H μάζα ισοδυναμεί με ενέργεια
Η ύλη, εκτός από ορατός όγκος, αποτελεί το υπόστρωμα της ενέργειας. Η ενέργεια τρέφεται με ύλη. Οι κάθε είδους καύσεις που υποπίπτουν στην ανθρώπινη εμπειρία, χρειάζονται την καύσιμη ύλη για να συντελεσθούν. Και η ιδέα της καύσης, η φωτιά, είναι που υποβάλλει στον Ηράκλειτο την ιδέα της κίνησης, της συνεχούς αλλαγής. Το πυρ το αείζωον που αποσβέννυται μέτρα.
Υλικά σώματα σε κίνηση, αυτό είναι που αντιλαμβάνεται καθημερινά η όρασή μας. Αναφέρετε ότι η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης. Όμως κάτι ξεχνάνε οι υλιστές, που οι ιδεαλιστές δεν κουράζονται να τους το θυμίζουνε. Αυτό το κάτι είναι η μορφή. Η μορφή είναι ο ειδικός τρόπος με τον οποίο η ύλη πέφτει στην αντίληψή μας.
Ένας από τους στόχους αυτού του κειμένου είναι να αποκαταστήσει την ενότητα της κατακερματισμένης τριάδας. Ύλη Κίνηση Μορφή. Ο κατακερματισμός αυτός, ιστορικά εκφράστηκε με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό, μια αντίθεση που σήμερα μπορεί να αποδειχθεί ξεπερασμένη. Το σπέρμα της υπέρβασης βρίσκεται ήδη στον Αριστοτέλη. Βιάστηκαν αλήθεια να τον αντιπαραθέσουν στον Πλάτωνα. Στον Πλατωνικό δυϊσμό της ιδέας και της ύλης ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται με τη μεριά της ύλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που τάχθηκε με τη μεριά της ιδέας. Απλούστατα τον δυϊσμό αυτό τον υπερβαίνει, αποδίδοντας την ιδέα, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τη λέξη «μορφή» στην ίδια την ύλη. Ο υλισμός εξάλλου μιλάει για «μορφή οργάνωσης» της ύλης.
Ύλη, Κίνηση, Μορφή
Η τριάδα αυτή βρίσκεται αδιάσπαστη στην ενότητα αυτή που ονομάζουμε «ζωντανό οργανισμό». Τι είναι ο ζωντανός οργανισμός, αν όχι μια μορφή που πραγματώνεται μέσω μιας ύλης, η οποία βρίσκεται σε διαρκή κίνηση; Και όπου η ύλη αποκτάει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, το οφείλει στη μορφή. Τι είναι ο όγκος του μαρμάρου σε σχέση με εκείνη την υπέροχη φιγούρα της Αφροδίτης της μήλου; Τι είναι ο Άμλετ σε σχέση με το προϊόν αυτό της χαρτοβιομηχανίας και της φωτοσύνθεσης που λέγεται «βιβλίο;» ή το ηχητικό υλικό μπροστά στην Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν;
Τι μπορεί να είναι η ύλη μπροστά στη μορφή, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των ζωντανών οργανισμών; Και αν στη γλυπτική και στη ζωγραφική η ύλη παρουσιάζεται ως περίπου το αναπόσπαστο υπόστρωμα, το υπόστρωμα αυτό φαίνεται όλο και μικρότερης σημασίας στη μουσική, ελάχιστα στη πεζογραφία, σχεδόν καθόλου στην ποίηση, ενώ στην τέχνη των ραψωδών, που έδωσαν τόσο θαυμάσια έργα όπως τα ομηρικά έπη, φαίνεται να ελλείπει εντελώς.
Αν υπάρχει μια τελική αιτία στην ζωντανή ύλη, αυτή είναι η δημιουργία ωραίων μορφών. Οι οργανισμοί εξελίσσονται. Όμως η εξέλιξη αυτή τι στόχο έχει; Μήπως την προσαρμογή, όπως λέγει ο Δαρβίνος; Η φυσική επιλογή πράγματι φαίνεται να έχει ως στόχο τη διεύρυνση των προσαρμοστικών ικανοτήτων ενός είδους. Όμως τι προσαρμοστικό ή εξελικτικό στόχο εξυπηρετεί η ομορφιά; Γιατί η βιολογική έλξη αφορά τους ωραιότερους εκπρόσωπους του άλλου φύλου; Μήπως γιατί διαθέτουν μεγαλύτερες προσαρμοστικές ικανότητες; Δεν υπάρχει τίποτα που να το αποδεικνύει. Αντίθετα υπάρχει μια έμφυτη τάση του ανθρώπου για την ομορφιά, που ξεφεύγει από τα πλαίσια της χρησιμότητας, η οποία χρησιμότητα ως στοιχείο καλυτέρευσης της ζωής, δηλαδή ως στοιχείο προσαρμογής, αν και στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης την επικαλύπτει (οι μαγικές εικόνες, η διακόσμηση, κ.λπ.) σήμερα παίρνει ολοκληρωτικό διαζύγιο απ’ αυτήν.
Η μορφή είναι που αναδεικνύεται τελικά στην αγία Τριάδα. Αν η ύλη είναι ο θεός και δημιουργός και η κίνηση ο υιός, ο λόγος και σωτήρας, η μορφή είναι το άγιο πνεύμα. Πραγματικά άυλη, πνεύμα. Η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δεν αποτελεί παρά μια εκστασιακή κατάσταση όπως η έμπνευση του καλλιτέχνη. Ανάλογη είναι και η μεταρσίωση του θεατή – δέκτη μπροστά στην ομορφιά. Η υπέρβαση της ύλης γίνεται μόνο μέσω της εκπνευμάτωσής της, της απόσταξής της σε ομορφιά, μέσα στην καλλιτεχνική εμπειρία. Και η υπέρβαση της υλικής πραγματικότητας συντελείται μέσω της εμπειρίας του μεταρσιωμένου δέκτη.
Η ύλη δεν είναι τίποτα, η μορφή είναι το παν
Αυτό ηχεί ως σκέτος ιδεαλισμός, όμως δεν είναι. Ο ιδεαλισμός δίνει προτεραιότητα στη μορφή απέναντι στην ύλη. Ο υλισμός δίνει προτεραιότητα στην ύλη απέναντι στη μορφή. Όμως το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα, τουλάχιστον κατά την μαρξιστική του διατύπωση, μου φαίνεται ως παρεξήγηση. Προτεραιότητα, ως προς τι; Αν πρόκειται για χρονική προτεραιότητα, σαφώς προηγείται η ύλη. Αποτελεί το υλικό υπόστρωμα, και οι φυσικές της νομοτέλειες (με καθοριστική κατά τη γνώμη μου την τάση για μεγαλύτερη συνθετότητα) είναι που «εκβιάζουν» την ανάδειξη των μορφών. Αν πρόκειται όμως για αξιολογική προτεραιότητα (τουλάχιστον μετά από ένα ορισμένο σημείο εξέλιξης της ανθρωπότητας και μετά), το προβάδισμα το έχει το πνεύμα. Ακόμη και η χρυσή μάσκα από τον τάφο των Ατρειδών δεν «αξίζει» τόσο ως όγκος χρυσού, όσο ως έργο τέχνης.
Η κυρίαρχη τάση που παρατηρούμε στην ύλη, όπως αναφέραμε πιο πριν, είναι η τάση για μεγαλύτερη συνθετότητα. Αυτή την τάση μπορούμε να την διακρίνουμε:
Α. Στον σχηματισμό των αστρικών σωμάτων με την συμπύκνωση των νεφελωμάτων.
Β. Στην συνθετότητα του ατόμου. Στις υψηλές θερμοκρασίες τα υποατομικά σωματίδια είναι ξέχωρα, για να ενωθούν σε άτομα μόλις οι θερμοκρασίες κατεβούν, στη συνέχεια σε μόρια, και ακολούθως στους μεγαλομοριακές οργανικές ενώσεις, στους μονοκύτταρους και πολυκύτταρους οργανισμούς, τις κοινωνικές ομάδες των ζώων (μυρμήγκια, μέλισσες) με επιστέγασμα τις ανθρώπινες κοινότητες και σήμερα την ανθρώπινη μεταμοντέρνα κοινωνία, με την παγκοσμιοποίηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και πολλών άλλων τομέων της ζωής.
Σε τι διαφέρει το άτομο ενός υδρογόνου από την περιγραφή του;
Σε ό,τι και η ύλη από τη μορφή. Το άτομο είναι ένα υλικό σωματίδιο. Η περιγραφή του, ή η γραφική του απεικόνιση, είναι η μορφή του. Μ’ αυτή την έννοια δίνουμε ένα πολύ ευρύ περιεχόμενο στη λέξη «μορφή». Μορφή είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ύλη, οπτικά, ακουστικά, κ.λπ. Και επειδή οι αισθήσεις μας έχουν περιορισμένο αντιληπτικό εύρος για gestalt, δηλαδή συνολικές, προσεγγίσεις, στην έννοια της μορφής συμπεριλαμβάνουμε και τις εννοιολογικές αναπαραστάσεις της ύλης. Μ’ αυτό τον πλατύ ορισμό, η μορφή ενός ατόμου είναι η λεκτική περιγραφή του ή η αναπαράστασή του, το «μοντέλο» του. Αυτή βέβαια είναι μια διαμεσολαβημένη ή αντανακλαστική μορφή, όπως π.χ. μια περιγραφή της Αφροδίτης της Μήλου. Μόνο που στην περίπτωσή της η διαμεσολάβηση αυτή μπορεί να ελλείπει.
Χρησιμοποίησα ένα μη ορατό αντικείμενο όπως είναι το άτομο του υδρογόνου για να δείξω καλύτερα τη διαφορά υλικού υποστρώματος και μορφής. Το υλικό υπόστρωμα είναι καθαυτό, η μορφή είναι δι εαυτό. Το καθαυτό είναι το υλικό εκ του οποίου εκπορεύεται το δι εαυτό. Το δι εαυτό είναι η αντίληψη που έχουμε για το καθαυτό. Και η διχοτόμηση αυτή πηγάζει από τη συνειδητοποίησή μας για το περιορισμένο της αντιληπτικής μας ικανότητας. Το καθαυτό υπάρχει μόνο ως αφαίρεση. Το καθαυτό είναι το καθαρό ον. Όταν το συλλογιζόμαστε, παύει να είναι καθαυτό και γίνεται διεαυτό. Η συνειδητοποίηση του καθαυτού ως διεαυτό γίνεται με διάφορους τρόπους. Καταρχήν, μέσω των αισθητηριακών μας μηχανισμών, των αισθήσεών μας. Στη συνέχεια μέσω των διανοητικών μας ικανοτήτων, μέσω της λογικής. Τα όργανά μας είναι η έννοια, η κρίση, ο συλλογισμός.
Οι μέθοδοί της διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Α. Όταν εξετάζουν τα αντι-κείμενα (η παύλα μπήκε για να δείξουμε ότι δεν ταυτίζουμε τη λέξη αντικείμενο με το πράγμα) στη συνάφειά τους. Έχουμε την παραγωγή, την επαγωγή και την αναλογία. Β. Όταν τα εξετάζουν μεμονωμένα. Έχουμε τότε την ανάλυση και τη σύνθεση.
Η σκέψη μας είναι το δίχτυ που ρίχνουμε στα πράγματα για να τα συλλάβουμε, να τα λάβουμε στο σύνολό τους, όχι απλά αισθητηριακά, εποπτικά. Ο βρόγχος του διχτυού είναι η έννοια, ή, πράγμα που είναι το ίδιο από την άποψη που την εξετάζουμε, η ιδέα. Ο Πλάτων υποθέτει μια «ιδανική» αντιστοιχία ανάμεσα στα αντικείμενα και στην ιδέα. Η αντιστοιχία αυτή, κατά την αντίληψή του, αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα. Ενώ όμως το καθαυτό ενός αντικειμένου είναι ενιαίο, οι διάφοροι λαοί το αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Η πλατωνική αντίληψη για το χιόνι, ότι αποτελεί υλοποίηση της ιδέας του χιονιού, θα ξένιζε τους Εσκιμώους, οι οποίοι έχουν 18 διαφορετικές λέξεις για το χιόνι, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις του. Στον εσκιμώικο κόσμο των ιδεών λοιπόν δεν υπάρχει μια ιδέα για το χιόνι, αλλά 18 ιδέες για 18 διαφορετικά χιόνια.
Ακόμη, στον κόσμο των πρωτόγονων Εσκιμώων, δεν υπάρχει η ιδέα για το χρήμα, υπάρχουν όμως ένα σωρό ιδέες για τις διάφορες μορφές δωρισμού, που ελλείπουν σε μας. Αν ο Πλάτων δεν φανταζόταν ένα ενιαίο κόσμο ιδεών από όπου κάθε λαός αντλεί σύμφωνα με τις ανάγκες του, θα πρέπει να φανταστούμε τόσους κόσμους ιδεών, όσους και πολιτισμούς. Έτσι λοιπόν η «υλικότητα» της ιδέας (ρεαλισμός με τη σημασία της σχολαστικής φιλοσοφίας) πάει περίπατο, αφού προφανώς δεν υπάρχει κάποιος ουρανός στον οποίο να κατοικήσει, αλλά κατοικεί μέσα στο κεφάλι μας. Ας μας επιτραπεί η ενέργεια (και η αναλογία) να στήσουμε τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα στα πόδια του.
Δεν προέρχονται τα πράγματα από τις ιδέες, αλλά οι ιδέες από τα πράγματα.
Γιατί όμως ο Πλάτωνας οδηγήθηκε σ’ αυτή την αντιστροφή;
Το μόνο πράγμα ελέγξιμο (σε κάποιο βαθμό βέβαια) από τον άνθρωπο είναι οι παραστάσεις του, οι ιδέες του, οι έννοιές του. Στον ρευστό και φευγαλέο χαρακτήρα της πραγματικότητας αντιπαρατίθεται η διακριτική καθαρότητά τους. Τα φθαρτά αντικείμενα του κόσμου τούτου έρχονται και παρέρχονται, και μόνο οι ιδέες μας γι αυτά φαίνεται να ανθίστανται στη φθορά του χρόνου. Και ο αντιληπτικός μηχανισμός του ανθρώπου χρειάζεται αυτή τη σταθερότητα. Τι άλλο εξάλλου είναι η γνώση παρά η σύλληψη του μόνιμου μέσα στο φευγαλέο, του σταθερού μέσα στο μεταβλητό, της μόνιμης «ουσίας» μπροστά στη μεταβλητή «λεπτομέρεια»; Πριν την κινηματογραφική, δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας προαπαιτείται η στατική σύλληψη των επί μέρους καρέ.
Ο κόσμος που ζούμε λοιπόν είναι ένας κόσμος φαινομενικός, ένας κόσμος μορφών, ένας κόσμος «δι εαυτόν». Όχι ότι αρνούμαστε την υλικότητά του. Απλώς η υλικότητα αυτή είναι κάτι το απροσπέλαστο, πράγμα που εκφράζεται στις διαφορετικές αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι γι αυτόν. Αντιλήψεις που συγκλίνουν στο βαθμό που ο αντιληπτικός τους μηχανισμός, η ιστορία τους, οι ανάγκες τους και οι όροι της ύπαρξής τους συγκλίνουν, και αποκλίνουν αντίστοιχα στο βαθμό που οι παραπάνω παράγοντες αποκλίνουν.
Έτσι η «πραγματικότητα», όπως την εννοούμε και την περιγράφουμε στα διάφορα εγχειρίδια, στην ουσία δεν είναι παρά μια «συναίρεση» της αντικειμενικής πραγματικότητας και του μηχανισμού που την αντιλαμβάνεται. Μια συναίρεση που περιπλέκεται από δυο παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας είναι η δυναμική φύση της πραγματικότητας και του αντιληπτικού μηχανισμού. Η πραγματικότητα συνεχώς μεταβάλλεται, το ίδιο και ο μηχανισμός που την αντιλαμβάνεται, άρα και η αντανάκλασή της συνεχώς τροποποιείται.
Ο δεύτερος είναι ότι ο αντιληπτικός μηχανισμός είναι μηχανισμός ενός δρώντος υποκειμένου που μετασχηματίζει συνεχώς την πραγματικότητα στη βάση της αντίληψης που έχει γι αυτήν και των αναγκών του. Με μια διαφορετική διατύπωση θα λέγαμε ότι συντελείται μια συνεχής ανάδραση (feed back) ανάμεσά τους, τα αποτελέσματα της οποίας είναι συνάρτηση της ταχύτητας και της ακρίβειας των εισόδων και των εξόδων.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια;
Η λογική του «όλα ή τίποτα» μάλλον δεν έχει σχέση σε ζητήματα γνωσιοθεωρίας. Η γνώση της πραγματικότητας γίνεται προσεγγιστικά. Οι προτάσεις μας για την πραγματικότητα είναι εν μέρει μόνο αληθείς. Ή μάλλον είναι αληθείς υπό όρους, συνήθως πιο περιοριστικούς από ότι φανταζόμαστε οι ίδιοι. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα ζητήματα της ψυχολογίας. Οι αντιθέσεις των σχολών δεν σημαίνουν ότι κάποια σχολή είναι σωστή και οι υπόλοιπες λαθεμένες.
Εκφράζουν απλούστατα τη μερικότητα των προσεγγίσεων, το γεγονός ότι περικλείουν σπέρματα αλήθειας, αλλά όχι όλη την αλήθεια. Στην κλινική πραγματικότητα μπορεί να έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα, όμως όχι σε κάθε κλινική περίπτωση. Κάποιες μάλιστα σχολές είναι πιο αποτελεσματικές στη θεραπεία κάποιων συμπτωμάτων από κάποιες άλλες. Έτσι ο εκλεκτισμός, κυρίως ανάμεσα σε τάσεις της ίδιας σχολής, κερδίζει συνεχώς έδαφος. Γιατί λοιπόν η πεισματική εμμονή σε ορισμένες αντιλήψεις, που στην πολιτική εκδοχή ονομάζονται δογματισμός;
Οι αντιλήψεις έχουν συνέπειες δράσης, αυτό πρώτος το δίδαξε ο Πραγματισμός. Έφτασε μάλιστα στην ακραία συνέπεια αυτής της αντίληψης, να εξαρτά την αλήθεια από τα θετικά ή μη αποτελέσματα της δράσης στην οποία οδηγεί. Κάθε αμφιταλάντευση ως προς την ορθότητα μιας αλήθειας σημαίνει μειωμένο ενθουσιασμό στη δράση. Μπορεί οι θεοί να έχουν σταματήσει να μας στέλνουν τις εντολές τους, όμως εμείς τις αντιλήψεις μας για τους τρόπους δράσης τις αντιμετωπίζουμε περίπου ως θεϊκές εντολές, δηλαδή ιερά και απαραβίαστα θέσφατα.
Την raison d’ être (λόγο ύπαρξης) μας την εξαρτούμε από την ορθότητα των αντιλήψεών μας. Οι ανατροπές προσφιλών ιδεών μας, με πρώτη και καλύτερη την κατάρρευση της Ου-τοπίας, συνιστά μια μεγάλη υπαρξιακή κρίση, που ξεπερνά τα όρια της απλής απογοήτευσης. Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, την πραγματικότητα την αντιλαμβανόμαστε στη βάση των μορφών που σχηματίζουμε στο γνωστικό μας όργανο γι αυτήν. Μορφές που, όπως είπαμε, δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά προέρχονται απ’ αυτήν. Μορφές που είναι τα είδωλα αυτής της πραγματικότητας πάνω σε ένα καθρέφτη, λιγότερο ή περισσότερο παραμορφωμένα.
Αντιμετωπίζοντας τη μεταφορά αυτή από την άποψη του γενετικού της χαρακτήρα, θα λέγαμε ότι υπάρχει εδώ μια αντιστροφή σε σχέση με την Πλατωνική θεωρία ή την Χεγκελιανή διαλεκτική. Η πραγματικότητα γεννά τα είδωλά της, τις ιδέες που έχουμε γι αυτήν, και όχι οι ιδέες την πραγματικότητα (σε τελευταία ανάλυση, θα προσθέσει ο Ένγκελς). Και έτσι, μ’ αυτή τη συλλογιστική επανερχόμαστε στο αιώνιο πρόβλημα υλισμού-ιδεαλισμού, φωτίζοντάς το όμως με ένα καινούριο φως.
Αποδεχόμενοι την γενετική – οντολογική προτεραιότητα του υλισμού, δίνουμε έμφαση στην αξιολογική προτεραιότητα του ιδεαλισμού, έμφαση που γίνεται ιδιαίτερα προφανής αν αποβλέψουμε στην κορυφή της πυραμίδας των μορφών, τις καλλιτεχνικές μορφές, οι οποίες παρά το υλικό υπόστρωμά τους, φαίνεται να το αγνοούν. Όταν βλέπει κανείς την Αφροδίτη της Μήλου δεν σκέφτεται το υλικό υπόστρωμά της, το μάρμαρο, ούτε όταν ακούει την 9η συμφωνία του Μπετόβεν τις ηχητικές συχνότητες.
Οι διπλοτυπικές ή αντιγραφικές ιδιότητες της τέχνης είναι που την κάνουν να ξεπερνά το υλικό υπόστρωμά της. Και αν οι αντιγραφικές μορφές τέχνης (γλυπτική, ζωγραφική) φαίνονται αξεχώριστες από το υλικό υπόβαθρό τους, γιατί κάθε αντίγραφο είναι τελικά αντίγραφο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διπλοτυπικές. Ο Άμλετ είται σε χαρτόδετη έκδοση είτε σε πολυτελή, είναι ο ίδιος Άμλετ. Και καμιά παράστασή του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καλύτερη στο σύνολο των πραγματοποιημένων και δυνητικών παραστάσεών του, μια και αυτές είναι δυνητικά άπειρες.
Ένα έργο διπλοτυπικής τέχνης, όπως είναι ένα λογοτεχνικό ή μουσικό έργο, με τη γέννησή του αυτονομείται εντελώς από κάθε υλικό υπόστρωμα.
Στην αμέσως κατώτερη κατηγορία μορφών, από την άποψη της εξάρτησής τους από το υλικό υπόστρωμα, είναι τα μοντέλα. Εδώ η γενετική σχέση με την πραγματικότητα είναι προφανής. Όμως και εδώ το υλικό υπόστρωμα παίζει εντελώς επικουρικό ρόλο, πράγμα που είναι ιδιαίτερα εμφανές στα μαθηματικά μοντέλα. Από κάποιες απόψεις μάλιστα, και τις έννοιες θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε μοντέλα.
Η έννοια «αεροπλάνο» σε σχέση με ένα μοντέλο αεροπλάνου διαφέρει ως προς το ότι η έννοια αναλύεται σε ένα σύνολο άλλων εννοιών που η ανάγνωσή τους είναι γραμμική και μονόδρομη μέσα στο χώρο, ενώ ένα υλικό μοντέλο είναι μια τρισδιάστατη αναπαράσταση που η ανάγνωσή της διαφέρει όσο διαφέρει η ανάγνωση της Αφροδίτης της Μήλου από τον Άμλετ. Η (σελ. 36) κατανόηση της πραγματικότητας κερδίζει σε πολλές περιπτώσεις περισσότερο μέσω τέτοιων μοντέλων, μαθηματικών ή αναπαραστατικών, δισδιάστατων ή τρισδιάστατων, παρά μέσω λεκτικών αναπαραστάσεων. Στην παρακάτω βαθμίδα της ιεραρχίας των μορφών (πάντα από την άποψη της εξάρτησής τους από το υλικό υπόστρωμα) είναι οι μορφές της ζωντανής ύλης.
Σε πρώτη ματιά, οι μορφές της ζωντανής ύλης φαίνονται εξίσου εξαρτημένες από το υλικό τους υπόστρωμα με τις μορφές της ανόργανης ύλης. Ένα βουνό όταν διαβρωθεί με τις χιλιετίες παύει να είναι βουνό, όπως και ένα ποτάμι όταν στερέψουν οι πηγές του παύει να είναι ποτάμι. Και ένας ζωντανός οργανισμός, όταν σταματήσουν οι μεταβολικές λειτουργίες που συντελούνται μέσα του, αποσυντίθεται. Η μορφή χάνεται ανεπιστρεπτί. Όχι εντελώς.
Η μορφή, τουλάχιστον στη γενικευμένη μορφή του είδους, αναδημιουργείται.
Το μυστικό βρίσκεται στον αναδιπλασιασμό του DNA, δηλαδή στην αναπαραγωγή. Πριν πεθάνει ένας οργανισμός αφήνει απογόνους, οι οποίοι μάλιστα του μοιάζουν, περισσότερο ή λιγότερο, και προσωπικά. Τι είναι λοιπόν ένας ζωντανός οργανισμός, ένας άνθρωπος; Όχι βέβαια ένα άθροισμα νερού, άνθρακα και ιχνοστοιχείων. Αυτό που είναι ο άνθρωπος, τα ξεπερνά. Ο άνθρωπος δεν είναι το υλικό υπόστρωμά του. Κατά περίπτωση είναι η μορφή του, οι λειτουργίες του, η δράση του. Όλα αυτά (αξιολογικά) υπερβαίνουν το υλικό υπόστρωμα, το οποίο από τον άνθρωπο, όσον αφορά αρκετούς από τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς, αξιολογείται συνήθως στη βάση της θερμιδικής και πρωτεϊνικής τους απόδοσης, δηλαδή της διατροφικής τους αξίας, ή απλά της βιομάζας τους.
Με βάση την παραπάνω συλλογιστική μπορούμε να αξιολογήσουμε την σύγκλιση των δύο τόσο ανόμοιων κατά τα άλλα πνευμάτων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι Πλατωνικές ιδέες βρίσκουν την αντιστοιχία τους στις αριστοτελικές μορφές (οι ακριβείς σχέσεις τους με το υλικό τους υπόστρωμα δεν έχουν και τόση σημασία, όσο η αξιολογική προτεραιότητά τους). Την ανθρώπινη νόηση την ενδιαφέρουν οι ιδέες και οι μορφές. Η ύλη αποτελεί τον ταπεινό τους υπηρέτη (Αριστοτέλης) ή το δημιούργημά τους (Πλάτων). Οι μορφές λοιπόν βρίσκονται στην κορυφή της αξιολογικής ιεραρχίας του ανθρώπου. Όμως πως αποτιμώνται;
Δύο είναι οι κύριες παράμετροι. Η μια είναι η αισθητική παράμετρος. Η άλλη είναι η οικονομική. Στη βάση της οικονομικής παραμέτρου δεν βρίσκεται τόσο η ενσωματωμένη εργασία όπως θα ήθελε ο Μαρξ όσο η σπάνις και η παλαιότητα. Ένα αγγείο του 5ου αιώνα π.κ.ε. αξίζει περισσότερο από ότι ένα σύγχρονο γλυπτό, ακόμη και φτασμένου καλλιτέχνη. Ένα εργαλείο παλαιολιθικής εποχής, ακόμη περισσότερο. Τέλος ο πίνακας ακόμη και του πιο μέτριου καλλιτέχνη αξίζει περισσότερο από ότι ένας τόμος του Άμλετ στη βιβλιοθήκη μας. Σε αισθητικό όμως επίπεδο, η αξία ασφαλώς αντιστρέφεται.
Η παλαιότητα προσδίδει σπανιότητα, και το ανεπανάληπτο γίνεται πιο εμφανές. Τώρα που η όπερα ως μουσική φόρμα έχει εγκαταλειφθεί, ξεθάβονται μέτριες όπερες ατάλαντων συνθετών. Οι φιλόλογοι είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτού του είδους τυμβωρυχίας. Σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, εντελώς μέτριας λογοτεχνικής αξίας, κατά τα άλλα κερδίζουν τον ανυπόκριτο θαυμασμό τους και το μέγιστο του ενδιαφέροντός τους.
Η λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού πώς πρέπει να αποτιμηθεί, ως ύλη ή ως μορφή;
Οπωσδήποτε εδράζεται και αυτή σε ένα υλικό υπόστρωμα, όμως το ξεπερνά. Το ξεπερνά όμως πώς; Όπως η μορφή ενός καλλιτεχνήματος, ή όπως ο χαρτοκόπτης στο μυαλό του τεχνίτη, κατά το παράδειγμα του Σαρτρ; Ο Σαρτρ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του χαρτοκόπτη για να αποδείξει ότι, προκειμένου για τον άνθρωπο, η ουσία έπεται της ύπαρξής του, αντίθετα από ότι συμβαίνει με τον χαρτοκόπτη, που η ουσία του, η οποία δεν είναι άλλη από την λειτουργία του, προηγείται της ύπαρξής του.
Εδώ δεν μας ενδιαφέρει όμως η προβληματική του Σαρτρ. Μας ενδιαφέρει το ότι αποδίδει ένα μη υλικό χαρακτήρα στην ουσία, αφού μπορεί και εδράζεται ως κάτι το αφηρημένο στο μυαλό του τεχνίτη, και που η ουσία αυτή, σχεδόν απόλυτα στο παράδειγμα του χαρτοκόπτη, δεν είναι παρά η λειτουργία της κοπής του χαρτιού. Με τον ίδιο τρόπο και η λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού ξεπερνά το υλικό υπόστρωμα. Μπορεί να συλληφθεί στο μυαλό ενός βιολόγου, όχι όπως το υλικό υπόστρωμα, όπως συμβαίνει με κάθε υλικό αντικείμενο, αλλά ως ένα σύστημα κινήσεων και μεταβολών.
Το ξεπερνά όμως και με ένα δεύτερο τρόπο: μπορεί και επαναλαμβάνεται, χρησιμοποιώντας το απειροελάχιστο ύλης που αποτελούν τα υλικά ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου. Η μορφή τρέφεται με ύλη (ή ενέργεια, που αποτελεί την άλλη της όψη). Η ανωτερότητά της φαίνεται από την επιλεκτικότητα του υλικού υποστρώματος. Δεν μπορεί κάθε υλικό να αποτελέσει τη βάση μιας ανώτερης μορφής. Και όχι χωρίς να υποστεί κάποια επεξεργασία. Το μάρμαρο μέσω της γλυφίδας του καλλιτέχνη, τα θρεπτικά συστατικά μέσω του μεταβολισμού.
Να φτιάξουμε και εμείς την αγία Τριάδα μας, όπως οι Ευαγγελιστές και ο Χέγκελ: Ύλη, Λειτουργία, Μορφή. Η ύλη είναι η Θέση, το δεδομένο. Η Λειτουργία, ως κίνηση, είναι η Αντίθεση, καθώς αίρει την ύλη από την ακινησία της. Η μορφή είναι η Σύνθεση, ως προϊόν της επενέργειας της κίνησης πάνω στην ύλη. Αν στη θέση της Μορφής βάλουμε την Ιδέα, εν πολλοίς συνώνυμή της, ξαναβρίσκουμε πάλι τη διαλεκτική του Χέγκελ με το κεφάλι κάτω, που με τόσο κόπο την είχε (σελ. 37) στήσει ο Μαρξ στα πόδια της. Με μια διαφορά: για τον Χέγκελ η Ιδέα ήταν μια causa efficiens (πρωταρχική αιτία), ενώ για μας είναι μια causa finalis (τελική αιτία).
Ο Μαρξ, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τη γενετική σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή, υποτιμά συνεχώς τη μορφή. Οι επίγονοί του έπεσαν στην παγίδα. Η υλική βάση καθορίζει το κοινωνικό εποικοδόμημα, την κοινωνική, πολιτική και διανοητική ζωή. Η παρεξήγηση αποδείχθηκε μεγάλη, και λίγοι πρόσεξαν τα συμπληρωματικά λόγια του Έγκελς, που την είχε έγκαιρα αντιληφθεί, «σε τελευταία ανάλυση».
Όπως είπαμε και πριν, από κάποια άποψη η διαμάχη υλισμού-ιδεαλισμού φαίνεται ως παρεξήγηση. Όλοι θαυμάζουν τα πνευματικά δημιουργήματα του ανθρώπου που είναι καλλιτεχνικές μορφές ή νέες, ασύλληπτες δημιουργίες. Ένα όμως από τα «είδωλα» για τα οποία μίλησε ο Μπέηκον οδήγησε στην παρεξήγηση ότι οι ανώτερες, πνευματικές μορφές, οι ιδέες, αποτελούν την γενετική αρχή της ύλης. Μια παρεξήγηση που ξεκινάει φιλοσοφικά από τον Πλάτωνα και φτάνει μέχρι τον Χέγκελ. Οι ρίζες της όμως βρίσκονται πιο πίσω.
Το είδωλο αυτό θα μπορούσε να το διατυπώσει ο Μπέηκον ως την προκατάληψη ότι το κατώτερο προέρχεται από το ανώτερο. Η ύλη δηλαδή προέρχεται από την ιδέα. Ή, στη γλώσσα της θρησκείας, ο υλικός κόσμος, αν δεν είναι δημιούργημα, βρίσκεται όμως στο έλεος μιας πνευματικής αρχής, ενός θεού. Οι υλιστές, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη σωστή γενετική σχέση, κατάφεραν να πετάξουν μαζί με το νερό της μπανιέρας και το μωρό. Χαρακτηριστική συνέπεια υπήρξε στην μαρξιστική θεωρία της τέχνης το προβάδισμα του περιεχομένου απέναντι στη μορφή, η οποία υποτιμάται ως κάτι παράγωγο και δευτερεύον.
Έννοια, ιδέα, μορφή, μοντέλο, δομή, λειτουργία, βρίσκονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα. Οι ιδέες, τα μοντέλα, οι δομές, οι λειτουργίες, αποτελούν σε τελευταία ανάλυση αφαιρέσεις του συγκεκριμένου της υλικής πραγματικότητας, αφαιρέσεις που προϋποθέτουν το αντιληπτικό υποκείμενο, το «αφαιρετικό» υποκείμενο, τον άνθρωπο. Ακόμη κι ένας ζωγραφικός πίνακας δεν είναι παρά μια αφαίρεση, η οπτική εντύπωση στην οποία αποβλέπει ο ζωγράφος, ενώ τα υλικά της σύνθεσής του, οι μπογιές, κ.λπ. ελάχιστα ενδιαφέρουν, αποτελώντας αντικείμενο μελέτης των ειδικών.
Η μορφή είναι η «αφαίρεση» του κάτω από την επιφάνεια.
Με την παραπάνω συλλογιστική ανοίγουμε μια καινούρια πόρτα στον αγνωστικισμό ή, από μια άλλη άποψη, ο αγνωστικισμός έρχεται να φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία τη συλλογιστική μας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που «ξέρουμε» για την υλική πραγματικότητα δεν είναι παρά οι αφαιρέσεις μας γι αυτήν. Και όχι από αδυναμία. Πραγματικά, οι αφαιρέσεις μας αφορούν περισσότερο, γιατί στην ουσία πρόκειται για γενικεύσεις. Η έννοια δένδρο είναι ταυτόχρονα αφαίρεση και γενίκευση. Τα κατηγορούμενα είναι τα θραύσματα της πραγματικότητας, που μας επιτρέπουν να την ανασυστήσουμε σε ένα περιορισμένο αριθμό μοντέλων-εννοιών στο μυαλό μας.
Παίρνοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά της έννοιας του μοντέλου, και όχι τόσο την εφαρμογή του, μπορούμε να την επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο. Αν θα μπορούσαμε να ορίσουμε το μοντέλο ως κάτι που απεικονίζει την πραγματικότητα, και όχι αναγκαστικά μια δισδιάστατη ή τρισδιάστατη κατασκευή, θα περιλαμβάναμε σ’ αυτήν τις έννοιες και τις κοσμοθεωρίες. Η κοσμοθεωρία σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά ένα ερμηνευτικό μοντέλο της πραγματικότητας.
Οι έννοιες και οι κοσμοθεωρίες αποτελούν μοντέλα αντιληπτικά και ερμηνευτικά. Στις έννοιες όμως, εξαιτίας της σχετικά γενικής ομοφωνίας ως προς το περιεχόμενό τους και εξαιτίας του ότι κάθε έννοια καταλαμβάνει μια «φωλεά» στο συνεχές της πραγματικότητας, βαραίνει περισσότερο το αντιληπτικό σκέλος, ενώ στις κοσμοθεωρίες, εξαιτίας του ότι αναφέρονται στην πραγματικότητα ως σύνολο, βαραίνει περισσότερο το ερμηνευτικό σκέλος. Για τον ουδέτερο παρατηρητή κάθε κοσμοθεωρία αποτελεί μια εκδοχή της πραγματικότητας. Για τον πιστό της όμως, είναι η πραγματικότητα.
Το ότι η κοσμοθεωρία δεν είναι παρά μια μορφή αντίληψης της πραγματικότητας φαίνεται και από το ότι μιλάμε για «κομψές» θεωρίες, χαρακτηρισμός που στην κυριολεκτική του σημασία αναφέρεται στην εμφάνιση, δηλαδή στη μορφή. Συνοψίζοντας, η μορφή είναι η αντιληπτική διάσταση της ύλης. Ως αισθητικό – καλλιτεχνικό προϊόν όμως την υπερβαίνει. Ποιά είναι η αξία επιβίωσης της ομορφιάς; Γιατί δηλαδή να χρησιμοποιείται ως κριτήριο επιλογής; Γιατί μας αρέσει η ομορφιά; Μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα χωρίς να ταυτολογήσουμε;
Η ύλη, εκτός από ορατός όγκος, αποτελεί το υπόστρωμα της ενέργειας. Η ενέργεια τρέφεται με ύλη. Οι κάθε είδους καύσεις που υποπίπτουν στην ανθρώπινη εμπειρία, χρειάζονται την καύσιμη ύλη για να συντελεσθούν. Και η ιδέα της καύσης, η φωτιά, είναι που υποβάλλει στον Ηράκλειτο την ιδέα της κίνησης, της συνεχούς αλλαγής. Το πυρ το αείζωον που αποσβέννυται μέτρα.
Υλικά σώματα σε κίνηση, αυτό είναι που αντιλαμβάνεται καθημερινά η όρασή μας. Αναφέρετε ότι η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης. Όμως κάτι ξεχνάνε οι υλιστές, που οι ιδεαλιστές δεν κουράζονται να τους το θυμίζουνε. Αυτό το κάτι είναι η μορφή. Η μορφή είναι ο ειδικός τρόπος με τον οποίο η ύλη πέφτει στην αντίληψή μας.
Ένας από τους στόχους αυτού του κειμένου είναι να αποκαταστήσει την ενότητα της κατακερματισμένης τριάδας. Ύλη Κίνηση Μορφή. Ο κατακερματισμός αυτός, ιστορικά εκφράστηκε με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό, μια αντίθεση που σήμερα μπορεί να αποδειχθεί ξεπερασμένη. Το σπέρμα της υπέρβασης βρίσκεται ήδη στον Αριστοτέλη. Βιάστηκαν αλήθεια να τον αντιπαραθέσουν στον Πλάτωνα. Στον Πλατωνικό δυϊσμό της ιδέας και της ύλης ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται με τη μεριά της ύλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που τάχθηκε με τη μεριά της ιδέας. Απλούστατα τον δυϊσμό αυτό τον υπερβαίνει, αποδίδοντας την ιδέα, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τη λέξη «μορφή» στην ίδια την ύλη. Ο υλισμός εξάλλου μιλάει για «μορφή οργάνωσης» της ύλης.
Ύλη, Κίνηση, Μορφή
Η τριάδα αυτή βρίσκεται αδιάσπαστη στην ενότητα αυτή που ονομάζουμε «ζωντανό οργανισμό». Τι είναι ο ζωντανός οργανισμός, αν όχι μια μορφή που πραγματώνεται μέσω μιας ύλης, η οποία βρίσκεται σε διαρκή κίνηση; Και όπου η ύλη αποκτάει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, το οφείλει στη μορφή. Τι είναι ο όγκος του μαρμάρου σε σχέση με εκείνη την υπέροχη φιγούρα της Αφροδίτης της μήλου; Τι είναι ο Άμλετ σε σχέση με το προϊόν αυτό της χαρτοβιομηχανίας και της φωτοσύνθεσης που λέγεται «βιβλίο;» ή το ηχητικό υλικό μπροστά στην Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν;
Τι μπορεί να είναι η ύλη μπροστά στη μορφή, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των ζωντανών οργανισμών; Και αν στη γλυπτική και στη ζωγραφική η ύλη παρουσιάζεται ως περίπου το αναπόσπαστο υπόστρωμα, το υπόστρωμα αυτό φαίνεται όλο και μικρότερης σημασίας στη μουσική, ελάχιστα στη πεζογραφία, σχεδόν καθόλου στην ποίηση, ενώ στην τέχνη των ραψωδών, που έδωσαν τόσο θαυμάσια έργα όπως τα ομηρικά έπη, φαίνεται να ελλείπει εντελώς.
Αν υπάρχει μια τελική αιτία στην ζωντανή ύλη, αυτή είναι η δημιουργία ωραίων μορφών. Οι οργανισμοί εξελίσσονται. Όμως η εξέλιξη αυτή τι στόχο έχει; Μήπως την προσαρμογή, όπως λέγει ο Δαρβίνος; Η φυσική επιλογή πράγματι φαίνεται να έχει ως στόχο τη διεύρυνση των προσαρμοστικών ικανοτήτων ενός είδους. Όμως τι προσαρμοστικό ή εξελικτικό στόχο εξυπηρετεί η ομορφιά; Γιατί η βιολογική έλξη αφορά τους ωραιότερους εκπρόσωπους του άλλου φύλου; Μήπως γιατί διαθέτουν μεγαλύτερες προσαρμοστικές ικανότητες; Δεν υπάρχει τίποτα που να το αποδεικνύει. Αντίθετα υπάρχει μια έμφυτη τάση του ανθρώπου για την ομορφιά, που ξεφεύγει από τα πλαίσια της χρησιμότητας, η οποία χρησιμότητα ως στοιχείο καλυτέρευσης της ζωής, δηλαδή ως στοιχείο προσαρμογής, αν και στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης την επικαλύπτει (οι μαγικές εικόνες, η διακόσμηση, κ.λπ.) σήμερα παίρνει ολοκληρωτικό διαζύγιο απ’ αυτήν.
Η μορφή είναι που αναδεικνύεται τελικά στην αγία Τριάδα. Αν η ύλη είναι ο θεός και δημιουργός και η κίνηση ο υιός, ο λόγος και σωτήρας, η μορφή είναι το άγιο πνεύμα. Πραγματικά άυλη, πνεύμα. Η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δεν αποτελεί παρά μια εκστασιακή κατάσταση όπως η έμπνευση του καλλιτέχνη. Ανάλογη είναι και η μεταρσίωση του θεατή – δέκτη μπροστά στην ομορφιά. Η υπέρβαση της ύλης γίνεται μόνο μέσω της εκπνευμάτωσής της, της απόσταξής της σε ομορφιά, μέσα στην καλλιτεχνική εμπειρία. Και η υπέρβαση της υλικής πραγματικότητας συντελείται μέσω της εμπειρίας του μεταρσιωμένου δέκτη.
Η ύλη δεν είναι τίποτα, η μορφή είναι το παν
Αυτό ηχεί ως σκέτος ιδεαλισμός, όμως δεν είναι. Ο ιδεαλισμός δίνει προτεραιότητα στη μορφή απέναντι στην ύλη. Ο υλισμός δίνει προτεραιότητα στην ύλη απέναντι στη μορφή. Όμως το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα, τουλάχιστον κατά την μαρξιστική του διατύπωση, μου φαίνεται ως παρεξήγηση. Προτεραιότητα, ως προς τι; Αν πρόκειται για χρονική προτεραιότητα, σαφώς προηγείται η ύλη. Αποτελεί το υλικό υπόστρωμα, και οι φυσικές της νομοτέλειες (με καθοριστική κατά τη γνώμη μου την τάση για μεγαλύτερη συνθετότητα) είναι που «εκβιάζουν» την ανάδειξη των μορφών. Αν πρόκειται όμως για αξιολογική προτεραιότητα (τουλάχιστον μετά από ένα ορισμένο σημείο εξέλιξης της ανθρωπότητας και μετά), το προβάδισμα το έχει το πνεύμα. Ακόμη και η χρυσή μάσκα από τον τάφο των Ατρειδών δεν «αξίζει» τόσο ως όγκος χρυσού, όσο ως έργο τέχνης.
Η κυρίαρχη τάση που παρατηρούμε στην ύλη, όπως αναφέραμε πιο πριν, είναι η τάση για μεγαλύτερη συνθετότητα. Αυτή την τάση μπορούμε να την διακρίνουμε:
Α. Στον σχηματισμό των αστρικών σωμάτων με την συμπύκνωση των νεφελωμάτων.
Β. Στην συνθετότητα του ατόμου. Στις υψηλές θερμοκρασίες τα υποατομικά σωματίδια είναι ξέχωρα, για να ενωθούν σε άτομα μόλις οι θερμοκρασίες κατεβούν, στη συνέχεια σε μόρια, και ακολούθως στους μεγαλομοριακές οργανικές ενώσεις, στους μονοκύτταρους και πολυκύτταρους οργανισμούς, τις κοινωνικές ομάδες των ζώων (μυρμήγκια, μέλισσες) με επιστέγασμα τις ανθρώπινες κοινότητες και σήμερα την ανθρώπινη μεταμοντέρνα κοινωνία, με την παγκοσμιοποίηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και πολλών άλλων τομέων της ζωής.
Σε τι διαφέρει το άτομο ενός υδρογόνου από την περιγραφή του;
Σε ό,τι και η ύλη από τη μορφή. Το άτομο είναι ένα υλικό σωματίδιο. Η περιγραφή του, ή η γραφική του απεικόνιση, είναι η μορφή του. Μ’ αυτή την έννοια δίνουμε ένα πολύ ευρύ περιεχόμενο στη λέξη «μορφή». Μορφή είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ύλη, οπτικά, ακουστικά, κ.λπ. Και επειδή οι αισθήσεις μας έχουν περιορισμένο αντιληπτικό εύρος για gestalt, δηλαδή συνολικές, προσεγγίσεις, στην έννοια της μορφής συμπεριλαμβάνουμε και τις εννοιολογικές αναπαραστάσεις της ύλης. Μ’ αυτό τον πλατύ ορισμό, η μορφή ενός ατόμου είναι η λεκτική περιγραφή του ή η αναπαράστασή του, το «μοντέλο» του. Αυτή βέβαια είναι μια διαμεσολαβημένη ή αντανακλαστική μορφή, όπως π.χ. μια περιγραφή της Αφροδίτης της Μήλου. Μόνο που στην περίπτωσή της η διαμεσολάβηση αυτή μπορεί να ελλείπει.
Χρησιμοποίησα ένα μη ορατό αντικείμενο όπως είναι το άτομο του υδρογόνου για να δείξω καλύτερα τη διαφορά υλικού υποστρώματος και μορφής. Το υλικό υπόστρωμα είναι καθαυτό, η μορφή είναι δι εαυτό. Το καθαυτό είναι το υλικό εκ του οποίου εκπορεύεται το δι εαυτό. Το δι εαυτό είναι η αντίληψη που έχουμε για το καθαυτό. Και η διχοτόμηση αυτή πηγάζει από τη συνειδητοποίησή μας για το περιορισμένο της αντιληπτικής μας ικανότητας. Το καθαυτό υπάρχει μόνο ως αφαίρεση. Το καθαυτό είναι το καθαρό ον. Όταν το συλλογιζόμαστε, παύει να είναι καθαυτό και γίνεται διεαυτό. Η συνειδητοποίηση του καθαυτού ως διεαυτό γίνεται με διάφορους τρόπους. Καταρχήν, μέσω των αισθητηριακών μας μηχανισμών, των αισθήσεών μας. Στη συνέχεια μέσω των διανοητικών μας ικανοτήτων, μέσω της λογικής. Τα όργανά μας είναι η έννοια, η κρίση, ο συλλογισμός.
Οι μέθοδοί της διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Α. Όταν εξετάζουν τα αντι-κείμενα (η παύλα μπήκε για να δείξουμε ότι δεν ταυτίζουμε τη λέξη αντικείμενο με το πράγμα) στη συνάφειά τους. Έχουμε την παραγωγή, την επαγωγή και την αναλογία. Β. Όταν τα εξετάζουν μεμονωμένα. Έχουμε τότε την ανάλυση και τη σύνθεση.
Η σκέψη μας είναι το δίχτυ που ρίχνουμε στα πράγματα για να τα συλλάβουμε, να τα λάβουμε στο σύνολό τους, όχι απλά αισθητηριακά, εποπτικά. Ο βρόγχος του διχτυού είναι η έννοια, ή, πράγμα που είναι το ίδιο από την άποψη που την εξετάζουμε, η ιδέα. Ο Πλάτων υποθέτει μια «ιδανική» αντιστοιχία ανάμεσα στα αντικείμενα και στην ιδέα. Η αντιστοιχία αυτή, κατά την αντίληψή του, αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα. Ενώ όμως το καθαυτό ενός αντικειμένου είναι ενιαίο, οι διάφοροι λαοί το αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Η πλατωνική αντίληψη για το χιόνι, ότι αποτελεί υλοποίηση της ιδέας του χιονιού, θα ξένιζε τους Εσκιμώους, οι οποίοι έχουν 18 διαφορετικές λέξεις για το χιόνι, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις του. Στον εσκιμώικο κόσμο των ιδεών λοιπόν δεν υπάρχει μια ιδέα για το χιόνι, αλλά 18 ιδέες για 18 διαφορετικά χιόνια.
Ακόμη, στον κόσμο των πρωτόγονων Εσκιμώων, δεν υπάρχει η ιδέα για το χρήμα, υπάρχουν όμως ένα σωρό ιδέες για τις διάφορες μορφές δωρισμού, που ελλείπουν σε μας. Αν ο Πλάτων δεν φανταζόταν ένα ενιαίο κόσμο ιδεών από όπου κάθε λαός αντλεί σύμφωνα με τις ανάγκες του, θα πρέπει να φανταστούμε τόσους κόσμους ιδεών, όσους και πολιτισμούς. Έτσι λοιπόν η «υλικότητα» της ιδέας (ρεαλισμός με τη σημασία της σχολαστικής φιλοσοφίας) πάει περίπατο, αφού προφανώς δεν υπάρχει κάποιος ουρανός στον οποίο να κατοικήσει, αλλά κατοικεί μέσα στο κεφάλι μας. Ας μας επιτραπεί η ενέργεια (και η αναλογία) να στήσουμε τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα στα πόδια του.
Δεν προέρχονται τα πράγματα από τις ιδέες, αλλά οι ιδέες από τα πράγματα.
Γιατί όμως ο Πλάτωνας οδηγήθηκε σ’ αυτή την αντιστροφή;
Το μόνο πράγμα ελέγξιμο (σε κάποιο βαθμό βέβαια) από τον άνθρωπο είναι οι παραστάσεις του, οι ιδέες του, οι έννοιές του. Στον ρευστό και φευγαλέο χαρακτήρα της πραγματικότητας αντιπαρατίθεται η διακριτική καθαρότητά τους. Τα φθαρτά αντικείμενα του κόσμου τούτου έρχονται και παρέρχονται, και μόνο οι ιδέες μας γι αυτά φαίνεται να ανθίστανται στη φθορά του χρόνου. Και ο αντιληπτικός μηχανισμός του ανθρώπου χρειάζεται αυτή τη σταθερότητα. Τι άλλο εξάλλου είναι η γνώση παρά η σύλληψη του μόνιμου μέσα στο φευγαλέο, του σταθερού μέσα στο μεταβλητό, της μόνιμης «ουσίας» μπροστά στη μεταβλητή «λεπτομέρεια»; Πριν την κινηματογραφική, δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας προαπαιτείται η στατική σύλληψη των επί μέρους καρέ.
Ο κόσμος που ζούμε λοιπόν είναι ένας κόσμος φαινομενικός, ένας κόσμος μορφών, ένας κόσμος «δι εαυτόν». Όχι ότι αρνούμαστε την υλικότητά του. Απλώς η υλικότητα αυτή είναι κάτι το απροσπέλαστο, πράγμα που εκφράζεται στις διαφορετικές αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι γι αυτόν. Αντιλήψεις που συγκλίνουν στο βαθμό που ο αντιληπτικός τους μηχανισμός, η ιστορία τους, οι ανάγκες τους και οι όροι της ύπαρξής τους συγκλίνουν, και αποκλίνουν αντίστοιχα στο βαθμό που οι παραπάνω παράγοντες αποκλίνουν.
Έτσι η «πραγματικότητα», όπως την εννοούμε και την περιγράφουμε στα διάφορα εγχειρίδια, στην ουσία δεν είναι παρά μια «συναίρεση» της αντικειμενικής πραγματικότητας και του μηχανισμού που την αντιλαμβάνεται. Μια συναίρεση που περιπλέκεται από δυο παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας είναι η δυναμική φύση της πραγματικότητας και του αντιληπτικού μηχανισμού. Η πραγματικότητα συνεχώς μεταβάλλεται, το ίδιο και ο μηχανισμός που την αντιλαμβάνεται, άρα και η αντανάκλασή της συνεχώς τροποποιείται.
Ο δεύτερος είναι ότι ο αντιληπτικός μηχανισμός είναι μηχανισμός ενός δρώντος υποκειμένου που μετασχηματίζει συνεχώς την πραγματικότητα στη βάση της αντίληψης που έχει γι αυτήν και των αναγκών του. Με μια διαφορετική διατύπωση θα λέγαμε ότι συντελείται μια συνεχής ανάδραση (feed back) ανάμεσά τους, τα αποτελέσματα της οποίας είναι συνάρτηση της ταχύτητας και της ακρίβειας των εισόδων και των εξόδων.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια;
Η λογική του «όλα ή τίποτα» μάλλον δεν έχει σχέση σε ζητήματα γνωσιοθεωρίας. Η γνώση της πραγματικότητας γίνεται προσεγγιστικά. Οι προτάσεις μας για την πραγματικότητα είναι εν μέρει μόνο αληθείς. Ή μάλλον είναι αληθείς υπό όρους, συνήθως πιο περιοριστικούς από ότι φανταζόμαστε οι ίδιοι. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα ζητήματα της ψυχολογίας. Οι αντιθέσεις των σχολών δεν σημαίνουν ότι κάποια σχολή είναι σωστή και οι υπόλοιπες λαθεμένες.
Εκφράζουν απλούστατα τη μερικότητα των προσεγγίσεων, το γεγονός ότι περικλείουν σπέρματα αλήθειας, αλλά όχι όλη την αλήθεια. Στην κλινική πραγματικότητα μπορεί να έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα, όμως όχι σε κάθε κλινική περίπτωση. Κάποιες μάλιστα σχολές είναι πιο αποτελεσματικές στη θεραπεία κάποιων συμπτωμάτων από κάποιες άλλες. Έτσι ο εκλεκτισμός, κυρίως ανάμεσα σε τάσεις της ίδιας σχολής, κερδίζει συνεχώς έδαφος. Γιατί λοιπόν η πεισματική εμμονή σε ορισμένες αντιλήψεις, που στην πολιτική εκδοχή ονομάζονται δογματισμός;
Οι αντιλήψεις έχουν συνέπειες δράσης, αυτό πρώτος το δίδαξε ο Πραγματισμός. Έφτασε μάλιστα στην ακραία συνέπεια αυτής της αντίληψης, να εξαρτά την αλήθεια από τα θετικά ή μη αποτελέσματα της δράσης στην οποία οδηγεί. Κάθε αμφιταλάντευση ως προς την ορθότητα μιας αλήθειας σημαίνει μειωμένο ενθουσιασμό στη δράση. Μπορεί οι θεοί να έχουν σταματήσει να μας στέλνουν τις εντολές τους, όμως εμείς τις αντιλήψεις μας για τους τρόπους δράσης τις αντιμετωπίζουμε περίπου ως θεϊκές εντολές, δηλαδή ιερά και απαραβίαστα θέσφατα.
Την raison d’ être (λόγο ύπαρξης) μας την εξαρτούμε από την ορθότητα των αντιλήψεών μας. Οι ανατροπές προσφιλών ιδεών μας, με πρώτη και καλύτερη την κατάρρευση της Ου-τοπίας, συνιστά μια μεγάλη υπαρξιακή κρίση, που ξεπερνά τα όρια της απλής απογοήτευσης. Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, την πραγματικότητα την αντιλαμβανόμαστε στη βάση των μορφών που σχηματίζουμε στο γνωστικό μας όργανο γι αυτήν. Μορφές που, όπως είπαμε, δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά προέρχονται απ’ αυτήν. Μορφές που είναι τα είδωλα αυτής της πραγματικότητας πάνω σε ένα καθρέφτη, λιγότερο ή περισσότερο παραμορφωμένα.
Αντιμετωπίζοντας τη μεταφορά αυτή από την άποψη του γενετικού της χαρακτήρα, θα λέγαμε ότι υπάρχει εδώ μια αντιστροφή σε σχέση με την Πλατωνική θεωρία ή την Χεγκελιανή διαλεκτική. Η πραγματικότητα γεννά τα είδωλά της, τις ιδέες που έχουμε γι αυτήν, και όχι οι ιδέες την πραγματικότητα (σε τελευταία ανάλυση, θα προσθέσει ο Ένγκελς). Και έτσι, μ’ αυτή τη συλλογιστική επανερχόμαστε στο αιώνιο πρόβλημα υλισμού-ιδεαλισμού, φωτίζοντάς το όμως με ένα καινούριο φως.
Αποδεχόμενοι την γενετική – οντολογική προτεραιότητα του υλισμού, δίνουμε έμφαση στην αξιολογική προτεραιότητα του ιδεαλισμού, έμφαση που γίνεται ιδιαίτερα προφανής αν αποβλέψουμε στην κορυφή της πυραμίδας των μορφών, τις καλλιτεχνικές μορφές, οι οποίες παρά το υλικό υπόστρωμά τους, φαίνεται να το αγνοούν. Όταν βλέπει κανείς την Αφροδίτη της Μήλου δεν σκέφτεται το υλικό υπόστρωμά της, το μάρμαρο, ούτε όταν ακούει την 9η συμφωνία του Μπετόβεν τις ηχητικές συχνότητες.
Οι διπλοτυπικές ή αντιγραφικές ιδιότητες της τέχνης είναι που την κάνουν να ξεπερνά το υλικό υπόστρωμά της. Και αν οι αντιγραφικές μορφές τέχνης (γλυπτική, ζωγραφική) φαίνονται αξεχώριστες από το υλικό υπόβαθρό τους, γιατί κάθε αντίγραφο είναι τελικά αντίγραφο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διπλοτυπικές. Ο Άμλετ είται σε χαρτόδετη έκδοση είτε σε πολυτελή, είναι ο ίδιος Άμλετ. Και καμιά παράστασή του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καλύτερη στο σύνολο των πραγματοποιημένων και δυνητικών παραστάσεών του, μια και αυτές είναι δυνητικά άπειρες.
Ένα έργο διπλοτυπικής τέχνης, όπως είναι ένα λογοτεχνικό ή μουσικό έργο, με τη γέννησή του αυτονομείται εντελώς από κάθε υλικό υπόστρωμα.
Στην αμέσως κατώτερη κατηγορία μορφών, από την άποψη της εξάρτησής τους από το υλικό υπόστρωμα, είναι τα μοντέλα. Εδώ η γενετική σχέση με την πραγματικότητα είναι προφανής. Όμως και εδώ το υλικό υπόστρωμα παίζει εντελώς επικουρικό ρόλο, πράγμα που είναι ιδιαίτερα εμφανές στα μαθηματικά μοντέλα. Από κάποιες απόψεις μάλιστα, και τις έννοιες θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε μοντέλα.
Η έννοια «αεροπλάνο» σε σχέση με ένα μοντέλο αεροπλάνου διαφέρει ως προς το ότι η έννοια αναλύεται σε ένα σύνολο άλλων εννοιών που η ανάγνωσή τους είναι γραμμική και μονόδρομη μέσα στο χώρο, ενώ ένα υλικό μοντέλο είναι μια τρισδιάστατη αναπαράσταση που η ανάγνωσή της διαφέρει όσο διαφέρει η ανάγνωση της Αφροδίτης της Μήλου από τον Άμλετ. Η (σελ. 36) κατανόηση της πραγματικότητας κερδίζει σε πολλές περιπτώσεις περισσότερο μέσω τέτοιων μοντέλων, μαθηματικών ή αναπαραστατικών, δισδιάστατων ή τρισδιάστατων, παρά μέσω λεκτικών αναπαραστάσεων. Στην παρακάτω βαθμίδα της ιεραρχίας των μορφών (πάντα από την άποψη της εξάρτησής τους από το υλικό υπόστρωμα) είναι οι μορφές της ζωντανής ύλης.
Σε πρώτη ματιά, οι μορφές της ζωντανής ύλης φαίνονται εξίσου εξαρτημένες από το υλικό τους υπόστρωμα με τις μορφές της ανόργανης ύλης. Ένα βουνό όταν διαβρωθεί με τις χιλιετίες παύει να είναι βουνό, όπως και ένα ποτάμι όταν στερέψουν οι πηγές του παύει να είναι ποτάμι. Και ένας ζωντανός οργανισμός, όταν σταματήσουν οι μεταβολικές λειτουργίες που συντελούνται μέσα του, αποσυντίθεται. Η μορφή χάνεται ανεπιστρεπτί. Όχι εντελώς.
Η μορφή, τουλάχιστον στη γενικευμένη μορφή του είδους, αναδημιουργείται.
Το μυστικό βρίσκεται στον αναδιπλασιασμό του DNA, δηλαδή στην αναπαραγωγή. Πριν πεθάνει ένας οργανισμός αφήνει απογόνους, οι οποίοι μάλιστα του μοιάζουν, περισσότερο ή λιγότερο, και προσωπικά. Τι είναι λοιπόν ένας ζωντανός οργανισμός, ένας άνθρωπος; Όχι βέβαια ένα άθροισμα νερού, άνθρακα και ιχνοστοιχείων. Αυτό που είναι ο άνθρωπος, τα ξεπερνά. Ο άνθρωπος δεν είναι το υλικό υπόστρωμά του. Κατά περίπτωση είναι η μορφή του, οι λειτουργίες του, η δράση του. Όλα αυτά (αξιολογικά) υπερβαίνουν το υλικό υπόστρωμα, το οποίο από τον άνθρωπο, όσον αφορά αρκετούς από τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς, αξιολογείται συνήθως στη βάση της θερμιδικής και πρωτεϊνικής τους απόδοσης, δηλαδή της διατροφικής τους αξίας, ή απλά της βιομάζας τους.
Με βάση την παραπάνω συλλογιστική μπορούμε να αξιολογήσουμε την σύγκλιση των δύο τόσο ανόμοιων κατά τα άλλα πνευμάτων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι Πλατωνικές ιδέες βρίσκουν την αντιστοιχία τους στις αριστοτελικές μορφές (οι ακριβείς σχέσεις τους με το υλικό τους υπόστρωμα δεν έχουν και τόση σημασία, όσο η αξιολογική προτεραιότητά τους). Την ανθρώπινη νόηση την ενδιαφέρουν οι ιδέες και οι μορφές. Η ύλη αποτελεί τον ταπεινό τους υπηρέτη (Αριστοτέλης) ή το δημιούργημά τους (Πλάτων). Οι μορφές λοιπόν βρίσκονται στην κορυφή της αξιολογικής ιεραρχίας του ανθρώπου. Όμως πως αποτιμώνται;
Δύο είναι οι κύριες παράμετροι. Η μια είναι η αισθητική παράμετρος. Η άλλη είναι η οικονομική. Στη βάση της οικονομικής παραμέτρου δεν βρίσκεται τόσο η ενσωματωμένη εργασία όπως θα ήθελε ο Μαρξ όσο η σπάνις και η παλαιότητα. Ένα αγγείο του 5ου αιώνα π.κ.ε. αξίζει περισσότερο από ότι ένα σύγχρονο γλυπτό, ακόμη και φτασμένου καλλιτέχνη. Ένα εργαλείο παλαιολιθικής εποχής, ακόμη περισσότερο. Τέλος ο πίνακας ακόμη και του πιο μέτριου καλλιτέχνη αξίζει περισσότερο από ότι ένας τόμος του Άμλετ στη βιβλιοθήκη μας. Σε αισθητικό όμως επίπεδο, η αξία ασφαλώς αντιστρέφεται.
Η παλαιότητα προσδίδει σπανιότητα, και το ανεπανάληπτο γίνεται πιο εμφανές. Τώρα που η όπερα ως μουσική φόρμα έχει εγκαταλειφθεί, ξεθάβονται μέτριες όπερες ατάλαντων συνθετών. Οι φιλόλογοι είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτού του είδους τυμβωρυχίας. Σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, εντελώς μέτριας λογοτεχνικής αξίας, κατά τα άλλα κερδίζουν τον ανυπόκριτο θαυμασμό τους και το μέγιστο του ενδιαφέροντός τους.
Η λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού πώς πρέπει να αποτιμηθεί, ως ύλη ή ως μορφή;
Οπωσδήποτε εδράζεται και αυτή σε ένα υλικό υπόστρωμα, όμως το ξεπερνά. Το ξεπερνά όμως πώς; Όπως η μορφή ενός καλλιτεχνήματος, ή όπως ο χαρτοκόπτης στο μυαλό του τεχνίτη, κατά το παράδειγμα του Σαρτρ; Ο Σαρτρ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του χαρτοκόπτη για να αποδείξει ότι, προκειμένου για τον άνθρωπο, η ουσία έπεται της ύπαρξής του, αντίθετα από ότι συμβαίνει με τον χαρτοκόπτη, που η ουσία του, η οποία δεν είναι άλλη από την λειτουργία του, προηγείται της ύπαρξής του.
Εδώ δεν μας ενδιαφέρει όμως η προβληματική του Σαρτρ. Μας ενδιαφέρει το ότι αποδίδει ένα μη υλικό χαρακτήρα στην ουσία, αφού μπορεί και εδράζεται ως κάτι το αφηρημένο στο μυαλό του τεχνίτη, και που η ουσία αυτή, σχεδόν απόλυτα στο παράδειγμα του χαρτοκόπτη, δεν είναι παρά η λειτουργία της κοπής του χαρτιού. Με τον ίδιο τρόπο και η λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού ξεπερνά το υλικό υπόστρωμα. Μπορεί να συλληφθεί στο μυαλό ενός βιολόγου, όχι όπως το υλικό υπόστρωμα, όπως συμβαίνει με κάθε υλικό αντικείμενο, αλλά ως ένα σύστημα κινήσεων και μεταβολών.
Το ξεπερνά όμως και με ένα δεύτερο τρόπο: μπορεί και επαναλαμβάνεται, χρησιμοποιώντας το απειροελάχιστο ύλης που αποτελούν τα υλικά ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου. Η μορφή τρέφεται με ύλη (ή ενέργεια, που αποτελεί την άλλη της όψη). Η ανωτερότητά της φαίνεται από την επιλεκτικότητα του υλικού υποστρώματος. Δεν μπορεί κάθε υλικό να αποτελέσει τη βάση μιας ανώτερης μορφής. Και όχι χωρίς να υποστεί κάποια επεξεργασία. Το μάρμαρο μέσω της γλυφίδας του καλλιτέχνη, τα θρεπτικά συστατικά μέσω του μεταβολισμού.
Να φτιάξουμε και εμείς την αγία Τριάδα μας, όπως οι Ευαγγελιστές και ο Χέγκελ: Ύλη, Λειτουργία, Μορφή. Η ύλη είναι η Θέση, το δεδομένο. Η Λειτουργία, ως κίνηση, είναι η Αντίθεση, καθώς αίρει την ύλη από την ακινησία της. Η μορφή είναι η Σύνθεση, ως προϊόν της επενέργειας της κίνησης πάνω στην ύλη. Αν στη θέση της Μορφής βάλουμε την Ιδέα, εν πολλοίς συνώνυμή της, ξαναβρίσκουμε πάλι τη διαλεκτική του Χέγκελ με το κεφάλι κάτω, που με τόσο κόπο την είχε (σελ. 37) στήσει ο Μαρξ στα πόδια της. Με μια διαφορά: για τον Χέγκελ η Ιδέα ήταν μια causa efficiens (πρωταρχική αιτία), ενώ για μας είναι μια causa finalis (τελική αιτία).
Ο Μαρξ, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τη γενετική σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή, υποτιμά συνεχώς τη μορφή. Οι επίγονοί του έπεσαν στην παγίδα. Η υλική βάση καθορίζει το κοινωνικό εποικοδόμημα, την κοινωνική, πολιτική και διανοητική ζωή. Η παρεξήγηση αποδείχθηκε μεγάλη, και λίγοι πρόσεξαν τα συμπληρωματικά λόγια του Έγκελς, που την είχε έγκαιρα αντιληφθεί, «σε τελευταία ανάλυση».
Όπως είπαμε και πριν, από κάποια άποψη η διαμάχη υλισμού-ιδεαλισμού φαίνεται ως παρεξήγηση. Όλοι θαυμάζουν τα πνευματικά δημιουργήματα του ανθρώπου που είναι καλλιτεχνικές μορφές ή νέες, ασύλληπτες δημιουργίες. Ένα όμως από τα «είδωλα» για τα οποία μίλησε ο Μπέηκον οδήγησε στην παρεξήγηση ότι οι ανώτερες, πνευματικές μορφές, οι ιδέες, αποτελούν την γενετική αρχή της ύλης. Μια παρεξήγηση που ξεκινάει φιλοσοφικά από τον Πλάτωνα και φτάνει μέχρι τον Χέγκελ. Οι ρίζες της όμως βρίσκονται πιο πίσω.
Το είδωλο αυτό θα μπορούσε να το διατυπώσει ο Μπέηκον ως την προκατάληψη ότι το κατώτερο προέρχεται από το ανώτερο. Η ύλη δηλαδή προέρχεται από την ιδέα. Ή, στη γλώσσα της θρησκείας, ο υλικός κόσμος, αν δεν είναι δημιούργημα, βρίσκεται όμως στο έλεος μιας πνευματικής αρχής, ενός θεού. Οι υλιστές, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη σωστή γενετική σχέση, κατάφεραν να πετάξουν μαζί με το νερό της μπανιέρας και το μωρό. Χαρακτηριστική συνέπεια υπήρξε στην μαρξιστική θεωρία της τέχνης το προβάδισμα του περιεχομένου απέναντι στη μορφή, η οποία υποτιμάται ως κάτι παράγωγο και δευτερεύον.
Έννοια, ιδέα, μορφή, μοντέλο, δομή, λειτουργία, βρίσκονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα. Οι ιδέες, τα μοντέλα, οι δομές, οι λειτουργίες, αποτελούν σε τελευταία ανάλυση αφαιρέσεις του συγκεκριμένου της υλικής πραγματικότητας, αφαιρέσεις που προϋποθέτουν το αντιληπτικό υποκείμενο, το «αφαιρετικό» υποκείμενο, τον άνθρωπο. Ακόμη κι ένας ζωγραφικός πίνακας δεν είναι παρά μια αφαίρεση, η οπτική εντύπωση στην οποία αποβλέπει ο ζωγράφος, ενώ τα υλικά της σύνθεσής του, οι μπογιές, κ.λπ. ελάχιστα ενδιαφέρουν, αποτελώντας αντικείμενο μελέτης των ειδικών.
Με την παραπάνω συλλογιστική ανοίγουμε μια καινούρια πόρτα στον αγνωστικισμό ή, από μια άλλη άποψη, ο αγνωστικισμός έρχεται να φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία τη συλλογιστική μας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που «ξέρουμε» για την υλική πραγματικότητα δεν είναι παρά οι αφαιρέσεις μας γι αυτήν. Και όχι από αδυναμία. Πραγματικά, οι αφαιρέσεις μας αφορούν περισσότερο, γιατί στην ουσία πρόκειται για γενικεύσεις. Η έννοια δένδρο είναι ταυτόχρονα αφαίρεση και γενίκευση. Τα κατηγορούμενα είναι τα θραύσματα της πραγματικότητας, που μας επιτρέπουν να την ανασυστήσουμε σε ένα περιορισμένο αριθμό μοντέλων-εννοιών στο μυαλό μας.
Παίρνοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά της έννοιας του μοντέλου, και όχι τόσο την εφαρμογή του, μπορούμε να την επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο. Αν θα μπορούσαμε να ορίσουμε το μοντέλο ως κάτι που απεικονίζει την πραγματικότητα, και όχι αναγκαστικά μια δισδιάστατη ή τρισδιάστατη κατασκευή, θα περιλαμβάναμε σ’ αυτήν τις έννοιες και τις κοσμοθεωρίες. Η κοσμοθεωρία σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά ένα ερμηνευτικό μοντέλο της πραγματικότητας.
Οι έννοιες και οι κοσμοθεωρίες αποτελούν μοντέλα αντιληπτικά και ερμηνευτικά. Στις έννοιες όμως, εξαιτίας της σχετικά γενικής ομοφωνίας ως προς το περιεχόμενό τους και εξαιτίας του ότι κάθε έννοια καταλαμβάνει μια «φωλεά» στο συνεχές της πραγματικότητας, βαραίνει περισσότερο το αντιληπτικό σκέλος, ενώ στις κοσμοθεωρίες, εξαιτίας του ότι αναφέρονται στην πραγματικότητα ως σύνολο, βαραίνει περισσότερο το ερμηνευτικό σκέλος. Για τον ουδέτερο παρατηρητή κάθε κοσμοθεωρία αποτελεί μια εκδοχή της πραγματικότητας. Για τον πιστό της όμως, είναι η πραγματικότητα.
Το ότι η κοσμοθεωρία δεν είναι παρά μια μορφή αντίληψης της πραγματικότητας φαίνεται και από το ότι μιλάμε για «κομψές» θεωρίες, χαρακτηρισμός που στην κυριολεκτική του σημασία αναφέρεται στην εμφάνιση, δηλαδή στη μορφή. Συνοψίζοντας, η μορφή είναι η αντιληπτική διάσταση της ύλης. Ως αισθητικό – καλλιτεχνικό προϊόν όμως την υπερβαίνει. Ποιά είναι η αξία επιβίωσης της ομορφιάς; Γιατί δηλαδή να χρησιμοποιείται ως κριτήριο επιλογής; Γιατί μας αρέσει η ομορφιά; Μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα χωρίς να ταυτολογήσουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου