<Αιγύπτιες μοιρολογίστρες στον Τάφο του Ραμσή Γ'
Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο Dodds (The Greeks and the Irrational) τον είπε πολιτισμό ενοχής. Μπορεί και να υπερέβαλλε. Το βέβαιο είναι ότι επρόκειτο, στην Αθήνα τουλάχιστον, για κουλτούρα άγχους –και μάλιστα άγχους απέναντι στις γυναίκες. Το πράγμα είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται αρκετά νωρίτερα, απ” την αυγή περίπου της μετάβασης στην εκχρηματισμένη κοινωνία και στην οργάνωση της πόλεως-κράτους, που, στην περίπτωση της Αθήνας, σημαδεύτηκε από μακράς διάρκειας βίαιες συγκρούσεις. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο νομοθέτης, που εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο ως μεσολαβητής για να αμβλύνει τις εντάσεις και να στρώσει τον δρόμο που –έναν αιώνα περίπου αργότερα– θα κατέληγε στη δημοκρατία, ήταν κι ο πρώτος που αντιμετώπισε τις γυναίκες με καχυποψία. Γι” αυτόν, οι γυναίκες ήταν παράγοντες κοινωνικής ανωμαλίας.
Ο Σόλων καθιέρωσε την υπό κρατικό έλεγχο πορνεία, για να προστατεύσει τους αθηναϊκούς οίκους από τον κίνδυνο της γυναικείας μοιχείας. Και αν ο Πλούταρχος (Σόλων 21) αναφέρει τα πράγματα με ιστορική ακρίβεια, ήταν επίσης ο Σόλων αυτός που θέσπισε την πρώτη μορφή κρατικής αστυνομίας στην πόλη της Αθήνας. Επρόκειτο για τους γυναικονόμους, άρχοντες που ως αρμοδιότητα είχαν να ελέγχουν και να τιμωρούν τη γυναικεία συμπεριφορά όταν αυτή ξέφευγε απ” τα χρηστά ήθη. Διαβάζουμε για μια σειρά σχετικών απαγορεύσεων: “Θέσπισε νόμο [ο Σόλων] που εμπόδιζε την αταξία και την ακολασία των γυναικών τόσο κατά τις εξόδους τους, όσο και στα πένθη και στις γιορτές. Γυναίκα που έβγαινε απ” το σπίτι της δεν μπορούσε να έχει μαζί της περισσότερα από τρία ιμάτια, ούτε να μεταφέρει τροφή ή ποτό αξίας μεγαλύτερης από έναν οβολό, ούτε κοφίνι μεγαλύτερο του ενός πήχεος. Κι ούτε επιτρεπότανε να νυχτοπερπατεί, παρά, αν χρειαζόταν να μετακινηθεί τη νύχτα, μεταφερόταν με άμαξα και με το πρόσωπό της να φωτίζεται με λυχνάρι. Κι αφαίρεσε [ο Σόλων] από τις γυναίκες το δικαίωμα να ξεσκίζουν τις σάρκες τους σε κηδείες μη συγγενικών τους προσώπων και να αποδύονται σε λυγμούς και οδυρμούς. Και δεν άφηνε ούτε να θυσιάζουν βόδια στις κηδείες, ούτε να θάβουν μαζί με τους νεκρούς περισσότερα από τρία ιμάτια, κι ούτε να γυροφέρνουν σε ξένους τάφους παρά μόνον την ώρα της κηδείας.”
Έχει ενδιαφέρον η εμμονή των απαγορεύσεων στη γυναικεία συμμετοχή στις τελετές που αφορούσαν τους νεκρούς. Από τυπική άποψη, η απαγόρευση –και μάλιστα, έτσι όπως περαιτέρω ενισχύθηκε κατά την περίοδο της δημοκρατίας– ερχόταν για να εξορθολογίσει τη σχέση της πόλης με τον θάνατο. Η πραγματικότητα, βέβαια, έτσι όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά ευρήματα, ήταν πολύ πιο σύνθετη. Κατά τον 5ο αιώνα, τα νεκροταφεία δέχονταν (νυχτερινές;) επισκέψεις για την πραγματοποίηση τελετουργιών άσχετων με την απόδοση τιμών στους νεκρούς. Ήταν μάλλον συνηθισμένο να τους επικαλείται και να τους “δεσμεύει” κανείς με επωδούς (καταδέσμους) προκειμένου να υπηρετήσει δικούς του σκοπούς όπως, για παράδειγμα, για να αδρανοποιήσει τη γλώσσα ή τα μέλη αντιπάλου σε μια δικαστική υπόθεση ή στην εκκλησία του δήμου. Με άλλα λόγια, τελετουργίες που εκτρέπονταν της ορθολογικής κανονιστικής τάξης ασκούνταν σε μεγάλη κλίμακα, ακόμη κι αν αυτό γινόταν συγκαλυμμένα. Η πόλις τις ανεχόταν όταν αυτές υπηρετούσαν το body politic, με λίγα λόγια τις δικονομικές και πολιτικές ανάγκες, την οικονομία του αντρικού σώματος.
Τα πράγματα ήταν αλλιώς με το γυναικείο σώμα. Σύμφωνα με τα παλιότερα έθιμα, η ανεξέλεγκτη συναισθηματική του φόρτιση, πτυχή της γυναικείας σεξουαλικότητας, έβρισκε διέξοδο στις κηδείες μη οικείων ή ηλικιωμένων προσώπων. Οι συγγενείς γυναίκες τελούσαν δημόσια θρῆνον. Οι μη συγγενείς γόον. Κι όπως έχει εύστοχα επισημάνει η Margaret Alexiou (The Ritual Lament in Greek Tradition), αυτός ο τελευταίος είχε συνάφεια, ετυμολογική και κυριολεκτική, με ιεροπραξίες γοητείας. Στις κηδείες το γυναικείο σώμα ξεπερνούσε τα όρια. Αφηνόταν σε πλήρη εκφραστικότητα και μάγευε με την εκστατική του φρενίτιδα, σε τελετουργικό χορό που μάλλον δεν απείχε και πολύ απ” τις συνήθειες των μαινάδων. Λες και πρόβαλλε ως εκχυλίζουσα δύναμη της ζωής, αντίβαρο στον θάνατο. Η περίπτωση έχει συχνά διαπιστωθεί απ” την εθνολογία. Με ακρίβεια την κατέγραφαν και παλιότεροι περιηγητές που τους απασχολούσε η επιβίωση αρχαϊκών εθίμων μέσα στο χρόνο, σαν τον T. Sandys που παρατηρούσε στα ταξίδια του στην Κρήτη: “Then the choice and prime women of the city, if the deceased were of note, do assist their obsequies, with bosoms displaid, and their hair disheveled; glad that they have the occasion to manifest their beautie, which at other times is secluded from admirers” (παρατίθεται στον R. Pashley, 1837, Travels in Crete: 182, n. 30).
Αυτά ήταν τα “γυναικώδη περί τὰ πένθη πάθη καὶ ἁμαρτήματα” (κατά τη διατύπωση του Πλούταρχου) που η δημοκρατία θέλησε να αποφύγει. Γι” αυτό και κατηγορηματικά στέρησε απ” τις γυναίκες την ύστατη καταφυγή που είχε απομείνει για την ιεροπρακτική και κιναισθητική τους έκφραση στον δημόσιο χώρο: τον παλλόμενο γόον τους, το ενεργά ενσώματο ξόδι τους στη δημόσια εκφορά των νεκρών. Μόνο το θέατρο μπορούσε να τον υπαινίσσεται, όπως οι Χοηφόροι του Αισχύλου που έβαλαν τον Χορό των γυναικών της Καρίας να επιδίδεται σε τελετουργικό κομμό, με στηθοκόπημα και ξέσκισμα των ρούχων και της σάρκας πάνω απ” τον τάφο του Αγαμέμνονα. Κι όμως κι εδώ, το πράγμα ήτανε εμφανώς λειψό και σκόπιμα καλειδοσκοπημένο μέσα απ” τα φίλτρα της πολιτικής χρηστοήθειας. Τον Χορό τον αποτελούσαν δούλες, παλιές αιχμάλωτες απ” τον πόλεμο της Τροίας, γυναίκες της Ανατολής. Ήτανε “βάρβαρες” που προσωποποιούσαν το απόλυτο Άλλο του Αθηναίου πολίτη. Κι ακόμη πιο καίρια: ο αρχαιοπρεπής κομμός που σε τέτοια πλήρη θέα καταλάμβανε χώρο ενώπιον του αθηναϊκού κοινού δεν εκτελούνταν από γυναίκες, αλλά από άνδρες χορευτές που απλώς μιμούνταν, προσαρμόζοντας τον σπαραγμό του σώματος στη συμμετρία της όρχησής τους, στον έλεγχο της άσκησης, στη μελετημένη σοφία των στροφών και των αντιστροφών τους.
Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο Dodds (The Greeks and the Irrational) τον είπε πολιτισμό ενοχής. Μπορεί και να υπερέβαλλε. Το βέβαιο είναι ότι επρόκειτο, στην Αθήνα τουλάχιστον, για κουλτούρα άγχους –και μάλιστα άγχους απέναντι στις γυναίκες. Το πράγμα είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται αρκετά νωρίτερα, απ” την αυγή περίπου της μετάβασης στην εκχρηματισμένη κοινωνία και στην οργάνωση της πόλεως-κράτους, που, στην περίπτωση της Αθήνας, σημαδεύτηκε από μακράς διάρκειας βίαιες συγκρούσεις. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο νομοθέτης, που εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο ως μεσολαβητής για να αμβλύνει τις εντάσεις και να στρώσει τον δρόμο που –έναν αιώνα περίπου αργότερα– θα κατέληγε στη δημοκρατία, ήταν κι ο πρώτος που αντιμετώπισε τις γυναίκες με καχυποψία. Γι” αυτόν, οι γυναίκες ήταν παράγοντες κοινωνικής ανωμαλίας.
Ο Σόλων καθιέρωσε την υπό κρατικό έλεγχο πορνεία, για να προστατεύσει τους αθηναϊκούς οίκους από τον κίνδυνο της γυναικείας μοιχείας. Και αν ο Πλούταρχος (Σόλων 21) αναφέρει τα πράγματα με ιστορική ακρίβεια, ήταν επίσης ο Σόλων αυτός που θέσπισε την πρώτη μορφή κρατικής αστυνομίας στην πόλη της Αθήνας. Επρόκειτο για τους γυναικονόμους, άρχοντες που ως αρμοδιότητα είχαν να ελέγχουν και να τιμωρούν τη γυναικεία συμπεριφορά όταν αυτή ξέφευγε απ” τα χρηστά ήθη. Διαβάζουμε για μια σειρά σχετικών απαγορεύσεων: “Θέσπισε νόμο [ο Σόλων] που εμπόδιζε την αταξία και την ακολασία των γυναικών τόσο κατά τις εξόδους τους, όσο και στα πένθη και στις γιορτές. Γυναίκα που έβγαινε απ” το σπίτι της δεν μπορούσε να έχει μαζί της περισσότερα από τρία ιμάτια, ούτε να μεταφέρει τροφή ή ποτό αξίας μεγαλύτερης από έναν οβολό, ούτε κοφίνι μεγαλύτερο του ενός πήχεος. Κι ούτε επιτρεπότανε να νυχτοπερπατεί, παρά, αν χρειαζόταν να μετακινηθεί τη νύχτα, μεταφερόταν με άμαξα και με το πρόσωπό της να φωτίζεται με λυχνάρι. Κι αφαίρεσε [ο Σόλων] από τις γυναίκες το δικαίωμα να ξεσκίζουν τις σάρκες τους σε κηδείες μη συγγενικών τους προσώπων και να αποδύονται σε λυγμούς και οδυρμούς. Και δεν άφηνε ούτε να θυσιάζουν βόδια στις κηδείες, ούτε να θάβουν μαζί με τους νεκρούς περισσότερα από τρία ιμάτια, κι ούτε να γυροφέρνουν σε ξένους τάφους παρά μόνον την ώρα της κηδείας.”
Έχει ενδιαφέρον η εμμονή των απαγορεύσεων στη γυναικεία συμμετοχή στις τελετές που αφορούσαν τους νεκρούς. Από τυπική άποψη, η απαγόρευση –και μάλιστα, έτσι όπως περαιτέρω ενισχύθηκε κατά την περίοδο της δημοκρατίας– ερχόταν για να εξορθολογίσει τη σχέση της πόλης με τον θάνατο. Η πραγματικότητα, βέβαια, έτσι όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά ευρήματα, ήταν πολύ πιο σύνθετη. Κατά τον 5ο αιώνα, τα νεκροταφεία δέχονταν (νυχτερινές;) επισκέψεις για την πραγματοποίηση τελετουργιών άσχετων με την απόδοση τιμών στους νεκρούς. Ήταν μάλλον συνηθισμένο να τους επικαλείται και να τους “δεσμεύει” κανείς με επωδούς (καταδέσμους) προκειμένου να υπηρετήσει δικούς του σκοπούς όπως, για παράδειγμα, για να αδρανοποιήσει τη γλώσσα ή τα μέλη αντιπάλου σε μια δικαστική υπόθεση ή στην εκκλησία του δήμου. Με άλλα λόγια, τελετουργίες που εκτρέπονταν της ορθολογικής κανονιστικής τάξης ασκούνταν σε μεγάλη κλίμακα, ακόμη κι αν αυτό γινόταν συγκαλυμμένα. Η πόλις τις ανεχόταν όταν αυτές υπηρετούσαν το body politic, με λίγα λόγια τις δικονομικές και πολιτικές ανάγκες, την οικονομία του αντρικού σώματος.
Τα πράγματα ήταν αλλιώς με το γυναικείο σώμα. Σύμφωνα με τα παλιότερα έθιμα, η ανεξέλεγκτη συναισθηματική του φόρτιση, πτυχή της γυναικείας σεξουαλικότητας, έβρισκε διέξοδο στις κηδείες μη οικείων ή ηλικιωμένων προσώπων. Οι συγγενείς γυναίκες τελούσαν δημόσια θρῆνον. Οι μη συγγενείς γόον. Κι όπως έχει εύστοχα επισημάνει η Margaret Alexiou (The Ritual Lament in Greek Tradition), αυτός ο τελευταίος είχε συνάφεια, ετυμολογική και κυριολεκτική, με ιεροπραξίες γοητείας. Στις κηδείες το γυναικείο σώμα ξεπερνούσε τα όρια. Αφηνόταν σε πλήρη εκφραστικότητα και μάγευε με την εκστατική του φρενίτιδα, σε τελετουργικό χορό που μάλλον δεν απείχε και πολύ απ” τις συνήθειες των μαινάδων. Λες και πρόβαλλε ως εκχυλίζουσα δύναμη της ζωής, αντίβαρο στον θάνατο. Η περίπτωση έχει συχνά διαπιστωθεί απ” την εθνολογία. Με ακρίβεια την κατέγραφαν και παλιότεροι περιηγητές που τους απασχολούσε η επιβίωση αρχαϊκών εθίμων μέσα στο χρόνο, σαν τον T. Sandys που παρατηρούσε στα ταξίδια του στην Κρήτη: “Then the choice and prime women of the city, if the deceased were of note, do assist their obsequies, with bosoms displaid, and their hair disheveled; glad that they have the occasion to manifest their beautie, which at other times is secluded from admirers” (παρατίθεται στον R. Pashley, 1837, Travels in Crete: 182, n. 30).
Αυτά ήταν τα “γυναικώδη περί τὰ πένθη πάθη καὶ ἁμαρτήματα” (κατά τη διατύπωση του Πλούταρχου) που η δημοκρατία θέλησε να αποφύγει. Γι” αυτό και κατηγορηματικά στέρησε απ” τις γυναίκες την ύστατη καταφυγή που είχε απομείνει για την ιεροπρακτική και κιναισθητική τους έκφραση στον δημόσιο χώρο: τον παλλόμενο γόον τους, το ενεργά ενσώματο ξόδι τους στη δημόσια εκφορά των νεκρών. Μόνο το θέατρο μπορούσε να τον υπαινίσσεται, όπως οι Χοηφόροι του Αισχύλου που έβαλαν τον Χορό των γυναικών της Καρίας να επιδίδεται σε τελετουργικό κομμό, με στηθοκόπημα και ξέσκισμα των ρούχων και της σάρκας πάνω απ” τον τάφο του Αγαμέμνονα. Κι όμως κι εδώ, το πράγμα ήτανε εμφανώς λειψό και σκόπιμα καλειδοσκοπημένο μέσα απ” τα φίλτρα της πολιτικής χρηστοήθειας. Τον Χορό τον αποτελούσαν δούλες, παλιές αιχμάλωτες απ” τον πόλεμο της Τροίας, γυναίκες της Ανατολής. Ήτανε “βάρβαρες” που προσωποποιούσαν το απόλυτο Άλλο του Αθηναίου πολίτη. Κι ακόμη πιο καίρια: ο αρχαιοπρεπής κομμός που σε τέτοια πλήρη θέα καταλάμβανε χώρο ενώπιον του αθηναϊκού κοινού δεν εκτελούνταν από γυναίκες, αλλά από άνδρες χορευτές που απλώς μιμούνταν, προσαρμόζοντας τον σπαραγμό του σώματος στη συμμετρία της όρχησής τους, στον έλεγχο της άσκησης, στη μελετημένη σοφία των στροφών και των αντιστροφών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου