Η Ισχύς, στη φυσική, είναι ο ρυθμός μεταβολής έργου ή αλλιώς το ποσό της ενέργειας που καταναλώνεται στη μονάδα του χρόνου. Για ένα καθορισμένο φυσικό σύστημα, ισχύς ορίζεται ως η ενέργεια στη μονάδα του χρόνου που προσδίδεται στο σύστημα από το περιβάλλον (ή αντίστροφα, αποδίδεται από το σύστημα του περιβάλλον).
Ισχύς. Λέξη που χρησιμοποιείται σε πλήθος εκφράσεων, με διαφορετική προσέγγιση κάθε φορά. Ισχύς πυρός, προωθητική ισχύς, ισχυρό κύμα, ισχυρός άνθρωπος, ισχυρή δημοκρατία, νομική ισχύς, ισχύον πολίτευμα κλπ. Όμως στην πραγματικότητα τι σημαίνει η λέξη ισχύς και τα παράγωγά της;
Το πώς ακριβώς χρησιμοποιείται η λέξη ισχύς περιγράφεται επαρκώς στα λεξικά της νεοελληνικής, όπως για παράδειγμα, σε εκείνο το αρκετά εύστοχο του Τριανταφυλλίδη. Όμως, όπως συμβαίνει με όλες οι έννοιες, η σημασιολογία περιορίζεται σε απλή περιγραφή των χρηστικών δυνατοτήτων της λέξης, αντί της ερμηνειολογίας. Συνήθως, δε, η απλή παρακολούθηση μιας σημασιολογικής πορείας αντιστοιχεί στην συμπτωματολογική παρακολούθηση της γλώσσας, η οποία παρέχει μεν σημαντικές επεξηγήσεις και αναλύσεις, μα δεν αποτελεί ουσιαστικό και πηγαίο, παιδευτικό χαρακτηριστικό για την εξελισσόμενη κοινωνία.
Ισχύς είναι η επιρροή ενός υποκειμένου στο περιβάλλον του ή σε αντικείμενα του περιβάλλοντος, ώστε να καταστούν ικανές και δυνατές οι πηγαίες επιταγές του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι στην πραγματικότητα, ισχύς είναι μία ακαθόριστη δύναμη εξωτερίκευσης του ενστίκτου επιβίωσης.
Ας δώσω παραδείγματα ισχύος, για να γίνει σαφέστερο.
Ισχυρό κίνητρο, ονομάζεται το κίνητρο που παρέχει βιωσιμότητα μιας θέσης σε νομικό επίπεδο. Χωρίς την παρουσία ισχυρού κινήτρου, κάθε νομική θέση που βασίζεται σε εκείνο δεν δύναται να «επιβιώσει» και απορρίπτεται μαζί με εκείνο. Ισχύον καθεστώς είναι εκείνο το σύστημα που επιβιώνει μέσα από μία κατάσταση επιρροής στις επιμέρους συνιστώσες. Γι’ αυτό και κάθε ισχύον καθεστώς, εξωτερικεύει την εσωτερική του ανάγκη για επιβίωση, προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, ακόμη και προς τα συστατικά του. Ισχυρό όπλο είναι το όπλο που έχει την ικανότητα να μας φέρει σε πλεονεκτική θέση έναντι του αντιπάλου, σε μία κατάσταση επιβίωσης.
Ειδάλλως, για τον χαρακτηρισμό του με βάση τη φέρουσα ενέργεια και το παραχθέν αποτέλεσμα, ονομάζεται «υψηλής αρχικής ταχύτητας», «διατρητικής ικανότητας», «υψηλής ενέργειας βλήματος» κλπ. Ισχυρογνώμων δεν είναι εκείνος που εκφέρει ισχυρώς μία άποψη, αλλά εκείνος που είναι φορέας μιας άποψης με έντονο το «αίσθημα» αυτοσυντήρησής της (σε ιδεατό επίπεδο). Έτσι, ο ισχυρογνώμων (ο φέρων ισχυρή γνώμη) δεν χρησιμοποιεί την άποψή του για να αποκτήσει ισχύ, αλλά αντίθετα, η φέρουσα άποψή του έχει αποκτήσει ισχύ έναντι του ιδίου (ιδεοληψία) και εν συνεχεία μέσω εκείνου επιβάλλεται στο περιβάλλον του.
Όπως ανέφερα και στο θέμα της εργατιάς, έργο είναι η διαδικασία παραγωγής εξωτερικού αποτελέσματος με χρήση εν-έργειας, δηλαδή εσωτερικού δυναμικού φορτίου. Η ισχύς είναι σε εννοιολογικό επίπεδο το ένα σκέλος της αμφίδρομης δύναμης αλληλοσυσχετισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αντικειμένων. Η έκπτωση της σημασίας της λέξεως είναι αρκετά εμφανής πχ. στη χρήση της έκφρασης «δέχτηκε ισχυρή γροθιά», που ερμηνεύεται ως «υπέστη έντονη ενεργειακή κρούση από πυγμή».
Στην πραγματικότητα, ο όρος «ισχυρή γροθιά» δεν ερμηνεύεται αυτούσια ως «γροθιά υψηλής φέρουσας ενέργειας» παρά το γεγονός ότι συνήθως οι ισχυρές γροθιές φέρουν αυξημένες ποσότητες ενέργειας. Εκείνο που ουσιαστικά περιγράφει η φράση «ισχυρή γροθιά», είναι η προσφορά του συγκεκριμένου χτυπήματος στην αγωνιστική «επιβίωση» του αθλητή, στα αθλητικά πλαίσια, έναντι του αντιπάλου του. Έτσι, ισχυρό μπορεί να είναι κι ένα απλώς τεχνικό χτύπημα που θα προκαλέσει ανισορροπία δυνάμεων και πλεονέκτημα νίκης στον αθλητή ενήργησε έναντι του αντιπάλου του.
Για να διαπιστώσει κανείς την διαφορετικότητα μεταξύ του «ισχυρού» και του «ακλόνητου» θα θέσω δύο παραδείγματα. Η ισχυρή αντισεισιμική προστασία στις οικοδομές δεν προβλέπει μόνο ακλόνητα στοιχεία και φορείς (δοκοί κλπ), αλλά ταυτόχρονα μελετά την ύπαρξη ανίσχυρων δομών (τοιχοι κλπ) τα οποία με την ρώγμωση ή κατάρρευσή τους θα εκτονώσουν μέρος της σεισμικής ενέργειας που μεταφέρεται στην κατασκευή. Αντίστοιχα, στα αυτοκίνητα, μία κατασκευή ισχυρού αμαξώματος προβλέπει μεταξύ των άλλων την πλήρη και αρμονική διάλυσή του σε περιπτώσεις σύγκρουσης, ώστε να μην κινδυνέψουν οι επιβάτες κατά τη διάρκειά τους.
Σε πολεμικά οχήματα, η αμυντική ισχύς ονομάζεται κυρίως θωράκιση και σχετίζεται τόσο με την αντοχή σε κρούσεις (παθητική), όσο και με την σταδιακή εκτόνωση της επίθεσης του αντιπάλου (ενεργητική). Κατά την ενεργητική θωράκιση, χρησιμοποιούμε μέσα που αντί να αντιτάξουν ισχύ στην ισχύ, προκαλούν μερικές εκτονώσεις ή παρεκτροπές στην αντίπαλη επίθεση. Έτσι, η ισχυρή ενεργητική θωράκιση δεν ταυτίζεται με την ακλόνητη , μα αντίθετα, συνιστά ελεγχόμενα καταστροφική θωράκιση.
Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το πνευματικό πλαίσιο γύρω από τις έννοιες, όταν έχει μάθει, μέσω της εκπαίδευσης, να αντιμετωπίζει τις έννοιες εμπειριοκρατικά, με βάση αποκλειστικά τις αισθήσεις του και την εγωκεντρική στάση ζωής (για να καταλάβω κάτι πρέπει να το υποστώ σε βιολογικό επίπεδο). Εντούτοις, η αποδοχή των εννοιών και επικράτηση αυτών έναντι των εμπειριών, αποτέλεσε τον σπινθήρα για τις πολιτισμικές εκρήξεις ανά τις εποχές, σε αντίθεση με τον εμπειρισμό που πάντοτε προήγαγε τον τομέα της τεχνολογίας. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που σήμερα βιώνουμε θεάματα και ανέσεις, τεχνοτροπίες και απολαύσεις, μην μπορώντας φυσιολογικά να κατανοήσουμε τα αντίστοιχα: συναίσθηση, πληρότητα, τέχνη, ευδαιμονία.
Κατά την επιστροφή μας στην έννοια της ισχύος, δεν μπορώ να μην σταθώ στον εννοιολογικό αποπροσανατολισμό μας κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες περίπου, δηλαδή την τεχνολογική έκρηξη μέσω του εμπειρισμού, που παρόμοιό του αμφιβάλλω αν έχει γνωρίσει ο άνθρωπος. Η ισχύς μετατράπηκε σε μαθηματικό παράγωγο της ενέργειας (έργου), λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική διάσταση. Κάπως έτσι επικράτησε και η έκφραση «ισχυρή έκρηξη» που υποδηλώνει δυναμική έκλυση τεραστίων ποσοτήτων ενέργειας σε μικρό χρονικό διάστημα, τη στιγμή που υπάρχει ήδη η επιστημονική έκφραση «εκρηκτική εκτόνωση» ή «εκρηκτική έκλυση ενέργειας».
Σαφώς και δεν ευθύνεται η επιστήμη για την ισοπέδωση της έννοιας, όμως συνηθίσαμε να θεωρούμε πως η ισχύς είναι αποκλειστικά μέγεθος αποτελέσματος, λησμονώντας πως λόγω της οικονομίας και πνευματικής εργονομίας, δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιούμε στην γλώσσα μας ταυτόσημες λέξεις, τις οποίες κακώς αναγνωρίσαμε ως «θησαυρό» και ομόσημες. Επί της ουσίας δεν υπάρχουν ομόσημες λέξεις, μα συγγενείς και εννοιολογικά γειτνιάζουσες, ακόμη και περιγραφικά προσεγγίζουσες, ανάλογα με την οπτική γωνία που ενίοτε επιλέγουμε.
Έτσι, αν αναφερθούμε στο καθοριστικό χτύπημα του πυγμάχου ως «ισχυρό» και «δυνατό» ταυτόχρονα, δεν σημαίνει ότι πλεονάζουμε, δεδομένου ότι το ισχυρό «περιγράφει» τον μερικό συσχετισμό νίκης και το «δυνατό» την μηχανική δυναμική του χτυπήματος. Ένας πυγμάχος μπορεί να «φυσήξει» τον ετοιμόρροπο αντίπαλό του σωριάζοντάς τον στο έδαφος, χωρίς όμως το φύσημα να θεωρείται «ισχυρός» παράγοντας νίκης, καθώς δεν καθόρισε τη νίκη σε σημαντικό βαθμό σε αντίθεση με ένα άλλο χτύπημα που δεν έδωσε άμεσα τη νίκη, μα δημιούργησε τη βασική ανισορροπία δυνάμεων, της οποίας άμεσο επακόλουθο ήταν η επικράτηση.
Κάπου εδώ, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην γλώσσα μας, κι ενώ το επίπεδο εκπαίδευσης έχει ανέλθει ποσοτικώς (απαντάται το μέσο κι ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης στους περισσότερους εξ ημων), η γλωσσική πενία «θερίζει τα πνευματικά στομάχια» της κοινωνίας μας. Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να πλουτίσουμε πνευματικά, είναι ότι δεν μπορούμε πλέον. Σε μία μεταφορά, αν κάποιον από εμάς, αποκόπταμε από την υπάρχουσα μαγειρική παράδοση καθ’ όλη τη ζωή του, και τον απομονώναμε σε ένα νησί με όλα τα πρωτογενή αγαθά στην διάθεσή του, θα έτρωγε ρίζες και βρύα και ξερό σιτάρι, μη γνωρίζοντας την ίδια την ουσία και λειτουργία της μαγειρικής.
Μάλιστα θα ήταν και ευτυχισμένος που θα έτρωγε άφθονο σανό, παρέα με τον αξιαγάπητο όνο.
Κάπως έτσι είμαστε και στη γλώσσα: χάσαμε την πραγματική «γεύση» των εννοιών απομακρυσμένοι από το βασικό νόημα και λειτουργία της επικοινωνίας, και πλέον είμαστε ευτυχισμένοι με τον λεκτικό «σανό», έχοντας, μεν, στη διάθεσή μας όλα τα πνευματικά αγαθά του κόσμου, μη γνωρίζοντας, δε, τι ακριβώς να κάνουμε με αυτά. Κι αν είμαστε ευτυχείς για την ικανότητά μας να περιορίζουμε το σύνολο των εννοιών της καθημερινότητάς μας στον αριθμό των 250 λέξεων που χρησιμοποιούμε ημερησίως, θεωρώ εξίσου ευτυχή και εξελιγμένο και τον αξιαγάπητο όνο που χρησιμοποιεί άλλες τόσες περίπου παραλλαγές του γκαρίσματος, χωρίς να αξιώνει υπολογιστές και γραβάτες.
ισχύς η [isxís] Ο γεν. ισχύος, αιτ. ισχύ, πληθ. ισχύες, γεν. ισχύων: 1. (λόγ.) το μέγεθος της δύναμης που έχει κάποιος: Στρατιωτική / πολιτική ~ μιας χώρας. (απαρχ. έκφρ.) η ~ εν τη ενώσει*. ΦΡ ~ μου η αγάπη του λαού μου, έμβλημα της τελευταίας βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα. 2. δύναμη, κύρος: Tα επιχειρήματά του δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. ΦΡ από θέση / θέσεως ισχύος, για κπ. που βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση από την οποία αντλεί δύναμη, κύρος κτλ: Mπόρεσε να μας αντικρούσει όχι τόσο γιατί είχε επιχειρήματα, αλλά γιατί μιλούσε από θέση ισχύος. 3. η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που μπορεί να επιφέρει ή να παρέχει αυτό για το οποίο και έγινε, εκείνου που εφαρμόζεται: H ~ του νόμου αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευσή του. Aνανεώνω την ισχύ ενός συμβολαίου. Οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική ισχύ. || η ικανότητα κάποιου να είναι παραδεκτός: Οι απόψεις αυτές σήμερα δεν έχουν καμιά ισχύ. Έχω νομική ισχύ, είμαι έγκυρος. 4. (φυσ.) το έργο που παράγει μια πηγή ενέργει ας (κινητήρας, υδατοπτώσεις κτλ.) σε ορισμένο χρόνο: Tο βατ και ο ίππος είναι μονάδες μέτρησης της ισχύος. [λόγ. < αρχ. ἰσχύς (4: σημδ. αγγλ. power)]
Ισχύς. Λέξη που χρησιμοποιείται σε πλήθος εκφράσεων, με διαφορετική προσέγγιση κάθε φορά. Ισχύς πυρός, προωθητική ισχύς, ισχυρό κύμα, ισχυρός άνθρωπος, ισχυρή δημοκρατία, νομική ισχύς, ισχύον πολίτευμα κλπ. Όμως στην πραγματικότητα τι σημαίνει η λέξη ισχύς και τα παράγωγά της;
Το πώς ακριβώς χρησιμοποιείται η λέξη ισχύς περιγράφεται επαρκώς στα λεξικά της νεοελληνικής, όπως για παράδειγμα, σε εκείνο το αρκετά εύστοχο του Τριανταφυλλίδη. Όμως, όπως συμβαίνει με όλες οι έννοιες, η σημασιολογία περιορίζεται σε απλή περιγραφή των χρηστικών δυνατοτήτων της λέξης, αντί της ερμηνειολογίας. Συνήθως, δε, η απλή παρακολούθηση μιας σημασιολογικής πορείας αντιστοιχεί στην συμπτωματολογική παρακολούθηση της γλώσσας, η οποία παρέχει μεν σημαντικές επεξηγήσεις και αναλύσεις, μα δεν αποτελεί ουσιαστικό και πηγαίο, παιδευτικό χαρακτηριστικό για την εξελισσόμενη κοινωνία.
Ισχύς είναι η επιρροή ενός υποκειμένου στο περιβάλλον του ή σε αντικείμενα του περιβάλλοντος, ώστε να καταστούν ικανές και δυνατές οι πηγαίες επιταγές του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι στην πραγματικότητα, ισχύς είναι μία ακαθόριστη δύναμη εξωτερίκευσης του ενστίκτου επιβίωσης.
Ας δώσω παραδείγματα ισχύος, για να γίνει σαφέστερο.
Ισχυρό κίνητρο, ονομάζεται το κίνητρο που παρέχει βιωσιμότητα μιας θέσης σε νομικό επίπεδο. Χωρίς την παρουσία ισχυρού κινήτρου, κάθε νομική θέση που βασίζεται σε εκείνο δεν δύναται να «επιβιώσει» και απορρίπτεται μαζί με εκείνο. Ισχύον καθεστώς είναι εκείνο το σύστημα που επιβιώνει μέσα από μία κατάσταση επιρροής στις επιμέρους συνιστώσες. Γι’ αυτό και κάθε ισχύον καθεστώς, εξωτερικεύει την εσωτερική του ανάγκη για επιβίωση, προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, ακόμη και προς τα συστατικά του. Ισχυρό όπλο είναι το όπλο που έχει την ικανότητα να μας φέρει σε πλεονεκτική θέση έναντι του αντιπάλου, σε μία κατάσταση επιβίωσης.
Ειδάλλως, για τον χαρακτηρισμό του με βάση τη φέρουσα ενέργεια και το παραχθέν αποτέλεσμα, ονομάζεται «υψηλής αρχικής ταχύτητας», «διατρητικής ικανότητας», «υψηλής ενέργειας βλήματος» κλπ. Ισχυρογνώμων δεν είναι εκείνος που εκφέρει ισχυρώς μία άποψη, αλλά εκείνος που είναι φορέας μιας άποψης με έντονο το «αίσθημα» αυτοσυντήρησής της (σε ιδεατό επίπεδο). Έτσι, ο ισχυρογνώμων (ο φέρων ισχυρή γνώμη) δεν χρησιμοποιεί την άποψή του για να αποκτήσει ισχύ, αλλά αντίθετα, η φέρουσα άποψή του έχει αποκτήσει ισχύ έναντι του ιδίου (ιδεοληψία) και εν συνεχεία μέσω εκείνου επιβάλλεται στο περιβάλλον του.
Όπως ανέφερα και στο θέμα της εργατιάς, έργο είναι η διαδικασία παραγωγής εξωτερικού αποτελέσματος με χρήση εν-έργειας, δηλαδή εσωτερικού δυναμικού φορτίου. Η ισχύς είναι σε εννοιολογικό επίπεδο το ένα σκέλος της αμφίδρομης δύναμης αλληλοσυσχετισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αντικειμένων. Η έκπτωση της σημασίας της λέξεως είναι αρκετά εμφανής πχ. στη χρήση της έκφρασης «δέχτηκε ισχυρή γροθιά», που ερμηνεύεται ως «υπέστη έντονη ενεργειακή κρούση από πυγμή».
Στην πραγματικότητα, ο όρος «ισχυρή γροθιά» δεν ερμηνεύεται αυτούσια ως «γροθιά υψηλής φέρουσας ενέργειας» παρά το γεγονός ότι συνήθως οι ισχυρές γροθιές φέρουν αυξημένες ποσότητες ενέργειας. Εκείνο που ουσιαστικά περιγράφει η φράση «ισχυρή γροθιά», είναι η προσφορά του συγκεκριμένου χτυπήματος στην αγωνιστική «επιβίωση» του αθλητή, στα αθλητικά πλαίσια, έναντι του αντιπάλου του. Έτσι, ισχυρό μπορεί να είναι κι ένα απλώς τεχνικό χτύπημα που θα προκαλέσει ανισορροπία δυνάμεων και πλεονέκτημα νίκης στον αθλητή ενήργησε έναντι του αντιπάλου του.
Για να διαπιστώσει κανείς την διαφορετικότητα μεταξύ του «ισχυρού» και του «ακλόνητου» θα θέσω δύο παραδείγματα. Η ισχυρή αντισεισιμική προστασία στις οικοδομές δεν προβλέπει μόνο ακλόνητα στοιχεία και φορείς (δοκοί κλπ), αλλά ταυτόχρονα μελετά την ύπαρξη ανίσχυρων δομών (τοιχοι κλπ) τα οποία με την ρώγμωση ή κατάρρευσή τους θα εκτονώσουν μέρος της σεισμικής ενέργειας που μεταφέρεται στην κατασκευή. Αντίστοιχα, στα αυτοκίνητα, μία κατασκευή ισχυρού αμαξώματος προβλέπει μεταξύ των άλλων την πλήρη και αρμονική διάλυσή του σε περιπτώσεις σύγκρουσης, ώστε να μην κινδυνέψουν οι επιβάτες κατά τη διάρκειά τους.
Σε πολεμικά οχήματα, η αμυντική ισχύς ονομάζεται κυρίως θωράκιση και σχετίζεται τόσο με την αντοχή σε κρούσεις (παθητική), όσο και με την σταδιακή εκτόνωση της επίθεσης του αντιπάλου (ενεργητική). Κατά την ενεργητική θωράκιση, χρησιμοποιούμε μέσα που αντί να αντιτάξουν ισχύ στην ισχύ, προκαλούν μερικές εκτονώσεις ή παρεκτροπές στην αντίπαλη επίθεση. Έτσι, η ισχυρή ενεργητική θωράκιση δεν ταυτίζεται με την ακλόνητη , μα αντίθετα, συνιστά ελεγχόμενα καταστροφική θωράκιση.
Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το πνευματικό πλαίσιο γύρω από τις έννοιες, όταν έχει μάθει, μέσω της εκπαίδευσης, να αντιμετωπίζει τις έννοιες εμπειριοκρατικά, με βάση αποκλειστικά τις αισθήσεις του και την εγωκεντρική στάση ζωής (για να καταλάβω κάτι πρέπει να το υποστώ σε βιολογικό επίπεδο). Εντούτοις, η αποδοχή των εννοιών και επικράτηση αυτών έναντι των εμπειριών, αποτέλεσε τον σπινθήρα για τις πολιτισμικές εκρήξεις ανά τις εποχές, σε αντίθεση με τον εμπειρισμό που πάντοτε προήγαγε τον τομέα της τεχνολογίας. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που σήμερα βιώνουμε θεάματα και ανέσεις, τεχνοτροπίες και απολαύσεις, μην μπορώντας φυσιολογικά να κατανοήσουμε τα αντίστοιχα: συναίσθηση, πληρότητα, τέχνη, ευδαιμονία.
Κατά την επιστροφή μας στην έννοια της ισχύος, δεν μπορώ να μην σταθώ στον εννοιολογικό αποπροσανατολισμό μας κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες περίπου, δηλαδή την τεχνολογική έκρηξη μέσω του εμπειρισμού, που παρόμοιό του αμφιβάλλω αν έχει γνωρίσει ο άνθρωπος. Η ισχύς μετατράπηκε σε μαθηματικό παράγωγο της ενέργειας (έργου), λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική διάσταση. Κάπως έτσι επικράτησε και η έκφραση «ισχυρή έκρηξη» που υποδηλώνει δυναμική έκλυση τεραστίων ποσοτήτων ενέργειας σε μικρό χρονικό διάστημα, τη στιγμή που υπάρχει ήδη η επιστημονική έκφραση «εκρηκτική εκτόνωση» ή «εκρηκτική έκλυση ενέργειας».
Σαφώς και δεν ευθύνεται η επιστήμη για την ισοπέδωση της έννοιας, όμως συνηθίσαμε να θεωρούμε πως η ισχύς είναι αποκλειστικά μέγεθος αποτελέσματος, λησμονώντας πως λόγω της οικονομίας και πνευματικής εργονομίας, δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιούμε στην γλώσσα μας ταυτόσημες λέξεις, τις οποίες κακώς αναγνωρίσαμε ως «θησαυρό» και ομόσημες. Επί της ουσίας δεν υπάρχουν ομόσημες λέξεις, μα συγγενείς και εννοιολογικά γειτνιάζουσες, ακόμη και περιγραφικά προσεγγίζουσες, ανάλογα με την οπτική γωνία που ενίοτε επιλέγουμε.
Έτσι, αν αναφερθούμε στο καθοριστικό χτύπημα του πυγμάχου ως «ισχυρό» και «δυνατό» ταυτόχρονα, δεν σημαίνει ότι πλεονάζουμε, δεδομένου ότι το ισχυρό «περιγράφει» τον μερικό συσχετισμό νίκης και το «δυνατό» την μηχανική δυναμική του χτυπήματος. Ένας πυγμάχος μπορεί να «φυσήξει» τον ετοιμόρροπο αντίπαλό του σωριάζοντάς τον στο έδαφος, χωρίς όμως το φύσημα να θεωρείται «ισχυρός» παράγοντας νίκης, καθώς δεν καθόρισε τη νίκη σε σημαντικό βαθμό σε αντίθεση με ένα άλλο χτύπημα που δεν έδωσε άμεσα τη νίκη, μα δημιούργησε τη βασική ανισορροπία δυνάμεων, της οποίας άμεσο επακόλουθο ήταν η επικράτηση.
Κάπου εδώ, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην γλώσσα μας, κι ενώ το επίπεδο εκπαίδευσης έχει ανέλθει ποσοτικώς (απαντάται το μέσο κι ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης στους περισσότερους εξ ημων), η γλωσσική πενία «θερίζει τα πνευματικά στομάχια» της κοινωνίας μας. Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να πλουτίσουμε πνευματικά, είναι ότι δεν μπορούμε πλέον. Σε μία μεταφορά, αν κάποιον από εμάς, αποκόπταμε από την υπάρχουσα μαγειρική παράδοση καθ’ όλη τη ζωή του, και τον απομονώναμε σε ένα νησί με όλα τα πρωτογενή αγαθά στην διάθεσή του, θα έτρωγε ρίζες και βρύα και ξερό σιτάρι, μη γνωρίζοντας την ίδια την ουσία και λειτουργία της μαγειρικής.
Μάλιστα θα ήταν και ευτυχισμένος που θα έτρωγε άφθονο σανό, παρέα με τον αξιαγάπητο όνο.
Κάπως έτσι είμαστε και στη γλώσσα: χάσαμε την πραγματική «γεύση» των εννοιών απομακρυσμένοι από το βασικό νόημα και λειτουργία της επικοινωνίας, και πλέον είμαστε ευτυχισμένοι με τον λεκτικό «σανό», έχοντας, μεν, στη διάθεσή μας όλα τα πνευματικά αγαθά του κόσμου, μη γνωρίζοντας, δε, τι ακριβώς να κάνουμε με αυτά. Κι αν είμαστε ευτυχείς για την ικανότητά μας να περιορίζουμε το σύνολο των εννοιών της καθημερινότητάς μας στον αριθμό των 250 λέξεων που χρησιμοποιούμε ημερησίως, θεωρώ εξίσου ευτυχή και εξελιγμένο και τον αξιαγάπητο όνο που χρησιμοποιεί άλλες τόσες περίπου παραλλαγές του γκαρίσματος, χωρίς να αξιώνει υπολογιστές και γραβάτες.
ισχύς η [isxís] Ο γεν. ισχύος, αιτ. ισχύ, πληθ. ισχύες, γεν. ισχύων: 1. (λόγ.) το μέγεθος της δύναμης που έχει κάποιος: Στρατιωτική / πολιτική ~ μιας χώρας. (απαρχ. έκφρ.) η ~ εν τη ενώσει*. ΦΡ ~ μου η αγάπη του λαού μου, έμβλημα της τελευταίας βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα. 2. δύναμη, κύρος: Tα επιχειρήματά του δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. ΦΡ από θέση / θέσεως ισχύος, για κπ. που βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση από την οποία αντλεί δύναμη, κύρος κτλ: Mπόρεσε να μας αντικρούσει όχι τόσο γιατί είχε επιχειρήματα, αλλά γιατί μιλούσε από θέση ισχύος. 3. η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που μπορεί να επιφέρει ή να παρέχει αυτό για το οποίο και έγινε, εκείνου που εφαρμόζεται: H ~ του νόμου αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευσή του. Aνανεώνω την ισχύ ενός συμβολαίου. Οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική ισχύ. || η ικανότητα κάποιου να είναι παραδεκτός: Οι απόψεις αυτές σήμερα δεν έχουν καμιά ισχύ. Έχω νομική ισχύ, είμαι έγκυρος. 4. (φυσ.) το έργο που παράγει μια πηγή ενέργει ας (κινητήρας, υδατοπτώσεις κτλ.) σε ορισμένο χρόνο: Tο βατ και ο ίππος είναι μονάδες μέτρησης της ισχύος. [λόγ. < αρχ. ἰσχύς (4: σημδ. αγγλ. power)]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου