=Lux,Φως).
Η λογική, μέσα στον Ελληνικό πολιτιστικό χώρο εκφράστηκε με την μορφή της «διαλεκτικής» που χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η αναζήτηση, η αμφιβολία,η απορία, η αυτενέργεια,η κριτική, η ανάλυση και η σύνθεση,η δημιουργία.
Με την διαλεκτική ο δυναμικός Λόγος αντιτάχθηκε στην παθητική στασιμότητα, στη συντηριτική παράδοση, στην αμετακίνητη πίστη, στην «αλάνθαστη» αυθεντία, στο ιερό δόγμα.
O άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τον φυσικό κόσμο με τις πέντε αισθήσεις του.Ύστερα η λογική επεξεργάζεται τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν από αυτή την επαφή και τις ανάγει σε έννοιες ή διαννοήματα που με τον συσχετισμό τους δημιουργεί τις κρίσεις και τις ιδέες (συμπεράσματα).
Γιατί ιδέες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ενωτικές γέφυρες ανάμεσα στις έννοιες που προέκυψαν από τα αισθητά δεδομένα.
Η νοητική αυτή επεξεργασία των δεδομένων της εμπειρίας ονομάζεται «λογική λειτουργία».
Έτσι η λογική είναι «ου μικρόν όργανον…προς τε γνώσιν και την κατά την φιλοσοφίαν φρόνησιν «(Τοπ.163 Β9).
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η λογική είναι η βαρύτητα που σαν κεντρομόλος δύναμη μας κρατάει καρφωμένους στην σφαίρα του πνεύματος. Η τυπική Λογική ή Στοιχειολογία, εξετάζει τις αρχές της νόησης και προϋποθέτει τη δύναμη της νόησης να παράγει εξελικτικά από ορισμένα δεδομένα νέες γνώσεις, αλλά και να κριτικάρει τα συμπεράσματά της με τα ίδια της τα μέσα αφού φυσικά υπάρχει σαν στέρεη βάση η σταθερότητα των φαινομένων του εξωτερικού κόσμου.
Η μεθοδολογία είναι απαραίτητο τμήμα της λογικής. Τούτο γίνεται φανερό από τους κύκλους των γνωσιολογικών προβλημάτων, από την τεχνική και τις αρχές, από το σύστημα και την οργάνωση της ύλης γενικά που σαν επιστήμη πραγματεύεται. Και είναι πολύ πλατύ και αξιόλογο αυτό το μεθοδευμένο υλικό.
Μερικοί βασικοί κύκλοι του π.χ. είναι : οι Έννοιες και οι λέξεις (πλάτος, βάθος και σχέσεις των εννοιών. Κατηγορίες και λογικά σύμβολα). Οι Κρίσεις (προτάσεις κατηγορικές, υποθετικές, διαζευκτικές, αναλυτικές, συνθετικές, συμβολικές). Οι διαλογισμοί (άμεσοι-έμμεσοι, κατηγορικοί, υποθετικοί, διαζευκτικοί, παραγωγικοί-επαγωγικοί). Οι Παραλογισμοί. Οι Συμβολισμοί. Οι αρχές του Ορθού λόγου. Η Λογιστική. Η Προτασιακή συνάρτηση κ.α. Σπουδαία εξέλιξη της της Τυπικής Λογικής είναι η Μαθηματική Λογική, που χρησιμοποιώντας σύμβολα και τύπους βρίσκει τις διάφορες λογικές σχέσεις.
Τις βασικές λογικές αρχές («θεμελιώδεις νόμοι της νοήσεως») που είναι καθολικές και απόλυτες, τις διατύπωσαν πριν από τον Αριστοτέλη (που τις ονομάζει «πρώτες αρχές ή αξιώματα») οι Ελεάτες: Παρμενίδης και Ζήνων, ο Δημόκριτος, επίσης ο Σωκράτης και ο Πλάτων κ.α. Οι αρχές αυτές είναι τέσσερις:
α) Η αρχή της ταυτότητας.
β) η αρχή της αντίφασης.
γ) η αρχή του αποκλειομένου τρίτου.
δ) Η αρχή του επαρκούς (αποχρώντος) λόγου.
Ο Δημόκριτος είναι ο συγγραφέας της πρώτης Ελληνικής πραγματείας περί Λογικής («Κανόνες» σε τρία βιβλία). Η Λογική του στρεφόταν εναντίον του σκεπτικισμού των Σοφιστών, του Ιδεαλισμού των Ελεατών και της Μεταφυσικής των Πυθαγορείων. Η Λογική του αναπτύχθηκε στη συνέχεια από την σχολή του Επίκουρου.
Ο Αριστοτέλης όμως ερεύνησε συστηματικά και επεξεργάστικε ολόκληρη την Λογική σαν επιστήμη, με τα σχετικά έργα του: Κατηγορίαι, Περί Ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Τοπικά και Περί σοφιστικών ελέγχων.
Σε αυτά τα έργα, οι μεταγενέστεροι έδωσαν το γενικό όνομα «Όργανον», από την πιο πάνω φράση του, που χαρακτρίζει τη νέα αυτή επιστήμη (Τοπ. 163 Β9). Το όνομα Λογική ή Διαλεκτική οφείλεται στους Στωικούς.
Το κυριότερο μέρος της Τυπικής Λογικής για τις «κατηγορικές κρίσεις», διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη τόσο τέλεια, ώστε ο Κάντ είπε πως όλοι οι μεταγενέστεροι αιώνες τίποτε το ουσιαστικό δεν πρόσθεσαν, αλλά ούτε και η μελλοντική εξέλιξη της επιστήμης πρόκειται να προσθέσει κάτι το σημαντικό.
Αλλά και ο Γάλλος φιλόσοφος-μαθηματικός Descartes (1596-1650) που έδωσε νέα ώθηση στην επιστήμη της Λογικής (με το έργο του: «Λόγος περί της μεθόδου»), την ίδια γνώμη είχε.
…Υπάρχει στενή σχέση.αλλά δεν υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στη φιλοσοφία και την λογική.Σαν Φιλοσοφία εννοούμε μια καθολική επιστήμη, που ζητάει να συλλάβει μια ενιαία θεωρία για τα όντα, τον κόσμο και την ζωή.
Με αυτή τη σπουδή ολόκληρου του επιστητού, η φιλοσοφία επιχειρεί να καταχτήσει την αλήθεια και να δώσει ένα ηθικό περιεχόμενο στη ζωή.
Με άλλα λόγια φιλοσοφία είναι η «κατά λόγον» νόηση του κόσμου. Από τη άλλη μεριά σαν λογική θεωρούμε την επιστήμη που ερευνάει τις αρχές και τις προϋποθέσεις της σωστής σκέψης, αλλά κυρίως την επεξεργασία του λόγου : δηλαδή τους τύπους, τους κανόνες, τους νόμους και τις εκφράσεις της ορθολογικής σκέψης με τον λόγο.
Αντικειμενικός σκοπός της ορθής διανόησης είναι η έρευνα της αλήθειας.
Από τους ορισμούς αυτούς βγαίνει το συμπέρασμα, πως η Λογική δεν ταυτίζεται απόλυτα με την Φιλοσοφία. Το πεδίο της φιλοσοφίας – η οποία ασχολείται συχνά και με σχήματα μη λογικά – διαφέρει κατά την έκταση και την ποιότητα από το πεδίο της λογικής.
Η λογική χρησιμεύει σαν προϋπόθεση για να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος. Η φιλοσοφία αρχίζει με την λογική αντιμετώπιση του κόσμου. Ο φιλόσοφος προσέχει την πρωταρχική πηγή της γνώσης δηλ. την αίσθηση αλλά επεξεργάζεται την εμπειρία που του κομίζουν τα αισθητήρια όργανα, αναλύει το συναίσθημα με την αντίληψη και το αξιολογεί με την νόηση δηλ. τον Λόγο, που στην αρχαιότητα εσήμαινε : σκέψη και λεκτική έκφραση της σκέψης μαζί, νόημα και ορθολογισμό, αιτία και σκοπό.
Με τον Λόγο δημιουργεί τις παραστάσεις που αντιπροσωπεύουν τα πράγματα δηλ. τις έννοιες, τα ορίζει με τις κρίσεις και συνδυάζει τις κρίσεις με τον συλλογισμό. Έτσι πλάθει τις ιδέες. Ο Frege δέχεται πως «η Λογική χρησιμοποιείται από την φιλοσοφία σαν όργανο για να κατανοήσει τα προβλήματά της και για να καταλύσει την τυραννία των λέξεων και της σκέψης».
Η ανθρώπινη σκέψη υπήρξε πάντοτε μια πορεία και μια κατάχτηση, Μια πορεία του πνεύματος, ανηφορική και γεμάτη εμπόδια. Γιατί η σκέψη είναι μια παρατήρηση κι ένας σκόπελος, ένα εμπόδιο (ρήμα: σκοπώ ή σκοπούμαι- εσκεπτόμην – σκέψομαι,κλπ).
Τέρμα της πορείας αυτής είναι ο συμπερασματικός λόγος, το εύρημα της αλήθειας.
Είναι λοιπόν η Λογική μια επιστήμη κανόνων, δηλ. κανονική (σε σχέση με την Ψυχολογία π.χ. που είναι περιγραφική) και έχει σαν αποστολή να διερευνάει τα προϊόντα της σκέψης, να αναγνωρίζει, να ταξιθετεί και να διαχωρίζει τα γνήσια από τα νόθα, τα ορθά από τα εσφαλμένα, τα αληθινα από τα ψεύτικα. Το ενδιαφέρον της Λογικής δεν στρέφεται προς το φαινόμενο της λειτουργίας της σκέψης δηλ. προς τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η σκέψη, (όπως η ψυχολογία), αλλά προς τις αρχές και τους νόμους με τους οποίους λειτουργεί αυτή η σκέψη, σαν λόγος.
Από αυτόν τον δρόμο όμως το ενδιαφέρον της Λογικής στρέφεται προς την αλήθεια και μάλιστα προς την αντικειμενική αλήθεια. Και τούτο ακριβώς το πετυχαίνει με το να αγνοεί τον συγκεκριμένο άνθρωπο και να εξετάζει τις σκέψεις του καθεαυτές και μόνο, για να τις προσδιορίσει άν είναι αληθινές ή ψεύτικες, ορθές ή λαθεμένες.
Για αυτόν τον λόγο, η ανεύρεση της αλήθειας μέσα στο λόγο βρίσκεται πολύ κοντά στον αντίστοιχο στόχο της Φιλοσοφίας, που είναι η ανεύρεση της αλήθειας μέσω του λόγου.
…Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς με πολλά ιστορικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα πως η λογική βοήθησε αφάνταστα τον άνθρωπο για να απελευθερώσει την σκέψη του από την σύγχηση, τις εκτροπές και τις πλάνες. Από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι την σύγχρονη εποχή όπου, στον πνευματικό στίβο συνυπάρχουν η ορθολογιστική φιλοσοφική θεώρηση με τον αντικειμενικό χαρακτήρα και η υπαρξιακή σκέψη με την σφραγίδα της υποκειμενικότητας.
Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι στην διακονία της λογικής επιστήμης, συναντούμε ένα πλήθος από μεγάλα φιλοσοφικά αναστήματα, όπως τους Ηράκλειτο, Παρμενίδη, Δημόκριτο, Ζήνωνα, Πρωταγόρα, Πρόδικο, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ευκλείδη, Στίλπωνα, Αντισθένη, Κράτη, Kant, Descartes, Bacon, Hegel, Mill, κ.α.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την χρησιμότητα της λογικής στην φιλοσοφική θεωρία των μαθηματικών. Στην εποχή μας η συνεργασία της λογικής και των μαθηματικών, είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη της «Συμβολικής Λογικής» και της «Μαθηματικής Λογικής». Και πάλι μεγάλα φιλοσοφικά αναστήματα έρχονται στο προσκήνιο, όπως οι B.Russel, A.Tarski, L.Wittgenstein, G.Frege, K.Gobel, κ.α. Δεν είναι όμως μικρότερη και η συμβολή της Λογικής στην Κυβερνητική επιστήμη (Cybernetics), καθώς και στη Νομοθετική.
Ανατρέχοντας στην ιστορία της φιλοσοφίας, διαπιστώνουμε την επίδραση που ασκεί η λογική σαν όργανο και μέθοδος στοχασμού και έκφρασης, για τους περισσότερους φιλοσόφους και ιδίως για τους φιλοσόφους του ορθολογισμού (Rationalismus) : Descartes, Malebranche, Spinoza, Wolff, Leibniz. Ο Καρτέσιος στο έργο του «Λόγος περί της μεθόδου» αλλά και στους έξι «Μεταφυσικούς Διαλόγους» χρησιμοποιεί λογικές μεθόδους για την αναζήτηση της αλήθειας. Και τούτο ακριβώς έκανε, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει φιλοσοφικά τη νεώτερη Φυσικομαθηματική επιστήμη.
Ο Σπινόζα μας δίνει ένα θαυμάσιο δείγμα φιλοσοφικού και ηθικού οικοδομήματος, που συντελέστηκε με την χρησιμοποίηση όλων των κανόνων της λογικής. Πρόκειται για την περίφημη «Γεωμετρική » ηθική του.
Στην πνευματική ιστορία των νεότερων χρόνων ο Κάντ είναι μια κορυφαία μορφή και ένα ορόσημο της φιλοσοφίας. Στο έργο λοιπόν του Κάντ καταφαίνεται σε όλο το πλάτος και το βάθος η χρησιμότητα της λογικής σαν όργανο, για την ανεύρεση και διατύπωση των βασικών θεωριών της φιλοσοφίας του. Με καθαρά λογικές μεθόδους ο Κάντ έφτασε σε πολλά συμπεράσματα, βρήκε τις κατηγορίες της διάνοιας και τις αρχές της τυπικής ηθικής. Και όπου το όργανο αυτό δεν τον βοηθούσε εκεί δεν δίστσε να επισημάνει το «εκτός Λόγου» στοιχείο της μεταφυσικής. Και ονομάζει «Die Paralogismen» τις «παρά τον Λόγον» έννοιες, που δεν μπορούν να υποβληθούν στην έρευνα με την λογική και δεν μπορούν να αποδειχτούν από την ανθρώπινη φιλοσοφία, θεωρώντας τες σαν «αιτήματα πίστεως» και σαν «ηθικώς δέοντα» δηλ: α) την ύπαρξη του θεού β) την αθανασία της ψυχής γ) την αρχή του κόσμου.
Θερμός θιασώτης της λογικής σκέψης ο Κάντ, δεν αφήνει ευκαιρία να μην διατυπώσει με ζέση την πίστη του στις λογικές μεθόδους επεξεργασίας των φιλοσοφημάτων και την αγάπη του γενικά στη Λογική. Αυτό το πράγμα, το αναγνωρίζει κανείς εκτός από τα μεγάλα έργα του και στα Δοκίμιά του.
Στο υπέροχο δοκίμιο «Απόκριση στο ερώτημα τι είναι Διαφωτισμός» γράφει: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεται κανείς τον νού του χωρίς την καθοδήγηση από έναν άλλο. Είμαστε υπεύθυνοι για αυτή την ανωριμότητα όταν η αιτία της βρίσκεται όχι στην ανεπάρκεια του νού, αλλά στην έλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να μεταχειριστούμε τον νού χωρίς να μας καθοδηγήσει κάποιος άλλος.
«Sapere aude :Τόλμα να μάθεις. Έχε το θάρρος να χρησιμοποιείς τον δικό σου νου. Τούτο είναι το έμβλημα του Διαφωτισμού. Οκνηρία και δειλία είναι τα αίτια που ένα μεγάλο μέρος από τους ανθρώπους ευχαρίστως μένει σε όλη του την ζωή ανώριμο και κηδεμονεύεται από άλλους. Κι ας τους έχει η Φύση ελευθερώσει από την ξένη καθοδήγηση. Είναι τόσο βολικό να είναι κανείς ανώριμος. Έχω ένα βιβλίο που σκέφτεται για εμένα, ένα πνευματικό που έχει συνείδηση για εμένα, έναν γιατρό που κρίνει την δίαιτα για εμένα, κ.ο.κ».
Οι αντιλήψεις αυτές του Κάντ, θυμίζουν τους αντίστοιχους αφορισμούς του R.Bacon, που στο «Μείζον Έργον» γράφει: «Εμπόδια για την γνώση είναι: η μεγάλη μας εξάρτηση από τις προσωπικότητες, ο φόβος μας μήπως πούμε κάτι το πολύ κοινό, το να αφήσουμε να μας επιρεάζει το παραδεδεγμένο και η προσποίηση γνώσης για να αποκρύψουμε την άγνοια»…
…H διαφορά αντιλήψεων ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Κάντ είναι πως ο Αριστοτέλης (και οι ορθολογιστές) θεωρούν αυτονόητο πως η λογική συλλαμβάνει την ουσία της πραγματικότητας – όπως αυτή αντικειμενικά είναι. Ο Κάντ δέχεται πως η λογική συλλαμβάνει την πραγματικότητα διαμορφωμένη από το πνεύμα μας, με μορφές που προϋπάρχουν σε αυτό – «εποπτείες» για την αίσθηση, «κατηγορίες» για την νόηση, κι όχι όπως πραγματικά είναι – γιατί την ουσία της δεν θα την γνωρίσουμε ποτέ.
Ο Wittgenstein στο πείφημο έργο του «Tractatus logico-philosophicus» γράφει σχετικά: «Ο κόσμος καθορίζεται από τα γεγονότα. Τα γεγονότα στο λογικό χώρο είναι ο κόσμος…Τα αντικείμενα – με την σταθερή μορφή – αποτελούν την ουσία του κόσμου. Για να γνωρίσουμε τα αντικείμενα πρέπει να ξέρουμε τις εσωτερικές τους ιδιότητες…Η ουσία είναι μορφή και περιεχόμενο…Η λογική πρόταση είναι μια εικόνα της πραγματικότητας, δηλ. ένα υπόδειγμα του κόσμου, ένα υποκατάστατο…Η λογική διασάφηση των προτάσεων είναι ο σκοπός της φιλοσοφίας».
Από όλα τούτα μπορούμε να καταλάβουμε την σημασία της κλασικής και νεώτερης Λογικής σαν όργανο της φιλοσοφικής προπαιδείας, τόσο χρήσιμο για τον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά και για την πρακτική – διακοινωνική – συμπεριφορά του καλλιεργημένου ανθρώπου. Του ανθρώπου, που μέσα σε μια τεχνοκρατούμενη εποχή, η οποία κλείνει μέσα της το άκρως λογικό και μαθηματικό αλλά και το παράλογο και παράνοο, προσπαθεί να περισώσει την πνευματική του συνείδηση και τον βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξης του.
Ο συλλογισμός (σκέψη) είναι μια πνευματική πορεία που οδηγεί στην συμπερασματική γνώση. Είναι μια λειτουργία, όπου ο άνθρωπος – που δεν θέλει να οικειοποιηθεί την έτοιμη (δεδομένη) ξένη γνώμη – επιτελεί μέσα στο απαραίτητο κλίμα της ελευθερίας. Γιατί μόνο ο ελεύθερος προβληματισμός και συλλογισμός περισώζει την πνευματική αξιοπρέπεια του ατόμου και οδηγεί σε στέρεα συμπεράσματα.
Ο συλλογισμός μπορεί να είναι μια μεγάλη πορεία ή κάποτε κι ένα στιγμιαίο άλμα. Στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για έμπνευση ή ακόμα και για ενόραση (intuitio). Σαν ενόραση χαρακτηρίστηκε η άμεση γνώση (εποπτεία της αλήθειας) ενός αντικειμένου ή φαινομένου και η αστραπιαία (σαν έλλαμψη) σύλληψη της ουσίας ή των σχέσεων του, χωρίς την μεσολάβηση των αισθήσεων και της διάνοιας. Ο ορισμός αυτός που φέρνει στο νού μια άμεση γνώση κάπως «υπερβατική» και «εξ αποκαλύψεως» δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνδυασμός πολλών παραγόντων που παράγουν ξαφνικά μια ευτυχισμένη στιγμή για το πνεύμα. Και μερικοί από τους παράγοντες αυτούς είναι:
α) η συναθροισμένη εμπειρική γνώση (από τα αισθητήρια),
β) η προετοιμασμένη και απωθημένη λογική γνώση (από την νόηση),
γ) η κρυπτομνησία (μνημονικές εικόνες που αναδύονται ξαφνικά και επίκαιρα),
δ) η διαίσθηση, δηλ. η ενστικτώδης αντίληψη, η υποσυνείδητη πρόγνωση,
ε) η ικανότητα για άμεση συμπερασματική κρίση (χωρίς τη μεσολάβηση «μείζονος και ελάσσονος προτάσεως» δηλ. η ετοιμότητα του πνεύματος, η κριτική δεξιότητα και ευστροφία).
Η ψυχιατρική επιστήμη μας διδάσκει πως στα ημισφαίρια του εγκεφάλου έχει την έδρα της η «ΝΟΟΨΥΧΗ» δηλ. η νοητική λειτουργία, ενώ στον υποθάλαμο του εγκεφάλου έχει τά κέντρα της η «ΘΥΜΟΨΥΧΗ» δηλ. η συναισθηματική λειτουργία. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως – και οργανικά – υπάρχουν δύο ιδιαίτερες βασικές εγκεφαλικές λειτουργίες που μάλιστα μπορούν και ελέγχονται ξεχωριστά με ειδικά όργανα : τα νοόμετρα για τη νόηση και τα ψυχόμετρα για το συναίσθημα. Ανάμεσα στα ημισφαίρια (κυρίως στο μετωπιαίο και βρεγματικό λοβό) και στον υποθάμο υπάρχει αμφίδρομη επικοινωνία (συνδέσεις αλληλοεπιροής). Με αυτό τον τρόπο η νόηση (ο ορθός λόγος) αντιμάχεται ή συνεργάζεται ανάλογα με το συναίσθημα, ρυθμίζοντας την συγκινησιακή ισσοροπία. Ολόκληρος ο ψυχικός βίος του ανθρώπου εξαρτάται από τούτη την οργανωτική δομή του εγκεφάλου που μέσα στην ενότητά της περικλείνει την ιδιαιτερότητα της νόησης και του συναισθήματος.
Είναι χαρακτηριστικές οι πεποιθήσεις του Αριστοτέλη οι σχετικές με την κεφαλαιώδη σημασία του Νού. Δίδασκε πως η ψυχή, σαν συνισταμένη της φυσιολογικής λειτουργίας γεννιέται και πεθαίνει με το σώμα. Αλλά ο νούς έρχεται απ΄ έξω «θύραθεν» και μπαίνει στο σώμα, για να χωρισθεί από αυτό με τον θάνατο. Γιατί ο νούς είναι το ανώτερο μέρος της ψυχής (σε σχέση με το αίσθημα και την βούληση) είναι το «προγενέστερον και κύριον, το απλούν και απαθές» : «έοικε ψυχής γένος έτερον είναι και τούτο μόνον ενδέχεται χωρίζεσθαι, καθάπερ αϊδιον του φθαρτού» (Περί ψυχής ΙΙ 413 β 25).
…Οι Έλληνες έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία στο φως του λόγου, γιατί η Φύση τούς μαθαίνει να βιώνουν το φως και η παράδοση να βιώνουν τον Λόγο. Το Φώς τονίζει την λεπτομέρεια και την ακρίβεια των μορφών, η Λογική τονίζει την καθαρότητα της ουσίας.
Όλοι οι κλασικοί φιλόσοφοι της Ελλάδας, υλιστές και ιδεαλιστές, στα «ηθικά» τους έργα ύμνησαν την Λογική.
Ο Δημόκριτος έγραψε: «Βαιά γαρ φρονήσει τύχη μάχεται, τα δε πλείστα εν βίω ευξύνετος οξυδερκείη κατιθύνει» (Σπάνια η τύχη αντιμάχεται την Λογική. Τα περισσότερα στην ζωή τα κατευθύνει σωστά η καλοθεμελιωμένη οξυδέρκεια).
Ακόμα ο Δημόκριτος ονόμαζε την Αθηνά «Τριτογένεια φρόνησιν», ότι από της φρονήσεως τρία ταύτα συμβαίνει: το εύ λογίζεσθαι, το εύ λέγειν και το πράττειν α δεί (Diels II,B, 2 και 118.
Ο Μένανδρος είπε πως «ψυχής μέγας χαλινός έστιν ανθρώποις ο νούς». Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο ειδών ευδαιμονίες : α) την πρακτική (ατελής ευδαιμονία).Αυτή προέρχεται από την άσκηση των ηθικών αρετών (που έχουν έδρα την Βούληση) στην κοινωνία. β) την θεωρητική (τέλεια ευδαιμονία). Αυτή προέρχεται από την άσκηση των διανοητικών αρετών (που έχουν έδρα τον Λόγο). Πρόκειται για την ιδανική ικανοποίηση του ανθρώπου που γίνεται με τον λόγο ισόθεος, γιατί ο νούς γεμίζει με την φιλοσοφική γνώση και γίνεται θεωρός – και ερμηνευτής – του επιστητού.
Η θεωριτική αυτή στάση ζωής, που καταλήγει στην αρτίωση της προσωπικότητας υπερβαίνει την ανθρώπινη συμβίωση. Ο «κατά νούν βίος» αφίσταται σαν «κράτιστος και ήδυστος» του πρακτικού βίου (Ηθικά Νικομ. 1098 α 7,1177 α 12,1178 α5).
Ακόμα μας λέει πως «ο λόγος και ο νούς της φύσεως τέλος εισίν» (Πολιτικά Η 15, 1334β) και καθορίζει την σχέση του νού προς την ψυχή «ως εν σώματι όψις, εν ψυχή νούς » (Ηθικ.Νικομ. Ι, 4 1096 β) για να εκφραστεί τελικά με όλο του τον θαυμασμό «Τον νούν ο θεός, φως ανήψεν εν τη ψυχή» (Ρητορ. Γ, 10 1411, 12). Και το φως αυτό συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι τα βαθειά γεράματα, αφού κατά τον Πλούταρχο «μόνον ο νούς, παλαιούμενος ανηβά και χρόνος τ΄ άλλα πάντ΄αφαιρών, τω γήρα προστίθησι την επιστήμην» (Περί Παίδων Αγωγής 8,5e).
Την υπεροχή του Λόγου, την πρωτοκαθεδρία του Νού, δηλώνει επιγραμματικά ο Πλάτων στούς Νόμους (Θ. 875D): «Επιστήμης γαρ, ούτε νόμος ούτε τάξις ουδεμία κρείττων, ουδέ θέμις εστίν ΝΟΥΝ ουδενός υπήκοον ουδέ δούλον, αλλά πάντων άρχοντα είναι εάν περ αληθινός, ελεύθερος τε όντως ή κατα φύσιν».
Και στον Κρίτωνα (40) εξομοιώνει τον Λόγο με τον Θεό: «Το δε πείθεσθαι τω αργώ (=καθαρώ,αληθεί) λόγω τω θεώ ταυτόν εστι». Έτσι ο Ελληνικός Λόγος, με υψηλό φιλοσοφικό πάθος, έδωσε έκφραση στο ανέκφραστο, μορφή στην αμορφία, ζωή στις νεκρές λέξεις και νόημα στις αφηρημένες έννοιες. Καλλιέργησε την αμφιβολία προς τους μύθους και τα δόγματα, τον κριτικό έλεγχο και τον διάλογο. Η διαλεκτική βασισμένη στον ορθό λόγο, υπερνίκησε το αδιέξοδο της απορίας αποκατέστησε τις θεϊκές και ανθρώπινες αυθεντίες και χωρίς να αναλίσκεται σε σοφίσματα και νοητικέ δεξιοτεχνίες προχώρησε ελεύθερα και υπεύθυνα για την κατάχτηση της αλήθειας.
Έμφορτη από ηθική ουσία, σεβάστηκε το κύρος της και τους ανθρώπους. Έμφορτη ακόμα κι από αισθητικά στοιχεία έγινε υπόδειγμα ευγενούς λόγου.
Η Ηρακλειτική και μετά η Σωκρατική φιλοσοφία έστησαν στο αιώνιο βάθρο της μια υπερκοσμική λογική επιταγή, υποχρεωτική για όλες τις συνειδήσεις, μια υπερπροσωπική λογική τάξη, έναν ανιδιοτελή Ορθό Λόγο, απόλυτο και υπερχρονικό με ιστορική επιβεβαίωση.
Ο «Λόγος» του Ηράκλειτου, είναι η αιώνια αλήθεια κι ο κοσμικός νόμος μαζί. Είναι η συμφωνία του ατομικού λόγου με τον καθολικό λόγο, που αποτελεί την ενότητα όλων των πραγμάτων και την ενιαία και αληθινή σοφία. Έτσι ο Λόγος γίνεται η Σοφία με το καθολικό κύρος. «
Ουκ εμού, αλλά του Λόγου ακούσαντας, ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι» Απόσπ.50 (Όχι εμένα αλλά τον λόγο να ακούσετε…).
Το δαιμόνιο του Σωκράτη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο υπερχρονικός αυτός Ορθός Λόγος, ο αγαθός Νούς. Και η πίστη του Σωκράτη ότι είναι «διδακτόν η αρετή» μαρτυρεί την αντίληψη πως το αγαθό είναι προϊόν της ορθολογικής σκέψης και παιδείας.
Γιατί ο Λόγος έκλεινε μέσα του ολόκληρο το πνεύμα, αφού ήταν φορτισμένος με ηθικά και αισθητικά στοιχεία. Από μια τέτοια σφαιρική θεώρηση, ο λόγος βγαλμένος μέσα από τον άνθρωπο, έρχεται να σταθεί πάνω από αυτόν, σαν υπέρτατος νομοθέτης και κριτής με καθολικό κύρος σαν μοναδικός ταξιθέτης κι επιμελητής των εγκοσμίων, σαν κεντρικό σημείο αναφοράς των επί μέρους στοχασμών, σαν ενωτικός δεσμός των πάντων.
Όσο θα υπάρχουν λογικά όντα που θα λέγονται άνθρωποι, ο Λόγος θα είναι μια οντολογική κατηγορία, πρωταρχική στην αξιολογική κλίμακα και αμετάβλητη, αφού βιολογικά αμετάβλητη παραμένει και η ανθρώπινη υπόσταση.
Με όλες αυτές λοιπόν τις προδιαγραφές ο Ελληνικός Λόγος έγινε το επίκεντρο μιας στέρεης κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας και πέτυχε να διαμορφώσει ένα κλασικό ανθρώπινο πρότυπο, με τονισμένους τους χαρακτήρες της αυτογνωσίας (νόηση), της ισορροπίας (κάλλος) και της αξιοπρέπειας (ήθος), αλλά και να διαπλάσσει ένα πλατύτερο κι υψηλότερο ανθρωπιστικό ιδεώδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου